Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares

SHELLER AND GOETHE

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

(Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ παραξενευθεῖ ἀπὸ τὶς ἐναλλαγὲς ὕφους στὸ ἄρθρο ποὺ ἀκολουθεῖ, θὰ πρέπει νὰ ἐνημερώσουμε ὅτι σήμερα δημοσιεύουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ μία συζήτηση ποὺ ἔγινε πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ περίπου χρόνια, στὸν φιλόξενο χῶρο τοῦ «la poesie du monde», ἑνὸς βραχύβιου συλλόγου ἑλλήνων φοιτητῶν ποὺ πλέον σήμερα  ἔχει διαλυθεῖ, ἀλλὰ στὴν σύντομη ζωὴ του πρόλαβε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ σημαντικὰ ζητήματα τῆς λογοτεχνίας. Μεταφέραμε κάποια σημεῖα ἀπὸ ἐκείνη τὴν εἰσήγηση στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ἀφαιρέσαμε ἀναφορὲς στενὰ φιλολογικὲς καὶ δημιουργήσαμε κάποιες γέφυρες μὲ ἄλλα κείμενα τοῦ ἰστολογίου. Δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ «ξαναγράψουμε» τὸν Ρίλκε καὶ τὶς συμβουλές του πρὸς νέους ποιητές, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε οἱ παρακάτω γραμμὲς, ἀθροιζόμενες μὲ τὰ ὑπόλοιπα κριτικά μας κείμενα, δίδουν μία πρώτη, ἁπλὴ εἰκόνα τῶν ἀπόψεών μας γιὰ τὶς ποιότητες στὴν ποίηση)

§

(Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ἄρθρου ανθολογοῦνται οἱ παρακάτω ποιητές, κατά σειρά έμφανίσεως στὸ κείμενο: Κωνσταντῖνος Καβάφης, Κώστας Μόντης, Ἀθάνας Γιῶργος, Δημοτικό [ἕνας ἀιτός περήφανος], Κωνσταντῖνος Καβάφης [δεύτερο], Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Γιῶργος Ἱωάννου, Μιχάλης Κατσαρός, Γιάννης Πατίλης, Δημοτικό [Τόν Κίτσο τὸν ἐπιάσανε], Τέλλος Ἄγρας, Ρούλα Κοντέα, Χρῆστος Καμπούρογλου, Κωστῆς Παλαμᾶς, Κλεῖτος Κύρου, Χρῆστος Τρύφωνας – στὰ περισσότερα ποιήματα ἡ σύνταξη καὶ ἡ ορθογραφία προέρχονται ἀπὸ τὴν τρίτομη ποιητική ἀνθολογία Ἡρακλῆ, Ρένου, Ἧρκου καὶ Στάντη Ἀποστολίδη, ἔκδοση 2012)

Ἡ οἰκονομία κειμένου

Ἡ φλυαρία, ὁ πλατειασμός, ἡ ἐπανάληψη –ὅλα αὐτὰ εἶναι βασικὰ χαρακτηριστικὰ νέων κυρίως ποιητῶν. Εἶναι ἑκατοντάδες τὰ κείμενα ποὺ λαμβάνουμε καὶ προσπαθοῦν νὰ συναγωνισθοῦν μὲ τὴν Ὀδύσσεια ἢ τὸν Ἐπιτάφιο του Ρίτσου, κάποια ἄλλα προσπαθοῦν ἀγωνιωδῶς νὰ κλείσουν τὸ ποίημα, μὰ εἶναι φανερὸ πὼς δὲν τὸ μποροῦν (δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀκριβολογήσουν), δὲν κατορθώνουν νὰ πυκνώσουν τὴν γραφή, νὰ δώσουν μία κάποια συμμετρία, μιὰ ἀποκορύφωση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι ἡ καλὴ ποίηση εἶναι πάντοτε ὀλιγόστιχη, ὁπωσδήποτε ὅμως μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ ποιήματα κινοῦνται στὴν γκρίζα ζώνη ἀνάμεσα στὸ ποίημα καὶ στὸ ἐπίγραμμα. Ἕνα ποίημα εἶναι πρωτίστως μία ἄσκηση ἀκριβείας. Ὁ καθεὶς μπορεῖ νὰ πιστεύει πὼς μέσα στὸ μυαλὸ του κινεῖται μία θύελλα ἰδεῶν καὶ στοχασμῶν, ὅμως ἡ ἀποτύπωση σὲ ἕναν στίχο εἶναι κάτι τὸ διαφορετικό.

Οἰκονομία κειμένου (ὄχι μὲ τὸν στενότατο γλωσσολογικὸ ὁρισμό), δὲν εἶναι, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ἡ κοπτορραπτικὴ στὸ κείμενο, ἡ ἁπλὴ ἀφαίρεση λέξεων καὶ ἡ ἀντικατάσταση τους ἀπὸ ἄλλες. Εἶναι πολλοὶ οἱ νέοι ποιητὲς, (τὸ καταλαβαίνει ἀμέσως κανεὶς, ἂν διαβάσει ἕνα καὶ δυὸ ποιήματά τους..), ποὺ ψάχνουν τὰ λεξικὰ γιὰ κατάλληλες λέξεις χωρὶς βεβαίως νὰ τὶς ἔχουν ἀφομοιώσει, νὰ ἔχουν ἀφομοιώσει τὴν νοηματική τους καὶ γι αὐτὸ θὰ νοιώσετε σὲ πολλὰ κείμενά τους πὼς ἔχει γίνει ἕνα ἁπλὸ copy and paste, μιὰ συρραφὴ ποὺ δὲν ταιριάζει, δὲν βγάζει νόημα, δὲν προσθέτει, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸ ποίημα. Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικὸ νέων κυρίως λογοτεχνῶν, εἶναι πὼς νοιώθουν ὅτι πρέπει νὰ χωρέσουν σὲ ἕνα ποίημα ὅ,τι σκέψη ταλανίζει τὸ μυαλό τους, ὅποια ὡραία λέξη τοὺς ἔρχεται στὸ μυαλό. Πελαγοδρομοῦν ἀπὸ θέμα σὲ θέμα, ξεχειλώνουν τὸ ποίημα, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἐπαναλήψεις σὲ τέτοιο βαθμὸ, ποὺ σχεδὸν συμπάσχεις μὲ τὴν ἀδυναμία τους νὰ ὁλοκληρώσουν μιὰ σκέψη, νὰ πετύχουν τὸν σκοπό τους. Προσπαθοῦν νὰ φωτογραφίσουν ἕνα δάσος, μὰ στὴν προσπάθεια αὐτὴ χάνουν καὶ τὸ δέντρο, χάνουν καὶ τὸ δάσος, χάνουν τὰ πάντα. Τὸ μὴ τετελειωμένο ποίημα, τὸ χαῶδες καὶ τὸ ἄνευρο, ὑποκρύπτει σχεδὸν πάντοτε μία ἀναπηρία στὸ γλωσσικὸ καὶ κὰτ’ ἐπέκταση στὸ νοηματικὸ πεδίο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τὸ μακροσκελὲς ποίημα εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο ἀκόμη καὶ γιὰ πολὺ ἄξιους ποιητὲς – δὲν εἶναι ὅλος ὁ Ἐπιτάφιος στὶς ἴδιες ποιότητες, ὅπως δὲν εἶναι ὅλος ὁ δωδεκάλογος τοῦ γύφτου, ὁ ἐθνικὸς ὕμνος ἢ τὸ ἄξιόν ἐστι. Ὅμως ἐκεῖ ἀναφερόμαστε σὲ ποιητὲς μὲ θηριῶδες ὑπόβαθρο, ὅπου ἀκόμη καὶ ἕνας μέτριος στίχος τους διαθέτει μία πνευματικότητα, μία ὁλοκλήρωση. Ὅσο ταλέντο βεβαίως ἀπαιτεῖ τὸ μακροσκελές, ἄλλο τόσο καὶ περισσότερο ἀπαιτεῖ τὸ ὀλιγόστιχο. Δεῖτε ἃς ποῦμε αὐτὸ τοῦ Καβάφη, θυμηθεῖτε καὶ τὰ περισσότερα ποιήματά του..

Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικές μας δοξασίες —

ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν: Ἀνέγνων, ἔγνων,

κατέγνων... Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε

μὲ τὸ κατέγνων του, ὁ γελοιωδέστατος!..

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέραση δὲν ἔχουνε σ’ ἐμᾶς

τοὺς Χριστιανούς. .. Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,

οὐκ ἂν κατέγνως ἀπαντήσαμεν ἀμέσως!

(Ποιήματα 1897-1933, Ἴκαρος 1984)

Θυμηθεῖτε ἐπίσης Μόντη, ἰδιαίτερα ἐπιγραμματικὸ ποιητή, μὰ πόσο ὁλοκληρωμένοι ἀκόμη καὶ οἱ δυό του στίχοι..

Τελευταῖος

Ἡ θάλασσα, ἕνα καφενεδάκι, μιὰ καρέκλα

κ’ ἐσύ.

Τελευταῖος ἐσύ. Κι ἀπ’ τὴ θάλασσα

κι ἀπ’ τὸ καφενεδάκι κι ἀπ’ τὴν καρέκλα.

Μὴ μοῦ τὰ λὲς ἐμένα αὐτά·

κι ἀπ’ τὸ καφενεδάκι κι ἀπ’ τὴν καρέκλα

κι ἀπ’ ὅλα

τ ε λ ε υ τ α ῖ ο ς.

Κι ἀκόμη..

Αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ πεθάνη/Δὲν ἔχει πιὰ ἐπιχείρημα

§

Γιατί ἐπεμβαίνουν τὰ γεφύρια/καὶ μειώνουν τὶς ὄχτες;

§

Εἴμαστε ἕνα ἀστερέωτο παραθυρόφυλλο,

ποὺ χτυπᾷ μὲς στὴ νύχτα,

καὶ λέει νὰ κλείσει καὶ δὲν κλείνει…

Ἄλλο..

Μᾶς κυνηγᾶν οἱ βαλίτσες τῆς ἀναχωρήσεως·

κάθονται καὶ μᾶς κοιτάζουν μ’ ἀναμονὴ στὰ μάτια,

ἀνεβαίνουν στὰ γόνατά μας,

σκαρφαλώνουν ἐπάνω μας..

Ἡ ποίηση βεβαίως δὲν μπαίνει στὸ ζύγι, μήτε στὸ μῆκος καὶ στὸ πλάτος, τὸ ὀλιγόστιχο δὲν εἶναι προϋπόθεση, εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἀκολουθοῦν καὶ γεννοῦν τερατουργήματα. Γιὰ ἕναν νέο ποιητὴ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀνάγνωση ὅλων των ἄξιων ποιημάτων – μπορεῖ ὁ Κάλβος, ὁ Βαλαωρίτης, ὁ Ἐλύτης, ὁ Ρίτσος, ὁ Σολωμὸς ἢ ὁ Παλαμᾶς νὰ δείχνουν πολλοὶ κουραστικοὶ μὲ τὶς πολυσέλιδες ποιητικές τους συνθέσεις, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καλύτερο σχολειὸ γιὰ γλῶσσα, νόημα, συμμετρία καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετὲς τοῦ κειμένου, δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος νὰ πλησιάσετε τὸ μικρὸ καὶ πυκνὸ κείμενο, δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖτε τί σημαίνει ρυθμός, μέτρο, τεχνικὴ καὶ νοηματικὴ ποιητικὴ ἰσορροπία. Στὸ τέλος τέλος, ὅλα τοῦτα σχετίζονται καὶ μὲ τὴν τεχνική του στίχου, ἐνῷ τὸ πρωτεῦον εἶναι πάντοτε ἡ ἰδέα, ἡ σκέψη, τὸ στοχαστικὸ περιεχόμενο, ἡ ἀποτύπωση τοῦ συναισθήματος στὸν στίχο. Ξεκινῆστε ἀπὸ ἐκεῖ, ἐὰν ὅσα θέλετε νὰ πεῖτε εἶναι κοινότοπα καὶ ἀνιαρά, δὲν θὰ σᾶς σώσει ἡ τεχνική, οὔτε ἡ τήρηση κανόνων. Ἐδῶ ἀκριβῶς ξεκινᾷ μία μεγάλη συζήτηση γιὰ τὴν ξύλινη γλῶσσα καὶ τὸ στερεότυπο τοῦ λόγου – ὅμως γιὰ ὅλα τοῦτα ὑπάρχει ξεχωριστὸ κείμενο τοῦ Τάκη Δελῆ ποὺ μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἐδῶ.

Ἡ πρωτοτυπία ὡς ἀπότοκο τῆς ποιητικῆς μοναξιᾶς

Σάμπως παραφρονίμεψε…

Σάμπως παραφρονίμεψε τούτ’ τὸ διαβολοχώρι!

Μουϊδὲ ζημιὰ σὲ σπαρμωδιά, μουϊδὲ κλεψιὰ σὲ στάνη,

μουϊδὲ καὶ λεβεντοκαβγᾶς ἀγόρι μ’ἄλλο ἀγόρι,

γιὰ ἕνα ψηλὸ παράθυρο, γιὰ ἕνα κοντὸ φουστάνι!

Τὰ νιάτα ἔχουν τὸ δίκιο τοὺς κ’ ἡ ντρέλλα τὸ σκοπό της

Ἂν τὰ΄ἀρνηθεῖτε χωριανοί, κι ἂν δὲν σᾶς ματαπείσω,

καθῆστε, ζῆστε φρόνιμα, πὼς διάταξε ὁ Δεσπότης·

ἀφήνω γειὰ καὶ πάω ἀλλοῦ νὰ βρῶ χωριὸ νὰ ζήσω!

(Γ.Ἀθάνας)

Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πὼς τόσα νέα παιδιὰ (θεωρητικῶς τὸ πιὸ ἐπαναστατικό, τὸ πιὸ ρηξικέλευθο κομμάτι μιᾶς κοινωνίας), ἐπαναλαμβάνουν μὲ τόση προθυμία ὃ ,τι πιὸ συντηρητικό, βαρετό, πληκτικὸ καὶ συμβατικό τοὺς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ποιητικὲς, καὶ ὄχι μόνο, γενιές. Διαβάζοντας τὰ γραπτά τους ἀναρωτιέμαι πολλὲς φορὲς, ἐὰν στὸ μυαλὸ τους ὑπάρχει κὰν ἡ ἔννοια τῶν λέξεων ἀνατροπή, παρέκκλιση, ἐξέγερση – ὄχι βέβαια μὲ τὴν νοηματοδότηση ποὺ ἔχουν πάρει στὶς σύγχρονες κοινωνίες, ἀλλὰ μὲ ἐκείνη τῆς ἀνυπότακτης συνείδησης, τοῦ διαφορετικοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στὰ προαιώνια. Ἡ πρωτοτυπία τοῦ στίχου ἀκουμπᾷ βεβαίως ζητήματα ποὺ εἴδαμε παραπάνω, ὅπως ἐκεῖνο τῆς στερεότυπης γλώσσας, ὁπωσδήποτε ὅμως σχετίζεται κυρίως μὲ τὸ κριτικὸ πνεῦμα, τὴν εὐρύτατη παιδεία ποὺ κατακτᾷ κάποιος ἀπὸ ὅσο γίνεται νεαρὴ ἡλικία, τὴν ἀμφισβήτηση ποὺ γεννᾷ ἡ μελέτη, ἡ σύγκριση, τὸ πάθος γιὰ ἕνα καλύτερο καὶ ὁπωσδήποτε διαφορετικὸ κόσμο.

Ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε σὲ αὐτὸ τὸ πεδίο, θὰ ἐπιλέξω μοναχὰ ἐκεῖνο τῆς λογοτεχνικῆς μοναξιᾶς, καθὼς τὸ θεωρῶ ἐξόχως σημαντικό, ὅσο καὶ καθοριστικὸ γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ κειμένου, ὄχι βεβαίως ἀπὸ μόνο του, τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε συνδυασμὸς πολλῶν παραμέτρων.

Ποιὸ εἶναι τὸ πρώτιστο ἄραγε χαρακτηριστικό της ποίησης; (ὅπου γράφουμε ποίηση τὶς περισσότερες φορὲς θὰ μπορούσαμε νὰ γράφουμε λογοτεχνία). Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ λοιπὸν χαρακτηριστικά της ποίησης εἶναι τὸ ἀντισυμβατικό της πνεῦμα, ἡ καχυποψία της ἀπέναντί σε ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν, ὁ φωτισμὸς ὅσων ἐπιμελῶς κρύβονται σὲ μιὰ κοινωνία, σὲ μιὰ συνείδηση. Εἶπα κάποτε σὲ μία συνέντευξη ὅτι ἡ ποίηση «εἶναι ἕνα ἀγκάθι στὸν πισινό μας, ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ κάτσουμε στὸν καναπέ μας». Δὲν εἶναι βεβαίως μία κόσμια ἔκφραση, ἰσως καὶ ἀκαλαίσθητη, ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ φαντασθῶ ποίηση ποὺ συμβαδίζει μὲ τὸν μέσο ὄρο, συμπλέκεται μὲ τὴν κάθε λογῆς ἐξουσία, ἀποδέχεται τὰ κατὰ συνθήκην ψεύδη, ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὸ κοινό της καὶ αὐτολογοκρίνεται. Κι ὅμως, δυστυχῶς ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κειμένων ποὺ δεχόμαστε προέρχονται ἀπὸ μία ἰδιότυπη λογοκρισία, τὴν λογοκρισία τοῦ λεγόμενου μέσου ἀναγνώστη. Οἱ ποιητὲς δὲν γράφουν καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὴν συνείδησή τους, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ «γοῦστα» τοῦ κοινοῦ τους, ἡ γλῶσσα προσαρμόζεται στὸ λεξιλόγιο τοῦ κοινοῦ τους, ἡ νοηματικὴ σύλληψη εὐθυγραμμίζεται μὲ τὴν συμβατικότητα τοῦ κοινοῦ τους. Οἱ ποιητὲς γράφουν μὲ τὸ ἄγχος τῆς ἀποδοχῆς (στὴν οὐσία ἀπὸ ἕνα κοινὸ ἄσχετο μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴν λογοτεχνία), τὸ μυαλὸ τους εἶναι στραμμένο στοὺς ἐπαίσχυντους διαγωνισμοὺς λογοτεχνίας, στὰ βραβεῖα, στὰ likes τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, στὶς φωτογραφίες ποὺ θὰ βγάλουν ὅταν παρουσιαστεῖ τὸ βιβλίο τους ἀπὸ τὸν (συνήθως πληρωμένο ἁδρὰ) ἐκδοτικὸ οἶκο. Πῶς ἠμπορεῖς νὰ σταθεῖς ἐπάνω ἀπὸ ἕνα στίχο γιὰ ὧρες, γιὰ μέρες, γιὰ χρόνια, ὅταν τὸ ἄγχος σου εἶναι νὰ προλάβεις τὴν δημοσίευσή του στὸ facebook τὶς ὧρες τῆς κυκλοφοριακῆς αἰχμῆς; Ποῦ θὰ ἔβρεις τὸν χρόνο νὰ κάμεις ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀπαιτητικὰ καὶ κοπιώδη ποὺ περιγράφουμε παραπάνω, ὅταν τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ χρόνου σου ξοδεύεται σὲ χειραψίες, διαδικτυακὴ ἀλληλογραφία, κολακεῖες μὲ «συναδέλφους», ὁμιλίες, ἀπαγγελίες, συνεντεύξεις, δημόσιες σχέσεις καὶ δελτία τύπου;

Δὲν θὰ καταφύγω στὸ ἔξοχο Ἄλμπατρος τοῦ Μπωντλαὶρ γιὰ νὰ καταδείξω τὴν σημασία τῆς ἀπομόνωσης, τοῦ ἐλιτισμοῦ στὴν ποίηση, θὰ πάω στὴν ἄλλη ἄκρη, σὲ ἕνα δημοτικὸ τραγοῦδι ποὺ ἐπίσης μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο  (ἂν καὶ ἐντελῶς διαφορετικά) καταδεικνύει ὅτι ἡ ποιότητα ἔχει μόνο μία κατεύθυνση, τὴν ἀνοδική..

Ἕνας αἰτὸς περήφανος

Ἕνας αἰτὸς περήφανος, ἕνας αἰτὸς λεβέντης,

ἀπὸ τὴν περηφάνεια του κι ἀπὸ τὴν λεβεντιά του

δὲν πάει τὰ κατώμερα νὰ καλοξεχειμάση,

μον’μὲν’ἀπάνου στὰ βουνά, ψηλὰ στὰ κορφοβούνια!

Κι ἔρριξε χιόνια στὰ βουνὰ καὶ κρούσταλλα στοὺς κάμπους,

ἐμάργωσαν τὰ νύχια του καὶ πέσαν τὰ φτερά του

Κι ἀγνάντιο βγῆκε κ’ ἔκατσε σ’ἓν’ ἀψηλὸ λιθάρι

καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει:

-Γήλιε μ’γιὰ δὲ βαρεῖς κ’ἐδῶ, ς’τούτη τὴν ἀποσκιούρα,

νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα, νὰ λυώσουνε τὰ χιόνια,

νὲ γένη μὶ’ἄνοιξη καλή, νὲ γένη καλοκαῖρι,

νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια μου, νὰ γειάνουν τὰ φτερά μου,

Ναρθοῦν καὶ τὰ’ἄλλα τὰ πουλιά, καὶ τὰ’ἄλλα μου τὰ’ἀδέρφια!..

(Πολίτου, Ν.Γ., Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἔκδ. ἐ΄66)

Ἐξαιρετικὴ ἀλληγορία, ἔτσι δὲν εἶναι;..

Ἔχω γράψει πολλὲς φορὲς ὅτι ἢ ἄξια ποίηση γράφεται πάντοτε στὰ ὑπόγεια, ποτὲ στὸ φῶς τῆς μέρας, ποτὲ ἀνάμεσά σὲ χάχανα, καφέδες καὶ τὰ χειροκροτήματα τοῦ ὄχλου. Ἐκεῖνο ποὺ παρατηροῦμε σήμερα, (καὶ ἔχει περάσει σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ ἔρχονται ἐδῶ) εἶναι μία «ποίηση» τῆς ἀτάκας, τῆς στιγμῆς, τοῦ γονάτου, τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ. Τῆς κολακείας τοῦ πλήθους. Κι ὅμως, γιὰ δεῖτε ἐδῶ κάποια στοιχεῖα – κάποια ἀπὸ αὐτὰ καὶ στατιστικῶς ἐπιβεβαιωμένα.

Πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀποστέλλουν τὰ γραπτά τους γιὰ μιὰ γνώμη ἢ ἕνα σχόλιο, εἶναι (μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα) «ἐπιτυχημένοι ποιητὲς» – ἔχουν τὰ βραβεῖα τους, τὶς δημοσιεύσεις τους, τὰ βιβλία τους, τὶς παρουσιάσεις τους, τὸ κοινό τους· ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὀνειρεύθηκαν τὴν ὥρα ποὺ ἔγραφαν τοὺς στίχους τους, ὅμως ἐπιζητοῦν μία πιὸ ἐμπεριστατωμένη κριτική, ἀναζητοῦν τὸν φωτισμὸ τοῦ ἀρνητικοῦ τους σημείου, ἐπιμένουν νὰ λάβουν τὴν κριτική μας, παρόλο ποὺ ἐκ τῶν προτέρων γνωρίζουν πὼς πιθανότατα θὰ εἶναι ἀρνητική, αὐστηρή, σχεδὸν ἀποθαρρυντική. Κι ὅμως ἐπιμένουν καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός. Ἔχοντας διανύσει ὅλον ἐκεῖνο τὸν κύκλο ξανὰ καὶ ξανὰ (ἐκεῖνο τὸν κύκλο τῆς ἐπιτυχίας), ἀντιλαμβάνονται κάποια στιγμὴ (οἱ πλέον ἀνήσυχοι ἐξ αὐτῶν) πὼς ὁ κύκλος δὲν παράγει οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα, δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ κοινὸ ποὺ νὰ τοὺς βελτιώνει, νὰ τοὺς ἐξελίσσει, νὰ τοὺς παρακινεῖ. Ἀντιλαμβάνονται κάποιοι ἐξ αὐτῶν πὼς εἶναι τὸ κοινὸ ποὺ τοὺς καθοδηγεῖ καὶ ὄχι ἡ ποίησή τους ποὺ μπολιάζει τὸ κοινὸ μὲ νέες ποιότητες. Διακρίνουν ἔστω καὶ ἀργὰ, πὼς ὅλο τοῦτο, εἶναι ἕνα παιχνίδι ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ποίηση, τὴν ἀξία τῆς σκέψης, τὸ βάθος τοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἡ γραφὴ τοὺς εἶναι πληρωμένη ὑπηρεσία, μία δουλειὰ κειμενογράφου ποὺ πρέπει νὰ δημιουργήσει πνευματικὸ ἄλλοθι σὲ ἕνα κοινὸ βαθύτατα ἀντιπνευματικό. Ἀντιλαμβάνονται πὼς πίσω ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα, τὰ μπράβο καὶ τὰ likes ὑπάρχει τὸ κενό, ἐὰν ρωτήσουν τὸ κάθε like χωριστὰ γιατί ἐπιβραβεύει αὐτοὺς καὶ ὄχι κάποιον ἄλλον ποιητὴ δὲν θὰ ξεύρει νὰ ἀπαντήσει. Μὲ ἄλλα λόγια, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ γύμνια τοῦ βασιλιὰ δὲν κρύβεται, δὲν ἑλκύει πιά, ἡ παρέλαση ἔχει τελειώσει καὶ ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνεται, ξανὰ καὶ ξανὰ μὲ τὴν ἴδια μουσική, τὰ ἴδια λόγια, τὶς ἴδιες τυπικότητες. Τότε εἶναι ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν πιὸ αὐστηρὴ κρίση, τὴν κάπως πιο ὀλοκληρωμένη, αυτός ὁ στροβιλισμός στὴν μέση τοῦ τίποτα τοὺς ἔχει κουράσει, ἐπιζητούν νὰ ξεφύγουν, μὰ δὲν γνωρίζουν τὸ πῶς.. πρό πολλοῦ ἔχει ἀπαντήσει καὶ σ’αὐτό ὁ Καβάφης..

Ἡ σατραπεία

Τί συμφορά, ἐνῷ εἶσαι καμωμένος

γιὰ τὰ ὡραῖα καὶ μεγάλα ἔργα

ἡ ἄδικη αὐτή σου ἡ τύχη πάντα

ἐνθάρρυνση κ’ ἐπιτυχία νὰ σὲ ἀρνῆται·

νὰ σ’ ἐμποδίζουν εὐτελεῖς συνήθειες,

καὶ μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.

Καὶ τί φρικτὴ ἡ μέρα ποὺ ἐνδίδεις –

ἡ μέρα ποὺ ἀφέθηκες κ’ ἐνδίδεις –

καὶ φεύγεις ὁδοιπόρος γιὰ τὰ Σοῦσα,

καὶ πηαίνεις στὸν μονάρχην Ἀρταξέρξη,

ποὺ εὐνοϊκὰ σὲ βάζει στὴν αὐλή του,

καὶ σὲ προσφέρει σατραπεῖες καὶ τέτοια…

Καὶ σὺ τὰ δέχεσαι μὲ ἀπελπισία

αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ θέλεις.

Ἄλλα ζητεῖ ἡ ψυχή σου, γι’ ἄλλα κλαίει·

τὸν ἔπαινο τοῦ Δήμου καὶ τῶν Σοφιστῶν,

τὰ δύσκολα καὶ τ’ ἀνεκτίμητα εὖγε·

τὴν Ἀγορά, τὸ Θέατρο, καὶ τοὺς Στεφάνους…

Αὐτὰ ποῦ θὰ σ’ τὰ δώσει ὁ Ἀρταξέρξης;

Αὐτὰ ποῦ θὰ τὰ βρεῖς στὴ σατραπεία;

Καὶ τί ζωὴ χωρὶς αὐτὰ θὰ κάμεις;..

(Ποιήματα 1897-1933, Ἴκαρος 1984)

Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ συμβαίνει μέσα τους ἡ ἀντιστροφὴ καὶ ἀναζητοῦν ἐκεῖνο ποὺ πλέον ἔχει ἐκλείψει τὰ τελευταῖα χρόνια – τὴν οὐσιαστικὴ καὶ σὲ βάθος κριτικὴ τοῦ κειμένου τους, τοῦ κάθε κειμένου. Ἀναζητοῦν μέτρο σύγκρισης καθὼς στὸ τέλος ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ κραυγὴ «ἤμαστε ὅλοι ποιητὲς» εἶναι ροῦχο κενὸ, ἀκυρώνει ἀκόμη καὶ ἐκείνη τὴν ποιητικὴ δημιουργία ποὺ διαθέτει κάποιες ποιότητες καὶ ἀξίες. Ἔγιναν πολλὲς καὶ συστηματικὲς προσπάθειες τὶς τελευταῖες δεκαετίες γιὰ νὰ σβήσει ἡ κριτική, ἡ σύγκριση, ἡ ἀπόρριψη –αὐτὸς ἦταν ὁ εὔκολος δρόμος γιὰ νὰ λάβουν τὴν ποιητικὴ σφραγῖδα ἀκόμη καὶ οἱ πλέον ἀτάλαντοι, μόνο ποὺ μέσα στὸ τεράστιο ποιητικὸ καζάνι ποὺ δημιουργήθηκε ὑπάρχει πιὰ μοναχὰ ἕνας πολτός, οἱ σημαντικοὶ μὲ τοὺς ἀσήμαντους, ὁ καλὸς στίχος μὲ τὸν γελοῖο, ἡ ὑπαρξιακὴ ποίηση μαζὶ μὲ τὰ στιχάκια μαθητῶν τοῦ δημοτικοῦ. Ἡ ποίηση ἀντιμετωπίζεται πλέον ὡς πλατὼ μὲ μεζεδάκια, σερβίρονται ὅλα μαζί σε τεράστιες ποσότητες καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποιητικὸ super market ὁ καθεὶς ἐπιλέγει καὶ ἀγοράζει ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ταιριάζει, ἀνάλογα μὲ τὴν μόρφωσή του, τὴν ἐξυπνάδα του, τὴν τεμπελιά του, τὴν βαρετὴ ζωή του. Ὅσο γιὰ τὸ ἐπιχείρημα τῶν δῆθεν δημοκρατῶν τῆς ποιήσεως, πὼς ἔτσι θὰ ἀνθίσουν ὅλα τα λουλούδια; Ὁπωσδήποτε ὅλα τα λουλούδια ἄνθισαν, μὰ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ μυρίσει τὸ ἄρωμά τους, γιατί μὲ τὴν κατάργηση κάθε κριτικῆς ματιᾶς, ὅλα τα ἀρώματα μυρίζουν ἴδια, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβει γιατί ὁ Τασάκος εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Δελή, γιατί ὁ Καβάφης εἶναι πιὸ σημαντικὸς ἀπὸ τὸν Μπουρδούρογλου, γιατί ἕνα ποίημα τοῦ Ρίτσου εἶναι καλύτερο ἀπὸ κάποιο ἄλλο. Οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρέσκονται νὰ αὐτοαποκαλοῦνται ποιητές, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνουν θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ καὶ μὲ ἐπιχειρήματα ἕνα στίχο, γιατί ποτὲ τοὺς δὲν ἀνέπτυξαν κριτήρια, ἔστω ἐκεῖνα τὰ δικά τους, τὰ ὑποκειμενικὰ κριτήρια. Σὲ κάποια ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ποιητικὲς παρουσιάσεις, σηκώθηκε κάποτε κάποιος ἀπὸ τὸ κοινὸ ποὺ εἶχε γράψει δέκα στιχάκια τῆς κακιᾶς ὥρας καὶ ἀπευθύνθηκε στὸν τιμώμενο ποιητὴ μὲ τὴν προσφώνηση «κύριε συνάδελφε», καὶ γιατί ὄχι ἄλλωστε; Ἡ ποίηση ἔχει γίνει ἐπαγγελματικὴ ἰδιότητα καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι εἶναι, κανένας δὲν εἶναι. Αὐτὸ εἶναι σήμερα τὸ ἀπόλυτο κενὸ στὸ ὁποῖο μετεωρίζεται ἡ ποιητικὴ δημιουργία.

Δὲν θὰ βρεῖς τὴν πρωτοτυπία, τὴν φρεσκάδα καὶ τὴν ποιότητα στὸν στίχο σου, ὅσο ἀθροίζεσαι μὲ τὴν μετριότητα, τὴν ἐπανάληψη, τὴν ματαιοδοξία. Δὲν θὰ γράψεις οὔτε ἕνα στίχο ποὺ θὰ μείνει βαθιὰ στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅσο κολακεύεις τὶς ἀναπηρίες τους, τὴν τάση τους γιὰ εὐκολία, τὴν ροπὴ πρὸς τὴν ὁμοιόμορφη μᾶζα. Δὲν θὰ γίνεις ποτὲ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅταν φοβᾶσαι νὰ φύγεις ἀπὸ τὸ κοπάδι καὶ νὰ τραβήξεις τὸν δικό σου ξέχωρο δρόμο, ἐνάντιος σὲ ὅτι σὲ μειώνει, σὲ χαμηλώνει, σὲ ἀπαξιώνει. Θὰ μείνεις γιὰ πάντα καθηλωμένος σὲ τοῦτο τὸν ἀέναο καὶ βαρετὸ κύκλο ἑνὸς ποιητικοῦ μικρόκοσμου, ὅσο ἐπιμένεις νὰ γίνεσαι μέρος τοῦ κοινοῦ σου καὶ ὄχι τὸ πνευματικό τους ξυπνητῆρι, ἡ πνευματική τους πρωτοπορεία, ὅσο ἀποφεύγεις τὴν σύγκρουση μὲ τὶς ἀνόητες ἀπόψεις τους, τὴν ἀμάθειά τους, τὴν ὀκνηρία τους, τὴν συμβατικὴ ζωή τους. Ὅσο ἀρνεῖσαι τὴν μοναξιὰ ἑνὸς ἐπαναστάτη, τὴν καταφυγὴ στὴν ἔρημο, μὴν ἀναρωτιέσαι γιατί, ἐνῷ τὰ βραβεῖα κάμουν σωρὸ στὸ γραφεῖο σου, ὁ στίχος σου ἀθροίζεται μὲ τὰ ἀσήμαντα, τὰ βαρετά, τὰ καταδικασμένα νὰ χαθοῦν στὴν σκόνη τοῦ ἑπόμενου λεπτοῦ. Ἡ πρωτοτυπία, ὅσο κι ἂν φαίνεται εὔκολη ὑπόθεση, προϋποθέτει θηριώδη παιδεία, ἀνατρεπτικὸ στοχασμὸ καὶ διάθεση ἀμφισβήτησης (ἢ τουλάχιστον ἐπανεξέτασης) ὅλων ἐκείνων ποὺ σήμερα θεωροῦνται ἱερὰ καὶ ὅσια.

Ἐὰν δὲν ἀντέχεις τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν μυρωδιὰ τῶν ὑπογείων μὴν ἀπευθύνεσαι σὲ μᾶς, ὑπάρχουν τόσοι ἄλλοι ἐκεῖ ἔξω ποὺ θὰ σοῦ δώσουν πρόθυμα ὅσα ἀναζητᾷς. Στὴν ζωὴ αὐτὴ δὲν ἠμπορεῖς νὰ πατᾷς καὶ στὴν βαρκοῦλα καὶ στὸ κρουαζιερόπλοιο, ἡ ζωὴ ἀπαιτεῖ ἐπιλογὲς καὶ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἔχει τὸ κόστος της καὶ τὸ δικό της αἷμα.

Γιὰ δεῖτε τώρα τὸ αποτέλεσμα μιᾶς θυσίας, δεῖτε ἀπὸ τὸ “Σαμουὴλ” τοῦ Βαλαωρίτη, τελευταία στροφή.., αἷμα, μάχη καὶ κουρνιαχτός, μὰ πάνω σ’αὐτά φυτρώνει ἡ νέα ζωή, τὸ ὄνειρο, τὸ ὄραμα..

[…]

Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος –

λάμπει στὰ γνέφ’ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!

Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πόλαβε στὴ θανή του

τὸ Σούλι τὸ κακότυχο, καὶ τί καπνὸ λιβάνι!..

Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο

κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,

σὰ σύγνεφο κατάμαυρο κ’ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.

Κ’ ἐνῷ τ’ ἀνέβαζ’ ὁ καπνός, κ’ ἐνῷ τὸ συνεπαίρνῃ,

τὸ ράσο πάντ’ ἀρμένιζε κ’ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος·

κ’ ἐκεῖθεν ὁπού διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,

σὰν νάταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρρόγισε τὸ λόγγο.

Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραψὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια

χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἔλιες, μυρτοῦλες,

ἐλπίδες, νῖκες καὶ σφαγὲς – χαρὲς κ’ ἐλευθερία.

(Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ἀπόσπασμα ἀπό τὸ ποίημα “Σαμουήλ”)

Γιὰ τὰ τυπικὰ ἐλαττώματα τοῦ στίχου..

Μὴν δίνετε καὶ τόση σημασία ἢ καλύτερα μὴν ὑπερτιμᾶτε τὰ τυπικὰ ἐλαττώματα στὸν στίχο ὅπως γιὰ παράδειγμα μία χασμωδία ἢ ἕνα κακέμφατο. Ὁπωσδήποτε στὸν στίχο..

Ἔπνεε τῆς ψυχῆς τὸ μελτεμάκι..

Ἡ χασμωδία (-ἐε)_δὲν εἶναι ὅτι καλύτερο, ὅμως εἶναι μία ἀτέλεια ποὺ δὲν θὰ εἶχε σχεδὸν καμία σημασία ἐὰν τὸ ποίημα ἦταν γερὸ καὶ εἶχε κάποια ποιότητα. Ἐλαττώματα θὰ ἔβρετε σὲ πολὺ καλοὺς ποιητὲς ὅπως στὸν Καβάφη, στὸν Καρυωτάκη καὶ ἄλλους, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς μήτε ποὺ γίνονται ἀντιληπτὰ μέσα σὲ ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα, ἀντίθετα τὸ βάρος τους αὐξάνεται ὅταν ἀθροίζονται μὲ ὑπόλοιπες τεχνικές, νοηματικὲς καὶ ὑφολογικὲς ἀτέλειες. Ἀφῆστε ποὺ πολλοὶ ποιητὲς ἀφήνουν ἐπίτηδες μέσα στὸ κείμενο νὰ τρέχει ἕνα κακέμφατο, ἔτσι σὰν μία μικρὴ ζαβολιά, σὰν ἕνα μικρὸ shocking ἀνέκδοτο μέσα στὸ ποίημα.

Ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν πὼς πρέπει νὰ ἀδιαφορεῖτε γιὰ τεχνικὰ προβλήματα ἢ νὰ προσπερνᾶτε μὲ εὐκολία κάποιους κανόνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἔργου σας, ἁπλῶς μὴν γράφετε κάτω ἀπὸ τὸ ἄγχος μιᾶς παράβασης ἢ μιᾶς ἀπόκλισης, μὴν θυσιάζετε τὴν πρωτεύουσα οὐσία σὲ ἕναν ὑπέρμετρο σχολαστικισμὸ τῆς τεχνικῆς ἢ τῆς ἐπιτήδευσης, τοῦ ὕφους..

Γιὰ τὸ προσωπικὸ ὕφος..

Ὁ Καβάφης εἶναι τὸ πιὸ τρανταχτὸ παράδειγμα γιὰ τὸ προσωπικὸ ὕφος καὶ τὴν ἐξέλιξή του, τὴν διαμόρφωσή του στὸ πὲρασμα τοῦ χρόνου. Ἐὰν σκύψετε ἐπάνω ἀπὸ τὰ πρωτόλεια τοῦ Καβάφη, δύσκολα θὰ ἀναγνωρίσετε ἔστω καὶ τὰ βασικὰ ἐκεῖνα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν ποιητὴ στὴν μέση καὶ ὥριμη περίοδό του. Τὸ ὕφος δὲν προϋπάρχει (πόσο ἐλάχιστες οι ἐξαιρέσεις στούς αἱῶνες!), ἀλλά κατακτᾶται καὶ εἶναι τόσο πιὸ πιθανὸ νὰ κατακτηθεῖ, ὅσο εὐρύτερο εἶναι τὸ ὑπόβαθρο, ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ παιδεία καὶ πρὸ πάντων ὅσο πλουσιότερη εἶναι γλῶσσα ποὺ κατέχει ὁ ποιητής. Μὴν θεωρήσετε βεβαίως ὅτι ὁ ἀπόλυτα προσωπικό, (τὸ ἀπαλλαγμένο δηλαδὴ ἐντελῶς ἀπὸ ἐπιρροὲς ἢ καλύτερα ἐκεῖνο ποὺ ἠμπορεῖ καὶ κρύβει τὶς ἐπιρροὲς του) ὕφος εἶναι προαπαιτούμενο γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ ποιήματος – ὑπάρχουν πολὺ καλὰ ποιήματα μὲ ἔντονες Καβαφικὲς ἢ ἄλλες ἐπιρροές, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα εἶναι ποιήματα πολὺ σημαντικά.

Ἃς δοῦμε ἕνα του Ἰωάννου, ἐπιρροές ἀπὸ Καρυωτάκη, ἐπιρροὲς ἀπὸ Καβάφη, ὅμως στὸ τέλος τέλος ἕνα ὄμορφο καὶ γερὰ δεμένο ποίημα..

Σὲ ἐπαρχία μακρυνὴ

Σὲ ἐπαρχία μακρινὴ δημόσιος ὑπάλληλος.

Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του ἡ κραυγὴ

Ζήτω ἠΕλευθερία  γιατί κι αὐτὴ καλὴ

ὅμως γλυκὸ καὶ τὸ ψωμὶ – πράγματα

τόσο γιὰ τὴν ὥρα ἀσυμβίβαστα.

Διάφοροι κι ἀπίθανοι ἐπαγρυπνοῦν τριγύρω του.

Ἡ εὐτυχία ὀνομάζεται ἐδῶ ἐφημερὶς

– τοῦ κυβερνῶντος, ἐννοεῖται, κόμματος.

Κάθε καφὲς κι ἕνα καινούριο ὄνειρο

προορισμένο σὲ μίαν ὥρα νὰ στεγνώσει.

Καὶ μόνο τὶς ἀργίες ὅταν κρύβεται

στὸ ξένο του δωμάτιο, κάπως σὰ νὰ ξεχνιέται,

ἴσως νὰ ξαναζεῖ.

Τὸ ἀπόλυτα προσωπικὸ ὕφος, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἐμφανίζεται συνήθως ὡς τομὴ στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιο καὶ συνήθως ἀκολουθεῖ ἄλλες ἐξαιρετικὲς ποιότητες. Τὰ λίγα παραδείγματα στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ Καβάφης βεβαίως καὶ πρωτίστως, ὁ Καρυωτάκης, ὁ Κάλβος ἐὰν μποροῦμε νὰ τὸν ξεχωρίσωμε ἀπὸ τοὺς ἄπειρους μιμητὲς του ἕως καὶ τὸ 1880, ὁ Μόντης σὲ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του, ὁ Ἐλύτης, ἡ Δημουλᾶ στὴν πρώτη περίοδο τοῦ ἔργου της καὶ ἐλάχιστοι ἀκόμη. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι σκυταλοδρόμοι, κουβαλοῦν δηλαδὴ στὴν ποίησή τους τοὺς προηγούμενους, αὐτὸ δὲν εἶναι κακό, ἀντίθετα κτίζει μία συνέχεια δημιουργική, ἕναν ποιητικὸ διάλογο στὸ διηνεκές, ὥσπου μετὰ ἀπὸ χρόνια να ἐμφανιστεῖ ἕνας ἐξαιρετικὸς ποιητὴς καὶ δημιουργήσει σταθμὸ στὴν λογοτεχνικὴ ἐξέλιξη τοῦ τόπου..

Μὴν βάζετε τὸ κάρο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἄλογο, μὴν προσπαθῆτε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ κατακτήσετε ὕφος ξέχωρο, προσωπικό, ἀναγνωρίσιμο· αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔλθει (ἐκτὸς ἀπὸ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις) μετὰ ἀπὸ βασανιστικὴ ἄσκηση, ἀφαίρεση, μελέτη, ἐπανάληψη. Ἀκόμη καὶ οἱ πλέον σημαντικοὶ φιλόλογοι καὶ μελετητὲς ἀνὰ τὸν κόσμο, δὲν ἠμποροῦν εὔκολα νὰ ξεχωρίσουν αὐτομάτως τὸν ποιητὴ στὸ 97% τῶν ποιημάτων ποὺ ἔχουν κυκλοφορήσει, δὲν πταίουν αὐτοί, εἶναι γιατί τὸ 97% δὲν ἔχει ὕφος ἀναγνωρίσιμο, αὐτὸ ὅμως σὲ τίποτε δὲν μειώνει τὴν ἀξία τους καὶ τὴν ποιότητά τους. Προσέξτε ἐπίσης τὴν παγίδα. Ἐὰν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ βρεῖτε ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς ξεχωρίσει σὲ ὕφος, εἶναι μεγάλη ἡ πιθανότητα νὰ παραμείνετε δέσμιος μιᾶς μανιέρας σὲ ὅλης σας τὴ ζωὴ καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν ποίηση εἶναι ἕνας μικρός, ἕνας προαναγγελλόμενος θάνατος τῆς οὐσίας, τοῦ περιεχομένου.

Ὑλικό, προσωπικὴ βιβλιοθήκη..

Πιθανότατα ἀκούγεται γελοῖο, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσπαθοῦν νὰ γράψουν ποίηση, δὲν διαβάζουν…ποίηση καὶ αὐτὸ εἶναι ἐνδεικτικό τοῦ γιατί γράφουν, γιατί ἐπιμένουν, γιατί ἀγνοοῦν ἐπιδεικτικὰ τὶς κακὲς ἢ μέτριες κριτικές. Εἶναι μοναχὰ ἡ προσωπικὴ φιλοδοξία ποὺ τοὺς κινεῖ, ἡ εὐκολία τοῦ νὰ πάρεις ἕνα πληκτρολόγιο ἢ ἕνα χαρτὶ καὶ νὰ γράψεις δυὸ ρίμες, ἡ πεποίθηση ὅτι ποίηση εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀποτύπωση μιᾶς σκέψης τῆς στιγμῆς (τὶς περισσότερες φορὲς μιὰ κοινότοπη ἀμπελοφιλοσοφία, κάποτε οὔτε κάν αὐτό..).

Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν πὼς ἀκόμη καὶ ἡ κακὴ ποίηση, τὸ κακὸ βιβλίο, δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἐνοχλεῖ καθὼς πρώτον, διοχετεύει τὴν ἐνέργεια νέων κυρίως ἀνθρώπων σὲ δημιουργικὲς δραστηριότητες καὶ δεύτερον, εἶναι καλύτερα νὰ διαβάζει κάποιος ἔστω καὶ μία μετριότητα, ἕνα ἔργο ποὺ κακοποιεῖ τὴν λογοτεχνία ἀπὸ τὸ νὰ μὴν διαβάζει καθόλου. Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀποδείχθηκε σὲ βάθος χρόνου ἀνόητη καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ, (μιλῶ πάντοτε γιὰ τὴν λογοτεχνία, ὄχι τὶς ὑπόλοιπες μορφὲς τῆς τέχνης, ἐκεῖ ὑπάρχουν διαφοροποιήσεις).

Ἔστω ὅτι κάποιος παρασυρόμενος ἀπὸ τὰ φληναφήματα τοῦ διαδικτύου καὶ τῶν ἐφημερίδων, ἀγοράζει ἕνα βιβλίο μὲ ποίηση καὶ διαβάζει αὐτὸ.. (πραγματικὸ παράδειγμα)..

Θητεύω τὴν ὕπαρξη σὲ ἰσοδύναμη παρυφὴ

Γεωγραφία διδάσκω, ἀνία ἰσοθερμικὴ

Διακαῶς ἐπιθυμῶ τῆς ἀποδράσεως βδέλυγμα

Τριγωνομετρία τοῦ ἔρωτος, (ἕνας θεός; Ἐκεῖνος!..)

Ἀποκληρώνει τὴν ζωή μου

Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ πιστεύει πὼς αὐτὸς ὁ κακόμοιρος ποὺ διαβάζει αὐτὲς τὶς γραμμὲς θὰ ξαναπλησιάσει τὴν ποίηση στὸ ὑπόλοιπό του βίου του; Ἀπὸ τέτοια; Χιλιάδες, ξεπατίκωμα τῆς Δημουλᾶ, ξεπατίκωμα τοῦ Καρυωτάκη, ξεπατίκωμα τοῦ Ἐλύτη, (ἐκεῖνο τὸ ἐρώτημα «μ’ ἀκοῦς;» στὸ τέλος τοῦ στίχου, ἔχω σιχαθεῖ νὰ τὸ διαβάζω στοὺς νέους ποιητές, τὸ ἀντιπαθοῦσα ἔτσι κι ἀλλιῶς στὸν Ἐλύτη, (ὡς φθηνή του συναισθήματος ἐκβίαση , πόσο μᾶλλον ὅταν τὸ βλέπω σὲ ἀτάλαντες γραμμές..), ξεπατίκωμα, ἀσυναρτησίες (σὰν τὸ παράδειγμα πάμπολλα καὶ χειρότερα), κακοποίηση τῆς ποίησης. Δὲν θὰ ἦταν κακό, ἢ μᾶλλον θὰ ἦταν σχεδὸν ἀδιάφορα ὄλα αὐτά, ἐὰν στὸν σημερινὸ ἀναγνώστη ὑπῆρχε γερὸ κριτήριο. Ἐὰν δὲν κοντοστεκόταν μπροστὰ στὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέραμε καὶ δὲν ἀναρωτιόταν ἔστω καὶ ἕνα λεπτὸ «βρὲ μπᾶς καὶ στέκομαι μπροστά σε ἕναν μεγάλο ποιητή/τρια;». Ἐὰν δὲν ταύτιζε τὴν καλὴ ποίηση μὲ τὸ ἀκατανόητο, ἐὰν δὲν εἶχε μάθει σ΄αὐτὲς τὶς σχολὲς γραφῆς ὅτι «ἡ αὐτόματη γραφὴ ἀνασύρει τὶς ὑποσύνειδες ἀπωθήσεις καὶ ἀπωθεῖ τὸ πλαστὸ συνειδητό» (!!!, ἔλεος, ἔλεος, ὄχι ἄλλο κάρβουνο!), ἐὰν τελικὰ δὲν εἶχε μιὰ ἐντελῶς διαστρεβλωμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν ποίηση – ἀποτέλεσμα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἀντίληψης ποὺ ἀφήνει ὅλα τα λουλούδια νὰ ἀνθίσουν χωρὶς κριτική, χωρὶς διόρθωση, χωρὶς ἀποθάρρυνση, μπᾶς καὶ πάθουν ψυχικὰ τραύματα ὅλοι τοῦτοι οἱ ποιητὲς καὶ πάψουν νὰ γράφουν τὰ ἀριστουργήματά τους.

Κάθε συμβιβασμός, κάθε ὑποχώρηση καὶ συγκατάβαση ἀπέναντι στὸ κακὸ κείμενο, στὴν πραγματικότητα διαπαιδαγωγεῖ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ νὰ ἀποδέχεται ὁτιδήποτε ἀνόητο, δίχως ποιότητα, ὡς τὸ ἀπαύγασμα τῆς ποίησης, ὡς ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ εἶναι ποίηση. Ἡ ἀντίληψη πὼς, δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πότε ἕνα ποίημα εἶναι καλὸ ἢ καλό, ὑποκρύπτει τὴν τεμπελιά, τὴν παθητικότητα, τὴν ἀνάγνωση τῆς λογοτεχνίας ὄχι μὲ προσωπικὴ κρίση καὶ δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ὡς τηλεοπτικὸ πρόγραμμα ὅπου παρελαύνουν ὅλων των εἰδῶν οἱ ποιότητες καὶ ἐμεῖς ἁπλῶς διαλέγουμε ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει μὲ τὴν στιγμιαία διάθεσή μας. Ἡ ποίηση ὡς ἁπλὸ καταναλωτικὸ προϊὸν πλήρως ἐνσωματωμένο στὸ σύστημα ποὺ δῆθεν κατακρίνει καὶ ἀποδομεῖ – ἐκεῖ ἔχει καταντήσει σήμερα τὸ κείμενο καὶ ὅσοι τάχα τὸ ὑπηρετοῦν. Πηγαίνει κανεὶς σὲ τοῦτες τὶς παρουσιάσεις καὶ τὶς ποιητικὲς βραδιὲς καὶ ἀκούει ποιήματα ποὺ ὑβρίζουν τὴν σημερινὴ κοινωνία, ὑμνοῦν τὴν μοναξιὰ τῆς τέχνης, κατακρίνουν τὴν σύμβαση – τὴν ἴδια ὥρα ποὺ οἱ συγγραφεῖς τοὺς ἐκπέμπουν λαχτάρα γιὰ ἀναγνώριση ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο σύστημα ποὺ καμώνονται πὼς σιχαίνονται.

Δεῖτε λοιπὸν ἐδῶ ἕνα πολὺ καλὸ ποίημα τοῦ Μιχάλη τοῦ Κατσαροῦ. Ξανθός, ὄμορφος ὁ ἐχθρός

Διαφήμιση

Στὶς ἕξη καὶ τριάντα στὴ Ρώμη

νὰ μπαίνῃς σὰν ἔμπορας ἢ καμηλιέρης

μεταμορφωμένος σὲ συνοδὸ χρυσοῦ καὶ ἄσημο ἐπισκέπτη,

κι ὅμως στὸν κόρφο σου νὰ φέρνῃς μυστικὰ γράμματα

τοῦ Δεκριανοῦ,

κι ἀμέσως νὰ διαδίδεται στὶς ἀγορὲς,

μέσα στὰ ἀνάκτορα,

ὅτι κατέφθασε ἕνα πρόσωπο

ν’ ἀνατινάξει τὴν πόλη!..

Ὕστερα ν’ ἀνεβαίνεις τὰ ἀξιώματα,

στοὺς διαδρόμους νὰ σὲ σταματοῦν ἔντρομα πρόσωπα,

ὁ γραμματέας τοῦ αὐτοκράτορος ἔμπιστα νὰ ρωτᾷ,

νὰ τερματίζεται ἡ δεξίωσις,

ἡ φήμη νὰ μεταφέρῃ τὸ μπόι σου

νὰ μεταφέρῃ τ’ ἄλογό σου:

…Ξανθὸς ὄμορφος ὁ ἐχθρός τοῦ βασιλεὶου!

Ἔχει χιτῶνα πράσινο – καὶ κάτω: το ξίφος!

τὰ μάτια τοῦ ἀστραπὲς..-  συνωμοσία

περιπλανᾶται σὲ ὑγρὲς αὐλὲς καὶ μυστικὰ ὁπλοστάσια!..

Συγκάλεσε ἐκτάκτως τὴ Σύνοδο!

Κλεῖστε καλὰ τὶς ἐξώπορτες – ν’ ἀσφαλιστῆτε!

Κι ἐσὺ ἥσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια καὶ καπηλειὰ,

νὰ προετοιμάζῃς τὴν ἔνδοξη παρουσία…

Ὅμως, νὰ ἐκφυλίζεσαι μετὰ σὲ ἀγοραῖο ρήτορα·

νὰ κεραυνώνῃς τὰ πλήθη μὲ λόγους·

νὰ ξεχνᾷς τὸν προορισμό σου·

νὰ ξεχνᾷς τ’ ἄλογό σου·

νὰ προσπαθῇς νὰ φτάσεις μὲ ὑπομνήματα τὸν αὐτοκράτορα·

νὰ ζητᾷς πίστωση χρόνου,

οἱ γραμματεῖς νὰ σοῦ ἀπορρίπτουν τὴν αἴτηση –

πῶς γίνεται τόσο ἐσὺ νὰ ξεπέσης;

Ἡ ἔνδοξη Ρώμη σὲ περίμενε τόσους αἰῶνες,

σὲ προφητεῖες ἔλεγε τὸν ἐρχομό σου

καὶ σὺ ἀφωμοιώθηκες;

(Μιχάλης Κατσαρός, «Κατὰ Σαδδουκαίων», Ἐ΄ ἔκδοση (Ἃ΄ ἔκδοση 1953), Θεμέλιο, Ἀθῆνα 1982, σέλ. 21-22)

Μὰ, δὲν εἶναι ἐξαιρετικό; μία ἔξοχη σπουδή ἐπάνω στὸν ἐκφυλισμό τῆς προσδοκίας, τοῦ ἰδανικού – στὴν προσγείωση τοῦ ὀνείρου; στὸ διαδίκτυο θὰ το εὕρετε, ἀλλά κατακρεουργημένο σὲ στίξη καὶ ἄλλα ἀναγνωστικά ἐργαλεῖα..

Τὸ βασικὸ πρόβλημα τῆς καλῆς ποίησης

Γιὰ τὸν ἀναγνώστη, α΄

Κάποτε, (ὄχι πολὺ παλιά) το πρόβλημα μὲ τὰ καλὰ καὶ ἄξια κείμενα ἦταν ὁ ἀποκλεισμός τους ἀπὸ τὸ ἐκδοτικὸ τοπίο, ἡ ἀναμονὴ στὴν οὐρὰ γιὰ τὴν ἔκδοσή τους, τὰ περιβόητα κυκλώματα ποὺ ἄφηναν ἐλάχιστα περιθώρια σὲ κεῖνον ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ παρακολουθήσει ἢ νὰ συμμετέχει σ ’αὐτά. Αὐτὸ ἦταν ἕνα πρακτικό, θεσμικὸ ἐν πολλοῖς πρόβλημα, καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἔδωσε τὶς λύσεις – μὲ τὴν τεχνολογία, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀντιλήψεων, μὲ τὴν χαλάρωση τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα. Δυστυχῶς σήμερα, τὸ κύριο πρόβλημα στὴν λογοτεχνία καὶ πρὸ πάντων στὴν ποίηση σχετίζεται μὲ τὴν παιδεία τοῦ ἀναγνώστη καὶ τὴν ἱκανότητά του νὰ κρίνει, νὰ ἐπιλέξει, νὰ ξεχωρίσει, νὰ ἀναδείξει. Ἔχει διαρραγεῖ ἡ κοινὴ γλῶσσα ἐπικοινωνίας, τὰ σημεῖα ὁποῦ ἠμπορεῖ νὰ συναντηθεῖ ὁ βαθὺς καὶ ἀξιώτερος ποιητικὸς στοχασμὸς μὲ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀναγνωστῶν. Ἡ ποίηση προσφέρεται σὲ τόνους χάρτου καὶ ἠλεκτρονικῆς μελάνης καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθηση τῆς πολυχρωμίας, τοῦ ποικίλου κειμένου, ὅμως ποτὲ καὶ σὲ καμία προηγούμενη ἐποχὴ, ἡ ποίηση δὲν ἦταν τόσο ὁμοιόμορφη, τόσο φασόν, τόσο ἀπελπιστικὰ συμβατικὴ καὶ ἄχρωμη ἀκόμη καὶ ὅταν θέλει νὰ ἐμφανίζεται ὡς ἀναρχικὴ καὶ ριζοσπαστική. Ποτὲ ἡ ποίηση δὲν περνοῦσε τόσο ἀδιάφορα δίπλα ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ποτὲ ἡ ποίηση δὲν ἔμενε τόσο ἀπελπιστικὰ μόνη κι ἀπούλητη στὰ ράφια καὶ στὸ διαδίκτυο..

Ἡ πόλη

……

Μ΄ἔβλαψε /τὸ κλίμα /αὐτῆς τῆς πόλης… /Μὰ πάλι ὑποθέτω πὼς –ἔ, δὲ θάμαστε /καὶ τόσο μᾶζα,/ τόσο χονδροειδεῖς!/ Ὑπάρχει πάντα ἀνάμεσά μας/ ὑποθέτω/ μιὰ λεπτὴ/ ἀπόφυση τοῦ ὡραίου/ μιὰ εὐγενικιὰ προδιάθεση /γιὰ τὴ μοναδικότητα../ (Καὶ ποιὸς /δὲ θάθελε  στ΄ἀλήθεια/ νὰ εἶναι-ἔστω καὶ /γιὰ μία Κυριακὴ – /ὁ μοναδικὸς δεκατριάρης!..)

(Γιάννης Πατίλης)

Ἰδοὺ καὶ ἡ ἀπελπισία τῆς ὁμοιομορφίας, ἡ ἰσοϋψὴς μετριότης..

Δὲν ὑπάρχουνε

Δὲν ὑπάρχουνε πιὰ δρόμοι καὶ πλατεῖες ἐλεύθερες

καὶ στέκια καὶ διαβάσεις καὶ διαβάτες

ποῦ νὰ περνοῦν μὲ μέτωπο ψηλὰ

χωρὶς κάποιοι νὰ τοὺς σημαδεύουν

ἀπ’ ἀπέναντι.

(Γιάννης Πατίλης)

Βεβαίως δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ καλὴ ποίηση ἀνθοῦσε παλιότερα ἢ ὅτι ἡ ἐπιρροὴ της εἶχε ἁπλωθεῖ εὐρύτερα στὴν καθημερινότητα, ὑπῆρχαν ὅμως κάποιοι τελευταῖοι θεραπευτές της ποὺ ἀκόμη στέκονταν ψηλότερα ἀπὸ τὸ μέτριο, (τὸν περιβόητο κι ἀνύπαρκτο μέσο ὄρο) καὶ λειτουργοῦσαν ὡς φάροι βαθιᾶς πνευματικότητας, λιτοῦ βίου, μιᾶς φιλοσοφίας ἐν τοῖς πράγμασι. Ἡ ἀπληστία, ἡ λατρεία τῆς ἀσημαντότητας, ἡ ἀνοησία καὶ τὸ τίποτε, ἡ λαιμαργία γιὰ τὴν ὕλη – ὅλα τοῦτα ὑπῆρχαν καὶ παλαιότερα, ὅμως ὅταν συναντιόντουσαν μὲ τὴν ποίηση, τὸ βιβλίο, τὴν ἐπιστήμη, ἔκαναν πίσω, ἀπέφευγαν τὴν μάχη, ἄφηναν τὸ πνεῦμα στὴν ἡσυχία του μέσα ἀπὸ ἕναν ἰδιότυπο σεβασμὸ ποὺ προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τὸ ἀσυμβίβαστο κάποιων δημιουργῶν, τὴν ἄρνησή τους νὰ παίξουν τὸ παιχνίδι τῶν προβολέων, τὴν ἐπιμονή τους νὰ στέκονται ἐνάντιοι σὲ κάθε τί συστημικό, πειθαρχημένο, ὁμοιόμορφο, μαζικό. Ὅταν ὅλο αὐτὸ ἐξέπεσε, ὅταν ἡ ποίηση καὶ ἡ λογοτεχνία πουλήθηκαν στὴν ἐφήμερη λάμψη μιᾶς κάμερας καὶ ἰδιαίτερα ὅταν ὁ ποιητὴς ἔγινε ἕνα μὲ τὴν παρέα (ἐκεῖνο τὸ χαλαρό, τὸ διασκεδαστικὸ κομμάτι της) ὁ σεβασμὸς ἐξέλιπε, ἔπεσε καὶ τὸ τελευταῖο μετερίζι ἀντίστασης στὸ ἐφήμερο, τὸ πλαστό, τὸ φευγαλέο..

Γιὰ τὸν ἀναγνώστη, β΄

Εἶναι πολλοὶ οἱ νέοι ποιητὲς ποὺ, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἐπιθυμοῦν τὴν ἀφοσίωση στὸ κείμενο, τὴν ἀπομόνωση,  παρασύρονται εὔκολα ἀπὸ τὰ θαυμαστικά τῶν ἀναγνωστῶν, τὶς παραινέσεις τῶν ἐκδοτῶν τους, τὰ χειροκροτήματα καὶ μία αἴσθηση μεγαλείου ποὺ ἀποκτοῦν στὶς παρουσιάσεις τοῦ βιβλίου τους. Δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀντιληφθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἕνας χαμένος χρόνος, ὄχι μόνο γιατί ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν νὰ ποῦν τὸ εἶπαν – τί χρείαν ἔχωμεν περισσοτέρων λόγων; – , ὄχι μόνο γιατί τοὺς τρώγει ἕναν φοβερὰ παραγωγικὸ καὶ πολύτιμο χρόνο γιὰ μελέτη καὶ στοχασμό, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἐλάχιστοι οἱ ἀναγνῶστες ποὺ πράγματι ἔσκυψαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ βιβλίο τους ἢ τὸ ὅποιο πόνημά τους, ἡ ἐπιδοκιμασία τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι φτιαχτή, κατευθυνόμενη, ἐκ τοῦ πλήθους καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς ἀγέλης. Μπορῶ νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ πού μου ἀποστέλλουν συγχαρητήρια μηνύματα γιὰ τὸ τάδε ἢ τὸ δεῖνα ἄρθρο (θὰ  μοῦ συγχωρέσετε ἐδῶ νὰ γίνω λίγο προσωπικὸς στὶς ἀναφορές μου), εἶναι τέσσερις ἢ πέντε ποὺ τὸ ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρο, ποὺ τὸ ἔχουν μελετήσει ποὺ ἔχουν διαφωνήσει ἢ συμφωνήσει πραγματικὰ μαζί του.

Ἐσεῖς νέοι ποιητὲς, μὴν τυφλώνεστε ἀπὸ τὰ φῶτα, τὰ χαμόγελα, τὰ κάλπικα εὖγε. Μὴν ἑρμηνεύετε τὸν ἑαυτό σας, μὴν μετατρέπεστε σὲ καθηγητὴ ἢ κριτικό της φιλολογίας ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀναλύσει τὸ ἴδιο του τὸ ἔργο, εἶναι μάταιο καὶ τὸ χειρότερο, ἀλλοιώνει ὅσο δὲν γίνεται τὴν ἀναγνωστικὴ πρόσληψη, τὸν ἀναγνωστικὸ κόπο. Μὴν γίνεσθε τοῦ συρμοῦ ἐκτὸς καὶ ἐὰν αὐτὸ ἐπιθυμεῖτε, ὁπότε διαβάζετε αὐτὸ τὸ κείμενο μᾶλλον ἐκ περιεργείας..

Θυμηθῆτε, δὲν ἔχετε ἄφθονο χρόνο, θυμηθῆτε τοὺς στίχους τοῦ Ἄγρα..

Μὴν πῇς: Δὲν καταδέχομαι!/ Μὴν πῇς: Κι ἂχ πῶς νὰ τὸ κάμω;/ Πιάσε τὸν στίχο σου σκυφτός, / σὰν τὸ ψωμὶ ἀπὸ χάμω.

Ἢ ἀκόμη ἐκεῖνο τὸ δημοτικό..

Τὸν Κίτσο τὸν ἐπιάσανε…

Τὸν Κίτσο τὸν ἐπιάσανε καὶ πὰ’ νὰ τὸν κρεμάσουν·

χίλιοι τὸν πᾶν ἀπὸ μπροστὰ καὶ δυὸ χιλιάδες πίσω –

κι ὁλοξοπίσω πήγαινεν ἡ δόλια τ’ ἡ μανοῦλα:

– Κίτσο μου, ποῦναι τ’ ἅρματα, τὰ’ ρημα τὰ τσαπράζια;

-Μάνα λωλή, μάνα τρελλή, μάνα ξεμυαλισμένη,

– Μάνα δὲν κλαῖς τὰ νιάτα μου, δὲν κλαῖς τὴν λεβεντιά μου,

– Μόν’ κλαῖς τὰ’ ρημα τ’ ἅρματα, τὰ’ ρημα τὰ τσαπράζια;..

Ναί, γιατί τὸ ξεύρει καλὰ ἡ μάνα ὅτι δίχως τὰ’ ἅρματα ὁ Κίτσος δὲν εἶναι Κίτσος, δὲν ἔχει ταυτότητα, δὲν ἔχει ὄνομα, εἶναι ἕνα ἄδειο κορμί, ἕνα σαρκίον. Δεῖτε τὴν ἔξοχη ἀλληγορία, τὸν συμβολισμό, τὸ βάθος ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει ἡ ποίηση στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου..

Τὸ κείμενο ὡς ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς λογοτεχνίας

Ὁ Παπαδιαμάντης στήν περιβόητη φωτογραφία στήν δεξαμενή, τραβηγμένη ἀπό τόν Παῦλο Νιρβάνα. Μέ τον Παπατζώνη τό κοινό τους σημεῖο δέν εἶναι κυρίως οἱ συμπτώσεις στό ἰδιόλεκτο τοῦ καθενός, ἀλλά ἡ υἱοθέτηση τοῦ πιο καίριου καί καθαροῦ πνεύματος τοῦ χριστιανισμοῦ…

Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ρωτοῦν καὶ ξαναρωτοῦν γιατί δὲν δίδω συνεντεύξεις (παρὰ μόνο γραπτές), γιατί δὲν ἐμφανίζομαι σὲ παρουσιάσεις, (εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι οἱ φίλοι καὶ ἀναγνῶστες ποὺ ἔχουν ζητήσει νὰ παρουσιάσω ἕνα ἔργο τους), γιατί ἐν γένει δὲν συμμετέχω καθόλου (μήτε στὸ ἐλάχιστο..), σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα προώθησης βιβλίων, ἀπόψεων, ἰδεῶν. Γιατί, ἐνῷ θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω καθημερινὴ παρουσία σὲ βιβλιοπωλεῖα, ραδιόφωνα, ἐκδοτικοὺς οἴκους, ἐκδηλώσεις, ἐπιλέγω τὴν πλήρη ἀπομόνωση καὶ ἀποφεύγω τὸ ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ μεταφέρει τὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὰ κείμενά μου σὲ πεδία περισσότερα γαργαλιστικὰ ἢ ἀκόμη καὶ προσωπικά. Ἡ ἀπάντηση εἶναι σχετικὰ ἁπλή..

Ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ, τὸ λέω ἀπολύτως καὶ ἐντελῶς διὰ τῶν κειμένων μου. Ὅπως ἔχει γράψει ἕνας σημαντικὸς φιλόσοφος τοῦ 19ου αἰῶνα « .. τὸ ἀποκορύφωμα τῆς σκέψης ἑνὸς συγγραφέα θὰ τὸ συναντήσετε πάντοτε μόνο στὰ γραπτά του..» – συμπαθῶ πολὺ αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τὴν πιστεύω πέρα ὡς πέρα ἀληθινή. Στὸ γραπτὸ κείμενο ἀποτυπώνεται ὅλη ἡ διανοητικὴ βάσανος, ὅλος ὁ στοχασμός, τὸ σύνολο τῆς σκέψης ἑνὸς ἀνθρώπου, ὃ, τι ποιοτικότερο μπορεῖ νὰ δώσει ὁ στοχασμός του – καλό, κακὸ ἢ μέτριο. Ἐπάνω στὸ χαρτὶ ἢ στὴν ὀθόνη, ὑπάρχει ὁ ἀπαιτούμενος χρόνος γιὰ νὰ ξεδιπλωθοῦν ὅλες οἱ παράμετροι τοῦ προβληματισμοῦ, νὰ βαθύνει τὸ κείμενο, νὰ διορθωθεῖ, σχεδὸν νὰ τελειοποιηθεῖ· ἡ σωστὴ ἀνάγνωση, (μὰ καὶ συγγραφὴ τοῦ κειμένου), δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχει κανέναν μὰ κανέναν περισπασμό. Τὸ μόνο ποὺ ἔχω νὰ προσφέρω σὲ ἕναν ἀναγνώστη εἶναι ἡ ὅποια (καλὴ ἢ κακὴ) σκέψη μου διὰ τοῦ κειμένου, τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζεται γιὰ νὰ μὲ κατανοήσει, νὰ μὲ ἐγκρίνει, νὰ μὲ ἐπιλέξει ἢ νὰ μὲ ἀπορρίψει. Σὲ κάποια παρουσίαση δὲν πρόκειται νὰ πῶ τίποτε παραπάνω, (το ἀντίθετο μάλιστα..), ἀπὸ ὅσα λέω μὲ τὸ κείμενο. Σὲ καμία ὁμιλία δὲν θὰ προστεθοῦν ἐπιπλέον σκέψεις, ἀποχρώσεις, προβληματισμοὶ (τὸ ἀντίθετο καὶ πάλι). Οἱ χειραψίες, οἱ δημόσιες σχέσεις, οἱ ἀνούσιες συζητήσεις, σὲ τίποτε δὲν προσφέρουν στὸν διάλογο ἐπὶ τῶν ὅσων διὰ τοῦ κειμένου ὑποστηρίζω. Τὸ γραπτὸ εἶναι τὸ πρόσωπό μου, ἡ ταυτότητά μου, τὸ εἶναι μου, ἡ συνείδησή μου, ὁ ὑπαρξιακός μου στοχασμός. Ὁτιδήποτε ἄλλο, (τὸ πῶς μιλῶ, πῶς κινοῦμαι, πῶς ἑρμηνεύω ὡς τρίτος το ἴδιο μου τὸ κείμενο, πῶς εἶμαι, ποὺ μένω, τί ροῦχα φορῶ..) ἁπλῶς μεταθέτει (ἔστω καὶ λίγο) το πεδίο ἀπὸ τὸ ζητούμενο (κείμενο) στὴν ἐπιφάνεια, συνιστᾷ ἀπόσπαση καὶ περὶσπαση ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μοναδικὸ ποὺ ἔχω νὰ προσφέρω. Ἡ κρίση σας γιὰ μένα (ἢ τοὺς συνεργάτες μου) θὰ γίνεται στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πεδίο τοῦ ἀντικειμένου μου, δηλαδὴ τὸ κείμενο. Τίποτε ἄλλο, ἀποκλειστικῶς τίποτε ἄλλο. Αὐτὴ εἶναι μία μοναστικὴ ἀντίληψη ποὺ τὴν τηρῶ (καὶ τὴν τηροῦμε) χρόνια τώρα καὶ πράγματι ἔχει τὰ ἀποτελέσματά της, μὰ ὁπωσδήποτε καὶ τὸ τεράστιο τίμημά της.

Ὅταν γράφω λοιπὸν ὅτι ὁ δημιουργός, ὁ ποιητής, θὰ πρέπει νὰ συνηθίσει τὸ ὑπόγειο καὶ τὴν μοναξιά του, αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοῶ, ὅτι δηλαδὴ ἡ πορεία του πρέπει νὰ εἶναι ἐσωστρεφὴς καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, τὸ τελευταῖο ποὺ θὰ πρέπει νὰ σκέφτεται εἶναι ἡ ἐξαργύρωση τοῦ ὅποιου ταλέντου του σὲ συναναστροφὲς θαυμαστῶν καὶ ὀπαδῶν, ἡ ἱκανοποίηση τῆς ματαιοδοξίας του. Εἶναι ἄλλοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ πάρουν τὸ κείμενό του, θὰ τὸ ἀναλύσουν, θὰ τὸ παρουσιάσουν, θὰ τὸ τεμαχίσουν καὶ θὰ τὸ ἐπανασυνθέσουν, θὰ τὸ μεταφέρουν στὸ εὐρύτερο κοινό. Αὐτὸς πρέπει νὰ παραμείνει στὴν γωνιά του καὶ νὰ κάμει ἐκεῖνο τὸ μοναδικὸ ποὺ ξεύρει νὰ κάμει καλὰ ὡς διανοούμενος καὶ ὄχι σἀν ἡθοποιός – νὰ διαβάζει, νὰ σκέφτεται, νὰ συναισθάνεται, νὰ στοχάζεται, νὰ γράφει.

Στρατιώτη…

Στρατιώτη,

ἕνα γραφεῖο

εἶναι πάντα

ἕνας ἀργὸς θάνατος.

Στρατιώτη,

ὁ πόλεμος εἶναι ἐσωτερικὴ ὑπόθεσις·

στὰ τοιχώματα

πρὸς τὰ ἔξω

πάντα συμβιβάζεται.

(Ροῦλα Κοντέα)

Ζηλωτὴς τοῦ κειμένου, αὐτὸ εἶναι ἕνας ποιητής. Ὄχι μὲ τὴν ἔννοια φυσικά τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς μονομέρειας, μὰ γιὰ τὸ πεῖσμα, τὸν ἀσταμάτητο ἀγῶνα νὰ φτάσει βαθύτερα (ἀγῶνας ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ..), τὸν ἀσταμάτητο ἀγῶνα νὰ φέρει δίπλα στὴν πνευματικὴ δημιουργία ὅλο καὶ περισσότερους, ὅλο καὶ πιὸ κριτικοὺς ἀναγνῶστες. Ἄλλη ἔννοια δὲν ἔχει ἀπὸ τὸ κείμενο, ἐὰν ἀποζητᾷ φῶτα, χειροκρότημα, χρήματα, αὐτόγραφα, μπορεῖ νὰ κάμει ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ὄχι νὰ γράφει καλή ποίηση.

Ἐρημίτης ὁ καλὸς ποιητής, ὑπηρέτης ἑνὸς πνεύματος ποὺ πρὸ πολλοῦ ἔχει μετοικήσει. Δεῖτε ἃς ποῦμε πὼς ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἐρημία, αὐτὴν τὴν αἴσθηση μοναξιᾶς καὶ παρόντος, (οὐχὶ παρελθόν, μὰ οὐχὶ καὶ μέλλον), ὁ Χρῆστος Καμπούρογλου.. μιὰ σισύφεια πορεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅμως ὁ ποιητὴς τῆς ἀξίας καὶ τοῦ μόχθου δὲν παραιτεῖται ποτέ, κάποτε κάπου κάποτε τὸ ὅραμά του θὰ δείξει πρὸς τὴν ἀνατολή..

Στρώνουμε καὶ ξεστρώνουμε τὸ κρεββάτι μας..

Στρώνουμε καὶ ξεστρώνουμε τὸ κρεββάτι μας,/τὸ κουτάλι πλένομε, τὸ μοναδικό/ το πιάτο· καὶ στρατιῶτες εἴμαστε/μιᾶς ἔρημης χώρας ποὺ διαλύθηκε./Φυλάκεια δὲν ὑπάρχουν,/κι ὅμως φυλᾶμε./Ἄνθρωποι δὲν ὑπάρχουν,/κι ὅμως νοιαζόμαστε./Κοινὰ σημεῖα δὲν ὑπάρχουν,/κι ὅμως γυρεύουμε…

Ποῦ ὑπάρχουμε, θεέ μου,/ποῦ βρισκόμαστε;/Πῶς ὀνομάζονταν ἄλλοτε/τὰ μέρη ἐδῶ;..

Ἡ λογοτεχνία λοιπὸν, δὲν ἀρχίζει ὅπως πιστεύουν πολλοὶ μὲ τὴν ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου, τὴν διαφήμιση καὶ προώθησή του καὶ σίγουρα δὲν τελειώνει στὶς συνεντεύξεις, τοὺς ἀριθμοὺς πωλήσεων, τὴν πρόσκαιρη ἀποδοχὴ ἢ τὴν φευγαλέα ἀπόρριψη· ἡ λογοτεχνία ἀρχίζει καὶ σταματᾷ στὸ κείμενο καὶ γὶ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν τελειώνει ποτέ, δὲν ἔχει ἀφετηρίες καὶ τέρματα, δὲν ἔχει σταθμοὺς καὶ ἀποβιβάσεις γιὰ ξεκούραση καὶ διάλειμμα. Ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι ἰδιότητα ποὺ τὴν γράφουμε στὸ κουδοῦνι τοῦ σπιτιοῦ μας, εἶναι μία κατάσταση ὑπαρξιακή, ἡ προσπάθεια νὰ τεντώσουμε τὴν συνείδησή μας πρὸς τὸ ἄχρονο, τὸ ἄτοπο, νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἀναπάντητο, στὸ βασανιστικὰ αἰώνιο. Ὁ πραγματικὸς ποιητὴς βιώνει πραγματικὴ ἀγωνία καὶ αὐτὸ ἀφήνει ἐλάχιστα (ἀκόμη καὶ χρονικὰ) περιθώρια γιὰ χαριεντισμοὺς καὶ ἀκκισμοὺς μὲ τὸ ἀσήμαντο..

Κανένα κριτήριο δὲν εἶναι ἀλάνθαστο..

Ὅλα τα παραπάνω δὲν σημαίνουν βεβαίως πὼς ὑπάρχει ἕνας τυφλοσούρτης γιὰ τὴν ποίηση, ἕνας ὁδηγὸς ποὺ μποροῦμε μὲ ἀσφάλεια νὰ ἀκολουθήσωμε γιὰ νὰ κρίνουμε μὲ βεβαιότητα καὶ ἀσφάλεια ἕνα κείμενο –δὲν ὑπάρχουν βεβαιότητες στὴν ποίηση καὶ στὴν κριτική της, τὰ δεδομένα καὶ τὰ μέτρα τοῦ λόγου ἀλλάζουν, ἐμπλουτίζονται, κάποτε ἀνατρέπονται μὲ θόρυβο. Ὁ κριτικὸς λογοτεχνίας, μὰ κυρίως ὁ ποιητὴς ὁ ἀνήσυχος, δὲν ἐπαναπαύεται στὴν μανιέρα ὅταν καὶ ὅποτε τὴν κατακτᾷ, σκαλίζει συνεχῶς, ἐξερευνᾷ νέους δρόμους στὸ κείμενο, ἀμφισβητεῖ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ἀνατρέπει σὲ ἕνα λεπτὸ ὅτι ἔχει κατακτήσει καὶ ξεκινᾷ ἐὰν χρειαστεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Προσωπικὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καὶ τόσο ἐὰν ἀποτύχω στὴν κρίση μου γιὰ ἕνα ποιητή, μ’ ἐνδιαφέρει πολὺ περισσότερο τὸ ἐὰν ἡ κρίση μου θὰ τὸν βοηθήσει νὰ περπατήσει ἕνα βῆμα παραπέρα, νὰ ἀναδείξει μιὰ σκέψη γιὰ τὴν γραφὴ του μέχρι σήμερα κρυμμένη. Καὶ ἀντίστροφα, ὅταν γράφω ἕνα ποίημα ἢ ἕνα πεζογράφημα, ἀδιαφορῶ γιὰ τὸ ὁτιδήποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζητούμενο, τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ ἀποδώσω μὲ τὴν  μέγιστη δυνατὴ ἀκρίβεια ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θέλω νὰ ἐκφράσω, κάθε φευγαλέο στοχασμό, πόσο ἐπιτυχημένα θὰ δώσει ἡ λέξη (ἐκείνη ἡ μία καὶ μοναδικὴ λέξη) τὸν πυρῆνα τῆς σκέψης, τὴν ἀπόχρωση, τὸ ἐλάχιστο μέγεθος.

Ὅλα γίνονται πιὸ ἁπλὰ, μὰ καὶ βαθύτερα ὅταν σκεφθοῦμε κάπως ἔτσι καὶ ἁπαλλάξωμε τὴν ποίηση ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ περιττὰ ποὺ τὴν πνίγουν, τὴν ἀλλοιώνουν, τὴν καταδυναστεύουν, τὴν ἐκτρέπουν τελικὰ ἀπὸ τὸν σκοπό της. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται σήμερα, (αὔριο, μεθαύριο, κάποτε..) εἶναι ἡ ἐπαναδημιουργία μιᾶς κοινῆς γλώσσας ἀνάμεσα στὴν ποίηση καὶ στοὺς ἀναγνῶστες της..

Ἡ ἄρνηση τῆς (παρα) δοθείσης παιδείας

Παιδί, τὸ περιβόλι μου ποὺ θὰ κληρονομήσῃς,

ὅπως τὸ βρεῖς κι’ ὅπως τὸ δεῖς νὰ μὴ τὸ παρατήσῃς.

Σκάψε το ἀκόμα πιὸ βαθιὰ καὶ φράξε το πιὸ στέρεα,

καὶ πλούτισε τὴ χλώρη του καὶ πλάτυνε τὴ γῆ του,

κι ἀκλάδευτο ὅπου μπλέκεται νὰ τὸ βεργολογήσῃς,

καὶ νὰ τοῦ φέρνῃς τὸ νερὸ τὸ ἁγνό τῆς βρυσομάνας·

κι ἂν ἀγαπᾷς τ’ ἀνθρωπινά κι ὅσα ἄρρωστα δὲν εἶναι,

ρίξε ἁγιασμὸ καὶ ξόρκισε τὰ ξωτικά, νὰ φύγουν,

καὶ τὴ ζωντάνια σπεῖρε του μ’ ὅσα γερά, δροσᾶτα.

Γίνε ὀργοτόμος, φυτευτής , διαφεντευτής!

Κι ἂν εἶναι κι ἔρθουνε χρόνια δίσεχτα,

πέσουν καιροὶ ὠργισμένοι,

κι ὅσα πουλιὰ μισέψουνε σκιασμένα, κι ὅσα δέντρα,

γιὰ τίποτ’ ἄλλο δὲ φελᾶν παρὰ γιὰ μετερίζια,

μὴ φοβηθῆς τὸ χαλασμό. Φωτιὰ ! Τσεκοῦρι ! Τράβα !,

ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε τὸ περιβόλι, κόφ’ το,

καὶ χτίσε κάστρο ἀπάνω του καὶ ταμπουρώσου μέσα,

γιὰ πάλεμμα, γιὰ μάτωμα, γιὰ τὴν καινούργια γέννα,

π’ ὅλο τὴν περιμένουμε,  κι ὅλο κινάει γιὰ νάρθη,

κι’ ὅλο συντρίμμι χάνεται στὸ γύρισμα τῶν κύκλων.

Φτάνει μιὰ ἰδέα νὰ στὸ πῇ, μιὰ ἰδέα νὰ στὸ προστάξῃ,

κορῶνα ἰδέα , ἰδέα σπαθί, ποὺ θὰ εἶναι ἀπάνου ἀπ’ ὅλα!

(Κωστὴς Παλαμᾶς)

Οἱ περισσότεροι νέοι ποιητὲς εἶναι ἀκόμη σὲ τρυφερὴ ἡλικία, ποὺ πάει νὰ πεῖ πὼς διατηροῦν ἀκόμη πρόσφατη τὴν διδακτική τῆς λογοτεχνίας στὸ ἑλληνικὸ σχολειό. Κουβαλοῦν δηλαδὴ ὡς θέσφατα τὴν ἀξιολόγηση τῆς λογοτεχνίας, τὴν κρατοῦσα ἄποψη καὶ κυρίως ἐκείνη τὴν σχολαστική, ἄχρωμη καὶ ἀπονευρωμένη παρουσίαση τῆς ποίησης. Στιγμὴ δὲν διανοοῦνται νὰ ἀμφισβητήσουν ὅσα διδάχθηκαν, οἱ περισσότεροι τὸ θεωροῦν μία ἱερόσυλη διαδικασία, βεβαίως οἱ περισσότεροι νοιώθουν ἀνεπαρκεῖς νὰ προχωρήσουν σὲ μία παρόμοια ἀποδόμηση τοῦ κυρίαρχου, σὲ μία ἐπαναξιολόγηση τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου. Κι ὅμως, πρωτότυπη καὶ διαφορετικὴ ματιὰ στὴν ποίηση δὲν νοεῖται, ἐὰν δὲν ἔχει προηγηθεῖ μία ἀνατροπή, ἕνας σκεπτικισμὸς ἀκόμη καὶ ἐπάνω σε ἐκεῖνα ποὺ πλέον παγκόσμια δὲν ἀμφισβητοῦνται. Ἐκεῖνος ποὺ φλέγεται ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ κειμένου, ἀλλοίμονο ἐὰν ἀρκεσθῆ στὴν γυμνασιακὴ  καὶ λυκειακή του ἐκπαίδευση, ἀλλοίμονο ἐὰν θεωρήσει πὼς ὁ κύκλος μαθητείας ἔκλεισε.

Ἡ ἀνατροπὴ καὶ ἡ ἀμφισβήτηση (ἀκόμη καὶ ἐκείνη ἡ βλάσφημη ποὺ συγκρούεται μὲ τὰ ἱερὰ τέρατα τῆς λογοτεχνίας), εἶναι ἀπαραίτητη, ἰδιαίτερα στοὺς νέους ποιητὲς, καθὼς εἶναι καὶ ἡ μοναδικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ γονιμοποιήσει ἕναν διάλογο, μία σύγκρουση, νὰ γεννήσει ἕνα νέο ρεῦμα, νὰ χαράξει νέους δρόμους. Δὲν γίνεται πάντοτε, δὲν ὑπάρχει βεβαίως νομοτελειακὴ ἐπανάσταση, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε εἶναι ἀρκετὲς στὸ παρελθὸν οἱ θετικὲς ἐκπλήξεις ἀπὸ γενιὲς ποὺ ἐπέλεξαν νὰ πορευθοῦν αὐτόνομα καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν προστασία μιᾶς παράδοσης, ποὺ εἶχε ἀρχίσει πιὰ νὰ ἐξαντλεῖ τὴν δυναμική της…

Ἀντὶ ἐπιλόγου

Ἀπὸ τὴν γενιὰ τὴν δική μου, (γι αὐτὴν μπορῶ νὰ μιλήσω αὐθεντικά, αὐτὴν γνωρίζω καλύτερα ἀπὸ ἄλλες..), ἔχουν ἀπομείνει λίγοι πραγματικὰ γνήσιοι στὴν συνείδηση γραφιάδες, γνήσιοι στὴν ποίηση, γνήσιοι σὲ σκέψη καὶ συμπεριφορά. Δὲν θὰ τοὺς συναντήσετε σὲ κοσμικὲς συγκεντρώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, πολιτικὲς συναθροίσεις, ἀπονομὲς βραβείων· εἶναι μονάδες χαμένες μέσα στὸ πλῆθος, εἶναι ἄνθρωποι κανονικοί, συνήθως μὲ μία δουλίτσα γιὰ τὴν ἐπιβίωση, τὴν μέρα χάνονται στὴν ἀνωνυμία καὶ τὸ βράδυ σκέφτονται – περισσότερο ἀπὸ συνήθεια. Ξόδεψαν τὴν ζωή τους σὲ μία πλάνη, σὲ μία πίστη τυφλή, σὲ ἕνα ὄνειρο. Σήμερα δὲν πιστεύουν σὲ τίποτε –αὐτοὶ ποὺ ξεκίνησαν τὴν ζωή τους στὴν πιὸ τρυφερὴ ἐφηβεία πιστεύοντας φανατικὰ στὸ μπόι τοῦ ἀνθρώπου, στὴν δύναμή του, στὴν θέλησή του νὰ πάει ψηλότερα, ὅλο καὶ ψηλότερα. Ἔχουν καταλάβει πιὰ αὐτὰ τὰ κουρέλια τῆς ἐπανάστασης καὶ τῆς ποίησης, ὅτι ἄλλη ἐλπίδα ἀπὸ τὴν παιδεία καὶ τὴν λογοτεχνία δὲν ὑπάρχει, ἂν κάποτε ὑπάρξει μιὰ κοινωνία καλύτερη, μὲ τὸν ἄνθρωπο στὸ κέντρο, ἀπὸ αὐτὲς τὶς δεξαμενὲς θὰ ξεπηδήσει, αὐτὸ τὸ ὑλικὸ θὰ πιάσει σὰν πρώτη ὕλη γιὰ νὰ πλάσει κόσμο νέο, διαφορετικό, βαθιὰ πνευματικό.

Τοὺς βλέπω καμιὰ φορά ἀπὸ μακριά, σὰν περπατοῦν στὸν δρόμο. Συνήθως ἀτημέλητοι, μὲ τσάντες βιβλιοπωλείου στὰ χέρια, μὲ τὰ γηρατειὰ νὰ ἔχουν φτιάσει στὸ πρόσωπο τὶς πρῶτες ρυτίδες, μὲ τὸ σημάδι τῆς ἀνησυχίας μόνιμα σχηματισμένο ἀνάμεσα στὰ φρύδια –ἀπομεινάρι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πεζοδρομίου, τῆς ἔντασης, τοῦ πείσματος. Τὸ βλέμμα δὲν λάμπει πιὰ –καὶ δὲν φταῖνε τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν. Εἶναι τὸ ἀντίθετο τοῦ ποιητῆ Φανφάρα, ὃ,τι πιὸ χαμηλότονο, ὅτι πιὸ διακριτικό, ὅτι πιὸ μειλίχιο καὶ εὐγενικὸ καὶ ἀνυστερόβουλο ἀναπνέει ἀκόμη. Κάποτε συναντιοῦνται μὲ τοὺς παλιοὺς συνοδοιπόρους τους, κάνουν νὰ ἀνοίξουν τὸ στόμα, νὰ ποῦν ἕνα γειά, νὰ ψελλίσουν ἕνα τυπικὸ χαιρετισμό. Μὰ βλέπουν τὸν ἄλλον ἀπέναντι νὰ στρέφει δῆθεν τυχαία το κεφάλι, ν’ ἀποστρέφει τὸ βλέμμα, νὰ θέλει νὰ ξεχάσει πὼς κάποτε κι αὐτὸς πίστεψε στὰ μεγάλα καὶ ἠχηρά. Συνεχίζουν τὸν δρόμο κι οἱ δυό τους, εἶναι πιὰ δυὸ κόσμοι ξέχωροι, ἐκεῖνος ποὺ ἐπικράτησε καὶ κεῖνος ποὺ ἀργοπεθαίνει.

Ἔχει μιὰ θλίψη ὅλη τούτη ἡ εἰκόνα, εἶναι ἡ ἧττα μιᾶς γενιᾶς ποὺ προσπάθησε γιὰ ἕναν κόσμο ἄλλο, μακρινὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἀσήμαντο τὸ σημερινό. Οἱ λίγοι τοῦτοι τῆς γενιᾶς ἀργοσβήνουν σὲ ἕνα ἰδιότυπο περιθώριο, ὁ πόλεμος ὁ δικός τους τέλειωσε, δίχως σύνταξη, δίχως ἀναγνώριση, δίχως χῶρο στὴν μνήμη τῶν πολλῶν. Μετεωρίζονται πιά, δὲν ὑπάρχουν σημεῖα ἀναφορᾶς ποὺ νὰ τοὺς ἐμπεριέχουν ὡς κύκλο βιολογικό, ὡς σκέψη, ὡς πνευματικὸ ἀποτύπωμα.

Κάποτε ξεκίνησαν κι αὐτοὶ νέοι ποιητές, δὲν ἔχει σημασία τί ποιοῦσαν, ἦταν ὅμως νέοι, φλογεροί, ἀσυμβίβαστοι καὶ στὴν οὐσία ἔτσι ἔμειναν ὡς τὸ τέλος, στὴν οὐσία τίποτε δὲν ἄλλαξε, ἁπλῶς ὁ κόσμος ποὺ κοιτᾷ μόνο βιβλιάρια τραπέζης τοὺς ἔχει κατατάξει στοὺς ἀποτυχημένους. Ἔπαιξαν τὸ παιχνίδι καὶ τόχασαν, οἱ ἰδέες τους ἔμειναν νὰ σαπίζουν στὰ βρώμικα πεζοδρόμια καὶ ἴσως σὲ κάνα δυὸ βιβλία, ποὺ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς κατόρθωσε νὰ τὰ ἐκδώσει πληρωμένα.

Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἡττημένου πνεύματος – προτοῦ ξεκινήσεις λοιπὸν μιὰ μοναχικὴ πορεία, προτοῦ σὲ συνεπάρει ἡ γοητεία τῆς καλῆς ποίησης καὶ τοῦ ἄξιου κειμένου, σκέψου τὸ ἐνδεχόμενο μετὰ ἀπὸ τριάντα ἢ σαράντα χρόνια νὰ εἶσαι καὶ σὺ ἕνας ἡττημένος σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ θὰ ἀπέχει χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ ἰδανικό σου καὶ ἀπὸ τοὺς στίχους σου. Εἶναι μιὰ εἰκόνα γιὰ πολλοὺς τραγικὴ καὶ πρὶν νὰ τὴν ἀψηφήσεις στοχάσου τὴν καλά.

Εἶναι ἀστεῖο, μὰ σὲ κάθε γενιά, (τουλάχιστον ὡς τὰ πρόσφατα χρόνια), ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἀπόσταγμα, αὐτοὶ οἱ λίγοι (οἱ ἕως τὸ τέλος) ποὺ ἀπομένουν μονάχοι, ἀπομεινάρια ἑνὸς στρατοῦ ποὺ διαλύθηκε ἡσύχως σὲ καιρὸ εἰρήνης.

Δὲν καταυγάζεται πιὰ ἡ μορφή σας…Περάσατε/ στὴ δεύτερη σειρὰ ἐφεδρείας. Βλέπετε/ τὰ πράγματα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Ἀποκτήσατε/ ὕφος ὑπεροπτικό… Ἄλλοι τώρα διασχίζουν/ τὰ πεζοδρόμια μὲ καινούρια συνθήματα· /ἄλλες φάλαγγες συμπαγεῖς τραγουδοῦν /ἐμβατήρια – ἡ αὐλαία ὑψώνεται πάλι// Ὁ ἱστορικός σας ρόλος φοβᾶμαι πὼς τέλειωσε… /Τώρα προσχωρεῖτε ὁλοένα στὸν κατευνασμό,/ στοὺς ἐτήσιους ἰσολογισμοὺς ἐντρυφεῖτε, /συναλλάσεσθε φανερὰ μὲ ἀνακτορικούς, /αἰσθάνεστε τοῦ φόβου τὰ πρῶτα συμπτώματα /–σεῖς ποὺ κάποτε μέσα στὶς φλέβες σᾶς /ἄστραψε ἡ φλόγα ἑνὸς θεοῦ ποὺ πύκνωσε /τὶς τάξεις σας καὶ πέθανε μαζί σας.

(Κλεῖτος Κύρου)

Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ ἄλλη ἄποψη, πάντα ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ἄποψη στὴν ποίηση. Χρῆστος Τρύφωνας καὶ Ἀπολογία Σισύφου..

Τί κι ἂν τὰ κύματα ἔσβησαν τὰ ἴχνη τῶν βημάτων μας στὴν ἄμμο;

Τί κι ἂν ὁ ἄνεμος γκρέμισε τὰ χωρὶς θεμέλια κάστρα μας;

Ἐμεῖς, μιὰ φορά, παλέψαμε.

Κι ἂν δὲ νικήσαμε, κι ἂν δὲ μᾶς δόθηκε νὰ δοῦμε νίκη παρὰ μόνο ἀγῶνα, δὲν εἶναι ἀπὸ λάθος μας. Τέτοια εἶναι τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἡ τάξη.

Θὰ συνεχίσουμε λοιπόν, τὴ μάταιη πορεία μας, ὅσο νὰ μᾶς σταματήσουν.

Οἱ θεοὶ μᾶς καταδίκασαν σὲ Γῆ Ἐπαγγελίας νὰ μὴ φτάσουμε ποτέ.

Δικαίωμά τους. Μᾶς ἀρκεῖ ποὺ τὸ ξέρουμε.

Μᾶς ἀρκεῖ πού, ἐπὶ τέλους, νιώσαμε τὸ παιγνίδι τους.

Τώρα ὅλα φαίνονται πιὸ καθαρά.

Ἡ πάχνη τῆς ἐλπίδας τίποτα πιὰ δὲ θαμπώνει.

Βλέπουμε πὼς εἴχαμε νικηθεῖ πρὶν γεννηθοῦμε.

Ἔτσι, κάθε σχόλιο, κάθε διαμαρτυρία, περιττή.

Μόνο μιὰ παρατήρηση ἁρμόζει:

ἃς μείνουμε, τουλάχιστον, ἡττημένοι ἄρχοντες·

ἃς μείνουμε ἡττημένοι ἄρχοντες καὶ ὄχι νικημένοι σκλάβοι.

Εἶναι κι αὐτὸ μιὰ περηφάνεια.

Σὲ ἕνα κείμενο γιὰ τοὺς νέους κυρίως ποιητὲς θάπρεπε ἴσως στὸν ἐπίλογο νὰ ἔβαζα ἕνα ποίημα, μὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε μὲ μὶα μικρὴ αὐταρέσκεια νὰ παραθέσω ἕνα  μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ δικό μου πάλι κείμενο –ἐκεῖνο γιὰ τὸν Βύρωνα Λεοντάρη.. ὑπάρχει σὲ τοῦτο τὸ ἰστολόγιο καὶ θὰ τὸ βρεῖτε ἐδῶ

“… ὁ ἄξιος ποιητὴς εἶναι πάντοτε τὸ μοναχικὸ δέντρο στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ὄχι ἀπὸ πεῖσμα, μήτε ἀπὸ ἐλιτισμὸ – ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιατί ἡ ματιὰ του πρέπει νὰ βλέπει πάνω ἀπὸ ἐμᾶς, σὲ ἀπόσταση, σὲ προοπτική, στὴν διαίσθηση κινδύνου· ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ χαζολογεῖ μαζί μας, γιατί τὴν ὥρα τῆς ἀνεμελιᾶς μας ἐκεῖνος πρέπει νὰ βάλει τὸ αὐτὶ στὶς ρᾶγες καὶ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὸ τρένο ποὺ ἔρχεται, τὸ θηρίο ποὺ καλπάζει· ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ τρώει ὧρες στὰ διαδίκτυα καὶ στὰ σαλόνια, γιατί ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ ὑπερβαίνει τὸν ναρκισσισμό του καὶ γιατί ἡ σκέψη του δὲν μπορεῖ νὰ σταματᾷ νὰ ἐργάζεται μήτε ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου· ὁ ποιητὴς εἶναι ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἡ συνείδηση ποὺ δὲν ἔχουμε, τὸ ὅραμα ποὺ ἀναζητοῦμε, ὁ νέος δρόμος ποὺ ψάχνουμε νὰ περπατήσουμε..”

Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments