Δὲν ἔχει τέλος αὐτὴ ἡ ὁμίχλη, δὲν ἔχει λευκὴ σημαία αὐτὴ ἡ ἧττα..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
427Shares
GREEK POET

Τίποτε…Δὲν ἀντέχω νὰ κοιτῶ τὸ βάθος

παντοῦ κλωθογυρίζει ἡ σαῦρα, τὸ σφαλάγγι*

κι ἐμεῖς ἀπὸ να νέο οἶκτο ἔχουμε ἀνάγκη

κι ἀπὸ να δυνατὸ καινούριο πάθος.

(* δηλητηριώδης ἀράχνη)

(Βύρων Λεοντάρης, «νεκροταφεῖο Μ…», Ὕψιλον, ἡ πρώτη ἔκδοση τὸ 1983)

Ἔσπασα πιὰ τὶς σάλπιγγες

ἔκαψα τὶς σημαῖες.

Τώρα μιλῶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φωνή μου,

ἄχ, τώρα σᾶς μοιράζω τὴν ψυχή μου

-κι ἐσεῖς γυρνᾶτε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο…

(Βύρων Λεοντάρης, «Νυκτερινὰ Ἱ», Ὕψιλον, ἡ πρώτη ἔκδοση τὸ 1983)

Ἔχω μόνιμο τὸ ἄγχος τῆς ἀπέναντι ὄχθης, τοῦ ὕστατου ὀβολοῦ, τοῦ χρόνου ποὺ ἀπομένει. Καὶ εἶναι ἕνα ἄγχος, ποὺ ὅσο τὸ σῶμα μου γερνᾷ τόσο καὶ αὐξάνεται, τόσο μὲ κατατρύχει, τόσο μὲ κάμει νὰ τινάζομαι τὰ βράδια ἀξημέρωτα καὶ νὰ τρέχω στὸ γραφεῖο μου. Κι ἀνασκαλεύω χαρτιά, συμπληρώνω ἀποτετελειωμένος φράσεις, σβήνω, γράφω, διαγράφω, σκέπτομαι θέματα καινούρια, παρατάω ἄλλα παλιὰ καὶ μισοτελειωμένα, ἀνοίγω βιβλία ποὺ πιὰ δὲν χωροῦν, (ποτὲ δὲν χωροῦν, κι ἃς ἔχει καταντήσει τὸ γραφεῖο σὲ μέγεθος νὰ θυμίζει ἐκεῖνο τοῦ Στάλιν στὸ Κρεμλίνο..), ἁπλώνω στὸ πάτωμα μία στοῖβα ἀπὸ χαρτάκια σημειώσεων, κι ἐπάνω τους τὰ γραμμένα οὔτε ἐγὼ τὰ ξεχωρίζω – ἑκατοντάδες ἐργασίες ἀρχινισμένες σὲ κάποια στιγμὴ αἰσιοδοξίας, μὰ ἡ καθεμιὰ τους ἀπαιτεῖ μελέτη πολλή, ἔρευνα, σκέψη, κέφι καὶ στοχασμὸ ἀνεπηρέαστο, ὅσο τοῦτο εἶναι κατορθωτό. Κάποτε τὸ ξημέρωμα μὲ βρίσκει σκονισμένο ἀπὸ τὸ ἀνασκάλεμα, μὰ ἡ βάσανος καὶ οἱ ἐνοχὲς γιὰ τὸν χρόνο ποὺ φεύγει μένουν ἴδιες, τὰ γραπτά μου τὸ ἴδιο ἀτελῆ, ὁ σκοπός μου δείχνει τὸ ἴδιο περίπου μακρινός, τὸ ἴδιο ἄπιαστος..

Ἅ! ναί, ὁ θάνατος μιὰ μέρα θὰ γνέψει, δὲν ἔχωμε καιρό, δὲν ἔχωμε καιρὸ γιὰ ἀναβολὲς καὶ καθυστερήσεις. Ὤ! ναί,  ποτὲ ὁ καιρὸς δὲν εἶναι ἀρκετός, πάντα τὸ τέλος κάτι διακόπτει, πάντα κάτι ἀφήνει ἐν κινήσει· καὶ ἀκριβῶς γι΄αὐτό, ἀκριβῶς γιατί ἡ δαμόκλειος σπάθη τοῦ καθενὸς ἀπροειδοποίητα κόβει τὸ νῆμα – ἀκριβῶς διὰ τοῦτο ἀπομένω κάθε φορὰ τόσο ἔκπληκτος μὲ τὴν σπατάλη, τὴν ἀπίστευτη σπατάλη χρόνου ἐπάνω στὰ ἀσήμαντα, τὰ ἐπουσιώδη, τὰ ψευδῆ. Δύσκολα ἐξηγεῖται μὲ πόση χάρη καὶ χαρά, μὲ πόση ἄνεση, οἱ περισσότεροι τουλάχιστον, (οἱ συντριπτικὰ περισσότεροι), ξοδεύουν τὸν χρόνο τους ἐπάνω σὲ κείμενα κακογραμμένα καὶ στίχους ἄθλιους, πόσο εὔκολα ἑνώνονται μὲ τὴν ἀγέλη καὶ περνοῦν ὧρες χειροκροτῶντας τὸ τίποτα, ὑμνῶντας τὸ γελοῖο· καὶ κάθε ἡμέρα τὰ ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀκούραστα, μὲ τὴν ἴδια ὑποκρισία, τὴν ἴδια ἡμιμάθεια, τὴν ἴδια ἀδιαφορία γιὰ δημιουργία, ἀλλαγή, ἀντίσταση στὴν μετριότητα, στὴν ἀποχαύνωση, στὴν ἐπιφάνεια. Εἶναι πάντοτε ἐκπληκτικὸ μὲ πόση εὐκολία οἱ περισσότεροι δέχονται ὅριο λέξεων στὶς ἐκφραστικές τους ἀνάγκες, τὸ πόσο εὔκολα παραιτοῦνται ἀπὸ τὸν κόπο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγνωση ἑνὸς μεγάλου μὰ ἄξιου κειμένου, τὸ πόσο ὅλοι τόσο πολὺ ἀρέσκονται στὶς ἀλληλοθωπεῖες, στὰ Κίτσα μου, Κοῦλα μου, Μπάμπη μου κι Ἀντρέα μου· στὰ βραβεῖα κάθε λογὴς ἀπὸ τὸν κάθε ἔμπορο· στὶς ἐπιτροπές· στὴν κολακεία· στὲς χειραψίες μὲ ἱδρωμένα χέρια καὶ τὲς συναλλαγὲς μὲ μυαλά στεγνά, βαρετά, ἀφορήτως πληκτικά. Καὶ περισσεύουν ὁ ναρκισσισμός, ἡ ἐγωπάθεια, ἡ παράνοια μεγαλείου μέσα ἀπὸ τὴν ἀσήμαντη δημοσιότητα στὸ διαδίκτυο. Γεμάτα τα μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης (ὁ θεὸς νὰ τὰ κάμει..) ἀπὸ κείμενα ἀμπελοφιλοσοφοῦντα, ἠλίθια, ρηχά, γιομάτα ἀπὸ ἡμιμάθεια καὶ ταϊσμένη ἄγνοια· καὶ ἀπὸ κάτω τσοῦρμο οἱ τεμπέληδες τῆς εὔφορης κοιλάδας ποὺ τρῶνε ὧρες, μέρες καὶ χρόνια στὸ χειροκρότημα καὶ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Τίποτα, τοῦ Μηδέν. Ἔφυγε τὸ κουτσομπολιὸ ἀπὸ τὰ πεζούλια καὶ ξαπλώθηκε στὸ διαδίκτυο, στὴν τηλεόραση, στὴν πολιτική, στὰ σαλόνια, στὴν παιδεία – προπάντων στὴν παιδεία. Καὶ ἰδοὺ ποιητὲς καὶ πεζογράφοι τοῦ ἑνὸς (συνήθως πληρωμένου) βιβλίου στὰ 20, στὰ 25 καὶ στὰ 30 τους χρόνια, ποὺ τὸ πιστεύουν πραγματικὰ ὅτι γράφουν ἐξαίρετη ποίηση καὶ παίρνουν καὶ πόζα, καὶ θλιμμένο ὕφος καὶ ἀνεβάζουν κατατονικὲς φωτογραφίες, μπᾶς καὶ δὲν ἀντιληφθοῦμε τὸν βαθύ τους στοχασμὸ καὶ τὴν μόλις ἀναγνωρισμένη ἰδιοφυΐα τους. Κι ἔπειτα τὸ κοινὸ – εἶναι καὶ ἐκείνη ἡ ροπὴ πρὸς τὸ ἄλλοθι, τὴν δικαιολογία, τὴν αὐτο- ὕπνωση: «Μὰ ἔχουμε καιρό, μὰ ξεύρετε οἱ βιοτικὲς ἀνάγκες, ἡ κρίση, ἡ ἐποχή, ἡ ταχύτης, ἡ κούραση, ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐκτόνωση…». Κι ὅλο πληθαίνουν οἱ δικαιολογίες καὶ ὅλο σπανίζουν οἱ ποιότητες οἱ λογοτεχνικές, τὰ ἄξια καὶ βαθιὰ κείμενα, οἱ στοχασμοὶ ποὺ ἔχουν κάτι νὰ ποῦν, ἡ παιδεία ἡ εὐρύτερη ποὺ παράγει καὶ ταυτόχρονα ἀμφισβητεῖ ἀξίες, ποὺ γκρεμίζει καὶ κτίζει, ποὺ νικᾷ καὶ ἡττᾶται μὲ πεῖσμα δύναμη καὶ μόχθο. Κι ἂν εἶναι μία λέξη ποὺ πιὰ ἀπουσιάζει καὶ ἀπὸ τὰ λεξικά, αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικότητα ἡ ἐσώτερη, ἡ βασική τῆς συνείδησης ποὺ ὅταν ὑπάρχει δημιουργεῖ καὶ ὅταν ἀπουσιάζει ἀπομένουν μόνο ἦχοι, κραυγὲς καὶ ψίθυροι ἀκατάληπτοι, ἀδιάφοροι..

(Πᾶνε λίγες ἡμέρες ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἐκτρωματικὰ καὶ δῆθεν λογοτεχνικὰ βραβεῖα τοῦ public· ὅπου μέσα σὲ ἕναν ἀπίστευτο ἀχταρμὰ βρέθηκαν ὁ Ξανθούλης, ἡ Μαντά, ἡ Καλογεροπούλου, πλεῖστοι ἄλλοι ἀτάλαντοι καὶ μὴ  καὶ ὁ… Καβάφης! Ὡς μαϊντανὸς ὁ Ἀλεξανδρινὸς καὶ ποτὸ εὔπεπτον ποὺ πάει μὲ ὅλα. Ὡς couleur locale, ἔστω καὶ τῆς ἀλλοδαπῆς. Καὶ δὲν βρέθηκε ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ ἀνία ἢ ἀηδία. Καὶ δὲν τόλμησε ἕνας ἀπὸ τοὺς δῆθεν πνευματικοὺς τούτης τῆς χώρας νὰ μιλήσει ἐνάντια σ΄αὐτὴν τὴν κακοποίηση τῆς λογοτεχνίας,. Θὰ διαβάσετε ἀρκετὰ γιὰ ὅλα αὐτὰ στὸ δεύτερο τεῦχος τῆς «χίμαιρας» ποὺ ἑτοιμάζεται, ὅμως τοῦτο τὸ θέαμα τοῦ μικρομέγαλου ἐπαρχιωτισμοῦ καὶ τῆς «λογοτεχνίας» τοῦ ὀξυζενὲ παραῆταν κακόγουστο. Καὶ θλιβερό, στὸν βαθμὸ ποὺ δείχνει πὼς τὸ σύνολο πιὰ ἀποδέχεται τὴν κακοποίηση καὶ τὴν χωνεύει, δίχως δεύτερη συζήτηση καὶ κρίση…).

Ὅσο περνᾷ ὁ καιρὸς καὶ ἡ λογοτεχνία γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ρηχή, ὅλο καὶ πιὸ ἀδιάφορη, τόσο περισσότερο πιστεύω στὴν ἀναγκαιότητα ἑνὸς ἀδέκαστου καὶ στιβαροῦ κριτικοῦ πνεύματος ποὺ θὰ σαρώσει ὅλα αὐτὰ τὰ φληναφήματα καὶ θὰ δείξει τὸν δρόμο γιὰ νέες λογοτεχνικὲς ποιότητες. Ὅσο τέτοια πνεύματα ἀπουσιάζουν ἢ δειλιάζουν νὰ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὸ μέτριο καὶ τὸ κακό, δύσκολα μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ κάτι ἀναζωογονητικό τῆς τέχνης, καθὼς τὸ κριτήριο ὁλοένα καὶ θὰ ἐξαφανίζεται καὶ ἡ λογοτεχνία θὰ ταυτίζεται μὲ τὸ γοῦστο τῆς Κίτσας τοῦ «δὲν ἀντέχω τὴν βαριὰ καὶ δῆθεν κουλτούρα» καὶ τὰ κέφια τοῦ Μπάμπη τοῦ «εἶπα νὰ κάνω τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδα βιβλίο», (πραγματικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ συνεντεύξεις συγγραφέων..).

Δεῖτε πόσο σπαρακτικὰ ἀποτυπώνει ὅλη τούτη τὴν ἀγωνία γιὰ τὸν χρόνο ὁ Φαῖδρος ὁ Μπαρλᾶς σὲ ἕνα ποίημα ἁπλό, ὀλιγόστιχο – ἀλήθεια πόσο ἁπλὸ εἶναι στὸ βάθος του;..

Τί ὡραία φράση!

«Αὔριο ποὺ θὰ ἔχομε καιρό,

αὔριο ποὺ θὰ ἔχομε καιρό,

νὰ τὸν ξοδέψομε σὲ ἔργα χαρμόσυνα…»

Ἐλαφρὰ φρικίαση φέρνει

ἡδονικῆς προσδοκίας στὸ σῶμα·

καὶ πόσο πιὸ ὡραία ἡ φράση

ἂν ἀναλογιστεῖς πόσο λίγο,

πόσο, ἐν γένει, φοβερὰ λίγο

καιρὸ ἔχομε…

(Φαῖδρος Μπαρλᾶς, «Αὔριο», πέθανε ἀπὸ καρκίνο στοὺς πνεύμονες τὸ 1975, στὰ 50 του χρόνια)

Ἴσως κάποιοι ἤδη ἀποροῦν. Τί γυρεύει μιὰ τόσο ξένη καὶ μακρόσυρτη εἰσαγωγὴ καὶ ἕνα ποίημα τοῦ Μπαρλᾶ στὴν κριτικὴ παρουσίαση τοῦ Βύρωνα τοῦ Λεοντάρη; Πρὸς τί αὐτὲς οἱ κάπως κοινότοπες ἀναφορὲς στὸν χαμένο χρόνο, τὶς ποιότητες ποὺ λείπουν, τὴν ἀντι-πνευματικὴ συμπεριφορὰ τῆς καθημερινότητας;..

Φταίει αὐτὴ ἡ καταραμένη σύγκριση – ἡ κριτικὴ εἶναι κρίση, ποὺ προέρχεται κυρίως ἀπὸ σύγκριση, ἀπὸ τὴν στάθμιση τοῦ διαφορετικοῦ μέτρου στὸ βάθος τῶν συνειδήσεων καὶ τῶν πνευματικῶν ἀναστημάτων. Δὲν ἔχω εἰλικρινὰ καμία συμπλεγματικὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὴν σημερινὴ ποίηση, θὰ ἔλεγα μᾶλλον τὸ ἀντίθετο – ἀναζητῶ ἐναγωνίως ποιότητες σὲ νέους ἀνθρώπους, προσπαθῶ νὰ στηρίξω τοὺς ἐλάχιστους ποὺ βρίσκω νὰ ἀξίζουν, ὅσοι ἀλληλογραφοῦν μαζί μου τὸ γνωρίζουν καλά. Ὄχι, δὲν θέλω νὰ χωρίζω τὸν κόσμο σὲ γενιές, στὸ παλιὸ καὶ στὸ νέο, στὸ κάποτε καὶ στὸ σήμερα. Ὅμως..

..Ὅμως εἶναι κι αὐτὴ ἡ καταραμένη σύγκριση ποὺ φέρνει τὰ μεγέθη στὶς πραγματικὲς διαστάσεις καὶ εἶναι μία σύγκριση συντριπτική. Ἡ πνευματικότητα ξεύρετε, δὲν ὁρίζεται εὔκολα ἢ μᾶλλον δὲν ὁρίζεται ὁλοκληρωμένα. Εἶναι ἐκείνη ἡ ἰδιότητα ποὺ κατέχει καὶ ἀποκτᾷ ἡ συνείδηση ἔπειτα ἀπὸ ἀτελείωτες ὧρες μελέτης, στοχασμοῦ, ἀνάλυσης καὶ διαλόγου. Εἶναι μία στάση ζωῆς ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ στὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα καὶ καταλήγει στὴν ἀταλάντευτη ἀντίσταση ἀπέναντι σὲ κάθε τί προσβλητικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν νοημοσύνη του καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά του. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ ἕναν ἀτελείωτο κύκλο σπορᾶς, καλλιέργειας καὶ θερισμοῦ, γιὰ μία μάχη μὲ πολὺ αἷμα, ἧττα, φτώχεια καὶ κοινωνικὸ ἀποκλεισμό. Γιατί ἡ πνευματικότητα ἀπὸ τὴν φύση της διαθέτει ἀτομικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ στέκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν μᾶζα, τὸ εὔπεπτο, τὸ εὔκολο, τὸ ἀντιαισθητικό, τὸ φευγαλέο. Ἡ πνευματικότητα εἶναι μὶα διαρκῇς συνομιλία μὲ ὅ,τι πιὸ ἄξιο κατέχει ἡ ἀνθρωπότητα καὶ μὲ ὅ,τι πιὸ δημιουργικὸ μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ κάθε συνείδηση ξεχωριστά..

Κριτικὴ παρουσίαση τοῦ Βύρωνα Λεοντάρη σήμερα λοιπὸν κι ἔχουμε νὰ ποῦμε πολλά, πάρα πολλά, μὲ ὄχημα τὴν δική του (κυρίως) ποίηση, στίχους ἄλλων ποιητῶν, κριτικὰ κείμενα τρίτων μὰ καὶ τοῦ ἴδιου· στὴν γενιά του, στὴν γενιὰ τοῦ Λεοντάρη, (τὴν λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική..), ἀνιχνεύονται τὰ τελευταῖα σπαράγματα ἐκείνης τῆς πνευματικότητας ποὺ ἀναφέρουμε παραπάνω, ὑπάρχουν ἀκόμη ψήγματα γνήσιας ἀγωνίᾳς γιὰ τὴν ὕπαρξη, τὴν κοινωνία, τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὸν θάνατο – ὑπάρχει ἀκόμη ἡ ἀνάγκη γιὰ μία προσωπικὴ φιλοσοφία, γιὰ ἕνα ἀξιακὸ σύστημα, γιὰ μία ἰδεολογικὴ πυξίδα.. ἀλλά, θὰ τὰ δοῦμε ὅλα μὲ τὴν σειρά τους, στίχο τὸν στίχο, λέξη τὴν λέξη. Καὶ θὰ διαπιστώσουμε νομίζω γι ἀκόμη μία φορά, πὼς ἄλλα φάρμακα ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν δημιουργία δὲν ὑπάρχουν, γιὰ μία συνείδηση ποὺ τὸ θέλει νὰ εἶναι ἄξια, ὀρθὴ καὶ κυρίως μοναδικὰ χρωματισμένη μέσα στὸ πλῆθος..

Ποῦ τοποθετεῖται χρονικὰ ὁ Λεοντάρης;.. ἔχουν καὶ οἱ χρονολογίες τὴν σημασία τους..

Ὑπάρχουν καταστάσεις ποὺ ἐπηρεάζουν ἕναν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν προβλήματα ποὺ δοκιμάζουν τὶς ἀντοχές του, ὑπάρχουν ὅμως καὶ γεγονότα ποὺ στοιχειώνουν τὸ πνεῦμα του καὶ τὸν ἀκολουθοῦν ἴσαμε τὸν θάνατό του. Ἐκεῖνοι ποὺ ἤσαν παιδιὰ στὸν δεύτερο μεγάλο πόλεμο καὶ ἔφηβοι σχεδὸν στὸν ἐμφύλιο ποὺ ἀκολούθησε, συνήθως δὲν ὁμιλοῦν γιὰ κεῖνα τὰ χρόνια, οἱ ἀναμνήσεις εἶναι ἐπώδυνες· ὅμως χρειάζεται μιὰ ἀφορμή, μόνο μιὰ μεγάλη ταραχή, γιὰ νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη πληγὲς ποὺ ἀκόμη αἱμορραγοῦν. Γνώριζα κάποτε ἕναν ἄνθρωπο αὐτῆς τῆς γενιᾶς, ἐπανειλημμένα τὸν εἶχα παρακαλέσει νὰ καταγράψουμε ἐκεῖνες τὶς μέρες, νὰ μιλήσουμε μὲ ὅποιον τρόπο ἤθελε ἐκεῖνος γιὰ τὰ βιώματα τοῦ πολέμου· δὲν τόκαμε ποτέ, πάντοτε ἔβρισκε τρόπους ἀποφυγῆς καὶ διαφυγῆς, μισόλογα καὶ λόγια κοινότοπα γιὰ τὴν βία, τὶς ἀδερφοκτόνες θηριωδίες καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὥσπου μιὰ μέρα ἔχασε τὸν μοναχογιό του σὲ τροχαῖο. Καὶ τότε, μέσα ἀπὸ τοῦτο τὸ ἀπίστευτα ὀδυνηρὸ πένθος, ἀνασύρθηκε ὅλη ἡ ὀδύνη καὶ ἡ φρίκη τοῦ πολέμου, ὅλες οἱ θολὲς εἰκόνες μιᾶς παιδικῆς ἡλικίας ποὺ κατασπαράχθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸ αἷμα, τὸ βασανιστήριο, τὴν α-πάνθρωπη συμπεριφορά. Μὲ ἕναν αὐτοματισμὸ, ποὺ στὰ μάτια μου ἦταν πράγματι τρομακτικός, ξεπήδησαν εἰκόνες ἀπὸ κορμιὰ τιναγμένα στὸν ἀέρα, παιδιὰ ἀνάσκελα στὰ πεζοδρόμια τῆς κατοχικῆς Ἀθήνας, πεθαμένα ἀπὸ τὴν πεῖνα, φόβος, ἐξευτελισμός, ἀγριότητα μοναδική. Τὸ συγκεκριμένο σημερινὸ πένθος, ἔβγαλε στὴν ἐπιφάνεια ὅλη τὴν σκοτεινιὰ τοῦ ᾅδη, ἔγινε μία κραυγὴ γιὰ ὅση βία καὶ θάνατο εἶχε συναντήσει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος στὴν πιὸ τρυφερὴ ἡλικία, ἔγινε ἕνα θρηνητικὸ τραγοῦδι, ἕνα μοιρολόι γιὰ ὁλάκερη τὴν σκοτεινιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς, ὁ πόλεμος καθόρισε τὴν συνείδηση τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς γενιᾶς – καὶ ὅταν λέω ὅτι καθόρισε τὸ ἐννοῶ στὸ πιὸ ἀπόλυτο νόημα τῆς λέξης. Ἄλλωστε, ποιὸ ἄλλο μέτρο καθορισμοῦ χρειαζόμαστε, ὅταν ἀκόμη καὶ σήμερα, 70 χρόνια μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐξακολουθοῦμε νὰ ὀνοματίζουμε γενεὲς μὲ βάση τὴν θηριωδία του; (γιὰ τῶν γενεῶν τὶς κατατάξεις, καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ μεταπολέμου, ἔχουν διατυπωθεῖ βάσιμες ἐνστάσεις καὶ ἀπὸ τὸν Λεοντάρη, ὅσο γιὰ τὴν δική μου γνώμη εἶναι γνωστὴ ἀπὸ πολλὰ ἄρθρα καὶ τὴν «χίμαιρα» – γι αὐτὸ ἃς μὴν μπλέξουμε τὸ σημερινὸ κείμενο μὲ παρόμοια θέματα..).

Ὁ Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε τὸ 1932, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Σάμο, ὅμως τὸ 1939 ἡ οἰκογένειά του ἐγκαθίσταται στὴν Ἀθῆνα. Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε μὲ βεβαιότητα ποιὲς εἰκόνες πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια του στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν καὶ ἐννοῶ δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε μὲ βεβαιότητα βιωματικὴ ἢ ἔστω ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ μία ἀξιόπιστη μαρτυρία. Ἔχομε βέβαια κάποια δοκίμιά του, ὅπως εἶναι τὸ περιβόητο «Ἡ ποίηση τῆς ἥττας», (Ἐπιθεώρηση Τέχνης, τχ. 106-107, σ.520, Ὀκτ.-Νοε 1963) ἢ σημειώσεις του ὅπως «Ἡ ἀκαταστασία τῆς ἑλληνικῆς μεταπολεμικῆς ποίησης», ὅπου ἔμμεσα οἱ εἰκόνες τοῦ πολέμου περισσεύουν. Ὅμως ὅλα τοῦτα ὁδηγοῦν σὲ ὑποθέσεις κι ἐμεῖς χρειαζόμαστε κάτι πολὺ πιὸ στέρεο γιὰ νὰ βγάλουμε κρίση γιὰ τὸν ποιητή, νὰ γνωρίσουμε τὸν στίχο του, νὰ περπατήσουμε δίπλα στὸν στοχασμό του· ἔτσι, τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ ποίησή του καὶ μ’ αὐτὴν θὰ πορευθοῦμε σήμερα μέχρι τὸ τέλος (αὐτὴ ἡ προχειρότητα τῶν ποιητικῶν ἐκδόσεων καταντᾷ ἐκνευριστική, καθὼς ἀπουσιάζουν ἀκόμη καὶ τὰ στοιχειώδη τῆς φιλολογικῆς ἐπιμέλειας, κάποιο ὑποτυπῶδες χρονολόγιο, ἕνα ἐπίμετρο ἔστω γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ἄλλο ἕνα θέμα ξεχωριστὸ ἀπὸ μόνο του, δεῖγμα πάντως τῆς ἀπίστευτης κριτικῆς πενίας καὶ ρᾳθυμίας γιὰ τὴν λογοτεχνία..).

Ἃς προσπαθήσωμε μιὰ ἀρχή, ἃς πιαστοῦμε ἀπὸ ἕνα πρῶτο ποίημα. Ἃς δοῦμε τοὺς τελευταίους στίχους ἀπὸ  τὸ «Ὑπάλληλος μυροπωλείου», γραμμένο στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ΄50.

[ ]

Πλέουμε πάνω σ’ ἕνα ἀπέραντο πτῶμα.

Μὰ δὲ βουλιάζουμε, γιατί

δὲ συμβιβάζεται ἡ ἀναπνοή μας μὲ τὴ μπόχα του

δὲ συμβιβάζονται τὰ πόδια μας μὲ τὴ λάσπη του

τὸ χρῶμα του δὲ χωράει στὰ μάτια μας.

Ἔχεις κι ἐσὺ τὴν ἴδια οὐλὴ ἀνάμεσα στὰ φρύδια.

Ἀκόμα ἕνα βουνό, ἀκόμα ἕνα βάλτο,

νὰ πηδήσουμε κι αὐτὸ τὸ κῦμα,

νὰ περάσουμε κι αὐτὴ τὴν πτυχὴ ἀηδίας,

ἀκόμα ἕνας χειμῶνας, ἀκόμα μιὰ ἄνοιξη, ἀκόμα ἕνας σφυγ-

μός!

Τὰ χέρια σου μυρίζουνε τὰ μανταρίνια ὅλης της γῆς,

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στὸ πρόσωπό σου.

Δὲ θὰ βουλιάξεις! Στὶς κακοτοπιὲς

ἕνας ἥλιος σὲ κρατάει ἀπ’ τὶς μασχάλες.

(Βύρων Λεοντάρης, «Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

Θυμηθεῖτε τὴν ἐποχή. Ὁ Λεοντάρης εἶναι γύρω στὰ εἴκοσι, ὁ πόλεμος ἔχει βέβαια τελειώσει, ἡ χώρα προσπαθεῖ νὰ συνέλθει ἀπὸ ἕναν ἐμφύλιο σπαραγμό, τὸ παρακράτος εἶναι πάντοτε κυρίαρχο, οἱ βασανισμοὶ καὶ οἱ ἐκτελέσεις στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχουν σταματήσει, ( ἡ ἐκτέλεση τοῦ Μπελογιάννη καὶ τῶν συντρόφων του ἔγινε μόλις τὸ 1952), οἱ ἰδεολογίες καὶ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο δὲν ἔχουν ἀκόμη ξεθωριάσει, τὸ ὅραμα γιὰ δικαιοσύνη καὶ λεύτερη ζωὴ μπορεῖ ἀκόμη νὰ φλογίζει τὶς συνειδήσεις τῶν, νέων ἰδιαίτερα, ἀνθρώπων. Τὰ παιδιὰ τοῦ πολέμου ἀσφυκτιοῦν μέσα σ΄αὐτὸ περιβάλλον, δὲν τὸ ἀποδέχονται, δύσκολα μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν μαζί του. Δὲν ἔχει σημασία τόση ἐὰν εἶναι κομμουνιστές, κεντρῶοι ἢ κεντροαριστεροί – το πνεῦμα τους δὲν εἶναι ἀκόμη ὑποταγμένο, εἶναι πολὺ νέοι ἀκόμη γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἧττα καὶ τὴν ὑποχώρηση. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Λεοντάρης ξεκινᾷ νὰ ἀναμετρᾶται μὲ τὴν ποίηση καὶ ὁ στίχος του ἀκόμη ὑπερασπίζεται ἕνα λαμπερὸ μέλλον, ἀκόμη ἐλπίζει σὲ μιὰ καλύτερη κοινωνία, ἀκόμη θαυμάζει τὸν ἀγῶνα, τὴν μάχη, τὴν ὁρμὴ τῆς μάζας, τὸ πεῖσμα τοῦ ἀνθρώπου. Δεῖτε τὸν ὄμορφο στίχο.. «Ἔχεις κι ἐσὺ τὴν ἴδια οὐλὴ ἀνάμεσα στὰ φρύδια», δηλαδὴ τὴν ἴδια βασανιστικὴ ἀγωνία γιὰ τὸν κόσμο, τὸν ἴδιο προβληματισμό, τὴν ἴδια περίσκεψη, σ’ ἐκείνη τὴν ρυτίδα συμπυκνώνεται ἡ προσφορά σου πρὸς ὁλάκερη τὴν ἀνθρωπότητα – τὰ ἑπόμενα χρόνια αὐτὴ ἡ ρυτίδα θὰ μείνει ἐκεῖ ἀνυποχώρητη, μόνο ποὺ τότε ἐπάνω της θὰ βαραίνει πιὰ ἡ μεγάλη διάψευση..

Ἔχω παρατηρήσει, (μὲ κάποια σχετικὴ πειραματικὴ ἀσφάλεια), ὅτι κάθε ἄξιος ποιητὴς τοῦ 20ου αἰῶνα διατρέχει σχετικὰ γρήγορα τρία ἐπίπεδα (ἐπιτρέψτε μου τὶς σχηματικὲς ἀναφορές). Τὸ πρῶτο εἶναι ἐκεῖνο τῆς νιότης, τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς ἐλπίδας – ἐδῶ οἱ περισσότεροι ποιητές μας (καὶ κυρίως οἱ μεταπολεμικοί), θὰ συνδεθοῦν μὲ κόμματα, ἰδεολογίες, κινήματα καὶ διάφορες κοινωνικὲς ὀργανώσεις. Πιστεύουν ἀκόμη στὸ μεγάλο σύνολο, στὴν ἀνατροπή, στὸ ἄσπρο καὶ μαῦρο τῆς πολιτικῆς, οἱ περισσότεροι ὀνειρεύονται, (μὲ τὸν πιὸ ἀθῷο καὶ ρομαντικὸ τρόπο, εἶναι ἀλήθεια), τὴν ἰδανικὴ σχεδὸν κοινωνία. Εἶναι αὐτὸ τὸ πρῶτο «στάδιο», αὐτὴ ἡ πρώτη ὁρμή, ποὺ ἀκόμη διακατέχει τὸν Λεοντάρη ὅταν γράφει:

Ἀγάπη πάντοτε κι ἀγῶνας θὰ σὲ πλάθουν καὶ θὰ δίνουν

νόημα στὸν πυρετὸ τῆς ὕπαρξής σου, μ΄ ἕνα φῶς

φτεροκοπώντας γύρω σου τὶς στάχτες νὰ σοῦ πλύνουν

-Σήκω! τῆς ζωῆς δὲν σταματάει ποτὲ ὁ τρικυμισμός.

[ ]

(Βύρων Λεοντάρης, «Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

Ἢ  ἀλλοῦ..

Σηκώνουμε τοὺς τραυματίες σὰν τσαμπιὰ

-οἱ φωνὲς τους ξερίζωσαν τὸν ἥλιο,

σταγόνες αἷμα σκορπιστήκανε παντοῦ σὰν ἄχρηστα νομίσματα

κηλῖδες αἷμα, τρομερά, μεγάλα, ἀποσιωπητικὰ μὲς στὴ ζωὴ

μας…

(Βύρων Λεοντάρης, Ὀρθοστασία, 1957, «Τοῦ δρόμου»)

Εἶναι ἀκόμη πόλεμος, πάντα θὰ εἶναι πόλεμος ὡς τὸ τέλος, πάντα θὰ εἶναι αἷμα, οἱ εἰκόνες αὐτὲς δὲν θὰ ξεθωριάσουν ποτέ. Κάποιοι στίχοι εἶναι ἀκόμη κάπως συμβατικοί, ὅμως ὁ ποιητὴς τοῦ αὔριο ἔχει ἀρχίσει νὰ ἀχνοφέγγει. Ἕως καὶ τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ΄50, (ἕως δηλαδὴ καὶ τὴν ἔκδοση τῆς συλλογῆς «Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ»), ἡ ποίηση τοῦ Λεοντάρη θὰ παραμείνει μαχητικὴ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἡ λεπτὴ μελαγχολία ἴσα ποὺ διακρίνεται σὲ κάποιους στίχους, κάθε ἀναφορὰ σὲ παραίτηση ἢ ἧττα εἶναι τόσο χλωμὴ ποὺ σχεδὸν δὲν γίνεται ἀντιληπτή.. ὅμως..

Ὅμως, ἀκόμη καὶ μέσα στὶς πρῶτες συλλογὲς μπορεῖ εὔκολα νὰ διακρίνει κανεὶς τὰ σπέρματα μίας ὑπαρξιακῆς ποίησης, (ποίησης τῆς ἀτομικῆς συνείδησης), σχετικὰ χαμηλότονης – ἄλλωστε ὁ Λεοντάρης, ἀκόμη καὶ ὅταν γράφει..

[ ]

Ἀπὸ παντοῦ κι ἀπὸ πάντοτε

καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ νύχτα

ἀσύλληπτη, ἀναπόφευγη, τέτοια ποὺ δὲν τὴν ἐφαντάστηκε

κανείς,

ἔρχεται πιὰ ἡ καλπάζουσα,

ἔρχεται πιὰ ἡ παλίρροια τῶν λαῶν.

(«Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

..ἀκόμη καὶ τότε δὲν κραυγάζει, δὲν γίνεται ψεύτικος, δὲν ὑπηρετεῖ κάποια πολιτικὴ σκοπιμότητα, παρὰ μόνο τὸν θυμὸ τῆς ψυχῆς του γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἀκόμη τρέχει, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ ἀκόμη εἶναι φθηνή. Καὶ κάποτε κάποτε, ἐκεῖ ἀνάμεσα σὲ μία κάπως πιὸ «ὀρθόδοξη» γιὰ τὴν ἐποχὴ ποίηση, ξεπροβάλλει ἕνα ποίημα θαρρεῖς ἀπὸ ἄλλη πένα, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ξεκινᾷ νὰ μελετᾷ τὴν ὕπαρξη μὲ τὰ αἰώνια καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματά της. Γιὰ νὰ δοῦμε μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικρὰ καὶ ὄμορφα ποιήματα, ἰδιαίτερα καλὰ καὶ σὲ τεχνική, ἐὰν ὑπολογίσει κανεὶς καὶ τὸ νεαρό τῆς ἡλικίας..

IV

Κάτοχος, φυσικά, καὶ ξένης γλώσσης,

εἴκοσι χρόνων, μὲ λεπτὴ κορμοστασιά,

μῆνες καὶ μῆνες τρέχει γιὰ δουλειά.

«-Δυστυχῶς δὲν ἐδόθησαν πιστώσεις…»

Πρόσωπα ἀγαπημένα, πρόσωπα χλωμὰ

-περηφάνιας γραμμές, μ΄ὅλη τὴν ἄλλη

δυστυχία σας στραμμένη ἀπὸ τὴν ἄλλη-

μὴν κλαῖτε. Αὔριο ξανά, αὔριο ξανά…

Σκάλες, οὐρές, οὐρὲς λογῆς λογῆς

χαρτιὰ κι αἰτήσεις πάνω στὶς αἰτήσεις.

Καὶ νὰ ΄χεις τόσα, τόσα ν’ ἀγαπήσεις,

εἴκοσι χρόνων «στὸ ἄνθος τῆς ζωῆς»

(«Ὀρθοστασία», 1957, «τοῦ δρόμου»)

Ὑπάρχει ἐδῶ καὶ Καβάφης, καὶ Καρυωτάκης, κι ἐκείνη ἡ λεπτὴ εἰρωνεία ἀπέναντι στὸ σύστημα, (θυμηθεῖτε τὸ «Ἀλλοίμονο στοὺς νέους» μὲ τὸν Χόρν..), καὶ μία καταγγελία τῆς ἀνεργίας καὶ τῆς φτώχειας, ἀπόλυτα θὰ ἔλεγε κανεὶς φυσιολογική. Ὑπάρχει ὅμως ἐδῶ καὶ ὁ Λεοντάρης τῆς μελαγχολίας, (πρὸς τοῦτο καὶ ἡ καταφυγὴ στὸ Καβαφικὸ ὕφος), τῆς ἀπογοήτευσης (Καρυωτάκης) – ἐδῶ ξεκινᾷ ὁ Λεοντάρης ποὺ, κατὰ πῶς γράφει ὁ ἴδιος πολὺ ἀργότερα, «…μόνον διὰ τῆς λύπης εἶμαι εἰσέτι ποιητής». Στὴν πραγματικότητα ἀντιγράφει μία ἀπάντηση τοῦ Νίκου Καμπᾶ στὸν Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἃς κρατήσουμε τὴν οὐσία, ἃς σκεφθοῦμε: γιατί ἐντυπωσιάστηκε τόσο ἀπὸ τὴν φράση γιὰ νὰ κλείσει μ’ αὐτὴν μία ποιητική του συλλογή; («Μόνον διὰ τῆς λύπης», 1976). Μήπως «…εἶναι καὶ θέμα χαρακτῆρος καὶ ρομαντικῆς ἰδιοσυγκρασίας..», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε κάτι ἀνόητες κρίσεις γιὰ τὸν Καρυωτάκη λίγα χρόνια πρίν; Ὄχι, ἡ λύπη ξεκινᾷ νὰ εἶναι παροῦσα, (καὶ ταυτόχρονα το κύριο κίνητρο) στὴν ποίησή του, γιατί ἁπλούστατα εἶναι τὸ ἀπότοκο ἐκ τοῦ περιβάλλοντος συναίσθημα, μία παραλλαγὴ τοῦ Σεφερικοῦ «Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει..». Κοιτάξτε γιὰ παράδειγμα τὶς δέκα τελευταῖες στροφὲς ἀπὸ τὸ ποίημα «Στάζει τὸ σπίτι μας» καὶ πῶς ὁ Λεοντάρης ξεφεύγει ἀπὸ τὴν πεπατημένη καὶ δίνει τὸν τελευταῖο στιβαρὸ στίχο, θάλεγε κανεὶς μία μικρὴ ἐλεγεία γιὰ τὴν συνείδηση ἐκείνη τὴν γυμνή, τὴν ἀπόλυτα γνήσια ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα φτιασίδι ὅταν ἀντιμετωπίζει τὴν ζωὴ… ἢ τὸν θάνατο..

[ ]

Στάζει τὸ σπίτι μας ἀπόψε, πάλι στάζει καὶ χτυποῦν

στὸ μέτωπο οἱ σταγόνες καὶ χτυποῦν

μιὰ λίμνη ποὺ φιλῶ, μιὰ θάλασσα ποὺ ἀγκαλιάζω.

-Ποῦ εἶσαι; Ποῦ εἶμαι; Ποῦ εἶναι τὸ σπίτι μας;

-Δὲν ἔχουμε σπίτι ἐμεῖς,

ποτὲ δὲν εἴχαμε σπίτι, ποτὲ μιὰ νύχτα ἀδιάβροχη στὸν πόνο.

Νἆ ΄σαι σίγουρη μονάχα

γι αὐτὸ ποὺ μποροῦν νὰ σκεπάσουν οἱ πλάτες μου

κι ἀγάπα ἀχόρταγα

τὰ μάτια, τὸ στόμα καὶ τὴν τιμή μου.

(«Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

Ἀγάπα ἀχόρταγα λοιπὸν τὰ μάτια μου (ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ μαρτυρῶ ὁ ἴδιος, ποὺ φυλακίζονται ἀπὸ τὴν δική μου καὶ μόνο ματιὰ στὰ πράγματα), τὸ στόμα μου (ὅσα σκέφτομαι καὶ γράφω)_ καὶ τὴν τιμή μου (δηλαδή, τὴν συνείδησή μου καὶ μόνο). Ἐτούτη ἡ στάση μὲς στὴ ζωὴ λοιπόν, εἶναι καὶ ἡ μόνη αὐθεντική, δὲν ὑπάρχει ἄλλη γραμμὴ ἄμυνας, δὲν ὑπάρχει ἄλλο σπίτι ἀσφαλές, παρὰ μόνο ἐκεῖνο ποὺ σκάβει τὸ δικό μας πνεῦμα, ἡ δική μας σκέψη. Κάθε ἄλλο σπίτι (κάθε ξένο, δανεικὸ σπίτι..) εἶναι ἕνα μπάλωμα, ἕνα δίχτυ ἀσφάλειας καὶ κομφορμισμοῦ ποὺ κάποτε θὰ παλιώσει, θὰ τρυπήσει, θὰ στάξει ὅλη τοῦ κόσμου τὴ βροχὴ στὸ πρόσωπό μας..

Ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογὴ καὶ τὸ ποίημα «Κοιτάχτε».. ὁ Λεοντάρης δὲν δείχνει νὰ ἀγαπᾷ ἰδιαίτερά τοὺς τίτλους στὴν ποίησή του, ἐκεῖνοι τῶν πρώτων συλλογῶν του εἶναι μᾶλλον ἄτεχνοι καὶ ἄχρωμοι, τὰ πράγματα βελτιώνονται ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, ἀλλὰ συχνότατα ἡ προτίμησή του εἶναι ποιητικὲς συνθέσεις ἄτιτλες στὸ μεγαλύτερο μέρος τους..

Κοιτάχτε αὐτὸ τὸ πλοῖο ποὺ βυθίζεται στὸν κόσμο.

Ἡ πρύμνη κάτω ἀπὸ τὰ κύματα βαραίνει

ἐνῷ ὁλοένα ἡ πλώρη του διάφανη ὑψώνεται – Κοιτάχτε

τί καθαρὸ σκαρί, χωρὶς μπαλώματα.

Ποτὲ του δὲν λογάριασε τὸ σάλο ποὺ τὸ κύκλωνε

ποτὲ του δὲν παζάρεψε τὰ πάθη του καὶ τώρα

πόσο ἀψήφιστα βυθίζεται στὸν κόσμο

Μὲ ὀρθὴ τὴν πλώρη στὸ γαλάζιο φῶς – Κοιτάχτε,

σεῖς ὅλοι, ποὺ ἀπ ΄τὴν ἀπελπισία σας νὰ ζῆστε τὴ μικρὴ

ζωή σας,

ἁρπάζεστε ἀπ΄ τὰ ροῦχα τοῦ πιὸ ἀνάξιου θανάτου.

(«Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

Εἶναι βέβαια μία μικρὴ ἀλληγορία ἐπάνω στὸν διὰ τῆς ζωῆς θάνατο, τὴν καταστροφὴ δηλαδὴ ποὺ ἔρχεται ὅταν ἐπιλέξουμε ζωὴ contra tempo, ὅταν προτιμοῦμε τὴν ἐλευθερία τῆς μιᾶς ὥρας ἀπὸ τὸν ἰσόβιο (..τὸν πιὸ ἀνάξιο) καθημερινὸ θάνατο. Εἶναι ἕνα  ὄμορφο ποίημα, διαχρονικὸ, ὅπως ὅλα τα καλὰ ποιήματα καὶ καθοδηγητικὸ γιὰ τὴν κάθε συνείδηση ξεχωριστά.

Καὶ ἀπὸ τὸν ἀνάξιο θάνατο στὸν ἄδικο, ἐκεῖνον ποὺ παίρνει ζωὲς τρυφερὲς ποὺ δὲν πρόλαβαν νὰ ζήσουν. Ἃς δοῦμε λοιπόν, ἕνα ποίημα κάπως περίεργο – στὴν πρώτη ἀνάγνωση εἶναι βεβαίως μία πολὺ τρυφερὴ (καὶ ἀρκετὰ μελαγχολικὴ) ματιὰ στοὺς νέους ποὺ ἔφυγαν νωρίς, σὲ ὅσους θυσιάστηκαν γιὰ ἕνα ὄνειρο, τὴν θυσία αὐτὴ τὴν συμπυκνώνει ἐξαίρετα ὁ στίχος..

«ἀλλάξαμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ

μὲ μιὰ γουλιὰ λεύτερο ἄνεμο»

Ὅταν ὅμως φτάνει κανεὶς στὸ τέλος τὰ πράγματα γίνονται λίγο ἀμφίσημα.. ὅμως, ἀς δοῦμε πρῶτα το ποίημα ὁλόκληρο..

Ἤμασταν τόσο νέοι καὶ τόσο σύντομοι… Περάσαμε

σὰν σύννεφα ποὺ μοσχοβόλησαν τὸ χῶμα,

ὁ θόρυβός μας θόρυβος ματιῶν ποὺ ἀνοίγουν στὸ σκοτάδι

ἤμασταν τόσο νέοι καὶ τόσο σύντομοι.

Γυναῖκες δὲν γνωρίσαμε πολύ.

Ἡ σάρκα μας ὑπάκουε σ΄ ἄγνωστα ρίγη.

Ἀλλάξαμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ

μὲ μιὰ γουλιὰ λεύτερο ἄνεμο.

Δὲ νιώσαμε ἄλλη ζεστασιὰ ἀπ΄ τὸν πυρετό,

ὁ ὕπνος μας κουνιότανε σὰ θάλασσα,

ὁ θόρυβός μας θόρυβος ματιῶν ποὺ ἀνοίγουν στὸ σκοτάδι

Ἤμασταν τόσο νέοι καὶ τόσο σύντομοι.

Τώρα βρισκόμαστε ἐδῶ. Ἕνας σωρὸς

σπασμένα γαλάζια κόκαλα.

Ὁ ἄνεμος περνῶντας κάτω ἀπὸ στοὲς ἀκοίμητες

σφυρίζει ἔνδοξους σκοπούς. Πολλοὶ

μᾶς ὀνομάζουνε: «φλογέρες τοῦ ἥλιου».

Μὰ ὅταν περνοῦν οἱ νέες κοπέλες

μὲ τὶς πεδιάδες τῶν σταχυῶν στοὺς ὤμους τους ν΄ἀστρὰ-

φτουν, ψιθυρίζουν:

-Πῶς μπόρεσαν, ἀλήθεια, νὰ πεθάνουν τέτοιοι ἄνθρωποι;

(«Γενικὴ αἴσθηση», 1954)

Σκεφθεῖτε γιὰ λίγο – εἶναι στ΄ἀλήθεια αὐτὸ ἕνα «ὀρθόδοξο» ἡρωικὸ ποίημα γιὰ τὰ νιάτα ποὺ χάθηκαν στὸν πόλεμο, στὸν ἐμφύλιο, ἢ σὲ ὅποια ἄλλη παρανοϊκὴ ἀνθρώπινη δραστηριότητα; Ναί, βέβαια, ὁ ἄνεμος σφυρίζει ἔνδοξους σκοπούς, οἱ ἐπίσημοι ὁμιλοῦν μεγαλόστομα, («φλογέρες τοῦ ἥλιου»), πιθανὸν κάποιο κόμμα νὰ γιορτάζει κάθε χρόνο τὴν θυσία τους μὲ δόξα καὶ τιμή. Ἀλλὰ τότε πρὸς τί τὸ δῆθεν ἀθῷο ἐρώτημα στὸ τέλος; Πῶς μπορεῖ κάποιος στὰ σοβαρὰ νὰ ἀναρωτηθεῖ ἐὰν ἄξιζε ἡ θυσία γιὰ τόσο ὑψηλὰ ἰδανικά; Μήπως σὲ τούτη τὴν τελευταία ἀπορία κρύβεται μία μικρὴ ἀμφισβήτηση, ἕνα σαράκι ποὺ ὅσο πάει μεγαλώνει: Μήπως τελικὰ καμιὰ ζωὴ δὲν ἀξίζει ἕναν πρόωρο θάνατο; Μήπως τὸ αἷμα, (τὸ κάθε αἷμα) εἶναι πάντοτε ἐπὶ ματαίω καὶ πρέπει κανεὶς διὰ τῆς ζωῆς νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἰδέα καὶ ὄχι διὰ τοῦ θανάτου του; Εἶναι βεβαίως μία τολμηρὴ ἄποψη καὶ θάλεγε κανεὶς ἀρκετὰ ἐπικίνδυνη, στὸν βαθμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἄλλοθι γιὰ τὴν πλήρη ἀπάθεια καὶ τὸν μικροαστικὸ συμβιβασμό, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ θέτει ἕναν προβληματισμὸ ἐπάνω στὰ ἑκατομμύρια κουφάρια ποὺ χάθηκαν, κάποιες φορὲς μάλιστα γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό..

Σὲ κάθε περίπτωση κάποιες τέτοιες μικρὲς ἀντιφάσεις μέσα στὰ πρῶτα ποιήματα τοῦ Λεοντάρη καταδείχνουν ἕναν προβληματισμὸ ἐν τῇ γενέσει, ἕνα σπέρμα ἀμφιβολίας γιὰ τὰ παραδομένα καὶ τὰ κοινῶς ἀποδεκτά. Κι ἂν ἀκόμη ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ διάσταση τῆς ποίησής του ἀπὸ νεαρὴ ἀκόμη ἡλικία, δεῖτε τὶς δύο τελευταῖες στροφὲς ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἄνθρωποι», καμία ἀμφιβολία ὅτι ἀναφέρεται καὶ πάλι στὶς γενιὲς τοῦ πολέμου, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸν στίχο ἡ αἴσθηση τῆς ματαιότητας εἶναι ὁλοφάνερη, ὑπάρχει ἕνα πεῖσμα σχεδὸν δονκιχωτικό, μάλιστα σὲ κάποιο σημεῖο ὁ διάλογος μὲ τὸν Καρυωτάκη εἶναι σχεδὸν ἐπίσημος («ἄνθρωποι νὰ προσμένουμε στὸ μῶλο..»)

[ ]

Εἴμαστε ἁπλοί, ἀνεπίστρεπτοι καὶ σύντομοι διαβάτες,

δὲ μᾶς πλανεύει τ΄ὄνειρο ἑνὸς ἐξαίσιου τέλους,

τὰ ὡραῖα κορίτσια ἐρωτευτήκαμε – κι ἐκεῖνα τοὺς ἀγγέλους,

χαμογελάσαμε στὴν ἄνοιξη – κι ἐκείνη στὰ παιδιά της.

Κλάψαμε γιὰ ὅ,τι χάσαμε· ἤμασταν ἄνθρωποι πολύ,

ἄνθρωποι ὡς τὴν τελευταία αἱμόπτυση τῆς δύσης,

ἄνθρωποι νὰ προσμένουμε στὸ μῶλο, ποὺ δὲ θὰ γυρίσεις,

ἄνθρωποι νὰ ποθοῦμε αὐτό, ποὺ ξέμαθε νὰ μᾶς ποθεῖ.

(Βύρων Λεοντάρης, «Παλιοὶ κῆποι»)

Εἶναι μία σαφής, σαφέσταση παραδοχὴ μιᾶς ἥττας, εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς λυγίζει καὶ θέλει νὰ διώξει μακριά το πικρὸ ποτῆρι – στὴν οὐσία εἶναι κάτι πολὺ πιὸ τραγικὸ καὶ ἀπὸ αὐτό, ἐκεῖνος τουλάχιστον γνώριζε τὴν ἀνάστασή του, ἐδῶ πρόκειται γιὰ μία θυσία μὲ ἀμοιβὴ τὸν ἀμετάκλητο θάνατο, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, τὴν μὴ ζωή, τὴν ἀπώλεια ὅλων ἐκείνων τῶν καθημερινῶν ποὺ τὴν συνιστοῦν καὶ τὴν χρωματίζουν.

Ἃς ἀνοίξουμε ἐδῶ μία μικρὴ παρένθεση, ἃς διατυπώσουμε μία ἀπορία ποὺ εἶναι ἐρώτημα πολλῶν. Ἐντάξει, μεσοπόλεμος γιὰ τὴν Ἑλλάδα οὐσιαστικὰ δὲν ὑπῆρξε καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ μελαγχολικὸς στροβιλισμὸς τῆς ποίησης στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα δείχνει φυσιολογικός, ἰδιαίτερα μέσα στὰ ἀποκαΐδια μιᾶς μικρασιατικῆς καταστροφῆς. Ὅμως ἐκεῖ γύρω στὸ 1950, ὑπάρχει ἕνα ἰσχυρὸ ρεῦμα στὴν μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα ποὺ αἰσιοδοξεῖ, ποὺ ἐλπίζει, ποὺ προσβλέπει σὲ μακρὰ εἰρήνη. Οἱ συνέπειες τῆς ἥττας στὸν ἐμφύλιο βέβαια ἀκόμη καλὰ κρατοῦν, ἀλλὰ ἡ γενικὴ αἴσθηση (ἅ!, θυμηθεῖτε λοιπὸν τὸν τίτλο τῆς συλλογῆς τοῦ Λεοντάρη τὸ 1954), ἡ γενικὴ αἴσθηση λοιπόν εἶναι ὅτι ἡ χώρα μαζεύει τὰ συντρίμμια καὶ προσπαθεῖ νὰ προχωρήσει. Πῶς δικαιολογεῖται λοιπὸν ἡ στροφὴ στὴν ὑπαρξιακὴ ποίηση, στὴν μελαγχολία, στὴν παραίτηση; Γιατί καὶ οἱ δύο γενιὲς τοῦ μεταπολέμου νιώθουν τὴν ἧττα (στὴν πλειονότητά τους..), καὶ ὄχι τὸ κάλεσμα μιᾶς ἐπιστροφῆς, μιᾶς revanche σὲ συνθῆκες πιὸ εὐνοϊκές;..

Τὸ ἐρώτημα εἶναι εὔλογο, πάσχει ὅμως στὸ σημεῖο ποὺ ἀντιμετωπίζει τὴν ποίηση, (τὸ διευκρινίζω γιὰ πολλοστὴ φορά: τὴν καλή, τὴν σημαντικὴ ποίηση..), ὡς «..ἀντανάκλαση τῶν κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν συσχετισμῶν στὸ πολιτιστικὸ πεδίο..». Χαμογελᾷ ἡ κοινωνία; Ἐ! τότε πρέπει νὰ χαμογελᾷ καὶ ἡ ποίηση! Ἀριστεροστρέφεται (ἢ καὶ ἀντίστροφα) ἡ κοινωνία; Ἐ! τότε πρέπει καὶ ἡ ποίηση νὰ ἀκολουθήσει σ’ αὐτὸν τὸν ἐπαναστατικὸ οἶστρο! Εὐτυχῶς οἱ περισσότεροι ἄξιοι ποιητὲς (καὶ δὲν εἶναι πάρα πολλοί, δυστυχῶς..), στάθηκαν ἐνάντιοι σὲ μία τέτοια ἰσοπεδωτική (το ἐκφράζω κομψά..) ἀντίληψη.

Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πολλὰ ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μείνω συνεπὴς στὴν σημερινὴ παρουσίαση, θὰ δώσω τὸν λόγο στὸν ἴδιο τὸν Βύρωνα Λεοντάρη, ἔτσι ὅπως διατυπώνει τὴν ἄποψή του στὸ ἄρθρο του τὸ 1963, (ἔχει πλέον στραφεῖ σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ὑπαρξιακὴ ποίηση), ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης» καὶ ἀποτέλεσε, εἶναι ἀλήθεια, μία μικρὴ τομὴ στὴν λογοτεχνικὴ κριτική, ἀκριβῶς καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ ἧττα, ἡ ἀπογοήτευση καὶ ἡ ἰδιώτευση ἦσαν ἀπαγορευμένες ἔννοιες, ἰδιαίτερα στὴν ἀριστερὰ ἀπὸ ὅπου προέρχονταν οἱ περισσότεροι λογοτέχνες. Προσπαθεῖ λοιπὸν ὁ Λεοντάρης νὰ δώσει μία πρώτη ἀπάντηση μὲ ἀφορμὴ τὴν κριτικὴ σὲ δύο ποιητικὲς συλλογές, (μία του Πατρίκιου καὶ μία του Κωσταβάρα) – θάλεγα ὅμως ὅτι μᾶλλον ἀπαντᾷ γιὰ λογαριασμό του, μᾶλλον προσπαθεῖ νὰ ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα ποὺ ἤθελε νὰ τὰ πεῖ ἀπὸ καιρό.. γράφει λοιπόν..

«…εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνήσυχη ποιητικὴ πραγματικότητα ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐπισημαίνουμε ἀκόμη ἕνα νέο ποιητικὸ κλίμα καὶ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μιλήσουμε γιὰ μία ποίηση, ποὺ πυρῆνας της εἶναι ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος ἀπὸ μία ἧττα, ποὺ δὲν σημαδεύει  ἀνεξίτηλα μονάχα τὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ἀλλὰ εἶναι γενικότερα ἧττα τῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ἧττα, μὲ τὴν παραπάνω ἔννοια, καὶ σὰν λέξη ἀκόμη, ἦταν μέχρι χτὲς ἄγνωστη, ἀπαράδεκτη σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δραστηριότητας, στὴν ἱστορική, κοινωνιολογικὴ καὶ πολιτικὴ σκέψη. Πολλοὶ ἐκπρόσωποι τῶν τομέων αὐτῶν μὲ τυφλὸ πεῖσμα ἐπιμένουν ἀκόμη καὶ σήμερα, πὼς ὅλη αὐτὴ ἡ ὑπόθεση δὲν εἶναι παρὰ ἕνας μῦθος στὰ μυαλὰ τῶν ποιητῶν, ἀρνοῦνται νὰ τὴν συζητήσουν – μὰ καὶ γι΄αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο δὲν κατορθώνουν νὰ μᾶς πληροφορήσουν, νὰ μᾶς ἀναλύσουν καὶ νὰ μᾶς ἐξηγήσουν τίποτε ἀπ΄ ὅ,τι ἀποτελεῖ τὸ σπαραγμένο πρόσφατο παρελθόν μας καὶ τὸ ἀγωνιῶδες μας παρόν..».

Καὶ παρακάτω..

«Ὄχι σπάνια παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο, πολλοὺς ποιητὲς νὰ τοὺς κερδίζει ἡ ποίηση, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ πάει νὰ τοὺς χάσει ἡ ἰδεολογία τους. Στὸ «Γράμμα στὸ Ζολιὸ Κιουρὶ» ὁ Ρίτσος ἀκουμπᾷ σταθερὰ σὲ μία ἰδεολογία, ὅπως κι ὁ Λειβαδίτης στὸ «Φυσάει στὸ σταυροδρόμι τοῦ κόσμου». Στὴ «Σονάτα» τοῦ πρώτου καὶ στὴ «Συμφωνία ἄρ.1» τοῦ δεύτερου, ἡ ἰδεολογία αὐτὴ δὲν εἶναι πιὰ τόσο στέρεη – μὰ τὰ δεύτερα αὐτὰ ἔργα εἶναι περισσότερο ποιητικὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ἄστοχο νὰ λέγεται, πὼς μιὰ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴ «στράτευση» συνετέλεσε στὸ ποιητικὸ ἀποτέλεσμα. Γιατί, τόσο ὁ Ρίτσος ὅσο καὶ ὁ Λειβαδίτης στὰ δεύτερα αὐτὰ ἔργα, ἀπὸ μίαν ἄποψη, εἶναι περισσότερο ἀκόμη στρατευμένοι στὴν ὑπόθεση ποὺ ὑποστηρίζουν. Ἡ ποιητικότητά τους ὀφείλεται στὴν γενεσιουργὸ ψυχικὴ ταραχή, στὸ παίδεμα μιᾶς συνείδησης ποὺ βρίσκεται σὲ κρίση..».

Ά!, γιὰ σταθεῖτε λοιπόν, τί λέγει ἐδῶ ὁ Λεοντάρης; Νὰ μιὰ ἄποψη θρασύτατη ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ 1963, ἰδοὺ ἡ ἐκδίκηση τοῦ Καρυωτάκη τριάντα καὶ πάνω χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ὥστε λοιπὸν ὁ ποιητὴς εἶναι ἡ συνείδησή του καὶ μόνο; Ὥστε ὁ ποιητὴς παιδεύεται ἀκόμη καὶ ὅταν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι χασκογελοῦν καὶ τραγουδοῦν γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ εἶναι ὡραία; Ἄρα ὁ ποιητὴς εἶναι πάντα contra, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ tempo ὁδηγεῖ στὸν παράδεισο;

Ἐ! ναὶ λοιπόν, τὸ γράφω χρόνια τώρα, ὁ ποιητής, ὁ ἄξιος ποιητὴς εἶναι πάντοτε τὸ μοναχικὸ δέντρο στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ὄχι ἀπὸ πεῖσμα, μήτε ἀπὸ ἐλιτισμὸ – ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιατί ἡ ματιὰ του πρέπει νὰ βλέπει πάνω ἀπὸ ἐμᾶς, σὲ ἀπόσταση, σὲ προοπτική, στὴν διαίσθηση κινδύνου· ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ χαζολογεῖ μαζί μας, γιατί τὴν ὥρα τῆς ἀνεμελιᾶς μας ἐκεῖνος πρέπει νὰ βάλει τὸ αὐτὶ στὶς ρᾶγες καὶ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὸ τρένο ποὺ ἔρχεται, τὸ θηρίο ποὺ καλπάζει· ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ τρώει ὧρες στὰ διαδίκτυα καὶ στὰ σαλόνια, γιατί ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ ὑπερβαίνει τὸν ναρκισσισμό του καὶ γιατί ἡ σκέψη του δὲν μπορεῖ νὰ σταματᾷ νὰ ἐργάζεται μήτε ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου· ὁ ποιητὴς εἶναι ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἡ συνείδηση ποὺ δὲν ἔχουμε, τὸ ὅραμα ποὺ ἀναζητοῦμε, ὁ νέος δρόμος ποὺ ψάχνουμε νὰ περπατήσουμε..

Νὰ λοιπὸν ἡ ἀπάντηση, (μία πρώτη ἀπάντηση), στὸ ἐρώτημα ποὺ διατυπώσαμε παραπάνω. Ἡ ποιητικὴ ὄσφρηση τοῦ μεταπολέμου εἶδε τὰ μελλούμενα καὶ τρόμαξε, διόλου δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς ὁλοκαίνουριες πολυκατοικίες, τὴν ἀνοικοδόμηση, τὴν τεχνολογία τοῦ μεταπολέμου, τὴν οἰκονομικὴ ἄνοδο τοῦ μικροαστοῦ, τὴν ἀναγωγὴ τῶν πάντων στὴν ὕλη καὶ μάλιστα στὴν πρωτόγονη μορφή της. Τόσο αἷμα χυμένο σὲ πόλεμο παγκόσμιο καὶ ἐμφύλιο, τόση δύναμη θαμμένη σὲ ὁμαδικοὺς τάφους, τόσοι ἀγωνιστὲς στὰ ξερονήσια καὶ στὰ ἀποσπάσματα, πρὸς τί; Γιὰ ποιὸ ὅραμα, γιὰ ποιὰ κοινωνία, γιὰ ποιὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο; Πρὸς τοῦτο ὁ Λεοντάρης μεταφράζει τὴν ἧττα τοῦ πολέμου ὡς ἧττα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, γιατί πάνω στὸ καρπισμένο ἀπὸ ἀνθρώπινο λίπασμα χῶμα, τίποτε ἐλπιδοφόρο πνευματικὰ  δὲν φύτρωσε, κανένας ἄνεμος ἐλπίδας δὲν φύσηξε, τίποτα δὲν μέτρησε ὅπως ἔπρεπε νὰ μετρήσει..

Ἃς κλείσουμε σιγὰ σιγὰ τὴν παρένθεση καὶ ἕνα θέμα ποὺ προκαλεῖ σὲ μεγαλύτερη ἀκόμη φλυαρία καὶ ἃς φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν πρώτη ποιητικὴ περίοδο τοῦ Λεοντάρη μὲ δύο ποιήματα ποὺ προσωπικά τα νιώθω ὡς γέφυρα πρὸς τὴν ἄλλη, τὴν ἀκόμη πιὸ βαθιὰ ποίησή του. Τὸ πρῶτο εἶναι ἕνα πολὺ ἰδιαίτερο ποίημα – ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πρωτότυπη ματιά, γεννᾷ καὶ ἕναν ἰδιαίτερα βαθὺ προβληματισμό. Εἶναι τὸ ποίημα «Ἡ σιωπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ»..

Ὄχι μόνο τ’ ἀθῶα παράπονα,

ποὺ ἀναποδογυρίζουνε μὲ μιὰ κλοτσιὰ στὸ στῆθος,

ὄχι μόνο οἱ φωνές, ποὺ τὶς ξαπλώνουν στὶς πλατεῖες,

ὄχι μόνο οἱ ἀνύποπτοι ἐνθουσιασμοί.

Πιὸ δυνατὴ εἶναι, πιότερο βαραίνει

ἡ σιωπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ,

ἡ σιωπὴ τῶν πεισμωμένων δρόμων, τῶν κλειστῶν παραθυριῶν,

ἡ σιωπὴ τῶν παιδιῶν μπροστὰ στὸν πρῶτο σκοτωμένο,

ἡ σιωπὴ μπροστὰ στὴν ξαφνικὴ ἀτιμία,

ἡ σιωπὴ τοῦ δάσους,

ἡ σιωπὴ τοῦ ἀλόγου δίπλα στὸ ποτάμι,

ἡ σιωπὴ ἀνάμεσα σὲ δυὸ στόματα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ φιληθοῦν,

κι ἐκείνη ἡ «ἑνὸς λεπτοῦ σιγή»,

ποὺ παρατείνεται καὶ γιγαντώνεται

μὲς στὶς καρδιές, μὲς στοὺς αἰῶνες,

ἡ σιωπὴ ποὺ ἀποφασίζει

τί εἶναι νὰ μείνει, τί εἶναι νὰ χαθεῖ.

(«Ὀρθοστασία», 1957)

Δὲν γνωρίζω πολλὰ ἀπὸ θεωρία τῆς μουσικῆς, ἀλλὰ κάποτε ἕνας δάσκαλος τοῦ piano μοῦ ἔκανε μακροσκελῆ ἀναφορὰ γιὰ τὴν σημασία τῶν παύσεων, τὴν ἀξία τῆς σιωπῆς στὴν ἐκτέλεση ἑνὸς κομματιοῦ. Μὰ πιστεύω τὸ ἴδιο καὶ στὴν λογοτεχνία, τὸ ἴδιο καὶ στὴν ζωή. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔγινε, ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἰπώθηκε καὶ δὲν γράφτηκε, ἐκεῖνο ποὺ ἀπουσιάζει, εἶναι πολλὲς φορὲς πιὸ καθοριστικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἤδη εἶναι, ποὺ ἤδη ὑπάρχει καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἤδη παρελθόν. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ τὸν ἦχο; Ναί, λέγει ὁ Λεοντάρης, γιατί ἡ φωνὴ αὐτὸ-ἐξυπηρετεῖται, ἔχει ἔκφραση, διαθέτει ἀκροατήριο· σκῦψτε λοιπὸν ἐπάνω ἀπὸ τὶς παύσεις – δηλαδή; Σκῦψτε ἐπάνω ἀπὸ τὶς παραιτήσεις, αὐτὲς εἶναι οἱ πιὸ ἐπικίνδυνες, οἱ ματαιώσεις ἀπειλοῦν τὴν ὕπαρξη, ἐκεῖνες θέλουν τὴν προσοχή μας, τὴν τρυφερή μας ματιά, τὴν ὑποστήριξή μας. Μὰ δὲν εἶναι πράγματι ἕνας ἐξαίρετος φιλοσοφικὸς στοχασμὸς μέσα ἀπὸ τὸν στίχο; Ἡ παράλειψη λοιπὸν εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀποφασίζει γιὰ ζωὴ καὶ θάνατο, νὰ μία κάπως τρομακτικὴ ἄποψη ποὺ ἐπιζητεῖ κάποια στιγμὴ μεγαλύτερη ἀνάπτυξη..

Τὸ ἄλλο ποίημα ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογὴ λέγεται «Ἕξι χρόνια». Τεχνικὰ ἔχει ἀδυναμίες (τὸ κακέμφατο στὸν πρῶτο κιόλας στίχο βγάζει μάτι..), ἀλλὰ ἃς μὴν εἴμαστε μικρόψυχοι καὶ τόσο φιλολογίζοντες, μὲ ἕνα ποίημα, ὅπου στὸν τελευταῖο του στίχο συμπυκνώνεται τὸ ὅλον πρόβλημα τοῦ ποιητῆ ποὺ δὲν συμβιβάζεται ποτέ.. ἀλλὰ ἃς δοῦμε τὸ ποίημα..

Μὲς σ’ ἕξι χρόνια πῶς ἀνδρώθηκαν οἱ κῆποι,

πῶς φούντωσε ἡ μικρὴ πορτοκαλιά,

πῶς μεγαλῶσαν τὰ ὄνειρα στῶν κοριτσιῶν τὰ μάτια…

Κι ἐγὼ

πάλεψα ἕξι χρόνια σὰ θηρίο γιὰ νὰ ξεχάσω,

πάλεψα ἕξι χρόνια γιὰ ν’ ἀλλάξω – τίποτε δὲν ἄλλαξε.

Ἡ ἴδια γεύση στὸ στόμα μου,

ἡ ἴδια βουὴ στὰ μάτια μου,

ἡ ἴδια πληγή μὲς στὴν καρδιά μου καὶ σὲ κάθε πόρο τοῦ κορ-

μιοῦ μου

πάντοτε ἕνα μικρὸ παιδὶ πονάει καὶ κλαίει…

(«Ὀρθοστασία», 1957)

Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ τὸ ἀσταθὲς περιβάλλον, τὸ πρῶτο γνήσιο ὅραμα τοῦ κόσμου ἀπέναντι στὴν διάψευση, τὴν ἀπογοήτευση, τὴν ματαίωση. Βεβαίως τὸ ποίημα εἶναι πρωτόλειο καὶ καταφεύγει σὲ εὐκολίες, προσδιορίζει ὅμως τὴν ἔννοια τῆς ἥττας – ὄχι μέσα στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς πολιτικῆς συγκυρίας ἢ τῆς ἐπικαιρότητας, ἀλλὰ ὡς μία διαρκή διάψευση ὅλων ἐκείνων ποὺ ἡ πρώτη συνείδηση, (ἡ πιὸ ἀθῴα καὶ γὶ αὐτὸ ἡ πιὸ ἀνόθευτη), ἔχει συγκροτήσει, ἔχει ὀνειρευθεῖ, ἔχει ἐπιδιώξει.

Λίγο πρὶν περάσουμε στὶς ἑπόμενες ποιητικὲς συλλογές, ἃς δοῦμε καὶ ἕνα τελευταῖο ἀπὸ τὴν «Ὀρθοστασία», ὁ τίτλος του εἶναι «Σὰν ἕνα ἀτέλειωτο φιλί». Τὸ ποίημα ἔχει ἐνδιαφέρον γιὰ πολλοὺς λόγους, ἀλλὰ ἃς τὸ διαβάσουμε πρῶτα καὶ τὸ συζητοῦμε μετὰ – εἶναι κάπως μεγάλο, ἀλλὰ ἀξίζει τὸν κόπο, ἄλλωστε ὅπως γράφει ἕνα graffiti ποὺ εἶδα πρόσφατα «ἐὰν ἦταν εὔκολο δὲν θὰ εἶχε νόημα»..

Σὰν ἕνα ἀτέλειωτο φιλὶ

Ἀπὸ ποῦ ἀρχινᾶν καὶ ποῦ τελειώνουν

αὐτὲς οἱ ἀνταύγειες τῆς θάλασσας τὸ πρωὶ

ποὺ ἀρπάζοντάς μας ἀπ’ τὸν πόνο μᾶς σηκώνουν στὴ χαρὰ

κι ὡς τὸ δρομάκι μὲ τὶς κυδωνιές,

ποὺ πάλλει στὴν ἀνάσα μας σὰ στῆθος κοριτσιοῦ,

ἀπὸ ποῦ ἀρχινᾶν καὶ ποῦ τελειώνουν

αὐτὲς οἱ ἀνταύγειες τῆς θάλασσας, ποὺ ἀνοίγουν σὰν τρία

φύλλα

μέσα στὰ μάτια μας καὶ μᾶς ζαλίζουν

σὰν ἕνα ἀτέλειωτο φιλί;

Ποιὰ γεύση δυνατῆς χαρᾶς μᾶς καίει καὶ μᾶς μεθάει

ὅταν ἀνοίγουν τὶς αὐγὲς τὰ μάτια τους οἱ πόλεις,

ὅταν ξυπνᾶνε φυλλωσιὲς παραθυριῶν

κι ἀρχίζει ὁ ἐξαίσιος χορὸς τῶν ἥμερων ἀνθρώπων

πάνω στὴ μυρωμένη γῆ,

ποιὰ γεύση ἀπέραντης χαρᾶς μᾶς καίει καὶ μᾶς μεθάει

σὰν ἕνα ἀτέλειωτο φιλί;

Ὅταν τὰ νέα βλαστάρια σπαρταρᾶν στὸ φῶς σὰ χέρια βρεφι-

κά,

ὅταν ξαναγυρνᾷς τὰ σμήνη τῶν πουλιῶν

γράφοντας σχήματα χαρᾶς στὸν οὐρανὸ

κι εἶναι σὰν ν’ ἀνεμίζει ἀπὸ παντοῦ τρελὰ μαντίλια ἡ ἄνοιξη,

ἀπὸ ποῦ ἀρχινᾷ καὶ ποῦ τελειώνει

ἐτούτη ἡ ὀμορφιὰ ποὺ μᾶς μαγεύει

σὰν ἕνα ἀτέλειωτο φιλί;

Σφιχτὰ κρατᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶμε,

μὰ ἔρχεται αὐτὸ μὲ τ’ ἄσπρα μάτια,

στὸν ὦμο μᾶς χτυπάει μὲ τὸ ψυχρό του δάχτυλο:

«Πέρασε ἡ ὥρα, φτάνει πιά».

Σφιχτὰ κρατᾶμε ὅσα ἀγαπᾶμε,

μὰ ἔρχεται αὐτὸς μὲ τ’ ἄσπρα μάτια,

«τέλειωσε ἡ ὥρα, φτάνει πιά»,

ἔρχεται αὐτὸ μὲ τ’ ἄσπρα μάτια καὶ μᾶς κόβει

ἀπὸ ἕνα ἀτέλειωτο φιλί.

Σφιχτὰ κρατᾶμε ὅσα ἀγαπᾶμε,

μὰ αὔριο χωριζόμαστε,

αὔριο θ’ ἀντιμετωπίσουμε τὸ βρυχηθμὸ τοῦ ἀπείρου..

Κι ἔχουμε ἀμέτρητες νυχιὲς στὰ πρόσωπά μας

κι ἔχουμε φράξει τὴν καρδιά μας σὰ στρατόπεδα ἐξορίας μὲ

συρματόπλεγμα

Καὶ πατηθήκαμε τόσες φορὲς σὰν τὰ σταφύλια στὰ πεδία

τῶν μαχῶν…

– Πῶς κατάφεραν νὰ μᾶς κάνουν νὰ ξεχάσουμε

πὼς εἶναι ἀγάπη ὁ κόσμος – κι αὔριο χωριζόμαστε,

ἀγάπη ὁ κόσμος – κι ἡ ζωή μας

πάντα ἕνα ἀτέλειωτο φιλί;

(«Ὀρθοστασία», 1957)

Ἀλήθεια, οἱ τρεῖς πρῶτες στροφὲς σᾶς θυμίζουν κάποιο ἄλλο ποίημα; Αὐτὴ ἡ ἐρωτηματικὴ κατάληξη, αὐτὸς ὁ γρήγορος ρυθμός, αὐτὸς ὁ ἰλιγγιώδης στροβιλισμὸς ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, μήπως ὁμοιάζει μὲ τὴν «Τρελὴ ροδιὰ» τοῦ Ἐλύτη; Βεβαίως ἀρκετὰ ἀνώτερο ἐκεῖνο σὲ τεχνικὴ καὶ βάθος, ὅμως οἱ ἀναλογίες εἶναι ἐμφανεῖς, αὐτὸ βέβαια στὶς τρεῖς πρῶτες στροφές, γιὰ τί ἀπὸ κεῖ καὶ κάτω εἶναι πιὰ Λεοντάρης, ὁ γνωστὸς Λεοντάρης τοῦ μεταπολέμου ποὺ δὲν βγάζει ποτὲ τὸν ᾅδη ἀπὸ τὴν ὀπτική του καὶ πρὸς τοῦτο θὰ τολμοῦσα νὰ ἀναρωτηθῶ τὸ ἑξῆς: Εἶναι ἄραγε ἐντελῶς ἀθῶα ἡ ὁμοιότητα μὲ τὴν τρελὴ ροδιά; Μήπως πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπάντηση στὸ ὁλοφώτεινο ξέσπασμα τοῦ Ἐλύτη, μήπως ὁ Λεοντάρης τὸ νιώθει ἀναγκαῖο νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὸν ζόφο ποὺ συνοδεύει τὸν βίο, γιατί ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μόνο μεθύσι καὶ ἔρωτας, ἀλλὰ εἶναι καὶ θάνατος, καὶ βόμβες, καὶ συρματοπλέγματα, καὶ χωρισμός; Μὰ ποιὸς εἶναι «αὐτὸς μὲ τ’ ἄσπρα μάτια..»; μὰ τὸ κάθε τί ποὺ σκοτώνει «ὅσα ἀγαπᾶμε..», (προσέξτε, ὅσα ἀγαπᾶμε καὶ ὄχι τὴν ζωὴ γενικὰ καὶ ἀόριστα) – δὲν ἔχει σημασία ἐὰν τὰ ἄσπρα μάτια, (τὰ γυάλινα, τὰ ἀνέκφραστα, τὰ ἄψυχα..), εἶναι κολλημένα ἐπάνω σε κάποιον χωροφύλακα, σ΄ἕναν στρατὸ κατοχῆς, σὲ ἕνα βουνὸ τῆς Ἀλβανίας, στὸν Χάροντα τὸν ἴδιο – πάντοτε καὶ τελεσιδίκως ἡ ζωὴ πάει χέρι τὸ χέρι μὲ τὸν θάνατο καὶ ὁ Λεοντάρης τὸ εἰσέπραξε αὐτὸ βιωματικά, γὶ αὐτὸ καὶ ἴσως νιώθει τὸ ποίημα τοῦ Ἐλύτη ἀνολοκλήρωτο, κάπως πονηρὸ στὴν ἀποσιώπηση τῆς ἄλλης, τῆς σκοτεινῆς πλευρᾶς, εἶναι ἕνας λυρισμὸς ποὺ ἡ γενιὰ τοῦ μεταπολέμου δὲν ἀντέχει εὔκολα, καθὼς εἶναι μιὰ γενιὰ ποὺ βίωσε τὴν πιὸ σκληρὴ καὶ τὴν πιὸ ἀπόλυτη ἔκφραση τοῦ «ὑπάρχω λὲς κι ὕστερα δὲν ὑπάρχεις..». Στὸ φτερὸ ὁ θάνατος, στὸ φτερὸ καὶ ἡ ζωή. Βεβαίως ὅλη αὐτὴ ἡ σκέψη εἶναι μιὰ αὐθαιρεσία, μία ὑπόθεση, μὰ δὲν νομίζω ὅτι ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα..

Φτάνουμε στὸ 1959 καὶ στὴν συλλογὴ «Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ». Οἱ ἀλλαγὲς δὲν εἶναι θεαματικές, (νὰ φοβᾶστε τὶς ἀπότομες μεταμορφώσεις..), ὁ Λεοντάρης ὡριμάζει ἀργά, βασανιστικά, δὲν βιάζεται νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ποιητικὲς ἐπιρροές του, ἐργάζεται πάντοτε ἐπάνω σὲ μικρὲς ποιητικὲς συνθέσεις, κατακτᾷ ἀργὰ μὰ σταθερὰ τὴν δική του ματιὰ στὰ πράγματα, στὶς ἀλλαγές, στὴν ἐξέλιξη. Γράφω παραπάνω ὅτι ὁ ἄξιος ποιητὴς σχεδὸν πάντοτε περνᾷ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἐπίπεδο «τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς νιότης», τῆς ἀγάπης γιὰ ἀγῶνες μαζικούς, γιὰ μάχες μεγάλες. Ἀπὸ τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 50, ὁ Λεοντάρης κατὰ τὴν γνώμη μου εἰσέρχεται ἀργὰ μὰ σταθερὰ στὸ δεύτερο ἐπίπεδο – ἐκεῖνο τῆς ὑπαρξιακῆς καὶ φιλοσοφικῆς ποίησης. Προσωπικὰ αὐτὸ τὸ στάδιο, τὸ πιστεύω ὡς τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν κάθε ποιητὴ καὶ ὁ Λεοντάρης δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Στὴν «ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», (ὁλοφάνερο πῶς εἶναι ἡ ἀγαπημένη μου στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του..), οἱ τόνοι χαμηλώνουν κι ἄλλο, (ἔτσι κι ἀλλιῶς ποτὲ του δὲν ἦταν κραυγαλέος), ἡ ματιὰ στρέφεται στὰ ἐσώτερα, ἡ πραγματικότητα παρουσιάζεται ὡς κάτι τὸ «τετελειωμένο» (ὁριστικὰ ὁλοκληρωμένο δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει φτάσει στὴν δική του τελειότητα..) καὶ αὐτὸ αὐξάνει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀπόσταση τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν μᾶζα, τὴν ὀργανωμένη κοινωνία, τὸ «σύστημα».. θὰ μοῦ πεῖτε, παλιὰ ἱστορία. Ναί, μὰ μὲ πόση σαφήνεια καὶ πόσο βάθος τὰ δίδει ὅλα αὐτὰ ἡ ποίηση τοῦ Λεοντάρη σὲ τούτη τὴ συλλογή, μία ἀπὸ τὶς πιὸ τραγικὲς καὶ καταθλιπτικὲς ποὺ ἔχουν ποτὲ γραφτεῖ μεταπολεμικά.

Ἃς ξεκινήσωμε μὲ ἕνα ποίημα σαφέστατα Καρυωτακικὴς ἐπιρροῆς, ἀλλὰ πρὶν τὸ δοῦμε ἃς κάνουμε τὴν διευκρίνηση: Ἐπιρροὴ δὲν σημαίνει πάντοτε ἀντιγραφή, μίμηση τυφλή, ξεπατίκωμα ὅπως θὰ λέγαμε στὰ σχολικά τὰ χρόνια. Σὲ γερὲς ποιητικὲς συνειδήσεις οἱ ἐπιρροὲς εἶναι γόνιμες, καρποφόρες – ὄχι μόνο γιατί κρατοῦν τὴν λογοτεχνικὴ σκυτάλη σὲ διαρκή κίνηση, ἀλλὰ κυρίως γιατί μπολιάζουν τὸ χθὲς μὲ ὅ,τι πιὸ δημιουργικὸ προβάλλει στὸ σήμερα. Ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν Καβάφη ἢ τὸν Καρυωτάκη δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι γράφω σὰν κι αὐτούς, ἀλλὰ ὅτι κινοῦμαι στὰ ἴδια βάθη τῆς συνείδησης καὶ προσπαθῶ νὰ σκάψω βαθύτερα, ἀξιοτέρα, πληρέστερα. Ἐὰν κάποτε χρησιμοποιῶ καὶ κάποια ἐκφραστικά τους μέσα, αὐτὸ δὲν ἀκυρώνει ὁπωσδήποτε τὶς ποιότητες τοῦ κειμένου μου, ἴσως κάποιες φορὲς νὰ τὶς ἀναδεικνύει καὶ καλύτερα. Ἄλλωστε οἱ σημαντικοὶ ποιητὲς σὲ τούτη τὴ χώρα εἶναι ἀπαραίτητοι ὁδοδεῖκτες στὸν δρόμο γιὰ τὴν κορυφογραμμή. Θέλεις νὰ ξεπεράσεις τὸν Σολωμὸ ἢ νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὴν ἐπιρροή του; Ἐντάξει, ἀλλὰ πρῶτα πρέπει νὰ τὸν γνωρίσεις καλά, νὰ περάσεις μέσα ἀπὸ τὴν ποίησή του, νὰ συναιστανθεῖς τὸ πιὸ πυρηνικὸ κύτταρο τοῦ στίχου του γιὰ νὰ κατορθώσεις νὰ τὸ μιμηθεῖς ἢ νὰ τὸ γκρεμίσεις..

Τεράστιο τὸ θέμα, ἀς ἐπιστρέψουμε στὴν «ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ» καὶ στὸ ποίημα «Ἀποχρωματισμοί»..

Τὸ δεῖλι σέρνεται κι ἀλλάζει πάλι δέρμα

μὲς τὶς ψυχές μας, ἀπαρνιέται ὅλα ξανὰ

τὰ χρώματά του – κι ἀπομένουμε στεγνὰ

τοπία χωρὶς ἀρχὴ καὶ χωρὶς τέρμα.

Γρῖφοι λυμένοι καὶ ξανὰ μπλεγμένοι

χτυπιόμαστε ὅλη μέρα σὰν τυφλοὶ

γιὰ μιὰ καλύτερη θεσοῦλα στὸ κλουβὶ

κι ὅλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στὰ λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι ὅμως στὸ αἷμα

κάναμε χάος τὸ τοσοδὰ μας τὸ μυαλὸ

-ὁ φόβος εἶναι θερμοκήπιο καλό,

ἀνθίζει σ’ ὅλες του τὶς ποικιλίες τὸ ψέμα.

Ἀκοῦς καὶ δὲν γνωρίζεις τ’ ὄνομά σου,

κρυώνει ἡ μοῖρα ποὺ παλιά σοῦ ΄χε δοθεῖ

-σὲ ποιὲς λοιπὸν παγίδες ἔχουμε συρθεῖ;

Μέγα κακὸ εἶναι ν’ ἀρνηθεῖς τ’ ἀνάστημά σου.

Δὲν εἶναι ὁ κόσμος πείραμα στοὺς τρόμους

τοῦ ἀπείρου, ὄχι, δὲν εἶναι δοκιμή.

Μπορεῖς νὰ σέρνεσαι μιὰ ὁλόκληρη ζωή,

ὑπογραφὴ δειλὴ μέσα στοὺς δρόμους;

Θὰ ΄ναι φριχτὸ νὰ φύγουμε ἔτσι,

δίχως μιὰ πίστη, ἕναν ἀγῶνα, μιὰ κραυγὴ

-ἄνθρωποι ποὺ πεθάναν δίχως μιὰ ἀμυχή,

ἄνθρωποι ποὺ «διελύθησαν ἡσύχως…»

(«Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», 1959)

Ἂν ὑπάρχει κάτι ποὺ σιχαίνουνται ὅλοι οἱ ποιητές,  αὐτὸ εἶναι ἡ δειλία τῆς συνείδησης. Προσέξτε, δὲν ἀναφέρομαι στὴν δειλία μπροστὰ στὶς μεγάλες ἱστορικὲς στιγμές, ἐκεῖ μπορεῖ καὶ νὰ ὑπάρχει δικαιολογία, ἐκεῖ ἡ μάχη εἶναι ἄνιση, ἡ τερατώδης μᾶζα συνθλιπτικὴ γιὰ τὸ ξέχωρο πρόσωπο – ἐκεῖ ὁ ἡρωισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ εὔκολος μέσα στὸ ἀφιόνι τοῦ πλήθους, στὸ ξέχειλο τῆς ἀδρεναλίνης· ὄχι, εἶναι ἡ ἀντίσταση στὰ ἀόρατα τείχη ἐκείνη ποὺ δυσκολεύει τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, καθὼς σὲ καιροὺς «εἰρήνης» λίγοι ἀντέχουν τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν ὁμάδα, τὸν κανόνα. Ὁ Βύρων Λεοντάρης, γνήσιος ποιητής, (δηλαδὴ ἄνθρωπος εὐαίσθητος, λεπταίσθητος..), παρατηρεῖ αὐτὰ τὰ τείχη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ πολέμου, ξεύρει τὸν σκοπό τους, διακρίνει τὴν παγίδα, μικραίνει ὁλοένα ὡς μέγεθος ὅσο ἐκεῖνα ὑψώνονται καὶ θεριεύουν. Παρατηρεῖ παλιοὺς συντρόφους νὰ συμβιβάζονται, ἀνθρώπους νὰ μετατρέπονται σὲ ἀνθρωπάκια γιὰ τὴν ἐπιβίωση – μὲ ἄλλα λόγια: βλέπει τὸ πιὸ θηριῶδες, τὸ πιὸ ἑλκυστικὸ ἰδανικό του 20ου αἰῶνα γιὰ ἰσότητα, ἀδελφοσύνη, δικαιοσύνη καὶ λευτεριὰ νὰ διαψεύδεται ἀκόμη μία φορά, πιὸ ἠχηρὰ μετὰ ἀπὸ κάθε μάχη, πιὸ ὁριστικὰ μετὰ ἀπὸ κάθε πόλεμο. Ἡ τελευταία στροφὴ στὸ ποίημα ὅμως καταδείχνει κάτι ἀκόμη πιὸ τρομαχτικό: Ὁ Λεοντάρης ἔχει πάψει πρὸ πολλοῦ νὰ πιστεύει στὸ εὐδόκιμον μιᾶς ἀλλαγῆς, οἱ ἐλπίδες του γιὰ κάτι οὐσιαστικὸ ἔχουν σβήσει χρόνια πρίν, ἐδῶ ἁπλώνεται μία τραγῳδία Σισύφου. Ἡ ἀπόγνωση, ἡ ἀγωνία γιὰ «…μιὰ πίστη, ἕναν ἀγῶνα, μία κραυγή… μία ἀμυχή..», δὲν ἐκφέρονται γιατί ἐλπίζει σὲ κάποιο θετικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἔτσι, γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων, γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ μόνο τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης ποὺ πρέπει νὰ ἀφήσει κάτι σὲ τούτη τὴ γῆ προτοῦ τὴν σβήσει ὁ θάνατος. Εἰλικρινά, δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει τραγικότερη εἰκόνα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀνέλπιδου ἀνθρώπου ποὺ δὲν καταθέτει τὰ ὅπλα, δὲν παραιτεῖται, δὲν ἀφομοιώνεται, δὲν γονατίζει. Κι ἃς γνωρίζει καλὰ καὶ ἐκ τῶν προτέρων τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μάχης.

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο μία ἐλάχιστη παρέκκλιση. Ἔτσι καθὼς γράφω συχνὰ γιὰ τὴν ὀρθὴ συνείδηση καὶ στὴν ἀντίσταση στὸ εὐτελὲς καὶ μέτριο, ἀλληλογραφοῦν ὁρισμένοι μαζί μου, κάπως (καλοπροαίρετα) εἰρωνευόμενοι ἐκεῖνο ποὺ θεωροῦν γενικότητα, ἀόριστη ἔκφραση, στερεότυπη προτροπή. Κάμουν νομίζω λάθος. Ἡ ὀρθὴ συνείδηση εἶναι στάση ζωῆς καθημερινῆς, δὲν εἶναι δόγμα ἐν ἀναμονῇ κάποιου πολέμου στὸ μέλλον. Καὶ ὅσοι ποιητὲς ὁμιλοῦν γνήσια γιὰ ὅλα τοῦτα, δὲν ἀνήκουν σὲ ἄλλο κόσμο, μὰ ἀναφέρονται στὰ μικρά, τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινὰ ποὺ παρατηροῦν γύρω τους. Ἐ! λοιπόν, τολμῆστε πρῶτα σὲ κεῖνα τὰ ἀσήμαντα ποὺ τρῶνε τὴν ζωὴ σας κάθε μέρα καὶ θὰ πᾶμε καὶ στὰ μεγάλα! Ξεκινᾶτε νὰ δημιουργεῖτε τὸ ἐλάχιστο μὲ τὴν προσωπική σας σφραγῖδα καὶ ἀφῆστε τὶς μεγαλοστομίες καὶ τὶς γελοῖες ἀμπελοφιλοσοφίες στὸ διαδίκτυο· ἀποφασίστε νὰ διαθέσετε χρόνο, κόπο καὶ ἱδρῶτα γιὰ τὰ ἄξια καὶ ἀφῆστε τὶς δικαιολογίες καὶ τὰ ὑποκριτικὰ ἄλλοθι· ἀποκτεῖστε τὸ θάρρος μιᾶς γνώμης δικῆς σας, αὐτόνομης καὶ τεκμηριωμένης καὶ ξεχάστε τὶς σαχλὲς συζητήσεις ποὺ τρῶνε χρόνο ἀπὸ τὴν ζωή σας, τὰ ἄθλια κείμενα ποὺ ὑποτιμοῦν τὴν νοημοσύνη σας, τὶς «κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις» ποὺ κατὰ βάθος μισεῖτε, ἀλλὰ δὲν ἔχετε οὔτε τὸ ἐλάχιστο θάρρος νὰ τὶς ἀρνηθεῖτε ἢ νὰ τὶς καταγγείλετε· δῶστε ἀξία στὴν ζωὴ σας μέσα ἀπὸ τὰ πιὸ ποιοτικὰ κείμενα, ἀποκτῆστε κριτικὸ πνεῦμα, στείλετε στὸ διάβολο τὶς μετριότητες, διεκδικῆστε τὰ πιὸ ἀπαιτητικὰ γιὰ τὴν συνείδησή σας, βγεῖτε ἀπὸ τὸ βόλεμα ποὺ τόσο σᾶς ἐξυπηρετεῖ καὶ πρὸ πάντων πληρῶστε τὸ τίμημα τῆς αὐτόνομης συνείδησης! Γι αὐτὰ μάχεται ἡ καλὴ ποίηση, ὄχι γιὰ Πήγασους καὶ σύννεφα στὸν ἡλιόλουστο οὐρανό! Καὶ ἀφῆστε τὰ ἄλλοθι τὰ οἰκονομικά, τὰ ἄλλοθι τῶν παιδιῶν, τὰ ἄλλοθι τοῦ γάμου, τὰ ἄλλοθι τῶν κοινωνικῶν συμβάσεων- γκρεμίστε ἐκεῖνα ποὺ σᾶς περιορίζουν μὲ ἱδρῶτα, κόπο καὶ αἷμα, στραφεῖτε ἐπιτέλους πρὸς ὅ,τι σᾶς δυσκολεύει καὶ σᾶς ἀνυψώνει καὶ πολεμῆστε ὅ,τι σᾶς γελοιοποιεῖ, σᾶς ταπεινώνει, σᾶς κάνει μιὰ ἀσήμαντη μονάδα μέσα σὲ ἕνα ἠλίθιο πλῆθος, μέσα σὲ μία ἀπρόσωπη μᾶζα. Ὅπλα σας εἶναι τὰ πιὸ ἄξια κείμενα τῆς ἑλληνικῆς καὶ παγκόσμιας λογοτεχνίας, ἐκεῖνα ποὺ συνήθως εἶναι κρυμμένα καὶ ποὺ γιὰ νὰ τὰ διαβάσετε καὶ νὰ τὰ μελετήσετε δὲν φτάνει μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ποὺ ἐσεῖς τὴν ξοδεύετε στὰ εὔκολα, στὰ παθητικά, στὰ ἀσήμαντα..

Γιὰ τοῦτα φοβᾶται λοιπὸν ὁ Λεοντάρης, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὑποταγμένους τρομάζει, τὴν κοινωνία τὴν ἀπρόσωπη  τρέμει καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀντισταθεῖ. Προσέξτε τὸν στίχο..

«..Ἀκοῦς καὶ δὲν γνωρίζεις τ’ ὄνομά σου,

κρυώνει ἡ μοῖρα ποὺ παλιά σοῦ ΄χε δοθεῖ..»,

…τὸ πρόσωπο χάνεται καὶ θολώνει, ἡ παλιὰ μοῖρα, (τὰ πρῶτα ὄνειρα καὶ ἰδανικά), ἔχουν ξεθωριάσει, ἔχουν σβήσει. Γιατί, ὅταν ὁ Λεοντάρης ὁμιλεῖ γιὰ ἧττα, τί νομίζετε ὅτι φοβᾶται; Μήπως καὶ δὲν κυβερνήσει ἡ ἀριστερά, μήπως μπεῖ σὲ νέες περιπέτειες διώξεων καὶ βασάνων; Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἡ ἧττα ἔρχεται ἀπὸ τὰ φίλια πυρά, τὸ τέρας τῆς διάψευσης γεννιέται μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνείρου. Ὁ θάνατος ἀπὸ ἐχθρικὸ βόλι εἶναι ἀναμενόμενος, ὁ θάνατος ἀπὸ χέρι ἀγαπημένο εἶναι ἀβάσταχτος καὶ μαρτυρικός. Γράφει παρακάτω..

Οἱ μάχες πιὰ σταμάτησαν. Ἀγέρας ἁρμυρὸς

μᾶς γλύφει τώρα τὶς πληγές.

Ποιὸς ἔχει τὸ κουράγιο πιὰ νὰ θυμηθεῖ

βουνὰ θυμάρι κι ἀκρογιάλια γιασεμί;

Ἡ ξενιτιὰ στοὺς κάβους ξύνει κόκαλα

κι ὁ πυρετὸς παραμιλᾷ:

Εἲν’ ἡ πατρίδα μας πολὺ μακριά.

…………………………………

Ἡ ἐπιστροφὴ μας ἕνας νέος ξενιτεμός.

Τὰ μάτια μας στὸ μαῦρο ἀγέρα στηλωμένα

ψάχνουν ἀλλοῦ, μακριὰ

ψάχνουν γιὰ τὴν πατρίδα μας

ψάχνουν πολὺ μακριά.

(«Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», 1959, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν πολεμιστῶν»)

..Ά!, μὰ γιὰ δεῖτε ἐδῶ, δὲν ἀστειεύεται πιὰ ὁ ποιητής, δεῖτε πόσο τραγικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζει: ἕνας ἄπατρις εἶναι ὁ ἀγωνιστής, ὁ ὅποιος ἀγωνιστῆς, ἕνας ἐξόριστος μέσα στὴν ἴδια του τὴν πατρίδα· δεῖτε τὸν τραγικὸ στίχο «ἡ ἐπιστροφὴ μας ἕνας νέος ξενιτεμός..», τί σημασία ἔχει κι ἂν σταμάτησαν οἱ μάχες κι ἂν τέλειωσε ὁ πόλεμος, ὁ ἀγῶνας, ἡ παρθενία καὶ ὁ ἐφησυχασμὸς ἔχουν πρὸ πολλοῦ τελειώσει, τὸ θυμάρι δὲν μυρίζει τὸ ἴδιο, ἡ πατρίδα δὲν εἶναι πιὰ πατρίδα, εἶναι τόπος ἐξορίας, ἔχει μολευτεῖ γιὰ πάντα μὲ αἷμα, θυσία, προσφορά, θάνατο· τί ἀπομένει πιά, τί μᾶς μένει; Ἡ πίστη καὶ ἡ οὐτοπία, τὸ νέο ὄνειρο«Τὰ μάτια μᾶς ψάχνουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, ψάχνουν πολὺ μακριά», ψάχνουν ἀ λ λ ο ῦ! Ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ διάψευση ὅλα τα ἔχει γκρεμίσει, ἡ ματιὰ τῆς ἀκοίμητης συνείδησης πρέπει νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ἄλλους τόπους, σὲ ἄλλα ὁράματα, σὲ νέα μονοπάτια.. ἄλλη πατρίδα δὲν ἔχει διὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό..

Προσπερνῶ ὁρισμένα πολὺ καλὰ ποιήματα τῆς συλλογῆς – δυστυχῶς δὲν γίνεται νὰ σταθῶ σὲ ὅλα καὶ μάλιστα ἀναλυτικά. Ἃς κάμωμε μία ἐπιλογή, τὰ ἄξια των ἀξίων. Θυμηθεῖτε τὸ μικρὸ ποίημα στὴν προμετωπίδα αὐτοῦ του κειμένου..

Ἔσπασα πιὰ τὶς σάλπιγγες

ἔκαψα τὶς σημαῖες.

Τώρα μιλῶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φωνή μου,

Διαφήμιση

ἄχ, τώρα σᾶς μοιράζω τὴν ψυχή μου

-κι ἐσεῖς γυρνᾶτε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο…

(Βύρων Λεοντάρης, «Νυκτερινὰ Ι», ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», 1959)

Δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι στίχοι μέσα στὸ ὅλον τῆς ποιητικῆς του Λεοντάρη, ὅπου νὰ δηλώνεται τόσο καθαρὰ ἡ ἧττα τῆς μάζας καὶ ταυτόχρονα ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀξίας τοῦ μοναδικοῦ προσώπου, ἡ ἀξία τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ ἀνθρώπου. Μά, θὰ πεῖ κάποιος, ὁ ψυχρὸς πόλεμος μαίνεται, οἱ ἰδεολογίες εἶναι ἀκόμη ψηλὰ καὶ συσπειρώνουν, τὸ ὄνειρο δείχνει ἀκόμη ζωντανό. Ὄχι γιὰ τοὺς ποιητές, ὄχι γιὰ τοὺς ἄξιους στοχαστὲς – αὐτοὶ ἔχουν ἀπὸ νωρὶς καταλάβει, ἔχουν σὲ ἀνύποπτο χρόνο ψυχανεμιστεῖ: καμιὰ ὀργανωμένη γραφειοκρατία δὲν θὰ σώσει τὸν κόσμο, κανένα μαζικὸ σύστημα δὲν θὰ δώσει ἀξία στὴν συνείδηση, κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ποιότητες μὲ δανεικὴ δραστηριότητα. Κι ὅμως.. ὅταν ὁ ποιητὴς παύει νὰ ἐξυπηρετεῖ τὰ καλὰ καὶ τὰ συμφέροντα, ὅταν ὁ ποιητὴς ξεκινᾷ νὰ μιλᾷ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φωνή του, τὸ πλῆθος στρέφει τὸ πρόσωπο ἀλλοῦ, εἶναι ἀκόμη πολὺ νωρὶς γιὰ νὰ καταλάβει, νὰ ἀναθεωρήσει, νὰ στοχαστεῖ ἐπάνω στὸ λάθος..

Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ δοῦμε τὸ πλέον ἐμβληματικὸ ποίημα τῆς συλλογῆς, κυρίως λόγω τῆς (πολὺ ἐπιτυχημένης) μελοποίησής του ἀπὸ τὸν Γιάννη Σπανό.. βεβαίως, μέσα σὲ ἕνα διαδίκτυο ὅπου ὅλοι ἀντιγράφουν ὅλους καὶ ἡ πρωτότυπη δουλειὰ εἶναι ἐξαίρεση, σπανίως θὰ εὕρετε τὴν τρίτη στροφὴ ποὺ δὲν μελοποιήθηκε..

Ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι

κι ὅσα γιὰ σένα εἶχες ἐλπίσει

ἔχουνε τώρα πιὰ ὅλα σβήσει

ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι.

Ἡ πίστη σου – ποὺ τὴ σηκῶναν ἄλλοι-

βαραίνει τώρα καὶ συνθλίβει

καμιὰ σιωπὴ πιὰ δὲ σὲ κρύβει

καμιὰ καταφορὰ δὲν ἀναβάλλει

Σκιὰ ἦταν ὅ,τι γιὰ ζωὴ ἀγαπήθη

ἦχος στεγνὸς μιᾶς ἄδειας λέξης

σὰν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ διαλέξεις

εἶπες ἃς φράξουν τὴ φωτιὰ ἄλλα στήθη.

Ποτάμι ποὺ ἔχει μείνει ξερὴ ἡ κοίτη

πῶς νὰ ‘χεις ἔτσι ξεστρατίσει

σοῦ ἄξιζε σένα ἀλλιῶς νὰ ζήσεις

Ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι..

(«Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», 1959, δεύτερο μέρος ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη ποιητικὴ σύνθεση)

Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει πιὰ διεκδίκηση, παραίνεση, ἐλπίδα, ἐδῶ ὑπάρχει μοναχὰ ὁ ἀπολογισμὸς μιᾶς ζωῆς καὶ εἶναι ἀπολογισμὸς πικρός, ἀνεπίστρεπτος καὶ γι αὐτὸ βαθύτατα μελαγχολικός. Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου ποὺ γράφαμε στὴν ἀρχή..

Τὸ 1962 ἔχουμε τὴν συλλογὴ «Ἀνασύνδεση» – ἄραγε νὰ εἶμαι ὁ μόνος ποὺ διακρίνω ἕναν σαρκασμό, μιὰ εἰρωνεία σὲ τοῦτο τὸν τίτλο μετὰ ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουν προηγηθεῖ; Ἀπὸ τούτη τὴ συλλογὴ θὰ δοῦμε μόνο ἕνα ἀπόσπασμα, ἄλλωστε ὁλόκληρη ἡ συλλογὴ εἶναι μία σύνθεση ἀπὸ 13 ποιήματα, ἕνας στοχασμὸς γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔφυγε καὶ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ ἀντικαταστήσει – θὰ δοῦμε λοιπὸν ἕνα ἀπόσπασμα, τὸ καλύτερο κατὰ τὴν γνώμη μου. Διαβάστε τὸ προσεκτικά, ἀργά, καὶ νομίζω ὅτι πράγματι θὰ διαπιστώσετε πόσο ἀνατριχιαστικὰ περιγράφεται ἡ ἀποξένωση, ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κάποτε ἦταν οἰκεῖο, δεύτερο σῶμα, σκοπὸς ζωῆς. Εἶναι ἐκείνη ἡ στιγμή, (εἶναι τόσο ἀνεπαίσθητο ποὺ σχεδὸν δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεσαι..), ποὺ ἡ ἐποχή Σου (ἐκείνη ποὺ πότισες μὲ τὴν ἔντονη καὶ δημιουργική σου παρουσία) ἀρχίζει νὰ γίνεται ξένη, κάποτε μάλιστα καὶ ἐχθρική. Θὰ καταλάβουν αὐτὸ ποὺ γράφω, ὅσοι ἀπὸ τὶς γενιὲς τοῦ Πολυτεχνείου καὶ τῆς μεταπολίτευσης ἀποσύρθηκαν νωρίς, νικημένοι ἀπὸ τὴν διάψευση.. τὸ τελευταῖο δίστιχο ἀπὸ τὰ πιὸ τραγικὰ στὴν μεταπολεμική μας ποίηση..

ΙΙ

Μέρες ποὺ δὲν σὲ θέλουν πιὰ

γιατί πολύ τοὺς δόθηκες, γιατί

ἀφρόντιστα ξοδεύτηκες

μέρες ποὺ δὲν σὲ ξέρουν πιὰ

κι ἀποτραβοῦν τὸ χέρι τους ἀπὸ τὸ δικό σου

κι ὅλο μακραίνουνε καὶ προχωροῦν χωρὶς ἐσένα

―μὰ ποῦ πᾶνε;―

Μόνος, σκοτάδι καὶ τ’ ἀπόμακρά τους βήματα

βλέφαρα ποὺ σφαλοῦν πάνω στὸ δέρμα σου

φύλλα ποὺ γίνονται ἕνα μὲ τὸ χῶμα.

Πλατεῖες ποὺ δὲ σ’ ἀναγνωρίζουν πιὰ

δρόμοι ποὺ κρύοι γλιστροῦν κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου

ἄλλους βηματισμοὺς τώρα ζητοῦν,

γιὰ νέες χειρονομίες κραυγῶν ριγοῦνε τώρα οἱ ἄνεμοι.

Ὅλα γινῆκαν ἔτσι μονομιᾶς μιὰ ἄξαφνη ἀναχώρηση

ξένος στὸν κόσμο ἀπόμεινες

βλέμματα, λόγια, ἁφές,

γεφύρια ποὺ σ’ ἑνῶναν μὲ τοὺς ἄλλους,

ὅλα γκρεμίσαν τώρα πάνω σου ― κι ἂν θὰ φωνάξεις, ἡ φωνὴ

σου

ὁμίχλη πήζει γύρω σου.

Μέρες ποὺ δὲν σὲ θέλουν πιά,

μέρες ποὺ σμίγατε μαζὶ στὴν ἴδια πίστη, μὰ ποὺ τώρα

κάτι ἄλλο ψάχνουν ― μὰ τί νὰ ’ναι αὐτό;

κάτι ἄλλο πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὴν πίστη σου γυρεύουνε κι ὁ φόβος

μήπως δὲν πῆραν τίποτε, μὰ τίποτε ἀπὸ σὲ μαζί τους

λειώνει τὴ σάρκα σου, χωρίζει τὸ κορμὶ ἀπ’ τὴν αἴσθηση

καθὼς τὸ νιώθεις πιὰ

πὼς ἄρχισε τὸ τρομερὸ κι ἀπρόσμενο

τὸ πέρασμα τῆς ἱστορίας ἐπάνω σου.

(«Ἀνασύνδεση», 1962)

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Κρύπτη» τοῦ 1968 λίγοι μόνο ἀποσπασματικοὶ στίχοι..

Γιατί δὲν εἶναι τὸ ἄγνωστο ποὺ μᾶς τσακίζει

μὰ τὸ φριχτὸ γνωστό, ποὺ πρήζεται γύρω καὶ μᾶς πνίγει

σαπίζοντας ἀτέλειωτα ὡς τὸ ἄπειρο..

……….

Εἶμαι μιὰ κούραση μιὰ ὁμίχλη

μιὰ ἔκρηξη στὰ σωθικά σου

Μὴ μὲ προδώσεις, μὴ μὲ δώσεις στοὺς τελωνοφύλακες

ταξίδευε με πάντα στὴν ψυχή σου

Προσέξτε τὸ ἑπόμενο ἀπόσπασμα, τὸ ἀδιέξοδο εἶναι σαφές, ἀκινητεῖ ὁ χρόνος, τὸ παρελθὸν ἔχει οἰκτρὰ διαψευστεῖ καὶ ἀπὸ τὸ μέλλον προβάλλει ἡ ἐπανάληψη τῆς ἱστορίας. Θυμηθεῖτε ὅτι παρότι στὴν χώρα ἔχει ἐπιβληθεῖ δικτατορία, οἱ ἡρωικοὶ τόνοι ἔχουν καταπέσει, ἡ φωνὴ εἶναι κουρασμένη, ἡ ματαίωση τῶν προσδοκιῶν ἔχει πιὰ κουράσει..

[ ]

Εἴπαμε τόσες φτήνειες, ἔτσι ποὺ ΄γινε κι ἡ δημιουργία δια-

στροφὴ

Καὶ τώρα ἐτούτη ἡ κούραση δὲν εἶναι σὰν τὶς ἄλλες

δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλλον

ὅπως ἡ σκόνη αὐτὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὰ πάνω δώματα

ὅπως τὸ αἷμα αὐτὸ ποὺ στάζει ἀπὸ τὰ πάνω δώματα

-ἀθῷο ξεκίνημα, ποῦ μ’ ἔφερες, ποῦ μ΄ ἔφερες

ποῦ νὰ σταθῶ νὰ γείρω τὸ κεφάλι μου

νὰ ὀνειρευτῶ τὸ δροσερὸ κατῶφλι…

Νὰ δοῦμε κι ἕνα τελευταῖο ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογή, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα Hippies..

[ ]

Δὲν κουρευτήκαμε

δὲν κάναμε τὸ μπάνιο μας

ντύσαμε μὲ λουλούδια τὰ κορμιά μας

ἀναποδογυρίσαμε τοὺς δρόμους

ντροπιάσαμε τὸ παρελθὸν

γιουχαΐσαμε τὸ μέλλον

ξεμασκαρέψαμε ἰδεολογίες

ἐλευθερώσαμε τὴ σκέψη ἀπ΄ τὰ γρανάζια της

Μὲ μιὰ ἀναπάντεχη γεύση ἐλευθερίας

ἀντισταθήκαμε

Μὲ μιὰ μπουκιὰ ψωμί, μὲ βόμβες αὐτοσχέδιες καὶ ἀντισυλλη-

πτικὰ

Κι ἃς ξέραμε πὼς πάλι τελικὰ

οἱ θυρωροὶ κι οἱ ἀστυφύλακες

θὰ θριαμβεῦαν…

Εἶναι πολὺ παρηγορητικὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ προχειρότητας τοῦ κειμένου, νὰ ξαναδιαβάζεις ἐκείνη τὴν ποίηση ὅπου τίποτε τυχαῖο δὲν ἐμφιλοχωρεῖ – εἶναι ἡ σύγκριση ποὺ γράφω στὴν εἰσαγωγὴ τῆς σημερινῆς παρουσίασης. Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα εἶναι βέβαια ὁ Μάης τοῦ 68 καὶ ἕνας νέος τρόπος ἀντίστασης ἀπὸ τὴν νέα γενιά, ἐντελῶς ξένος στὴν γενιὰ τοῦ Λεοντάρη καὶ γενικότερα στὶς μεταπολεμικὲς γενεὲς – μάλιστα ἡ ἐπίσημη ἀριστερὰ στάθηκε μᾶλλον ἐχθρικὴ πρὸς αὐτὲς τὶς νέες μεθόδους ἀμφισβήτησης. Κι ὅμως  ὁ Λεοντάρης, ἐνδύεται πρόθυμα, (μέσα ἀπὸ τὴν χρήση πρώτου πληθυντικοῦ) τα νέα ρεύματα, υἱοθετεῖ μὲ κάποια λαχτάρα τὴν ἐπανάληψη τῆς ἱστορίας μὲ ἄλλο πρόσωπο, μὰ στὸ τέλος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὴν πρόβλεψη τῆς ἥττας, τὴν βεβαιότητα τοῦ ματαίου – αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ὅπως εἴδαμε κατοίκησε τὴν ποίησή του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν ἔφυγε ποτὲ πιὰ ἀπὸ ἐκεῖ (γιὰ τοὺς πολὺ νέους ἀναγνῶστες ποὺ ἀποροῦν μὲ τὴν ἄθροιση θυρωρῶν καὶ ἀστυφυλάκων στὸ ποίημα, νὰ ποῦμε ὅτι ἰδιαίτερα στὴν ἑπταετία τῆς χούντας, ἕνα μεγάλο μέρος θυρωρῶν καὶ περιπτεράδων συνεργάζονταν μὲ τὴν δικτατορία ὡς «ἀξιόπιστα κέντρα» πάσης φύσεως πληροφοριῶν – ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα ποὺ διάβαζε ὁ καθείς, ἕως τὸ ποιὸς ἔμπαινε καὶ τὸ ποιὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πολυκατοικία..).

Ἔχω τὴν αἴσθηση καὶ δὲν νομίζω ὅτι κάμω μεγάλο λάθος, ὅτι μὲ τὴν συλλογὴ «Ψυχοστασία» τοῦ 1972, ἡ ποίηση τοῦ Λεοντάρη μεταφέρεται πιὰ σὲ κεῖνο τὸ τρίτο ἐπίπεδο, (ἂν θυμᾶστε, ἀναλύσαμε τὰ ἄλλα δύο κάπως διεξοδικά..), ποὺ πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ ποιητικοῦ του κύκλου. Ἡ ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση καὶ ἀγωνία παραμένουν καὶ διευρύνονται, ὅμως εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐτό, θὰ τολμήσω νὰ τὸ χαρακτηρίσω, κάπως νὰ τὸ ὁρίσω: Ἐδῶ πιὰ καταρρέουν καὶ οἱ τελευταῖες συμβάσεις, (σὲ τεχνικὴ καὶ περιεχόμενο), ὁ Λεοντάρης (τὸ καταλαβαίνεις, τὸ νιώθεις ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο..) εἶναι πιὰ ἀπελευθερωμένος ἀπὸ ἐλπίδες καὶ φόβους, ἀναζητᾷ μία νέα ἐπάρκεια, ἕνα μεγαλύτερο βάθος στὴν ποίησή του καὶ στὴν προσπάθεια αὐτὴ δοκιμάζει νέες φόρμες, ἀφήνει χαλαρὸ τὸν στίχο ποὺ γίνεται περισσότερο πυκνός, πεζολογεῖ πολὺ περισσότερο ἀπὸ πρίν, οἱ ἐπιρροὲς (ὕφους) ἀπὸ Καρυωτάκη καὶ ἄλλους δὲν εἶναι πιὰ ἐμφανεῖς, ὅμως παραμένουν βαρύνουσες, κάποτε θαρρεῖς ὅτι πειραματίζεται μὲ ὅλα τὰ νέα ρεύματα τῆς ποίησης, ἀνακατεύει ὑλικά· θὰ πεῖ κάποιος ἐπιπόλαια: χαλαρώνει ὁ ποιητὴς παίζοντας, ἔχει ἀμβλυνθεῖ τὸ ὀξυδερκές τοῦ βλέμματός του.. κι ὅμως, κάθε ἄλλο! Ὁ Λεοντάρης κατὰ τὴν γνώμη μου ἔχει ἀποτινάξει καὶ τὰ τελευταῖα τετριμμένα καὶ ἔχει βυθιστεῖ σὲ μιὰ νέα ἀντίληψη, σὲ μιὰ νέα στάση καὶ φιλοσοφία ζωῆς – ἐκείνη τῆς ἀγνωσίας. Ἡ ποίησή του μετὰ τὴν μεταπολίτευση, μὲ ἀποκορύφωση τὴν συλλογὴ «Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ» (1996), εἶναι μιὰ ποίηση ποὺ μονολογεῖ, ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ ἀντιστασιακός, παραινετικός, κοινωνικὸς Λεοντάρης ἔχει ἐξαντληθεῖ πιὰ στὶς προηγούμενες συλλογὲς – τώρα ἀντιμέτωπος εἶναι μοναχὰ μὲ τὸν ἑαυτό του, τὶς δικές του ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες προσπαθεῖ νὰ ἁπαλύνει, νὰ καταλαγιάσει τὴν ἀπελπισία του, νὰ διαχειριστεῖ μιὰ ἧττα ποὺ πλέον τὴν νιώθει ἀπόλυτα προσωπικὴ καὶ ἀμετάκλητη. Ἡ ποίησή του γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σκοτεινή, ὅλο καὶ πιὸ ἡττημένη. Ἃς ἀφήσουμε ὅμως γιὰ λίγο το 1996 καὶ ἃς ἐπιστρέψουμε στὸ κομβικὸ 1972 καὶ ἃς δοῦμε στίχους προδρομικοὺς αὐτοῦ τοῦ σκότους..

Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ προχωρήσω

μὲς στὸ μυαλό μου ἀνεβοκατεβαίνουν οἱ πνιγμένοι

καὶ τὸ σκοτάδι ἀτέλειωτο

Καὶ ἀλλοῦ..

Πονάει πονάει τὸ δόλιο μου κρανίο

ζαλίζομαι σὰν περιστρεφόμενη πόρτα

………………………………

Ὅσο καὶ νὰ λυγίζω αὐτὴ τὴ ζωὴ

δὲν μπορῶ πιὰ νὰ συνδέσω ἀρχὴ μὲ τέλος

Αὐτὸ πιὰ δὲν εἶναι ποίηση, εἶναι ζωὴ ποῦ ἀκυρώνει τὸν ἑαυτό της. Κατὰ τὴν προσωπική μου ἐκτίμηση, (ἐντελῶς προσωπικὴ καὶ μᾶλλον ἐναντία πρὸς ἄλλες κριτικές), ἤδη ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 70 ὁ Λεοντάρης ἔχει βυθιστεῖ σὲ ἕναν ζόφο, σὲ μία αἴσθηση ματαιότητας, σὲ μία ἄρνηση ὅλων ἐκείνων ποὺ ἡ γύρω του πραγματικότητα ὁρίζει ὡς ζωή, πρόοδο, ἐξέλιξη. Ὅσο ὁ κόσμος ἀναπτύσσεται τεχνολογικὰ καὶ ἐπιστημονικά, τόσο ὁ Λεοντάρης σὲ ἴση ἀπόσταση ὀπισθοχωρεῖ σὲ καθαρὰ ἀπόλυτα ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα, τόσο θέλει νὰ βυθιστεῖ στὰ ἀναπάντητα μεγάλα ὀντολογικὰ ἐρωτήματα. Στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα, (πάλι ἀπὸ τὴν «Ψυχοστασία»), πετυχαίνει, (θαρρεῖς μὲ κάποια ἀναλαμπὴ σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπόλοιπη συλλογή), νὰ ἀποτυπώσει μὲ τὸν πιὸ εὔστοχο στῖχο αὐτὴν τὴν ἰσορροπία τοῦ τρόμου, τὴν ἰσοπέδωση καὶ κυρίως τὴν ματαιότητα..

[ ]

Ἤμασταν θάλασσα κι ἔχουμε γίνει

σάπια βροχὴ καὶ τιποτένια

ξῦσε τὸ λοῦστρο τῶν νυχιῶν σου,

τὸ ρίμελ, τὸ make up καὶ μίλησέ μου

-Εἴμαστε μεσοπόλεμος, σοῦ λέω,

ἀνίατα μεσοπόλεμος… Ἃς πᾶμε

λοιπὸν κι ἀπόψε, ἃς πᾶμε πάλι κάπου

νὰ χορέψουμε ἢ νὰ σκοτωθοῦμε…

Τοῦτος ὁ στίχος, (εἴμαστε μεσοπόλεμος σοῦ λέω, ἀνίατα μεσοπόλεμος..), εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ προβεβλημένους τοῦ Λεοντάρη, καθόλου ἄδικα κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη. Λυπᾶμαι νὰ πῶ ὅμως ὅτι τὴν σημασία του ἐλάχιστοι ἀντιλαμβάνονται – ἄλλωστε πῶς ἀλλιῶς ἐὰν δὲν παρακολουθήσεις προσεκτικὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ Λεοντάρη, ἐὰν δὲν βυθιστεῖς μαζί του σὲ κείνη τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία ποὺ κάποτε ὁδηγεῖ στὴν τρέλα ἢ στὴν αὐτοκτονία;

Ἀνίατα μεσοπόλεμος… δηλαδή, ἀνίατα ἀκίνητοι, ἀπελπιστικὰ μικροὶ καὶ ἄσκοποι, αἰώνια καταδικασμένοι σὲ πορεία σισύφεια· ἕνας πόλεμος πάντοτε θὰ στοιχειώνει τὴν χθεσινή μας γέννηση, ἕνας πόλεμος πάντοτε θὰ σκιάζει τὸ μέλλον μας· καὶ στὸ ἐνδιάμεσο μετέωροι. Τίποτε δὲν ὁλοκληρώνεται, τίποτε δὲν τελειοῦται – ὅλα ξαναρχίζουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὰν ἐκείνη τὴν μέρα τῆς μαρμότας, ὅλα ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδὲν καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴν ἑπόμενη γενιὰ καὶ γιὰ τὴν μεθεπόμενη, πάλι γέννηση, πάλι πόλεμος καὶ αἷμα, πάλι θάνατος καὶ πάντοτε στὸ τέλος τοῦ κύκλου ἡ διάψευση καὶ τῆς παραμικρῆς ἐλπίδας. Νὰ χορέψουμε ἢ νὰ σκοτωθοῦμε – ζωὴ ἢ θάνατος, ποιὰ ἡ διαφορά;

Ὁ Λεοντάρης δὲν κατανοεῖ ἁπλῶς τὴν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη, ἔχει ξεκινήσει πλέον νὰ ἀντιλαμβάνεται (καλύτερα: νὰ βιώνει).. τὴν ἴδια τὴν ἄβυσσο ποὺ ὅπλισε τὸ χέρι του. Βεβαίως ἀνήκει σὲ μιὰ ἄλλη γενιά, διαμορφώθηκε (ὁ Λεοντάρης) μὲ μιὰ ἄλλη mendalite, ἴσως καὶ οἱ ἀρχές του νὰ διατηροῦν τὶς ἀποστάσεις ποὺ κρατᾶμε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν αὐτοχειρία· ὅμως τί σημασία ἔχει ἡ ἀντίδραση ὅταν ἀντικρύσεις τὸ χάος; Ἐκεῖνο ποὺ μετρᾷ, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν σημασία του, εἶναι πὼς δεκαετίες μετά, σὲ ἕνα ἄλλο περιβάλλον, σὲ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ κοινωνικὴ πραγματικότητα, ὁ Λεοντάρης φτάνει στὰ ἴδια ἀδιέξοδα μὲ ἐκεῖνα τοῦ ὁμοτέχνου του καὶ ποιητικὰ ἀπαντᾷ σχεδὸν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.. ἡ ποίηση τοῦ Λεοντάρη δικαιώνει μὲ τὸν πιὸ πανηγυρικὸ τρόπο τὸν Καρυωτάκη καὶ, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, προχωρᾷ ἀκόμη βαθύτερα τὴν ποιητική του.

Ἡ συλλογὴ «Μόνον διὰ τῆς λύπης», νομίζω ὅτι προσθέτει ἐλάχιστα στὴν ποιητική του Λεοντάρη καὶ προσωπικὰ τὴν θεωρῶ ἀπὸ τὶς πλέον ἀδύναμες. Κάπως μοιάζει μὲ μετάβαση, μὲ μικρὸ πείραμα πρὶν ἀπὸ τὴν «Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ» (1996), γιὰ τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς θὰ λάβει καὶ τὸ κρατικὸ βραβεῖο ποίησης τὸ 1997. Εἶναι βέβαια ἕνα βραβεῖο παρηγοριᾶς καὶ ἀγγαρείας, καθὼς περισσότερο ὁμοιάζει σὰν ἕνα ἄγχος ἀναγνώρισης γιὰ τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του, παρὰ γιὰ κριτικὴ ἀποτίμηση τῆς συγκεκριμένης συλλογῆς.

Ὅπως ὅλα στὴν ἄξια ποίηση, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ τίτλος τῆς συλλογῆς δὲν εἶναι τυχαῖος. Γῆ ἁλμυρὰ εἶναι ἐκείνη ἡ γῆ ἡ ἀκατοίκητη, ὁ τόπος ἐξορίας τῶν καταραμένων, ὁ τόπος τῶν ἀπάτριδων καὶ τῶν ἀφορισμένων – ἡ φράση βέβαια προέρχεται ἀπὸ τὴν παλαιὰ διαθήκη, παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα γιὰ ὅποιον ἐνδιαφέρεται γιὰ τὶς κατάρες τοῦ Ἱερεμία (Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῆ ἡ καρδία αὐτοῦ·  καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθη τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἀλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται.)

Ἃς τὸ πῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μὲ τὴν συλλογὴ «Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ», ὁ Λεοντάρης προσπαθεῖ νὰ ἀποδομήσει τὸ ὕστατο καταφύγιο (ἡ ποίηση ποὺ φθονοῦμε..) καὶ νὰ περιγράψει μιὰ κόλαση ἐπίγεια. Οἱ μεταφορές, τὰ ἀποσπάσματα, ἡ χρήση βιβλικῶν εἰκόνων καὶ κειμένων εἶναι τὰ προσχήματα γιὰ νὰ εἰπωθεῖ μὲ τὰ πιὸ μελανὰ χρώματα ἐκεῖνο ποὺ πιὰ εἶναι τοῖς πάσι γνωστό: ἡ χειρότερη κόλαση εἶναι ἡ ἐγκόσμια, ὁ χειρότερος θάνατος εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς, ἐκεῖνος ποὺ μπάζει ἕνα νεκρὸ πνεῦμα μέσα στὸ ἀκόμη κινούμενο σῶμα· κόλαση εἶναι μία προαναγγελία θανάτου μὲ ἀνοικτὴ τὴν ἡμερομηνία τῆς λύτρωσης, ἔτσι ὥστε τὸ βασανιστήριο μιᾶς ἀνούσιας ζωῆς νὰ μὴν ἔχει στὴν οὐσία ἡμερομηνία λήξης.

Ἃς δοῦμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα – μπαίνουμε πιὰ σὲ δύσκολα μονοπάτια ὅπου ἡ ποίηση φιλοσοφεῖ ἢ ἀρνεῖται τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, δεῖξτε λίγη ὑπομονὴ – ἐπιλέγω τὰ καλύτερα κατὰ τὴν γνώμη μου καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι εὐκολότερο νὰ ἑρμηνευθοῦν σὲ γραπτὸ λόγο..

[ ]

Πῶς νὰ ἀναιρέσω μιὰ κατάθεση

πῶς νὰ διευκρινίσω μιὰ ζωή;

Τὸ εἰπωμένο μὲ ἐκδικεῖται

καὶ ἀνεξιχνίαστο μένει πάντα το ὑπαρκτὸ

Σίγουρα κάτι μοῦ διαφεύγει

κάτι ποὺ λάθος τὸ ἔζησα καὶ λάθος μὲ ἔζησε

κι ὅλο καὶ σκοτεινιάζει γύρω μου

κι ὅλο καὶ σκοτεινιάζει

ποῦ βρίσκομαι

τί ὥρα νὰ ΄ναι.

(Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, 1996, ΙΙ ἀπόσπασμα)

Προσέξτε τὸ τελευταῖο δίστιχο, ἐδῶ ἔχουμε ξεπεράσει τὴν Καβαφικὴ μελαγχολία τοῦ «πῶς πέρασαν οἱ ὧρες… πῶς πέρασαν τὰ χρόνια», ἐδῶ ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος ἔχουν χαθεῖ, δὲν ὑπάρχει προσανατολισμός, σημεῖο ἀναφορᾶς, ἀφετηρία καὶ τέρμα, τὸ ὑποκείμενο ἔχει σχεδὸν νοητικὰ τυφλωθεῖ, διακρίσεις καὶ διαχωρισμοὶ ἔχουν καταργηθεῖ. Θὰ πρέπει πράγματι νὰ εἶναι τρομακτικὴ ἡ αἴσθηση ὅταν δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποτιμήσει ἔστω καὶ μὲ μέτρο δανεικὸ τὴν ζωὴ ποὺ ἔζησε, τὴν ζωὴ ποὺ ξόδεψε..

Ἡ ποίηση βέβαια πρὸ πολλοῦ ἔχει ἀπωλέσει τὴν γνησιότητά της, γιατί πιὰ «στὶς λέξεις.. δὲν κατοικοῦν τὰ βάσανά μας», ἕνας πολὺ ὄμορφος στῖχος καὶ ταυτόχρονα ἐπαρκής ἑρμηνεία γιὰ τὴν κενότητα καὶ ρηχότητα τοῦ σημερινοῦ στίχου ποὺ φλυαρεῖ ἀκατάπαυστα δίχως νὰ λέει ἀπολύτως τίποτα..

Τὶς λέξεις κουρταλῶ καὶ δὲ μοῦ ἀνοίγουν

γιατί πιὰ δὲν τὶς κατοικοῦν τὰ βάσανά μας

Τὶς ἐγκατέλειψαν σάμπως νὰ ἐπίκειται σεισμὸς ἢ ἔκρηξη

Ἀνάσα καὶ χειρονομία καμμιὰ μέσ’ στὰ ἀδειανὰ φωνήεντα

κι οὔτε ἕνα τρίξιμο ἀπ’ τὰ σύμφωνα

καὶ μήτε τρέμισμα κορμιοῦ ἢ κεριοῦ

καὶ μήτε σάλεμα σκιῶν στοὺς τοίχους

Ὁ κόσμος μετακόμισε στὸ ἀπάνθρωπο

βολεύτηκε σ’ αὐτὴ τὴν προσφυγιὰ

πῆρε μαζί του γιὰ εἰκονίσματα φωτογραφίες δημίων

ὄργανα βασανιστηρίων γιὰ φυλαχτὰ

μιλάει μόνο μὲ σήματα

μέσ’ στὴν ὀχλαγωγία τῆς ἐρημιᾶς

στὶς φαντασμαγορίες τοῦ τίποτε

Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀδειάσαμε

καὶ μᾶς ψέκασαν μὲ ἀναισθητικὸ

ἔτσι ποὺ ἀποξενωθήκαμε ἀπ’ τὸν πόνο

– αὐτὸ δὰ εἶναι κι ἂν εἶναι ἀποξένωση… –

κι ἡ ποίηση ἔγινε κραυγὴ ἔξω ἀπ’ τὸν πόνο

Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγὲς

σκαρώνοντας μνημεῖα καὶ μπιμπελὸ

Ἀλλὰ τὸ τρομερὸ καραδοκεῖ

Ὅ, τι δὲν εἶναι τέχνη μέσ’ στὴν τέχνη

αὐτὸ

τὸ ἀνθρώπινο

αὐτὸ

κι ἐμᾶς κι αὐτὴν θὰ μᾶς ξεκάνει

(Ἔτσι ποῦ τραύλισα, ΙΙ, ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Ἐν γῇ ἁλμυρὰ»)

Μὰ γιὰ προσέξτε τὸ ἁπλὸ καὶ ταυτόχρονα ἐξαιρετικὸ στὴν τελευταία στροφὴ – αὐτὸ ποὺ σήμερα θεωροῦμε τάχα μεγάλη ποίηση, δῆθεν μεγάλη τέχνη, δὲν ἔχει ζωή, λίγες εἶναι οἱ μέρες του – ὅταν ἡ ποίηση βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, (ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ πειστικὰ καὶ βαθιὰ μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο), γίνεται μιὰ ποίηση κούφια, τενεκεδένια, στὴν οὐσία ἄηχη καὶ ἀνύπαρκτη, διακοσμητικὸ μπιμπελὸ καταδικασμένο στὴν ἀφάνεια καὶ στὴν ἀνυπαρξία.

Ἀπὸ τὴν ἴδια ἑνότητα ἃς δοῦμε ἀκόμη τρία ποιήματα, τὸ πρῶτο εἶναι ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα μου, ὁ εὐγενὴς καὶ σεμνὸς Βύρων Λεοντάρης ὑβρίζει τὸ ἀσήμαντο, τὴν ἄγνοια, τὸ μηδαμινὸ – μὰ μήπως ὅμως εἶναι ἀπόλυτα εἰλικρινὴς καὶ τελικὰ ὄντως οἰκτίρει τὸν ἑαυτό του; Ἔχω ἰδεῖ πολλοὺς ποιητὲς ποὺ δῆθεν ζηλεύουν τὸν μὴ διανοούμενο, τὸν ἀνέμελο ἢ καὶ τὸν χαζοχαρούμενο, ἀλλὰ συνήθως εἶναι πόζα καὶ ἀκκισμός, ἐδῶ νομίζω ὅτι ἔχομε μετάνοια πραγματική.. δεῖτε καὶ κεῖνο τὸ τιτίβισμα, χρόνια πρὶν ἐμφανισθεῖ τὸ twitter..

VIII

Τιτίβισμα τοῦ τίποτε

ἤξερες τελικὰ πῶς νὰ ἐπιζήσεις

δὲ μπλέχτηκες ἐσὺ σὲ ὁράματα

καὶ σὲ χαμένες ὑποθέσεις

ἤξερες νὰ φυλάγεσαι περίκομψα

ξέφυγες τὴν αἰσθητικὴ καταστροφὴ

Ἔντομο ἀνθεκτικό τῆς μετατέχνης

ζουζοῦνι τῆς τεχνολογίας τοῦ αἰσθήματος

χαζοχαρούμενο καὶ χαζολυπημένο

διακοσμητικό τοῦ ἀνύπαρκτου

ἤξερες τελικὰ πῶς νὰ ἐπιζήσεις

Ὄχι σὰν τὴν δική μου τὴ φωνὴ

ποὺ πνίγηκε

στὸ βόγγο τοῦ ὑπαρκτοῦ

Τὸ ἔχω γράψει σὲ πολλὰ δοκίμια, ἄρθρα καὶ κείμενα  – δὲν εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν διαβάζει ποίηση ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐκτιμᾷ ἢ δὲν τὴν καταλαβαίνει πάντοτε – τὴν ἀποφεύγει ὅπως ὁ διάολος τὸ λιβάνι γιατί ἡ ἀνάγνωσή της εἶναι μία διακινδύνευση τῆς ἐπιβίωσής του,  ἡ ἀπώλεια τῆς παρθενίας του καὶ τῆς (ἐπιτηδευμένης) ἀθῳότητάς του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἑρμηνεύει ἐδῶ ὁ Λεοντάρης – τὸ ἀσήμαντο, τὸ τίποτα, τὸ ἐπιφανειακὸ δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, εἶναι μία παράλληλη πραγματικότητα μέσα στὴν ὁποία κανεὶς γεννιέται, ἐπιβιώνει καὶ πεθαίνει χωρὶς ποτὲ νὰ ἀντικρύσει τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς του καὶ τὸ μεγαλεῖο ἢ τὴν φτώχεια τοῦ πνεύματός του. Ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα..

(Μικρὴ παρένθεση: Ὅσες κριτικὲς παρουσιάσεις ἔχω διαβάσει γιὰ τὸν Λεοντάρη καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν συλλογὴ ποὺ μελετοῦμε τώρα, ἄλλα εἶναι τὰ ποιήματα ποῦ προκρίνουν ὡς καλύτερα καὶ ἄλλες ἐντελῶς εἶναι οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίδουν, ὅμως κάποτε αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ γοητεία τῆς κριτικῆς, ὁ διαφορετικὸς προβολέας δηλαδὴ ἐπάνω στὸ ἴδιο σκηνικό. Βεβαίως θὰ πρέπει νὰ πῶ ὅτι δυστυχῶς αὐτὲς οἱ κριτικὲς παρουσιάσεις εἶναι ἐλάχιστες καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἀκόμη πιὸ λίγες ἐκεῖνες ποὺ εἶναι πρόσφατες. Ἡ χώρα μαστίζεται χρόνια τώρα ἀπὸ κριτικὴ ἀναπηρία καὶ ἕνα τεράστιο ἔλλειμμα φιλολογικῆς μελέτης γιὰ τὴν ὅποια λογοτεχνία ἔχει ἀπομείνει. Γιὰ τοὺς νεότερους, ποὺ δύσκολα ξεχωρίζουν πιὰ τὶς ἔννοιες, νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι τρεῖς γραμμὲς σὲ ἕνα ἄρθρο γεμᾶτο ἀπὸ κοινοτοπίες καὶ ὑπερβολὲς δὲν συνιστοῦν κριτικὴ – στὴν καλύτερη περίπτωση πρόκειται γιὰ παρουσίαση μέσα ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ τοῦ ὀπισθόφυλλου..).

IX

Τὸ ξέρω, μ΄ ἔχεις πιὰ στοὺς «πεθαμένους τίτλους»

γι αὐτὸ ζητῶ νὰ βάλεις στὸν «Κατάλογο ἐκδόσεων»

δίπλα ἀπὸ τὰ βιβλία μου τὴν ἔνδειξη «ἀπεσύρθη»

Τὸ ΄χω αὐτὸ τὸ δικαίωμα

-ἔτσι ὅπως τελειώνουν κάποτε οἱ παραστάσεις

καὶ «κατεβαίνει» τὸ ἔργο.

Τέλος πάντων, διαλύθηκε αὐτὸς ὁ θίασος τῆς ψυχῆς μου.

Ἄλλες σελίδες ἃς χαϊδεύουν τώρα στὰ βιβλιοπωλεῖα

συνεσταλμένα δάχτυλα ποὺ τοὺς ξεγλύστρησε ἡ ζωὴ

κι ἃς μὴ ζητοῦν ἀπ’ τοὺς νεκρούς το ἐλιξήριο τῆς ποίησης

δὲν θὰ τὸ μαρτυρήσουν

Καλέ μου φίλε, ἐκδότη νεκροθάφτη

Κάπως μου θύμησε Μόντη αὐτὸ τὸ ποίημα, τὸ ἴδιο δηλητήριο κάτω ἀπὸ τοὺς στίχους, ὁ σαρκασμός, ἡ εἰρωνεία. Ὁ Λεοντάρης νιώθει τὴν «ἱστορία νὰ περνᾷ ἀπὸ πάνω του..» (θυμᾶστε τὸν στίχο;), ὄχι γιατί δὲν εἶναι ὁ ἀναγνωρισμένος, ὁ μοσχοπουλημένος καὶ προβεβλημένος ποιητὴς (ποιὸς στ’ ἀλήθεια ὥριμος ἄνθρωπος νοιάζεται γιὰ τοῦτα τὰ ἀσήμαντα..), ὅσο γιατί οἱ κώδικές του, οἱ ἀνησυχίες του, τὰ ἐρωτήματά του, ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του δὲν ἔχουν πιὰ πραγματικὸ ἀκροατήριο ποὺ κατανοεῖ, συναισθάνεται καὶ συμπάσχει. Ἃς κατέβει λοιπὸν τὸ ἔργο, ἃς ἀποσυρθοῦν τὰ βιβλία μου – κάλλιο ἐξαντλημένος στὸν ἐκδοτικὸ κατάλογο, παρὰ νεκρὸς στὸ ράφι γιὰ ψυχὲς ποὺ καμώνονται πὼς ἀγαποῦν τὴν ποίηση, τὴν ἴδια τὴν δημιουργία.. εἶναι ἕνα μεγάλο θέμα (σὲ ἀντιστροφὴ τὸ συναντοῦμε καὶ στὸν Καβάφη..),  γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως ἔχουμε μιλήσει κατὰ κόρον ἀλλοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ πρῶτο τεῦχος τῆς χίμαιρας..

Τὸ ἑπόμενο εἶναι ἕνα μικρὸ ποιηματάκι, στὸ ὁποῖο μάλιστα ἡ συμβολὴ τοῦ Λεοντάρη εἶναι μόλις ἕνας στίχος..

IX

«Δὲν εἴμαστε ποιητὲς» σημαίνει φεύγουμε

σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα

παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους…

Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους…

Ε, ναὶ λοιπόν, αὐτὸ σημαίνει

Οἱ τρεῖς πρῶτοι στίχοι εἶναι βέβαια Σαραντάρης καὶ ἡ ἀρχὴ στὸ γνωστό του πιὰ ποίημα «Δὲν εἴμαστε ποιητές». Ὑποψιάζομαι ὅτι στὰ αὐτιὰ τοῦ Λεοντάρη αὐτὸ τὸ ποίημα, (ποὺ βέβαια δὲν εἶναι κακό..), ἀντηχεῖ συμβατικό, στερεότυπο, πολὺ «καθὼς πρέπει», χλιαρὸ – αὐτὸς ἔχει φτάσει ἀπὸ ἑκατὸ  δρόμους τὰ ὅρια τῆς σιγῆς (ὅπως γράφει ὁ ἀγαπημένος του Καρυωτάκης..) – καὶ στ ἀλήθεια ἔρχεται τώρα ὁ Σαραντάρης νὰ μιλήσει γιὰ ἀγῶνες καὶ πεῖσμα καὶ ἐγκατάλειψη; Ὁ Σαραντάρης ποὺ θάπρεπε πρῶτος ἀπὸ ὅλους νὰ γνωρίζει τὸ θανατερό τῆς διάψευσης, αὐτὸς ποὺ στὴν πραγματικότητα θυσίασε τὴν ζωή του στὸν πόλεμο τοῦ 40;

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Λεοντάρη καὶ ὁ διάλογος μὲ τὸν (νεκρὸ) Σαραντάρη εἶναι γνήσια Καρυωτακικός, θάλεγα μάλιστα ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἀπάντηση ἀκόμη πιὸ ἀπόλυτη, πολὺ πιὸ αὐστηρή: «Ναὶ ἀγαπητέ μου, παρατᾶμε τὴν χαρὰ στοὺς ἀνίδεους, γιατί μόνο οἱ ἀνίδεοι μποροῦν νὰ συνεχίσουν νὰ χαίρονται μέσα σὲ μία κόλαση, μόνο οἱ  ἀφελεῖς μποροῦν νὰ γελοῦν μπροστά σε μία πυρκαγιὰ ποὺ κατακαίει τὰ πάντα, με δαύτους ὁ διάλογος εἶναι σχεδόν ἀδύνατος, ἡ παρἀδοσις προτιμητέα..».

Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ ὀργισμένη καὶ κατηγορηματικὴ ἀπάντηση τοῦ Λεοντάρη, (προσέξτε ὅτι ὁ τελευταῖος στίχος δὲν ἔχει ἀποσιωπητικά, ἡ θέση εἶναι ἀπόλυτη..), δηλώνει τὴν ἀποστροφή του πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχω ὀνομάσει «ἐπαγγελματίες τῆς χαρᾶς» καὶ «διαχειριστὲς τοῦ γλυκανάλατου». Εἶναι μεγάλο το θέμα ὅμως, μίαν ἄλλη φορά θὰ τὸ δοῦμε ἀναλυτικότερα.

Ἀπὸ τὴν ἑνότητα «Στιχομαντεία», ἀπόσπασμα..

[ ]

Θὰ μᾶς ξεχάσουν κάποτε τὰ ὀνόματά μας

δὲ θὰ μᾶς ξέρουν οὔτε στὸ ὄνειρό τους

θὰ ζήσουν μιὰ δική τους ζωὴ μὲ ἄλλες σημασίες σὲ ἐξώθυρες

καὶ ἐξώφυλλα

βροχὲς θὰ τὰ μουσκεύουν δάκρυα καὶ δὲ θὰ μᾶς ξέρουν

Ἐμεῖς χαμένες σημασίες

κι αὐτὰ ἴχνη ἀπὸ ξένα πεπρωμένα

(«Ἐν γῇ ἁλμυρά», 1996)

Εἶναι ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος, τῆς ἀποξένωσης, τῆς ἀπώλειας ταυτότητας καὶ συνείδησης μὲ σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς. Δὲν ἔφτανε ἡ διάψευση κάθε ἐλπίδας, δὲν φτάνει ἡ ἧττα στὰ μεγάλα καὶ στὰ μικρά, τώρα πιὰ ἡ ἴδια ἢ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσει, νὰ νοηματοδοτήσει, νὰ ἀκριβολογήσει – εἶναι μιὰ γλῶσσα ξένη πλέον, ποὺ ἀφορᾷ ἄλλες κοινωνίες, ἄλλες γενεές, ἄλλους πολέμους..

Στὸν στίχο «Ἐμεῖς χαμένες σημασίες» κρύβεται ὅλος ὁ σπαραγμὸς τοῦ ποιητῆ ποὺ βλέπει νὰ μικραίνει συνεχῶς στὸν αἰῶνα του, ποὺ καμιὰ ἐλπίδα δὲν μαντεύει στὸν ἑπόμενο, μὰ καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει πουθενά, (σὲ παλιὲς κοινότητες; Σὲ παλιοὺς συντρόφους; Κι ἀκόμη περισσότερο: σὲ φθαρμένες ἰδεολογίες;..) – εἶναι ἕνας ξένος, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ἕνας μουγγὸς ξένος, ἄλαλος, καθὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει καὶ νὰ μεταδώσει τὴν ἴδια του τὴν μοναξιὰ καὶ δυστυχία.

Τὸ προτελευταῖο ποίημα ποὺ θὰ δοῦμε σ’ αὐτὴν τὴν παρουσίαση εἶναι παράδοξο. (ρεζὲς εἶναι ὁ μεντεσές, ἐνῷ στάχωμα ἀλλοῦ ὀνομάζουν τὴν ἐργασία τῆς βιβλιοδεσίας καὶ ἀλλοῦ το ἐξώφυλλο.. ὑποψιάζομαι ἀπὸ τὸ «στάχυς», ἡ εἰκόνα ἀπὸ ἕνα δεμάτι σταριοῦ μοιάζει πολὺ μὲ τὴν «τακτοποίηση» τῶν σκόρπιων σελίδων ἑνὸς βιβλίου..).. ἃς δοῦμε αὐτὸ τὸ περίεργο ποίημα ἀπὸ τὴν τελευταία ἑνότητα τῆς συλλογῆς «Τὸ μεθύσι τῶν νεκρῶν»..

Κλειστὸ εἶναι τὸ ἀνοικτὸ βιβλίο ποὺ κρατᾷς.

Ἀλλιῶς θὰ ἀνοίξει.

Ὅπως ἀνοίγει σφαλιστὴ δίφυλλη πόρτα. Ἀπὸ τὴ μέση.

Στὸ στάχωμά τους θὰ χωρίσουνε τὰ φύλλα

καὶ μὲ τὶς ἔξω ἄκρες τους στὰ δάχτυλά σου τρίζοντας

ἀργὰ σὰν σὲ ρεζέδες θὰ περιστραφοῦν.

Καὶ τότε εἶναι ποὺ θὰ διαβάσεις τὸ κενὸ

-γιατί ποιὸ ἄνοιγμα χωρὶς κενό;

Ἔτσι κι ὅταν ἀνοίγω τὴν ψυχή μου.

Γιὰ τὸ κενό τοῦ ἀνοίγματος καὶ μόνο.

Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι γνωστά. Σὰν «ἀνοικτὸ βιβλίο»

(«Ἐν γῇ ἁλμυρά», 1996)

Γιὰ τὸ (στακάτο) αυτό ποίημα καὶ τὴν φράση κλειδὶ ποὺ τὸ ἑρμηνεύει ἔχουν διατυπωθεῖ διάφορες ἀπόψεις, πολλὲς φορὲς ἀντιφατικὲς μεταξύ τους. Τὶς ἀναφέρω σύντομα, θὰ κάμω καὶ τὶς δικές μου ὑποθέσεις.. πάντως κατὰ τὴν γνώμη μου, ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες συγγενεύουν μεταξύ τους ἢ γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, ἡ μία ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀναδεικνύει ἡ ἑπόμενη. Παραθέτω μόνο κάποιες ἑρμηνεῖες ποὺ ἀντέχουν στὴν λογική, καθὼς δεκάδες κριτικοὶ φοβοῦνται νὰ ποῦν «δὲν καταλαβαίνω τὸν στίχο, ἄρα σιωπῶ καὶ ἐρευνῶ καὶ σκέφτομαι..» καὶ μπροστὰ στὴν ἀμηχανία ἔχουν ὑποστηρίξει παραλογισμοὺς ἢ ἄηχους νεωτερισμούς..

Ἡ πρώτη ἑρμηνεία εἶναι κάπως προφανὴς καὶ συνδέεται μὲ τὴν «ἀνάγνωση ἐκείνου ποὺ ὑπονοεῖται», ἐκείνου ποὺ δὲν γράφεται, τοῦ βιβλίου μέσα στὸ βιβλίο· μὲ τὸν στίχο κλειδὶ «ἀλλιῶς θὰ ἀνοίξει…Ἀπὸ τὴ μέση», ὑπονοεῖ τὴν μὴ συμβατικὴ ἀνάγνωση, τὴν ἀνοικτὴ ἑρμηνεία, τὴν μὴ συμβατικὴ σκέψη – θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε μία ἀνάγνωση in medias res, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὴν θέληση τοῦ συγγραφέα. Εἶναι βεβαίως μιὰ ἑρμηνεία λογικοφανής, ἀλλὰ κάπως συμβατική, κάπως γενικόλογη γιὰ τὴν ποιητική τοῦ Λεοντάρη..

Κάποιοι ἄλλοι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν τελευταία φράση, («Σὰν ἀνοικτὸ βιβλίο») καὶ διακρίνουν σὲ ὅλο το ποίημα ἕναν σαρκασμό, μία Καβαφικὴ εἰρωνεία γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ διαβάσουν κάτω ἀπὸ τὶς γραμμές, μένουν στὰ προφανῆ, βιάζονται νὰ χαρακτηρίσουν σὰν «ἀνοικτὸ βιβλίο» πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις, ἡ σκέψη τους στέκει στὸ ὁρατό, ἀρνοῦνται νὰ συναισθανθοῦν πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια.

Μία τρίτη, (τὴν ὑποστηρίζει καὶ ὁ Φώτης Τερζάκης σὲ μία κριτική του γιὰ τὸ «ἐν γῇ ἁλμυρᾷ» στὸ περιοδικὸ «Πλανόδιον» ἂν θυμᾶμαι καλά, τὸ 1999, κριτικὴ μὲ τὴν ὁποία μὲ χωρίζουν ἀρκετὲς διαφωνίες..), ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν λέξη «κενὸ» ποὺ ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορὲς ἐμφατικὰ μέσα στὸ ποίημα. Ὁ Τερζάκης φτάνει νὰ θεωρεῖ ἐτοῦτο τὸ ποίημα ἕνα κρυφὸ μήνυμα τοῦ Λεοντάρη μέσα στὴν συλλογή, κάτι περίπου σὰν ἕνα κλείσιμο τοῦ ματιοῦ πρὸς τὸν ἀναγνώστη, ὅταν ὅλα τα ὑπόλοιπα ἔχουν ἀποδομηθεῖ, φθαρεῖ καὶ διαψευστεῖ. Βρίσκομαι ἐγγύτερα σ’ αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία, θεωρῶντας ὅμως ὅτι ἄνετα μπορεῖ κανεὶς νὰ συναθροίσει καὶ τὶς ὑπόλοιπες ποὺ λειτουργοῦν τουλάχιστον συμπληρωματικά. Μέσα λοιπὸν στὴν ἀπόλυτη ἀπελπισία, τὴν ὥρα ποὺ μήτε κλαράκι δὲν ἔχει ἀπομείνει γιὰ νὰ πιαστεῖ κανεὶς καὶ νὰ ἐλπίσει, ὁ Λεοντάρης φτιάχνει ἕναν «ἄγνωστο θεὸ» ποὺ μπορεῖ κάποτε νὰ προκύψει ὅταν ἀνακαλύψουμε ἕνα μυστικὸ ἄνοιγμα, μιὰ ἀνοικτὴ χαραμάδα-διάβαση. Κάπου στὸ κενὸ μπροστά μας, λέει ὁ Λεοντάρης, ἴσως ὑπάρχει μία ἐλπίδα ἄγνωστη ἀκόμη, μιὰ ἰδεολογία ποὺ δὲν μποροῦμε μήτε νὰ τὴν διανοηθοῦμε, ἕνα ὄνειρο τόσο ἀληθινὸ ὅσο ψεύτικα ἀποδείχθηκαν ὅλα τὰ προηγούμενα ὄνειρα μαζί· ἀνοίγω λοιπὸν τὴν ψυχή μου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φτιάσω μιὰ γέφυρα πρὸς αὐτό το «ἴσως», τὸ «πιθανόν», γιὰ νὰ εὕρετε ἐσεῖς τὸ κενὸ νὰ περάσετε πρὸς ἕνα παράδεισο ποὺ ἐγὼ ἀκόμη δὲν βλέπω καὶ ἀπομένει νὰ ἀνακαλυφθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Εἶναι ἡ ὕστατη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν κόλαση. Τέτοιες ἀναλαμπὲς καὶ χαραμάδες θὰ διακρίνωμε καὶ στὸν Καρυωτάκη ὅταν τὸν διαβάσουμε προσεκτικά..

Τὸ εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ συλλογὴ «Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ» δὲν εἶναι μία εὔκολη ποιητικὴ σύνθεση, ἀρκετὰ ποιήματά της διεκδικοῦν τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ ἢ τῆς «ποιητικῆς φιλοσοφίας». Θὰ ἔλεγα ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποθαρρύνει τὸν μελλοντικὸ ἀναγνώστη, τὸ ἔχω πεῖ καὶ ἄλλη φορά ἡ καλὴ ποίηση ἀποζητᾷ κόπο καὶ σκέψη καὶ μόνο τότε μπορεῖ νὰ σὲ ἀνταμείψει, νὰ προχωρήσει τὴν συνείδησή σου ἕνα βῆμα παραπέρα.

Τὸ τελευταῖο ποίημα σ’ αὐτὴν τὴν παρουσίαση εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογὴ καὶ  μαζὶ μὲ τὴν «Ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ»  εἶναι τὰ ἀγαπημένα μου ἀπὸ τὸ ποιητικὸ σῶμα τοῦ Βύρωνα Λεοντάρη, (γιὰ τοὺς νεότερους, ποὺ μάλιστα μοῦ στέλνουν μηνύματα διορθωτικὰ καὶ καλὰ κάμουν: ναί, τὸ ὄνομα Βύρων κλίνεται ὅσο καὶ ἂν φαίνεται περίεργο· καὶ ναί, προσωπικὰ δὲν οὐδετεροποιῶ ποτὲ τὸ ὑποκείμενο, δὲν γράφω ποτὲ τὸ Βύρωνα, ἀλλὰ τὸν Βύρωνα· τὴν γλωσσολογικὴ ἑρμηνεία αὐτὴ τῆς ἰδιοτροπίας μου τὴν παραβλέπω, δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅσο γιὰ τὴν ποιητικὴ ἑρμηνεία, θὰ σᾶς παραπέμψω στὸ ποίημα τοῦ Κώστα Μόντη «Τώρα σὲ θέλω» καὶ ἐκεῖ νομίζω θὰ γίνει ἀμέσως ἀντιληπτὸ τί σημαίνει τὸ οὐδέτερο μπροστὰ ἀπὸ ἕνα κύριο ὄνομα..).

Ἀξίζει νὰ προσέξετε κάπως παραπάνω αὐτὸ τὸ τελευταῖο γιὰ σήμερα ποίημα. Καβαφικοῦ ὕφους. Ἀμυδρὰ θυμίζει τὸν «Μύρη», ἀλλὰ μὲ ἐντελῶς ἄλλο προσανατολισμὸ καὶ τελικὸ σκοπό, δὲν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕνας φόρος τιμῆς σὲ ὅσους βρέθηκαν μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή τους καὶ ὁ ἀγῶνας τους, ἡ εὐφυΐα τους, ὁ ἱδρῶτας τους δὲν μέτρησε πουθενά, σχεδὸν δὸν Κιχῶτες, ἄνθρωποι σὲ λάθος ἐποχὴ καὶ σὲ λάθος τόπο. Προσέξτε ἰδιαίτερα τοὺς τελευταίους τρεῖς στίχους, ὅλο το ποίημα ξετυλίγεται σὲ ἕνα νεκροταφεῖο καὶ αὐτοὶ οἱ στίχοι ἠχοῦν σὰν θρηνητικὸς λυγμὸς (γι αὐτὸ καὶ ἀπουσιάζει κάθε σημεῖο στίξης), ὡσὰν αυτοί οἱ στῖχοι νὰ εἶναι ὁ μόνος πραγματικὸς θρῆνος γιὰ τὸν νεκρὸ ποὺ δέχεται τὶς συμβατικὲς φράσεις τῶν ὑπολοίπων. Ἕνα μικρὸ διαμαντάκι, ἱκανὸ νὰ στηρίξει ἐκπαιδευτικὴ διδασκαλία βάθους καὶ  ἕνα ἐσώτερο πένθος γιὰ τὴν χαμένη γενιά, τὰ χαμένα ὁράματα, τὴν ἀνώνυμη θυσία χωρὶς ἕνα ἀποτύπωμα στὴν ἱστορία..

Ἐδῶ, στὸ συνοικιακὸ νεκροταφεῖο

ποὺ μαζευτήκαμε νὰ κεραστοῦμε

καφέ, παξιμαδάκι καὶ κονιὰκ

γιὰ τὸν ἀγαπημένο μας ποὺ χάθηκε νέος πολὺ ἐν ἀρετῇ καὶ θλίψει

καὶ λίγο πρὶν στὴ γῆ ἀπιθώσαμε τὸ σῶμα του

-τὸ βάρος μιᾶς νεότητας ἀσήκωτο σὰ μεταμέλεια…-

ἡ σύναξη ἑτερόκλητη

φίλοι καὶ συγγενεῖς ἐγγύτεροι καὶ ἀπώτεροι οἱ συμμετασχόντες

-σὲ τί συμμετασχόντες

καὶ ποιοὶ τώρα οἱ «ἐγγὺς» καὶ ποιοὶ οἱ ἀπώτεροι…-

λόγια συμβατικὰ γιὰ τὸν νεκρό, τριμμένα κι ἄλλα ποὺ σωπαίνονται

καὶ ἐγκώμια σὲ παληὰ ἑλληνικὰ ὅπως συνηθίζεται

«ἀναλωθείς…», «διαπρέψας…», «ὑπερακοντίσας…»

Τὸ τελευταῖο αὐτὸ μὲ λύγισε

Τί λέξη, ἀλήθεια, καὶ τί μοῖρα

γι  αὐτοὺς ποὺ ξεπεράσανε τὸ στόχο

κι ἔτσι, ὑπερακοντίσαντες, ἀστόχησαν

Τί ἔγινε ἡ ὁρμή τους

ποῦ καρφώθηκε τὸ ἀκόντιο…

Δὲ μέτρησε ἡ βολὴ τους τίποτε δὲ μέτρησε

(«Ἐν γῇ ἁλμυρά», 1996)

Ἃς προσπαθήσουμε μία μικρὴ ἀνακεφαλαίωση, βαδίζουμε σιγὰ σιγὰ πρὸς τὸ τέλος.

Ὁ Βύρων Λεοντάρης πέθανε πρόσφατα, τὸ 2014. Θὰ πεῖ κανείς, «μὰ εἶναι σύγχρονός μας, πότε νὰ προλάβει νὰ μελετηθεῖ ἡ ποίησή του!..». Ώ!, μὰ δὲν φταίει αὐτό! Ὁ λόγος (ὁ κύριος λόγος) εἶναι ἄλλος καὶ ἔχει ὄνομα – λέγεται ἀμηχανία. Οἱ ἀναλογίες μὲ τὸν Καρυωτάκη, (ποιητικό  του μέντορα..), εἶναι πολλές. Μπροστὰ στὸ ἔργο τοῦ Λεοντάρη ἡ σύγχρονη κριτική, ἀλλὰ καὶ ἡ κάπως παλαιότερη τῆς μεταπολίτευσης, στέκει ἀμήχανη γιὰ λόγους πολιτικούς, ἰδεολογικούς, ἀκόμη καὶ γιὰ λόγους ἐπιβίωσης. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ 1963 ποὺ ὁ Λεοντάρης δημοσίευσε τὸ μικρό του δοκίμιο «Ἡ ποίηση τῆς ἥττας» στὴν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης», (ὑπερασπιζόμενος πρωτίστως τὴν δική του ποίηση), αὐτομάτως κατέβηκε τὸ πρῶτο σκαλὶ «στοῦ κακοῦ τὴν σκάλα..», ἔγινε ἀποσυνάγωγος, ἐλάχιστα συμπαθὴς σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀφαιρέσει πρὸ πολλοῦ τὴν λέξη «ἧττα» ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό τους καὶ τὸ τελευταῖο ποὺ χρειάζονταν ἦταν μία σύγχρονη ἐκδοχὴ τοῦ Καρυωτάκη. Ἡ ὀρθόδοξη ἀριστερὰ δὲν εἶδε ποτὲ μὲ καλὸ μάτι τὴν ὑπαρξιακὴ ποίηση καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνη ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν δύναμη τῶν μεγάλων ὁραμάτων της, ὅσο γιὰ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὰ λόγια περισσεύουν. Ὅσοι ποιητὲς στὴν Ἑλλάδα τοῦ 20ου  αἰῶνα ἀρνήθηκαν νὰ «στρατευθοῦν», νὰ προσφέρουν ποιήματα σὲ μιὰ ἰδέα, βρέθηκαν μετέωροι, κατὰ βάση μόνοι, στὴν καλύτερη περίπτωση μὲ ἕνα ἐλάχιστο ἀκροατήριο. Ἀκόμη καὶ τὸ 1999 ὁ Φώτης Τερζάκης, στὴν κριτική του γιὰ τὴν «Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ» ποὺ ἀναφέρουμε παραπάνω, κάμει βεβαίως ἀρκετὲς εὔστοχες παρατηρήσεις, ὅμως σπεύδει νὰ συνδέσει τὴν κόλαση ποὺ περιγράφει ὁ Λεοντάρης μὲ τὸν ὥριμο καπιταλισμὸ καὶ τὴν σχέση κεφαλαίου ἐργασίας. Ἀμέσως ἡ κατάταξη, ἀμέσως ἡ ἀναγωγὴ καὶ ἀντιστοίχιση μὲ τὸν ἰδεολογικὸ χάρτη, ἐτούτη ἡ γραμμικὴ σχέση βάσης καὶ ἐποικοδομήματος ποὺ ἀκόμη κυριαρχεῖ στὴν σκέψη τῆς ἀριστερᾶς, τόσο ἀσπρόμαυρη καὶ τόσο ἁπλὴ ὅσο καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ τὴν γέννησε.

Εὔλογα θὰ διαμαρτυρηθοῦν κάποιοι: «Μὰ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι; Σάμπως ἡ ἀλλοτρίωση, ἡ φτώχεια, ἡ δουλικότητα, ἡ ρουτίνα, ἡ ἀ-παιδεία, ὁ ἐξευτελισμὸς τοῦ ἀνθρώπου – σάμπως ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα δὲν εἶναι ἀπόνερα ἑνὸς στυγνοῦ (καὶ συνήθως στρεβλοῦ) καπιταλισμοῦ; Μήπως καὶ οἱ πρόσφυγες, οἱ πόλεμοι, οἱ θάνατοι ἀπὸ πεῖνα, δὲν γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν πιὸ ἀδίστακτη μήτρα τοῦ παγκόσμιου κεφαλαίου;»

Θὰ ὑπερθεματίσω καὶ θὰ προσθέσω καὶ ἄλλα τόσα. ‘Όμως ὁ ποιητής, ὁ ἄξιος ποιητής, ὁ ἀσυμβίβαστος, στέκει πάντοτε ἐνάντιος σὲ κάθε σύστημα, σὲ κάθε κεντρικὴ ὀργάνωση, σὲ κάθε ἀπόπειρα ὑποταγῆς τῶν συνειδήσεων σὲ ἕνα σκοπὸ – ὅποιος καὶ ἐὰν εἶναι αὐτός, ὅσο ἑλκυστικὸς καὶ ἂν φαίνεται. Ἔγραψε κάποτε κάποιος «..καὶ ὁ παράδεισος νὰ γίνει κάποτε κυβέρνηση, ὁ ποιητὴς πρέπει νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀντιπολίτευση..», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ κόλαση εἶναι γιὰ τὸν ποιητὴ τὸ σπίτι του, τὸ οἰκεῖο περιβάλλον, ὁ χῶρος μελέτης του. Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ ποὺ θὰ ὑποτάξει τὴν γνήσια ποιητικὴ πέννα καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια δὲν ὑπάρχει καλὸς ποιητὴς ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀναρχικὸς (στὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης), συνείδηση ὀρθὴ καὶ ἀλύγιστη, ἀκόμη καὶ ὅταν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἔχουν λυγίσει τὴν μέση ἢ ἔχουν ἀπωλέσει τὴν κριτικὴ τους σκέψη.

Ποιητὲς σὰν τὸν Καρυωτάκη ἢ τὸν Λεοντάρη, (οὑ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸν Καβάφη, τὸν Παπατζώνη, κάποτε τὸν Ἀναγνωστάκη καὶ Λειβαδίτη, τὴν Καρέλλη – καὶ κάποιους λίγους ἀκόμη..), δὲν κατατάσσονται, δὲν ἐντάσσονται, δὲν ταξινομοῦνται· κάθε φορά ποὺ μία μερίδα τῆς κοινωνίας φωνάζει: «θὰ νικήσωμε!», ἐκεῖνοι στέκονται ἀπέναντι καὶ προστατεύουν τὸν ἡττημένο, τὸν μοναχό, τὸν ἀποδιωγμένο. Τὸ νοιώθουν χρέος τους νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν μία συνείδηση ἀπέναντι σὲ ἕνα σύστημα, τὸ ὁποιοδήποτε σύστημα, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του μαζοποιεῖ, πειθαρχεύει, ὀργανώνει, ἐξαφανίζει τὴν μοναδικότητα τοῦ προσώπου.

Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπομόνωση τὴν πιὸ βαθιὰ καὶ τὴν πιὸ γνήσια ὑπαρξιακὴ ποίηση καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν μετατρέψει σὲ εἶδος καὶ λόγο  μουσειακό, ἀφομοιωμένο ἀπὸ τὸ κραταιὸ σύστημα, εἶναι ἡ ἐχθρότητα πρὸς ὁτιδήποτε ἀπαιτεῖ πνευματικὸ κόπο, ἀναζήτηση, κατάδυση, προβληματισμό, προσωπικὸ καὶ φιλοσοφικὸ στοχασμό· ὁλόκληρη ἡ δυτικὴ κοινωνία εἶναι συγκροτημένη ἐπάνω σε μία τεχνητὴ αἰσιοδοξία, σὲ μία ἐλπίδα ἐν ἀναμονῇ, σὲ ἕναν οἰκονομισμὸ ὅπου δὲν χωρεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παρεισφρήσει καμία διερώτηση ὑπαρξιακή, καμία ἀμφισβήτηση καὶ ἀναζήτηση γιὰ ἄλλα πρότυπα. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ποὺ θὰ ξεκινήσουν νὰ διαβάζουν αὐτὸ τὸ σημερινὸ κείμενο, μόνον οἱ πέντε θὰ ἀνθέξουν νὰ τὸ φτάσουν ἴσαμε ἐδῶ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι θὰ δυσαρεστηθοῦν ποὺ τέτοιες ἐποχὲς ὁμιλοῦμε γιὰ θάνατο, ὕπαρξη, ἧττα καὶ ἀπογοήτευση. Ὁ θάνατος, ὡς κίνητρο γιὰ τὴν πιὸ δημιουργικὴ ζωή, ἔχει ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, ἡ ποίηση καὶ ἡ φιλοσοφία ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ ζητήματα πνευματικά, ἀπωθοῦνται ὡς δημιουργήματα περίπου περιττά. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους τὸ ὄνειρο εἶναι ὁ μισθός, ἡ σύνταξη, τὸ ἐφάπαξ, τὸ ποδόσφαιρο, ἡ ταβέρνα, τὸ ἐξοχικὸ καὶ ἡ κούρσα. Κάθε κείμενο, κάθε ποίημα ποὺ ἀντιστέκεται στὴν ἁγία οἰκογένεια καὶ τὰ εὐγενῆ της ὄνειρα, ἀπαξιώνεται, χλευάζεται, ἀπομονώνεται. Καὶ κάθε ποιητὴς ποὺ θὰ ἀρνηθεῖ νὰ ξεπουλήσει τὴν ἀναρχικὴ ψυχή του στὸ σύστημα «χειραψιῶν τὲ καὶ λοιπῶν δημοσίων σχέσεων», ἔχει στὴν οὐσία μετατραπεῖ αὐτόματα στὸν τρελό τοῦ χωριοῦ – στὴν καλύτερη περίπτωση ἕνας τρελὸς συμπαθητικός, στὴν χειρότερη ἕνας τρελὸς ποὺ λυτρώνεται μὲ τὸν θάνατό του, ὅπως ὁ Καρυωτάκης.

Σὲ ἕνα τέτοιο περιβάλλον λοιπὸν οἰκογένειας, κοινωνίας καὶ παιδείας, ἡ ποιητική τοῦ Λεοντάρη δὲν ἔχει καμία τύχη, κανεὶς δὲν νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἀσχοληθεῖ στὰ σοβαρὰ μαζί της καὶ νὰ τὴν ἀναλύσει, νὰ τὴν καταλάβει, νὰ τὴν μεταδώσει· μὴν ξεγελιέστε ἐπειδὴ τὴν συναντᾶτε ποῦ καὶ ποῦ στὸ διαδίκτυο, φυσικὰ δίχως κανένα σχόλιο, κανένα διάλογο, καμία μετάφραση ἐν τοῖς πράγμασι. Μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τώρα ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Λεοντάρη ποὺ ζητᾷ ἀπὸ τὸν ἐκδότη του νὰ τὸν ἀποσύρει ἀπὸ τὸ ράφι, νὰ τὸν σκοτώσει ἐκδοτικά; Εἶναι ποὺ δὲν θέλει νὰ εἶναι μαϊντανὸς καὶ ἄλλοθι, ἐφησυχασμός, πρόσχημα γιὰ μία δῆθεν πνευματικὴ κοινωνία.

Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἐκεῖνο τὸ ἄρθρο ποὺ εἶχα γράψει γιὰ τὸν Καρυωτάκη στὴν «χίμαιρα», («ἡ σφαῖρα τῆς Πρέβεζας ἀκόμη ταξιδεύει»), ταιριάζει σὲ ἀρκετὰ σημεῖα καὶ γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Λεοντάρη. Αὐτὴ ἡ ἧττα τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ περιγράφει δὲν ἔχει τέλος, δὲν ἔχει εὕρει ἀκόμη τὴν λευκὴ σημαία της, τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν λύτρωσή της. Τὸ ἀποδεικνύει ἄλλωστε ἡ πραγματικότητα, ἡ ἐντελῶς σύγχρονη, ἡ τόσο ἐξελιγμένη· ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦν νὰ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο ὁλημερὶς ἀπασχολημένο μὲ ἀπίστευτες ἀνοησίες στὸ διαδίκτυο σὲ μιὰ το ἴδιο ἀπίστευτη σπατάλη χρόνου, ὅσο καὶ ἂν τοῦ ὑποβάλλουν τὴν ἰδέα ὅτι ἡ τσέπη του εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ ὅλα, ὅσο καὶ ἂν οἱ ἐκδηλώσεις καὶ τὰ βιβλιοπωλεῖα (τὰ ἐναπομείναντα) ἀστράφτουν ἀπὸ τὸ φῶς τῶν προβολέων καὶ σείονται ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα καὶ τὰ θαυμαστικὰ – στὸ τέλος τῆς ἡμέρας ἡ συνείδηση ξαπλώνει στὸ σκοτάδι καὶ ἀντιμετωπίζει τὰ ἴδια προβλήματα, τοὺς ἴδιους φόβους, τὴν ἴδια ὑποταγή, τὸ ἴδιο κενό – ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ μᾶς περιμένουν (ὅπως λέγει καὶ ὁ Μόντης), μᾶς περιμένουν νὰ ἀναμετρηθοῦμε μαζί τους νικητὲς ἢ ἡττημένοι.. Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ἀναμέτρηση τὰ ὅπλα εἶναι χάρτινα, κρυμμένα σὲ κάποιο σκονισμένο ράφι, στενάζουν περιφρονημένα στὰ ὑπόγεια κάποιου παλαιοβιβλιοπωλείου. Ἐκεῖ στριμώχνονται οἱ ἀπαντήσεις, τὰ ἐρωτήματα, ἡ γνώση ἡ πραγματική, οἱ θησαυροὶ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας..

Κλείνοντας. Εἶναι ἴσως πράγματι ἀρκετὰ νωρὶς γιὰ νὰ ἀποτιμήσουμε στὸ σύνολό του τὸ ἔργο τοῦ Λεοντάρη, νὰ πάρει τὴν θέση ποὺ τοῦ ἀξίζει στὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Ἡ ποίησή του δὲν εἶναι πάντα εὔκολα κατανοητή, οἱ μελέτες ἀπουσιάζουν, οἱ ἐκδόσεις του ἔχουν λάθη καὶ τεράστια κενὰ σὲ προλεγόμενα καὶ ἀναλύσεις. Ὅμως ἕνα ἔργο δὲν περιορίζεται στὴν συγκυρία καὶ δὲν ἀκυρώνεται ἐπειδὴ δείχνει ἀσύγχρονο μὲ τὴν ἐποχή του. Κατὰ τὴν γνώμη μου, ὁ Βύρων Λεοντάρης εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος καὶ σημαντικὸς ποιητής, μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ἀποτύπωμα στὴν μεταπολεμικὴ ποίηση – ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἐκείνους ποιητὲς ποὺ θὰ ἐπανέλθουν στὰ ράφια ὅταν ἡ κοινωνία ἀναζητήσει σὲ λύσεις πνευματικὲς καὶ στέρεες  τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα καὶ στὰ βάσανα ποὺ τὴν ταλανίζουν. Εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ χρειαστεῖ αἰῶνες, μὰ δὲν ἔχει καμία σημασία – ἄχρονος ἡ καλὴ ποίηση καὶ ἄτοπος, δὲν ἀρχίζει καὶ δὲν τελειώνει ὁ κόσμος στὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐταρέσκεια τῆς μίας γενεᾶς..

(Παρενθετικά: δὲν ἀσχολήθηκα σχεδὸν καθόλου μὲ τὸν Λεοντάρη τῆς κριτικῆς καὶ τοῦ δοκιμίου, προτίμησα νὰ δώσω τὸ βάρος στὴν ποιητική του ποὺ τὴν θεωρῶ σημαντικότερη. Πάντως ἀναφορὲς στὶς ἐργασίες του ὑπάρχουν διάσπαρτες στὰ ὑπόλοιπα κείμενα τοῦ ἰστολογίου καὶ θὰ ὑπάρξουν ἀκόμη περισσότερες στὸ μέλλον. Παρέλειψα ἐπίσης πολλά ἀκόμη γιὰ τὴν ποίησή του και τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ, ἀλλά ἀς κρατήσουμε αὐτήν τὴν πιὸ ἀκαδημαϊκή ἀνάλυση γιὰ κάποια ἄλλη φορά).

Συνηθίζεται κάτι τέτοιες παρουσιάσεις νὰ κλείνουν μὲ ἕνα ποίημα, ὅμως αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ποίημα τοῦ Λεοντάρη. Εἶναι ἕνα ἀνέκδοτο τοῦ Στράτου τοῦ Κοντόπουλου, τὸν γνωρίζουν οἱ ἀναγνῶστες τῆς «χίμαιρας», ἄξιος ποιητής, καιρὸ τώρα προσπαθῶ νὰ «δέσω» μιὰ συλλογὴ του ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν τύχη της. Θὰ κλείσω λοιπὸν μὲ ἕνα ποίημά του, τὸ νομίζω κάπως ταιριαστὸ μὲ ὅσα προηγήθηκαν καὶ ταυτόχρονα πολύ μελαγχολικό γιὰ μιὰ ἐποχή ποὺ όλο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ τρισδιάστατο τοῦ βλέμματος..

Ἐχθὲς

Εἴχαμε τόση κούραση ποὺ ἔκλειναν τὰ μάτια

Στὸ ἴδιο μέρος μαζευτήκαμε, στὸ καφὲ τῆς πλατείας,

ἁπλώσαμε τὰ κορμιά μας, τὰ τεντώσαμε στὸν ἥλιο,

ἦρθαν ποτά, ἦρθαν γλυκά, κάτι πρόχειροι μεζέδες·

τεντώσαμε στὸν ἥλιο τὰ πληγωμένα μας κορμιά,

δὲν εἶναι γιὰ τὰ χρόνια μας τόση ταλαιπωρία,

κάπως πρέπει οἱ ὧρες μας ν’ ἀλλάξουν-

κάπως πρέπει νὰ σκεφτοῦμε

πρόγραμμα ἐλαφρύτερο.

Σκεφτόμασταν γιὰ σήμερα τὶς ἀλλαγές,

μὰ πῆγε καὶ πέθανε ὁ Ἄλκης

-ἐκεῖ τὸ μάθαμε, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἔκαιγε ὁ ἥλιος-

καὶ ὅλα τὰ σχέδια πήγανε στράφι,

ὅλες οἱ ἀλλαγὲς ἀναβλήθηκαν. Τώρα,

ὁ Νίκος πρέπει νὰ φέρει ἀπὸ μακριὰ τ’ ἁμάξι,

ἴσως ὁ Γιῶργος πρέπει νὰ κλείσει νωρὶς τὸ μαγαζὶ-

ὁπωσδήποτε ἡ Γιώτα δὲν θὰ προλάβει τὸ χτένισμα..

Κι ἡ Ἄννα;.. πότε θὰ κοιμηθεῖ ἡ Ἄννα; Ἀλλὰ πάλι,

ποιὸς θὰ κουβαλήσει τὰ ποτὰ στὸ πάρτυ;

Ἀναστάτωση, ὁπωσδήποτε μεγάλη ἀναστάτωση..

Σκεφθήκαμε μήπως καὶ νὰ λείψουμε,

-τουλάχιστον κάποιοι ἀπό ἐμᾶς-

ἀλλὰ μᾶς ἔβαλε στὴν θέση μας ὁ Γιάννης

«Ντροπή», μᾶς εἶπε ἁπαλά, «ντροπή,

τὸν εἴχαμε φίλο γιὰ χρόνια..»

Θὰ πᾶμε, θὰ βροῦμε ἕναν τρόπο

νὰ πᾶμε στὴν κηδεία.

Ἔχωμε ὅμως μιὰ στενοχώρια

μὲ τὸν Ἄλκη, τὴν κηδεία, τὰ ποτά,

τὸν ὕπνο, τὴν κούραση..

Ἀναστάτωση.

Ὁπωσδήποτε μεγάλη ἀναστάτωση..

Κράτα το

5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
427Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
4 Comments
Τὰ παλαιότερα
Τὰ πλέον πρόσφατα Τὰ πλέον δημοφιλῆ
Inline Feedbacks
View all comments
Μαρία Χρίστου
Μαρία Χρίστου
3 years ago

Τί υπέροχη η ανάλυσή σας. Με συνεπήρε, την βρήκα συγκλονιστική – όπως και την ποίηση του Λεοντάρη. Σας ευχαριστούμε θερμά.

καραπατακη ζωη
καραπατακη ζωη
3 years ago

Πέρασα τρεις ώρες με το φως αυτό που ρίξατε στην ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη και γενικότερα στο ρόλο της ποίησης και του ποιητή , όταν αξίζουν βέβαια τον χαρακτηρισμό.