Φεγγαράκι μου λαμπρό, ἐπί ματαίω λάμπεις…

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
36Shares
Τὸ Στρούνι εἶναι μᾶλλον ἡ σημερινή Ἀμφιθέα κοντά στὰ Γιάννενα. Ἐκεῖνο ποὺ διακρίνεται ἐπάνω στὸ πρῶτο θρανίο ἀριστερά δὲν εἶναι tablet, ἀλλά ἡ περιβόητη πλάκα, (πινακάκι), μὲ τὸ κονδύλι (κιμωλία) πιασμένη με σπάγγο. Κατά μὶα ἔννοια ὁ πιὸ μακρινός καὶ ἀποτελεσματικός πρόγονος.. (ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπὸ τὴν σελίδα στὸ facebook “Φωτογραφίες Μνῆμες Παράδοση”)..

(Τὸ κείμενο ἔχει ἀνεβεῖ στὴν Academia σὲ μορφή PDF καὶ εἶναι διαθέσιμο γιὰ ἐλεύθερο download)

Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι μὲ τὸ σημερινὸ κείμενο γιὰ τὴν ἐκπαίδευση, ὁλοκληρώνεται μία τριλογία ποὺ ξεκίνησε μὲ τὸ «Γιατί κλείνουν τὰ βιβλιοπωλεῖα» καὶ συνεχίστηκε μὲ τὸ «Ἡ ἀνύπαρκτη πνευματικότητα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας». Στὸ σύνολό τους τὰ τρία κείμενα, πιστεύω ὅτι ἀποτυπώνουν μὲ σχετικὴ ἐπάρκεια τὶς βασικές μας ἀπόψεις, κυρίως γιὰ τὴν παιδεία, ἀλλὰ καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ τὴν στάση της στὰ πνευματικὰ θέματα. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ κείμενα, μὲ ἐπιπλέον προσθῆκες, θὰ ἐνσωματωθοῦν στὸ 2ο τεῦχος τῆς «χίμαιρας», ποὺ ἐλπίζομε (πάντα ἐλπίζομε..) νὰ κυκλοφορήσει μέσα στὸ 2017.

Εὐχαριστῶ τοὺς συνεργάτες μου γιὰ ὅσα ἀνασκάλεψαν, γιὰ ὅσα ἐμπλούτισαν καὶ γιὰ ὅσα διαφώνησαν. Τὸν Στράτο Κοντόπουλο, ποὺ ἀκόμη μία φορὰ μᾶς ἐμπιστεύθηκε δύο ἀνέκδοτα ποιήματα, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμπεριλάβω στὴν ἐπικείμενη ἔκδοση τῶν ἐπιλεγμένων του. Ἀπὸ τὸν νέο ποιητὴ Ε. Μύρωνα,  δανείστηκα δύο ποιήματα – εἶχα καιρὸ νὰ εὕρω νέο ποιητὴ μὲ καλές ποιότητες ποὺ νὰ ἀξίζει χωριστὴ ἀναφορά. Στὸ κείμενο, ὅπως πάντα, ἐνσωματώνονται ποιήματα (σπάνια ἢ ἀνέκδοτα), ὅπου κρίνεται ἀπαραίτητο σχολιάζονται, (πολλὲς φορὲς σὲ ἀγκύλες, καθὼς σήμερα ξεφεύγωμε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ποίηση καθαυτή, ἀπὸ τὸ ἑπόμενο ἄρθρο ἐπιστρέφουμε στὰ ἀμιγῶς ποιητικά μας). Τέλος, τὸ κείμενο εἶναι ἀρκετά μεγάλο, (τὸ θέμα εἶναι χαῶδες καὶ μόνο βασικές προσεγγίσεις ἐπιχειροῦμε ἐδῶ), καὶ γι’ αὐτό εἰλικρινῶς εὐχαριστῶ καὶ ἐσᾶς γιὰ τὴν ὑπομονή σας..

(Ἀνθολογοῦνται οἱ ποιητὲς κατὰ σειρὰ ἐμφάνισης – σὲ ἀγκύλες ὁ ἀριθμὸς ποιημάτων: Στράτος Κοντόπουλος [2], Πᾶνος Θασίτης [πεζό, δοκίμιο], Ε. Μύρων [2], Ἰάσων Ἰωαννίδης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ἀνδρέας Καμπᾶς, Κώστας Πηγαδιώτης, Τάκης Δελῆς [πεζό, ἀπομνημονεύματα], Λεωνίδας Ζενᾶκος, Ντέμης Κωνσταντινίδης, Σοφία Μαυροειδῆ-Παπαδάκη [2], Δημήτρης Σέμπος, Κώστας Καρυωτάκης, Τάκης Μπαρλᾶς, Θ.Δ.Φραγκόπουλος)

(…κι ἄνοιξε τὴν θύρα ἀπὸ λάθος στὴν τάξη…)

«κύριε, τὁν Πλάτον! Ὁ Τεῦκρος!..», κάτσε κάτω!…

«μὰ γιατί, ὄχι, καὶ δηλαδὴ ἡ γλῶσσα…», μὰ εἶναι

πρόβλημα ἡ γλῶσσα;.. «Ἡ Βόννη εὑρίσκεται…

ἡ Βόννη διασχίζει…», τί διασχίζει κύριε, δὲν εἶναι

ποτάμι… «ποιὸς ξέρει τὸν Πλούταρχο;..», τί λέει;..

Λέει γιὰ τὸν παλιό… «κουδοῦνι εἶναι αὐτό;..»,

Ὄχι, καμπάνα στὸ κεφάλι σου… «μὰ τῷ θεῷ;

τί τονίζει; Περισπᾶται, ἔτσι;..», περισπᾶται!

Κι ἀποσπᾶται! Καὶ διασπᾶται!,.. ἰδοὺ ὁ νυμφίος…»,

ἅ!, ὁ γομφίος!, πῶς τὸν λένε στὴν δημοτική;..

 

Βούιξε ἡ κεφαλή του καὶ θαύμασε καὶ σιώπησε.

Καὶ λύπη τὸν κατέβαλλε ποὺ τότε στὸ χωριό του,

δὲν εἶχε σχολειό, δὲν εἶχε δασκάλους·

καὶ τἄχασε  ὅλ’ αὐτὰ τὰ θαυμαστά,

τὴν γνώση, τὴν περίσπαση,

τὴν διάσπαση καὶ τὸν νυμφίο,

καὶ τὸν Πλάτον, κυρίως τὸν Πλάτον

(Ὁ καημὸς τοῦ ἐμπόρου, Στράτος Κοντόπουλος, 1973)

“Τὸ χρῆμα προικοδοτεῖται μὲ μιὰ φοβερὴ δύναμη… ἐγκαθιδρύει ἕνα δικό του σύστημα σχέσεων μέσα στ’ ἀνθρώπινα πράγματα, ποὺ παραμορφώνουν, καταστρέφουν ἢ κάνουν ἀνέφικτες τὶς γνήσιες ἀνθρώπινες σχέσεις. Διαμορφώνει ἔτσι τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, συμβάλλει κι αὐτὸ στὴ δημιουργία τῆς ὀδυνηρῆς κλίμακας τῆς «ἀλλοτρίωσης», ἂν μὲ τὸν ὄρο τοῦτο ἐννοήσουμε τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στοὺς πανίσχυρους μηχανισμοὺς τῶν πραγμάτων…”

(Πάνος Θασίτης, 7 δοκίμια γιὰ τὴν ποίηση, Κέδρος 1979)

Έμαθε

(από τόσος δα μικρός)

να παπαγαλίζει:

«Τι κάνεις, καλά

(Ε. Μύρων, 2016, διατηροῦμε τὴν μονοτονική γραφή ποὺ ἐπιλέγει ὁ ποιητής)

Ἃς τελειώνουμε μὲ τὰ αὐτονόητα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ Παιδεία εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἡ ἐκπαίδευση τὸ συστηματικὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ἐπίτευξή του, ἄς προσπαθήσωμε νὰ ἐπαναφέρουμε τὸν διαχωρισμό ἀνάμεσα στὶς ἔννοιες αὐτῶν τῶν δὺο λέξεων. Καὶ ἂν ἡ ἐκπαίδευση σχεδὸν ταυτίζεται μὲ τὶς σχολικὲς ἢ πανεπιστημιακὲς αἴθουσες, ἡ Παιδεία ἐκπέμπεται δημοσίως καὶ παντοῦ, ὁπουδήποτε ὑπάρχει λόγος, γραφή, εἰκόνα, ἐπικοινωνία. Τὴν παιδεία προσπαθοῦμε ὅλοι μας, ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐκ δόλου τὴν κακοποιοῦμε.

Οἱ ἐπαναστάσεις, ἀκόμη καὶ οἱ ἁπλὲς ἐξεγέρσεις, δὲν συγχρονίζονται μὲ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν εὐρύτερη μόρφωση καὶ ἐπὶ τούτου ὁ Κοραῆς εἶχε μᾶλλον ἄδικο, οἱ ἔνοπλοι ἀγῶνες ἐκδηλώνονται ὅταν ἄλλες συνθῆκες, (πολλὲς φορὲς, ἐντελῶς διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ὁπού ἀνθεῖ τὸ πνεῦμα), ὡριμάζουν καὶ αὐξάνουν τὶς πιθανότητες μιᾶς νίκης, ἔστω καὶ μιᾶς νίκης συμβολικῆς. Οἱ ἐθνεγερσίες ὅμως, (τὸ μέλλον τους δηλαδὴ ὅταν καταλήγουν σὲ συγκρότηση κράτους), καθορίζονται ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν ἀγωνιστῶν τους – καὶ ἐπὶ τούτου ὁ Κοραῆς εἶχε μᾶλλον δίκαιο, σχεδὸν δύο αἰῶνες μετὰ, διακρίνουμε ἐμφανῶς τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς κακορίζικης ἀντίληψης γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν μόρφωση, τὴν ἐκπαίδευση, τὸν πολιτισμό, τὸ ἀπότοκο μιᾶς ἐν τέλει μὴ παιδείας. Στὴν οὐσία βιώνουμε μιὰ ἀναπηρία ποὺ δὲν διαγνώσθηκε ποτὲ – ἀντίθετα καλύφθηκε κάτω ἀπὸ μία ἐπανάπαυση: ἡ ἐπανάσταση δόξασε τὰ ὅπλα, ἀλλά τὸ πνεῦμα ἐπερίσσευε, τὸ εἶχαν ἀγκαζάρει οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀπόθεμα ἀνεξάντλητο γιὰ αἰῶνες. Διακόσια χρόνια μετά, οἱ νεοέλληνες παραμένουν ἀρματολοί, (κάποτε καὶ κλέφτες ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες, ὅπως καὶ τότε..). Ὅταν γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου χρειαστοῦν πνεῦμα, δὲν χρειάζεται νὰ κοπιάσουν. Τὄχουν δανεικὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸ χρησιμοποιοῦν κατὰ τὸ δοκοῦν, ὡς ἐπικάλυμμα ἡμιμάθειας, ὡς καταφυγή σὲ ἕνα ἔνδοξο παρελθόν γιὰ νὰ κρύψουν ἕνα ἄθλιο παρόν. Διακόσια χρόνια μετὰ ἡ ἐκπαίδευση, (καὶ ὁπωσδήποτε τὸ σκοπούμενό της, ἡ παιδεία), πορεύεται μὲ τὴν ἴδια εὐκολία. Ἡ ἐκπαίδευση ὑπηρετεῖ τὸ χρῆμα, τὴν οἰκονομία, τὴν ἐπιχείρηση – ἡ πνευματική της διάσταση εἶναι ἑτερόφωτη, ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ μὲ τρόπο στεγνὸ καὶ ἀφυδατωμένο καὶ γι’ αὐτὸ ἀπὸ ὅλους μισητό. Ἐνίοτε καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θεσμικὰ ἔχουν ταχθεῖ στὴν δημιουργία καὶ τὴν καλλιέργειά του.

Θὰ φανεῖ περίεργο, ἀλλὰ κάθε φορά ποὺ συζητοῦμε γιὰ ἐκπαίδευση, παιδεία, πνεῦμα, ὁ νοῦς μου ξεστρατίζει σὲ ἕνα ποίημα ποὺ φαινομενικὰ σὲ τίποτε δὲν ἔχει νὰ κάμει μὲ ὅλα τοῦτα τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ στοχαστικὰ, τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Τὸ ποίημα «Ἦρθε τὸ νερό…» εἶναι τοῦ Ἰάσωνα Ἰωαννίδη – ἕνας ποιητὴς τραχὺς καὶ τόσο γήινος, ποὺ θαρρεῖς καὶ γράφει βουτηγμένος στὶς λάσπες τοῦ κάμπου ἢ στὰ χιόνια τῶν ὀρέων. Ἀκόμη καὶ ὡς ἁπλὴ περιγραφὴ μιᾶς φύσης ὀργασμικῆς ἡ ποίησή του εἶναι ἐξαιρετική, ἠμπορεῖς καὶ διακρίνεις τὰ χρώματα, σχεδὸν ὀσμίζεσαι τὶς μυρωδιὲς τοῦ χωριοῦ καὶ τοῦ κόσμου. Κι ὅμως, τὸ συγκεκριμένο ποίημα ἐμένα μοῦ φέρνει στὸ νοῦ τὸ καθάριο πνεῦμα, ποὺ σὰν γονιμοποιηθεῖ τίποτα δὲν τὸ σταματάει, μοῦ φέρνει στὸ νοῦ μιὰ παιδεία θηριώδη ποὺ σὰν κολλήσει στὴν σκέψη γκρεμίζει κάστρα καὶ γέννεται ποτάμι καθάριο ποὺ σαρώνει καὶ καθαρίζει καὶ δὲν ἡσυχάζει πρὶν φτάσει στὰ πέρατα τοῦ κόσμου..

Ἦρθε τὸ νερὸ

Ἦρθε τὸ νερὸ μουγκρίζοντας,

σὰν τὸν ταῦρο τοῦ χωριοῦ μας,

τὸν Καρᾶ·

ἦρθε τὸ νερό, ἀφρίζοντας

σὰν τὸ ἄτι τοῦ χωριοῦ μας,

τὸν Σαρῆ·

ἦρθε τὸ νερὸ κι ἁπλώθηκε

σὰν τὶς δίπλες τοῦ χωριοῦ μας

στὴν πλατέα!

 

Παίρνει τὸ δρόμο τῆς ματιᾶς μας,

παίρνει τὸ δρόμο τῆς καρδιᾶς μας,

παίρνει τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ!

Στὶς μουριὲς μᾶς ἔπλεξε

τὸ θολό του δίχτυ…

 

Ἦρθε τὸ νερό,

Μὲ καλάμια καὶ μὲ χῶμα.

Σήκωσε κρυφὰ τὶς θημωνιές,

τὰ γιοφύρια φόρτωσε

στὴν πλατειὰ του ράχη –

καὶ ξεκίνησε!..

(«Φλέβες ποταμοῦ», 1958)

Ὅποιος ἔχει τὸ κουράγιο νὰ μελετήσει τοὺς ἑκατοντάδες νόμους, ἐγκυκλίους καὶ προεδρικὰ διατάγματα ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἕως καὶ σήμερα, (σταμάτησα νὰ μετρῶ στὸ νούμερο 500..), εὔκολα θὰ ἀντιληφθεῖ, πὼς, μὲ ἐξαίρεση κάποιες ρηξικέλευθες προτάσεις διανοούμενων τῆς κάθε ἐποχῆς, τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, (καὶ ὅλη ἡ παιδεία ποὺ τὸ ὑποστήριζε), ἀκολούθησε σχεδὸν ἐξαρχῆς καὶ πιστὰ τὸν πολιτικὸ βηματισμὸ τοῦ νεαροῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Σὰν νὰ μὴν ἦταν αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀκυρώσει τὴν αὐτονομία κάθε εἴδους ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας, οἱ ὅποιες μεταρρυθμιστικὲς προσπάθειες θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψευδοπροβλήματα ποὺ τέθηκαν ποτὲ στὴν Ἑλλάδα – ἐκεῖνο τοῦ δῆθεν γλωσσικοῦ προβλήματος. Αὐτὸ τὸ δῆθεν πρόβλημα τῆς διγλωσσίας, (στὴν πραγματικότητα διμορφίας), ἐπικάλυψε κάθε προσπάθεια οὐσιαστικῶν ἀλλαγῶν – ἀλλὰ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε παρακάτω ἀναλυτικότερα.

Ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις; Ἀτελείωτες καὶ σχεδὸν πάντα ἐπερχόμενες μετὰ ἀπὸ κυβερνητικὴ ἢ καλύτερα παραταξιακὴ μεταβολή. Πᾶρτε βαθιὰ ἀνάσα, γιατί ἀκόμη καὶ ἐὰν παραλείψωμε τὶς πρωτόγονες ἀπόπειρες μετὰ τὴν ἐπανάσταση γιὰ τὴν συγκρότηση ἔστω καὶ μίας στοιχειώδους ἐκπαίδευσης, μόνο μέσα στὸν 20ο αἰῶνα ἔχουμε τὴν μεταρρύθμιση τοῦ 1913, τοῦ 1917, τοῦ 1929, τοῦ 1957, τοῦ 1964, τοῦ 1976, τῶν πρώτων χρόνων τῆς δεκαετίας τοῦ 1989 – χωρὶς νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἀτελείωτα ρυθμιστικὰ νομοσχέδια, νόμους ποὺ δὲν ἐφαρμόστηκαν ποτέ, πολιτικὲς ἀποφάσεις ποὺ ἀκυρώθηκαν ἐν τοῖς πράγμασι, προτάσεις καὶ ἐπεξεργασίες τῶν κομμάτων, τῆς ἐπιτροπῆς μορφωτικῶν ὑποθέσεων, τῶν κατὰ καιροὺς ἐθνικῶν διαλόγων, συνεδρίων, ἐπιμορφώσεων, κοινοτικῶν προγραμμάτων, διαδηλώσεων, καταλήψεων.

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι μὲ τούτη τὴν πυρετικὴ δραστηριότητα γύρω ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὰ θεσμικά της ὄργανα, ἡ παιδεία θὰ εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε σήμερα νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν μοναχὰ λεπτομέρειες χειρισμοῦ – γιὰ παράδειγμα: ἀπὸ τὰ γεύματα τοῦ ὁλοήμερου εἶναι σωστὸ νὰ ἀπουσιάζουν ἐντελῶς τὰ λιπαρά; Ή: μήπως πρέπει νὰ προτιμήσουμε τὸν «Κρητικό» του Σολωμοῦ ἀπὸ τὶς «Ὠδὲς» τοῦ Κάλβου στὴν πρώτη Λυκείου; Κι ἀκόμη: γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ὑπέρτατης θυσίας εἶναι σωστὴ ἡ διδασκαλία τῶν «Θερμοπυλῶν» τοῦ Καβάφη ἢ πρέπει πειραματικὰ νὰ στραφοῦμε σὲ ἐλεγειακοὺς καὶ δὴ τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας ποιητές; Ἢ μήπως στὰ καλύτερα τοῦ Σικελιανοῦ; Ή, ἀκόμη πιὸ τολμηρά, σὲ νέους καὶ ἄγνωστους ποιητὲς τοῦ διαδικτύου;

Ἀπέχουμε δυστυχῶς πολὺ ἀπὸ παρόμοια ἀριστοκρατικὰ ἐρωτήματα.

Εἶναι ἀδιευκρίνιστο ἐὰν τὸ ἀνασηκωμένο πόδι ἐπιζητεῖ τὴν ζεστασιά τῆς σόμπας ἤ ἐὰν ἐξυπηρετεῖ σωφρονιστικές μεθόδους τῆς ἐποχῆς, ὅποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ἄς μᾶς διαφωτίσει.. (φωτογραφία ἀπὸ τὴν σελίδα τοῦ facebook “Φωτογραφίες Μνῆμες Παράδοση”)

Στὰ ὕστερα τοῦ 19ου αἰῶνα, ἡ ἐκπαίδευση στὴν Ἑλλάδα ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτη. Ἐπιθεωρητὲς στέλνονται σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα στὶς ἐπαρχίες καὶ ὅταν ἐπιστρέφουν οἱ ἐκθέσεις τοὺς εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀποκαρδιωτικές. Ἃς πάρουμε λοιπὸν γιὰ ἀφετηρία τὴν δεκαετία τοῦ 1880 γιὰ νἄχουμε ἕνα μέτρο σύγκρισης, γιὰ νὰ δοῦμε τέλος πάντων πόσο ἄλλαξαν τὰ πράγματα, πόσο προχώρησε ἡ παιδεία σὲ τοῦτο τὸν τόπο. Οἱ περιγραφὲς τῶν Πολίτη καὶ Οἰκονόμου εἶναι πολὺ κομψὲς καὶ δὲν ἐκφράζουν οὔτε στὰ μισὰ τὴν ἄθλια εἰκόνα τῶν σχολείων, ἰδιαίτερα στὴν περιφέρεια, καθὼς ἐπικεντρώνουν κυρίως στὶς ἀτέλειες τῆς διδακτικῆς μεθόδου..

“…[στὰ γραμματοδιδασκαλεία] μόνον ἀνάγνωσιν διδάσκονται οἱ παῖδες, καὶ ταύτην ξηράν, μονότονον, ἄψυχον… καὶ ὀλίγην γραφήν, ἀλλὰ ἄμορφον καὶ ἀφιλόκαλον· εὐτυχεῖς δ’ οἱ μαθηταὶ ὅσοι σὺν τούτοις ἀποκομίζουσι μετὰ τοῦ ἀπολυτηρίου καὶ ἐφόδιον μαθηματικῶν γνώσεων ἐπαρκὲς εἰς πρόχειρον καταστιχογραφίαν, διότι ὀλίγιστοι γιγνώσκουσιν νὰ ἐκτελῶσιν ἀπταίστως τὰ τέσσαρας πράξεις τῆς ἀριθμητικῆς…»

Καὶ ἀλλοῦ…

«ὡς πρὸς τὴν μέθοδον διδασκαλίας… ἐπικρατεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, πλὴν ὀλίγων, ἐξαιρέσεων, ἡ ἁπλὴ καὶ ἄπονος εἰς τοὺς διδασκάλους μέθοδος, καθ’  ἣν οὗτοι ἀναγιγνώσκουσιν μὲν ἐκ τοῦ βιβλίου τὰς ἐρωτήσεις, οἱ δὲ μαθηταὶ λέγουσιν ἀπὸ μνήμης τὰς ἀποκρίσεις… οἱ διδάσκαλοι ὁμοιάζουσι πρὸς τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα οὔτε διδάσκουσι οὔτε ἐμπνέουσιν…»

(Θεοφάνης Χατζηστεφανίδης, Ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης, 1821-1986, ἐκδόσεις Παπαδήμα, βιβλίο χρήσιμο γιὰ πληροφορίες, μὲ πολλὲς ὅμως ἄστοχες κρίσεις, συνέπεια τοῦ ἄκριτου ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ του)

Φυσικὰ ὑπάρχουν ὅλα τα ὑπόλοιπα – λάσπες καὶ κέραμοι ποὺ ὀνομάζονται σχολειά, δάσκαλοι ποὺ τιμωροῦν μαθητὲς μὲ τιμωρίες ποὺ λίγο ἀπέχουν ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, ἀνύπαρκτα βιβλία καὶ διδακτικὰ μέσα, ἐντελῶς πρωτόγονες προκαταλήψεις γονιῶν ἀπέναντι στὴν διδασκαλία, οὔτε λόγος βέβαια γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν κορασίδων, (παρά ποὺ ὁρισμένα χωριά ἀποδείχθηκαν πολύ προοδευτικότερα τῶν ἀστικῶν κέντρων). Βέβαια ὅλες αὐτὲς οἱ ἀγριότητες καὶ οἱ πρωτογονισμοὶ κάποιους τοὺς ἀτσαλώνουν, σὲ κάποιους ταιριάζει τὸ ὄμορφο ποίημα τοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου, (ναί, τοῦ παλαιοῦ πολιτικοῦ..).

Γιὰ νὰ ἐπιμένουν…

Μὲ παίδεψαν – καὶ τοὺς χρωστάω καὶ χάρη·

μὲ σταύρωσαν – καὶ τοὺς χρωστάω τὴ ζωή·

μοῦ φόρτωσαν τὰ βάρη,

ποὺ σπάζουν τῶν νεφρῶν τὴν ἀντοχὴ –

καὶ τοὺς χρωστάω τ’ ὁλόισιο σῶμα,

τὸ βῆμα μου τὸ ἐλεύθερο καὶ τὸ ἀλαφρό…

Γιὰ νὰ ἐπιμένουν,

κάτι ἀκόμα

θὰ τοὺς χρωστῶ!

(Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «Ἁπλοὶ φθόγγοι», 1938, μὲ τὸ ψευδώνυμο Αἷμος Αὐρήλιος)

[Εἶναι βεβαίως ἡ μεταλλαγὴ τῆς βασάνου καὶ τοῦ μόχθου σὲ δημιουργία. Ἀλλὰ τἄχουμε πεῖ αὐτὰ καὶ ἀλλοῦ..]

Πρόκειται φυσικά γιὰ μία θλιβερὴ εἰκόνα. Ἃς ἀφήσουμε λοιπὸν γιὰ λίγο τὶς περιγραφὲς καὶ ἃς σκεφτοῦμε βιωματικά. Τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο τὸ ἔζησα στὶς δεκαετίες τοῦ 1960 καὶ 70 στὴν ἐπαρχία. Πόσο ἀπέχει αὐτὴ ἡ ἄθλια εἰκόνα τοῦ 1880 καὶ τοῦ 1900 ἀπὸ ἐκείνη ποῦ βίωναν οἱ γενεὲς τὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν δικτατορία;

Ἕνας ἀπὸ τοὺς μύθους ποὺ ἔχουν μεγάλη διάδοση σὲ τούτη τὴ χώρα, εἶναι καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει τὴν παιδεία νὰ εἶναι καλύτερη στὰ «παλιά τὰ χρόνια». Τὸ λέγω δίχως ἴχνος προκατάληψης ἢ φανατισμοῦ – τὴν παιδεία στὴν Ἑλλάδα τὴν διαπερνᾷ ἡ ἴδια ἄθλια λογική, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸ παραγκοσχολεῖο τοῦ 1890, εἴτε γιὰ τὸ σχολεῖο –στρατῶνα τοῦ 50 καὶ τοῦ 60, εἴτε γιὰ τὸ μοντέρνο καὶ φιλικὸ σχολειὸ τοῦ 2000. Ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζουν εἶναι τὰ ντουβάρια, ἡ ἐπάρκεια τῶν διδακτικῶν μέσων, ἡ τεχνολογία, ἡ ἐλευθερία κινήσεων καὶ ἔκφρασης τοῦ μαθητῆ, τὸ δικαίωμα στὴν ἀποχὴ καὶ στὴν κατάληψη, κάποιες ἐγκυκλοπαιδικὲς πληροφορίες ποὺ ἐπικαιροποιοῦν τὴν διδακτέα ὕλη, οἱ καθηγητὲς ποὺ δὲν χαστουκίζουν τοὺς μαθητές, ἀλλὰ εἶναι φίλοι(!) μαζί τους, ἡ δυνατότητα τῶν γονιῶν νὰ παρεμβαίνουν ὅποτε τὸ θέλουν καὶ νὰ ἀκυρώνουν τὸν ὅποιο καλὸ δάσκαλο, γιατί ἀδίκησε τὰ παιδιά τους ἢ τὰ παραφόρτωσε μὲ παραπάνω ὕλη.

Τὸ κοινὸ χαρακτηριστικό τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης, (παρὰ τὶς ἡρωικὲς προσπάθειες ἐκπαιδευτικῶν σὲ κάθε ἐποχή), εἶναι ἡ στεγνὴ ἀνάγνωση καὶ ἀποστήθιση παρωχημένων γνώσεων μέσα σὲ ἕνα πνεῦμα στείρας ἀρχαιολατρίας, ποὺ ἐν τέλει ὁδηγεῖ τὸν ἀπόφοιτο ἀπροετοίμαστο, (καὶ προφανῶς δίχως οὐσιαστικὴ καλλιέργεια), σὲ μιὰ ἀνταγωνιστικὴ κοινωνία, σχεδὸν ζούγκλα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἐπιβίωση. Δεῖτε τὸν συμβολισμὸ στὸ παρακάτω ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Καμπᾶ (1919-1965), μιὰ ἰδιαίτερη περίπτωση στὰ ἑλληνικὰ γράμματα..

Κατεβήκαμε στὸ στίβο

Κατεβήκαμε στὸ στίβο νικημένοι-

καὶ ἔπρεπε νὰ τρέξουμε, ἔπρεπε νὰ τρέξουμε!..

Οἱ φλύαροι προπονητὲς γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνουν,

ὅλο παραδείγματα ἀπὸ τοὺς προγόνους φέρναν:

Πῶς εἴχανε παλέψει οἱ τότε νέοι, πῶς εἴχανε νικήσει!..

 

Δὲν νιώθανε πὼς ἢμαστ’ ἀδειανοί, χωρὶς ἰδανικά, χωρὶς ψυχή.

Viva la  muerta! Φώναζαν οἱ ἰσπανοὶ στρατιῶτες.

Γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων πέφτουμε, γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων πολεμοῦμε!..

Ἐμεῖς ὅπλα δὲν εἴχαμε – καὶ ἡ τιμὴ μας κουρασμένη…

Εἴμαστε λίγοι, λέγαμε, καὶ οἱ ἀντίπαλοι πολλοί, ὄμορφοι, ρωμαλέοι-

Τὰ λαστιχένια τους κορμιὰ φοβίζουν καὶ τὸν ἥλιο.

 

Εἴσαστε λίγοι, ἀποκρίνονταν ἡ ἠχώ, μὰ ἔχετε ψυχή!..

Καὶ ἡ ψυχὴ μας ξέσπασε σ’ ἕνα χάχανο μακάβριο, σ’ ἕνα χάχανο πικρό…

Ἀδύναμοι καὶ τσακισμένοι βγήκαμε στὸ δρόμο

κι ἀπ’ ἀρχὴ γυρεύαμε τὸ λυτρωμό…

(Τὰ νέα γράμματα, 1939)

[Παρὰ ποὺ ἡ ἑλληνικὴ κριτική, ἐμμονικὴ μὲ τὶς (ἄστοχες πολλὲς φορὲς) κατατάξεις καὶ ἐτικέττες, κατατάσσει τὸν Ἀνδρέα Καμπᾶ στοὺς μοντερνιστὲς ἢ ὑπερρεαλιστές, στὸ παραπάνω  ποίημα τουλάχιστον εἶναι ἔκδηλος τόσο ὁ σαρκασμὸς τοῦ Καρυωτάκη, ὅσο καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἥττας, ἡ μυρουδιὰ τοῦ θανάτου, ἡ ὁριστικὴ παραίτηση. Ὁ ἐπερχόμενος πόλεμος θὰ ἐνηλικιώσει ἀπότομα γενεὲς ἑλληνοπαίδων..]

Πολὺ πιὸ λιτά το περιγράφει ὁ Κώστας Πηγαδιώτης..

Ἡ ὑποδιαστολὴ

Θυμᾶσαι/τοὺς ἀριθμοὺς/ ποὺ βρίσκαμε/λογαριάζοντας/ τὶς ἐπιθυμίες μας;//ἦταν ὅλοι τους/ λανθασμένοι. /Τῆς ζωῆς παραλείπαμε /τὴν ὑποδιαστολή.

(1970)

[br]

Ἐπὶ τέλους, τί ἄλλαξε στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, στὴν συνείδηση τῶν νεοελλήνων, στὸ πνευματικὸ ἀποτύπωμα τῶν ἀποφοίτων; Πόσο καθόρισε ἡ ἐκπαίδευση; Πόσο ἐπηρέασε συμπεριφορές; Καὶ ἐν τέλει, πόσο δικαίωσε τὸν ρόλο της, τὴν ἀποστολή της, πόσο πλησίασε τὸν σκοπό της; Πόσο περισσότερο καλλιεργημένος εἶναι ὁ προνομιοῦχος ἀπόφοιτός τοῦ 2017 ἀπὸ τὸν ἐξαθλιωμένο ἀπόφοιτο τοῦ 1920 ἢ τοῦ 1960; Καὶ ἄρα: πόσο ἐξελίχθηκε πνευματικὰ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἀπὸ τὸ 1830 ἕως καὶ σήμερα; Ποῦ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τὸ πολιτιστικό της ἀποτύπωμα, μετὰ ἀπὸ διακόσια χρόνια  ταραχώδους, γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὸν τόπο, βίου;

Κατὰ τὴν γνώμη μου, ἕως καὶ τὸ 1976, (ἃς ποῦμε ἕως καὶ τὴν μεταπολίτευση), ἡ ἐκπαίδευση στὴν Ἑλλάδα βαδίζει ἀναλλοίωτη στὰ ποιοτικά της χαρακτηριστικά, ἀκόμη καὶ ἐὰν φαινομενικά, (μέσα ἀπὸ πολλαπλὲς ἀπόπειρες μεταρρυθμίσεων), δείχνει ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκσυγχρονιστεῖ ἢ νὰ ἀλλάξει προσανατολισμό. Γιὰ τὴν περίοδο ἕως καὶ τὸ 1974, τρία εἶναι τὰ βασικότερα στοιχεῖα ποὺ καθορίζουν τὴν ἑλληνικὴ παιδεία – καὶ τὰ τρία ἀπὸ αὐτὰ κείτονται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ οὐσία καὶ ἀποτελοῦν προέκταση τῶν πολιτικῶν καὶ ἰδεολογικῶν συγκρούσεων μέσα στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συμπίπτουν χρονικά, τουλάχιστον ὄχι μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, οὔτε μὲ τὴν ἴδια στόχευση. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ καθορίζουν τὰ τῆς παιδείας καὶ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν συζήτηση ὁποιαδήποτε σκέψη ἢ στοχασμὸ ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ποιότητά της.

Διάλογος βεβαίως κατ’ εὐφημισμόν, καθώς ὁ χαρακτήρας-καρικατούρα τοῦ σοφολογιώτατου ποὺ στήνει ὁ Σολωμός, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν Κοραῆ, τὶς ἀπόψεις τοῦ ὁποίου τὸ κείμενο θέλει νὰ ἀποδομήσει. Σήμερα θὰ λέγαμε ὅτι πρόκειται γιὰ φθηνό συνδικαλισμό, ἄν ὄχι γιὰ ἄτεχνο λαϊκισμό..

Τὸ πρῶτο, τὸ περιβόητο γλωσσικὸ πρόβλημα. Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι νομίζουν πολλοί, ἡ διαμάχη ἔχει ξεκινήσει ἀπὸ πολὺ νωρὶς μὲ σαφέστατες ἀναφορὲς στὴν πολιτικὴ καὶ τοὺς κομματικοὺς ἀγῶνες. Ἀπὸ τὸν περιβόητο «Διάλογο» τοῦ Σολωμοῦ, (ἕνα φανατισμένο κείμενο ποὺ ἀδικεῖ τὸν Σολωμό, ὄχι ἰδεολογικά, ἀλλὰ κυρίως πνευματικά), ἕως τὴν μεταρρύθμιση τοῦ 1976, ἡ γλῶσσα γίνεται ἕνα μπαλάκι ποὺ ἀλλάζει χρῶμα σὲ κάθε μεταρρύθμιση. Ἀνάλογα μὲ τὴν πολιτικὴ ἀλλαγὴ ἡ δημοτικὴ μπαίνει στὰ σχολειὰ ἔστω καὶ δειλὰ, (ἀπὸ τὸ 1927 ἀκόμη), γιὰ νὰ ἐκδιωχθεῖ καὶ πάλι στὶς ἑπόμενες ἢ μεθεπόμενες ἐκλογές. Σταδιακὰ, ἡ γλῶσσα μετατρέπεται ὄχι σὲ ἐκπαιδευτικὸ ἐργαλεῖο, (σὲ ὅλες τὶς μορφὲς καὶ διαλέκτους της), ἀλλὰ σὲ ἀναγνωριστικὸ σύμβολο προοδευτικότητας ἢ συντηρητισμοῦ. Ὁλόκληρες γενεὲς ἀποκόπτονται ἀπὸ ἐξαιρετικὰ λογοτεχνικὰ κείμενα γραμμένα στὴν δημοτικὴ καὶ ποτὲ δὲν διδάσκονται τὸν στοχασμό τους, τὸ βάθος τους, τὴν κρίση τους. Ἐπίσης ὁλόκληρες γενιὲς μετὰ τὴν μεταρρύθμιση τοῦ 1976, νεότερες αὐτές, ἀποκόπτονται ἀπὸ ἐξαιρετικὰ κείμενα γραμμένα στὴν καθαρεύουσα καὶ ἔχουν διὰ παντὸς διαγράψει τὸν Κάλβο, τὸν Βιζυηνό, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Κοραῆ, ἀκόμη καὶ τὸν Ἐμπειρίκο καὶ ὁποιοδήποτε κείμενο γράφεται μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἢ ἔστω ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁπλὴ δημοτική, γιὰ νὰ μὴν μιλήσουμε γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἢ λατινικὰ κείμενα ἐκ τοῦ πρωτοτύπου. Ὁλόκληρες περίοδοι ὅπως τὸ Βυζάντιο ἐξαφανίζονται γιατί δὲν χωροῦν πουθενὰ στὴν ἐκπαίδευση, γίνονται στεγνὲς ἡμερομηνίες, μιὰ ἀντιπαθητικὴ γιὰ τὰ παιδιὰ διαδοχὴ γεγονότων, σφαγῶν καὶ νομοθετημάτων. Τὰ κείμενα διασπῶνται στὰ ἀπαγορευμένα καὶ στὰ ἐπιτρεπόμενα. Ὅσο ἀστεῖοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι ποὺ ὀνειρεύονται ἐπιστροφὴ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ἄλλο τόσο φανατικοὶ καὶ γλωσσικοὶ δικτάτορες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀσπάζονται τὰ ἰνδιάνικα ἑλληνικά τοῦ Ψυχάρη, τὶς ὑπερβολὲς τοῦ Κριαρᾶ γιὰ νεκρὴ γλῶσσα καὶ τὶς ἀπολυτότητες τοῦ Παπανούτσου γιὰ τὸ ὅτι «..σὲ τίποτε δὲν ὠφέλησε ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἐκ τοῦ πρωτοτύπου…», (ἔχει καὶ ἡ δημοτική τους καθαρευουσιάνους της, ἔλεγε ὁ Παλαμᾶς, καὶ εἶχε δίκαιο). Ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ δημιουργία γλωσσικοῦ ζητήματος προσαρμόζεται στὰ πολιτικὰ προτάγματα καὶ ἐλάχιστα ἀφορᾷ τὴν ἴδια τὴν παιδεία ἤ τὴν γλῶσσα. Οἱ νεοέλληνες ἀπό νωρίς, ἠλιθίως ἀποδέχονται τὸ ἀδιανόητο: ἡ ἐξέλιξη τῆς γλώσσας νὰ καθορίζεται μὲ διατάγματα καὶ νόμους καὶ νὰ μπαίνει στὸ κρεβάτι τοῦ Προκρούστη κατὰ τὸ δοκοῦν, στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ βιασμὸ κατ’ ἐξακολούθησιν, εἴτε ἀπὸ τὴν μία, εἴτε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά.

Ἃς δοῦμε μιὰ μαρτυρία, τὴν ἀντιγράφω μόνο καὶ μόνο γιατί ἀποτυπώνει τὴν ἀπόσταση τοῦ ἁπλοῦ μαθητῆ ἀπὸ παρόμοιους ἐμφυλίους καὶ ἔμμεσα δείχνει τὸ πόσο ἁπλούστερα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν τὰ πράγματα, ἐὰν ὁ σκοπὸς ἦταν ἡ καλύτερη παιδεία καὶ μόνον ἡ παιδεία…

« …στὸ σπίτι μας εἴχαμε βιβλιοθήκη, μιὰ μεγάλη βιβλιοθήκη καὶ γι’ αὐτὸ ἤμουνα ἀπὸ τοὺς τυχερούς τῆς γενιᾶς μου. Βέβαια ἦταν μιὰ βιβλιοθήκη θὰ τὴν λέγαμε σήμερα (δανειζόμενοι ὅρους ἀπὸ τὴν τεχνολογία) “πολυμορφική”. Στὰ ράφια της μποροῦσε νὰ βρῆ κανεὶς ὅλες τὶς μορφὲς τῆς γλώσσας, ἀκόμη καὶ διαλέκτους ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Ἤπειρο, λαογραφικὲς μελέτες τοῦ Πολίτη, ἀλλὰ καὶ εὐαγγελικὰ κείμενα σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, σπάνιες ἐκδόσεις γερμανικῶν φιλολόγων σὲ ἄπταιστη ἀρχαιοελληνικὴ ἢ ἀρχαῒζουσα, τὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Πυρσοῦ μὲ λήμματα γραμμένα ἀπὸ σημαντικοὺς λογοτέχνες, φυλλάδια μὲ λαϊκὰ ἀναγνώσματα γεμᾶτα ἀπὸ ὀρθογραφικὰ ἢ τυπογραφικὰ λάθη, ἐγκυκλοπαίδειες γραμμένες στὸ πόδι ἀποκλειστικὰ γιὰ νὰ βαρύνουν τὴν τσάντα τῶν τότε πλανόδιων πωλητῶν βιβλίων καὶ βέβαια τὰ καλύτερα τότε κείμενα στὴν δημοτική τοῦ Μυριβήλη, τοῦ Βενέζη, ἀκόμη καὶ τοῦ Καραγάτση. Σύντομα τὸ δωμάτιό μου εἶχε γίνει λαϊκὸ ἀναγνωστήριο, οἱ περισσότεροι συμμαθητές μου δὲν εἶχαν τὴν πολυτέλεια οὔτε τοῦ ἑνὸς βιβλίου κι ἔτσι ἐρχόντουσαν σὲ μένα κατὰ παρέες καὶ χωριστὰ ὡράρια… στὸ σχολειὸ οἱ ὧρες μας καὶ ἡ ἀνία μας ἦταν χωρισμένες ἀνάλογα μὲ τὸν δάσκαλο ποὺ εἴχαμε μπροστά μας… στ’ ἀρχαῖα δυσκολευόμουνα στὴν σύνταξη, στοὺς τόνους καὶ στὰ πνεύματα, ἀλλὰ κάποτε τύχαινε νάχωμε καθηγητὴ ἀλλιώτικο, τέτοιοι ἦσαν κυρίως οἱ προσωρινοί, οἱ ἀναπληρωτὲς ποὺ δίδασκαν γιὰ πρώτη φορὰ καὶ εἶχαν κέφι, μεράκι καὶ διάθεση νὰ διδάξουν τὴν παλιὰ τὴν γλῶσσα διαφορετικά. Μὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς παίζαμε καὶ ὁλόκληρο θέατρο, ἀναπαραστάσεις τοῦ Δήμου, ἱστορικῶν μαχῶν, διαλόγων τοῦ Πλάτωνα… ὅσο ἀντιπαθοῦσα τὰ ἀρχαῖα καὶ τὴν μετάφρασή τους, τόσο τ’ ἀγάπησα ὅσο καιρὸ εἴχαμε τὸν Κώστογλου γιὰ φιλόλογο, καλή του ὥρα ὅπου κι ἂν βρίσκεται… χρόνια μετά, σχεδὸν μεσήλικας, μπόρεσα νὰ καταλάβω πόσο δημιουργικὰ εἶχα ἀφομοιώσει τόσο τὴν πολυμορφία τῆς γονικῆς βιβλιοθήκης ὅσο καὶ τὶς λαμπερὲς ἐξαιρέσεις καθηγητῶν μου…».

(Τάκης Δελῆς, χειρόγραφες ἀναμνήσεις, 1982)

Ἃς τὸ πῶ καὶ πάλι, ἴσως κάποτε γενεῖ κατανοητὸ καὶ πάψωμε νὰ σκιαμαχοῦμε γύρω ἀπὸ ἀνύπαρκτα προβλήματα: Ἡ γλῶσσα εἶναι μία, ἔχει συνέχεια, ἔχει μορφές, ἔχει διαλέκτους καὶ ὅλα τοῦτα προσθέτουν, πλουτίζουν καὶ καλλιεργοῦν τὸ πνεῦμα καὶ τὴν σκέψη. Ὅσο περισσότερο κατέχουμε τὴν γλῶσσα στὸ ὅλον της, τόσο ἱκανότεροι γινόμαστε σὲ βαθύτερο στοχασμό, φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, νοηματικὲς ἐπεξεργασίες, ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη. Ὅσο περισσότερες λέξεις ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, τόσο πλατύτερα ἀντιλαμβανόμαστε τὸν κόσμο, τόσο βαθύτερα διαμορφώνουμε τὴν συνείδησή μας, τόσο τραχύτερα ἀκονίζουμε τὴν κριτικὴ μᾶς σκέψη καὶ τὴν ἐκφραστική μας ἀκρίβεια. Ἡ γνώση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν δὲν προκύπτει ἀπὸ προγονοπληξία ἢ γλωσσικὸ συντηρητισμό, (ὅπως ἀνοήτως ὑποστηρίζουν οἱ σημερινοὶ δῆθεν δημοτικιστές), ἀλλὰ ἀπὸ δίψα γιὰ περισσότερα ἐργαλεῖα στὴν γραφή, στὴν λογοτεχνία, στὴν ἀναζήτηση. Κανεὶς σοβαρὸς ἄνθρωπος σήμερα δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἐπιστροφὴ τῆς καθαρεύουσας, αὐτὰ εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ συντηροῦν τὸ γλωσσικὸ ζήτημα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δείξουν προοδευτικοί, ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ τους, τάχα πρωτοπόροι.

Ὁ ἀποδιωγμὸς μορφῶν τῆς γλώσσας διασπᾷ μιὰ συνέχεια ἀπαραίτητη στὸν χῶρο τῶν ἰδεῶν, καθὼς προσφέρει ὅλα τα ἐργαλεῖα γιὰ τὴν ἀπόδοση ἐννοιῶν στὶς πιὸ λεπτές τους ἀποχρώσεις. Γράφει ὁ Λεωνίδας Ζενάκος…

Ἀνταπόκριση

Καμιὰ φορά, σὲ τοῦτον τὸν ἀπάτητο δρόμο, /βρίσκω μπροστά μου ἀχνάρια παλαιὰ στὴν πετρωμένη λάσπη. /Μὰ δὲν ξαφνιάζομαι· δοκιμάζω τὶς πατοῦσες μου, καὶ χωρᾶν ἴσα-ἴσα!

(«Πηγές», 1962)

[Δὲν στέκουμαι στὸν συμβολισμὸ ποὺ εἶναι βεβαίως ἐμφανέστατος. Προσέξτε τὴν χρήση τοῦ «παλαιὰ» ἀντὶ τοῦ «παλιά», δεῖτε πόσο λεπταίσθητη εἶναι ἡ διαφοροποίηση, μιὰ ἀδιόρατη σχεδὸν ἀπόχρωση. Δεῖτε καὶ τὴν πρωτοπορεία καὶ τὸ αἱρετικό τῆς σκέψης, (“ἀπάτητο δρόμο”), ποὺ ὅμως γιὰ νὰ γενεῖ αἱρετικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ χρειάζεται κατὰ διαστήματα καὶ τὴν ἀρωγὴ τῆς παλαιᾶς γνώσης καὶ σοφίας. Πολὺ καλὴ σύλληψη ποὺ ὁδήγησε σὲ ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα..]

Ἡ γλῶσσα δὲν ἔχει «πρέπει» καὶ ἐπίσημες ἐκδοχὲς καὶ δὲν ἐξελίσσεται μὲ βάση κρατικὰ φιρμάνια ἢ κομματικὲς ἐπιλογές. Σὲ ὅ,τι μὲ ἀφορᾷ, δὲν πρόκειται νὰ ἐπιτρέψω ποτὲ καὶ σὲ κανέναν νὰ μοῦ ἐπιβάλλει τὴν γλῶσσα ποὺ θὰ χρησιμοποιῶ ἢ νὰ ἀποκλείσει ἀπὸ τὴν σκέψη μου σημαντικὰ ἔργα τῆς γραμματείας μὲ βάση τὸ ἐκφραστικό τους ἐργαλεῖο. Ὅταν κάπου ἡ δημοτική, (καὶ αὐτὲς φυσικὰ εἶναι οἱ περισσότερες περιπτώσεις), ἠμπορεῖ νὰ ἐκφράσει καλύτερα τὸν στοχασμό μου ἢ τὴν προφορική μου ἐπικοινωνία, τότε θὰ τὴν χρησιμοποιήσω δίχως κανέναν δισταγμὸ ἢ προκατάληψη· κι ἂν πάλι μιὰ λέξη σ’ ἕναν στίχο θέλω νὰ τὴν χρωματίσω ἢ νὰ καθοδηγήσω τὴν ἀπαγγελία της καὶ τὴν ἀνάγνωσή της, ὄχι μία, ἀλλὰ ἑκατὸ βαρεῖες καὶ περισπωμένες θὰ χρησιμοποιήσω, προκειμένου νὰ ἀποδώσω μὲ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ἀκρίβεια τὸ συναίσθημα, τὴν σκέψη, τὴν κίνηση καὶ τὸν ρυθμὸ στὸ κείμενο.

Πόσο κρῖμα τὰ τόσα χαμένα χρόνια! Πόσο κρῖμα ποὺ γενιὲς νεοελλήνων χάθηκαν μέσα στὴν στεῖρα διαμάχη καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ προσεγγίσουν δημιουργικὰ καὶ ἀμερόληπτα τὸν γλωσσικὸ (ἄρα καὶ νοηματικὸ) πλοῦτο, τὸν ὅποιο πλοῦτο τέλος πάντων διαθέτει τούτη ἡ γλῶσσα. Πόσο κρῖμα, ποὺ μέσα ἀπὸ τούτη τὴν κομματικὴ στὴν οὐσία διαμάχη τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν εἶναι νὰ ἀποφοιτήσουν στρατιὲς ἡμιμαθῶν ποὺ δὲν ξεύρουν οὔτε τὴν δημοτικὴ καλά, οὔτε τὴν καθαρεύουσα, μήτε καλὰ καλὰ τὴν ἁπλὴ καθομιλουμένη, γιὰ νὰ μποροῦν ἔστω νὰ συνεννοοῦνται ἐπαρκῶς καὶ χωρίς παρανοήσεις στὶς συναλλαγές τους. Νομίζουν οἱ ἀρχαιολάτρες πὼς τόσα χρόνια μαθαίναμε ἀρχαία ἑλληνικὰ στὰ σχολειά, μὰ κάνουν λάθος. Καὶ πιστεύουν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ἐκσυγχρονιστές, πὼς ἐὰν ἐξοβελίσωμε ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση ἡ περιορίσωμε δραστικὰ τὶς ἀρχαῖες γλῶσσες καὶ τὶς λεγόμενες ἀνθρωπιστικὲς σπουδές, θὰ ἔχουμε κερδίσει τὸν κόσμο ὁλάκερο καὶ τὴν ταχύτερη οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη. Ἀγνοοῦν καὶ οἱ δύο τὸ νόημα τῆς Παιδεία καὶ τὴν ἀξία τῶν ὑπαρξιακῶν σπουδῶν, ἀλλὰ γι’ αὐτὰ θὰ μιλήσουμε παρακάτω.

Καμμία ἀντίρρηση γιὰ τὸ ὅτι ἡ δράση τοῦ Ψυχάρη ἐπιτάχυνε ἀλλαγές ὥριμες ἀπό καιρό καὶ δρομολόγησε ἐξελίξεις. Ὅμως μέσα στὸ κλῖμα τῆς ἐποχῆς, ἔφτασε στὶς ἴδιες μεθόδους γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγοροῦσε τούς ἀρχαῒζοντες: Δημιούργησε μιὰ δημοτική ἐργαστηρίου μὲ ἀκρότητες ποὺ δὲν εἶχαν καμμία ἐλπίδα νὰ ἐπιβιώσουν..

[ Ὡς ἀπομεινάρι τοῦ ἄχρηστου ἐμφυλίου γιὰ τὴν γλῶσσα, ἐπανεμφανίζεται σήμερα μὲ γραφικὸ τρόπο μία ἐλάχιστη μειονότητα, ἐκείνη τῆς ἐθνικιστικῆς γλωσσολογίας, ὁπού ἡ γλῶσσα ἐξευτελίζεται μὲ ἰσχυρισμοὺς τοῦ τύπου «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαθέτει 28,897,345 λέξεις», «τὸ 90% τῶν λέξεων τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας εἶναι δάνεια ἀπὸ τὴν ἑλληνική», «ἡ μαθηματικὴ δομὴ τῆς γλώσσας», καὶ ἄλλα παρόμοια. Τὸ χειρότερο ὡστόσο ἐδῶ, δὲν εἶναι ὅλοι τοῦτοι ποὺ τὰ διαδίδουν καὶ οἱ ὀλίγοι ποὺ τὰ πιστεύουν, ὅσο ἐκεῖνοι οἱ νέοι Ψυχάρηδες, ποὺ ἔχουν κάμει σκοπὸ τῆς ζωῆς τους νὰ ἀντικρούσουν ἐκεῖνα, ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ἀπαιτοῦν καμία ἀντίκρουση καὶ ἐναντίωση. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἐτοῦτοι οἱ γλωσσομάχοι τῆς δῆθεν δημοτικῆς, καταφεύγουν στὴν ἴδια αἰσχρότητα ποὺ κατέφυγε ὁ Σολωμὸς στὸν Διάλογό του στήνοντας ἀπέναντί του ὡς Σοφολογιώτατο μία καρικατούρα τοῦ Κοραῆ: βγαίνει, ἃς ποῦμε, κάποια σοβαρὴ φωνὴ καὶ ζητᾷ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ σχολειά; Τότε οἱ γλωσσομάχοι ἐπιλέγουν τὴν πιὸ γελοία, τὴν πιὸ γραφικὴ ἄποψη ποὺ συνήθως κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο καὶ ξεκινοῦν ὁλόκληρα κείμενα γιὰ τὴν ἀντίκρουσή της, γιὰ τὴν ἀντίκρουση δηλαδὴ τοῦ ἐμφανέστατα γελοίου– θαρρῶντας ὅτι ἔτσι ἀπαντοῦν καὶ ἀποστομώνουν τὸν ἄτυχο ποὺ τόλμησε νὰ πῇ τὴν γνώμη του. Θὰ ἀναγνωρίσετε εὔκολα τούτους τοὺς μαχητὲς τῆς δημοτικῆς, καθὼς ἔχουν ἀναλάβει ἐργολαβικὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τῶν ἀρχαίων καὶ τύπων τῆς καθαρεύουσας, συνήθως μισοῦν τὴν πολυτυπία τῶν λέξεων, ἐνῷ οἱ τολμηρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς προτείνουν καὶ νεολογισμοὺς, ποὺ ἡ αἰσθητική τους καὶ ἡ χρήση τους δύσκολα στέκονται ἀκόμη καὶ στὸν προφορικὸ λόγο. Τὸ τέχνασμα συνήθως πιάνει καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο χτίζουν διαδικτυακὲς καριέρες. Μὲ ἕνα δῆθεν χαλαρὸ στὺλ καὶ μοντέρνες ἀπόψεις  κάμουν ὅ,τι καὶ παλιότερα οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀρχαῒζουσας – ἐπιδιώκουν νὰ καθοδηγήσουν τὴν γλῶσσα καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν μερικὴ χρήση της]

Ἡ γλῶσσα λοιπὸν καὶ τὸ ψευδοπρόβλημά της, στάθηκε τὸ πρῶτο καὶ κυρίαρχο στοιχεῖο στὴν ἐκπαιδευτικὴ ἐξέλιξη. Ἃς δοῦμε τὸ δεύτερο ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν οἰκονομισμὸ καὶ τὴν σύνδεση τῆς παιδείας, (ἀπὸ τὴν πρωτοβάθμια βαθμίδα της ἀκόμη..), μὲ τὴν παραγωγή, οἰκονομικὴ ἐξέλιξη καὶ τὴν χρηστικότητα. Τί σημαίνει μὲ ἁπλὰ λόγια χρηστικότητα; Σημαίνει πὼς, ὅ,τι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποτιμηθεῖ μὲ μετρήσιμο ἀποτέλεσμα, (κυρίως οἰκονομικό), ὅ,τι δὲν δίνει σαφὲς ἀνταγωνιστικὸ πλεονέκτημα στὸ μέλλον τοῦ μαθητῆ, τελικὰ εἶναι ἐν τοῖς πράγμασι περιττὸ καὶ εἴτε τὸ πετᾶμε ἐντελῶς, εἴτε τὸ περιορίζουμε τόσο, ποὺ σχεδὸν καταντᾷ εἰδίκευση ἢ προνόμιο μιᾶς ἀνέμελης οἰκονομικῆς ἐλίτ.

Θὰ πεῖ κάποιος: «μὰ εἶναι λάθος νὰ συνδέσωμε τὴν ἐκπαίδευση μὲ τὴν οἰκονομία; Μποροῦμε νὰ ἔχωμε ἕνα σχολειὸ σχεδὸν περιπατητικό, σχεδὸν ἀνέμελο, ὅπου θὰ ἔχωμε μόρφωση, ἀλλὰ ὄχι εἰδίκευση καὶ προσανατολισμὸ σὲ συγκεκριμένες κατευθύνσεις καὶ ἀνάγκες τῆς οἰκονομίας;»

Τὸ ἐρώτημα εἶναι βεβαίως παραπλανητικὸ καὶ κινεῖται ἐπίτηδες στὴν ἐπιφάνεια μιᾶς ἁπλοϊκότητας – γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ πρώτη ματιὰ δείχνει πειστικὸ καὶ ἀθῶο. Ὅμως, ἃς στοχαστοῦμε γιὰ λίγο. Πρὶν ἐπιχειρήσουμε ὁτιδήποτε στὴν παιδεία καὶ στὴν ἐκπαίδευση, πρὶν ξεκινήσουμε νὰ φωνάζουμε γιὰ ἀλλαγὲς καὶ μεταρρυθμίσεις, μήπως πρέπει νὰ συμφωνήσωμε στὸν σκοπό, στὸ περιεχόμενο, σὲ κεῖνο ποῦ ἐπιθυμοῦμε γιὰ τὶς συνειδήσεις τῶν παίδων;

Θὰ τὸ πῶ κάπως τολμηρά. Ὁ σκοπὸς τῆς Παιδείας ἐντοπίζεται στὸ ἄχρηστο, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἀποτιμᾶται καὶ δὲν περιορίζεται καὶ ὀνομάζεται ἀξιακὸς (καὶ ὑπαρξιακὸς) πυρῆνας τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν Παιδεία, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια, τὴν ἀφήνει ἀδιάφορη ἐὰν ζεῖ στὸν καπιταλισμό, στὸν σοσιαλισμὸ ἢ στὴν χαμένη Ἀτλαντίδα, ἐκεῖνο ποὺ πρωτίστως ἐπιζητεῖ νὰ διαμορφώση εἶναι κριτικὴ συνείδηση καὶ σκέψη, γνώση τοῦ οὐσιώδους, οὐμανιστικὲς ἀξίες καὶ προβληματισμὸ ἐπάνω στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, ἐπάνω δηλαδὴ στὴν ὕπαρξη καὶ στὴν ἀνυπαρξία. Τί ἐννοοῦμε ὅταν μιλᾶμε γιὰ ὑπεύθυνο πολίτη, ἀλληλέγγυο κοινωνία, ἰσότητα, ἐπικοινωνία, λογοτεχνία, τέχνες, πολιτισμό; Ἡ παιδεία δαμάζει τὸν πρωτογονισμὸ σὲ σκέψη καὶ συμπεριφορὰ καὶ τὸν μεταλλάσσει σὲ πνευματικὴ ἀναζήτηση, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση ἀξιῶν μὲ πανανθρώπινο ὁρίζοντα.

Θὰ ρωτήσει κανείς: μὲ τί ἐργαλεῖα; Ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση, (ποὺ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια ἔχει πάντοτε θετικὴ γραμμικὴ ἐξέλιξη), εἶναι φυσικὰ ἕνα πρῶτο, βασικὸ καὶ ἀρκετὰ ἀντικειμενικὸ ὑπόβαθρο γιὰ νὰ συνδεθεῖ ὁ μαθητὴς μὲ τὸν κόσμο τοῦ σήμερα καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ἐξέλιξή του – ὅμως αὐτὴ εἶναι μία μονότροπη καὶ γι’ αὐτὸ μονοδιάστατη ἀντίληψη γιὰ τὴν παιδεία. Τὸ βασικὸ ἐργαλεῖο Παιδείας, ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ διδάξεις ἀξίες ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐποχή τους, εἶναι τὸ ἄριστο κείμενο ποὺ σχετίζεται μαζί τους, τὰ καλύτερα γραμμένα ἀπὸ τὴν παγκόσμια γραμματεία. Θέλεις νὰ διδάξεις τὴν ἀξία τῆς δημοκρατίας; Βάλε στὴν τάξη Ἐπιτάφιο καὶ ξεσκόνισε τὸν, βάλε ἀποσπάσματα ἀπὸ Οὐγκώ μὲ τὴν μάχη στὰ ὁδοφράγματα, δῶσε ἀποσπάσματα ἀπὸ ὁμιλίες μελλοθανάτων μπροστά σε δικαστήρια δικτατόρων, διάλεξε τὰ καλύτερα τοῦ Ρίτσου, τοῦ Μόντη, τὰ ἀναρχικά τοῦ Καρυωτάκη, τὰ ἐκλεκτότερα τοῦ Χατζῆ, τὰ βαθύτερα τοῦ Καβάφη, ὄλα ἐκεῖνα ποὺ ἀντιστέκονται στὸ εὐτελὲς καὶ τὸ ἀσήμαντο. Θέλεις νὰ φτιάξεις συνειδήσεις ἀγριεμένες ἀπὸ τὴν ἀδικία τοῦ κόσμου, μὲ κρίση καὶ διαρκῇ ἀνησυχία γιὰ τὸ καλύτερο, τὸ ὑψηλότερο, τὸ πνευματικότερο; Βρὲς δασκάλους νὰ κατανοήσουν Παπατζώνη, Πάουντ καὶ Ρεμπώ καὶ βέβαια νὰ ἔχουν τὴν φλόγα καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ τοὺς διδάξουν κατὰ πῶς πρέπει στὴν τάξη, δεῖξε μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα παιδιὰ νὰ πεθαίνουν στὸν κόσμο ἀπὸ δίψα καὶ πεῖνα  καὶ ἀνάλυσε τὶς αἰτίες γιὰ τοῦτα τὰ αἴσχη, χρησιμοποίησε τὴν τεχνολογία, ὄχι γιὰ νὰ γίνεις φίλος καὶ ἀρεστὸς στὰ παιδιά, μὰ γιὰ νὰ μεταδώσεις ἀστραπιαία τὴν πιὸ χρήσιμη, τὴν πιὸ σημαντικὴ πληροφορία. Δεῖξε γιατί ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι σημαντικοὶ γιὰ τὴν σκέψη καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, μὴν κρύβεσαι πίσω ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἀποδοχή τους, μὴν ἐπαναπαύεσαι στὰ ἕτοιμα λυσάρια καὶ κάθε λογῆς βοηθήματα, εἶσαι καθηγητὴς δὲν εἶσαι ἀναμεταδότης, φλόγισε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ καλύτερα καὶ τὰ ἄριστα τοῦ κειμένου.

Μὰ τί εἶναι ὅλα τοῦτα; Ἄχρηστα εἶναι καὶ περιττά. Ὁ Ὅμηρος δὲν θὰ σὲ βοηθήσει νὰ βρεῖς δουλειά, ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν πρόκειται νὰ βελτιώσει τὶς μαθηματικές σου γνώσεις καὶ ὁ Καβάφης δὲν πρόκειται νὰ αὐξήσει τὶς τραπεζικές σου καταθέσεις. Ἡ χρήση ὅλων αὐτῶν εἶναι μὴ-χρήση, καθὼς ἁπλῶς συντελεῖ στὴν ἀφομοίωση ἀπὸ τὴν συνείδηση τῶν ἀξιώτερων καὶ βαθύτερων πνευματικῶν ἀναζητήσεων τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μιὰ παιδεία ποὺ βαδίζει πάνω ἀπὸ τὸ σύγχρονο, πάνω ἀπὸ τὸ τώρα καὶ ὑπερβαίνει τὴν ὑλιστικὴ ἀποτίμηση τῆς ζωῆς. Ἡ παιδεία φτιάχνει, (πρέπει νά..), κυρίως πρόσωπα, ἀναγνωρίσιμες ἀνθρώπινες ὀντότητες, ἀνθρώπους τῆς κρίσης καὶ τῆς ἀντίστασης στὸν πρωτογονισμὸ καὶ στὴν ρηχότητα.

Ἡ Ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συγκρότησής της, συνδέθηκε ἀσφυκτικὰ μὲ τούτη τὴν χρηστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν παιδεία καὶ πίστεψε ὅτι ὅλα τα ὑπόλοιπα, (τὰ οὐμανιστικά..), θὰ ἐμφυτευθοῦν αὐτόματα στὶς συνειδήσεις τῶν παιδιῶν, μόνο καὶ μόνο γιατί ἕνας δάσκαλος θὰ διαβάσει στὴν τάξη Θουκυδίδη καὶ θὰ μιλᾷ ἀτελείωτες ὧρες γιὰ τὸ κλέος τοῦ χρυσοῦ αἰῶνα τοῦ Περικλέους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία ἔγινε μισητὴ ἀπὸ γενεὲς ὁλόκληρες καὶ στὴν φτωχὴ καὶ ρουσφετοκρατούμενη Ἑλλάδα, ὁτιδήποτε δὲν ὁδηγοῦσε σὲ κοινωνικὴ ἀνέλιξη καὶ οἰκονομικὴ εὐημερία, γρήγορα ἀπαξιώθηκε ὡς ἄχρηστο, περιττὸ καὶ ὑποψήφιο γιὰ καρατόμηση. Ἔτσι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη μῦθος γιὰ τὸν νεοέλληνα, ὅτι δῆθεν ἐκτιμᾷ τὸ πνεῦμα καὶ τὰ γράμματα καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὰ παιδιά του νὰ περάσουν τὶς πύλες τοῦ Πανεπιστημίου. Ώ, τί πλάνη! Τὸ πανεπιστήμιο διατηροῦσε ἀξία στὰ μάτια τοῦ ὅσο σήμαινε, (σχεδὸν αὐτόματα…) καταξίωση, λεφτά, δόξα. Ὅταν ὅλα αὐτὰ ἐξέλιπαν ἢ τέλος πάντων περιορίστηκαν δραστικά, αὐτὴ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ πνεῦμα ἀπογυμνώθηκε, ὁ ὠμὸς κυνισμὸς βγῆκε στὴν ἐπιφάνεια. Ἃς τὸ ποῦμε διαφορετικά: ὅσο τὸ πτυχίο εἶχε ἀντίκρυσμα στὸν δημόσιο τομέα, ὅσο ἐξασφάλιζε τὸν ἄμεσο διορισμὸ μέσῳ τοῦ κομματικοῦ κράτους, ἡ ἀξία του στὶς συνειδήσεις εἶχε μιὰ λάμψη. Ὅταν ὅλα αὐτὰ κατέρρευσαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος μιᾶς ἀνερμάτιστης πορείας μέσα στοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες, ε!, τότε ἀποσαθρώθηκε ὅλος ὁ κοινωνικὸς ἱστός, ἡ μία ὁμάδα στράφηκε ἐναντίον τῆς ἄλλης, ἡ μιζέρια καὶ ἡ γκρίνια καὶ ὁ χειρότερος ἑαυτὸς τοῦ νεοέλληνα βγῆκε μπροστά. Μὲ ἄλλα λόγια, τότε φάνηκε ἡ παντελὴς ἀπουσία παιδείας ὅλα τα προηγούμενα χρόνια, τὸ πόσο ἐπιφανειακὴ καὶ χρησιμοθηρικὴ στάθηκε, τὸ πόσο ἀποτελοῦσε ἄθυρμα τῶν κυβερνήσεων καὶ ὄχι ἀνάγκη πραγματική τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.

Τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο στοιχεῖο ποὺ καθόρισε τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση, εἶναι βεβαίως ἡ πολιτική, οἱ ἰδεολογικὲς ἀγκυλώσεις καὶ ἡ ἀπαιδεία τῶν ἑκάστοτε μεταρρυθμιστῶν. Ὅλα τοῦτα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ περιβόητο πολιτικὸ κόστος, δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ νὰ γενεῖ ἕνας οὐσιαστικὸς διάλογος γιὰ τὴν παιδεία καὶ ὅλες οἱ μεταρρυθμίσεις ἐξαντλήθηκαν, (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ρύθμιση τοῦ γλωσσικοῦ), στὸν ἀριθμὸ τῶν τάξεων τοῦ Λυκείου καὶ τοῦ γυμνασίου, στὶς πανελλαδικὲς ἢ πανελλήνιες, στὸν ἀριθμὸ τῶν προσλήψεων στὴν ἐκπαίδευση, στὴν ὑλικοτεχνικὴ ὑποδομή, στὶς μέρες τῶν ἀργιῶν, στὴν ἀριστεῖα καὶ στὴν διαμάχη γιὰ τὴν κατάργησή της, στὴν παραπαιδεία καὶ στὰ φροντιστήρια κάθε λογῆς. Νιώθετε πῶς κάτι ἀπουσιάζει; Ά, ναί, βεβαίως, ἡ ὕλη, τὸ περιεχόμενο, ἡ ποιότητα τῶν διδασκόντων, ἡ ποιότητα τῶν παιδαγωγικῶν καὶ φιλοσοφικῶν σχολῶν, τὰ γενναῖα κονδύλια γιὰ τὴν παιδεία, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἀρίστων, ἡ ἔρευνα, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν τεχνολογιῶν. Τί διδάσκουμε, μὲ ποιοὺς τὸ διδάσκουμε, μὲ ποιὰ ἐκπαιδευτικὰ ἐργαλεῖα, μὲ ποιὰ κείμενα καὶ σὲ ποιὲς ἡλικίες – τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, (δηλαδὴ τίποτε ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς ἐκπαίδευσης) δὲν ἀπασχόλησε ποτὲ στὰ σοβαρά τους μεταρρυθμιστὲς καὶ τοὺς πολιτικούς, τίποτε πέρα ἀπὸ τὴν λαοφιλία καὶ τὴν ἰδεολογικὴ ἡγεμονία μέσα ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση.

Μεταπολίτευση

Ἡ μεταπολίτευση ἀπαιτεῖ ξεχωριστὴ ἀναφορά. Δὲν εἶναι ὅτι ἐδῶ ἐξέλειπαν ὅλες οἱ παθογένειες τῶν προηγούμενων τῶν περίπου 150 προηγούμενων ἐτῶν, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐκπαίδευση χάνει πλέον κάθε ἀξιακὸ βάρος καὶ γίνεται παρακολούθημα τῶν τάσεων ποὺ κυριάρχησαν στὴν κοινωνία καὶ συνεπακόλουθα στὴν πολιτική. Συμβολικὰ ὅλα τοῦτα ξεκινοῦν μὲ τὴν περιβόητη μεταρρύθμιση τοῦ 1976 καὶ τὴν ἐπακόλουθή τοῦ 1982 μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ.

Ἡ καθιέρωση τῆς δημοτικῆς καὶ ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων κειμένων ἀπὸ μετάφραση, (ἀπὸ ποιοὺς μεταφραστὲς εἶναι μιὰ ἄλλη πονεμένη ἱστορία..), ἁπλῶς νομοθέτησε ἐκεῖνο ποὺ ἡ κοινωνία εἶχε ἤδη καθιερώσει de facto καὶ λειτούργησε περισσότερο σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο, παρὰ τὶς ὑπερβολὲς καὶ τὶς τυμπανοκρουσίες ἀπὸ ὄψιμους δημοτικιστές.  Ὅπως, ἃς ποῦμε, αὐτὲς οἱ μεγαλοστομίες τοῦ Εὐάγγελου Παπανούτσου (σὲ καθαρεύουσα γλῶσσα βεβαίως..), ὅπως βεβαίως καὶ οἱ ἐκφραστικές του ἀστοχίες, δεῖτε δυὸ σημεῖα μόνο ἀπὸ τὰ πρακτικά τῶν περιβόητων συσκέψεων γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν γλῶσσα τὸ 1976, οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μου…

Παπανοῦτσος: “Κύριε Πρόεδρε, (ἀπευθύνεται στὸν πρωθυπουργὸ Καραμανλῆ τὸν πρεσβύτερο), δώσετε τὴν μονογλωσσίαν εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν καὶ θὰ ἐγγράψετε καὶ μίαν σελίδα εἰς τὴν ἐκπαιδευτική μας ἱστορία. Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ὑποφέρει ἀπὸ διγλωσσίαν…»

Καὶ ἀλλοῦ…

Παπανοῦτσος: «Τόσα χρόνια ποὺ διδάσκονται τὰ παιδιὰ μας τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἰς τὸ Γυμνάσιον, οὐδὲν ἀπολύτως ἔφεραν ἀποτέλεσμα. Σᾶς βεβαιῶ κατηγορηματικῶς ὅτι μὲ ὅλα τα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ποὺ σκοτώνονται τὰ παιδιά μας στὰ σχολεῖα γιὰ νὰ τὰ μάθουν, δὲν ἔχουν πάρει εἴδηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου…»

Πρωθυπουργός: “Ἡ κλασσικὴ παιδεία δὲν εἶναι μόνον θέμα ἀρχαίας γλώσσης. Εἶναι καὶ θέμα περιεχομένου. Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ τοῦτο. Ὅ,τι ξέρω ἀπὸ τοὺς κλασσικούς, τὸ ἔμαθα διαβάζοντας ξένα κείμενα..”.

Ἀφήνω ἀσχολίαστες αὐτές τὶς ὑπερβολές, ὅσο καὶ τὴν Καραμανλική πολυμάθεια ἀπό ξένα κείμενα..

Ὅλη ἡ συζήτηση, (δὲν ἔχω τώρα τὴν ὑπομονὴ νὰ δημοσιεύσω ὅλα τα πρακτικά), ὁμοιάζει μὲ τὴν κολοκυθιὰ – “νὰ βάλουμε τὰ ἀρχαῖα ἕξι χρόνια”, (ὁ ἕνας), “καὶ γιατί νὰ τὰ βάλουμε ἕξι;” (ρωτᾷ ὁ ἄλλος), “ἐ! τότε ἀς τὰ καθιερώσουμε γιὰ ὅλη τὴν ὑποχρεωτικὴ ἐκπαίδευση”, (πετάγεται ὁ τρίτος). “Καλὲ τί λέτε”, (ἐξανίσταται ὁ σιωπηλὸς ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ τέταρτος), “ἐγὼ διδάσκω 30 χρόνια τα Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ στὸ Πανεπιστήμιο, εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ καταργήσουμε ἐδῶ καὶ τώρα μὲ πολιτικὴ ἀπόφαση;..”. “Ά!, ἐσεῖς τὰ μάθατε τὰ Ἀρχαῖα, μπράβο, (διακόπτει ὁ Πρωθυπουργός), ἐγὼ ὅμως ὄχι, ὅπως καὶ χιλιάδες ἄλλοι…”.

Ἀκόμη καὶ ὅταν συμφωνεῖ κανεὶς μὲ κάποια ἐνέργεια, (ὁπωσδήποτε ἡ καθιέρωση τῆς δημοτικῆς ἦταν πιὰ μονόδρομος), ἡ προχειρότητα καὶ ἡ βία τῶν ἀλλαγῶν ἀκυρώνουν ἀκόμη καὶ τὶς καλύτερες προσπάθειες. Ἀκόμη καὶ μεταξὺ πανεπιστημιακῶν δασκάλων, ἀκόμη καὶ στὸ ὑψηλότερο πολιτικὸ ἐπίπεδο, ἀπουσιάζει ἡ πνευματικότητα, ἡ βαθύτερη σκέψη γιὰ ἀλλαγές, ἡ ἐποχὴ πιέζει νὰ γίνουν ἀλλαγὲς δημοφιλεῖς, τὸ μυαλὸ εἶναι στραμμένο στὶς ἐκλογὲς καὶ στὴν πολιτικὴ ἐκμετάλλευση. Κάθε λόγια λέξη παραπέμπει στὴν κακοποίηση τῆς γλώσσας ἀπὸ τοὺς συνταγματάρχες τῆς χούντας, τὸ κλίμα θέλει σαρωτικὲς ἀλλαγὲς καὶ τὶς θέλει ἐδῶ καὶ τώρα, ὅλα ὅμως γίνονται σὲ ἐπίπεδο συμβολισμῶν, ἡ κοινωνία ἦταν πλέον ἀριστερόστροφη, ὁτιδήποτε μυρίζει παλιό, προγονικὸ πνεῦμα καὶ συντηρητικὴ γλῶσσα, ρίχνεται στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον.

Διαφωνεῖ ἢ συμφωνεῖ κανεὶς μὲ τὴν ρηχότητα τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ 76 καὶ τοῦ 82, (ἀκόμη καὶ τὸ μονοτονικὸ κουτσὸ κι ἀνάπηρο τὸ ἔφτιαξαν), δὲν ἔχει πιὰ καὶ τόση σημασία, καθὼς μετὰ τὴν μεταπολίτευση συμβαίνει κάτι ἐντελῶς διαφορετικὸ ποιοτικά ἀπὸ τὶς προηγούμενες δεκαετίες: ἡ παιδεία πιὰ ξεφεύγει σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τὰ πεδία διαμόρφωσής της μεταφέρονται σὲ παράγοντες ἐξωθεσμικούς. Ἡ γλῶσσα καθορίζεται καὶ διαμορφώνεται ἀπὸ τὸν ἀνάπηρο δημοσιογραφικὸ καὶ πολιτικὸ λόγο, τὴν οἰκογένεια ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο ἀδιαφορεῖ γιὰ πολιτισμὸ καὶ πνεῦμα καὶ ἡ ποιότητα τῆς ἐκπαίδευσης περιορίζεται σὲ διεκδικήσεις ἀποκλειστικὰ οἰκονομικές.

Ἔχουμε ἐδῶ τὴν ἀντιμετάθεση αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος. Ἀφοῦ ἐπὶ χρόνια ἡ παιδεία ἐτεροκαθορίζεται, ἀφοῦ ἐπὶ χρόνια ἀδυνατεῖ νὰ διαμορφώσει πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ συνειδήσεις κριτικές, στὸ τέλος ἀποδέχεται τὴν ἧττα της καὶ παραδίδει τὸν ἔλεγχο, (ἀπροκάλυπτα πλέον καὶ μὲ ἐπίσημο τρόπο…), στὴν πολιτική, τὸν συνδικαλισμό, τὴν δημοσιογραφία, τὸν σύλλογο γονέων καὶ κηδεμόνων τῆς γειτονιᾶς. Δεῖτε τώρα τὴν γελοιότητα: ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ, μία ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς εὐθύνες της, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν ἀνικανότητα τοῦ συστήματος νὰ δώσει παιδεία ἐπαρκῆ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐλεύθερη ἀγορὰ – ἡ χώρα γεμίζει σύντομα μὲ ἕναν ἀπίστευτο ἀριθμὸ φροντιστηρίων διὰ πᾶσαν νόσον, τὰ ἰδιαίτερα γίνονται θεσμός, ἡ παραπαιδεία γιγαντώνεται ὅσο ποτέ, παρὰ ποὺ ἐπισήμως εἶναι παράνομη καὶ καταδικαστέα (στὰ μάτια τοῦ κόσμου, πάντα γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου..). Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνα κράτος – καρικατούρα ποὺ ποτὲ δὲν θέλησε νὰ ξοδέψει γιὰ τὴν παιδεία, (ἄλλα ἦσαν τὰ προτάγματά του ἀπὸ τοὺς ἀδηφάγους ὑπηρέτες του), δὲν θέλει νὰ πληρώσει φράγκο παραπάνω στοὺς ἄθλια ἀμειβόμενους ἐκπαιδευτικούς, δὲν θέλει νὰ δώσει δραχμὴ γιὰ ὑποδομές, ἔρευνες καὶ ἐπιμορφώσεις καὶ μεταθέτει ὅλη τὴν χρηστικότητα τῆς ἐκπαίδευσης στὴν παραπαιδεία, μὲ τὴν πονηρὴ σκέψη πὼς ἔτσι οἱ ἐκπαιδευτικοὶ συμπληρώνουν τὸ εἰσόδημά τους κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ δὲν θίγεται ἡ ἀκεραιότητα τοῦ κρατικοῦ κορβανά. Θυμίζει ἐμπορικὸ πλιάτσικο πάνω ἀπὸ ἕνα νεκρὸ σῶμα, ἀλλὰ δυστυχῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα, ἡ βιωμένη πραγματικότητα.

Ἀφηρημένα

Πάλι καλὰ ποὺ βρέθηκε κι αὐτό,

καὶ θὰ μπορεῖς νὰ βγάζεις τὰ ἔξοδά σου“,

ψιθυρίζει… Παρατηρεῖς,

ὅλο καθυστερεῖς τὴ διαδρομή.

Ποῦ θὰ γυρίσεις;

Ποῦ θ’ ἀκουμπήσεις πιὰ

τὴ σκοτωμένη ἐπιστροφή σου;

(Ντέμης Κωνσταντινίδης, 7/11/2016)

Τὸ ἔχω ξαναπεῖ – ὅ,τι κάμεις σήμερα στὴν ἐκπαίδευση θὰ τὸ εὕρεις μπροστά σου σὲ εἴκοσι καὶ τριάντα χρόνια, πολλαπλασιασμένο στὰ ἀρνητικά του σημεῖα. Θὰ ἀκούσετε τοὺς αἰσιόδοξους, (αὐτοὺς τοὺς αἰώνια αἰσιόδοξους ποὺ σιχαινόταν ὁ Ἔσσε καὶ σωστὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ μετριότητα στὸν λύκο τῆς στέππας), νὰ λένε περίπου τὰ ἑξῆς, τὰ ἔχω μάθει ἀπέξω πιά, καθὼς τὸ στερεότυπο μοτίβο τοὺς εἶναι ἴδιο σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε συνθῆκες…

«…Ἄδικα γκρινιάζετε, κάθε ἑπόμενη γενιὰ τὰ ἴδια καὶ χειρότερα λέει γιὰ τὴν προηγούμενη. Ἐμένα ἡ μητέρα μου δὲν ἤξερε οὔτε νὰ διαβάζει, ἐνῷ σήμερα ἀναλφαβητισμὸς δὲν ὑπάρχει, τὰ περισσότερα σχολεῖα εἶναι καλοστεκούμενα, βγάζουμε ἄριστους ἐπιστήμονες, τὰ παιδιὰ γνωρίζουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ παλιά, εἶναι πολὺ ἐξοικειωμένα μὲ τὶς νέες τεχνολογίες καὶ πολὺ πιὸ εὐφυῆ σὲ κοινωνικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἐπικοινωνία. Ὅσο γιὰ τὴν γλῶσσα, οἱ σημερινὲς γενιὲς τὴν μιλοῦν μιὰ χαρά, οἱ πωλήσεις τῶν βιβλίων ἔχουν αὐξηθεῖ, ἐὰν μάλιστα συνυπολογίσουμε ὅτι ὁ μεγαλύτερος ὄγκος πληροφοριῶν διακινεῖται στὸ διαδίκτυο, ἔχουμε μία τερατώδη αὔξηση τῆς ἀνάγνωσης. Ὅσο γιὰ τὴν λογοτεχνία, οἱ ποιητὲς καὶ πεζογράφοι ἔχουν πολλαπλασιαστεῖ καὶ ὁ καθεὶς ποὺ διαθέτει ἕναν ὑπολογιστὴ μπορεῖ νὰ δημοσιεύσει, νὰ κριθεῖ, νὰ ἐκδώσει… ἡ γκρίνια σᾶς εἶναι μία γεροντογκρίνια καὶ τίποτε παραπάνω, κλασικὴ ἀντίδραση γενιᾶς ποὺ ἀπέρχεται πρὸς γενιὰ ποὺ ἐπελαύνει…»

(ἀπὸ παρουσίαση βιβλίου σὲ μεγάλο βιβλιοπωλεῖο…)

Ἃς ἀφιερώσουμε σὲ τούτους τοὺς ἐραστὲς τῆς αὐτόματης καὶ γραμμικῆς ἐξέλιξης τῆς ἱστορίας, τὸ παρακάτω ποίημα..

Ὁ Γιόχαν

Ὁ Γιόχαν ἦταν ἕνα σκληρὸ παιδί.

Ἔλαβε ὅμως μόρφωση λαμπρή.

Ποιητὲς κοιμοῦνταν στὸ κρεβάτι του,

θεία μουσικὴ ἐχάϊδευε τ’ αὐτιά του,

ὡς κι αὐτὰ τὰ μισητὰ γαλατικά τὰ ἔμαθε.

Παρέες αὐστηρές, ἀναλόγου παιδείας,

δάσκαλοι ἐκ τῶν ἀρίστων διαλεγμένοι.

 

Ὁ Γιόχαν ἦταν ἕνα ἔξυπνο παιδὶ.

Ἀκόμα δὲν κατάλαβε ποιὰ μοῖρα,

ποιὸ σκάρτεμα τῆς ἱστορίας

τὸν μόρφωσε μὲ μῖσος

τὸν γιόμισε χολὴ

Τὸν ἔστειλε ἀνάπηρο στὰ σπίτια τοῦ Μονάχου

νὰ κρούει τὶς πόρτες, νὰ ζητιανεύει

γιὰ μία σοῦπα ζεστὴ τὶς παγωμένες νύχτες…

 

Αὐτός, ὁ μορφωμένος.

Αὐτός, ἕνα σπέρμα τοῦ μεσοπολέμου..

(Στράτος Κοντόπουλος, “Ὁ Γιόχαν”, 1989)

[Μοναχὰ ἕνας ἀνιστόρητος ἢ ρηχὸς μελετητὴς ἠμπορεῖ νὰ πιστεύει στὸν αὐτόματο πιλότο τῆς ἱστορίας, δηλαδὴ σὲ μία σπειροειδῆ ἐξέλιξη τῆς ἀνθρωπότητας πάντοτε μὲ θετικὸ πρόσημο. Κατὰ ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο, τὸ ἐρώτημα ποὺ ἐπανέρχεται διαρκῶς: «πὼς ἔγινε καὶ οἱ γερὰ μορφωμένοι γερμανοὶ τοῦ μεσοπολέμου μεταλλάχθηκαν σὲ τέρατα», ἀντανακλᾷ τὴν ἀνεπάρκεια μιᾶς ἐγκυκλοπαιδικῆς ἐκπαίδευσης δίχως εὐρύτερη παιδεία καὶ τὸν διαρκῆ κίνδυνο ἐπικράτησης πρωτόγονων ἀντανακλαστικῶν, ὅταν ἀπὸ τὸ σχολειὸ ἀπουσιάζει ὁ οὐμανιστικὸς προσανατολισμὸς μὲ τρόπο κυρίαρχο καὶ θεμελιακὸ. Στὸ τελευταῖο δίστιχο ὁ μεσοπόλεμος πολύ εὔστοχα χρησιμοποιεῖται ὡς ἐκτεταμένο στὸ χρόνο σύμβολο τῆς ἐπανάπαυσης, τῆς ἄνευ λόγου αἰσιοδοξίας, τῆς ἀνόητης ἄποψης γιὰ τὴν ἱστορία ποὺ βλέπει μπροστά καὶ ποτέ δὲν πισωγυρίζει..]

Ἡ ἄποψη αὐτή, (μὲ παραλλαγὲς καὶ συνεχῆ χαμόγελα αὐταρέσκειας, θὰ τὴν εὕρετε παντοῦ καὶ ὁπωσδήποτε στὸ διαδίκτυο..), ὑποκρίνεται ἄγνοια γιὰ τὴν διαφορὰ ποιότητας καὶ ποσότητας, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ ἀρέσκεται νὰ ἀναλύει στατιστικὲς, ποὺ βέβαια ὁ καθεὶς τὶς προσαρμόζει στὸν φανατισμὸ ἢ τὴν ἡμιμάθειά του. Ἡ Παιδεία ποὺ κατέχει κάποιος, δὲν ὑπολογίζεται ποτὲ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν βιβλίων στὴν βιβλιοθήκη του, τὸν ἀριθμὸ τῶν πτυχίων του ἢ καὶ τὴν ὁποιαδήποτε τυπικὴ γνώση μιᾶς ἐπιστήμης. Τὸ γνωρίζουν καλὰ ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ κόλακες παίδων καὶ γονέων ὅτι, παρά ποὺ ἡ τεχνολογία ἔχει πράγματι ἐπαναστατικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ προσφέρει θηριώδεις δυνατότητες, ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια, τὸ βάθος τῆς σκέψης καὶ οἱ ἀντιστάσεις τῆς συνείδησης, εἶναι χαρακτηριστικὰ ποὺ ὑποχωροῦν μὲ ραγδαίους ρυθμοὺς καὶ ὁπωσδήποτε ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία – ἐξαιρέσεις ὑπάρχουν σὲ δασκάλους καὶ μαθητές, μὰ εἶναι ἐξαιρέσεις, ὅπως καὶ παλιά, (καὶ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ἐδῶ μία αἵρεση: ὅταν οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι ἀρκετές, δὲν ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα, ἀλλά ὑπογραμμίζουν τὴν ἀπουσία του..).

Κείμενα κυκλοφοροῦν ὁπωσδήποτε περισσότερα, ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν μένει, δὲν ἀφομοιώνεται, δὲν λειτουργεῖ παιδευτικὰ καὶ πνευματικὰ στοὺς ὅποιους ἀναγνῶστες τὰ προσεγγίζουν καὶ προλαβαίνουν νὰ τὰ ἀναγνώσουν. Ὁ καθεὶς λειτουργεῖ σὲ ἕναν μικρόκοσμο ναρκισσισμοῦ, πληρώνει τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου του καὶ χασκογελᾷ ἱκανοποιημένος, ἐπειδὴ ἀπὸ ὑποχρέωση δέκα φίλοι καὶ εἴκοσι δῆθεν κριτικοὶ ἐπαινοῦν τὸ (συνήθως ἀνύπαρκτο) ἔργο του. Μοῦ ἔρχονται ποιητικὲς συλλογὲς καὶ πεζογραφήματα ποὺ δυσκολεύομαι νὰ διαβάσω, δύσκολα μπορῶ νὰ ἐντοπίσω μιὰ νοηματικὴ πορεία, μιὰ σύλληψη, ἕναν ὑποτυπώδη στοχασμό. Ἔχω ἀρχειοθετήσει, (ἢ μᾶλλον ταξινομήσει στὸν ὑπολογιστή), παραπάνω ἀπὸ ὀκτακόσιες ποιητικὲς συλλογὲς μαζὶ μὲ τὶς ἀξιολογήσεις καὶ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔχω στείλει – εἶναι ζήτημα ἐὰν ἕξι ἤ ἑπτά σὲ ἕναν τέτοιο τεράστιο ὄγκο στέκονται μὲ ἀξιοπρέπεια στὸ χαρτὶ καὶ ἀξίζει νὰ ἐκδοθοῦν. Ἡ πλήρης ἐπικράτηση τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης, ἔχει ἐπιφέρει πιὰ μὲ μόνιμα χαρακτηριστικὰ, μία ὀπισθοδρόμηση στὴν ἀναλυτικὴ σκέψη, στὴν πρωτότυπη καὶ ὑπαρξιακὴ λογοτεχνία, στὸ δοκίμιο, στὴν κριτικὴ – σὲ ὅ,τι τέλος πάντων συγκροτεῖ πολιτισμὸ καὶ πρωτογενῆ πνευματικὴ ἐργασία. Ἐπικοινωνοῦμε ὅλοι ἐπάνω στὰ ἀπαραίτητα καὶ στὰ βασικά, τὸ σημεῖο συνάντησής μας δὲν διαθέτει καμία συζήτηση πέρα ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητά τοῦ βίου, ἡ ἀπόλαυση ἑνὸς διαλόγου, μιᾶς συζήτησης, τὰ πνευματικὰ ἐρωτήματα, μιὰ πρωτότυπη σκέψη – ὅλα τοῦτα ἀπουσιάζουν, κατὰ πρῶτον γιατί πλέον ἡ στερεότυπη καὶ ξύλινη γλῶσσα δὲν εἶναι ποτὲ δημιουργικὴ καὶ κατά δεύτερον γιατί  ὁ χρόνος μεταφράζεται πλέον ἀπολύτως σὲ χρῆμα.

Ἡ ὑποχώρηση τῶν ἀνθρωπιστικῶν (ὑπαρξιακῶν) σπουδῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ὁπωσδήποτε στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι τυχαία, εἶναι ἄμεσο ἀπότοκο τῆς λατρείας τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀποτελεσματικότητας. Τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ περάσει τὶς θύρες τοῦ σχολειοῦ, τὸ πρῶτο ποὺ μαθαίνει εἶναι πὼς  ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα: Στὸ διάλειμμα δὲν πρέπει νὰ χάσει λεπτό, στὴν παράδοση τὸ ἴδιο, οἱ διαδρομὲς του εἶναι μετρημένες, μήτε νὰ περπατήσει τὴν κάποτε μικρὴ διαδρομὴ σχολειὸ-σπίτι δὲν προλαβαίνει, καθὼς τὸ περιμένει τὸ δεύτερο σχολειὸ τοῦ φροντιστηρίου, τῆς μουσικῆς, τοῦ γυμναστηρίου, τῆς ξένης γλώσσας, τοῦ ἰδιαίτερου γιὰ τὸ πανεπιστήμιο. Μὰ, θὰ πεῖ κανεὶς, εἶναι κακὸ πού στὴν πιὸ δημιουργικὴ ἡλικία θέλουμε τὰ παιδιὰ νὰ δώσουν στὸ μυαλὸ τους τὶς περισσότερες εὐκαιρίες; Ἡ ἐρώτηση εἶναι βεβαίως (ὤ! τί πρωτότυπο σ’ αὐτὴν τὴν χώρα!) ὑποκριτική, παραπλανητική, καθὼς παίρνει ὡς δεδομένο ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς παιδείας, ἡ προετοιμασία δηλαδὴ στελεχῶν γιὰ τὴν οἰκονομία. Στοιβάζουμε στὸ παιδικὸ καὶ ἐφηβικὸ μυαλὸ γνώσεις καὶ ὄχι μόρφωση, δὲν ἔχουμε πείσει τὸ παιδὶ πὼς ἐτοῦτα συντελοῦν στὴν καλλιέργειά του, στὴν πνευματική του ἀνάπτυξη, ἁπλῶς τὸ ἔχουμε πείσει ὅτι γιὰ νὰ ἔχει ἐλπίδες ἐπιβίωσης στὴν ἐνήλικη ζωή του, θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσει τὸ παιδὶ τοῦ γείτονα, θὰ πρέπει νὰ μαζέψει ὅσα στοιχεῖα περισσότερα ἀντέχει γιὰ τὸ βιογραφικό του. Τὸ κατευθύνουμε ὄχι πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾷ ἢ δείχνει ἕνα ἐνδιαφέρον μέσα στὴν τάξη, (..καὶ ἀλίμονο! Ἔχουμε δασκάλους ποὺ θὰ μποροῦσαν σὲ ἄλλο περιβάλλον μετὰ τὸ ὡράριο, νὰ ἀνιχνεύουν μὲ ἐπιτυχία τὶς δεξιότητες τοῦ παιδιοῦ..), τὸ κατευθύνουμε λοιπὸν πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ὑποψιαζόμαστε ὅτι θὰ τοῦ κάμει τὴν ζωὴ εὔκολη, ἄκοπη, πλούσια σὲ χρῆμα. Στὴν πραγματικότητα ἑτοιμάζουμε ἐνήλικες δυστυχισμένους μὲ τυπικὰ προσόντα καὶ μόνο, ποὺ θὰ ἀντιληφθοῦν πολὺ ἀργὰ ὅτι ἡ εὐτυχία τους δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμὸ ἢ τὴν παπαγαλία τῶν σχολικῶν βιβλίων.

Θὰ σᾶς πῶ τοῦτο καὶ μόνο, γιατί τὸ θέμα σήμερα εἶναι τεράστιο καὶ μόνο σὲ γενικὲς γραμμὲς μποροῦμε νὰ τὸ προσεγγίσωμε. Ἀπὸ τὰ ἑκατὸ παιδιὰ ποὺ θὰ λοξοδρομήσουν ἀπὸ τὴν κλίση τους καὶ θὰ ἐπιλέξουν ξένη πρὸς αὐτὴν ἀπασχόληση γιὰ βιοπορισμό, οἱ ἐνενῆντα ἀργὰ ἢ γρήγορα, (ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν σύνταξη), θὰ εὕρουν ἕνα τρόπο νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρώτη τους ἀγάπη, στὸν πρῶτο ἐπαγγελματικό τους ἔρωτα. Δὲν ἔχω μελέτες ποὺ νὰ τὸ στηρίζουν αὐτό, δὲν ἔχω ἀποδείξεις, εἶναι μοναχὰ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν παρατήρηση, μιὰ διαπίστωση ἀρκετὰ διαισθητική. Δὲν ὑποτιμῶ καθόλου τὴν οἰκονομικὴ εὐημερία, τουλάχιστον ὄχι μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε, ἐτοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει πὼς θὰ πρέπει ἀδιαμαρτύρητα νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν προσανατολισμὸ τῆς ἐκπαίδευσης πρὸς μία παιδεία ἀπόλυτα ὠφελιμιστική, χρηστικὴ καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ἀναζήτηση καὶ ἐμβάθυνση.

Σὲ κάθε περίπτωση ὅλα τοῦτα θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πράγματι ἡ γκρίνια ἑνὸς σχολαστικοῦ, ἐὰν δὲν εἶχαν πιὰ φανερὲς ἐπιπτώσεις στὸν κοινωνικὸ ἱστὸ καὶ ἐὰν δὲν ἀνανέωναν ἐπ’ ἀόριστον μία ἐπικίνδυνα παρατεταμένη περίοδο πνευματικῆς ἀπραξίας. Ἡ ἐπικράτηση σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο βαθμὸ φασιστικῶν καὶ ρατσιστικῶν συμπεριφορῶν, δὲν συνδέεται πρωτίστως μὲ τὴν πολιτικὴ ἀναπηρία τοῦ δημοκρατικοῦ τόξου, εἶναι ἕνα ἀποτέλεσμα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ παλιά, ἀπὸ τὴν ἀπαιδεία τὴν ἴδια – ποιὸς εἶναι τόσο ἠλίθιος ποὺ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἰκογένεια καὶ σχολειὸ ἔχουν καταστρέψει μὲ τὴν ἀνικανότητά τους κάθε ἀντίσταση τῶν ἑλληνοπαίδων; Τὸ ὑπερπροστατευμένο βλαστάρι ποὺ χάσκει μὲ ἀπάθεια μπροστὰ στὴν βία, ποὺ δὲν βλέπει τίποτε γύρω του πέρα ἀπὸ μία ὀθόνη, ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, τίνος ἔργο εἶναι ἂν ὄχι τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τοῦ ἀποχαυνωμένου οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος; Τὰ νέα παιδιὰ, μὲ μοναδικὸ ὄνειρο μιὰ θέση στὸ δημόσιο ἢ σὲ μιὰ τράπεζα, ἀπὸ ποιὰ ἐκπαίδευση βγῆκαν, μὲ ποιὰ πρότυπα μεγάλωσαν, ποιοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους θέλησαν νὰ φτάσουν σὲ ἀνάστημα; Κι ἂν οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς παλιότερους πιστέψαμε σὲ χίμαιρες καὶ σήμερα νοιώθουμε γυμνοὶ καὶ ἀνυπεράσπιστοι μπροστὰ στὴν ὁρμὴ τῆς ἱστορίας γι’ ἀκόμη μία φορά – ποιὰ οὐτοπία, ποιὰ συγκίνηση, ποιὰ ὁρμὴ θὰ συνεπάρει ἐτοῦτα τὰ νέα παιδιά, ποιὸ ταξίδι θὰ τοὺς μαγέψει, ποιὰ παραμυθία θὰ τοὺς συνεπάρει; Κατηγοροῦν κάποιοι τὴν νεολαία ποὺ ἀγνοεῖ ποιὸς εἶναι πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας, ὅμως ποῦ εἶναι τὸ ἀνάστημα καὶ ποῦ ὁ δημόσιος λόγος τῆς Ἀκαδημίας ποὺ θὰ παρασύρει, θὰ ἐμπνεύσει, θὰ γοητεύσει;

Στὴν μεταπολίτευση λοιπόν, ἀλλάζουν τὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικά της κοινωνίας, ποὺ μετατρέπεται γοργὰ σὲ ἀτομοκεντρικὴ καὶ ἐγκαταλείπει σταδιακὰ ὅλες τὶς ἀξίες ποὺ μεταπολεμικὰ φάνηκε νὰ ἀποτελοῦν τὸν σκοπό της. Ἔννοιες ὅπως ἀλληλεγγύη, ἰσονομία, ἀξιοκρατία καὶ πολιτισμὸς ἐγκαταλείπονται καὶ ἀπομένουν ξύλινος λόγος σὲ κομματικὲς διακηρύξεις. Τὸ σύνολο τῆς κοινωνίας τὸ διαποτίζει ἕνας ξέφρενος ἀνταγωνισμὸς γιὰ τὸν ποιὸς θὰ βγάλει περισσότερα χρήματα, περισσότερα σπίτια, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ διορίσει περισσότερους, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ κλέψει περισσότερο – νομότυπα, νόμιμα ἢ παράνομα, αὐτὸ δὲν ἐνδιαφέρει πιὰ κανέναν. Μοιραίως αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ἀρχίζει καὶ διαπερνᾷ ὅλους τους θεσμοὺς καὶ πρωτίστως τὴν παιδεία. Διαμορφώνεται μία κοινωνικὴ γλῶσσα καὶ μία ἀντίληψη ποὺ ὑποκαθιστᾷ κάθε πνευματικὸ πρόταγμα στὴν ἐκπαίδευση καὶ μετατρέπει τὰ πάντα σὲ ἐπιδίωξη κέρδους, ἐπίδειξης, ἐγωκεντρικῆς συμπεριφορᾶς, ἁρπαχτῆς, ρηχότητας καὶ ταχύτητας. Σὲ κάθε γωνιὰ τῆς χώρας κυριαρχεῖ ἡ φρενίτιδα τοῦ χρηματιστηρίου, ἡ διαφθορά, ὁ δανεικὸς καὶ κλεμμένος πλοῦτος – καὶ ὅλα τοῦτα κατὰ μία τραγικὴ εἰρωνεία ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς δύο γενιές, (πολυτεχνείου καὶ μεταπολίτευσης..) ποῦ ἀνάλωσαν τὰ νιάτα τους σὲ μία κατεύθυνση θεωρητικά ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη.

Τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἡ κοινωνία ἐκμαυλίζεται καὶ χάνει καὶ τὰ τελευταῖα σπαράγματα πνευματικοῦ βάθους καὶ ἀξιακῶν ἀναφορῶν, ἀλλὰ ὅτι ὅλη τούτη ἡ μεταλλαγὴ καλύπτεται μὲ ἕνα νέο δῆθεν πολιτιστικὸ πρότυπο, ἕναν ἐκδοτικὸ ὀργασμὸ καὶ ἀνάδειξη πνευματικῶν μεγεθῶν ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦσαν ἐντελῶς ἀνάξια καὶ ἀσήμαντα. Στὴν πραγματικότητα πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν λαμπερὴ βιτρίνα ἰλιγγιώδη ποσὰ ἀλλάζουν χέρια, ἡ δωροδοκία καὶ τὰ μαῦρα χρήματα γίνονται κανόνας καὶ οἱ παρατρεχάμενοι τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς τέχνης διαχειρίζονται τεράστια ποσὰ γιὰ τάχα πολιτιστικὲς ἐκδοτικὲς δραστηριότητες, χρήματα ποὺ γίνονται βίλλες, οἰκόπεδα, χρυσός, τζὶπ καὶ λουλούδια στὰ πολιτιστικὰ κέντρα τῆς ἐθνικῆς καὶ τῆς παραλιακῆς.

Ἡ ἐκπαίδευση μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα, δὲν διαθέτει ἀντιστάσεις, ἄμυνες, πρόταση, αὐταξία καὶ ὅραμα. Μὲ τὴν ἐξαίρεση τῶν ὀλίγων ποὺ ἐπιμένουν καὶ μπαίνουν στὴν τάξη  καὶ προσπαθοῦν νὰ κατευθύνουν ἀλλοῦ τὶς παιδικὲς συνειδήσεις, ἡ ἐκπαίδευση μετακυλᾶ καὶ ἀφήνεται παραδομένη στὸν οἰκονομισμὸ καὶ στὴν ἄκρατη ὠφελιμιστικὴ ἀντίληψη τῆς παιδείας. Δὲν θὰ βρεῖτε μία διαδήλωση ὅλα τοῦτα τὰ χρόνια ποὺ νὰ ἀφορᾷ τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκόμενης ὕλης καὶ ἂν βρεῖτε κάπου χωμένο κάποιο παρόμοιο αἴτημα εἶναι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ἑκατοντάδες διαδηλώσεις γιὰ ὅ,τι μπορεῖτε νὰ φαντασθεῖτε, γιὰ αὐξήσεις, ὑποδομές, ἐπιδόματα, μεταθέσεις, μετακλήσεις, διορισμοὺς – δὲν θὰ εὕρετε πουθενὰ πρωτεύουσα ἀξίωση γιὰ καλύτερους δασκάλους, πολλαπλὰ βιβλία, καλύτερα βιβλία, διαμάχη γιὰ τὰ κείμενα, τὸν προσανατολισμό, τὴν οὐσία τῆς παιδείας ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε στὰ παιδιά, τὴν οὐσία τῆς κοινωνίας ποὺ θέλουμε νὰ ἔχωμε μετὰ εἴκοσι καὶ τριάντα χρόνια.

Κι ὅμως, ὅσο κι ἂν θέλουν νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὸ ἀντίθετο, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ὁ πολιτισμὸς ποὺ ἀξίζει, ὁ πολιτισμὸς ποὺ ἀφήνει πίσω του χνάρια σκαλισμένα στὴν πέτρα ἢ στὴν λάσπη, ξεκινᾷ πάντοτε ἀπὸ ἕναν δάσκαλο, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ παρὰ τὴν φτώχειά του, παρὰ τὴν μιζέρια τῶν γύρω χρωμάτων, δίνει τὸν δικό του ἀγῶνα καὶ «ξεθολώνει τὸ θαῦμα», εἶχα πολὺ καιρὸ νὰ διαβάσω στίχο νέου ποιητῆ ποὺ νὰ κυκλοφορεῖ στὸ μυαλό μου ὥρα μετὰ ποὺ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του. Τὸ δεύτερο ποίημα σήμερα ἀπὸ τὸν Ε. Μύρωνα πού, (παίρνει καὶ τούτη ἡ ἐργασία τὴν σειρὰ της..), δείχνει νὰ ἀξίζει μιὰ χωριστή παρουσίαση…

Ἀρχιτέκτονες οὐρανοῦ

Καθὼς μ’ ἕνα ξυλάκι

(ξεριζωμένο ὅπως – ὅπως),

σχεδιάζουν τὸν οὐρανὸ

σ’ ἕνα βοῦρκο μὲ λασπόνερα,

ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μιὰ μπόρα

ἐξαφανίζει τὰ σκίτσα τους.

 

Κι ὅμως ἐκεῖ, στὴν ἄκρια,

ἀνάμεσα στὶς λάσπες,

ξεσκεπάζουν λίγο – λίγο

κομμάτια μεγαλείου.

 

Ξεθολώνουν τὸ θαῦμα.

 

Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι

Διαφήμιση

μὲ τὸ ξυλάκι,

μὲ τὸ ξεριζωμένο κλαράκι.

(Ε. Μύρων, Ἰούνιος 2016, ἐδῶ ὁ δαίμων τοῦ κειμενογράφου προτίμησε το πολυτονικό, σὲ πεῖσμα τοῦ ποιητῆ ποὺ προτιμᾶ τὸ μονοτονικό)

Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες ὁλοκληρώθηκε ἀκόμη ἕνας ἐθνικὸς διάλογος γιὰ τὴν παιδεία. Οἱ γενικές του προτάσεις εἴτε εἶναι ἀδιάφορες μέσα στὴν γενικότητά τους, (κλασικὴ διαφυγὴ ὅταν θέλεις νὰ ἀποφύγεις τὶς συγκεκριμένες ἀπαντήσεις..), εἴτε πετοῦν τὴν μπάλλα στὴν ἐξέδρα, θυμίζοντας τὸ ἀνέκδοτο μὲ τὸν πατροκτόνο ποὺ ζητοῦσε τὴν ἐπιείκεια τοῦ δικαστηρίου γιατί ἦταν ὀρφανός. Τὸ ἐνδιαφέρον στὸ τελικὸ γενικόλογο πόρισμα βρίσκεται ἀλλοῦ: Δὲν ὑπάρχει ἐκπαιδευτικὸ πεδίο ὅπου ἡ ἐπιτροπὴ νὰ μὴν μιλᾷ γιὰ συνολικὴ ἀποτυχία τοῦ συστήματος –κομψὰ βεβαίως καὶ διπλωματικά, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἀποτυχία. Μὲ μία διαφορά. Ἡ ἀποτυχία δὲν ὁμολογεῖται μὲ βάση τὴν πνευματικὴ (μὴ) συγκρότηση σειρᾶς γενεῶν καὶ τὴν ἀποδόμηση τῶν οὐμανιστικῶν ἀξιῶν, ἀλλὰ μὲ κριτήριο τὴν ἱκανότητα τῆς ἐκπαίδευσης νὰ παρακολουθήσει τὰ ἑκάστοτε οἰκονομικὰ πρότυπα. Ἰδοὺ λοιπὸν μία ἀκόμη διαδικασία ποὺ κράτησε μισὸ χρόνο, ἔκαμε τὸν κύκλο της καὶ ἐπιστρέφει στὴν κοινωνία τὰ δύο βασικὰ καὶ κυρίαρχα ἐρωτήματα. Ποιὰ παιδεία, (καὶ ἄρα ποιὰ κοινωνία), ἐπιζητοῦμε; Καὶ δεύτερον, ἀλλαγὲς ἢ βελτιώσεις; Ἐκρίζωση ἢ κλάδεμα;

Ἡ αφετηρία γιὰ οὐσιαστική παιδεία, προαπαιτούμενα καὶ συναινέσεις

«Διόρθωσις δημοτικῶν σχολείων ὑποθέτει διωρθωμένους διδασκάλους, διωρθωμένοι δὲ διδάσκαλοι ὑποθέτουσι διορθωμένα διδασκαλεῖα, διωρθωμένα δὲ διδασκαλεῖα ὑποθέτουσι διωρθωμένους καθηγητᾶς, διωρθωμένοι δὲ καθηγηταὶ ὑποθέτουσιν διωρθωμένο πανεπιστήμιον…»

(Παναγιώτης Π. Οἰκονόμου, ἐκπαιδευτικός, διευθυντὴς προτύπων σχολείων στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα)

Ἕως καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ μεταπολέμου, ἡ παραπάνω ἄποψη, (ἁπλούστατη φυσικὰ στὴν σύλληψή της καὶ περίπου αὐτονόητη..), θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ξετυλιχθεῖ ἕνα πλέγμα προτάσεων καὶ θεσμῶν, προκειμένου ἡ ἐκπαίδευση νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο της καὶ νὰ ξεκινήσει μία πορεία ὅσο τὸ δυνατὸν ἀποκομμένη ἀπὸ ἀλλότριες ἐπιρροές. Φοβοῦμαι ὅτι σήμερα, κλείνοντας πιὰ ἕναν κύκλο ὁπού ἔχουν καταρρεύσει σχεδὸν ὅλοι οἱ μῦθοι καὶ οἱ προσμονὲς γιὰ τὸν ἀπὸ μηχανῆς θεό, τὰ πράγματα εἶναι κάπως πολυπλοκότερα καὶ γι’ αὐτὸ πολὺ πιὸ δύσκολη ἡ ἀντιμετώπισή τους.

Ἐν ἀρχῇ ὁ δάσκαλος, ἐντάξει, ἄντε καὶ συμφωνήσαμε σ’ αὐτό. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως τὴν ἁλυσίδα ποὺ ξεκινᾷ μ’ αὐτὴν τὴν σκέψη..

Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ γεννήσουμε δασκάλους γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἐκπαιδευτικὴ βαθμίδα, ἐὰν πρῶτα δὲν συμφωνήσουμε, (ὡς κοινωνία ἐννοῶ..), στὴν ἀξιακὴ θέση τῆς παιδείας –καὶ δὲν ἐννοῶ γενικόλογες παραδοχὲς τοῦ τύπου.. «ω!, βεβαίως ἡ παιδεία προέχει… ἅ! ναί, ἡ ἐκπαίδευση πρέπει νὰ ἀποτελεῖ προτεραιότητα…», καὶ ἄλλα παρόμοια ἠχηρὰ, μὰ κούφια στὴν οὐσία τους. Ἐκεῖνο ποὺ ἐννοῶ εἶναι μία συμφωνία ἔμπρακτη καὶ μὲ ἱεραρχήσεις ποὺ θὰ ἀποτυπώνονται παντοῦ: στὸν προϋπολογισμό, στὴν μισθοδοσία, στὴν ἀξιολόγηση, στὴν ἔρευνα, στὴν ἐπιμόρφωση, στὴν ἐπιδότηση ἀγορᾶς βιβλίων. Παιδεία χωρὶς χρήματα, σήμερα τουλάχιστον δὲν ὑπάρχει καὶ κάθε συζήτηση ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀνακατευθύνσεις τῶν κονδυλίων οὐσιαστικὰ στέκεται στὸ κενό.

Στὴν ταινία, (ἀρχές δεκαετίας τοῦ 70), ἀποτυπώνεται ἀνάγλυφα ἡ ἐπί δεκαετίες πραγματικότητα στὴν ἐκπαίδευση. Ἡ ὕλη ἐκπροσωπεῖται ἀπό βιομήχανους καὶ ὁμογενεῖς καὶ τὸ πνεῦμα ἀπό ἕναν δασκαλάκο ποὺ διδάσκει σὲ ἕνα ἑτοιμόρροπο κτίριο σὲ κάποιο χωριό. Θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ταξιδέψει στὴν Ἀθήνα καὶ σχεδόν σὰν ἀξιοπερίεργο πνευματικό φαινόμενο, νὰ μετατρέψει τίς γνώσεις του σὲ χρῆμα προκειμένου νὰ πετύχει τὸ αὐτονόητο. Πίσω ἀπὸ τὴν κωμωδία, ἀπομένει μία πικρή γεύση γιὰ μία πραγματικότητα πού, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, συνεχίζεται ὡς σήμερα..

Ὅπως καὶ μὲ τοὺς ποιητές, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν δάσκαλο ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία δημιούργησε καὶ κράτησε γιὰ δεκαετίες τὸ ὑποτιμητικὸ στερεότυπό του, ἐκεῖνο ποὺ στὴν γλῶσσα πέρασε βεβαίως ὡς ὑποκοριστικὸ – “ὁ δασκαλάκος¨, σχεδὸν ταυτόσημο μὲ τὸ κακομοίρης, πειναλέος, χτικιασμένος σχεδὸν ἀπὸ τὸ σκύψιμο στὰ γράμματα καὶ τὶς ψωραλέες ἀμοιβές. Παρὰ ποὺ στὴν ἑλληνικὴ πεζογραφία καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἠθογραφία ὁ δάσκαλος ἔχει καὶ τὶς καλὲς στιγμές του, σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ ἐπικοινωνία ἐπιφυλάσσει στὸν δάσκαλο, (καὶ ὁπωσδήποτε περισσότερο τοῦ δημοτικοῦ), μία σχεδὸν περιφρονητικὴ στάση, κάτι σὰν ἀπαραίτητο κακὸ ὅπως καὶ ἡ ποίηση, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν λαιμαργία τῆς κοινωνίας καὶ ἀσχολεῖται μὲ πράγματα πνευματικά, μυστήρια, κάποτε καὶ ἐπικίνδυνα. Σὲ δύσκολες μετέπειτα ἐποχὲς ὁ δάσκαλος ἀπὸ δασκαλάκος γίνεται καθοδηγητὴς καὶ ἐπάνω του πέφτουν ὅλες οἱ ὑποψίες γιὰ κομμουνιστικὴ δράση, ἀναρχισμό, ἀνυπακοὴ στὸ κράτος, ἀπόπειρες διαφθορᾶς τῶν νέων ἀνθρώπων. Θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπέλθει τὸ μέγα κρὰχ στὴν ἐπετηρίδα ἄλλοτε κραταιῶν ἐπαγγελμάτων γιὰ νὰ γίνουν οἱ παιδαγωγικὲς ἀκαδημῖες, ὄχι ἀκόμη ἕνα ἀνεκτὸ ἐπάγγελμα μόνο γιὰ κορασίδες, ἀλλὰ μία λαμπρὴ ἐξασφάλιση γιὰ τὸ μέλλον μὲ τὸν ἐλάχιστο δῆθεν κόπο. Καὶ πάλι, τὸ κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ δασκαλάκος ἐπανῆλθε ὡς δάσκαλος δὲν εἶναι τὸ πνευματικό, δὲν εἶναι ὅτι ἡ κοινωνία ἐπὶ τέλους φώναξε ὡς ἄλλος τυφλὸς «miracolo!~ miracolo!” καὶ εἶδε τὸ φῶς της, ἀλλὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα ἀνέβηκε ἄξαφνα στὸ χρηματιστήριο τοῦ ὀφέλους, τοῦ συμφέροντος, τοῦ νιτερέσου.

Κάποιες φορὲς ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ διανοούμενος, ὁ δάσκαλος, σχεδιάζεται ὑποτιμητικὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του, μέσα ἀπὸ μία ὑπερβολικὴ καὶ κάπως χοντροκομμένη προσπάθεια νὰ δείξουν πόσο πιὸ γνήσιος εἶναι ὁ ἁπλὸς καὶ κάποτε ἐντελῶς ἀμόρφωτος ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ – ὁ Καζαντζάκειος Ζορμπὰς εἶναι τὸ πιὸ τρανταχτὸ παράδειγμα ἑνὸς ἰδιότυπου λαϊκισμοῦ, (ἀπαξίωσης ἤ ὑποτίμησης δηλαδὴ τῆς μόρφωσης γιὰ νὰ κολακευθεῖ ὁ ἐν εὐρεῖᾳ ἐννοία ἀγράμματος) – ἕνα δεύτερο πρόχειρο παράδειγμα ἀναφορῶν ποὺ φτάνουν καὶ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς, εἶναι καὶ ἡ λατρεία τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἡ (λογοτεχνικὴ) ἀποθέωση τῶν ἀπομνημονευμάτων του. Τέλος πάντων, ἃς μὴν ξεστρατίσωμε  καὶ πάλι σὲ ἄλλα πεδία γιὰ σήμερα…

Ὁ πάντα πεινασμένος λοιπὸν δασκαλάκος, καὶ βέβαια ἡ ποίηση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν τὸ ἀποτυπώσει αὐτό,  τὸ «Ἰδιαίτερο μάθημα» τῆς Σοφίας Μαυροειδῆ-Παπαδάκη (δασκάλα καὶ ἡ ἴδια), εἶναι ἕνα τραγικὸ κατὰ βάση ποίημα, ὁποῦ μέσα ἀπὸ ἕνα δίπολο ὑπερβολικὰ τονισμένο στὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο του, φανερώνεται ὄχι μόνο ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους γιὰ τὸν ἐκπαιδευτικό, (ποὺ ἀπὸ νωρὶς τὸν ὁδηγεῖ στὴν πενία καὶ στὴν παραπαιδεία), ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντίληψη χιλιάδων γονέων, ὅπως καὶ ἡ ἀντίληψη τοῦ νεοέλληνα γιὰ τὴν γνώση – ἕνα πασάλειμμα γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ κάμωμε ἐπίδειξη. Στὰ μεγάλα σαλόνια γράφει ἡ Μαυροειδή, μὰ ἂν ἀντικαταστήσετε τὰ σαλόνια μὲ τὸ facebook καὶ τὸ twitter δὲν θὰ δεῖτε μεγάλη διαφορά..

Ἰδιαίτερο μάθημα

Μὲ τὸ μάθημα τοῦτο τὴ φτωχή μου τὴ ζήση

-δραχμὲς χίλιες μοῦ δίναν- εἶχα πιὰ ξασφαλίσει!

Στὸ φαΐ μου ὀχτακόσιες -μιὰ ζωὴ μετρημένη-

γιὰ τὸ νοῖκι διακόσες -καμαροῦλα μιὰ πῆχυ-

«καὶ γιὰ τ’ ἄλλα», σκεφτόμουν, «κάτι πάλι θὰ τύχη…».

 

(Ἦταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη

στὰ μεγάλα σαλόνια κι’ εἶχε ἀνάγκη νὰ ξέρῃ

γιὰ τὸν Ὅμηρο κάτι, γιὰ τῆς Λέσβου τὴ λύρα,

στὴν κουβέντα της στίχους ποῦ καὶ ποῦ ν’ ἀναφέρῃ,

ν’ ἀπαγγέλλει Μαβίλη, Καβάφη, Πορφύρα!..)

«Ἕνα μάθημα ἀκόμα κι ἡ ζωὴ θαν’ ὡραία»,

συλλογιόμουν· «στὸ τέλος θὰ τῆς μάθω κι Ἀρχαία!..».

 

Ὅταν, ξάφνου μου λέει, «-Θὰ σᾶς πάψω ἕνα μῆνα!..

ποῦ καιρὸς γιὰ μελέτη;.. τὸ Τριώδι ἔχει ἀνοίξει!..

Ξενυχτῶ κάθε βράδυ στοὺς χοροὺς κολομπίνα –

καὶ θαρρῶ, δὲ σᾶς ἔχω τὸ κοστοῦμι μου δείξει!..

Τί succes πούχω κάνει! τὸ πιὸ φίνο lamee!..

Δεκαπέντε χιλιάδες μοῦ κοστίζει!.. Μοντέλο

τὸ Grand Chic ἀπευθείας τὸ ’χει φέρει γιὰ μέ!..

Κι assorti πῶς μου πάει μυτερό τὸ καπέλο!..»

 

(Θὰ ’πε κι ἄλλα – δὲν ξέρω… τὸ μυαλό μου, σὰ σφῆνα,

μιὰ κουβέντα τρυποῦσε: «Θὰ σᾶς πάψω ἕνα μῆνα!».

(«Ὧρες ἀγάπης», 1934)

[Ὅποτε εὕρετε χρόνο, μελετῆστε τὴν βιογραφία τῆς Σοφίας Μαυροειδῆ-Παπαδάκη. Θὰ ξαφνιαστῆτε γιὰ τὸ πόσα πράγματα ἠμπορεῖ νὰ ξεπεράση καὶ νὰ προλάβει ὁ ἄνθρωπος ὅταν καίγεται ἀπὸ δημιουργικὴ φλόγα καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἐκπαιδευτικό του ἔργο. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πυρετικὴ δραστηριότητα, νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ Παπαδάκη ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔγραψε καὶ τὸν ὕμνο τοῦ ΕΛΑΣ, τὸ γνωστὸ «Ἐμπρὸς ΕΛΑΣ γιὰ τὴν Ἑλλάδα».]

Τὸ ἐπίσης γνωστὸ ποίημα τῆς Παπαδάκη «Ἡ δασκάλα» δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπει ἀπὸ ἕνα κείμενο γιὰ τὴν ἐκπαίδευση, καθὼς ἐπιβεβαιώνει ὅσα γράφονται ἐδῶ καὶ τονίζει καὶ πάλι τὴν θέση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κάπου ἐκεῖ στὴν δεκαετία τοῦ 30..

Ἡ δασκάλα

Πόσες φορὲς ἀποτραβιέται

μοναχή, πέρα ἀπ’ τὰ παιδιὰ

καὶ πικραμένη συλλογιέται

ὅσα τῆς σφίγγουν τὴν καρδιά.

Ὢ τὰ χρυσὰ ποὺ ἔφυγαν νιάτα

μ’ ὄνειρα πόσα ἦταν γεμᾶτα !

 

Προβιβασμός, ὑποτροφία,

κάποια τῆς τύχης ἀλλαγή,

δύο τρία χρόνια ὑπηρεσία

κι’ ἕνας λεβέντης μίαν αὐγή,

ποῦ θὰ τὴν κλειοῦσε ἀρχόντισά του

στὸ σπίτι του καὶ στὴν καρδιά του.

 

Μάταν φτωχό το σπιτικό της

καὶ καρτεροῦσαν νὰ θραφοῦν

γονιοὶ κι’ ἀδέλφια ἀπ’ τὸ μιστό της

καὶ χρέη παλιὰ νὰ πλερωθοῦν.

Κι’ αὐτός, μικρός, δὲν ἐπαρκοῦσε

κι’ ὅλο πιὸ μπρὸς τὸν ἐξοφλοῦσε.

Ἔχει σβυστεῖ στὸ πρόσωπό της

κάθε τῆς νιότης ὀμορφιά.

 

Κι’ ὅσα διδάσκει στὸ σκολειό της

δὲν τὰ πιστεύει ἐκείνη πιά.

Κι’ ὅλο καὶ γίνεται ἡ δασκάλα

πιὸ νευρικὴ καὶ πιὸ ἀσπρομάλλα.

Ἄλλες μαθήτριες παντρευτῆκαν

ἄλλες, παιδάκια, ἐγίναν νιὲς

ἀπὸ τὴ μνήμη τῆς σβυστῆκαν

πόσες ἐδίδαξε γενιές.

 

Στὴ νιότη τους, π’ ἀνθεῖ καὶ δένει,

μετράει τὰ χρόνια της θλιμμένη.

Κι’ ὅμως, στὴν ἕδρα της ἐκείνη,

γιὰ λευτεριά, γιὰ δικαιοσύνη,

διδάσκει πάντα καὶ κηρύττει,

μὲ ραγισμένη τὴ φωνή,

π’ ὅλο καὶ βγαίνει πιὸ βραχνὴ

ἀπὸ τὸ χρόνιο φαρυγγίτη.

Τὸ ἑπόμενο ποίημα τοῦ Δημήτρη Σέμπου, (περίεργο ποίημα εἶναι ἀλήθεια γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ποιητικὴ παράδοση), περιγράφει ἐξαιρετικὰ τὸν πνευματικὸ σεισμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει στὴν σκέψη ἑνὸς ἐφήβου ἕνας δάσκαλος, τὴν καταδίκη μιᾶς παιδικῆς συνείδησης σὲ αἰώνια ἀνησυχία καὶ στοχασμό. Τὸ ποίημα εἶναι πολὺ μεγάλο, ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸ παραλείψω εὔκολα σὲ ἕνα κείμενο γιὰ τὴν παιδεία – πρῶτον γιὰ τὸ περιεχόμενό του καὶ δεύτερον γιατί δὲν πρόκειται νὰ τὸ βρεῖτε πουθενὰ στὸ διαδίκτυο. Μπορεῖτε ἁπλῶς νὰ τὸ παραλείψετε ἐσεῖς, ἐὰν ἡ παρεμβολὴ του σᾶς ἐνοχλεῖ στὴν ἀνάγνωση..

Ὁ δαίμονας

Μίαν ὥρα ὁ ἀσπρομάλλης δάσκαλος, μιλώντας

μὲ θέρμη καὶ φινέτσα γαλλική, πασκίζει

τὴ μοῖρα νὰ ἱστορήση τῶν καταραμένων

ποιητῶν, ποὺ χορτασμένοι ἀπὸ πικρὴ εἰρωνεία

καὶ καταφρόνια, ζωντανοὶ ὅταν ἦταν,

σύμβολα ὑψώθηκαν ἀπάνω ἀπ’ τὸν καιρό τους

Καὶ ζωντανοὶ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ μᾶς θάναι

ὅσο θὰ ὀργώνῃ ἀψύς ὁ πόνος τὴν καρδιά μας

κι ὁ νοῦς μας θὰ βυθομετράη βουβά τὰ ἐρέβη…

 

Μίαν ὥρα σιωπηλὸ ἕνα πλῆθος τὸν ἀκούει…

 

Ὁ μάγος λόγος μεταμόρφωσε τὰ πάντα

κι ὁ ἀσπρομάλλης δάσκαλος δὲν εἶναι τώρα

ὁ ἀποσταμένος γέρος, ποὺ σκυφτὸς διαβαίνει

μὲ τὸν τριμμένον χαρτοφύλακα στὸ χέρι·

Γίγαντας στέκει ἐμπρὸς μας κ’ ἡ ματιὰ του ἀστράφτει –

ποῦ βρῆκε τόση δύναμη ὁ φτωχὸς ἀπόψε; –

Φωνὴ προφήτη εἶν’ ἡ φωνή του κι ἀνασταίνει

τὴν ὑπερτέλεια μορφὴ καὶ τ’ ἄξιο νόημα.

 

Μίαν ὥρα στέκεις πλάϊ μου, ξανθὸ κοράσι,

καὶ μὲ κομμένη ἀνάσα ἀκοῦς τὰ ἐξαίσια λόγια…

 

Μ’ ὅση λαχτάρα πρόσμενες τὴν ὥρα τούτη

δὲν καρτερεῖ ἡ φρυγμένη γῆ τὰ πρωτοβρόχια,

μήτε κι ὁ διψασμένος στρατοκόπος βρίσκει

στὸ λαγαρὸ νερὸ τῆς κρουσταλλένιας βρύσης

ὅση δροσιὰ ἡ μορφή σου λέει πώς σοῦ χαρίζουν

τὰ λόγια τοῦ ἀσπρομάλλη δάσκαλου, ποὺ ἀπόψε

γιὰ τῶν καταραμένων μᾶς μιλάει τὴ μοῖρα…

 

Βαθειὰ ἡ νυχτιὰ καὶ τὸ πηχτὸ σκοτάδι ἁπλώθη

στὴν ἄσπρη σάλα καὶ στοὺς μαύρους στοχασμούς μας

Τυλίγοντας τοῦ δάσκαλου τὰ τελευταῖα

λόγια… Τὸ πλῆθος χύνεται στὸν ἔρμο δρόμο,

καὶ μόνη ἐσύ, ξανθὸ κοράσι, δὲ σαλεύεις

γιατί μὲ μισόλογα λαχταρᾷς νὰ δώσης

τὸν ὑψηλὸ παλμὸ ποὺ γέννησεν ἀπόψε

στὴν ἄπραγη καὶ τρυφερὴ καρδιά σου ἡ μοῖρα

τῶν ποιητῶν ποὺ ζήσανε καταραμένοι…

 

Βαθειὰ ἡ νυχτιὰ καὶ τὸ σκοτάδι σὲ τρομάζει.

Μόνη νὰ βγῆς στὸ δρόμο δὲν τολμᾷς – καὶ χάρη

ζητᾷς μαζί σου νάρθω… Μήτε περηφάνια

μήτε λαχτάρα ἡ συντροφιά σου δὲ μοῦ δίνει,

μόνο παράξενο ἕνα δέος μὲ κατέχει,

πρωτόγνωρο, βαθὺ ἕνα δέος, γιὰ τοὺς δεκάξη

χρόνους σου ποὺ ζυγῶσαν τοὺς καταραμένους

ὅσο δὲν ἔχουν οἱ ὥριμες καρδιὲς ζυγώσει,

μήτε στὴν πιὸ βαθειά τους μεσονύχτιαν ὥρα.

 

Βαθειὰ ἡ νυχτιά… Τὰ βήματά σου παραστέκω

κι εἶναι τὸ χρέος μου εὔκολο νὰ σὲ φυλάξω

ἀπ’ τὸν ἐχτρὸ ποὺ τὶς νυχτιὲς παραμονεύει

γιατί ταράζει ἡ νιότη σου τοὺς σκοτεινούς του

πόθους… Κοντά μου αὐτὸν μὴν τὸν φοβᾶσαι· ὅμως

δυστυχισμένη, ποιὸς μπορεῖ νὰ σὲ γλυτώση

ἀπὸ τὸ δαίμονα τοῦ στοχασμοῦ, ποὺ ἀπόψε

γαντζώθηκε σφιχτὰ στὸ τρυφερό σου στῆθος

κι οὔτε θὰ φύγη κι οὔτε νὰ τὸν διώξης θέλεις;

 

Γιατί ἡ γλυκειὰ ἀγωνία ποὺ θὰ σὲ ποτίζῃ,

Γιατρειὰ δὲν ἔχει, μήτε θὰ σ’ ἀφήνῃ, ὡς πρῶτα,

πεταλουδίτσα ἀπ’ ἄνθι σ’ ἄνθι νὰ γυρίζῃς,

ἐκεῖθε μέλι κι ἄρωμα κορφολογώντας.

Ἡ φλογερὴ πνοή σου θὰ σὲ μαραζώνῃ

καὶ θὰ σὲ καίει ὁ πόθος τῆς δημιουργίας

τὴν ἔξαλλη χαρὰ νὰ νιώσης, ποὺ μπροστά της

δὲ λογαριάζεται ἡ φτωχὴ ἡδονὴ τῆς σάρκας

μήτε χαρὰ καμμιὰ στὸν κόσμο ξεπερνάει.

(Λευκὴ νύχτα, 1951, Τρίτομη ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, 2012)

[Τὸ ποίημα ἔχει βεβαίως ἀδυναμίες στὴν οἰκονομία τοῦ στίχου καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα – σκέφτομαι γιὰ παράδειγμα πόσο πνευματικότερο ἀκόμη θὰ ἔβγαινε, ἂν τὴν πλέξη του τὴν ἀναλάμβανε ἕνας Παπατζώνης, τὸ θέμα τοῦ ταιριάζει ἀπόλυτα. Παρὰ ταῦτα παραμένει ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα, (πρωτότυπη ἡ σύλληψη τοῦ συνοδοῦ – ἀφηγητῆ), ποὺ περιγράφει ἐξαιρετικά το βαθὺ ἀποτύπωμα καὶ τὴν ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ κατορθώσει ὁ δάσκαλος καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ ἐκπαίδευση στὸν μαθητὴ, καὶ ὄχι μόνο..]

Ἃς δοῦμε τρεῖς κύριες (καὶ μία ἐπιβοηθητικὴ) προϋποθέσεις, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προτάσσονται πρὶν ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἐθνικὸ διάλογο καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε ἀπόπειρα ὑπουργοῦ παιδείας νὰ μείνει στὴν ἱστορία μὲ μία ἀκόμη ἀποτυχημένη μεταρρύθμιση..

Τὸ πρῶτο καὶ τὸ κυρίαρχο, οἱ ἐκπαιδευτικοὶ μακρόχρονης καὶ αὐστηρότατης φοίτησης – δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ χῶρος ὅπου θὰ μπορούσαμε νὰ καθορίσωμε τί σημαίνει αὐστηρὴ φοίτηση, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἐκκινοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ τὸ πιστεύουμε τὸ σημαντικότερο σὲ μιὰ κοινωνία καὶ ἄρα, οἱ ὑποψήφιοι λειτουργοί του ἐκπαιδεύονται μὲ τὴν πιὸ βαρύνουσα, (σὲ ποιότητα, εὖρος καὶ βάθος..), γνώση ποὺ κατέχει σήμερα ὁ σύγχρονος κόσμος. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἀναλυτικὴ γνώση, καὶ φιλολογία, καὶ ψυχολογία, καὶ ἱκανότητες ἐπικοινωνίας, καὶ θηριώδεις λογοτεχνικὲς γνώσεις καὶ κρίσεις, καὶ ἐξειδικεύσεις ὅσο προχωροῦμε πρὸς τὸ πανεπιστήμιο, καὶ βασικὲς ἰατρικὲς γνώσεις, καὶ ὀρθοφωνία, καὶ γλωσσολογία, καὶ τεχνολογία, καὶ πρακτικὴ διδασκαλίας, καί, καί, καί.. δὲν πρόκειται νὰ συμβεῖ ἢ νὰ ἀλλάξει τὸ ὁτιδήποτε στὴν ἐκπαίδευση, ἐὰν συνεχιστεῖ ἡ αἰσχρότατη λογική της δεκαετίας τοῦ 80 καὶ τοῦ 90, ὅπου στρατιὲς  φοιτητῶν ἐντελῶς ἄσχετων σχολῶν, μεταπήδησαν στὶς διετεῖς (!) τότε παιδαγωγικὲς ἀκαδημίες γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν ἄμεσο διορισμὸ στὸ δημόσιο. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ μετατροπὴ τῶν Ἀκαδημιῶν στὸ πιὸ ἄρτια, στὰ πιὸ σύγχρονα καὶ στὰ πιὸ ἀπαιτητικά των ἐκπαιδευτικῶν Διδασκαλεῖα, ἀπαιτεῖ χρήματα καὶ ἕναν προϋπολογισμὸ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση πολλαπλάσιό τοῦ σημερινοῦ. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συμφωνήσει σ’ αὐτὸ ἡ πολιτική, ἀπαιτεῖται καὶ μία εὐρύτατη κοινωνικὴ ἀποδοχή. Καὶ τί σημαίνει κοινωνικὴ ἀποδοχὴ ἐν τοῖς πράγμασι καὶ ὄχι θεωρητικά; Σημαίνει τὴν δεύτερη προϋπόθεση..

Τὸ δεύτερο λοιπόν, οἱ ἀμοιβές. Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ποῦ θὰ τὰ βρεῖτε, (ἐὰν θελήσετε, θὰ τὰ βρεῖτε..), δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ἂν πᾶνε πίσω τα ἔσοδα, δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ἐὰν γιὰ χρόνια  βρίσκω στὸ super market δύο τυριὰ ἀντὶ γιὰ τριάντα δύο, δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ἂν θὰ πρέπει νὰ πληρώνω κάθε χρόνο χαράτσι γιὰ τὴν ἐκπαίδευση, δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ἂν ἀπὸ τὴν τράπεζα μπορῶ νὰ τραβήξω πενήντα εὐρὼ ἀντὶ γιὰ ἑκατὸ – ἐκεῖνο ποὺ μὲ νοιάζει εἶναι ὁ ἐκπαιδευτικὸς νὰ ἔχει στὴν διάθεσή του τὴν ὑψηλότερη ἀμοιβὴ σὲ τούτη τὴ χώρα. Ἀδιαπραγμάτευτα. Χωρὶς γκρίνιες καὶ ναὶ μέν, ἀλλά, χωρὶς ἀστερίσκους καὶ ἄλλες πονηρίες. Ἐὰν θέλετε πράγματι παιδεία, ἐὰν θέλετε πράγματι τὰ παιδιά σας νὰ γεμίσουν τὸ κεφάλι τους, τὴν συνείδησή τους, τὸν στοχασμό τους, μὲ κάτι ποὺ ἀξίζει, μὲ κάτι ποὺ θὰ τὰ καθοδηγεῖ σὰν φάρος ἄσβεστος σ’ ὅλη τους τὴν ζωὴ – ἐὰν πράγματι τὰ ἐννοεῖτε ὅλα αὐτά, θὰ φτιάξετε ἐκπαιδευτικοὺς μὲ ἀνάστημα ἐπιστημονικό, ἀλλά καὶ θὰ τοὺς πληρώσετε ὅσο τὸ ἀξίζουν. Διαφορετικὰ συνεχίστε νὰ χρυσώνετε μιὰ παραπαιδεία, ποὺ μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν ἀποτίμηση σὲ χρῆμα, τὶς ἐξετάσεις στὸ πανεπιστήμιο, τὸ πασάλειμμα τῆς ἐκπαιδευτικῆς ὕλης. Διαφορετικὰ συνεχίστε ἐκείνη τὴν ἀφόρητη ὑποκρισία ποὺ ἀνθεῖ σὲ τούτη τὴν χώρα ἀπὸ τὴν κρατική της συγκρότηση ἀκόμη – στὰ λόγια μύδροι καὶ δάκρυα γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν καλὴ ἐκπαίδευση, στὴν πράξη ψίχουλα γιὰ τὴν παιδεία καὶ χοντράδες τοῦ τύπου «ὁ ἐκπαιδευτικὸς ποὺ κάθεται», «ὁ ἐκπαιδευτικὸς ποὺ τεμπελιάζει», «ὁ ἐκπαιδευτικὸς ὁ ἀπαίδευτος» – ποὺ, ἀκόμη καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἀπαίδευτοι ἢ ἀνίκανοι, εἶστε σεῖς ποὺ γεννήσατε τὴν ἀμάθειά τους, χειροκροτῶντας μιὰ κοινωνία ποὺ ἀποθεώνει τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἐκτιμᾷ μόνο ὅταν κολακεύει, φλυαρεῖ, κενολογεῖ, δηλαδὴ μόνο ὅταν παύει νὰ εἶναι πνεῦμα κριτικὸ καὶ οὐσιῶδες. Εἶστε σεῖς ποὺ σπρώξατε τὸ παιδί σας, (ποὺ δὲν ἤθελε τὰ γράμματα..) νὰ πάει στὴν παιδαγωγικὴ ἀκαδημία, γιατί «ἐκεῖ θἄχεις σιγουριά, σύνταξη καὶ διακοπὲς τὸ καλοκαῖρι…». Κοιταχθεῖτε στὸν καθρέπτη τώρα καὶ προτοῦ ἐπιρρίψετε τὸν λίθο, ἀναλογιστεῖτε τὰ στερεότυπα καὶ τὰ ἀσήμαντα «πρότυπα», ποὺ χθὲς ἐπικροτήσατε καὶ σήμερα συνεχίζετε μὲ ἀκρισία νὰ ὑπηρετῆτε..

Σήμερα μπορεῖ νὰ ἐπικρίνωμε τὸ γνωστό ἀλφαβητάρι τοῦ 1955 γιὰ μικροαστική κατήχηση, ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὰ ἀναγνωστικά, μὲ πολλές περιπέτειες, ἀποτέλεσαν μικρές ὀάσεις ποιότητας μέσα σ’ ἕνα ἐξαιρετικά σκληρό καὶ συντηρητικό περιβάλλον. Ἴσως γιατί στὴν δημιουργία τους βοήθησαν γερά πνευματικά ἀναστήματα..

Τὸ τρίτο, τὸ περιεχόμενο, τὰ βιβλία, τὰ ἀναγνωστικά. Τί ἐνήλικες θέλουμε σὲ εἴκοσι, σὲ τριάντα χρόνια; Ποὺ σημαίνει: τί μέλλον ἀποζητοῦμε ὡς κοινωνία, τί δημιουργίες, τί ἀριστεῖες; Μήπως γιὰ παράδειγμα, ἐπιθυμοῦμε οἱ τομεῖς κλασικῆς φιλολογίας στὰ πανεπιστήμια νὰ γεννοῦν παγκόσμια πρότυπα πρωτότυπης μελέτης καὶ διδασκαλίας; Ἀναλόγως θὰ σχεδιάσουμε, ἀναλόγως θὰ πράξουμε.. θέλουμε πολῖτες ἀπαλλαγμένους ἀπὸ κάθε ἐξάρτηση, μὲ κρίση, μὲ δύναμη δημιουργίας; Ε, τότε αὐτὰ εἶναι τὰ κείμενα ποὺ μπαίνουν στὰ σχολειά, ἔτσι διδάσκονται, ἔτσι ἐξετάζονται, ἔτσι κρίνονται. Τὰ ἄριστα, μοναχά τα ἄριστα – ὑποκειμενικὴ ἡ κρίση θὰ μοῦ πεῖτε, πάντα εἶναι ὑποκειμενικὴ ἡ κρίση, ἀλλὰ δόξα τῷ θεῷ, στὴν λογοτεχνία, στὸ δοκίμιο καὶ πρὸ πάντων στὴν ἐπιστήμη, ὑπάρχουν καὶ κάποια κριτήρια στὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε ὅλοι νὰ συμφωνήσουμε. Πάντως κριτήρια, καὶ ὄχι πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀνάλογα μὲ τὶς συμπάθειες τοῦ κυρίου τάδε ἢ τὶς προτιμήσεις τοῦ κυρίου δεῖνα. Κριτήρια. Γιατί ὅλη ἡ ἱστορία ἑνὸς λαοῦ, ἡ σκέψη του, οἱ καλύτερες δημιουργίες του, βρίσκονται μέσα στὰ ἀξιοτέρα τῶν κειμένων του. Νὰ συμφωνήσουμε λοιπὸν στὰ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια γραμματεία – στὴν λογοτεχνία, στὸ δοκίμια, στὸ σύγγραμμα, παντοῦ. Τίποτε τὸ ἐφήμερο, τίποτε τὸ δῆθεν μοντέρνο, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἄδειο, τίποτε τὸ κολακευτικό της εὐκολίας, οἱ μαθητὲς ἀπὸ τὰ ἄριστα μοναχὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύσκολα – μπορεῖ νὰ χρειαστεῖ νὰ κοπιάσουν, μπορεῖ ὁ δάσκαλος νὰ χρειαστεῖ νὰ ξενυχτήσει γιὰ νὰ μεταφέρει μὲ ἐπιτυχία τὴν παγκόσμια σκέψη στὴν τάξη, ἀλλὰ ἐὰν ἐπιζητοῦμε ἐκπαίδευση δίχως μόχθο μιλᾶμε γιὰ δύο ἐντελῶς διαφορετικὰ πράγματα καὶ ἀδίκως βγάζετε τὰ μάτια σας γιὰ νὰ διαβάσετε τοῦτο τὸ κείμενο.. Ὅ,τι καὶ νὰ θέλουμε γιὰ τὸ Αὔριο, ὅπου καὶ νὰ συναντηθοῦν οἱ ἐπιδιώξεις μας, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνα κοινὸ  χαρακτηριστικό, ἕνας κοινὸς τόπος: ἡ ἐπιδίωξη θὰ πρέπει νὰ ἔχει στίγμα πνευματικὸ καὶ ὄχι εὐρωλατρικό, ἡ κοινωνία ποὺ θὰ ὁραματιστοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση θὰ πρέπει νὰ προτάσσει τὰ οὐμανιστικά της χαρακτηριστικὰ καὶ πολὺ ἀργότερα νὰ διαχέεται σὲ παραγωγικὲς συνδέσεις μὲ τὴν οἰκονομία..

Τὸ τέταρτο, ἡ χρήση νέων τεχνολογιῶν. Καὶ νέα τεχνολογία δὲν εἶναι ὅταν βάζουμε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦν ἕνα documentaire γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἄγριου σολομοῦ (βεβαίως ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κι αὐτό..), ἀλλὰ ὅταν χρησιμοποιῶ τὴν θηριώδη δύναμη καὶ ἐπιρροὴ τῆς τεχνολογίας, προκειμένου νὰ μεταδώσω εὐκολότερα καὶ πιὸ ἄμεσα τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν γνώση μου. Ἡ νέα κιμωλία εἶναι πιὰ τὸ πληκτρολόγιο καὶ οἱ νέοι πίνακες οἱ γιγαντοοθόνες ἁφῆς. Πειραματιστεῖτε, φτιάξτε ἀναπαραστάσεις, (τὸ Photoshop δὲν εἶναι μόνο γιὰ νὰ διορθώνει ἀτέλειες..), φέρτε τὶς παγκόσμιες βιβλιοθῆκες μέσα στὴν τάξη, δεῖξτε ἀποσπάσματα θεατρικὰ καὶ κρίνετε τὸν λόγο τους – ἄδικα τρώγω ἐδῶ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, καθὼς οἱ δυνατότητες εἶναι πρακτικὰ ἀναρίθμητες καὶ ἠμποροῦν νὰ ἔχουν ἀποτελέσματα ἐκπληκτικὰ στὴν πρόσληψη γνώσης, στὴν οἰκονομία χρόνου, στὸν ὄγκο τῆς πληροφορίας ποὺ μπορεῖ νὰ διακινηθεῖ, νὰ κριθεῖ καὶ νὰ ἀφομοιωθεῖ (σημείωση – memo πρὸς κρατικὴ ὑπηρεσία ποὺ ἔκλεισε τὶς πόρτες προχθὲς γιατί ἔπεσε τὸ ὑπολογιστικό της σύστημα: δὲν θέλω νὰ σᾶς στενοχωρήσω, ἀλλὰ τὰ win 98 τὰ ἔχουν κάτι τέτοια προβληματάκια..). Ἅς μὴν πᾶμε παρακάτω γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ σχολικές βιβλιοθῆκες, ὁλοήμερα, ἀγορὲς βιβλίων καὶ ποίου έπιπέδου γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς, σεμινάρια, ἀνταλλαγές, παιδαγωγικές μεθόδους. Ἐλᾶτε να συμφωνήσουμε γιὰ τὰ παραπάνω καὶ θὰ βροῦμε τὶς λεπτομέρειες, ἐκεῖνο ποὺ ἀπουσιάζει εἶναι ἡ κατεύθυνση καὶ ὄχι ἡ μέθοδος καὶ οἱ κανονιστικές λεπτομέρειες.

Τί σημαίνουν ἐπὶ τέλους ὅλα αὐτά, πῶς θὰ γίνουν ὅλα αὐτά; Θὰ τὰ συνόψιζα σὲ μία λέξη – νατροπή, ἀνατροπὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἕως σήμερα θεωροῦνται θέσφατα, δεδομένα, τυφλοσούρτης γιὰ τὸ μέλλον. Μὴν γελιέστε, ἐὰν συνεχίσουμε στὰ ἴδια χνάρια, τὰ παιδιά σας θὰ γεννηθοῦν, θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ γεράσουν, μὲ τὶς ἴδιες βαρετὲς στερεότυπες φράσεις καὶ συμπεριφορὲς στὴν ἐκπαίδευση. Τὰ διδακτικὰ βιβλία θὰ εἶναι πάντα ἀνιαρά, χρόνια πίσω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ τρέχει δίπλα τους καὶ τὰ κείμενα ποὺ θὰ ἐπιλέγονται εἴτε θὰ εἶναι ἄτονα καὶ ρηχὰ εἴτε θὰ διδάσκονται μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἐξεγείρει συνειδήσεις, νὰ μὴν ὁδηγει σὲ κριτικὴ σκέψη. Ἡ ἐκπαίδευση ἡ σωστὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετῆ τὸ σύστημα, τὸ ὅποιο σύστημα στὶς πιὸ συντηρητικές του ἐκδοχές, τὸ σχολειὸ πρέπει νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἕνα ἐργαστήρι προβληματισμοῦ, ἀναζήτησης πρωτοπορίας, αἱρετικῆς σκέψης, ταλέντων, ἔρευνας, νέων ἐνδιαφερόντων. Ὅταν ὁ Καρυωτάκης γράφει στὸ ποίημα «Πρέβεζα»..

[  ]

Θάνατος ὁ ἀστυνόμος ποὺ διπλώνει

γιὰ νὰ ζυγίσει μιὰ «ἐλλιπῆ» μερίδα·

θάνατος τὰ ζουμπούλια στὸ μπαλκόνι,

κι ὁ δάσκαλος μὲ τὴν ἐφημερίδα.

[ ]

..γιατί βάζει στὸ κάδρο τῆς θανατερῆς ρουτίνας καὶ τὸν δάσκαλο; Τὸ κάμει γιατί ἡ ἐκπαίδευση, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή του, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μέρος τοῦ συστήματος, ἀλλὰ θεμέλιο λίθο γιὰ τὴν συντήρηση καὶ τὴν ἀναπαραγωγή του. Ὅταν ὅμως ἡ ἐκπαίδευση ξεκινᾷ νὰ ὑπηρετεῖ σκοπιμότητες, πολιτικὲς ἢ ἰδεολογικές, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν σκοπό της καὶ μετατρέπεται σὲ πλυντήριο ἰδεῶν, γίνεται ἡ ἴδια μέρες τοῦ προβλήματος καὶ ὄχι ὅπλο γιὰ τὴν ἐπίλυσή του. Ἡ πραγματικὴ ἐπανάσταση σήμερα, ἡ μοναδικὴ λύση γιὰ νὰ δοῦν τὰ παιδιὰ σας μιὰ χώρα ἀλλαγμένη σὲ νοοτροπία, δημιουργία, ἰσονομία, ἀξιοκρατία καὶ ὅλα ἐκεῖνα τέλος πάντων ποὺ χιλιάδες χρόνια τώρα τὰ ἐμπιστεύεστε σὲ ἀποτυχημένες λύσεις καὶ προτάσεις, εἶναι νὰ διεκδικήσετε τὴν πιὸ αὐστηρή, τὴν πιὸ βαθιά, τὴν πιὸ καλοπληρωμένη ἐκπαίδευση. Δὲν ξεύρω τί θὰ κάμετε – κατεβῆτε στὸ δρόμο, στείλετε μαζικὰ ἐπιστολὲς στὸ ὑπουργεῖο παιδείας, κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις ὅταν ὑποτιμοῦν τὴν σκέψη σας, βάλτε τὴν παιδεία πρῶτο θέμα σὲ ὅποιον σύλλογο, σὲ ὅποια συνέλευση, σὲ ὅποιο χῶρο κι ἂν ζεῖτε καὶ ὑπάρχετε -ἀλλά κάμετε κάτι ποὺ νὰ ὑπογραμμίζει τὴν παιδεία ως ἀπόλυτη προτεραιότητά σας καὶ κυρίαρχη ἀγωνία σας.

Καὶ σεῖς κύριοι τῆς ἀριστερᾶς, τῆς ὅποιας ἀριστερᾶς, (καὶ ἀπευθύνομαι σὲ σᾶς, γιατί ἐξ ὁρισμοῦ ὑποτίθεται πὼς ἐκπροσωπεῖτε τὸ πιὸ νέο, τὸ πιὸ φρέσκο, τὸ πιὸ ἀνατρεπτικὸ καὶ οὐσιῶδες), σταματῆστε ἠλιθίως νὰ πέφτετε στὴν παγίδα ἑνὸς συστήματος, ποὺ σᾶς θέλει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ νὰ μιλᾶτε γιὰ συντάξεις, χαρτόσημα, ἐφάπαξ καὶ κόκκινα δάνεια. Δὲν εἶστε λογιστὲς μωρέ, δὲν θὰ ἀλλάξετε τὸν κόσμο μὲ τὸ πλεόνασμα καὶ τὴν μείωση τοῦ χρέους, ἡ δύναμη τῆς ἀριστερᾶς δὲν ἦταν ποτὲ τὰ λογιστικά, ἡ δύναμη ἐπήγαζε ἀπὸ τὸ ὅραμα, τὴν ἄποψη γιὰ τὸν πολιτισμό, τὴν παιδεία, τὴν ἐκπαίδευση, τὸν βαθὺ λόγο, τὴν ἀλληλεγγύη, τὴν εὐγένεια. Σταματῆστε νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν πιὸ ἄκρατο οἰκονομισμό, τὸν οἰκονομισμὸ στὴν πιὸ χυδαία μορφή του, ἐκεῖνον ποὺ στεγνώνει τὰ μυαλὰ καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ζητῆστε  καὶ ἀσχοληθεῖτε μὲ παιδεία, πολιτισμό, πνεῦμα. Ἀκόμη καὶ σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο.  Διαλαλῆστε σὲ κάθε τόνο καὶ μὲ κάθε τρόπο, ὅτι τούτη ἡ χώρα ἐναποθέτει ὅλες τὶς ἐλπίδες της γιὰ μιὰ διαφορετικὴ εἰκόνα στὰ χέρια τοῦ πνεύματος καὶ τῆς μόρφωσης. Καὶ πρᾶξτε ἀνάλογα. Καὶ σεῖς ἀγρότες, γιὰ νὰ γεννῶ καὶ ἐπίκαιρος, ποὺ κάθε στὸ τόσο βγάζετε τὰ τρακτὲρ καὶ κλείνετε δρόμους καὶ πλατεῖες – ἀφοῦ νομίζετε σωστὸ ἐτοῦτο τὸν τρόπο διεκδίκησης, τολμῆστε γιὰ μία καὶ μόνο φορὰ  νὰ ἀποκλείσετε ἔστω καὶ μία πλατεῖα μὲ μοναδικὸ αἴτημα τὴν καλύτερη μόρφωση τῶν παιδιῶν σας, δὲν εἶναι ὅλα  φαΐ καὶ τσέπη. Ξαφνιάστε  μας ἐπὶ τέλους.. χρειαζόμαστε μιὰ ὁλάκερη κοινωνία δίπλα στὸ σχολειό, ὑπερασπιστὴ του γιὰ καλύτερη, ἀξιώτερη μόρφωση καὶ αὐτὸ δὲν θὰ γενεῖ μὲ χαρτιά, ψηφίσματα καὶ ἐγκυκλίους, ὁπωσδήποτε ὄχι μόνο μ’ αὐτά. Ἀντὶ νὰ ζητᾶτε ὅλο καὶ λιγότερη ὕλη γιὰ τὰ παιδιά, ζητῆστε καλύτερη, ποιοτικότερη. Μὴν τὴν λυπᾶστε τὴν νιότη, μορφῶστε τὴν ἀλύπητα γιὰ νὰ μπορεῖ μεθαύριο νὰ σᾶς κάψει μὲ τὴν φλόγα της καὶ τὸν στοχασμό της, νὰ σᾶς φέρει καλύτερους ἐπιστήμονες, καλύτερους πολιτικούς, καλύτερους δημιουργούς..

Φαῖδρος

Ἔχεις καιρό, παιδί μου, στὴν Ἰθάκη

κ’ ἐσὺ νὰ ρίξεις ἄγκυρα· μὰ τώρα

γιὰ τῆς ἀντρείας χαρᾶς τὴν ἅγια γνώρα

κάμε πανιὰ καὶ φούχτωσε τὸ δοιάκι

μὲς στὴν ἀνεμοζάλη σὰ γεράκι

τοῦ καραβιοῦ σου ἀφρίζοντας ἡ πρῷρα

νὰ σκῇ τὸ μέγα πέλαο καὶ τὴ μπόρα!..

Ἔχεις καιρὸ νὰ φτάσης στὴν Ἰθάκη.

 

Τώρα χάρου καὶ χόρτασὲ τη, γιέ μου,

τὴν ἀγριάδα τοῦ πελάου καὶ τ’ ἀνέμου·

κι ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ κίνδυνος, ἀμόλα

ὅπου βρεθεῖς, παιδί μου, ὅπου καὶ νᾶσαι,

τοῦ βάθους ἢ τοῦ ψήλου, μὲς στὰ ὅλα

τὴ νιότη σου – καὶ μὴν τηνε λυπᾶσαι!..

(Τάκης Μπαρλᾶς, Νέα Ἑστία, 1944)

Νὰ συνοψίσωμε λοιπόν, γιὰ νὰ μὴν βάζουμε τὸ κάρρο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἄλογο. Ὅσους ἐθνικοὺς διαλόγους καὶ νὰ κάμετε, ὅσο καὶ νὰ μετονομάστε τὸ γυμνάσιο καὶ νὰ τὸ πεῖτε λύκειο, ὅσα κείμενα καὶ νὰ καταργήσετε ἢ νὰ προσθέσετε – ἐὰν δὲν προτάξετε ἐτοῦτες τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἀναφέρω παραπάνω, ἀνάπηρη θἄναι ἡ ἐκπαίδευσή σας, στὴν καλύτερη περίπτωση ἱκανὴ μοναχὰ νὰ προετοιμάζει φοιτητὲς «θετικῶν ἐπιστημῶν» γιὰ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν οἰκονομία. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ποτὲ δὲν ἀντιληφθήκατε, εἶναι πώς καὶ ἡ οἰκονομία ἀκόμη, ὅπως καὶ ἡ ἰατρική, τὰ μαθηματικά, ἡ πυρηνικὴ φυσική, ἡ μελέτη τῶν ὑπογείων ρευμάτων τοῦ ποταμοῦ Οὐρουκάνχα – τὰ πάντα σὲ τούτη τὴ ζωή, ὁ τρόπος ποὺ θὰ κάνουμε τὴν δουλειά μας, εἴτε εἴμαστε λαχειοπῶλες εἴτε πρωθυπουργοί, ἐξαρτᾶται εὐθέως καὶ ἀπολύτως ἀπὸ τὴν εὐρύτερη ἀνθρωπιστικὴ (ὑπαρξιακὴ) παιδεία ποὺ λάβαμε στὰ μικράτα μας καὶ στὴν ἐφηβεία μας. Ὁ τρόπος ποὺ βιώνουμε τὴν φτώχεια ἢ τὸν πλοῦτο, ὁ σεβασμὸς στὸν διπλανό, (τὸν ὁποιονδήποτε διπλανό, μαῦρο, ἄσπρο, κίτρινο, μπλέ), τὸ μεράκι τῆς δημιουργίας στὴν δουλειά μας, ὁ τρόπος ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν οἰκονομικὴ κρίση, οἱ λόγοι ποὺ θὰ δημιουργήσουμε οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ὀρθὴ συνείδησή μας ἀπέναντι στὸ ἄδικο καὶ στὴν βία, ἡ ὕπαρξή μας ὁλάκερη, ἡ εὐτυχία μας καὶ ἡ δυστυχία μας, ἡ ζωή μας καὶ ὁ θάνατός μας – ὅλα, μὰ ὅλα, εἶναι ἀπότοκα τοῦ στοχασμοῦ ποὺ γνωρίσαμε μέσα ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση. Ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ ἕνα σωρὸ διαβόλοι καὶ τριβόλοι παρεμβάλλονται καὶ ἀκυρώνουν τὸ ἐκπαιδευτικὸ ἔργο, ἕνας καὶ μόνος φλογισμένος δάσκαλος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀλλάξει προσανατολισμό, νὰ μᾶς στρέψει σὲ νέες ἀναζητήσεις καὶ νὰ καθορίσει τὴν κριτικὴ μας σκέψη ὡς τὰ βαθιὰ γεράματα. Τὰ ὀνόματα τῶν συμμαθητῶν μου; Ἐλάχιστα ἐκεῖνα ποὺ θυμοῦμαι ἀκόμη. Τὰ ὀνόματα τῶν φλογερῶν μου δασκάλων τὰ θυμοῦμαι πάντα, ἀκόμη καὶ κεῖνα τοῦ Δημοτικοῦ. Πρὸ πάντων τοῦ Δημοτικοῦ..

Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τελειώνοντας τὴν ἀνάγνωση αὐτοῦ του κειμένου, (ὅσοι τὸ κατορθώσουν..), θὰ ψελλίσουν μὲ συγκατάβαση – «Οὐτοπία, τίποτε ἄλλο ἀπὸ οὐτοπία, ἄμμον μετρεῖς, ἀκίχητα διώκεις..», σὲ ἀρχαία καὶ σὲ νέα ἑλληνική, καθὼς συνήθως “τὰ ἀκούω” καὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολάτρες καὶ ἀπὸ τοὺς δῆθεν δημοτικιστές..

Οὐτοπία, χίλιες φορές, οὐτοπία.

Προτιμωτέρα τῆς δυστοπίας, φωτεινωτέρα ἐκείνης καὶ ὁπωσδήποτε καὶ ἐξ’ ὁρισμοῦ, ἐλπιδοφόρος..

Ματώνετε γιὰ παιδεία. Ὅσο ἔχετε καιρό, ὅσο ἔχετε δυνάμεις. Κάποτε θἄναι ἀργά..

Γιατί τώρα ποὺ μπορῶ

νὰ παλαίψω,

δὲν εἶμαι πιὰ παιδί,

ἀλλὰ ἕνας γηραλέος κύριος

μὲ ἕνα ρολόι στὴ θέση τῆς καρδιᾶς;..

(Θ.Δ.Φραγκόπουλος, «Ἰδιωτικὴ διάβασις», 1966)

Κράτα το

Κράτα το

5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
36Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments