Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὰ δῶρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
62Shares

«Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὰ δῶρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου…

(ἀναδημοσίευση ἀπὸ παλαιό ἱστολόγιο καὶ “χίμαιρα”, πολυτονισμένο)

(Ἀνθολογοῦνται οἱ ποιητές, μὲ σειρὰ ἐμφάνισης στὸ κείμενο: Στράτος Κοντόπουλος, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Τάκης Δόξας, Marco Paladini, Eugenio Montale, Ζωὴ Καρέλλη, Μίνως Ζῶτος, Τάσος Κόρφης, Ἀνδρέας Λασκαράτος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Τάσος Ζερβός, Μιχάλης Στασινόπουλος, Θωμὰς Γκόρπας, Κώστας Οὐράνης, Ἀλέξανδρος Μπάρας, Τεῦκρος Ἀνθίας, Βασίλης Καραβίτης, Πέτρος Κλωνάρης, Umberto Saba,  Ἀντρέας Καμπᾶς, Μανόλης Ἀναγνωστάκης, Νίκος Καροῦζος, Γιῶργος Μαρκόπουλος, Χρίστος Λάσκαρης, Κρίτων Ἀθανασούλης, Κρίτων Πολίτης )

Στὴν οἰκία ἀποθανόντος ποιητοῦ Ἐμμανουὴλ Λεβίδου

(Ἐν Ἀθῆναις, θέρος 1948)

Ὅλα τὰ σύνεργα τῆς ποιήσεως ἤσαν ἐκεῖ, ἀσάλευτα ἀπὸ ὥρα θανάτου,

στὸ σπίτι τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Ἐμμανουὴλ Λεβίδου

Ἀπὸ τὸν προθάλαμον ἀκόμη διέκρινα τὴν ὑψηλὴ αἰσθητική,

τὴν ἐπιτυχή ἐπιλογὴ πινάκων, ταπέτων καὶ ἐπίπλων

διὰ χειρὸς σκαλισμένων. Παράθυρα μεγάλα, μετέφεραν

τὴν δρόσο τοῦ κήπου στὴν μεγάλη σάλα τοῦ ἰσογείου.

Στὶς ψηλὲς τὶς ὀροφὲς κυμάτιζαν χρώματα ἐξαίρετων τοιχογραφιῶν.

Βιβλία, κονδυλοφόροι, στυπόχαρτα, τετράδια τσαλακωμένα,

ἰδοὺ καὶ ὁ κάλαθος ἀχρήστων, ἐνθύμιον πορσελάνης εὐρωπαϊκῆς.

Λάμπες γραφείου διάσπαρτες, χαρτοκόπτες ἀπὸ τὸ ἐμπορικόν τοῦ Lorrain,

στρατιῶτες ἀκίνητοι στὰ ράφια βιβλιοθήκης, γκραβοῦρες καὶ παλιὲς φωτογραφίες

-πιθανολογῶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα, δύσκολα διακρίνω πρόσωπα καὶ φόντο-

ἐφημερίδες τῆς Κυριακῆς, φυτὰ ἀποξηραμένα στὶς δυὸ γωνιὲς τοῦ secretaire,

κουρτίνες βαριὲς μὲ τὰ κορδόνια τους λυμένα, καρέκλες, μπερζέρες σὲ ἀφθονία

(Πόσα λογοτεχνικὰ ἀπογεύματα μεσοπολεμικῶς!..)

Κι ἄλλα βιβλία, στοῖβες ἁπλωμένες μπροστὰ ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μικροῦ μαγειρείου

-ὅπου σε φθηνὴ ψάθινη καρέκλα, κάθεται καὶ θρηνεῖ ἡ γραία, ἡ γνωστὴ Πανωραία,

ψυχοκόρη, οἰκονόμος, στὴν ὑπηρεσία του ἔτη πολλὰ καὶ συνεχῆ.

Ψελλίζω λόγια συμπαθείας.

«Ἀγαποῦσε τόσο τὸ στιφάδο», ὀδύρεται ἡ γραία,

«ἄχ! καλέ μου κύριε, πόσο τοῦ ἄρεζε τὸ στιφάδο τοῦ Σαββάτου!..»

Κάθομαι καὶ θρηνῶ μαζί της.

Κοιτῶ τὴν εἰκόνα δακρυσμένος,

κοιτῶ τὴν ἄδεια κατσαρόλα·

καὶ κάθομαι μὲ τὴν ταλαίπωρον τὴν γραία

καὶ θρηνῶ καὶ κλαίγω

τὸν θάνατον ὀνείρου, ποιητοῦ Ἐμμανουὴλ Λεβίδου,

ποὺ ἀδιαλείπτως πεινῶν,

ἀπόθανε σὲ ὥρα γεύματος,

καταμεσήμερον Σαββάτου

(Στράτος Κοντόπουλος, συλλογὴ ἀνέκδοτος «Πνοές», Ἀθήνα 1961)

Πρὶν βυθιστοῦμε στὴν σημερινὴ μελέτη στίχων, συναισθημάτων, ποιητῶν καὶ ἄλλων γραφιάδων, ἐπιτρέψτε μου τὴν ἀφήγηση μιᾶς μικρῆς προσωπικῆς ἱστορίας.

Κάποτε, (πᾶνε χρόνια, ἀκόμη νέος, ἀκόμη ὀνειροπόλος..), εἶχα τὴν σπάνια εὐκαιρία νὰ λάβω μία πρόσκληση ἀπὸ ἄνθρωπο πολὺ σημαντικοῦ πνευματικοῦ μεγέθους, δὲν ἔχει σημασία τὸ ὄνομα, (ἃς κλέψουμε ἀπὸ τὸν «Κίτρινο φάκελο» καὶ ἀς τὸν ονομάσουμε «Δάσκαλο»), δὲν ἔχει σημασία ἡ χρονολογία. Ἐγὼ νεαρὸς καὶ ἀπόλυτος, ἐκεῖνος στὴν βιολογική του δύση, (πέθανε ἕνα χρόνο μετά), ἐντελῶς συμπτωματικὰ διάβασε ἕνα, (κατ’ ἐμὲ καθόλου σημαντικό), κείμενό μου – ἂν θυμᾶμαι καλὰ σχετικὸ μὲ τὴν λεγόμενη στρατευμένη ποίηση. Κάπως ἔτσι βρέθηκα ἕνα πρωϊνὸ Σαββάτου νὰ στέκουμαι ἔξω ἀπὸ μία πέτρινη βίλλα στὴν Ἀθήνα, ἰδιαίτερα ἀγχωμένος γιὰ τὴν συνάντηση μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πνευματικοὺς ἀνθρώπους τούτης τῆς χώρας.

Συνήθως κάτι τέτοιες σκηνὲς τὶς πιστεύουμε ἀλλοκαιρινὲς καὶ ἐξαφανισμένες στὴν πραγματικὴ ζωή, μὰ μόλις ἄνοιξε τὴν βαριὰ ἐξώθυρα ἕνας ἀτσαλάκωτος οἰκονόμος, ἦταν σὰν νὰ φάνηκε στὸ βάθος ἡ ἀντανάκλαση  ἑνὸς αἰώνα περασμένου, ἕνα ἀποτύπωμα γνήσια μεγαλοαστικό, ἕνας ρυθμὸς ἀταίριαστος μὲ τὴν ἐξωτερικὴ κίνηση, τὸ βουητὸ τοῦ δρόμου, τὴν κίνηση τῶν ρολογιῶν. Πέρασα στὸν σκιερὸ προθάλαμο, περπατήσαμε ἕναν φωτεινὸ διάδρομο, (τότε μου φάνηκε αἰώνας ἐκεῖνο τὸ δίλεπτο..), ὥσπου κρούσαμε μιὰ θύρα ψηλή, βαριά, γυαλισμένη, ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς δίφυλλες στὸ χρῶμα τὸ βαθυκόκκινο. Ὁ Δάσκαλος γερμένος στὸ πλάι σε μιὰ μπερζέρα, (ὑπέφερε ἤδη πολὺ ἀπὸ προβλήματα ὑγείας) μοῦ ἔδειξε ἀπέναντι μιὰ πολυθρόνα. Ἔμεινα ἐκεῖ καρφωμένος γύρω στὶς δύο ὧρες. Δὲν θυμοῦμαι πιὰ ὅλη τὴν συζήτηση, ἀλλὰ μπορῶ νὰ μεταφέρω μέσες ἄκρες ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει τὸ σημερινό μας θέμα καὶ συγκροτεῖ μία ἀνάλαφρη εἰσαγωγή του.

Τὰ νιάτα ἀρέσκονται στὰ μεγάλα σύνολα καὶ ἀθροίσματα καὶ ἀναπόφευκτα κάποια στιγμὴ ἡ συζήτηση ἐστράφη στὴν πολιτική, τὴν ἐπανάσταση, τὶς κοινωνικὲς ἀλλαγές. Ὁ Δάσκαλος, ἀφοῦ ἀνέχθηκε ἕνα βαρετὸ καὶ κοινότοπο λογύδριο ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου, σιώπησε καὶ μὲ χαμόγελο μισὸ πέταξε τὴν φράση: «Ἀγαπητέ μου, ἡ κοινωνία θ’ ἀλλάξει μόνο ὅταν τὸ ἀνικανοποίητο τῶν ἐλαχίστων συναντηθεῖ ἐπιτυχῶς μὲ τὴν παιδεία τῶν ὑπολοίπων. Ὅσο οἱ ἐραστὲς τοῦ ἀνεκπλήρωτου θεωροῦνται γονιδιακὰ ἐκτρώματα ἢ, στὴν καλύτερη περίπτωση, συμπαθεῖς περιθωριακοί, μὴν ἐλπίζετε καὶ μὴν αὐταπατᾶσθε. Ἐὰν ἐπιμείνετε, ἁπλῶς θὰ ξοδέψετε τὴν ζωή σας σὲ μιὰ ματαιότητα, σὲ μιὰ ἠχώ, στὸν ἀντίλαλο μιᾶς πλάνης..». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔνοιωθα πὼς εἶχα μπεῖ στὸν τάφο ἑνὸς γέροντα ποὺ σχεδὸν παραληρεῖ καὶ φιλοσοφεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀπὸ τὴν ἐσοχὴ τοῦ γραφείου ἀκουγόταν σὲ χαμηλὴ ἔνταση τὸ Lacrimosa, ὑπῆρχε μία θεατρικότητα καὶ μία παρακμὴ ξένη στὸ φῶς, ὀρφανὴ ἀπὸ ἐλπίδα, μαραμένη ἐντελῶς ἀπὸ δύναμη, πεῖσμα καὶ ἐπιμονή. Δὲν εἶχα καμία διάθεση, μήτε σκοπὸ νὰ ἀκολουθήσω ἐκεῖνες τὶς προτροπές. Φυσικά το κατάλαβε καὶ σὰν νὰ κουράστηκε ξαφνικά, βούλιαξε ἀκόμη περισσότερο σὲ κείνη τὴν παλιοκαιρινὴ μπερζέρα. «Ἕνας μεγαλοαστός», σκέφτηκα, «ποὺ ἀντικρύζει τὴν λογοτεχνία καὶ τὸν κόσμο ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων…». Μοῦ χάρισε ἕνα (ἀνέκδοτο) ποίημά του, (φυσικὰ δὲν τὸ ἔχω δημοσιεύσει ποτὲ καὶ οὔτε πρόκειται), λίγες παρατηρήσεις γιὰ τὴν γραφή μου, (μακρὰν οἱ πιὸ εὔστοχες ἔκτοτε) καὶ μία τελευταία συμβουλή, ποὺ στὴν οὐσία της σημάδεψε ἀργότερα τὴν κρίση μου γιὰ τὴν λογοτεχνία: «Ἡ θλίψη στὴν ποίηση ἀγαπητέ μου δὲν εἶναι πόζα, αἰσθητισμὸς ἢ ἀρρώστια ὅπως πιστεύουν οἱ πολλοί, ἀλλὰ ἡ ἐπίγνωση τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν πραγμάτων, ἕνας οὐρλιαχτὸ ὅταν ἀντικρύσεις τὸ σκοτάδι. Τοῦτο τὸ ἔρεβος τὸ βλέπουν ἅπαντες καὶ τὸ μασκαρεύουν γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸ ἀνθέξουν, μὰ ὁ ἄξιος ποιητὴς δὲν γυρνᾶ ποτὲ τὸ βλέμμα του ἀλλοῦ, δὲν ἀντέχει τὶς μεταμφιέσεις καὶ τοὺς εὐφημισμούς, ἡ σκέψη του διαπερνᾶ τὸ ἐφήμερο, μάχεται ἀδιαλείπτως τὸ ἀσήμαντο· ἕνας καλὸς ποιητὴς εἶναι πάντα ἀκοινωνικός, δὲν σπαταλᾶ τὴν ζωή του σὲ συμβάσεις καὶ τύπους. Μὴν ἀφεθεῖτε στὴν εὐκολία, στὴν κάθε εὐκολία, αὐτὸ καὶ μόνο σᾶς λέγω. Πολλοὶ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ ἐγκλωβίσουν τὸν στοχασμό σας σὲ σχήματα, στερεότυπα καὶ συμβιβασμούς. Εἶσθε μικρὸς ἀκόμη, μὰ σύντομα θὰ χρειασθεῖ νὰ ἐπιλέξετε. Μόνο μὴν βιασθεῖτε, γιατί αὐτὴ ἡ ἀπόφαση θὰ σᾶς καθορίσει καὶ θὰ σᾶς βασανίσει ὡς τὸ τέλος..».

Δὲν τὸν ἄκουσα, ὄχι, δὲν τὸν ἄκουσα τότε οὔτε στὸ ἐλάχιστο, δὲν κοντοστάθηκα κὰν νὰ στοχαστῶ ἐκείνη τὴν συνάντηση, ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι ὡς ἀνόητο παιδάριο, ποὺ τίποτα δὲν ἀποκόμισε ἀπὸ τὴν αἰσθητική του, τὴν σκέψη του, τοὺς ἴδιους τοὺς στίχους του. Πολλὰ χρόνια μετά, ὅταν μελέτησα ἀναλυτικὰ τὴν βιογραφία του, τὸ ἔργο του, ἀκόμη καὶ τὴν προσωπική του ἀλληλογραφία, κατάλαβα ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ συνάντηση δὲν ἀφοροῦσε τόσο ἐμένα, ὅσο τὸν ἴδιο, τὰ λάθη ποὺ ἔκανε, τὰ ἐλαφρὰ στὰ ὁποῖα πολλάκις ξοδεύτηκε. Μιὰ προειδοποίηση πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ποὺ ἀκόμη δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί τὴν ἀπηύθυνε σὲ μένα. Πικραίνομαι σήμερα σὰν τύχει καὶ περάσω μπροστὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἐξαιρετικὴ κατοικία του, ποὺ μαραζώνει ἐγκαταλελειμμένη καὶ πού, κατὰ ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο, συμβολικὰ ἐπιβεβαιώνει ὅσα κουβεντιάσαμε ἐκείνη τὴν μέρα. Καὶ περισσότερο στενοχωροῦμαι γιατί δὲν «ἔκοψα δρόμο» ἀκολουθώντας τὴν πικρὴ πείρα ἄλλων καὶ πεισματικὰ θέλησα νὰ χάσω χρόνια, μέχρι νὰ ἐπιστρέψω καὶ νὰ ἀποδεχθῶ ἐκεῖνα ποὺ, τότε, ἀνοήτως περιφρονοῦσα..

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι ὁ θάνατος, (ὁ κάθε λογὴς θάνατος, ὄχι ἀπαραίτητα ὁ βιολογικός), ἡ διάψευση καὶ τὸ ἀνεκπλήρωτο ὄνειρο, θὰ περίσσευαν στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, ἀλλὰ ὅσο κι ἂν φαίνεται περίεργο, συμβαίνει τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Φαινομενικά, εἶναι πολλοὶ οἱ ποιητὲς ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ ὅλα αὐτά, ποὺ κλαῖνε καὶ ὀδύρονται, ποὺ δῆθεν πενθοῦν γιὰ τὴν χαμένη τους ὀπτασία, τὸ ὅραμα ποὺ θόλωσε, τὴν ἀγαπημένη τους ποὺ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, τὴν φύση ποὺ σκοτεινιάζει. Ὅλοι ἐτοῦτοι, μὲ αὐτὲς τὶς ἀνυπόφορες πόζες δημιούργησαν οἰκτρὰ στερεότυπα στὴν ποίηση, σχολὲς ὁλόκληρες μὲ ἀτάλαντους, ποὺ πιστεύουν ὅτι ἐὰν χρησιμοποιήσουν στενόχωρες σὲ νόημα λέξεις καὶ μουσκέψουν καὶ τὸ χαρτὶ μὲ ἕνα δάκρυ, ἐ! τότε ἔχουν γράψει ὑπαρξιακὴ ποίηση. Εἶναι μιὰ αὐταπάτη, καθὼς ὅλοι αὐτοὶ οἱ στίχοι δὲν ξύνουν κὰν τὴν ἐπιφάνεια, δὲν ἀντικρύζουν κὰν  τὸ ὀντολογικὸ πρόβλημα μὲ τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται πὼς ἀσχολοῦνται. Στὴν ἀντίπερα ὄχθη τώρα, κατὰ τὸ ἑλληνικὸ συνήθειο, εἶναι ὅλα φωτεινά, ὅλα παραδεισένια. Ἂν ὁ Καρυωτάκης καὶ ἡ γενιὰ τοῦ μεσοπολέμου, (πρὶν ἀπὸ τὴν περιβόητη γενιὰ τοῦ 30 φυσικά), δημιούργησαν στρατιὲς βαρυπενθούντων, ὁ Ἐλύτης, (κυρίως ὁ Ἐλύτης..) δημιούργησε ἄθελά του ἀπογόνους προθύμους νὰ ὑμνήσουν τὴν ζωή, τὸ φῶς καὶ τὴν θάλασσα μέσα ἀπὸ τὸ ἀράδιασμα σωροῦ ἐπιθέτων καὶ κοινοτοπιῶν ἐπιπέδου στίχων ἡμερολογίου. Οἱ ἐνενήντα στοὺς ἑκατὸ στίχους ποὺ ἔχουν γραφεῖ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν Σολωμὸ καὶ μετά, κινοῦνται σὲ τούτη τὴν κλίμακα ἄσπρου καὶ μαύρου, μὰ ἔχουν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό: Εἴτε γράφουν γιὰ τὴν ζωή, εἴτε γιὰ τὸν θάνατο, εἴτε βρίσκονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία, εἴτε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπογείωση στοὺς ἑπτὰ ἀνέφελους οὐρανούς, δυστυχῶς τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο – στίχοι ποὺ δὲν ἀγγίζουν κανέναν, «ποίηση» ἢ εὐρύτερα «λογοτεχνία» καταδικασμένη νὰ χαθεῖ στὸν ἀγέρα μέσα στὰ ἑπόμενα δευτερόλεπτα. Θὰ δοῦμε παρακάτω μὲ στίχους ἄξιους, τί πραγματικὰ σημαίνει «βιωμένη ποίηση», πραγματικὴ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία καὶ πνευματικὴ ὑπόσταση ποὺ προκαλεῖ σὲ σκέψη, προβληματισμὸ καὶ ἐν τέλει σὲ μία πιθανὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀναγνωστικοῦ ὑποκειμένου. Λίγες σκέψεις ἀκόμη πρὶν φτάσουμε ἐκεῖ..

Ἃς «παντρέψωμε» δύο φράσεις ποὺ ἀναφέρονται παραπάνω. Ἡ πρώτη: «Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὰ δῶρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου..» – πρόκειται γιὰ σεναριακὴ (αὐθαίρετη) προσθήκη στὴν τηλεοπτικὴ μεταφορὰ τοῦ μυθιστορήματος «Κίτρινος φάκελος» τοῦ Καραγάτση. Αὐθαίρετη μέν, ὅπως καὶ πολλὰ ἀκόμη μέσα σὲ μία ἐξαιρετικὰ σκηνοθετημένη σειρά, ἀλλὰ ἀξίζουν πραγματικὰ συγχαρητήρια σὲ ὅποιον τὴν σκέφθηκε καὶ τὴν ἀποτόλμησε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτυπώσει καλύτερά τὸ κεντρικὸ πρόβλημα στὸν χαρακτήρα, ὄχι μόνο τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, μὰ καὶ λίγων ἑκατοντάδων ἄξιων γραφιάδων ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Θυμηθεῖτε τώρα καὶ τὴν δεύτερη φράση (τοῦ Δάσκαλου): «Τὸ ἀνικανοποίητο τῶν ἐλαχίστων (νὰ) συναντηθεῖ μὲ τὴν παιδεία τῶν πολλῶν..».

Οἱ ἀνικανοποίητες συνειδήσεις, (στὴν λογοτεχνία, στὴν τέχνη, στὴν ζωὴ καθεαυτή..), ἤσαν πάντοτε στὴν Ἑλλάδα (καὶ ὄχι μόνο..) ἀρνητικὰ δακτυλοδεικτούμενες, φυσιογνωμίες κοινωνικὰ ἐκτρωματικές, μὰ καὶ παράλληλα ἑστίες ἀμφισβήτησης τῆς μετριότητας καὶ τοῦ συμβιβασμοῦ. Τὸ ψυχιατρεῖο, ἡ ἀπομόνωση, ἡ μοναξιά, ἀκόμη καὶ ὁ πρόωρος θάνατος, σφράγισαν πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀμφισβητίες, αὐτοὺς τοὺς κυνηγοὺς ἑνὸς ὀνείρου ποὺ ποτὲ δὲν ἱκανοποιεῖται, ποτὲ δὲν ὁλοκληρώνεται, σχεδὸν ποτὲ δὲν περιγράφεται ἐπακριβῶς. Καταστροφικοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, αὐτοὶ οἱ κυνηγοὶ μιᾶς χίμαιρας ἐπηρεάζουν παρὰ ταῦτα καταλυτικὰ τὴν ποίηση, τὴν φιλοσοφία, τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ σκέψη. Γελοῦν μαζί τους οἱ περισσότεροι, μὰ εἶναι ἕνα γέλιο ποὺ μυρίζει φθόνο, ζήλεια γιὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλοι θὰ ἤθελαν νὰ ζήσουν, μὰ δὲν τολμοῦν, δὲν ἀντέχουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς μάζας, ἀπὸ τὰ «δῶρα» αὐτοῦ τοῦ κόσμου...

Αὐτὸ τὸ μικρὸ ταξίδι θὰ προσπαθήσωμε σήμερα, μία (ποιητικὴ) περιδιάβαση στὸ ἀπόλυτο ὄνειρο, στὴν γέννηση καὶ στὴν διάψευσή του, στὸν ἴδιο του τὸν θάνατο –χειρότερο κάποιες φορὲς καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ σώματος. Δὲν θὰ βιογραφήσουμε τὶς ἴδιες τὶς καταραμένες ψυχές, ὄχι – γιὰ τὸν Καρυωτάκη, τὸν Ζῶτο, τὴν Γώγου, τὸν Ἄβλιχο, τὸν Βιγιόν, τὸν Ρεμπῶ, τὸν Λαπαθιώτη καὶ καμιὰ ἑκατοστὴ ἀκόμη, ἔχουμε γράψει καὶ ἔχουμε ἀναλύσει ἐπανειλημμένα, ὁπότε ἡ παράλειψή τους στὴν ἀνθολόγηση εἶναι ἐσκεμμένη, προκειμένου νὰ ἀποφύγουμε ἐπικαλύψεις μὲ ἄλλα κείμενα. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι τὸ ἀποτύπωμα τῆς οὐτοπίας στὴν ποίηση, ὅπως εἰκονογραφεῖται σὲ στίχους λιγότερο ἢ καὶ ἐλάχιστα γνωστούς, ματωμένους, γυμνοὺς ἀπὸ λυρισμὸ – κάποτε θλιμμένους καὶ γεμάτους ἀπὸ παραίτηση καὶ κάποτε ὀργισμένους καὶ γεμάτους ἀπὸ περιφρόνηση πρὸς μία κοινωνία, ποὺ συνθλίβει τὴν ἐξαίρεση καὶ ἀνταμείβει τὴν ὁμοιομορφία. Ἐλπίζω τοῦτο τὸ ταξίδι, (μέσα ἀπὸ στίχους, σχόλια καὶ σκέψεις..), κάπως νὰ φωτίσει, (ἢ μήπως καὶ νὰ ἀποκαταστήσει;  ) τοὺς δὸν Κιχῶτες τοῦ ἀπείρου, τοὺς κυνηγοὺς ἐκείνου ποὺ «πάντα λείπει», ἐκείνους ποὺ λατρεύουν τὸ ταξίδι καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν Ἰθάκη τῶν μνηστήρων, τῆς θαλπωρῆς καὶ τῆς ρουτίνας..

Τὸ ἀνικανοποίητο δὲν ταυτίζεται σὲ καμία περίπτωση μὲ τὸ ἀνέφικτο, (σήμερα θὰ χρησιμοποιήσουμε πολλὰ ἐπίθετα ὡς οὐσιαστικά), καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ τίτλος «Ἀνέφικτο» ποῦ χρησιμοποιεῖ ἡ Χρυσάνθη Ζιτσαία στὸ ποίημά της δὲν εἶναι καὶ ὁ πλέον εὔστοχος. Κατὰ τὸ συνήθειό μας, ἃς δοῦμε πρῶτα το περιεχόμενο γιὰ νὰ ξέρουμε τί σχολιάζουμε..

Ἀνέφικτο

Δὲν ξέρω ἀλήθεια τί νὰ καρτερῶ.

Τί πράγμα νάν’ αὐτὸ πώχω χαμένο

Κι’ ὅλο καὶ ψάχνω, ψάχνω νὰ τὸ βρῶ.

Κι’ ὅλο το λαχταρῶ καὶ τὸ προσμένω.

Νὰ τώχα μήπως κάποτε – μπορεῖ –

καὶ μέσα στὴ ζωὴ νὰ τώχω χάσει;

Μπορεῖ νάηταν ἀφάνταστα βαρὺ

γιὰ νάχει τόσο κι’ ἡ ψυχή μου ἀδειάσει.

Μπορεῖ νάηταν κι’ ἀνάλαφρο πολὺ

κι’ ἔφυγε μὲ τὸ φύσημα τ’ ἀνέμου.

Ἴσως νὰ ζοῦσε στῶν ὀνείρων τὴν ἀχλύ.

Κι’ ἴσως νὰ μὴν τ’ ἀπάντησα ποτέ μου.

Δὲν ἔχει σχῆμα, χρῶμα καὶ μορφή.

Σὰν ἔννοια μαγικὴ μὲ διαποτίζει.

Καὶ σὰν λαχτάρα ἀσίγαστη κρυφὴ

μὲ βασανίζει.

Ἀνέφικτο καὶ πλάνο ἰδανικό,

ποὺ δὲν μπορεῖ ἡ ζωὴ νὰ μᾶς τὸ δώσει.

Καὶ μέσα σ’ ἕναν κόσμο ἐξωτικὸ

πασκίζει μόνο ὁ νοῦς νὰ τ’ ἀνταμώσει.

Κι’ ἐκεῖνο ὅλο καὶ φεύγει μακρυά.

Πιὸ πέρα ἀπ’ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴ λύπη.

Ἀσύλληπτή τῶν πόθων μας σκιά.

Ἀγνώριστο περνάει καὶ πάντα λείπει.

(Χρυσάνθη Ζιτσαία, ψευδώνυμό της Χρυσάνθης Λάμπρου Οἰκονομίδου ἀπὸ τὴν Ζίτσα τῆς Ἠπείρου, 1902, κατ’ ἄλλους 1903-1995, un passant γιαγιὰ τοῦ μαέστρου καὶ συνθέτη Ἄλκη Μπαλτὰ)

Οἱ στίχοι εἶναι κάπως συμβατικοὶ καὶ μέσα ἀπὸ πολὺ λεπτὲς ἀποχρώσεις, τὸ ποίημα «βγάζει» μία ἀδιόρατη εἰρωνεία, ἰδιαίτερα στὴν δεύτερη καὶ τρίτη στροφή, ὁ προβληματισμὸς ἀποπνέει μιὰ ἀλαφράδα σκέψης, ἕνα ἄρωμα ἀπὸ τοὺς «Ἰδανικοὺς αὐτόχειρες». Ὅμως ταυτόχρονα, οἱ στίχοι στὸ σύνολό τους πετυχαίνουν νὰ ἀποτυπώσουν τὸ ἄϋλο, τὸ ἀν-ὑπόστατο, ἐκεῖνο ποὺ ὁ νοῦς δημιουργεῖ καὶ ἀκυρώνει τὴν ἴδια στιγμή, τὴν λαχτάρα ἑνὸς ἰδανικοῦ, ποὺ ἐπιτέλους θὰ σβέσει τὴν φλόγα ποὺ καίει, θὰ ἠρεμήσει τὴν ἀνήσυχη ψυχή μας. Ὁπωσδήποτε εἶναι μία καλὴ περιγραφή, ἕνα γενικὸ περίγραμμα, μοναχὰ μιὰ ἀόριστη ἀφετηρία στὴν ἐξερεύνηση τοῦ ἄπιαστου ὀνείρου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἃς ἀντιμετωπίσωμε δύο παρανοήσεις – κατὰ βάση ἀπότοκα τῆς ἐπιπόλαιης καὶ πολλὲς φορὲς ἰδιοτελοῦς λογοτεχνικῆς κριτικῆς.

Ἡ πρώτη παρεξήγηση βασίζεται στὸν τεμαχισμὸ τῆς ποίησης σὲ γενιές, ἱστορικὲς περιόδους, ρεύματα, τάσεις καὶ φορμαλιστικὲς ἐμμονές. Αὐτὴ ἡ «στενὴ» φιλολογικὴ ἄποψη ἀναδεικνύει τὴν συγκυρία, (ἢ τὴν προσωπικὴ ἀπογοήτευση), σὲ ἀπόλυτο πρωταγωνιστὴ τῆς λογοτεχνίας καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν ποιητὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποῦ ἕνας ἐντομολόγος παρακολουθεῖ τὰ ἔντομα μέσα ἀπὸ τὸ μικροσκόπιό του. Λέει αὐτὴ ἡ ἄποψη: Ὤ! ναί, βεβαίως πολὺ σημαντικὸς ὁ Μπωντλέρ, ὅμως ἡ παρακμὴ του συνδέεται στενὰ καὶ ἐπηρεάζεται ἀπόλυτα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ.. κλπ.. κλπ.. ἢ ὁπωσδήποτε ἐξαιρετικὸς ὁ Καρυωτάκης, ἀλλὰ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφή.. ἅ! ναί, σπαραχτικὴ ἡ Γώγου, ὅμως ὁπωσδήποτε ἡ προσωπικὴ ἀπογοήτευση καὶ εὐαισθησία.. καὶ πάει λέγοντας. Μὲ παρόμοιες ἀναλύσεις καὶ κριτικές, ἐκείνη ἡ ποίηση ποὺ στηλιτεύει τὸ κίβδηλο, ἀποκαλύπτει τὴν ὑποκρισία ἢ καὶ ἁπλῶς βουλιάζει μέσα στὴν σκοτεινιὰ τῆς μάζας, ἔχει «στιγματιστεῖ» στὰ μάτια τοῦ ἐλάχιστου, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ ὡς παρακμιακή, ἐπιτηδευμένα καταθλιπτική, ἀναίτια μελαγχολική. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιμελῶς ἀποκρύπτεται ἀπὸ τούτη τὴν κυρίαρχη ἄποψη τῆς κριτικῆς, εἶναι πὼς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν τεχνολογικὴ πρόοδο, τὴν ἱστορικὴ περίοδο, τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, ἡ ἄξια ποίηση χρησιμοποιεῖ τὸ περιβάλλον καὶ δὲν ἄγεται ἀπὸ αὐτό, καθὼς ἡ πρώτιστη ἀνάγκη της εἶναι ἡ ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση, τὸ ἐσωτερικὸ βάσανο τοῦ ὄντος, τὸ ἀπογυμνωμένο εἶναι ἀπέναντι στὰ μεγάλα ἐρωτήματα τοῦ ἔρωτα (πρὸς ὁτιδήποτε) καὶ τοῦ θανάτου (τοῦ ὁτιδήποτε). Ὁ ποιητὴς δὲν μένει στὰ στολίδια, δὲν ξεγελιέται ἀπὸ τὸ μέσον, ἀναζητᾶ πάντοτε τὸν σκοπό.

Δεῖτε το μὲ ἕνα παράδειγμα. Ἀπέναντι στὴν πασίγνωστη πλέον «Πρέβεζα» τοῦ Καρυωτάκη, δεῖτε ἕνα ἄλλο ποίημα μὲ τὴν ἴδια θεματικὴ ἀπὸ τὸν Τάκη Δόξα, γραμμένο 23 χρόνια μετὰ γιὰ μίαν ἄλλη ἑλληνικὴ ἐπαρχία, σὲ ἄλλο χρόνο, σὲ ἄλλο τόπο, ἡ αἴσθηση ὅμως εἶναι ἴδια καὶ χειρότερη..

Ἐπαρχία, 1951

Πόσο πλήξαμε σ΄αὐτὸ τὸν τόπο

μὲ μιὰ θλιμμένη νεραντζιὰ π΄ἀνθίζει καὶ πεθαίνει

Μὲ μιὰ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ

ἴδιο σκυφτὴ φθινόπωρο, ἴδιο σκυφτὴ στὸν ἥλιο.

Μᾶς κούρασε κι ὁ δρόμος

Νὰ σέρνεται μὲ τ’ ἄλογα, τὰ’ ἀστέρια, τοὺς ἀνθρώπους

Πρόσωπα τόσο γνώριμα, μές τοῦ καιροῦ τὴ σκόνη

Φτηνὰ ξεπερασμένα.

Εἶναι κι ἕνα βιβλίο

Ποὺ μείναμε διαβάζοντας τὴν πρώτη του σελίδα,

Μιὰ ἱστορία ποὺ ἐξέφτισε ἀμέσως…

Κι ἀπάνω μας ὁ οὐρανός,

μὲ τὰ μάγουλά του στὰ δυό του χέρια,

σάμπως νὰ σκέφτεται τὴν ξέρα τὴν ἀπέραντη,

Ποὺ μήτε μιὰ ὥρα δὲν ἐκάρπισε,

π’ οὔτε μιὰ προσδοκία δὲ φυτρώνει.

(Τάκης Δόξας, 1913-1976, ὄνομα ληξιαρχείου Παναγιώτης Λαμπρινόπουλος)

Ἔχει ἄραγε κάποια σημασία ἐὰν ἀντὶ γιὰ τὴν Πρέβεζα ὁμιλοῦμε γιὰ τὸν Πύργο τῆς Ἠλείας (ἐν τῷ προκειμένω) ἢ γιὰ τὰ βουνὰ τῆς Μοντάνα; Παίζει τόσο σημαντικὸ ρόλο, ἐὰν ἀντὶ γιὰ τὸ σκονισμένο καὶ ἄχαρο δημοσιοϋπαλληλικὸ γραφεῖο τοῦ ΄50, ἡ εἰκόνα δείχνει ἕνα γραφεῖο τοῦ σήμερα γιομάτο ἀπὸ ὑπολογιστὲς καὶ ἔξυπνα τηλέφωνα; Ναί, ὁπωσδήποτε ὅλα αὐτὰ ἔχουν τὴν σημασία τους γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάποιες ποιητικὲς ἰδιομορφίες σὲ γλώσσα, συμβολισμοὺς καὶ νοήματα, ὅμως γιὰ τὸν ποιητὴ τὰ καθρεπτάκια καὶ οἱ χάντρες μόνο προσωρινὰ μποροῦν νὰ κρύψουν τὴν θανατερὴ ρουτίνα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, τὴν ἐξοντωτικὴ κοινωνικὴ σύμβαση, τὸν περιορισμὸ τῆς συνείδησης, τὴν ὑποταγὴ ἐν τέλει σὲ ἕναν τρόπο ζωῆς ὀνειροκτόνο, ἄχρωμο, ἄγευστο καὶ ἄοσμο. Καὶ ἂν Καρυωτάκης, Δόξας καὶ τόσοι ἄλλοι μένουν στὸν ρεαλισμὸ γιὰ νὰ καταδείξουν τὸ μέγιστό τοῦ κόσμου περιγράφοντας τὸν μικρόκοσμο μιᾶς ἐπαρχίας, ἔρχονται δίπλα τους ἑκατοντάδες γραφιάδες ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, κυνηγοὶ τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ ὀνείρου γιὰ νὰ καταδείξουν (δίχως χρόνο καὶ δίχως τόπο, δηλαδὴ διαχρονικὰ καὶ αἰώνια), τὸν μεγάλο ἐχθρό του ὀνείρου, τὴν ἀπειλὴ τῆς διάψευσης. Δεῖτε ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα, ἀφορμὴ τὸ σκάκι, παιχνίδι ποὺ ἔχει γεννήσει πολὺ καλὰ ποιήματα καὶ στὴν Ἑλλάδα, μὲ γνωστότερα ἐκεῖνα τοῦ Καβάφη, Ἀναγνωστάκη καὶ Στασινόπουλου. Ὃ ὅρος «πὰτ» στὸ σκάκι δηλώνει βεβαίως τὴν ἰσοπαλία..

Σκάκι

Ἡ Βασίλισσά σου

μετὰ τὶς πρῶτες κινήσεις

ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι

ὁδηγεῖ τὴν παρτίδα

Ἀναποφάσιστη ἀνάμεσα στὸ ἀνοιχτὸ

ἤ το κλειστὸ παιχνίδι. Ὁ Βασιλιάς μου

κάνει σωστὸ ροκὲ καὶ περιμένει

ὅτι οἱ ἀνταλλαγὲς τῶν κομματιῶν

θὰ τοῦ δώσουν κάποιο πλεονέκτημα.

Ὅμως ἐὰν μέσα στὴν δίνη τῶν θέσεων

γλιστρᾶμε στὸ πάτ, ἀς μηχανευθούμε

σὲ παρακαλῶ ἕνα ἄλλο σχέδιο,

ἕνα συνδυασμὸ ἀνταποδοτικὸ καὶ

νικηφόρο

Ὡς λύση ἢ ὡς κρίση,

ὅπως θέλεις,

Ἀλλὰ μὴν μᾶς ἀφήνεις ἔτσι,

ὡς ἄνοστη βορὰ καὶ forever,

ἀθάνατους ὁμήρους του σκακιοῦ.

(Marco Paladini, μετάφραση Γιάννης Η. Παππᾶς, Ἀνθολογία Ἰταλικῆς ποίησης, Ὁδὸς Πανός, 2011)

Προσέξτε τὸν στίχο «ὡς λύση ἢ ὡς κρίση», ὁτιδήποτε δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν στασιμότητα, τὴν ἰσορροπία – ἀκόμη καὶ ἡ σύγκρουση ἢ ὁ θάνατος εἶναι προτιμότερα ἀπὸ μία ἀθανασία καταδικασμένη στὴν ἀκινησία, δηλαδὴ στὴν μὴ δημιουργία, στὴν ἀσημαντότητα, στὴν ἁπλὴ ἐπιβίωση.

Ἃς τελειώνουμε λοιπὸν μὲ αὐτὴν τὴν ἐκ πονηροῦ παρεξήγηση: Δὲν ὑπάρχουν θανατόφιλοι, παρακμιακοὶ καὶ μελαγχολικοὶ πραγματικοὶ ποιητές, ὑπάρχει ἁπλῶς ἡ ποίηση ποὺ στέκεται ἀπέναντι καὶ ἐναντία πρὸς ὁτιδήποτε θανατώνει τὴν συνείδηση, τὸ ὄνειρο, τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία. Ἀπὸ τὰ κελιὰ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης ἕως τὰ ὑπόγεια τοῦ σημερινοῦ Μανχάταν καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὅλων των ἐποχῶν καὶ τόπων ἕως τὴν μαρτυρικὴ Ἀφρική, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη μάχεται πάντα γιὰ μιὰ οὐτοπία καὶ γονατίζει νικημένη μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καθὼς οἱ κοινωνίες εἶναι πάντοτε δυνατότερες ἀπὸ τὸ ὄνειρο καὶ τὴν μοναξιὰ μιᾶς ἀναπτυγμένης συνείδησης. Οἱ λίγοι ἄξιοι ποιητὲς ποὺ περιγράφουν (καὶ λιώνουν μέσα σ’ αὐτὸ) τὸ ζοφερὸ περιβάλλον δὲν εἶναι οἱ λιγόψυχοι ἑνὸς παραδείσου, ἀλλὰ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἀναστήματα ποὺ μποροῦν καὶ ἀντικρύζουν πέρα ἀπὸ τὴν μάζα τοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες, ἀναζητοῦν τὸν τρόπο νὰ περάσουν τὸν φράκτη καὶ νὰ ταξιδέψουν. Εἶναι ταγοὶ καὶ ὁδηγοὶ μὲ προδιαγεγραμμένη μοίρα, στρατάρχες δίχως στρατὸ καὶ ἀκολούθους: Κανεὶς δὲν τοὺς παίρνει στὰ σοβαρά, οὐδεὶς ἀσχολεῖται πραγματικὰ μαζί τους, στὴν καλύτερη περίπτωση στολίζουν τὸ βάζο σὲ ἕνα καλοστημένο σκηνικὸ- ὅταν μάλιστα κάμουν τὸ λάθος καὶ γίνουν συστημικοί, τηλεοπτικοί, δημόσιοι (δεχθοῦν δηλαδὴ τὰ δῶρα αὐτοῦ του κόσμου..), μετατρέπονται τότε σὲ ἄλλοθι καθησυχαστικὸ γιὰ τοὺς δῆθεν ἀνησυχοῦντες καὶ προοδευτικούς. Δὲν ὑπάρχει πραγματικὰ τομή, κοινὸ σημεῖο, ἀνάμεσα στὴν ἄξια ποίηση καὶ τὴν κοινωνία, πρόκειται γιὰ μία μάχη ἄνιση καὶ προαιώνια μὲ τὰ στρατόπεδα ὁριοθετημένα..

Λίγο πρὶν δοῦμε τὴν οὐσία, τὸν πυρήνα τοῦ ποιητικοῦ ὀνείρου, ἃς ἀντιμετωπίσωμε καὶ τὴν δεύτερη παρανόηση – καὶ αὐτὴ ἐκ τοῦ πονηροῦ, καθὼς σκοπὸ ἄλλο δὲν ἔχει ἀπὸ τὸ νὰ καταδείξει τὸ ἀνέφικτο, τὸ ἀνώφελο ἑνὸς ἰδανικοῦ, μιᾶς μάχης, μιᾶς συνείδησης ποὺ ἀντιστέκεται. Ἡ ἴδια λοιπὸν ἡ κριτικὴ ποῦ ἀποθεώνει τοὺς ποιητὲς τοῦ συρμοῦ, τῆς μόδας καὶ τῶν κλειστῶν δωματίων, μορφάζει ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ τοὺς λιγοστοὺς στίχους τῶν δῆθεν πεσιμιστῶν: «Μὰ ἐλᾶτε λοιπόν», κραυγάζουν οἱ δῆθεν ἐραστὲς τῆς ζωῆς, «δεῖξτε μας ποῦ ὁδηγεῖ αὐτὴ ἡ ἀπαισιοδοξία, αὐτὴ ἡ ἄρνηση τῆς μάζας, ἡ ἀναπόληση τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου τόπου.. περιγράψτε μας τὸν τόπο ποὺ θέλετε νὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς μαζί σας, μὰ ἕως τότε σωπάστε πιὰ καὶ μὴν ταράζετε τὴν ἀνέμελη ζωή μας..».

Ὅμως ἡ ποίηση δὲν εἶναι πολιτικὸ μανιφέστο, δὲν εἶναι ἐπιστήμη ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξει τὸ ὁτιδήποτε, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ περιγράψει τὸ ἰδανικό της, καθὼς αὐτὸ πάντα μετατίθεται, πάντα μεταλλάσσεται, αἰωνίως «εἶναι»· ὅσοι ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὴν ποίηση νὰ προσδιορίσει μὲ θετικὸ τρόπο τὸ ὄνειρό της, ὁμιλοῦν μὲ ὅρους πολιτικῆς καὶ μάλιστα στὴν πιὸ πεζὴ ἔκφρασή της. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ εἶναι ταυτόχρονα καὶ βαθύτατα ὑποκριτική: Κανεὶς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐκσυγχρονιστὲς τῆς παιδείας καὶ τῆς κοινωνίας δὲν ενδιαφέρεται πραγματικὰ γιὰ τὸ ποιητικὸ ἀνικανοποίητο ἢ ἕνα ἄλλο αὔριο, καθὼς μόνιμη ἐπιδίωξή τους εἶναι ἡ διατήρηση τοῦ σημερινοῦ status quo, ἡ ἐπιβίωση τῆς ποίησης μιᾶς χρήσης, συμπλήρωμα τῶν ἀναρτήσεων στὸ facebook καὶ ἀνιαρὴ ρητορικὴ σὲ παρουσιάσεις βιβλίων μὲ τὸν ναρκισσισμὸ νὰ περισσεύει. Σὲ ὅλους τούτους τοὺς σίγουρους καὶ εὐτυχεῖς ἀπαντᾶ ὁ Eugenio Montale, (1896-1981), μὲ τὸ ποίημα «Μὴ μᾶς ρωτᾶς τὴ λέξη», ἃς δοῦμε τὴν τελευταία στροφή..

[ ]

Μὴ μᾶς ζητᾶς τὴ συνταγὴ ποὺ κόσμους μπορεῖ ν’ ἀνοίξει,

μάλιστα κάποια στραβὴ συλλαβὴ καὶ ξερὴ σὰν ἕνα κλαδί.

Μονάχα αὐτὸ μποροῦμε σήμερα νὰ σοῦ ποῦμε,

Αὐτὸ ποὺ δὲν εἴμαστε καὶ δὲν θέλουμε.

Εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι ποὺ φαντάζονται τὴν ζωὴ καὶ τὴν σκέψη ἑνὸς ποιητὴ μέσα ἀπὸ τοὺς παραμορφωτικοὺς φακοὺς τῶν στερεότυπων ποὺ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ κυριαρχήσει κι αὐτὸ γιατί μπροστά τους βλέπουν μόνο τὶς γελοῖες τηλεοπτικὲς εἰκόνες συγγραφέων ποὺ περιφέρονται μὲ περισπούδαστο ὕφος ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι, χαριεντίζονται ὁλημερὶς στὰ βιβλιοπωλεῖα μὲ φανατικοὺς θαυμαστὲς καὶ πίνουν ἀνέμελοι τὸν καφέ τους στὰ μοδάτα μαγαζιὰ τῆς πλατείας – (τώρα ποὺ τὰ γράφω αὐτά, ἀναρωτιέμαι πραγματικά: μὰ πότε σκέπτονται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, πότε στοχάζονται; Προσωπικὰ γιὰ νὰ γράψω ἕνα καὶ μόνο ἄρθρο περνῶ ἀτελείωτες ὧρες στὸ γραφεῖο μου, κατεβάζω ἀπὸ τὰ ράφια δεκάδες βιβλία, ξοδεύω ἀτελείωτες ὧρες στὸ ἀρχεῖο μου, γιὰ νὰ μὴν ὑπολογίσω τὸν χρόνο ποὺ κάποιος πρέπει νὰ σκεφθεῖ, νὰ γράψει καὶ νὰ σβήσει, νὰ καθαρογράψει, νὰ διαβάσει νέα βιβλία, νὰ ἀλληλογραφήσει μὲ βιβλιοθῆκες, νὰ ταξιδεύσει.. καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα καὶ μόνο ἄρθρο καὶ μάλιστα ἐκλαϊκευμένο χωρὶς ἰδιαίτερες φιλολογικὲς ἀπαιτήσεις, δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ κείμενο λογοτεχνικοῦ χαρακτήρα. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕναν ἔρωτα, μήτε κὰν γιὰ βιοπορισμό. Μὰ τὸ ρωτῶ εἰλικρινά: πότε σκέπτονται;).

Λοιπὸν ὄχι, οἱ ἀνήσυχες ποιητικὲς συνειδήσεις βιώνουν μία ζωὴ ἐντελῶς διαφορετική, ὅπου ὁ ὑπαρξιακὸς πόνος κυριαρχεῖ, βασανίζει, ματώνει, κάποτε ἀκουμπᾶ στὰ ὅρια τῆς παράνοιας καὶ μιᾶς πυρετικῆς δραστηριότητας. Τοὺς βαραίνουν ὅλοι καὶ ὅλα, οἱ φίλοι ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν (Σεφέρης), ἡ ἀσημαντότητα ποὺ δικτατορεύει τὴν ζωή τους, ἡ εἰρωνεία καὶ ὁ καταναγκασμὸς τοῦ καθωσπρεπισμοῦ, ὁ πόνος ποὺ μένει ἀόρατος γιὰ τοὺς πολλούς, ἡ εὐτέλεια τῶν προσώπων καὶ πραγμάτων, ὁ θάνατος ὡς ἀκύρωση ζωῆς καὶ ὀνείρου, ἡ ἀνημπόρια νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ γλώσσα κοινὴ καὶ κατανοητή, ὁ ἔρωτας ποὺ ἀπομένει  χλιαρὸς ἀντιγράφοντας τὶς σαπουνόπερες καὶ τὶς γλυκερὲς περιγραφὲς τῆς «ἐρωτικῆς» λογοτεχνίας. Σὲ τούτη τὴν ξέφρενη καὶ αὐτοκαταστροφικὴ πορεία, ἐμπόδιο κάποτε μπορεῖ νὰ γίνει καὶ τὸ ἴδιο το φθαρτὸ σῶμα, καθὼς στενεύει τὴν σκέψη, προσγειώνει ἀπὸ τὰ σημαντικά, ὑπόκειται σὲ φυσικοὺς καὶ ἠθικοὺς περιορισμούς. Κι ἂν κάποιοι ποιητὲς τοῦτο τὸ σῶμα τὸ πέταξαν περιφρονητικὰ νεκρὸ στὴν πλατεία καὶ στὴν χλεύη τῶν χασκογελούντων, ὅσοι μένουν πίσω καὶ συνεχίζουν δὲν ματώνουν λιγότερο. Ἀπὸ τὴν Ζωὴ Καρέλλη, (1901-1998)..

Τὸ σῶμα μου

Τὸ σῶμα μου εἶναι μιὰ λύπη

γύρω ἀπ’ τὴν ψυχή μου.

Γύρω ἀπ’ τὴν ψυχή μου τὴν ἐμποδίζει.

Εἶναι μιὰ σφιχτὴ ἀγκαλιὰ τὸ σῶμα

κι’ εἶναι τὸ αἷμα

ποὺ ξύπνησε καὶ περπατάει

ἀπάνω στὴν ψυχή μου,

μὲ βήματα βαρειὰ ποὺ ὅλο ξανάρχονται.

Γίνεται πικρό το αἷμα μου

καὶ μ’ ἀρρωσταίνει, εἶν’ ἕνας καημὸς

ποὺ περιμένει βοήθεια.

Σηκώθηκα, καθὼς στὸν ὕπνο μου

ὀνειρευόμουν, κοίταξα γύρω μου

καὶ τίποτα δὲν εἶδα.

Τὸ αἷμα μου μ’ ἐμπόδιζε,

τὸ σῶμα μου μ’ ἐμποδίζει,

δὲν κοιμοῦμαι πιὰ νὰ ὀνειρευτῶ,

γιατί μ’ ἐμποδίζει τὸ σῶμα μου.

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει νὰ γίνει κατανοητό, εἶναι πῶς ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπομόνωση καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ πάθος, δὲν εἶναι πόζα ἀπὸ τὴν ἀπέναντι ὄχθη, δὲν εἶναι ἰδιοτροπία, μήτε γονιδιακὸς μισανθρωπισμός. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μία «ἄρνηση ἐνηλικίωσης», ἔτσι τουλάχιστον ὅπως αὐτὴ νοεῖται στὸν σημερινὸ κόσμο. Ὁ ποιητὴς ἁπλῶς ἀρνεῖται νὰ ἐγκαταλείψει τὰ πάθη (καὶ τὸ πάθος) τῆς νιότης του – ὅταν πίστεψε σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μιὰ ἄλλη κοινωνία, σὲ μιὰ ἄλλη ποιότητα. Γιὰ ὅποιον ἀρνηθεῖ αὐτὴν τὴν προσαρμογή, τὸ κόστος εἶναι πολλὲς φορὲς ἐφιαλτικό, σχεδὸν αὐτοκτονικό, χειρότερο καὶ ἀπὸ τὰ περίκλειστα καβαφικὰ τείχη. Κάποτε τὸ τίμημα εἶναι ὁ χλευασμός.. ἀπὸ τὸν Μίνωα Ζῶτο (1905-1932), τὸ ποίημα «Ὁ ἱππότης», ἀπὸ τὴν καταραμένη γενιὰ τοῦ ΄20 κι αὐτός, μποέμ, ἀδιάφορος γιὰ τὰ δῶρα τῆς κοινωνίας, ἐγκατέλειψε τὰ μάταια τὸ 1932 στὰ εἰκοσιεπτά του, δυὸ χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τῆς Πολυδούρη, τοῦ μεγάλου του ἔρωτα.. ὅλο το νόημα τοῦ ἀπόλυτου ἰδανικοῦ βρίσκεται ἐκεῖ στὴν τελευταία στροφή..

Ὁ ἱππότης

Ἦταν ἱππότης· κάτι ἔπρεπε νὰ ΄ ναι

κι ἦταν ἱππότης· ἐλαμποκοποῦσε

χρυσὸ σπαθὶ στὸ πλάι του κ’ ἐφοροῦσε

λευκὸ στὸ καπελλίνο του φτερό.

Ἀμίλητος, καβάλα στ’ ἄλογό του

χῶρες περνοῦσε κι ἄφηνε, ζητώντας

τὸν κίνδυνο, ποὺ ἀντικρυζε γελώντας

ὁ ἱππότης, μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό.

Κάτι ζητοῦσε μέσα του ἡ ψυχή του,

κι ἂν ἄσκοπα τὸν κόσμο ἐτριγυρνοῦσε,

ὁ πόθος του τὸν κόσμο ξεπερνοῦσε,

πλατύτερος, νὰ πάει, στὸν οὐρανό…

Ὡστόσο, εὐγενικὰ κι ἀντρειωμένα

μὲ τὸ ληστὴ παλεύοντας, ποὺ ἐκράτει

στὸν πύργο τὴν κυρία τὴν ντελικάτη,

ἢ τὴν ἀρχοντοπούλα τὴν μικρή,

αὐτός, ἀνυστερόβουλα, μὲ πίστη,

τὴν ἔνδοξη παράδοση ἐτιμοῦσε,

κ’ ἐγύμνωνε τὸ ξίφος κ’ ἐχτυποῦσε

καὶ λευτεριὰ τοὺς χάριζε ἱερή…

Μὰ ἐκεῖνες, ποὺ δὲν ἤξεραν τοῦ ἐκαῖγαν

θυμίαμα θαυμασμοῦ τὸν ἔρωτά τους,

κ’ ἔταζαν τὴν ἀχρείαστη ὀμορφιά τους

στὴν τόλμη του, γιὰ δῶρο, προσφερτή…

Δὲν τὸ χωροῦσε ὁ νοῦς των, δὲν μποροῦσαν

νὰ νιώσουν μιὰ θυσία τόσον ὡραία·

γιὰ τῆς εὐγένειας μόνο τὴν ἰδέα

καὶ γιὰ τῆς ἱπποσύνης τὴν τιμή!

Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ ἀνικανοποίητό τοῦ ἑνὸς ἀπέναντι στὴν παιδεία τῶν πολλῶν, ἰδοὺ ἡ σύγκρουση τῆς ἀπόλυτης ἀξίας μὲ τὴν ἄγνοια καὶ τὸ εὐτελές, σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἡ κάθε προσφορὰ πρέπει νὰ κοστολογηθεῖ, νὰ ἀποτιμηθεῖ καὶ νὰ πληρωθεῖ μὲ ἀνταποδοτικὰ τέλη, a priori κάθε ἰδέα θεωρεῖται κίβδηλη καὶ νοθευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀναμονὴ τῆς πληρωμῆς της. (Παρατηρεῖστε ὅτι, ἀκόμη καὶ ὅταν καλοὶ ποιητὲς καταπιάνονται μὲ τὸ μέγα ὄνειρο, δὲν μποροῦν νὰ ἀποφύγουν μία μισοκρυμμένη εἰρωνεία, ὑπάρχει μερικὲς φορὲς ἕνα ποίημα μέσα στὸ ποίημα, ἡ μία στάση ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη – εἶναι ἀπομεινάρι κι αὐτὸ ἀνατροφῆς μέσα σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ τοὺς ἀνικανοποίητούς τους ὁδηγεῖ στὸ ψυχιατρεῖο ἢ στὸν τάφο..).

Αὐτὴν τὴν μοναχικὴ πορεία, αὐτὸ τὸ βάσανο μιᾶς συνείδησης ποὺ στέκει μόνη ἀπέναντι στὸ πλῆθος, ἀποτυπώνεται σπαρακτικά, (χρησιμοποιῶ ἐν ἐπιγνώσει ὑπερθετικὸ χαρακτηρισμό), στὸ ποίημα s/s deserted sea τοῦ Τάσου Κόρφη (1929-1994, στὸ ληξιαρχεῖο Τάσος Ρομποτής), τριάντα χρόνια στὸ πολεμικὸ ναυτικό, θαλασσινά τα θέματα καὶ οἱ συμβολισμοί.

S/S DESERTED SEA

Κατάμονο μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ νὰ παραδέρνεις

Σὲ λιμάνια, σὲ πέλαγα, σ’ ἀκρογιαλιὲς-τοπία τῆς μνήμης-

ταξιδεύοντας μὲ νηολόγιο ἄγνωστης, ἀνύπαρκτης χώρας, μὲ ξένη σημαία,

μὲ ὄνομα μισοσβησμένο ἀπὸ τ’ ἁλάτι καὶ τὴ σκουριά.

Καὶ νὰ μὴ θυμᾶσαι τοὺς πλοιάρχους ποὺ γέρασαν στὴ γέφυρά σου,

τὰ κορμιὰ τῶν ναυκλήρων σου, στιγματισμένα μὲ φιγοῦρες ὀνείρων,

τὴ σπατάλη τοῦ πάθους σου στὶς ἄγονες γραμμές.

Κατάμονο μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ νὰ ταξιδεύεις,

καὶ τὰ σκυλόψαρα, κοπάδι, νὰ σ’ ἀκολουθοῦν,

νὰ σκίζουν τὴ θάλασσα, νὰ γυροφέρνουν, ν’ ἀγρυπνοῦν,

χτυπώντας μ’ ἀνυπομονησία τὰ φτερά τους στὴν πλώρη σου,

Περιμένοντας, ὥρα μὲ τὴν ὥρα, τὸ σῆμα κινδύνου.

Πολὺ ὄμορφο ποίημα ἀπὸ ἕναν κατὰ τὰ ἄλλα ὄχι ἰδιαίτερα σημαντικὸ ποιητή, ἔντιμο ὅμως στὶς πνευματικές του προσπάθειες. Εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ γράφει πῶς..

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΦΥΡΙ

Τὸ κορμί μου δὲν εἶναι γεφύρι· δὲν μπορεῖς νὰ περάσεις καὶ νὰ σωθεῖς,

Δὲν μπορεῖς νὰ γλυτώσεις τὸ ποτάμι.

Πράγματι. Τὸ ὄνειρο ὅπως καὶ ὁ θάνατος εἶναι μοναχικὲς εἰκόνες, δὲν ὑπάρχουν βοηθητικὰ ὀχήματα, ὑπογραφὲς «ἀντ’ αὐτοῦ», ἐξουσιοδοτήσεις ἢ συλλογικὲς διαδικασίες. Ὅποιος ξεκινᾶ αὐτὴν τὴν μοναχικὴ πορεία, αὐτὸν τὸν ἀγώνα ἐνάντια στὰ ὑποκοριστικὰ μιᾶς ζωῆς (δουλίτσα, βολτίτσα, σπιτάκι..), ἀντιλαμβάνεται σύντομα πὼς τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τὸ δύσβατο μονοπάτι, ἀλλὰ ἡ ἐπάρκεια δυνάμεων, οἱ ἀντοχές, ἡ δυνατότητα νὰ πορευθεῖ καὶ νὰ δημιουργήσει μέσα σὲ μιὰ κοινωνία γιὰ τὴν ὁποία θεωρεῖται ἐχθρὸς ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση ἀνύπαρκτος. Ὅσες ἀνικανοποίητες ποιητικὲς συνειδήσεις μπορῶ νὰ σκεφθῶ πρόχειρα τούτη τὴν στιγμή, ἄντεξαν πολλά· τὴν φτώχεια, τὴν χλεύη, τὴν εἰρωνεία, τὴν ἀρρώστια, τὸ ψυχιατρεῖο, τὴν ἀπομόνωση. Ὅμως τὸ πιὸ ἐπώδυνο γι’ αὐτοὺς ἦταν πάντοτε ἡ ἀδύνατη ἐπικοινωνία, τὸ γεγονὸς ὅτι πνευματικὰ ἦσαν καὶ παρέμειναν ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους ξένοι στὸν ἴδιο τους τὸν τόπο, στὴν ἴδια τοὺς τὴν γλώσσα. Ὅπως τὸ γράφει ὁ Ἀνδρέας Λασκαράτος, (1811-1901)..

ΞΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ

Ἀλλοίμονο σ’ἐκειὸν ποὺ διὰ τοῦ πνεύματος

Ξαπεράσει ὀπωσοῦν τὴν ἐποχή του·

Βαρυὰ καταφορὰ δημοσίου ρεύματος,

θᾶν τοῦ καταπικράνη τὴ ζωή του.

Μ’ἂν ἀκόμη βαλθῆ ἐξ ἐπιτηδεύματος,

νὰ φέρη ἐμπρὸς τὴν κοινωνία μαζύ του,

τότε ὁλόκληρη αὐτή, σὰν ἀπὸ νεύματος

θὲ νὰ πέση στὴν ἄθλιαν ὕπαρξή του·

θᾶν τὸν ἀποστραφῆ μὲ ἀτιμασία

τότε ἡ μωρὴ καὶ ἀχάριστη Πατρίδα.

Καὶ μέσ’στὴν ὅλη ἀποδοκιμασία,

δὲν θάχη εἰμὴ τὴν ἄχαρην ἐλπίδα,

νάλθη ἄλλη γενεὰ μὲ νοημοσύνη,

νᾶν τοῦ κάμη μιὰ ΄μέρα δικαιοσύνη

Ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἀπομόνωση δὲν εἶναι τὰ κύρια ἐμπόδια, μήτε τὸ πιὸ δύσκολο τίμημα. Ὅπως γράφει ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Μαργαρίτα-Εἰκόνες ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα»..

[ ]

Δὲν εἶδα τὸν πλησίον μου πουθενὰ

διασχίζοντας τὸν κόσμο. Δὲν ὑπῆρξα

πλησίον κανενός. Στίλβουν οἱ ὁρίζοντες

κι ὁ θόρυβός μου πνίγεται στὸν αἰώνιο

ἦχο τοῦ κόσμου, πνίγεται στὸ φλοίσβημα

τοῦ βραδιασμένου, ἀπέραντου ὠκεανοῦ…

‘Όχι, τὰ φῶτα καὶ «τὲς συναναστροφὲς» μπορεῖ κανεὶς νὰ τ’ ἀποδιώξει, ἀκόμη καὶ νὰ μὴν καταλάβει τὴν ἔλλειψή τους – ὁ μέγας ἀντίπαλος εἶναι πάντοτε ὁ «ἀπέραντος ὠκεανός», ἡ χαώδης περιοχὴ τοῦ πνεύματος, ὅπου ὁ ποιητὴς παλεύει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα καὶ –σχεδὸν πάντοτε- νιώθει πὼς γονατίζει βαριὰ ἡττημένος. Θορυβεῖ, ὦ! ναί, θορυβεῖ ὅσο μπορεῖ περισσότερο μὲ τὶς λέξεις, μὲ τὴν σκέψη, μὲ τὴν γνώση, μὲ τὴν συνείδησή του, ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὸ καθὼς κάθε σκέψη καὶ κάθε βῆμα ξανοίγονται σὲ νέες θύρες, σὲ νέα μονοπάτια, σὲ νέες ἀμφιβολίες. Μὴν νομίσετε λεπτὸ πὼς εἶναι μιὰ εὔκολη διαδικασία, ὁπωσδήποτε ὅμως ὡς βίος σήμερα σπανίζει – εἶναι ζήτημα ἐὰν μπορῶ νὰ φέρω στὸ μυαλό μου δύο ἢ τρεῖς ποιητὲς (κι αὐτοὶ σχεδὸν ἄγνωστοι), ποὺ σὲ παρόντα χρόνο σπαράσσονται τόσο γνήσια στὶς πνευματικές τους προσπάθειες.

Ἃς προλάβουμε μία παρεξήγηση – συνήθως συμβαίνει καλοπροαίρετα. Λένε πολλοί: «Μὰ στ’ ἀλήθεια ἡ ποίηση σήμερα γιὰ νὰ ἔχει ἐλπίδες ἀξιοσύνης θὰ πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ χαρὲς καὶ πανηγύρια, τὰ δῶρα τῆς ζωῆς, θὰ πρέπει νὰ στερηθεῖ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρωτόγονα καὶ ἡδονικὰ ὅπως ὁ ἔρωτας, τὸ φαγητό, ἡ καλὴ ζωή, οἱ χειραψίες; Εἶναι ἀπαραίτητο δηλαδὴ ὁ ποιητὴς νὰ σέρνεται χλωμὸς καὶ φθισικὸς σὲ ὑγρὰ ὑπόγεια, πτωχὸς μέσα στὴν πτώχειά του, μονίμως καταθλιπτικός, ἐπικίνδυνα ἀδιάφορος γιὰ τὰ γήϊνα;»

Ὄχι βέβαια, κανεὶς δὲν θέλει τὸν ποιητὴ καρικατούρα, θὰ ἔλεγα μάλιστα τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἡ ἀνήσυχη συνείδηση, τὸ ἀνικανοποίητο πνεῦμα, ἐπιδιώκει νὰ ζεῖ στὰ ὅρια, ἐπιδιώκει νὰ βυθίζεται στὸ «βαθύτερο σημεῖο», ρουφᾶ τὴν ζωὴ ὡς τὸ τέρμα, μόνο ποὺ ἀρνεῖται νὰ συμμετέχει (δὲν φτάνει ὁ χρόνος, μήτε περισσεύει..) στὶς πιὸ χλιαρές της ἐκδηλώσεις. Ἡ καλὴ ποίηση μισεῖ τὴν ἐπιφάνεια, τὴν σύμβαση, τὸν τύπο, τὴν ρουτίνα, γιατί δὲν ἔχει τίποτε νὰ πάρει ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ κίβδηλα – ἀντιθέτως ὅλα τοῦτα τὰ κατὰ συνθήκην ψεύδη τὴν ἀποδυναμώνουν, τὴν χλωμιάζουν, τὴν μετατρέπουν σὲ στιχάκι μιᾶς χρήσης καὶ νόμισμα πρόσκαιρης κοπῆς. Προαιώνιος ἐχθρός τοῦ καλοῦ στίχου εἶναι ἡ μάζα, ἡ «ὀργανωμένη κοινωνία», οἱ θεσμοὶ καὶ οἱ κανόνες, τὰ πρέπει καὶ τὰ μὴ ἑνὸς συστήματος ποὺ ἐπιδιώκει πάντα νὰ ὑποτάξει τὴν ἀτομικὴ συνείδηση στὴν ὑπέρτατη θέληση μιᾶς δῆθεν ὠφέλιμης συλλογικότητας.

Γράφω πιὸ πάνω ὅτι ἡ ποίηση τοῦ ἀπείρου, (ἃς προσδιορίσωμε ἔτσι μὲ αὐτὸν τὸν πρόχειρο ὄρο τοὺς «ἐλαττωματικούς» της κοινωνίας, τοὺς ἀνικανοποίητους) βασίζεται σὲ κείνους ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐνηλικιωθοῦν, δηλαδὴ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν μεταλλαγὴ τῶν πραγμάτων καὶ τὴν προσαρμογὴ τῶν συναισθημάτων. Κάποτε, (λίγα χρόνια πρίν..), εὐτύχησα νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ σπίτι ποὺ πρωτοαντίκρισα τὸν κόσμο (συνειδητὰ ἐννοῶ), τὸ μέρος δηλαδὴ ὅπου γνώρισα παρθενικὰ τὸν κόσμο. Μιὰ μικρὴ μονοκατοικία ἦταν, παρατημένη σήμερα σὲ μιὰ ἑλληνικὴ ἐπαρχία, ποὺ ἡ ἀπόσταση τὴν ἔκαμε ἀκόμη μικρότερη στὰ μάτια μου, αὐτὸ ἦταν κάτι τὸ ἀναμενόμενο. Στάθηκα γιὰ λίγη ὥρα στὴν μικρὴ αὐλή, μὰ τίποτε δὲν συνέβη, σκόρπιες μνῆμες ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦσα ἔτσι κι ἀλλιῶς ν’ ἀνακαλέσω καὶ ἀπὸ ἀπόσταση. Ξάφνου ἕνα ψιλόβροχο νότισε τὸ λιγοστὸ χῶμα σὲ κάτι παρατημένες τριανταφυλλιές. Οἱ εἰκόνες τῆς λογικῆς αἴφνης ἔσβησαν, ἡ ὄσφρηση ξύπνησε περιοχὲς τῆς συνείδησης ποὺ οὔτε γνώριζα πὼς ὑπῆρχαν ἀκόμη, ὅλες μου οἱ αἰσθήσεις ἔνιωσαν (γιὰ λίγα δεύτερα, γιὰ λίγα μόνο δεύτερα..) τὸ πρῶτο ἄγγιγμα σὲ ξένο κορμί, τὸ πρῶτο νανούρισμα τῆς μάνας, τὸ πρῶτο ματωμένο γόνατο, τὴν πρώτη μυρουδιὰ σὲ σχολικὴ αἴθουσα.. ὅλα ἀπίστευτα ἔντονα, ὅλα μὲ τὴν σειρά τους, σὰν περιήγηση σὲ ἀποθήκη μὲ ξεχασμένα ἀπὸ καιρὸ ἐμπορεύματα. Ἕως καὶ σήμερα ἀναρωτιέμαι γιὰ τὸ πότε ὅλα τοῦτα θόλωσαν, πότε ἔπαψαν νὰ λειτουργοῦν ὡς ζῶσα μνήμη, ποιὲς ἐπικαλύψεις καὶ ἐπιλογὲς στάθηκαν τόσο καθοριστικὲς, ὥστε σήμερα νὰ χρειάζομαι ἐρεθισμοὺς ἰδιαίτερους γιὰ τὴν ἀνάκλησή τους. Δὲν ἔχω ἀκόμη τὶς ἀπαντήσεις καὶ πιθανότατα δὲν θὰ τὶς ἔβρω ποτέ, μὰ ὑπάρχει πάντα το φάρμακο τῆς ποίησης. Γιὰ τὴν μνήμη ποὺ ξεχνᾶ τοὺς πρώτους καημοὺς καὶ τὴν παρθενικότητα τῶν ἐρώτων, ὑπάρχει τὸ ἐξόχως μελαγχολικὸ ποίημα τοῦ Τάσου Ζερβοῦ (1935-1995) «Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ» καὶ κεῖνο τὸ ἐπίσης πανέμορφό του Μιχάλη Στασινόπουλου (1903-2002) «Ὁ μικρὸς ἐπαρχιώτης». Παραθέτω καὶ τὰ δύο, ἀξίζουν, μὲ λιγοστὰ μόνο σχόλια..

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – θυμᾶμαι ἀκόμα –

ἀπ΄ τὴν ἄνοιξη τὸ χιόνι καρτεροῦσε

καὶ τὴν ἄνοιξη ἂν θὰ φύγει γι΄ ἄλλο χῶμα

τὸ θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε.

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ πὲρ΄ ἂπ΄τὰ χιόνια

ποὺ γεμίζανε τὸ σπίτι καὶ τὰ δάση

κάτι ἔβλεπε ποὺ τὸ ΄κρυβαν τὰ χρόνια

κι ἡ δική μου ἡ ματιὰ πιὰ τὸ ‘χε χάσει.

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – τρελὸ καμάρι –

τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν πουλιῶν ποὺ τὸν γνωρίζαν

μέρα νύχτα μᾶς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι

Καὶ μιὰ θάλασσα ποὺ φάροι δὲν ὁρίζαν.

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤξερε τότε

ποῦ τελειώνουν τὰ ταξίδια τὰ μεγάλα

Εἶχε δεῖ σημάδια καὶ σημάδια

στῶν πουλιῶν τοῦ κάμπου τὴ φευγάλα.

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤθελε ἀκόμα

ἕναν ἥλιο ποὺ ποτὲ του νὰ μὴ δύσει

Μὰ δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ τοῦ μιλήσει

πὼς δὲν φέγγουν τ΄ ἄστρα γιὰ τὸ χῶμα…

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ σὰν μεγαλώσει

δὲν θὰ ξέρει τὰ ταξίδια ὅτι ἀγαποῦσε

κι οὔτε τί, ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς νὰ νυχτώσει,

τὸ Θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε…

Σὲ τούτη τὴν τελευταία μελαγχολικὴ στροφὴ ἀποτυπώνεται μὲ τρόπο τόσο λιτό, ὅλη ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὴν γνησιότητα τοῦ εἶναι καὶ τὸ νόθον τῶν μαζικῶν κοινωνιῶν, ὅλη ἡ καταστροφὴ ποὺ ἐπιφέρει στὶς συνειδήσεις ἡ διαβρωτικὴ καθημερινότητα καὶ ἡ ὑποταγὴ στὰ πρότυπα ἑνὸς δῆθεν θεραπευτικοῦ οἰκονομισμοῦ.

Ἀγαπῶ πολὺ τὸν μικρὸ ἐπαρχιώτη τοῦ Στασινόπουλου – ἡ οἰκονομία τοῦ ποιήματος εἶναι ἐξαιρετική, ἡ ἀλληγορία ἐπίσης, ἔξοχη ἡ ἀντίστιξή τῆς (τότε) ἐπαρχίας μὲ τὶς λεμονιές, (δὲν ἐπιλέγεται τυχαία το ἐσπεριδοειδὲς μὲ τὴν βαριά του μυρουδιά), μὲ τὴν πρωτεύουσα τῆς ὁμοιομορφίας καὶ τῆς ἀφομοίωσης. Τοὺς τελευταίους τέσσερις στίχους τοὺς πιστεύω ἀπὸ τοὺς καλύτερους ποὺ ἔχουν γραφτεῖ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ὑπερηφάνως (καὶ ἀνοήτως) ὀνομάζουμε ἐνηλικίωση..

Ὁ μικρὸς επαρχιώτης

Ἔφερες στὴν πρωτεύουσα τὰ παιδικά σου μάτια

καὶ τὰ κουμπιὰ καὶ τὰ χρυσὰ σειρήτια τοῦ λυκείου.

Ἐν’ ἄρωμα ἀπὸ λεμονιὲς κλειστὲς σὲ περιβόλια

κι ἀπ’ τ’ ἄνθη, στῆς Ἐπισκοπῆς ποὺ ἀνθίζανε τὸν κῆπο.

Κι ἀκόμα ἔφερες μιὰ δειλὴ ψυχούλα, πληγωμένη

ἀπ’ τοῦ διαβήτη τὶς γωνίες κι ἀπ’ τοὺς σκληροὺς κανόνες.

Καὶ τώρα, πές μου, ποὺ θὰ πᾶς, κλεισμένος στὰ κουμπιά σου,

νὰ δώσεις τὴν ψυχούλα αὐτή, τὴ μαθηματική;

Τώρα φοβᾶσαι νὰ κοιτᾶς ἀπ’ τὶς γερμένες θύρες,

ποὺ μιὰ κρυμμένη ὑπόσχεση κρατοῦν μὲς στὴ σκιά τους.

Φοβᾶσαι ἀκόμα (καὶ τὰ μαῦρα μάτια σου βουρκώνουν)

μὴ βροῦν ἀστεία τὴν ἄμαθη ψυχή σου καὶ γελάσουν.

Μὰ ἐγὼ τὸ ξέρω. Κάποιαν ὥρα ρόδινη τοῦ θέρους,

περνώντας ἀπ’ τὴ σκοτεινὴ μισογερμένη θύρα,

στὰ φαγωμένα καὶ παλιὰ σκαλιὰ θὰ ἰδῶ ριγμένο

(σὰν πτῶμα κάποιου ποὺ κρυφὰ σκοτώσανε τὴ νύχτα)

ἕνα χιτώνιο παιδικό, μὲ τὰ χρυσὰ σειρήτια.

(ἕνα πράγμα μόνο δὲν ἄλλαξε μὲ τὰ χρόνια μέσα μου – ἡ ἔκπληξη ποὺ νιώθω κάθε φορᾶ ποὺ ἕνας ποιητὴς πετυχαίνει τὸν καλὸ στίχο, τὴν φρέσκια ματιὰ σὲ ἕνα παλιὸ θέμα, τὴν αἰσθητικὴ ἀπογείωση, τὸ νοηματικὸ βάθος..).

Ἰδοὺ καὶ ἕνα τρίτο ποίημα – ἐδῶ οἱ ἀναφορὲς καὶ οἱ καταγγελίες δὲν εἶναι ἄμεσες, ἡ νόθευση καταγγέλλεται διὰ τῆς μνήμης, διὰ τῶν πραγμάτων ποὺ διατηροῦν ἀκόμη τὴν γνησιότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὶς γεύσεις καὶ τὶς λοιπὲς αἰσθήσεις. Μὴν ξεγελαστεῖτε καὶ νομίσετε πὼς οἱ ἀπαριθμήσεις ἀπὸ τὸν ποιητὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ στείρα νοσταλγία ἑνὸς μεσήλικα ποὺ νοσταλγεῖ τὴν νιότη του. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐξερεύνηση ἐκείνων τῶν περιοχῶν στὴν ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἔστω καὶ στιγμιαία βιώνουν γνησιότητα συναισθημάτων καὶ προσέγγιση τοῦ Ἄλλου μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις νὰ βρίσκονται στὴν ὑψηλότερη ἀπόδοσή τους. Ἀπὸ τὸν Μεσολογγίτη Θωμὰ Γκόρπα (1935-2003), ἰδιαίτερη φυσιογνωμία ποὺ δὲν χωρᾶ μέσα σὲ λίγες γραμμές, ἐλπίζω σὲ μελλούμενη ἐργασία. Φίλος ποὺ τὸ διάβασε παλιότερα ξεκίνησε γιὰ τὸ χωριό του καὶ δὲν ματαγύρισε – μὰ σάμπως ὑπάρχει πιὰ χωριὸ νὰ ἀποκάμεις; Ὅλα πιὰ εἶναι πόζα, μίμηση πρωτευούσης..

Νοστάλγησα λαβράκι βραστὸ μὲ πατατοῦλες αὐγολέμονο νὰ μοσχοβολάει καὶ ν’ ἀνασταίνει. Νοστάλγησα Ἐπιτάφιο στὴν πόλη μου.

Νοστάλγησα γκιουβέτσι στὸ φοῦρνο.

Νοστάλγησα ξινόγαλο.

Νοστάλγησα ρεβανὴ τῆς μάνας μου.

Νοστάλγησα τσιγάρο ἀπὸ τὸ πακέτο τοῦ πατέρα μου.

Νοστάλγησα συζήτηση γιὰ τὸν Νίτσε καὶ τὸν Ντοστογιέφσκι μὲ τὸν Γιῶργο Κοτσίρα καὶ τὸν Γιῶργο Φραγκόπουλο.

Νοστάλγησα νὰ μὲ πιάσει ἡ βροχὴ στὸ δρόμο νὰ περπατάω μὲς στὴ βροχὴ καπνίζοντας.

Νοστάλγησα τοὺς πρώτους φίλους μου στὸ Μεσολόγγι.

Νοστάλγησα τοὺς πρώτους φίλους μου στὴν Ἀθήνα.

Νοστάλγησα κορίτσια νοστάλγησα γριὲς νὰ κάθονται σὲ σκαλιὰ καὶ σὲ σκαμνιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καλοκαίρια ἀλησμόνητα ἐνῶ πέφτει ὁ ἥλιος ἐνῶ πέφτει τὸ βράδυ φαντασίες καὶ παραμύθια ἑνωμένα μὲ κρυφὲς λαχτάρες καὶ σκληρὲς πραγματικότητες.

Ὅλα εἶναι χώρια καὶ μαζὶ λοιπὸν ἄσπρα καὶ μαῦρα ξεχασμένα καὶ ἀξέχαστα ἀγαπημένα καὶ περιφρονημένα.

Καὶ ἡ ποίηση δὲν λέει νὰ τελειώσει. Ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ ἡ γῆ στὸν οὐρανὸ τὸ ἴδιο κάνει.

Μυρουδιὲς τοῦ σώματος μυρουδιὲς τῆς τάξης μυρουδιὲς τῆς ἐξοχῆς μυρουδιὲς τοῦ καφενείου καὶ τῆς ταβέρνας τοῦ θαλάμου καὶ τῆς κρεβατοκάμαρας.

Ἔβγα Γκόλφω στὸ μαντρὶ Τοῦ Κίτσου ἡ μάνα κάθονταν ὁ Γιάννος κ’ ἡ Παγώνα γαλλικὰ τραγούδια ἀπὸ τὸ Ράδιο Λουξεμβοῦργο καὶ τὸ Ράδιο Μόντε Κάρλο Ζορρὸ Ντᾶν Φόουλερ καὶ τὸ περιοδικὸ Ἑλληνόπουλο τοῦ Νίκου Τσεκούρα.

Προσπαθῶ νὰ διασχίσω μιὰ σήραγγα καὶ νὰ βγῶ στὸ φῶς ἢ προσπαθῶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῶν ἡμερῶν μας νὰ μπῶ σὲ μιὰ σήραγγα γεμάτη φῶς;

Καὶ ἀγάπη.

(4/3/1998, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ἡ λέξη»)

Ἐὰν διαβάσετε προσεκτικὰ ἐκεῖνα τὰ ποιήματα ποὺ ὀνειρεύονται τὸ ὄνειρο τὸ μέγα, τὸ ἀνεκπλήρωτο ταξίδι, εὔκολα διαπιστώνετε ὅτι σχεδὸν πάντα ἡ προσμονὴ συνδέεται μὲ τὴν μνήμη καὶ τὴν «πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο», τὶς πρῶτες αἰσθήσεις, τὴν ἀνακάλυψη, τὴν μαγεία τῆς πρώτης φορᾶς, τὴν αἰώνια ἐφηβεία. Στ’ ἀλήθεια, τί ἀποζητᾶ μία ἀνικανοποίητη συνείδηση; Ὅπως φαίνεται, ἁπλῶς νὰ ξαναζήσει τὸν κόσμο μὲ τὴν ἴδια ἐκείνη μεγαλειώδη ἔνταση τῆς πρώτης φορᾶς, στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ χαμένου παραδείσου, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐκδιωγμένου πρωτόπλαστου στὴν γῆ τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας. Ἰδοὺ λοιπὸν γιατί οἱ λίγοι, οἱ ἐλάχιστοι ἐραστὲς τῆς γνησιότητας, ἀρνοῦνται νὰ ἐνταχθοῦν, (καὶ ἐν τέλει νὰ ὑποταχθοῦν), σὲ ἕνα σύστημα κοινωνικό, συλλογικό, μαζικὸ καὶ συνεχῶς φεύγουν, ταξιδεύουν – κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά. Γὶ αὐτοὺς ἡ ζωὴ ἔχει σταματήσει στὸν πρῶτο ἔρωτα, στὸ πρῶτο ἰδανικό, στὴν πρώτη ὁρμή, στὴν πρώτη συγκίνηση. Ἀρνοῦνται τὰ ὑποκατάστατα, τὰ placebo, τὸν συμβιβασμό, τὴν ὀπισθοχώρηση, γὶ αὐτοὺς ἡ πιὸ μεγαλειώδης λέξη τῆς λογοτεχνίας εἶναι κακόφημη καὶ τὴν ἐκστόμισε ὁ Pierre Cambronne στοὺς Miserables: Merde! Δὲν πετοῦν τὴν ζωή τους στὰ σκυλιά, ἀκόμη καὶ ἐὰν πρέπει νὰ χαθοῦν διὰ παντὸς σὲ μιὰ ἀφρισμένη θάλασσα. Εἴμαστε ἐκεῖνοι λοιπόν, ποὺ ὅπως γράφει ὁ Οὐράνης..

[ ]

«Μποροῦμε ἀκόμη μιὰ ζωὴ νὰ ζήσουμε καινούρια,

Ἀντὶς νὰ μαραζώνουμε σὰν τὸν κομμένο δυόσμο

-φτάνει νὰ φύγουμε κι ἐμεῖς σὰν τοὺς θαλασσοπόρους

ποὺ, μιὰ πατρίδα, ἀφήνοντας, εὕρισκαν ἕναν κόσμο!»

(Κώστας Οὐράνης, «Πότε θ’ ἀνοίξουμε πανιά;..)

Ἐτοῦτες οἱ ψυχὲς κινοῦνται διαρκῶς, ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι, ἀπὸ τὰ ὑπόγεια στὰ ρετιρὲ – ἡ ζωὴ τοὺς περπατᾶ πάντοτε πάνω σε ἕνα σκοινὶ χωρὶς δίχτυ ἀσφαλείας, ἐὰν κάποτε ἡ ρουτίνα, ἡ ἐπανάληψη ἔβρουν τὴν ζωή τους, καλύτερο τόχουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, νὰ ἀρνηθοῦν τὸν μακρὺ θάνατο καὶ τὸν πνιγμὸ ποὺ ἐπιφέρει ὁ ἰσόβιος συμβιβασμός.

Δύο ἀπὸ τὰ καλύτερα ποιήματα γιὰ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνικανοποίητου, τὸν θάνατο τοῦ ὀνείρου καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία ἔχουν γραφτεῖ περιέργως ἀπὸ ἕναν ποιητὴ χωρὶς ἰσχυρὸ ἀποτύπωμα στὴν ἑλληνικὴ ποίηση – μὰ βεβαίως, ἀπὸ πότε πρέπει νὰ κρίνωμε τὴν ποιότητα σὲ σχέση μὲ τὴν ποσότητα τῶν ἁπάντων ἑνὸς γραφιά; Ὁ Ἀλέξανδρος Μπάρας, (1906-1990, στὸ ληξιαρχεῖο Μενέλαος Ἀναγνωστόπουλος), ἄφησε λίγα γραπτά, μὰ τουλάχιστον τρία ἀπὸ τὰ ποιήματά του ἀξίζουν θέση μόνιμη σὲ κάθε ποιητικὴ ἀνθολογία. Ἐδῶ παραθέτουμε δύο ἤδη πολὺ γνωστὰ – «Ἡ «Κλεοπάτρα», ἡ «Σεμίραμις» κ’ ἡ «Θεοδώρα» καὶ τὸ «Ἀλεξιπτωτιστής». Εἶναι καὶ τὰ δύο ἀρκετὰ ἐκτενῆ, μὰ ἃς ἔχετε τὴν ὑπομονή, ἀξίζει τὸν κόπο. Τὸ πρῶτο μπορεῖτε νὰ τὸ εὕρετε σὲ ἀξιοπρεπή ἀπαγγελία ἀπὸ τὸν Τάκη Χὸρν στὸ διαδίκτυο..

«Ἡ Κλεοπάτρα, ἡ Σεμίραμις κ’ ἡ Θεοδώρα»

Ἕνα κάθε βδομάδα,

στὴν ὁρισμένη μέρα,

πάντα στὴν ἴδιαν ὥρα,

τρία βαπόρια ὡραῖα,

ἡ “Κλεοπάτρα”, ἡ “Σεμίραμις” κι ἡ “Θεοδώρα”,

ἀνοίγουνται ἀπ’ τὴν προκυμαία

στὶς ἐννέα,

πάντα γιὰ τὸν Περαία,

τὸ Μπρίντιζι καὶ τὸ Τριέστι,

πάντα.

Χωρὶς μανοῦβρες κι ἑλιγμοὺς

καὶ δισταγμοὺς

κι ἀνώφελα σφυρίγματα,

στρέφουνε στ’ ἀνοιχτὰ τὴν πρώρα,

ἡ “Κλεοπάτρα”, ἡ “Σεμίραμις” κι ἡ “Θεοδώρα”,

σὰν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι

ποὺ φεύγουν ἀπὸ ἕνα σαλόνι

χωρὶς ἀνούσιες χειραψίες

καὶ περιττές.

Διαφήμιση

Ἀνοίγουνται ἀπ’ τὴν προκυμαία

στὶς ἐννέα,

πάντα γιὰ τὸν Περαία,

τὸ Μπρίντιζι καὶ τὸ Τριέστι,

πάντα — καὶ μὲ τὸ κρύο καὶ μὲ τὴ ζέστη.

Πᾶνε

νὰ μουντζουρώσουν τὰ γαλάζια

τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Μεσογείου

μὲ τοὺς καπνούς των.

Πᾶνε γιὰ νὰ σκορπίσουνε τοπάζια

τὰ φῶτα τους μέσ’ στὰ νερὰ

τὴ νύχτα.

Πᾶνε

πάντα μ’ ἀνθρώπους καὶ μπαγκάζια…

H “Κλεοπάτρα”, ἡ “Σεμίραμις” κι ἡ “Θεοδώρα”,

χρόνια τώρα,

κάνουν τὸν ἴδιο δρόμο,

φτάνουν τὴν ἴδια μέρα,

φεύγουν στὴν ἴδιαν ὥρα.

Μοιάζουν ὑπάλληλοι γραφείων

ποὺ γίνανε χρονόμετρα,

ποὺ ἡ πόρτα τῆς δουλειᾶς,

ἂν δὲν τοὺς δεῖ μιὰ μέρα νὰ περάσουν

ἀπὸ κάτω της,

μπορεῖ νὰ πέσει.

(Ὅταν ὁ δρόμος εἶναι πάντα ἴδιος

τί τάχα ἂν εἶναι σὲ μιὰ ὁλόκληρη Μεσόγειο

ἢ ἀπ’ τὸ σπίτι σ’ ἄλλη συνοικία;)

H “Κλεοπάτρα”, ἡ “Σεμίραμις” κι ἡ “Θεοδώρα”

εἶναι καιρὸς καὶ χρόνια πᾶνε τώρα

τοῦ βαρεμοῦ ποὺ ἐνοιῶσαν τὴν τυράννια,

νὰ περπατοῦν πάντα στὸν ἴδιο δρόμο,

νὰ δένουνε πάντα στὰ ἴδια λιμάνια.

Ἂν ἤμουν ἐγὼ πλοίαρχος,

ναὶ —si j’etais roi!—

ἂν ἤμουν ἐγὼ πλοίαρχος

στὴν “Κλεοπάτρα”, τὴ “Σεμίραμη”, τὴ “Θεοδώρα”,

ἂν ἤμουν ἐγὼ πλοίαρχος

μὲ τέσσερα χρυσὰ γαλόνια

κι ἂν μ’ ἄφηναν στὴν ἴδια αὐτὴ γραμμὴ

τόσα χρόνια,

μιὰ νύχτα σεληνόφεγγη,

στὴ μέση του πελάγου,

θ’ ἀνέβαινα στὸ τέταρτο κατάστρωμα

κι ἐνῶ θ’ ἀκούγουνταν ἡ μουσικὴ

ποὺ θὰ’ παιζε στῆς πρώτης θέσης τὰ σαλόνια,

μὲ τὴ μεγάλη μου στολή,

μὲ τὰ χρυσά μου τὰ γαλόνια

καὶ τὰ χρυσά μου τὰ παράσημα,

θὰ’ γραφα μίαν ἁρμονικότατη καμπύλη

ἀπὸ τὸ τέταρτο κατάστρωμα

μέσ’ στὰ νερά,

ἔτσι μὲ τὰ χρυσά μου,

σὰν ἀστὴρ διάττων

σὰν ἥρως ἀνεξήγητων θανάτων.

[πηγή: Ἀλέξανδρος Μπάρας, Ποιήματα 1933-1953, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1954, σ. 9-11]

Δὲν νομίζω ὅτι χρειάζονται σχόλια, ἐξαιρετικό ποίημα. Ἰδοὺ καὶ τὸ δεύτερο μὲ τὸ ἀνατρεπτικό, (ἀκόμη καὶ σὲ λογοτεχνικὸ ὕφος), φινάλε..

Ἀλεξιπτωτιστὴς

Πολὺ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,

σαγηνεύτηκε πολὺ

ἀπ’ τὴν ἔγκαιρη μεγάλη περιπέτεια

τοῦ Πολέμου.

(Ποῦ θὰ πᾶς, ποῦ θὰ πᾶς, καλέ μου;)

Δὲν τὴν ἄκουσε:

Κατατάχτηκε στὴ Μέση Ἀνατολή.

Αὐτὸ τὸ Μέση δὲν τὸ χώνεψε καθόλου.

Τὰ τέρματα ζητοῦσε.

Γιὰ νὰ φύγει τὰ μέσα καὶ τὰ μέτρια

κουφάθηκε στὸ «ποῦ θὰ πᾶς, καλέ μου».

Μὰ δὲν εἶχε νὰ διαλέξει καὶ πολύ:

Κατατάχθηκε στὴ Μέση Ἀνατολή.

Ριψοκίνδυνος καὶ νέος καθὼς ἤτανε

προτιμήθηκε, γυμνάστηκεν εὐθὺς

-εἰδικότης: Ἀλεξιπτωτιστής.

(ποῦ θὰ πᾶς, ποῦ θὰ πᾶς καλέ μου;)

σὰν ἔπεφτε, δὲν ἤξερε ποῦ πήγαινε.

Μεμιᾶς καὶ σταματοῦσεν ἡ καρδιά του

κι ἔνιωθεν ὡς τὸν πάτο πὼς ρουφοῦσε

τὸ μεγάλο ποτήρι τοῦ κενοῦ.

-Εἶμαι στὴν ἄκρη, συλλογίζονταν.

Μὰ πάντα καὶ τὸν ἔφερνε στὴ μέση

τ’ ἀλεξίπτωτο ποὺ ἐγκαίρως ξεδιπλώνονταν

νὰ τὸν κάνει μιὰ βεντούζα

ποὺ νωθρὰ κολυμποῦσε καὶ κατέβαινε

τὸ γαλάζιο τ’ οὐρανοῦ…

Εἶδε πολλοὺς συντρόφους του

νὰ λείπουν ἀπ’ τὴ σύνταξη

(Ποῦ θὰ πᾶς, ποῦ θὰ πᾶς καλέ μου;)

-Κάποιοι μας θὰ λείψουνε,

πάντα συλλογίζονταν,

ὡς νὰ ‘ρθεῖ τὸ τέλος τούτου τοῦ πολέμου…

Πέφτει, ξαναπέφτει…Κομπολόγι…

«Χαρακτῆρος πολὺ τολμηροῦ

καὶ πολὺ ψυχραίμου»

γράφει ὁ λοχαγός του.

Ὥσπου μιὰ μέρα ἀπότομα

σωπαίνουνε τὰ πάντα:

Ὁ Πόλεμος τελείωσε.

Λείψαν ὅσοι ἔπρεπε κι ἔφτασε τὸ τέλος.

Τραγουδοῦνε καὶ φεύγουν τὰ παιδιὰ

ποῦ’ χουν ζήσει καὶ πίσω θὰ γυρίσουν.

Μικραίνουν, ἀτροφοῦνε τὰ φτερὰ

στὸ νοῦ τους, στοὺς ὤμους, στὴν καρδιά…

-Τὸν ἀπέλυσαν «ἀλεξιπτωτιστὴ»

-ποιὰ πρακτικὴν ἐφαρμογὴ νὰ φανταστεῖ;

Πολὺ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,

κατατάχτηκε στὴ Μέση Ἀνατολή,

τίμησε ὅσο πάει τὴ στολή,

μὰ πάντα αὐτὸ τὸ Μέση

δὲν τὸ χώνεψε καθόλου.

Ἂν ἦταν βολετὸ πάλι νὰ πέσει,

πάλι στὴν ἄκρη νὰ βρεθεῖ!

Νὰ πέσει ζητά, τὸ πέσιμο τοῦ λείπει:

Τὸ’ κανε μιὰ μέρα:

πρωί,

ἀπ’ τὸ παράθυρο ἑνὸς ἕκτου πατώματος.

Γιὰ τοῦτο τὸ ποίημα γράφει ὁ Γιῶργος Βέης στὸ βιβλιαράκι τῶν ἐκδόσεων Γαβριηλίδη (Ἀλέξανδρος Μπάρας, μιὰ παρουσίαση ἀπὸ τὸν Γιῶργο Βέη, 2004): «..Ἡ ἀντιποιητικὴ ἔκβαση τοῦ τελευταίου στίχου ἐντείνει τὴν ποιητικότητα τοῦ ὑπόλοιπου ποιήματός του στὸ ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ βαθύτατα ἀκρωτηριασμένη ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του ὅπου ὁ πόλεμος τοὺς σημάδεψε βαθύτατα ἀποστερώντας τους ὁριστικὰ τὴ δυνατότητα ὁμαλῆς ἐπανένταξης στὴν κοινωνικὴ ζωή..».

Ἀντιπαρέρχομαι ἐκεῖνα τὰ σχηματικὰ περὶ ἀντιποιητικῆς ἔκβασης καὶ ποιητικότητας, συγχίζουμαι ἀπὸ κάτι τέτοια, καὶ ἀναρωτιέμαι: στ’ ἀλήθεια τὸ ποίημα ἀφορᾶ μόνο τὴν πολεμικὴ συγκυρία; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγνωστική του πρόσληψη; Γι’ αὐτὸ ἐπιβιώνει ὡς τὰ σήμερα, ἀπαλλαγμένο πιὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἱστορίας; «Νὰ πέσει ζητά, τὸ πέσιμο τοῦ λείπει..». Ἢ ὅπως τὸ γράφει λιγότερο κομψὰ καὶ ὁ Ἀνθίας..

«Θέλω νὰ ματώσω, θέλω νὰ δοθῶ,

Στὴν σκληρὴ ἡδονὴ τῆς μεγάλης πτώσεως»

(Τεῦκρος Ἀνθίας, ἀπὸ τὸ «β΄ἰντερμέδιο)

.. καὶ ἀκόμη πιὸ καθαρὰ ὁ Βασίλης Καραβίτης..

Ἐπίπεδο μοναξιᾶς

Ὅσο σκοπεύει πιὸ ψηλὰ

Τόσο μακραίνει, χάνεται

Ὁ στόχος ἢ τὸ πρόσχημά του.

Τοῦ φτάνει ὡστόσο

Νὰ τρυπάει πεισματικὰ

Ἕνα ἀδιάφορο οὐρανὸ

Ἀντὶ νὰ σκύβει ταπεινὰ

Ψάχνοντας τόπο ν’ ἀκουμπήσει.

Σὰν τὸ περήφανο βουνὸ

Δὲν θέλει ὀρειβάτες.

Τὴν ὑποψιάζομαι τὴν ἀντίρρηση, σχεδὸν τὴν νιώθω, τὴν ἐξέφρασε καὶ ἕνας φοιτητὴς ποὺ διάβασε στὰ πρόχειρα τὶς σημειώσεις αὐτοῦ του ἄρθρου. «Μὰ τί νὰ κάνει καὶ ὁ ἀνθρωπάκος ποὺ ἀπὸ νωρὶς βρέθηκε συνθλιμμένος μέσα στὶς μυλόπετρες τῆς ἐπιβίωσης; Πῶς νὰ βγεῖ νικητὴς ἀπέναντί σε λογαριασμούς, ἀρρώστιες καὶ λογῆς λογῆς  κυνηγητά;»

Ἡ ἐρώτησή μου ἔφερε στὸ νοῦ τὸν Πέτρο Κλωνάρη καὶ τὸ (πεζολογικὸ) ποίημά του «Ἀσήμαντη θεά». Τὸ ποίημα εἶναι μεγάλο, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ χαρακτηρίσει καὶ ὡς διήγημα, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο ἡ μορφὴ ποὺ ἔχει σημασία, ὅσο ἡ λεπτοκέντητη σκέψη ἐπάνω στὴν μοίρα τῶν ἐγκλωβισμένων ἀνθρώπων, ἐκείνων ποὺ δὲν ἠμποροῦν, δὲν τολμοῦν, ἢ δὲν προλαβαίνουν νὰ κυνηγήσουν τὸ ὄνειρο καὶ νὰ πληρώσουν τὸ κόστος γι αὐτό. Δεῖτε τὸ στίχο τὸν στίχο καὶ μὴν τὸ ἐγκαταλείψετε, τὰ νοηματικὰ ἐπίπεδα πολλὰ – δὲν θὰ τὸ βρεῖτε πουθενὰ στὸ διαδίκτυο ἢ τουλάχιστον δὲν τὸ βρήκαμε ἐμεῖς. Ἰδιαίτερα εὐχαριστῶ τοὺς συνεργάτες μου ποὺ εἶχαν τὴν ὑπομονὴ νὰ τὸ ξεσηκώσουν καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψουν λέξη τὴ λέξη. Ἐπιφανειακὰ μελαγχολικό, ἡ «Ἀσήμαντη θεὰ» εἶναι τελικὰ ἕνας ὕμνος γιὰ τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα καὶ τὴν συνείδηση ποὺ περιορίζεται, ἀλλὰ πάντοτε βρίσκει τρόπο νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ πετάξει μακριά..

Ἀσήμαντη θεὰ

Ὁ κὺρ-Μαθιός, στὸ ἐπαρχιακὸ εἰρηνοδικεῖο ὑπογραμματεύς,

πνιγμένος πάντα σὲ πολλὴ δουλειά, ἀπὸ εὐσυνειδησία,

ἀνύπαντρος, συνήθως μόνος, ἀπὸ ἀξιοπρέπεια ἐπαγγελματικὴ

-κάποτε, τὸ πολύ, στὴν κεντρικὴ πλατεία ἕνας περίπατος

μὲ βῆμα σοβαρό, παραπολὺ αὐστηρό-,

ἔμαθε τελευταία, ὅλωσδιὸλου ξαφνικά,

ὅτι τὸ στῆθος του ἀπὸ μέσα εἶχε φαγωθεῖ ἀπὸ τὴ Φθίση.

Λοιπόν, ἀπὸ τὸν κὺρ-Μαθιὸ δὲν ἔμενε παρὰ τὸ φλούδι,

υὸ καλοχτενισμένο φλούδι, μὲ τὴν τριμμένη μαύρη φορεσιά.

(Ὤχου, ἀλήθεια, εἶναι νὰ γελᾶς μὲ τὴν ἀπάτη!..)

Ἐγύρισε στὴν κάμαρα-ἤτανε βράδι-κ’ ἔμεινε

στὸ κάθισμά του, μπρὸς στὴ λάμπα, ὡς τὸ πρωί,

δίχως νὰ γράφει ἢ νὰ διαβάζει, νὰ κλαίει ἢ νὰ γελᾶ,

κ’ ἐκεῖ, ἤρεμος πάντα καὶ ἀξιοπρεπής,

ἔζησε νοερὰ ὅλα ὅσα δὲ θὰ ζοῦσε χρόνια,

κι ἀκόμα συλλογίστηκε τὸ τί θάχε νὰ κάμει τώρα.

Λοιπόν; Θ’ ἀρχίσουν οἱ γιατροί, μὲ πνευμονοθώρακες καὶ κοῦρες,

τὸ σανατόριο μὲ τὴν πολυτελῆ του τὴ φροντίδα,

νὰ βαστάξουν ἀναμμένη στὸ καντίλι

τὴ ραγισμένη μικρὴ φλόγα;

Προφύλαξη ἀπὸ δῶ-μὴν τὴ φυσήξει ὁ ἀέρας!

Καὶ νάναι ἡ λάμψη ὁλότελα μικρή, γιὰ οἰκονομία δυνάμεων!..

Γιατροί, ἀδελφές, ὑπηρεσία, πλῆθος ταπεινοὶ θεράποντες,

νὰ θυμιατίζουν, ὅλοι ἔγνοια καὶ δέος,

τὴ μεγάλη θεά, τὴ Ζωή;

(Μὴν κλείσει τὸ μάτι, παγώσουν τὰ μέλη, ἡ ἀνάσα σβηστεῖ!..)

Ἐ! λοιπόν, εἶναι λύτρωση

νὰ ξεσκεπάσεις καὶ νὰ δείξεις πῶς

(ἅμα τὴν πάρεις μόνη της, καθ’ ἐαυτήν, ποὺ λένε τὰ βιβλία)

ἡ μεγάλη θεὰ εἶναι μιὰ θεὰ ἀσήμαντη!

Πέταξέ της κατάμουτρα τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ κρίση,

ποὺ θ’ ἀντηχήσει σὰ ράπισμα στὰ μημουαπτικὰ της μάγουλα,

καὶ φεύγα ἀπὸ τὴν ἀδικαίωτη, τὴν τραγική της λατρεία.

Ἔτσι, τὴν ἄλλη μέρα, ὁ κὺρ-Μαθιὸς ἑξαναγύρισε

στὰ χιλιομεταχειρισμένα φύλλα τῶν εὑρετηρίων, στὰ δικόγραφα

-ἐκθέσεις, πράξεις καὶ τὰ τέτια.

Ἐδούλευε καὶ τώρα μὲ τὴν πρωτινή του ὄρεξη,

κι ἀκόμα πιὸ πολύ, μὲ κέφι, μὲ φρεσκάδα,

Ὥσπου μιὰ μέρα πέθανε-στὸ σπίτι του, ἀπάνω στὰ χαρτιά του.

Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ φέραν, ἀλήθεια, στὸ γραφεῖο ἕνα ἔγγραφο

μ’ ἐπαίνους τοῦ προϊσταμένου γιὰ τὸ νεκρὸ ὑπογραμματέα,

μὰ τοῦτο δὲ σημαίνει, βέβαια, τίποτα.

Ἴσως περσότερα μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ κανεὶς

Πάνω στὴν ἔκθεση τοῦ ἰατροδικαστῆ, ποὺ πιστοποίησε

«…τὸν θάνατον, ὄχι ἐκ τῆς φυματιώσεως, ἐξ ἧς ὁ θανῶν ἔπασχε

βαρύτατα, προελθόντα, ἀλλ’ ἐκ καρδιακῆς ἀνεπαρκείας»!

Ὁ κὺρ-Μαθιός, λοιπόν, ἐνίκησε τὴ Φθίση-ἀφοῦ ἀπ’ αὐτὴ δὲν πέθανε.

Τοῦτο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὰν ἀμοιβή του,

Γιατί δὲν ἔσκυψε τὴ μέση στὴ λατρεία τῆς ἀσήμαντης θεᾶς.

Ἀνθρωπάκος αὐτός, βέβαια, μικρός,

δίχως τὴ δική σας γνώση, μάλιστα ἐπίγνωση,

ἄδειασε τὸ λάδι τοῦ καντιλιοῦ τοῦ σ’ ὅτι ἤξερε πιὸ ἄξιο:

Στῶν δικογράφων τὴ ρουτίνα, στὴ δουλειά του.

Ἀλλὰ αὐτὸ παρακαλεῖ νὰ τοῦ τὸ συμπαθήσετε.

(Ἀνθολογία Η.Ν.Ἀποστολίδη, Ἑστία, 1954)

Θ’ ἀδικοῦσα τὸ ποίημα ἐὰν ἄρχιζα τὶς ἀναλύσεις, ἄλλωστε αὐτὸ θ’ ἀπαιτοῦσε ἕνα ἄρθρο ἀπὸ μόνο του. Μόνο ποῦ σὰν τὸ φρέσκαρα στὴν μνήμη μου, σκέφθηκα σχεδὸν αὐτόματα τὸν στίχο τοῦ Umberto Saba (1883-1957, στὸ ληξιαρχεῖο Umberto Poli), «…καὶ εἶναι ἡ σκέψη τοῦ θανάτου πού, στὸ τέλος, σὲ βοηθάει νὰ ζήσεις..».

Ἡ μάχη μὲ τὴν ἄβυσσο, ἡ «ἀνικανότητα» ἐν τέλει νὰ δεχθεῖς τὰ δῶρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δὲν ἐπιφέρει πάντοτε ὑπερήφανα καὶ θριαμβικὰ ἀποτελέσματα καὶ πολὺ περισσότερο δὲν παράγει πάντοτε καλὴ καὶ ἄξια ποίηση. Μὰ ἀκόμη καὶ ὅταν συμβαίνει αὐτό, ὁ μακρόχρονος ἀγώνας, οἱ στερήσεις, ἡ ἔχθρητα τοῦ κόσμου καὶ κυρίως ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀπαξίωση, μποροῦν νὰ δηλητηριάσουν τὸν στοχασμὸ ἀκόμη καὶ τῆς πιὸ ὥριμης συνείδησης. Περισσεύει ἡ πίκρα σὲ ποιητάδες, ἰδιαίτερα ἕως τὴν δεκαετία τοῦ ΄60, ποὺ μόχθησαν, πάλεψαν, ἀντιστάθηκαν ὅσο τὸ μποροῦσαν – μὰ στὸ τέλος γιομάτοι χολὴ γονάτισαν καὶ χάθηκαν ἀποδιωγμένοι. Γιατί, ὅπως γράφει καὶ ὁ Μιχάλης Ραδηνὸς ἡ χειρότερη τιμωρία εἶναι ὅτι..

[ ]

ἐκείνους ποὺ γκρινιάζουν

ὅσους ἐπαναστατοῦν,

δὲν τοὺς κλείνουν σὲ φυλακὲς

δὲν τοὺς τιμωροῦν·

τοὺς ἀφήνουν νὰ μιλοῦν στὰ ὑψώματα

καὶ τὸ πλῆθος ἀπὸ κάτου

χασκογελᾶ μαζί τους

(Στράτος Κοντόπουλος, ἀνέκδοτος συλλογή, «Τὰ κοσμικά της λήθης»)

Γὶ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ ἔχασαν τὴν μάχη, γιὰ κείνους ποὺ ἡ ψυχὴ τυὺς στέγνωσε ἀπὸ τὸ κυνήγι τῆς μεγάλης χίμαιρας, γράφει ὁ Ἀντρέας Καμπᾶς, (1919-1965), τὸ ποίημα μὲ τὸν περίεργο τίτλο «Ὅταν σείσαν τὴν ἀχλάδα, ὅσοι λάχαν τόσοι φάγαν». Ὁ Καμπᾶς εἶναι ἐπίσης μιὰ ἰδιαίτερη περίπτωση ἀνθρώπου μὲ περιπετειώδη καὶ ἐνδιαφέρουσα ζωή, θὰ τὸν δοῦμε κι αὐτὸν μὲ τὴν σειρὰ του κάποια στιγμή. Πρόλαβαν καὶ τὸν κατέταξαν στοὺς ὑπερρεαλιστές, νομίζω περισσότερο γιὰ τὶς συναναστροφές του, παρὰ γιὰ τὰ ἴδια τὰ λιγοστὰ ποιήματά του. Στὸ ποίημα ποὺ ἀκολουθεῖ πάντως, προσωπικὰ δὲν διακρίνω τίποτα τὸ ὑπερρεαλιστικό, τουλάχιστον ὄχι μὲ τὴν ἐπίσημη ἔννοια τοῦ ὄρου..

Ὅταν σείσαν τὴν ἀχλάδα

ὅσοι λάχαν τόσοι φάγαν

Ὅταν σείσαν τὴν ἀχλάδα

μέσα στὸν μεγάλο κῆπο

σὰν ἄστρα πέσαν πάνω στὸ καταπράσινο

χορτάρι,

οἱ χρυσοί, οἱ ζουμεροὶ καρποί,

οἱ καλὰ ὡριμασμένοι.

Καὶ γέμισε χαμόγελα, ὁ κόσμος ὁλόγυρα

Γέμισε χαρά, μ’ αὐτὰ τὰ δῶρα τῆς φύσης.

Κι ὅσοι λάχαν,

γεμίσανε τὰ καλάθια καὶ τὶς ποδιὲς

καὶ τὶς τσέπες ἀκόμη.

Καὶ τὰ μάτια γεμίσαν ἔλεος

ἀπὸ τὸν πλούσιο καρπό,

ἀπὸ τὴν δροσερὴ καὶ τὴ γλυκειά του σάρκα.

Ὅσοι λάχαν ὅμως

Τόσοι φάγαν

Οἱ ἄλλοι ποὺ κυνηγοῦσαν ὄνειρα πάνω στὰ βουνὰ

ἤ ψάχναν θησαυροὺς μέσα στ’ αγκάθια

 δὲ φάγαν.

 Καὶ φύτρωσε μέσα τους ἕνας φθόνος

Γέμισε τὸ στόμα τους χολή.

 Κ’ ἦταν ἄσκημο πράμα.

(Ἀνθολογία Σπύρου Κοκκίνη, Ἑστία, 2008, ὄγδοη ἔκδοση)

Τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὸ ὄνειρο, τὴν ἀλλοτρίωση μιᾶς κοινωνίας ἀντιποιητικῆς καὶ γὶ ΄αὐτὸ καταδικασμένης σὲ μιὰ ζωὴ διεκπεραιωτικὴ – ἐν τέλει μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἔχει ἐκπαιδευθεῖ νὰ ἱκανοποιεῖται μὲ τὸ ἀσήμαντο καὶ τὸ ὑλιστικό, (contra tempo στὸ ἀνικανοποίητό τῶν ἐλαχίστων τοῦ πνεύματος) – αὐτὴν λοιπὸν ἡ ἀποξένωση ἀποτυπώνεται ἔξοχα σὲ ὀκτὼ στίχους τοῦ Μανόλη Ἀναγνωστάκη (1925-2005). Δὲν εἶναι βέβαια ἄγνωστοι στίχοι ἢ παραγνωρισμένοι, ἀλλὰ στὸ σημερινὸ μικρὸ ἀφιέρωμα εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν κάμωμε «χρήση» καὶ κάποιων γνωστῶν ποιητῶν..

Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νάναι οἱ τελευταίοι

οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν

γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ

αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι.

Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ

σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος

γενήκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα

καὶ τὰ νερά τους δὲ μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις.

[ ]

(ἀπὸ τὸν «Ἐπίλογο»)

«Ξένος ἥλιος..» εἶναι τὸ ἄξιο πνεῦμα στὴν Ἑλλάδα καί, μὴ γελιέστε, πάντα ἔτσι ἦταν, τὸ ἀντιπνευματικὸ καὶ ἀντιποιητικὸ περιβάλλον σὲ τοῦτα τὰ χώματα εἶναι φαινόμενο διαχρονικό, ἔχει κατακτήσει πιὰ τὴν μονιμότητά του, ἔχει ἀποκτήσει διανοητικὴ κυριαρχία. Οἱ ἀναρχικὲς φωνές, ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ποὺ ποτὲ δὲν ἱκανοποιοῦνται μήτε συμβιβάζονται μὲ τὸ μέτριο, ἤσαν πάντοτε ἀπὸ λιγοστὲς ἕως ἀνύπαρκτες καὶ πάντοτε ἐνάντιες στὸν ὄχλο, στὴν λογική της μάζας, στὴν ἀφόρητη οἰκονομολατρεία..

[ ]

Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π’ ἄκρη δὲν ἔχει

Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μέσ’ τὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.

(Μανόλης Ἀναγνωστάκης, ἀπὸ τὸ «Μιλῶ»)

Αὐτὴ εἶναι ἡ ποίηση, αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλεύθερη συνείδηση – ἕνας δρόμος δίχως ἄκρη καὶ ἀναπαμό, μιὰ μοναχικὴ πορεία μέσα στὴν νύχτα, ἡ ἄρνηση νὰ γονατίσεις ἀπὸ τὴν διάψευση, τὴν μικρότητα, τὸν ψυχικὸ τραυματισμό, ὅπως τὸ λέγει καὶ ὁ Νίκος Καροῦζος, (1926-1990)..

[ ]

Ἕνας ὁ δρόμος καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ αἷμα

(«Μυκῆνες εὐτυχία τῆς Ἀργολίδας»)

Ἢ ὁ Γιῶργος Μαρκόπουλος, (1951)..

Τὸ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.

Καὶ τὸ πρωί, ἃ τὸ πρωί, τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ

ὅλο μὲ τὶς στάχτες.

(«Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες»)

Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ μία ἀνήσυχη συνείδηση θ’ ἀναγκαστεῖ νὰ συμβιβαστεῖ, θὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ ὑπέρτερες δυνάμεις στὸν συμβιβασμό, τὸν μέτριο βίο, τὴν ρουτίνα. Ὁ χρόνος θὰ ρίξει σκόνη ἐπάνω στὸ ἀρχικὸ ὄνειρο, τοὺς πρώτους καημούς, μὰ κάποιες φορές..

Πιάνω τὸν ἑαυτό μου πότε πότε

νὰ ἀναστενάζει,

βαθιὰ

μὲ ἀναφιλητό.

Σὰ νὰ ‘χει μέσα μου σαλέψει

κάποιο ναυάγιο.

(«Τὸ ναυάγιο», Χρίστος Λάσκαρης, 1931-2008)

(Ὁ Χρίστος Λάσκαρης εἶναι ἕνας πολὺ καλὸς ποιητής, ἄγνωστος βέβαια τοῖς πολλοῖς – ὤ! τί πρωτοτυπία-, ὀλιγόστιχος σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν καὶ ἡ ποίησή του παρουσιάζει ἐκπληκτικὲς ὁμοιότητες μὲ ἐκείνη τοῦ Κώστα Μόντη. Στὸ ἄμεσο μέλλον θὰ δημοσιευθεῖ ἕνα μικρὸ ἀφιέρωμα, τὸ ἀξίζει πραγματικά..).

Ὅσοι συνεχίζουν καὶ ἀκοῦν τὸ ναυάγιο μέσα τους, εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι κάποια στιγμή, ἔστω καὶ ἀργά, ἔστω καὶ στὴν δύση κοντά της ζωῆς τους, θὰ τὰ παρατήσουν ὅλα καὶ θὰ προσπαθήσουν νὰ ἔβρουν τὸ ξέφωτο τῆς πρώτης τους νιότης. Νὰ μιὰ μικρὴ παραλλαγὴ ἐπάνω σε τοῦτο τὸ μοτίβο, (ὅλο καὶ πιὸ συχνὸ τελευταία), ἀπὸ τὸν Κρίτωνα Ἀθανασούλη, (1916-1979)..

Ἕνα μικρὸ γραφεῖο, καρέκλα, γραφομηχανή,

πίκρα πολλή, ὄνειρα-καὶ τίποτε ἄλλο.

Τώρα δὲν τάχω. Ἐκεῖ, στὴν ἴδια θέση τους,

μπῆκε γραφεῖο ὑπηρεσίας, πολυθρόνα καὶ τηλέφωνο.

Λένε πῶς πιὰ ἐπρόκοψα, βρῆκα τὸ δρόμο μου,

κ’ εἶναι ὅλοι οἱ πελάτες μου εὐχαριστημένοι.

Ὅμως, μιὰ μέρα, σὰν τὰ τρὰμ ποὺ ἐκτροχιάζονται,

ξέφυγα ἀπ’ τὴ γραμμὴ ποῦ χάραξε ἡ ζωή μου,

ἔκλεισα τὸ ὡραῖο γραφεῖο μου, ἀπολύθηκα

στοὺς δρόμους, βγῆκα στὸ δημοπρατήριο

Κι ὅλο ψάχνω νὰ βρῶ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ γραφεῖο,

τὴ γραφομηχανὴ καὶ τὴν καρέκλα.

[ ]

(ἀπὸ τὶς «Ἀσκήσεις εὐαισθησίας»)

Ἃς κλείσω ἔτσι ὅπως ξεκίνησα, μὲ μιὰ ἀνάμνηση προσωπική..

Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ΄70 συμμετεῖχα σὲ μιὰ ποιητικὴ ὁμάδα, τίποτε τὸ ἰδιαίτερο, δέκα ἢ δεκαπέντε ἄνθρωποι μὲ ἀγάπη γιὰ τὴν ποίηση, μαζευόμασταν σὲ ἕνα ἄθλιο ἡμιυπόγειο, (χορηγία φίλου) καὶ ἀνάμεσά σε ποτά, τσιγάρα καὶ ἄλλα συναφῆ, διαβάζαμε πεζὰ καὶ στίχους, μικρὰ θεατρικά, ὁ καθεὶς ἔφερνε πότε πότε καὶ τὰ δικά του, διαφωνίες, τσακωμοί, ἄλλοτε κείμενα ἄξια, ἄλλοτε ἐντελῶς παιδικὰ καὶ κοινότοπα. Ἕνα μικρὸ φιλολογικὸ σαλόνι- μόνο ποὺ τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι, μήτε φιλολογικὸ ἤτανε καὶ πολὺ περισσότερο μήτε σαλόνι..

Κάποτε προστέθηκε στὴν συντροφιὰ νεαρὰ φοιτήτρια τοῦ πολυτεχνείου, γόνος γνωστῆς μεγαλοαστικῆς οἰκογένειας, σιωπηλὴ στὶς πρῶτες συναντήσεις – ὥσπου ἕνα ἀπόγευμα, (τὸ θυμοῦμαι σὰν τώρα), μάζεψε τὸ θάρρος καὶ ζήτησε νὰ διαβάσει πέντε ποιήματά της ἀπὸ μιὰ μικρὴ συλλογὴ ποὺ εἶχε συρράψει, σὲ διάστημα δύο περίπου χρόνων. Σημειῶστε ὅτι οἱ ἀπαγγελίες ὅλων μας ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἤσαν τίποτε ἄλλο ἀπὸ κραυγές, μὲ φωνὲς ποὺ σχεδὸν μόλις εἶχαν βραχνιάσει ἀπὸ τὴν ἐφηβεία, δύο ἀκόμη κοπέλες ποὺ συμμετεῖχαν στὴν ὁμάδα δὲν ἔγραφαν ἀκόμη δική τους ποίηση..

Κι’ ἄξαφνα μέσα σ’ ἐκείνη τὴν ἄχαρη αἰσθητική του ΄70, μέσα σὲ ἕνα χῶρο ποὺ ζοῦσε περισσότερο ἡ πολιτικὴ παρὰ ἡ ποίηση, μᾶς καθήλωσε μιὰ φωνὴ ὅλο ὑγρασία, ὅλο δροσιὰ καὶ χρῶμα, μὲ ἕναν στίχο στέρεο, χαμηλότονα μελαγχολικό, ἐρωτήματα βαθιά, νοήματα πρωτόγνωρα γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ τὶς ἀναζητήσεις ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε.

Θυμᾶμαι, μείναμε ἐν σιωπῆ ὥρα πολλή. Δὲν ἦταν τόσο ἡ ἔκπληξη ἀπὸ μιὰ ποιήτρια μεγέθους σημαντικοῦ σὲ τόσο νεαρὴ ἡλικία, ἀλλὰ κυρίως τὸ βάθος μιᾶς ὑπαρξιακῆς ποίησης ποὺ δὲν ὑποψιαζόμασταν καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ ἀπογοήτευση γιὰ τὶς δικές μας τραγικὲς προσπάθειες, ποὺ τώρα εἶχαν ἀπομείνει θρύψαλα σὲ μιὰ γωνιά, θλιμμένες μέσα στὸ ἄτεχνό τους. Ὅπως γράφει καὶ ὁ Νίκος Ζαρίφης σὲ ἕνα πεζό του..

«Ἀνησυχούσαμε γιὰ τὸ θηρίο ποὺ περιγράφουν τὰ βιβλία. Ὥσπου θηρίο πραγματικὸ βγῆκε μπροστά μας καὶ τότε καταλάβαμε τί θὰ πεῖ τρόμος.. (κείμενα γιὰ τὴν μεταπολίτευση, 1978)»

Ψελλίσαμε ὅ,τι μπορούσαμε νὰ ψελλίσουμε ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ τὸ διαλύσαμε νωρίς. Μαζευτήκαμε μόνο μία φορὰ ἀκόμη, αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τέλος ἐκείνων τῶν συναντήσεων, δὲν ὑπῆρχε πιὰ λόγος, τὸ μέτρο σύγκρισης ἦταν συντριπτικό, ἀπὸ ἕνα κορίτσι τῆς διπλανῆς πόρτας..

Αὐτὸ τὸ κορίτσι συνέχισε νὰ γράφει, παράτησε τὸ πολυτεχνεῖο, τσακώθηκε ἄγρια μὲ τὴν οἰκογένειά της, ἀρνήθηκε τὰ χρήματα καὶ τὴν προστασία τους, μπῆκε σὲ ἕνα τραῖνο μόνο μὲ τὸ εἰσιτήριό της, κατέληξε στὸ Παρίσι ποὺ τότε μάζευε ὅλες τὶς ἀνήσυχες ψυχές, ἔζησε σὲ ὑπόγεια, κινδύνεψε ἀπὸ κάτι καλόπαιδα σὲ βρωμοσυνοικίες, δούλεψε σὲ μπὰρ καὶ καταγώγια γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀγοράζει βιβλία, χαρτιὰ καὶ μολύβια, συνέχιζε νὰ γράφει καὶ νὰ μοιράζει ποιήματα, κάποια στιγμὴ μιὰ ὁμάδα ἑλλήνων τὴν περιμάζεψε καὶ τὴν ἔβαλε σὲ σπίτι ἀνθρωπινό, κοντά τους βρῆκε ἕνα πιάτο φαγητό, τὴν φέραν σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους, τὰ ποιήματά της ἄρχισαν νὰ κυκλοφοροῦν ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, οἱ δικοί της μὲ πεῖσμα μοναδικὸ τὴν εἶχαν οὐσιαστικὰ ἀποκληρώσει. Κάποτε τῆς προσφέρθηκε θέση πολυπόθητη μὲ μηνιάτικο καλὸ γιὰ ξεκίνημα – μόνο ποῦ ἦταν θέση ρουτίνας, γραφειοκρατική, κάπου σε μιὰ θυρίδα σὲ πανεπιστημιακὴ γραμματεία. Εἶχε φτύσει κυριολεκτικὰ αἷμα γιὰ νὰ φτάσει νὰ μὴν σέρνεται στὰ πλακόστρωτα, μὰ ἀρνήθηκε, κράτησε μιὰ κωλοδουλειὰ τριῶν ὡρῶν τὴν ἡμέρα, ἴσα γιὰ νὰ πληρώνει ἕνα δωμάτιο καὶ νὰ τρώει ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ συνέχισε νὰ γράφει, νὰ σκίζει καὶ νὰ μουτζουρώνει – μέσα στὰ πέντε χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν μάζεψε ἔργο τεράστιο σὲ ποσότητα καὶ ἀξία.

Ἕνας ἀπὸ τὴν τότε συντροφιά μας, τὴν συνάντησε ἐντελῶς τυχαία χωμένη στὴν πολυθρόνα ἑνὸς καφέ, σκυμμένη πάνω ἀπὸ μιὰ κούπα καὶ μιὰ στοίβα σελίδες. Ἀγκαλιαστῆκαν, συγκινήθηκαν, ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ γυρίσει, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τότε εἴμασταν πιὰ σὲ θέση νὰ τὴν βοηθήσουμε, νὰ τῆς προσφέρουμε ἀσφάλεια, ἴσως καὶ τὴν προοπτικὴ μιᾶς σταδιοδρομίας σὲ μιὰ Ἑλλάδα ποὺ τότε ὑποκρινόταν πὼς ἀγαπᾶ τοὺς ποιητές. Προσπάθησε εἶναι ἀλήθεια γιὰ ὥρα πολλή, ὥσπου ἐκείνη σήκωσε τὰ μάτια, (κάτι ὄμορφα μάτια πάνω σ’ ἕνα πρόσωπο ταλαιπωρημένο), καὶ τοῦ εἶπε σχεδὸν παρακλητικά..

«Δὲν θέλω ἀσφάλεια, δὲν θέλω δουλειά, δὲν θέλω σπίτια.. θέλω μοναχὰ νὰ σβήσω τὴν φωτιὰ ποὺ καίει στὸ μυαλό μου..».

Ἐκεῖνος ταράχτηκε, σιώπησε. Δὲν ἦταν πόζα θεατρική, ἦταν ἀγωνία πραγματική. Μέχρι καὶ σήμερα κακιώνει τὸν ἑαυτό του ποὺ δὲν ἐπέμενε, δὲν τὴν ἀγρίεψε, δὲν τὴν πίεσε περισσότερο, μὰ ποῦ νὰ τόξερε πὼς ἐκείνη ἡ λαμπρὴ σκέψη θάσβηνε δυὸ μῆνες ἀργότερα στὸ κρύο της δωμάτιο, δίπλα σε ἕνα μπουκαλάκι ἄδειο ἀπὸ χάπια. Ἀπὸ κάτι σκόρπιες σημειώσεις μάθαμε πὼς σκεφτόταν νὰ ταξιδέψει ξανὰ γιὰ ἄλλα μέρη, πέρα ἀπὸ τὴν Εὐρώπη..

Ἡ φωτιὰ δὲν ἔσβησε ἕως τὴν ὕστατη στιγμή. Ὅλα της τὰ γραφτά, (χρονολογημένα καὶ μὲ φιλολογικὴ δουλειὰ θηριώδη), μοῦ τὰ παρέδωσε συντετριμμένο συγγενικό της πρόσωπο μὲ τὴν ἐλευθερία νὰ τὰ κάμω ὅ,τι καταλαβαίνω. Δὲν ἔκαμα τίποτα. Ἐγὼ ποὺ δὲν πιστεύω στὴν μοίρα, στὸ πεπρωμένο καὶ σ’ ἄλλα παρόμοια, τὸ νιώθω δῶρο μεγάλο της τύχης ὅτι σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ πολλὰ κλειδωμένα συρτάρια μου, μόνο γιὰ μένα, ἀναπαύονται τὰ σπαράγματα, (τὰ ἄξια σπαράγματα), μιὰ φλογισμένης σκέψης, μιᾶς ἀνικανοποίητης ψυχῆς ποὺ κυνήγησε τὸ ἀπόλυτο μέχρι ἐκεῖ ποὺ δὲν πήγαινε ἄλλο. Καὶ εἶναι βέβαιο, (θέλω νὰ τὸ πιστεύω βέβαιο), ὅτι ἐὰν τὰ πράγματα ἤσαν διαφορετικά, πλῆθος κόσμου θὰ εἶχε δροσιστεῖ ἀπὸ ἐκείνη τὴ φωτιὰ τῆς ποίησής της. Πρὸς τὸ παρὸν μένω ἐγωιστὴς καὶ τὰ κοιτῶ μονάχος. Κάποτε, ἴσως..

Χρήματα, σιγουριά, σπίτια, σύνταξη. Γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς, μπορεῖ. Ὅμως ὁ κόσμος δὲν προχωρᾶ μὲ τοῦτα τὰ προβλέψιμα, μὲ τοῦτα τὰ καθημερινά, τὰ ἀναγκαστικά. Ὁ κόσμος προχωρᾶ καὶ κρατιέται στὴν θέση του ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ τόνε μάχονται. Ὁ κόσμος προχωρᾶ μὲ τὶς ἐξαιρέσεις του, τοὺς ἀποδιωγμένους του, τοὺς τρελούς του, τοὺς ὀνειροβάτες καὶ ἀκροβάτες του· τὰ μυαλὰ ποὺ φλέγονται καὶ κλωτσοῦν τὰ δῶρα αὐτοῦ του κόσμου· τοὺς χαμένους τοῦ χρηματιστηρίου, τῶν κάθε λογῆς χρηματιστηρίων. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἠμποροῦν τὰ δεσμά, δὲν ἀντέχουν τὴν ὑποκρισία, δὲν μολεύουν τ’ ὄνειρο μὲ ἄλλοθι, δικαιολογίες, ὀλιγωρίες, ἰσορροπίες κάθε λογής. Ἐλάχιστοι σὲ ἀριθμὸ ποιητὲς, ποὺ ὅπως γράφει καὶ ὁ Καρυωτάκης, «Αἰσθάνομαι τὴν πραγματικότητα μὲ σωματικὸ πόνο. Γύρω δὲν ὑπάρχει ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ τείχη ποὺ στενεύουν διαρκῶς περσότερο, τέλματα στὰ ὁποῖα βυθίζομαι ὁλοένα. Ἀναρχοῦμαι ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μου…».

Ὑπάρχουν ἀκόμη σήμερα συνειδήσεις μὲ τέτοια φλόγα, μὲ τόσο φορτίο, μὲ ἀγωνίες παρόμοιες;

Ώ!, ναί, ὑπάρχουν. Δὲν θὰ τοὺς βροῦμε εὔκολα γιατί ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς συχνάζουμε αὐτοὶ ἀπουσιάζουν, ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς χειροκροτοῦμε αὐτοὶ περιφρονοῦν καὶ φεύγουν. Ἀναρχοῦνται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις τους, ἀρνοῦνται δηλαδὴ τὰ δῶρα μιᾶς κίβδηλης ζωῆς καὶ ἀναζητοῦν ὁλοένα καὶ βαθύτερα τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς φέρει βιωματικά, διαισθητικὰ στὸ κέντρο τῆς πιὸ ἀπόλυτης συγκίνησης, τῆς πιὸ γνήσιας ἀπόλαυσης τοῦ ὡραίου, τοῦ εὐγενοῦς, τοῦ μεγάλου. Παλεύουν μὲ τὶς λέξεις ὄχι γιὰ ν’ ἀνέβουν σὲ δαφνοστεφανωμένες κορυφὲς, μὰ γιὰ νὰ δείξουν ἕνα μονοπάτι νέο, μιὰ διαφορετική, πιὸ τρυφερὴ ματιά, νὰ ἀποδείξουν (πρωτ’ ἀπ’ ὅλα στὸν ἑαυτό τους), πὼς μιὰ ἄλλη ζωή, πιὸ ὑποφερτή, πιὸ ἀνθρώπινη εἶναι δυνατή. Ἀπευθύνονται στὸ πνεῦμα, στὴν κάθε συνείδηση ξεχωριστά. Καὶ ἂν ἐργάζονται μέσα στὰ σκότη, εἶναι γιὰ νὰ καταλάβουν πρῶτοι (παρθενικῶς) τὸ ἀντιφέγγισμα μιᾶς σπίθας. Ἐτούτη ἡ ματαιοδοξία εἶναι ἴσως καὶ ἡ μοναδική τους ἀδυναμία..

Λιγοστοὶ καὶ ἄγνωστοι, μὰ ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν. Καὶ ἂν ἀναρωτιέστε γιατί τὸ φῶς τους δὲν λάμπει, ἂν ρωτᾶτε, (ἴσως μὲ μιὰ μικρὴ εἰρωνεία), γιατί ἐνῶ φλέγονται δὲν ἠμποροῦν νὰ σᾶς ζεστάνουν, θυμηθεῖτε τὸ μικρὸ ἐκεῖνο ποιηματάκι τοῦ Λάσκαρη, στοχαστεῖτε ἐπάνω στὴν ἀλήθειά του..

Ἀπ’ τὸ φεγγάρι

Μὴν ἐλπίζεις ἄλλο φῶς.

Ἂν εἶναι ἔτσι χλομὸ

Καὶ ἀνεβαίνει κάθε βράδυ λυπημένο,

Δὲν φταίει αὐτό.

Φταίει ὁ ἄδειος οὐρανὸς

Κι ὁ δρόμος ὁ συνηθισμένος.

Μὰ ναί, εἶχε ὁπωσδήποτε δίκαιο ὁ Δάσκαλος. Ὅταν αὐτὲς οἱ ἐλάχιστες γωνιὲς τῶν ἀναρχικῶν της συνείδησης γίνουν ὁρατὲς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ περπατοῦν τὸν δρόμο τὸν συνηθισμένο, τότε θάχει γεννηθεῖ μιὰ ἐλπίδα..

Ἕως τότε, (ἂν βέβαια ποτέ..), κάθε φορὰ ποῦ κάποιο ὄνειρο παίρνει τὸν δρόμο τῆς ἄρνησης καὶ τοῦ θανάτου, κοντοσταθεῖτε καὶ θυμηθεῖτε τὸν λυγμὸ τοῦ ποιητῆ..

Χρέος

Αὐτὲς τὶς μεταξένιες, |τὶς ἀνάερες|, τὶς ντροπαλὲς παιδοῦλες, |μὲ τὰ τετράξανθα μάτια, |ποὺ ἀνησυχία| τὰ συννεφιάζει| καὶ ποὺ στριμώχνονται |πίσω ἀπὸ τὸ πορτόφυλλο |νὰ κρυφακούσουν, |τί θὰ ποῦμε γιὰ τὴν τύχη τους|-πέστε μας, |μὲ ποιὰ χέρια θὰ τὶς θάψουμε, |τὶς ὠχρὲς |παιδοῦλες |ποὺ πρέπει νὰ πεθάνουνε;|Πέστε μας, |μὲ τί καρδιά, |μὲ ποιὰ χέρια θὰ τὶς θάψουμε;

Κράτα το

5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
62Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
3 Comments
Τὰ παλαιότερα
Τὰ πλέον πρόσφατα Τὰ πλέον δημοφιλῆ
Inline Feedbacks
View all comments
trackback

[…] Από Mάνος Τασάκος […]

Alexia Milopoulou
7 years ago

Εξαιρετικό κείμενο!… το λιγότερο που μπορώ να πώ..