Στράτος Κοντόπουλος, Τά νεανικά, Μέρος Πρῶτο

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
371Shares

Προλεγόμενα

[su_dropcap size=”5″]Ὁ[/su_dropcap] Στράτος Κοντόπουλος, (1940 Ἀθῆνα,-2018 Ἀθῆνα), ἀνήκει στήν γενεά τοῦ μεταπολέμου. Τό κριτήριο στήν περίπτωσή του, σέ ἀντίθεση μέ τά κοινῶς παραδεκτά, δέν εἶναι ἡ ἡλικία του, δέν εἶναι κάν ὁ χρόνος δημοσίευσης τοῦ ἔργου του, (δέν δημοσίευσε ἄλλωστε σχεδόν τό παραμικρό ἐνόσω ζοῦσε, τουλάχιστον ὄχι μέ τό τελετουργικό μιᾶς ἐπίσημης ἔκδοσης…). Θά ἔλεγα πώς ἡ κατάταξή του προκύπτει κυρίως ἀπό τήν ἱστορικότητα τῆς γενεᾶς του – μία γενεά πού λειτούργησε ὡσάν συνδετικός κρίκος ἀνάμεσα σε ἐκεῖνο πού ξεκίνησε νά πεθαίνει στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 50 καί στό ἄλλο πού ἄρχισε νά ἀχνοφέγγει στήν μεταδικτατορική τοῦ ’74 μεταπολίτευση. Τό ἀπερχόμενο, (τό «παλαιό») ἦταν μία ἀνθρωποκεντρική ἀντίληψη γιά τήν ζωή καί τίς κοινωνίες, κάτι ἀπόλυτα κατανοητό μετά ἀπό τήν φρίκη τοῦ μεγάλου πολέμου καί τοῦ ἐμφυλίου. Καί τό ἐπερχόμενο, (τό «νέο»), μία ἀντίληψη οἰκονομοκεντρική, μία κυριαρχία τῆς ὕλης ἐπί τοῦ πνεύματος, ἤ ἀκόμη καλύτερα μία κυριαρχία τοῦ ἀσήμαντου ἐπί τοῦ σημαντικοῦ.  Αὐτό τό δεύτερο κτίστηκε ἀνεπαισθήτως καί σήμερα πιθανῶς ἔχει ἀγγίξει τίς κορυφές του.

Γιά τόν Κοντόπουλο ἡ ποίηση τυπικά ἦταν ἕνα πάρεργο, μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ περισσότερες ὧρες του ἤσαν ἀφιερωμένες στήν ἐπιβίωση. Οἰκογενειακά προβλήματα καί φτώχεια δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά συνεχίσει τίς σπουδές του, κάτι πού τόν καθήλωσε σέ ἐργασίες ἄχαρες, κακοπληρωμένες, πρόσκαιρες, ἀπαραίτητες ὅμως γιά νά συνεχίσει νά ζεῖ μέ στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια. Δέν τόν θυμᾶμαι νά παραπονιέται ποτέ του καί πολύ περισσότερο νά ἀποδέχεται, (ἔστω καί μία φορά…), τήν βοήθεια πού τοῦ προσφέραμε, ὅσο πιό ἁπλόχερα ἦταν μπορετό, οἱ φίλοι του καί οἱ λιγοστοί ἀναγνῶστες του. Θυμᾶμαι τά πολλά καί μικρά «κόλπα» πού ἐφευρίσκαμε γιά νά μπορεῖ κάποτε νά ἔχει μία ἄνεση –  κάποια λαχεῖα ξεχασμένα πού δῆθεν κέρδιζαν μικροποσά, κάποιες ἰσχνές ἀμοιβές ἀπό ἀρθρογραφία, χρήματα πού ἔρχονταν τάχα ἀπό θαυμαστές του. Ὁ Στράτος κουβαλοῦσε τήν ἀθῳότητα τῆς γενεᾶς του, μία ἀθῳότητα πού δέν τραυματίστηκε στό ἐλάχιστο ἀπό τόν πόλεμο καί τόν θάνατο. Καί τά πίστευε ὅλα τοῦτα καί χοροπηδοῦσε ἀπό χαρά σάν μικρό παιδί γιά τά ξαφνικά μικρά θαύματα καί τούτη, ἡ ἀφελής σχεδόν, πίστη τόν ἔκαμε ἀκόμη πιό καλόβολο, ἀκόμη πιό ὑπομονετικό μέ κεῖνα πού τόν πλήγωναν, ἀκόμη πιό ποιητή.

Ἔτσι πού δέν ἔκαμε ποτέ του οἰκογένεια, τό σύνολο τοῦ ἐλεύθερου χρόνου του ἦταν ἀφιερωμένο στό κείμενο. Κείμενο κάθε λογῆς βεβαίως, ἀλλά κυρίως ποίηση. Ἐτοῦτος ὁ μοναχικός ἄνθρωπος, (τῶν χαμηλῶν τόνων καί τοῦ ψιθυριστοῦ σχεδόν προφορικοῦ λόγου…), γεννοῦσε καί ἔγραφε στίχους μέ μία συχνότητα πρωτοφανῆ. Χρόνος καί χῶρος δέν ἐπηρέαζαν ἐτοῦτο τό πρωτοφανές γεννοβόλημα. Στήν δουλειά του, στόν δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ταβέρνα, ἀκόμη καί στό ἀπότομο ξύπνημα ἀπό κάποιο ἐφιαλτικό ὄνειρο, στίχοι σέ ἕνα μικρό σημειωματάριο πού γιόμιζε ὁλοένα, μά ἔμενε πάντοτε τό ἴδιο, (ἐκεῖνο τό μεταπολεμικό μέ τό ἀσημένιο σπιράλ…), στίχοι στά πακέτα τῶν τσιγάρων, (καί κάπνιζε τέσσερα πακέτα τήν μέρα…), στίχοι ἐπάνω σε χαρτοπετσέτες τῶν ταβερνείων καί τῶν καφενέδων, στίχοι παντοῦ.

Εὐτυχῶς ξέφυγε νωρίς ἀπό τόν βραχνά τοῦ ἐνοικίου, ἀλλά ἀκόμη καί κεῖνο τό πατρικό δυαράκι στήν Καλλιθέα πού κληρονόμησε, κατόρθωσε καί τό γιόμισε μέ στίχους στήν κάθε γωνιά του. Ὅταν τόν ἐπισκεπτόμουν ποτέ δέν μοῦ ἄνοιγε ἀμέσως, ἀπό τήν ἐξώπορτα ἀκουγόταν τό τρεχαλητό του νά εὕρει μία καρέκλα ἐλεύθερη ἀπό βιβλία, σημειώσεις, φωτοτυπίες καί ἄλλα συναφῆ. Ἐκεῖ στήν γωνιά τῆς μπαλκονόπορτας, (ἀντιπαθοῦσε τούς σκοτεινούς χώρους), βρισκόταν στριμωγμένο τό γραφειάκι του, ξέχειλο ἀπό ἀποτσίγαρα, χαρτιά καί μολύβια, πάντα μολύβια, ποτέ στυλό καί πολύ περισσότερο πληκτρολόγιο. Κάθε του γνώση γιά τήν γλῶσσα, τήν λογοτεχνία καί εἰδικά τήν ποίηση, προέκυψε μέσα ἀπό ἀτελείωτες ὧρες ἀνάγνωσης, μελέτης καί ἔρευνας – πάντοτε ὅμως ἔμενε τό ἀπωθημένο τῶν φιλολογικῶν σπουδῶν πού ἤθελε νά ἀκολουθήσει, κι ἅς ἦταν πολύ περισσότερο φιλόλογος ἀπό πολλούς πτυχιούχους, κι ἅς ἦταν πολύ περισσότερο ποιητής ἀπό πολλούς ποιητές.

Ἔχω γνωρίσει πολλούς συγγραφεῖς, διάσημους, ἄσημους, καλούς μέτριους καί κακούς, ἀλλά κανείς τους, (καί τό «κανείς τους» τό ἐννοῶ, μήτε ἕνας ἤ μία…), δέν εἶχε τήν στάση πού εἶχε ὁ Κοντόπουλος ἀπέναντι στό ἔργο του, μία στάση καί ἄποψη κολλητική κατά πῶς φαίνεται, καθώς τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἀκολουθῶ ἀπό τότε μέ εὐλάβεια. Τό πρῶτο, πλήρης ἀδιαφορία γιά τήν ἔκδοση τῶν κειμένων του. Δέν ἔστειλε ποτέ του χειρόγραφα σέ ἐκδότη, δέν παρακάλεσε, (καί πολύ περισσότερο δέν πλήρωσε…), ποτέ του γιά ἔκδοση, δέν προσπάθησε ποτέ του μία ἀρχειοθέτηση, μία καθαρογράφηση, μία διόρθωση ἤ καί ἐπιμέλεια τοῦ ἔργου του. Γιατί εἶχε καί αὐτό τό κακό – σάν ἔβαζε μία τελεία σέ ἕνα πεζό ἤ σέ ἕνα ποίημα, δέν ἐπανερχόταν ποτέ, θαρρεῖς καί μισοῦσε αὐτοστιγμεί τό δικό του γεννοβόλημα κι ἐπιθυμοῦσε τήν ἐξαφάνισή του, τόν θάνατό του. Ἐτούτη τήν ἰδιομορφία τήν κατάλαβα βεβαίως ἀρκετά νωρίς καί τότε ἦταν πού ξεκίνησα νά συμμαζεύω τά χαρτιά του ἀπό γραφεῖα, πατώματα, ντουλάπια καί κάθε λογῆς πιθανά καί ἀπίθανα μέρη. Καί κάθε φορά πού τόν παρακαλοῦσα νά κάτσουμε καί νά ταξινομήσωμε ὅλο αὐτό τό ὑλικό ἡ ἀπάντηση ἦταν μία γκριμάτσα ἀποδοκιμασίας. Μετά ἀπό ἕναν περίπου χρόνο παραιτήθηκα ἀπό κάθε προσπάθεια.

Τό δεύτερο, ἦταν ἡ ἰσχυρή του ἀντιπάθεια πρός κάθε λογοτεχνική ἐκδήλωση, βράβευση, ἀπαγγελία, ἀνάλυση ἤ καί ἁπλή παρουσίαση βιβλίου. Ποτισμένος ἀπό τήν λιτότητα τῆς μεταπολεμικῆς φτώχειας, ἀπό τήν σεμνότητα μιᾶς παλαιᾶς Ἑλλάδας, ἀλλά καί ἕναν ἐντελῶς δικό του ἀναχωρητισμό, δέν διανοήθηκε ποτέ νά πάρει μέρος σέ δημόσιες ἐκδηλώσεις.  Ἀκόμη καί ὅταν κάποια γραπτά του τά κάναμε γνωστά στό διαδίκτυο, ἀρνήθηκε πεισματικά νά συναντηθεῖ μέ τούς ὀλίγους πού τόν διάβαζαν καί ἀγαποῦσαν τήν ποίησή του. «Τό κείμενο στό φῶς, ἀλλά ὁ συγγραφέας στό σκοτάδι…», αὐτή ἦταν ἡ μονότονη ἀπάντησή του κάθε πού προσπαθούσαμε νά τόν φέρουμε σέ ἐπαφή μέ ἕναν εὐρύτερο κύκλο ἀνθρώπων. Κάποια στιγμή τό συζητήσαμε οἱ δυό μας ἀναλυτικά καί πίσω ἀπό αὐτόν τόν ἀφορισμό ἀποκαλύφθηκε μία εὐρύτερη ἀντίληψη γιά τόν πολιτισμό καί ἰδιαίτερα τήν λογοτεχνία, ἀλλά αὐτό ἅς τό ἀφήσουμε πρός τό παρόν στήν ἄκρη, καθώς ξεφεύγει ἀπό τόν σκοπό καί τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἔκδοσης.

Γιά τόν Κοντόπουλο ἡ συγγραφή ἦταν ὅ,τι γιά ὅλους ἐμᾶς εἶναι ὁ αὐτοματισμός μιᾶς ἀνάσας. Ἄνθρωπος μοναχικός, ἐσωστρεφής, μέ χιλιάδες πληγές ἀπό τόν ἐμφύλιο καί τό μεταπολεμικό κλίμα (ποτέ δέν τίς εἶπε, πάντοτε τίς ὑπονοοῦσε…), ἄνθρωπος πού ἐπί χρόνια ἔκαμε δουλειές πού ἀντιπαθοῦσε, ἄνθρωπος μέ βαθύτατη μόρφωση καί ἔμφυτη εὐγένεια,  ἔβρισκε λύτρωση, ἀπόλυτη σχεδόν, στόν γραπτό λόγο, στήν φράση, στήν μία καί μόνη λέξη. Ὁ νοῦς του δέν ἡσύχαζε ποτέ ἀκόμη καί στίς πιό καθημερινές ἀνθρώπινες στιγμές.

Μέσα σέ τούτη τήν τεράστια παραγωγή κειμένων, φυσικό εἶναι πώς ὑπῆρξαν καί πολλά γραπτά μέ ποιότητα κάπως πρόχειρη καί μέτρια, δέν ὑπάρχει ἄλλωστε πολυγράφος συγγραφέας πού μπορεῖ νά ἀποφύγει ἀστοχίες, κοινοτοπίες ἤ ἀκόμη καί στερεότυπη γλῶσσα στά κείμενά του. Πρόκειται γιά ἕναν ὄγκο τεράστιο πού ἡ ὁλοκληρωμένη ταξινόμησή του, (καί πολύ περισσότερο ὁ κριτικός σχολιασμός του), θά ἀπαιτήσει πολλά χρόνια καί πολύ κόπο.

Ὁ ἴδιος ὁ Κοντόπουλος πίστευε μάταιη τήν δημοσίευση τῶν ποιημάτων του καί στά ὥριμα χρόνια του ἡ ἀπογοήτευση ἀπό ἐκεῖνα πού ἔβλεπε γύρω του, ὅπως καί μία έκ χαρακτῆρος μελαγχολία, ἤσαν χαρακτηριστικά μόνιμα πού ἀρκετές φορές γίνονταν σκοτεινά, παραλυτικά κάθε δραστηριότητας. Τά τελευταῖα του ποιήματα εἶναι ἀπόλυτα ἐσωστρεφῆ, αὐτοαναφορικά, ἀνέλπιδα, σχεδόν θανατόφιλα. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ δική μας παρουσία δέν βοηθοῦσε ἰδιαίτερα αὐτήν τήν κατάσταση, ὅλοι μας λιγότερο ἤ περισσότερο συμμεριζόμασταν στό βάθος ἐτούτη τήν ἀπαισιοδοξία γιά τό αὔριο τῆς λογοτεχνίας.

Αὐτή ἡ πρώτη ἔκδοση ἐπιλεγμένων ποιημάτων ἀπό τά νεανικά του γραπτά, ἔχει ὁπωσδήποτε δύο βασικά ἐλαττώματα. Τό πρῶτο σχετίζεται μέ τόν χρόνο γραφῆς, καθώς ὅλα του τά κείμενα εἶναι ἀχρονολόγητα. Χρειάστηκε πολύ κόπος καί πολλή ἔρευνα γιά νά καταλήξω σέ κάποια ἐνδεικτική ἡμερομηνία συγγραφῆς καί σέ ἕναν ὑποτυπώδη χρονικό διαχωρισμό. Ἐκεῖνο πού ἔκαμε τήν ἔρευνα κατά πολύ δυσκολοτερη, εἶναι πώς ὁ Κοντόπουλος εἶχε τήν συνήθεια νά ἐπανέρχεται θεματικά καί νά ἐπαναλαμβάνει στίχους παλαιότερων ποιημάτων του, κάτι πού γινόταν ἀσυνείδητα, ὅμως στά μάτια ἑνός ἐρευνητῆ αὐτό ἀποτελοῦσε ὁπωσδήποτε, (τίς περισσότερες φορές…), μία βελτίωση, μία ἐξέλιξη τῆς ποιητικῆς του. Ὅμως ἀπό τήν στιγμή πού ἤθελα ἡ πρώτη ἔκδοση νά ἀφορᾶ ποιήματα τῶν νεανικῶν του χρόνων, ἤμουν ὑποχρεωμένος νά κρατήσω τήν πρώτη γραφή μέ ὅλες τίς ἀτέλειες καί ὅλα τα λάθη της. Πραγματικά δέν νομίζω ὅτι ὑπῆρχε ἄλλη μέθοδος πού θά μοῦ ἐπέτρεπε νά προχωρήσω σέ συνεχόμενες ἐκδόσεις μέ μία στοιχειώδη χρονική σειρά. Καί παρά τό ὅτι ἀπό φιλολογική ἄποψη δέν εἶναι καθόλου σωστό, ὁ ἀναγνώστης θά πρέπει ἐκ τῶν προτέρων νά γνωρίζει πώς ἡ ἡμερομηνία κάτω ἀπό κάθε ποίημα μόνο ἐνδεικτικά ἀποτυπώνει τόν  χρόνο συγγραφῆς του.

Τό δεύτερο καί κατά πολύ σημαντικότερο, εἶναι πώς ἀρκετά ποιήματα εἶναι ἡμιτελῆ ἀπό ἀδιαφορία, μετάνοια ἤ ἀκόμη καί ἀφηρημάδα. Εἶναι πολλές φορές πού ὁ Κοντόπουλος ξεκινοῦσε νά γράφει ἕνα ποίημα καί τό παρατοῦσε στήν μέση, εἴτε γιατί ἀντιμετώπιζε ἐκφραστικό ἀδιέξοδο, εἴτε γιατί κάποιος ἄλλος στίχος τόν ὁδηγοῦσε ταχύτατα νά ξεκινήσει ἕνα νέο ποίημα. Καί γιά τό πρόβλημα αὐτό εὔλογα θά μποροῦσε νά ἀναρωτηθεῖ ὁ ἀναγνώστης – «καί γιατί ἦταν ἀναγκαῖο ἕνα ποίημα ἡμιτελές ἀπό τόν δημιουργό του νά συμπληρωθεῖ καί νά δημοσιευθεῖ;..». Ἡ ἀπάντηση εἶναι σχετικά ἁπλή – λόγω τῆς ποιότητας τῶν σῳζόμενων στίχων. Καθώς ἡ γνωριμία μου μέ τόν Κοντόπουλο ἦταν πολυετής καί ἡ γνώση τῶν στίχων του εὐρύτατη, στό συγκεκριμένο πεδίο προσπάθησα τό δυνατόν τήν πλέον διακριτική καί κατά τήν γνώμη μου ταιριαστή συμπλήρωση κάποιων στίχων πού ἔλλειπαν ἤ εἶχαν δίπλα τους ἕνα ἐρωτηματικό, δεῖγμα ὅτι ὁ συγγραφέας τους ἤθελε νά ἐπανεξετάσει τήν πρώτη του γραφή. Θέλω νά πιστεύω πώς ἐτούτη ἡ προσπάθεια δέν ἀλλοίωσε τό ἀρχικό κείμενο καί στάθηκε μέ σεβασμό μπροστά στό ἔργο τοῦ ποιητῆ. Ἄλλωστε ἀκόμη καί ποσοτικά, αὐτές οἱ παρεμβάσεις συνιστοῦν ἕνα ἐλάχιστο ποσοστό τοῦ συνολικοῦ ἔργου.

Τέλος, γιά τόν κριτικό σχολιασμό στήν κάθε σελίδα τοῦ κάθε ποιήματος ξεχωριστά καί ὄχι, (ὡς εἴθισται) στό τέλος τῆς ἔκδοσης ἤ σέ κάποιο ἀνακεφαλαιωτικό ἐπίμετρο: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι παράδοση καί καλαισθησία ἀπαιτοῦν διαφορετική ἐκδοτική εἰκόνα, ὅμως ἐδῶ ἔχωμε ἀρκετές ἰδιομορφίες μέ κυριότερη ἐκείνη τῆς ἀπουσίας πλέον τοῦ Κοντόπουλου, σέ συνάθροιση μέ τό ὅτι δέν ὑπῆρξε δημοσιευμένο ἔργο του ὅσο βρισκόταν στήν ζωή. Ἐπιπρόσθετα, κάποια ποιήματά του θά ἔλεγα πώς εἶναι ἀρκετά δύσκολα, (μέ ἱστορικές ἤ βιβλικές ἀναφορές) καί νομίζω πώς κάποιες ἐπεξηγήσεις ἤ καί ἑρμηνεῖες θά βοηθήσουν τόν ἀναγνώστη στήν κατανόησή τους.

Ὀρθογραφία, τονισμός καί στίξη διατηρήθηκαν ὅσο τό δυνατόν ἀναλλοίωτα ἀπό τά χειρόγραφα τοῦ ποιητῆ.

Πρίν κλείσω αὐτό τό προλογικό σημείωμα, λίγα μόνο λόγια γιά τό ἴδιο το περιεχόμενο τῶν ποιημάτων – καί μιλῶ γιά «λίγα λόγια», καθώς ὁ σχολιασμός τῶν στίχων δίδει νομίζω στόν ἀναγνώστη εὐκρινές στίγμα τῆς κρίσης μου γιά τούς στίχους τοῦ Κοντόπουλου καί κάθε παρόμοια ἀναφορά στά προλεγόμενα θά ἦταν ἁπλῶς μία βαρετή ἐπανάληψη.

Ὅπως γράφω καί παραπάνω, ὁ Κοντόπουλος δέν ἔγραφε συστηματικά καί πολύ περισσότερο μέ βάση φιλολογικούς ἤ γλωσσικούς κανόνες. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι πώς ποιήματα ἀκόμη καί τῆς ἴδιας χρονικῆς περιόδου δέν μποροῦν νά συγκροτήσουν θεματική ἑνότητα καί δέν χαρακτηρίζονται ἀπό ἑνιαῖο ὕφος. Δίπλα σε ἕνα λυρικό ποίημα θά εὕρετε συχνά ἕνα περιπαικτικό ἤ καί καθαρά σατιρικό, (ἄν καί προσπάθησα νά σχηματίσω μία στοιχειώδη θεματική κατάταξη), δίπλα στόν σπαρακτικό στίχο θά δεῖτε καί ποιήματα ἐπηρεασμένα ἀπό τήν Καβαφική εἰρωνεία. Γιά τόν Κοντόπουλο δέν ὑπῆρχε ἡ «ὑπαλληλική» ἔννοια τοῦ ὡραρίου στήν συγγραφή, ὅπως γιά παράδειγμα στόν Καραγάτση, μήτε ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία γραφείου, μιά πολυτέλεια χρόνου πού λίγοι τήν εἶχαν, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἐλύτης. Θά τολμοῦσα νά παραλληλίσω τόν Κοντόπουλο μέ τόν Καρυωτάκη, ἀλλά καί ἐκεῖνος ἀκόμη εἶχε μία μέθοδο, ἕνα σύστημα, μία ταξινόμηση. Ἅς λάβει ὑπόψη του λοιπόν ὁ ἀναγνώστης ὅτι ἐδῶ ἔχωμε σκόρπια σπαράγματα, πολύ περισσότερο πού ἡ παροῦσα ἔκδοση βασίζεται σέ ἐπιλεγμένα καί ὄχι σέ σύνολο ἔργου. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἕνα «φιλολογικό ἐλάττωμα» προσφέρει ταυτόχρονα καί ἕνα πλεονέκτημα – κάθε ποίημα διαθέτει μία αὐτονομία στό ὅλον, δέν ἐπηρεάζεται, δέν καθοδηγεῖται καί δέν συναθροίζεται μέ τά προηγούμενα ἤ τά ἑπόμενα. Μία μικρή ἀνταρσία πού κάμει τήν ροή περισσότερο ἀναρχική, περισσότερο ἀνοικτή σέ ἐκπλήξεις καί ἀναγνωστικά ξαφνιάσματα.

Ὁ Στράτος Κοντόπουλος μᾶς ἄφησε τόν Δεκέμβριο τοῦ 2018 μέ τόν τρόπο πού ζοῦσε πάντοτε – ἥσυχα κι ἀθόρυβα. Ἅς μήν κουράσω τόν ἀναγνώστη μέ λεπτομέρειες πού στά μάτια ἑνός τρίτου μπορεῖ καί νά φανοῦν ἀδιάφορες ἤ μελοδραματικές. Νά πῶ μόνο πώς, περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τά πολύ καλά ποιήματά του, ὁ Στράτος ἄφησε ὡς παρακαταθήκη κυρίως μία στάση ζωῆς, ποιητής, (δηλαδή δημιουργός) ἀφανής ὡς πρός τά ἀσήμαντα καί ἰσχυρά παρών ὡς πρός τίς ποιότητες τῆς γραφῆς του. Ἕνας ποιητής πού θά μποροῦσε ἐνδεχομένως νά ἀπολαμβάνει τό τεχνητό φῶς τῶν προβολέων καί τίς ὑλικές ἀπολαβές τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά προτίμησε (μέ ἕνα τεράστιο κόστος) τήν  σύμπτωση συνείδησης καί στίχου.

Τῆ ἑξαιρέσει τοῦ Καρυωτάκη καί ἴσως ἐλαχίστων ἀκόμη, δύσκολα μπορῶ  νά διακρίνω παρόμοια συνέπεια λόγου καί ἔργου σέ ὁλάκερη τήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας μας.

Ἀθῆνα, 2019

Σημειώσεις

Στό σημερινό κείμενο ἀνθολογοῦνται ἐπιλεγμένα ποιήματα, κάτι πού σημαίνει πώς πρωτεύει ἡ ποιότητά τους καί ὄχι εἰδολογικά κριτήρια. Ἅς μήν παραξενευθεῖ λοιπόν ὁ ἀναγνώστης ἐάν δεῖ νά συμπλέκονται ὁμοιοκατάληκτα μέ ἐλεύθερο στίχο, (ἡ πλειονότητα) ἤ πεζόμορφα ποιήματα, σατιρικά μέ ὑπαρξιακά, παιχνιδίσματα μαζί μέ “φιλοσοφικό” στίχο.

Εἶναι πιθανόν κάποια ποιήματα νά ἔχουν δημοσιευθεῖ κατά καιρούς στό ἰστολόγιό μας μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Μιχάλη Ραδηνοῦ, ἀναρχικοῦ ποιητῆ μέ ἐπίσης ἀκατάτακτο ὑλικό. Οἱ δυσκολίες στήν συγκέντρωση καί κατάταξη τοῦ ὑλικοῦ εἶναι οἱ βασικές αἰτίες γιά παρόμοια λάθη, πού θέλουμε νά πιστεύουμε ὅτι στό σημερινό σημείωμα ἀποκαθίστανται.

Δέκα ἀπό τά ποιήματα πού ἀνθολογοῦνται σήμερα εἶχαν παραχωρηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Κοντόπουλο καί συμπεριλήφθηκαν στήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου «Ὁ μέτριος βίος τοῦ Ἀλέξανδρου Βαλέτα».

Τό (Α) δίπλα στόν τίτλο τῆς σημερινῆς ἀνθολογίας σημαίνει πώς ὑπάρχει ἀκόμη ἀρκετό ὑλικό πού ἀνήκει χρονικά στήν νεανική περίοδο τοῦ ποιητῆ. Πρόκειται ὅμως γιά ὑλικό ἀνεπεξέργαστο πού θά δημοσιευθεῖ μέ τόν ἴδιο τρόπο στό μέλλον.

Ὁ Κοντόπουλος ἔγραφε μέ βάση τήν ἱστορική ὀρθογραφία. Διατηρήσαμε ὀρθογραφία καί σύνταξη τοῦ ποιητῆ καί διορθώσεις ἔγιναν μοναχά ἐκεῖ πού τά λάθη ἤσαν καταφανῶς ἀποτέλεσμα ἀβλεψίας.

Ὅπου στά ποιήματα ὑπάρχουν [ ], σημαίνει πώς ἀπουσιάζουν στροφές ἤ στίχοι πού ἦταν ἀδύνατον, (ἐξαιρετικά παρεμβατικό), νά συμπληρωθοῦν. Κείμενο μέσα σέ ἀγκύλες { }, σημαίνει πώς ὁ στίχος εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη ἀπό ἐμᾶς, μέ βάση πάντοτε τήν προφορική συμφωνία τοῦ Κοντόπουλου.

Τα Ποιήματα

Μέ τά δέντρα θά μετρηθεῖς

Ὅταν ἐκείνη ἡ φοβερή φωνή

πού κηρύσσει τό τέλος ἀκουστεῖ,

Μετρηθεῖτε!,-

ξεύρω καλά τί πρόκειται νά κάμεις.

Θά βγάλεις τά τεφτέρια σου, τά βιβλιάρια τραπέζης,

τούς μισθούς τόσων χρόνων, τά σπίτια πού ἔκτισες,

πίνακες ἀκριβούς πού δημοπράτησες,

κληρονομιές πού δέχτηκες

ἐταιρίες πού μοσχοπούλησες

Μά ἡ φωνή θά ἐπιμείνει

Μετρηθεῖτε!

Δέν μπορεῖ, κάτι ξέχασες…

Ά!, ναί, εἶχες καί κάτι κοσμήματα κρυμμένα

(γιά ὥρα ἀνάγκης)

λίγα ὁμόλογα ξεχασμένα σέ θυρίδες,

νά κι ἐκεῖνο τό κτηματάκι  στό χωριό…

Αὐτά εἶναι ὅλα, θά πεῖς

Ὅ, τι ἔχω, ἐδῶ το καταθέτω...

Καί βέβαια ἀπό τήν τόσο μεγάλη περιουσία,

πῶς νά θυμηθεῖς ἐκείνη τήν ἀσήμαντη τήν ρίζα

πού κάποτε σοῦ χάρισαν

καί τήν παράτησες στόν κῆπο ἀπότιστη,

νά παλεύει μ’ ἀνέμους, θύελλες κι ἀστροπελέκια,

πού ὅταν ἔγινε σακατεμένο ἀπό τήν δίψα δέντρο,

(καί κάθε βράδυ σφύριζε νά τό προσέξεις),

ἀδιάφορος προσπέρασες καί πάλι.

Ἐντούτοις,

ὑπάρχει μία πιθανότητα

(μία ἐλαχίστη πιθανότης)

ἡ φοβερή φωνή, ἡ στεντόρειος,

ἡ ἐσχάτη ἐπί τῶν ὤτων σου,

σημασία νά μή δώσει

στά μαλάματα πού ἔχεις ἀραδιάσει

Νά πεισμώσει,

νά ἐπιμείνει…

Μετρηθεῖτε! Μέ τά δ έ ν τ ρ α μετρηθεῖτε!-

Καί τότε, ποῦ καιρός γιά μετάνοιες,

τότε ποῦ καιρός νά ἐπιστρέψεις

καί τό δέντρο τῆς αὐλῆς σου νά ποτίσεις…

(1963)

Πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τά καλύτερα ποιήματα τοῦ Κοντόπουλου, γραμμένο ἐκεῖ γύρω στά 24 χρόνια του. Εἶναι μία ἐποχή πού ἔχει ξεκινήσει ὁ ὀργασμός τῆς ἀντιπαροχῆς καί ἡ οἰκονομική ἀνάκαμψη μέσα στά ἐρείπια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Εἶναι πολύ πιθανό ἀφορμή γιά τό ποίημα νά στάθηκε ἡ ζωή ζάπλουτου οἰκονομικοῦ παράγοντα τῆς ἐποχῆς, πού κατηγορήθηκε πολλές φορές γιά μαυραγοριτισμό στήν Κατοχή καί ἀρκετές ἀκόμη βρώμικες ὑποθέσεις μετά ἀπό τόν πόλεμο. Γιά τήν ἐποχή του, (ὅπου ἀκόμη καί γιά τήν Ἀριστερά ἡ οἰκονομία ἦταν τό πρωτεῦον διακύβευμα), εἶναι ἕνα ποίημα τολμηρό στίς παραβολές καί τίς ἀλληγορίες του. Ὁ ἴδιος ὁ Κοντόπουλος διηγοῦνταν πώς τό εἶχε διαβάσει σέ πολύ γνωστό ποιητή τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, ἀλλά ἡ ἀντίδραση ἦταν ἰδιαίτερα χλιαρή καί ἀπογοητευτική. Τό ποίημα ὑπάρχει σέ πολλές ἀκόμη παραλλαγές, ἀλλά προτίμησα τήν πρώτη του γραφή χωρίς περικοπές.

Βεβαίως ὑπάρχουν κάποια ἐλαττώματα. Ἡ πρώτη στροφή εἶναι ἴσως μεγαλύτερη ἀπό ὅσο ταιριάζει στήν ἰσορροπία τοῦ ποιήματος, ὑπάρχει ἀπώλεια ρυθμοῦ σέ κάποιους μεμονωμένους στίχους, ἐκφράσεις τῆς καθαρεύουσας πού δείχνουν κάπως ἐξεζητημένες, (ροπή πολύ συνηθισμένη στούς νέους ἠλικιακά ποιητές, ἰδιαίτερα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς). Ὅμως ὅλα τοῦτα δέν ἀλλοιώνουν τήν ἐξαιρετική σύλληψη γιά τήν κρίση τῆς δευτέρας παρουσίας, (κατάσταση ἀπόλυτη καί ἀμετάκλητη) καί τόν ἐπίσης ἀπόλυτο διαχωρισμό ὕλης καί πνεύματος. Ἐνδιαφέροντες ἐπίσης πολύ καί οἱ δευτερεύοντες συμβολισμοί γιά τήν συνείδηση, (τό δέντρο τῆς αὐλῆς τοῦ καθενός), ὡς πνευματικό πεδίο πού ἀπαιτεῖ κόπο, φροντίδα καί καλλιέργεια.

Πρόκειται γιά ἕνα ἐξαιρετικό ποίημα πού χρησιμοποιεῖ βιβλικές ἀναφορές ἀπαλλαγμένες ἀπό κάθε μεταγενέστερη ἐκκλησιαστική ἀλλοίωση, καθώς μεταθέτει τήν τελική κρίση τῆς ζωῆς τοῦ καθενός ἀπό τό θρησκευτικό ἠθικό πεδίο (καλοῦ καί κακοῦ, ἁμαρτίας καί ἐνάρετης ζωῆς), στό πεδίο τοῦ πνεύματος καί τῆς ὕλης. Ἐάν τό καλοσκεφτεῖ κανείς, πρόκειται γιά μία εἰκόνα πού φτάνει ἴδια καί ἀπαράλλακτη ἕως τίς μέρες μας, γι’ αὐτό καί τό ποίημα, παρά τήν μεγάλη του ἡλικία, παραμένει σύγχρονο, καθολικό, διαχρονικό.

Τό σχολειό μας

Τό σχολειό μας  ἦταν χτισμένο στά Προσήλια.

(Τρία περίπου χιλιόμετρα ἀπ’ τήν πλατεῖα)

Κάποτε εἶχε δάσκαλο, κάποτε παπᾶ

(δέν φτάναν πάντα οἱ παράδες…)

Τό σχολειό μας εἶχε δυό μαθητές

(ἀπό τόν πρῶτο πόλεμο, πάντα δυό μαθητές)

[Στό σχολειό μᾶς φυσάει τό ρεῦμα τοῦ κάμπου,

στήν αὐλή του μοσκοβολᾶνε πυρωμένα λιόδεντρα.

Ἀπό τήν σκέπη  τό μάτι φτάνει στήν θάλασσα

κι οἱ μαθητές  μποροῦν ὁλημερίς νά κάμουν ὅ,τι θέλουν…]

Μά τό σχολεῖο ἔκλεισε διότι εἶναι «… κτίριον παλαιόν πέτρινον,

διαθέτει δώδεκα αἴθουσας εἰς ἀρίστην κατάστασιν,

τό βοηθητικόν τῆς διδασκαλίας ὑλικόν ἄνευ φθορᾶς

καί ἐπιπλέον..

[ ]

«..διαθέτει ὑπόγειον εἰς ἐμβαδόν ἴσον τοῦ ἰσογείου,

σημειῶστε σέ ἐξαιρετική θερμοκρασίαν συντηρήσεως,

θέα ἐξαιρετική, χῶρος ἐπισκεπτῶν κατωφερής,

βοηθητικοί χῶροι ἄθικτοι, ἀπαιτοῦνται ἐλάχισται

ἐπιδιορθώσεις ὑαλοπινάκων καί προτομῶν ἐν τῶ προθαλάμῳ..»

Τό παλιό μας σχολεῖο εἶναι τώρα ἕνα ἐξαίρετο οἰνοποιεῖο,

ἔχει ἐπισκέψεις, ἐργάτες, ἐμπόρους, περιηγητές,

τά Προσήλια ζωντάνεψαν, οἱ κάτοικοι ἐπέστρεψαν,

ὁ τουρισμός ἔφερε κτίστες, μεσῖτες, ἐργολάβους.

Τό σχολειό τό στρίμωξαν στήν ἄκρη τῆς αὐλῆς

στό παλιό το δῶμα τοῦ ἐπιστάτη.

Ἀραιά καί ποῦ περνοῦν ἀπό ἐκεῖ οἱ ἐλεγκτές

καί μᾶς κοιτοῦν στραβά, ἐνοχλημένοι,

τήν ὥρα πού βγάζουμε τό κεφάλι ἀπό τήν χαλασμένη ὀροφή,

γιά νά νοιώσουμε τό ἀγέρι τοῦ κάμπου

νά μυρίσουμε τά λιόδενδρα

νά δοῦμε τή θάλασσα…

Ἀπάνω ἀκριβῶς στό διάλειμμα

ἀκοῦμε καμιά φορά πού ψιθυρίζουν…

Ὁλάκερο δῶμα βρέ ἀδερφέ νά πιάνει τόν τόπο,

γιά δύο μόνο μαθητές, γιά δυό ἀπομεινάρια…

(1962)

Στήν ἴδια περίπου θεματική μέ τό προηγούμενο ποίημα, ὁ Κοντόπουλος φαίνεται ὅτι κι ἐδῶ ἑστιάζει στίς ραγδαῖες ἀλλαγές πού συντελοῦνταν τότε στήν ἑλληνική κοινωνία. Αὐτήν τήν αἴσθηση μιᾶς ἥττας, τήν αἴσθηση πώς τό πνεῦμα συνεχῶς συρρικνούται, τήν βρίσκουμε περίσσια καί στόν Λεοντάρη, ἀλλά καί σέ ἀρκετούς ἀκόμη ποιητές τοῦ μεταπολέμου πού κατάλαβαν νωρίς πώς ἡ ἧττα τοῦ ἐμφυλίου ἦταν πρωτίστως ἧττα μιᾶς συγκεκριμένης ἄποψης γιά τήν ἀνάπτυξη, τήν παιδεία καί τήν πρόοδο.

Ὁ Κοντόπουλος ἀγαποῦσε πολύ τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τήν φύση. Τήν μεσημεριανή ὥρα πού ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἀναζητούσαμε τήν σκιά ἑνός δέντρου ἤ τήν δροσιά μιᾶς κάμαρης, ἐκεῖνος ξεκίναγε νά περπατᾶ μέσα στό λιοπύρι σέ χωράφια καί πλαγιές. Ἀκουμποῦσε στούς κορμούς, χάιδευε τά στάχυα, ἔπιανε καί ἕσφιγγε στήν χοῦφτα του χῶμα ἀνακατεμένο μέ πέτρες καί φύλλα. Μέχρι πού καί μεγάλωσε ἀρκετά, συνήθιζε νά λέει πώς τίποτα δέν ἐρεθίζει τόσο πολύ τήν μνήμη καί τίς αἰσθήσεις ὅσο τά πρῶτα στοιχεῖα τῆς φύσης, ἡ ἁφή τους καί οἱ μυρουδιές τους. Γιά ἐκεῖνον ἡ ἀνεμπόδιστη ὅραση, ἁφή καί ὄσφρηση σέ ὅ,τι φυσικά μας περιτριγυρίζει, ἦταν πρωτίστως μία αἴσθηση ἐλευθερίας, μία ταύτιση μέ τήν τεράστια μήτρα τῆς ἀνθρωπότητας.

Αὐτός ἀκριβῶς ὁ φόβος ἐκφράζεται καί στό ποίημα, ταυτόχρονα μέ τόν φόβο πώς ἡ παιδεία ὡς αὐταξία ἀρχίζει καί ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἐπέλαση τοῦ μπετόν. Τόσο στό προηγούμενο ποίημα καί πολύ περισσότερο σ’ αὐτό, ὁ Κοντόπουλος δείχνει μετέωρος ἀνάμεσα σε δύο κόσμους, δύο ἀντιλήψεις γιά τήν ζωή. Δέν πρόκειται γιά γεροντοκορισμό ἤ κλασική νοσταλγία τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, εἶναι ἀκόμη νεότατος γιά νά ἔχει ἡ ποίησή του παρόμοιες ἐπιρροές. Ἀπό ψυχανέμισμα ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ πολύτιμη ἀνθρώπινη ζωή καί ἕνας οἰκουμενικός ἀνθρωπισμός, ἐνισχυμένος καί ἀπό τίς θηριωδίες τοῦ πολέμου, ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ, νά ἀτονεῖ, νά χαλαρώνουν οἱ συνειδήσεις. Ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του παραμένουν πάμπτωχοι, μά δίπλα του οἱ παλαιοί του συμμαθητές, ἀλλά καί ἄνθρωποι πού στήν κατοχή συνεργάστηκαν μέ τούς Γερμανούς, τώρα σηκώνουν τίς πρῶτες πολυκατοικίες, ἀγοράζουν οἰκόπεδα, πλουτίζουν, στέλνουν τά παιδιά τους στήν μυθική τότε Εὐρώπη γιά σπουδές. Δέν εἶναι φυσικά ἀκόμη μία εἰκόνα πού ἀφορᾶ τήν πλειονότητα, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι ἐνδεικτική τοῦ τί θά ἀκολουθήσει. Εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἐποχή πού τά χωριά ἐρημώνουν, (δύο μαθητές, πάντοτε δύο μαθητές) καί ἕνα κῦμα ἐσωτερικῆς μετανάστευσης σαρώνει τήν χώρα.

Στήν ἀρχική του γραφή τό ποίημα ἦταν ἕνα μικρό πεζό, ἡ μετατροπή του ἔγινε ἀπό ἐμένα καί ὁ Στράτος δέν ἔφερε ἀντίρρηση. Ἡ δεύτερη στροφή λείπει ἀπό ὅλες τίς μεταγενέστερες ἐκδοχές.

Τό ποίημα βασίζεται σέ πραγματικό γεγονός σέ χωριό τῆς Πελοποννήσου, ὅπου γιά πολλά χρόνια ἐλάχιστοι μαθητές στεγάζονταν σέ παράρτημα οἰνοποιείου, ἐνῷ σήμερα τό σχολεῖο ἔχει μεταφερθεῖ σέ μικρό, ἀλλά δικό του αὐτόνομο κτίριο.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο πάντως ἐκεῖνο πού ἔχω τονίσει καί στό ἀφιέρωμα στόν Βύρωνα Λεοντάρη καί ἐννοῶ ἕνα ποιητικό ρεῦμα, (αὐτό πού ὑποτιμητικά χαρακτηρίστηκε «τῆς ἥττας»), τό ὁποῖο ἀπό πολύ νωρίς ψυχανεμίστηκε τήν ποιότητα τῶν ἀλλαγῶν στήν ἑλληνική κοινωνία. Οἱ ποιητές αὐτοί, (ἀνάμεσά τους καί ὁ Κοντόπουλος), δέν εἶχαν νά ὑποστοῦν μόνο τήν ἀντίδραση μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς πού αἰσιοδοξοῦσε καί ἀδημονοῦσε γιά τήν ἀνάπτυξη, ἀλλά καί μία σκληρότατη κριτική ἀπό τήν Ἀριστερά, (ἀλλά ὄχι πάντοτε ἀπό τό λογοτεχνικό της περιοδικό, τήν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης»), πού περιφρονοῦσε κάθε ὑπόνοια ἠττοπάθειας καί κριτικῆς τοῦ μικροαστισμοῦ. Ἀργότερα βεβαίως καί ἀφοῦ ἔγιναν γνωστοί στό πανελλήνιο, ἤσαν πολλοί οἱ ποιητές πού ἔδωσαν ἐξαιρετικά λυρικά ἤ ὑπαρξιακή ποιήματα, ἐντελῶς ἀντίθετα πρός τήν κομματική γραμμή – Βάρναλης καί Ρίτσος ἤσαν τά πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ξόβεργες

Ἔδωκε τή ζωή του σέ φλάμπουρο ἀχάριστο,

ξεδιάντροπο, ξετσίπωτο καί ξένο·

Περιμένει ξεσκέπαστος στό φέρετρό του,

ξαπλωμένος σέ τόπο κρῦο, σκοτεινό

– ξέχωρος, ἀκάλυπτος καί μόνος.

Ματαίως ἀναμένει·

ἀλλοῦ κυματίζει τώρα τό φλάμπουρο,

ἀλλοῦ μοιράζει ὑποσχέσεις.

[ ]

‘Άλλους τώρα ζεσταίνει τρυφερά,

ἄλλους ἑτοιμάζει γιά τό χῶμα…

(1959)

Οἱ «Ξόβεργες» εἶναι ἕνα ποίημα βγαλμένο ἀπευθείας ἀπό τό αἷμα τοῦ ἐμφυλίου. Ἴσως καί νά εἶναι ἀπό τά πρῶτα ποιήματα, (ἀπό ὅσο τουλάχιστον μπορῶ νά γνωρίζω), πού ἀντιπαραβάλλει τό ἀπρόσωπο τῆς μάζας μέ τήν μοναξιά τοῦ προσώπου. Σέ μία ἐποχή ἰδιαίτερα δύσκολη γιά τήν Ἀριστερά καί μέ τήν κομματική πειθαρχία στό ἀποκορύφωμά της, ὁ Κοντόπουλος σέ νεαρή ἡλικία, (19 περίπου ἐτῶν) στρέφει τόν φακό του στόν μεμονωμένο ἀγωνιστῆ πού τά χάνει ὅλα γιά μιά ἰδέα. Ἡ πραγματική του ὅμως κριτική δέν εἶναι πρός τήν ἀπώλεια καί τόν θάνατο, ἀλλά πρός τό κάθε κόμμα πού βλέπει τά μέλη του ἀναλώσιμα, πιόνια σέ ἕνα παιχνίδι θανάτου, ἀπώλειες ἀπαραίτητες γιά τήν ἐπικράτηση μιᾶς ἰδεολογίας.

Προσέξτε τήν παρήχηση τοῦ «ξ» στήν πρώτη στροφή, ἕνα σκληρό σύμφωνο, τραχύ, πού ἀποδίδει τήν παγωνιά τοῦ θανάτου, τήν ἀποστειρωμένη ἀτμόσφαιρα ἑνός νεκροτομείου. Καί ἀμέσως μετά ἔρχεται πληθωρικό το «λ» γιά νά γλυκάνει καί νά καθησυχάσει τά νέα μέλη, τούς νέους στρατιῶτες πού θά ριχτοῦν σέ μία ἀνώφελη καί μάταιη μάχη.

Τό ποίημα στάθηκε ἡ ἀφορμή γιά τήν ὁριστική ρήξη τοῦ Κοντόπουλου μέ κόμματα καί μαζικές ἰδεολογίες. Σέ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του παρέμεινε ἀριστερός, (γιά νά μήν πῶ ἀναρχικός), μέ μία συμπεριφορά σχεδόν ἀπόλυτα ταυτισμένη μέ ὅσα ἰδανικά εἶχε προλάβει νά πιστέψει στήν ἐφηβική του ἡλικία.

Ἀκαμψία

Ἡ καλή κυρία τόν λυπήθηκε

-ἤτανε πιά ἡλικιωμένος –

νά σᾶς δώσω στό εἰσιτήριό μου;

Δέν τό χρειάζομαι πιά…

Ἀρνήθηκε εὐγενικά τήν συγκατάβαση

-πρό πάντων αὐτήν τήν συγκατάβαση.

Σᾶς εὐχαριστῶ, θά περπατήσω,

ξέρετε, οἱ ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ μου…

Ψωροπερήφανος ἦταν βέβαια,

-μήτε γιατρός, μήτε τίποτα.

Νομίζει πώς κάτι κάμει ἀρνούμενος.

Πιστεύει πώς ἔτσι κάτι σῴζει ἀπ’  τήν ζωή του…

(1963)

Σέ τοῦτο τό ἐμφανέστατα Καβαφικό ποίημα ὑπάρχει κάτι παράδοξο. Παρά τό ὅτι εἶναι ἀπό τά λίγα ὁποῦ ὑπάρχουν στοιχεῖα γιά τήν χρονιά τῆς συγγραφῆς του στήν δεκαετία τοῦ 60, ἡ τακτική τῆς μεταβίβασης εἰσιτηρίου νομίζω πώς ἐμφανίστηκε πολύ ἀργότερα καί ὁπωσδήποτε μετά  ἀπό τήν κατάργηση τῶν εἰσπρακτόρων στά λεωφορεῖα. Πιθανότατα ὅμως κάμω λάθος, καθώς δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς ἡ χρονική ἀνακολουθία. Σέ κάθε περίπτωση δέν πρόκειται φυσικά γιά μεῖζον πρόβλημα.

Ὁ Καβαφικός σαρκασμός στό τελευταῖο δίστιχο, δείχνει πῶς ὁ Κοντόπουλος παίρνει σαφῆ θέση, ἀλλά θέση γιά τί ἀκριβῶς; Ὑπάρχει ἐδῶ μία ὑπονοούμενη μομφή, μιά εἰρωνεία, νομίζω κυρίως κατά τῶν συμβολισμῶν καί τῆς ἀτολμίας. «Νομίζει πώς κάτι κάμει ἀρνούμενος» κάτι τόσο ἀσήμαντο, τήν ἴδια ὥρα πού, (καί ἀπό ἐδῶ καί πέρα ὑποθέτουμε μοναχά), ὅλη του τήν ζωή τήν χαράμισε σέ μιά ρουτίνα; Σέ ἕναν μάταιο ἀγῶνα; Σέ μιά δουλειά ἤ μία σχέση πού τόν ἄφησε πτωχό καί μόνο; Σέ μιά ἐμμονή στό ἀσήμαντο καί καθημερινό, τήν ἴδια ὥρα πού δίπλα του περνοῦσε ἡ Ἱστορία;

Δέν μπορῶ νά ἑρμηνεύσω αὐθεντικά τόν Κοντόπουλο, ἀλλά γνωρίζοντας πόσο μισοῦσε τήν ρουτίνα καί τόν χρόνο πού φεύγει ἀνώφελα, (τίς βίωνε προσωπικά αὐτές τίς καταστάσεις…), νομίζω πώς τό ποίημα εἶναι σέ ἕνα μεγάλο βαθμό αὐτοβιογραφικό μέ προβολή στό μέλλον. Ὁ Κοντόπουλος, παρά τό ὅτι εἶναι πολύ νέος ἀκόμη, (καί ἐδῶ εἶναι τό σοβαρό παράδοξο), βλέπει τόν ἑαυτό του στήν ἴδια θέση ἀκριβῶς μετά ἀπό δεκαετίες – πτωχό, μόνο καί ἀξιοπρεπῆ. Καί αὐτοσαρκάζεται. Καί ἔτσι ξορκίζει τόν φόβο μιᾶς ζωῆς δίχως νόημα καί σκοπό.

Τό ποίημα ἔρχεται νά προστεθεῖ σέ ἐκεῖνα τῶν Καρυωτάκη καί Καβάφη μέ τήν ἴδια περίπου θεματική. Τολμῶ νά πῶ πώς ἔχει τίς δικές του ποιότητες καί στέκεται ἐπάξια δίπλα τους. Ξεύρω ὅτι οἱ στῖχοι πέρασαν ἀπό πολλές ἐπεξεργασίες καί περικοπές, ἀρχικά το ποίημα εἶχε δύο στροφές ἀκόμη, μά κατά τήν γνώμη μου ἡ οἰκονομία του ὑπηρετεῖται πολύ καλύτερα στήν τελική του μορφή, ἐνῷ εἶναι ἀπό τά λιγοστά ποιήματα πού δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπό μεταγενέστερες προσθῆκες τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ.

Ὁ κουμπαρᾶς

«Τό ταχυδρομικόν ταμιευτήριον ἀπονέμει

κουμπαρᾶν χρώματος στιλπνοῦ ἐρυθροῦ

εἰς τόν μαθητήν δευτέρας τάξεως γυμνασίου

Ἀριστείδην Καλφόπουλον, πρωτεύσαντα εἰς ἔκθεσιν μέ θέμα

τά ὀφέλη τῆς ἀποταμιεύσεως…»

Ποῦ βρίσκεσαι βρέ Ἀριστείδη; Ποῦ χάθηκες;

Ποῦ εἶναι οἱ ἐκθέσεις σου;

Ποῦ εἶναι οἱ ἀποταμιεύσεις σου;

Τουλάχιστον ἐκεῖνος ὁ κουμπαρᾶς

φλογίζει ἀκόμη κόκκινος;..

(1965)

Παρά τό ὅτι εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀλιγόστιχα ποιήματα τοῦ Κοντόπουλου, (στήν οὐσία μόλις πέντε στίχοι), τό πιστεύω ἕνα ἀπό τά καλύτερά του καί ἴσως τό πλέον ἀγαπημένο μου.

Δέν εἶναι μόνο ἡ θεματική του, (μαζί μέ τό «Κλειστός κῆπος» τοῦ Γιώργου Γεραλῆ, εἶναι ἴσως τά μόνο στήν νεοελληνική λογοτεχνία πού ἀσχολοῦνται μέ τά λεγόμενα «παιδιά-θαύματα» καί μάλιστα μέ τόν ἴδιο περίπου ἀριθμό στίχων), εἶναι κυρίως ἡ ἴδια ἡ τεχνική τοῦ στίχου, ἡ ἀντίστιξη ἀνάμεσα στίς δύο στροφές καί τό τελευταῖο δίστιχο – εἰρωνικό, καυστικό, χαριτωμένο σάν ἕνα κλείσιμο ματιοῦ. Καί κάτω ἀπό ὅλα αὐτά τά προφανῆ, κυλᾶ μιά λύπηση γιά ἕνα σχολειό πού ὑποχρέωνε τούς μαθητές του σέ μιά ἀριστεῖα διατεταγμένη, πού καμμία σχέση δέν εἶχε μέ τήν πραγματική ζωή και τήν δημιουργία.

Τό κλειδί

Πλησιάζει στό σπίτι κάθε μέρα,

ἐκεῖ μέσα εἶναι τά ἔμμορφα δώματα,

τά πάθη πού κρύβουν τά βελοῦδα,

ὅλες του οἱ φαντασίες…

Τό κλειδί πάντα ἐκεῖ, κάτω ἀπ’  τό γεράνι.

Δέν τήν σηκώνει ἐκείνη τή γλάστρα

δέν ἐπιχειρεῖ τήν εἴσοδο.

Κι ὅλο ἀναβάλλει

μέ κεῖνο τό φόβο τῶν δειλῶν-

καί ἄν ἀλλάξαν κλειδωνιά;

κι ἄν τό κλειδί σπασμένο;

(1964)

Ἕνα ποίημα ἀλληγορία, ἀπό ἐκεῖνα πού ἀγαποῦσε πολύ ὁ Κοντόπουλος. Τό ὄμορφο καί μυστηριῶδες σπίτι εἶναι βεβαίως τό Ὄνειρο, ἡ οὐτοπία καί τό κλειδί ἡ ἴδια ἡ συνείδηση πού ἐδῶ δέν τολμᾶ νά διεκδικήσει, νά κοπιάσει, νά ἀντιμετωπίσει ὅ,τι χρειάζεται, (τό ἄγνωστο κυρίως, μά καί τόν θάνατο τόν ἴδιο…), προκειμένου νά ἀνυψωθεῖ στόν δικό της παράδεισο, στόν δικό της τελειωμένο σκοπό.

Ἡ ἀπότομη μεταβολή προσώπου στό τελευταῖο δίστιχο, (τακτική πού συναντοῦμε καί σέ ὕστερα ποιήματά του) δέν προσφέρει ἁπλῶς ἀμεσότητα στόν στίχο, μά τό ἀφήνει σχεδόν ἡμιτελές, ὑπονοώντας πώς οἱ δικαιολογίες εἶναι ἀναρίθμητες, μά τίποτε ἄλλο ἀπό αὐτό, ἁπλῶς δηλαδή δικαιολογίες ἀναβολῆς καί ὑπεκφυγῆς.

Ἡ χρήση τοῦ ἐπιθέτου «δειλός» ἀντανακλᾶ καί τήν ἀντίληψη τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου, ὅπου ἡ ζωή ἀκόμη καί σέ καιρό εἰρήνης θεωροῦνταν μία διαρκής μάχη, οἰονεῖ πόλεμος καί πολλές ἀπό τίς παρομοιώσεις καί μετωνυμίες στήν λογοτεχνία παραπέμπουν ἀπευθείας σέ διαχωρισμούς πού δέν ἔχουν γκρίζες περιοχές ἤ δικαιολογίες.

Γέστας καί Δημᾶς

Ὁ Γέστας, τήν ὥρα πού ποτίζει μέ αἷμα τό δοκάρι,

κοιτάζει τά νόθα πού ἔσπειρε καί δυνατά γελᾶ.

(τά κλεμμένα  φτάνουν καί περισσεύουν γιά νά ζήσουν)

Κι ὁ Δημᾶς, μέ  σπασμένα τά χέρια, ἀγαθά χαμογελᾶ,

οἱ στρατιῶτες δέν τόν ἔπιασαν στόν ὕπνο

(τό χάνι του τό ἔσωσε καί ἡ γυναῖκα του πόρνη δέν θά γίνει).

Κι ἔτσι ὅπως χορτᾶτοι καί σίγουροι πλησιάζουνε στόν θάνατο,

τό βλέμμα στρέφουνε στόν τρίτο πού ψυχορραγεῖ

καί Τόν οἰκτίρουν,  Τόν κλαῖνε, Τόν παρηγοροῦν·

γιατί ἐτοῦτοι εἶναι λῃστές,

πλάσματα τῆς νύχτας καί τοῦ δρόμου

καί καλά γνωρίζουν πώς ὁ σταυρός Του

σύντομα θά ξεπέσει στά ζάρια, σέ ναούς τοῦ ἐμπορίου,

σέ πνευματικά δικαιώματα εὐαγγελίων.

Πικρά στενάζουν, ὁ Γέστας κι ὁ Δημᾶς

καί γρήγορα κάμουν τίς ἀθροίσεις,

δέν εἶναι ἀφελεῖς αὐτοί·

Ξεύρουν καλά αὐτοί ἀπό λῃστεῖες,

ξεύρουν καλά πώς τά τριάκοντα

ἤσαν μόνο τό καπάρο.

(1966)

(Σύμφωνα μέ τήν χριστιανική παράδοση τά ὀνόματα τῶν δύο λῃστῶν πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Χριστό ἤσαν Γέστας, (σέ ἄλλη ἐκδοχή Γίστας) καί Δημᾶς, (σέ ἄλλη ἐκδοχή Δυσμᾶς), ὁ πρῶτος ἦταν ὁ ἄγριος, ὁ αἱμοβόρος, ἐνῷ ὁ δεύτερος, πού μάλιστα διατηροῦσε καί πανδοχεῖο, ἐθεωρεῖτο ἕνας ἄλλος Ρομπέν τῶν δασῶν, καθώς λῄστευε τούς πλούσιους καί εὐεργετοῦσε τούς φτωχούς. Ἡ εἰρωνεία εἶναι, (καί φυσικά ὁ Κοντόπουλος τό γνωρίζει..), ὅτι ἀκόμη καί οἱ δικοί τους σταυροί ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης ἀπό τήν μετέπειτα ὀργανωμένη ἐκκλησία).

Γιά τό ποίημα αὐτό παραθέτω τό πρῶτο μου σχόλιο στήν πρώτη του δημοσίευση στήν ἰστοσελίδα μας.

«…Ὑπάρχουν κάποια ποιήματα πού τά ὀνομάζω «παραπειστικά», κάτι σάν μικρά ἀγγελικά πρόσωπα παιδιῶν πού πίσω τους κρύβουν ἕνα μεγάλο μαχαῖρι. Ποιήματα μέ ἄλλα λόγια, πού μέσα ἀπό μία ἀνάλαφρη παραβολή, μιά ἀσήμαντη ἱστορία, ὑποκρίνονται πῶς ἁπλῶς ἀφηγοῦνται ἕνα γλαφυρό ἐπεισόδιο, μά στήν πραγματικότητα οἱ λέξεις κοχλάζουν καί ὁ προβληματισμός πού γεννοῦν εἶναι θηριώδης καί σκοπεύει τό πιό βαθύ καί πιό ἀνήσυχο ἐπίπεδο τῆς συνείδησης. Ὁ «Γέστας καί ὁ Δημᾶς» εἶναι στήν οὐσία ἕνα ποίημα ἀπέλπιδο καί σπαρακτικό, καθώς ἐκεῖνο πού ὑπονοεῖ εἶναι πώς, ἀκόμη καί ἡ πιό συναρπαστική (στήν οὐσία της βέβαια..) ἰδέα, δέν ἔχει καμία τύχη ὅταν συναντηθεῖ μέ τήν ἰδιοτέλεια τῶν ζηλωτῶν της, ἀκόμη καί ὅταν τούτη ἡ ἰδέα ἐκπορεύεται ἀπό τό «θεϊκό», τό μεταφυσικό, τήν πιό τυφλή ἀνθρώπινη πίστη. Ἐπάνω στόν σταυρό οἱ ρόλοι ἀντιστρέφονται, οἱ δύο λῃστές ἀφήνουν πίσω τους χρῆμα, σπίτια καί περιουσία γερή, (θεωροῦν τόν ἑαυτό τούς ἤδη σωσμένο, χρείαν δέν ἔχουν παραδείσων..), ἐνῷ ὁ μεγάλος Ἰδεολόγος πεθαίνει γιά κάτι πού ἔχει ἤδη ἀλλοιωθεῖ ἀπό τά τριάκοντα ἀργύρια, ἀπό τήν σκοπούμενη ἐκμετάλλευση, ἀπό τήν ὕλη. Ἀπό τά ποιήματα πού μποροῦν νά γεννήσουν δεκάδες διδακτικές ὧρες μέσα στά σχολειά, οὐ μήν ἀλλά καί μέσα στήν ἴδια τήν κοινωνία…».

Εὐθανασία

Τά σημερινά νοσοκομεῖα τά χτίζουν λαβυρίνθους.

Ἴσως καί νά ξεφύγεις τόν ἔλεγχο τῆς εἰσόδου,

ἴσως καί νά ξεγλιστρήσεις ἀπό τήν Γραμματεία

(εἶναι κάπως χαλαροί ἐκεῖ…).

Μά κάποτε θά βγεῖς ἀπό τήν κρυψώνα σου,

κάποια στιγμή ὁ χρόνος θά σέ φθείρει.

Πρόσεχε τότε τήν πορεία σου,

τά μπλόκα, τίς παγίδες.

Ἀριστερά γωνία πρώτη, (τυφλή γωνία)

τό οὐρολογικό,

πίσω δεξιά φυλοῦν σκοπιά οἱ νεφρολόγοι.

Σάν τούς ξεφύγεις, πρός τ’ ἀριστερά

καραδοκεῖ ἡ πρώτη στρατιά καρδιολόγων,

αὐτοί εἶναι οἱ πιό βίαιοι τοῦ καθεστῶτος.

Κι ἄν εἶσαι τυχερός νά φτάσεις στόν πρῶτο,

ἐπάνω στόν διάδρομο πρόσεξε τήν πινακίδα –

ὁδηγεῖ στά χειρουργεῖα – ἐκεῖ ἄν χαθεῖς δέν ξαναβγαίνεις.

Στρίψε δεξιά στό ἀσανσέρ, πέρνα ἔρποντας τίς μαῖες,

τούς ὀφθαλμιάτρους καί τούς ὀδοντιάτρους,

ἀνέβα σκυφτός στόν δεύτερο τόν ὄροφο.

{Εδώ ὁ ἀγέρας μυρίζει σάν ἀγέρας,

ἐδῶ οἱ διάδρομοι ἀφύλακτοι, κενοί.

Μπροστά σου μόνο ἕνα παράθυρο ὀρθάνοικτο,

σκαρφάλωσε καί πήδα πρός τό φῶς.

Κι ἄσε τούς ἄλλους κάτου νά μιλοῦν γιά σύνταξη,

γιά σουξέ, γιά Μύκονο, εὐπώλητα, λαχεῖα,

τά ἔργα τῆς σεζόν, τόν γάμο τῆς Μαρίκας,

κι ἄλλα τέτοια ἐργαλεῖα ἀργοῦ,

σιχαμεροῦ θανάτου.}

(1959)

Ὁ Κοντόπουλος σέ πολύ μικρή ἡλικία χρειάσθηκε νά νοσηλευθεῖ γιά ἕναν περίπου μῆνα σέ κρατικό νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος σέ κάποιο τοῦ σημείωμα αὐτοβιογραφικό, «…δέν ἦταν τόσο ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστεια πού μέ ταλαιπώρησε, ὅσο ἐκεῖνα πού ἔβλεπα στά διπλανά κρεββάτια, οἱ βελόνες πού ἔμπαιναν στό σῶμα μου κάθε τόσο, ὁ σπαραγμός τῶν γονιῶν μπροστά στά νεκρά παιδιά τους, ἡ μυρωδιά τοῦ ἀπολυμαντικοῦ κάθε πρωί πού ἄνοιγα τά μάτια μου καί βούρκωνα σέ δευτερόλεπτα γιατί ἤμουν ἀκόμη ἐκεῖ, καθηλωμένος σέ ἕνα στρῶμα σκληρό πού τό «ἔβρεχα» κάθε βράδυ πού ἔκλειναν τά φῶτα, μόνο καί μόνο γιά νά μπεῖ ἡ νοσοκόμα καί ν’ ἀνάψει τό φῶς…».

Μία πονεμένη ἀνθρώπινη ἱστορία ἐξελίσσεται σέ κείμενο πού σταδιακά γίνεται ἀλληγορικό. Ἀπό τό ἀρχικό ποίημα τοῦ ’59 ἔλειπαν φυσικά οἱ τελευταῖοι πέντε στίχοι πού συμπληρώθηκαν σέ πολύ ὕστερο χρόνο ἀπό τόν ἴδιο τόν ποιητή. Σύμφωνα μέ τήν μέθοδο πού τήρησα σέ τούτη τήν πρώτη συλλογή θά ἔπρεπε κανονικά νά ἀπουσιάζουν, ἀλλά τούς κρατῶ ἐδῶ καθώς ὁλοκληρώνουν κατά τήν γνώμη μου ἰδανικά το ποίημα.

Τό κόκκινο νῆμα πού διαπερνᾶ ὅλη τήν ποιητική τοῦ Κοντόπουλου καί ἀφορᾶ τήν στάση τῆς συνείδησης μέσα σέ ἕνα περιβάλλον ἀλλοτρίωσης καί ἀσημαντότητας, εἶναι πιό ἔντονο ἀπό ποτέ στήν «Εὐθανασία» καί στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ παραλλαγή τοῦ «Καλύτερα μιᾶς ὥρας, κλπ κλπ.» Ἀπό τόν μικρό καθημερινό θάνατο πού ἐπιφέρει ὁ συμβιβασμός, τά ἡμίμετρα, τά ὄνειρα χαμηλῆς, (μικροαστικῆς) πτήσης, χίλιες φορές προτιμότερος θάνατος ἀκαριαῖος γιά ἕνα φῶς, δηλαδή γιά ἕνα πνεῦμα, γιά μία ἰδέα. Ἡ κοινωνία παρουσιάζεται ἐδῶ σάν ἕνα νοσοκομεῖο, ὅπου  λογής-λογής θεραπευτές προσπαθοῦν νά σώσουν τόν ἀσθενῆ, νά τόν προσαρμόσουν, νά τόν φέρουν στά μέτρα τά κοινῶς παραδεκτά καί ἀποδεκτά.

Δέν ἔχει καμία σημασία ἐάν ὁ Κοντόπουλος ἔγραψε τοῦτο τό ποίημα κάτω ἀπό τό βάρος ἱστορικῶν στιγμῶν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ἡ ὀρθή στάση τῆς συνείδησης εἶναι τό ζητούμενο σέ κάθε ἐποχή καί μέσα στίς ὅποιες συνθῆκες.

Ἡ τελευταία στροφή, (καί πρός τοῦτο διατηρῶ τήν μεταγενέστερη προσθήκη), ἀποτελεῖ ἐπίσης μία διαχρονική παρότρυνση γιά τήν διαρκῆ ἀναζήτηση τοῦ πνεύματος, τοῦ ἄξιου, τοῦ ποιοτικοῦ, ἀκόμη καί τοῦ μή ἐφικτοῦ. Τήν πορεία πρός τό φῶς, (καί ἄρα τήν πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητας), δέν τήν χαράσσουν ὅσοι ἀφομοιώνονται ἀπό τά καθημερινά καί τετριμμένα, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἀκόμη καί μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, (ἀνοικτό παράθυρο, ἄγνωστο τί κρύβει ἀπό κάτω…), τολμοῦν καί ἀφιερώνονται στήν οὐσία, ἀδιαφορώντας γιά τό κόστος καί τίς ἀπολαβές. Δεῖτε καί τόν τελευταῖο στίχο. Σιχαμερός ὁ ἀργός θάνατος μέσα σέ ἕνα τέλμα. Ἑλώδης μία τέτοια ζωή, ἀποστειρωμένη σάν νοσοκομεῖο καί ἀνελεύθερη. Σε ἀντίθεση με τον Καβάφη πού μπροστά σ’ἕνα νέο παράθυρο ἁπλῶς ἀναρωτιέται καί φιλοσοφεῖ, (παρόμοια η στάση με ἐκείνη στο ποίημα “Κλειδί” πού εἴδαμε παραπάνω), ὁ Κοντόπουλος προτείνει τήν ἀποκοτιά, τήν βουτιά στό ἄγνωστο. καθώς καλά το γνωρίζει πώς δίχως τό παράτολμο τίποτε δέν ἀλλάζει, τίποτε δεν ἀνατρέπεται.

Νῆσος*

Τό μάθαμε πιά αὐτό τό νησί, σχεδόν τ’ ἀγαπήσαμε.

Ἐδῶ κτίσαμε τό σπίτι μας ἀπό ξύλο γερό σάν πέτρα,

τό φαγί μας εὔκολο στήν ἁλμυρή τήν ἀμμουδιά,

τό βρόχινο μαζεύουμε νερό σέ στέρνες τόν χειμῶνα.

Ἀπό κόκκαλα παλιά φτιάσαμε ὅλα μας τά σκεύη,

μέ σχοῖνα δέσαμε τά πληγωμένα πόδια.

Βότανα γιατρεύουν τούς πυρετούς τοῦ θέρους,

τά μάτια μας ἔμαθαν νά διακρίνουν στόν ὁρίζοντα.

Κάποιες φορές καράβια φαίνονται στό βάθος,

ὁ ἀγέρας  ταξιδεύει λέξεις ἀπό ξενάγηση ἐπιβατῶν…

..Εἶναι ξεύρετε οἱ τελευταῖοι λεπροί, ὀλίγοι, ἀκίνδυνοι…

Δυστυχῶς, ὤ! ναί ἐξορία!… βεβαίως ἀντέχουν… μά σύντομα!..

Κάτι κιβώτια πού μᾶς ρίχνουν μιά φορά τόν χρόνο

τά καῖμε στήν ἄμμο, τά πετᾶμε στήν θάλασσα,

τά κομματιάζουμε στά βράχια.

[ ]

Ὁ θάνατος πρέπει νά μᾶς εὕρει

ὀρθούς καί πεινασμένους.

(1963)

* Ἀρχικός τίτλος, ὁ μεταγενέστερος καί τελικός εἶναι «Ποιητές».

Σέ πρώτη ἀνάγνωση ἡ σκέψη τοῦ ἀναγνώστη θά σκεφθεῖ βεβαίως τά νησιά τῆς ἐξορίας τοῦ ἐμφυλίου καί θά ταιριάσει ὅλους τούς συμβολισμούς τοῦ ποιήματος μέ αὐτήν τήν ἑρμηνεία. Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, τήν ἴδια ἀνάγνωση εἶχα κάμει κι ἐγώ. Πολύ πρόσφατα σέ μία ἀπό τίς τελευταῖες μας συζητήσεις μέ τόν Κοντόπουλου καί μέ ἀφορμή τήν ἐπιμέλεια τῶν ποιημάτων του, μοῦ ἀποκάλυψε πώς τό ποίημα ἀφορᾶ τούς ποιητές πρωτίστως καί ὄχι τά ξερονήσια τῆς ντροπῆς. Ἔμεινα ἔκπληκτος γιά πολλούς λόγους. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιά τό πόσο εὔκολα ἑδραιώνουμε μία πεποίθηση, μιά ἑρμηνεία, θεωρώντας κάποια πράγματα αὐτονόητα καί ἀμετακίνητα, παρά τό ὅτι χρόνια τώρα ἔχει τονιστεῖ ἐπανειλημμένως ἡ πολλαπλότητα τῶν σημαινομένων καί ἡ ἀστοχία στήν ἀπόπειρα αὐθεντικῆς ἑρμηνείας. Πάντοτε ἤμουν διστακτικός στήν κριτική τῶν στίχων καί γενικότερα τῆς λογοτεχνίας, ἀλλά ἔκτοτε ἔχω γίνει ἀκόμη πιό ἐπιφυλακτικός στήν ὅποια διερμηνεία. Τό δεύτερο, πού γιά μένα ἦταν ἀρκετά ἐντυπωσιακό, ἦταν το ὅτι ὁ Κοντόπουλος γράφει ἕνα ποίημα γιά τούς ἐξόριστους ποιητές, (μήν βλέπετε πού σήμερα ὅλοι πλέον γράφουν στήν ἴδια θεματική…), σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ πολιτική εἶχε ἔντονο ἀποτύπωμα στήν λογοτεχνία καί ταυτόχρονα ἡ συστημική ποίηση, (γενεά τοῦ 30 κλπ) μεσουρανοῦσε μέ δόξα, βραβεῖα καί τιμές. Μέ μιά πρώτη ματιά λοιπόν, εἶναι τουλάχιστον παράδοξο το ὅτι ὁ νεαρός ἀκόμη Κοντόπουλος γράφει μέσα στήν δεκαετία τοῦ ’60 ἕνα τέτοιο ποίημα πού οὐσιαστικά στηλιτεύει τήν πλήρη διάσταση ἀνάμεσα στήν ποίηση καί στήν ζῶσα κοινωνία.

Ἡ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τοῦ κειμένου λειτουργεῖ ἐδῶ καί πολλά χρόνια καί εἶναι σιωπηλά ἀποδεκτή ἀπό τήν λογοτεχνική κοινότητα, ἀλλά καί ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία διατηρεῖ τήν μεγάλη της ἀξία καί τό συγκεκριμένο ποίημα ἀποτελεῖ ἕνα καθαρό παράδειγμα. Τό βάθος του καί τά συνδηλούμενα ἀλλάζουν ἐντελῶς ὅταν τό διαβάσουμε ὡς κείμενο αὐτοαναφορικό. Στήν πραγματικότητα καί σέ χρόνο ἀνύποπτο, (ἔχει βεβαίως προηγηθεῖ ἡ γενεά τοῦ 20, ὑπάρχει Λεοντάρης, Ἀναγνωστάκης καί πολλοί ἀκόμη πού ὁμιλοῦν ἀνοικτά γιά ἧττα καί διάψευση), ὁ Κοντόπουλος ἀνοίγει ξανά μεγάλα καί ἀναπάντητα ζητήματα γιά τήν πνευματική ζωή στήν Ἑλλάδα, τά ἀναγκαῖα τοπόσημα γιά ἕναν ποιητή, τίς πυροδοτήσεις τῆς δημιουργίας, τήν πραγματική ταυτότητα τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων καί τήν εὐθυγράμμιση μέ τόν στῖχο τους, τήν ἔννοια τῆς πρωτοπορίας καί ἄλλα πολλά καί σημαντικά.

Εἶναι δεκάδες τά σημεῖα πού θά μποροῦσε κανείς νά σταθεῖ καί νά ἐμβαθύνει, μά γιά τήν οἰκονομία τοῦ κειμένου θά σταθῶ μοναχά σέ δύο ἀπό αὐτά.

Τό πρῶτο εἶναι οἱ σπασμένες φράσεις πού φέρνει ὁ ἄνεμος ἀπό τά διερχόμενα καράβια, ὁ παραλληλισμός τῶν ποιητῶν μέ λεπρούς πού μποροῦν νά μολύνουν μιά ὑγιῆ κοινωνία καί, τό σημαντικότερο, ἡ πρόβλεψη πώς τό τέλος τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πνεύματος εἶναι κοντά, εἶναι ἄμεσο, ὁρατό. Σέ μιά δεκαετία ὁποῦ ἡ λογοτεχνία καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες τέχνες γνωρίζουν πρωτοφανῆ ἄνθηση παγκόσμια, αὐτή ἡ πρόβλεψη δείχνει ἴσως μεμψίμοιρη, παράταιρα ἀπαισιόδοξη, ἀστήρικτη. Ὅμως ἐκ τῶν ὑστέρων καί ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ποιός θά μποροῦσε σήμερα νά μιλήσει γιά τήν διάψευσή της; Ποιός θά μποροῦσε νά διαφωνήσει μέ τόν Λεοντάρη πού μιλᾶ γιά ἧττα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρωπιστικῶν προταγμάτων ποῦ γεννήθηκαν μέσα στόν πόλεμο; Οἱ αἰσιόδοξοι θά μιλήσουν γιά μετάλλαξη τῆς λογοτεχνίας, οἱ σκεπτικιστές γιά ἀπώλεια ὁριστική της νοηματικῆς πολλαπλότητας τοῦ κειμένου. Σέ κάθε περίπτωση τό γεγονός πώς ἀπό νεαρή κιόλας ἡλικία ὁ Κοντόπουλος μιλᾶ γιά ἀντί-ποίηση εἶναι ἕνα δεῖγμα ὡριμότητας ἤ τουλάχιστον βαθύτερου στοχασμοῦ.

Τό δεύτερο σημαντικό σημεῖο στό ποίημα εἶναι βεβαίως τό καταληκτικό του δίστιχο.

Ὁ θάνατος πρέπει νά μᾶς εὕρει

ὀρθούς καί πεινασμένους.

Πεινασμένος μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνεπάρκειας καί τῆς φτώχειας, (τῶν ποιητῶν) ἤ πεινασμένος μέ τήν ἔννοια τῆς ἀδιάκοπης ὄρεξης γιά δημιουργία, γιά νέους δρόμους, γιά αἱρετικές ἀναζητήσεις;  Θά τολμοῦσα νά πῶ πώς ἰσχύουν καί τά δύο. Ὁ ἴδιος ὁ Κοντόπουλος ὑποστήριζε, (καί μελετώντας λογοτεχνική ἱστορία θά πρέπει νά τοῦ δώσουμε ἕνα δίκαιο…), πώς ἕνας ποιητής δέν μπορεῖ νά ξεφύγει ποτέ ἀπό τήν θλίψη καί τήν στενοχώρια, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού  ἕνας χειρουργός δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει τό αἷμα σέ μία ἐπέμβαση.  Εἴτε γράφει κάποιος λυρική ποίηση, εἴτε συμβολική, εἴτε πολύ περισσότερο ὑπαρξιακή, εἶναι ἀδύνατον νά ἀποφύγει τά μεγάλα ὀντολογικά ἐρωτήματα, τήν σκιά τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου, τίς ἀνθρώπινες τραγῳδίες καί κυρίως τά ἔντονα συναισθήματα, ἡ ἴδια ἡ πρώτη του ὕλη δέν ἀφήνει χῶρο γιά ἐπανάπαυση, χαλάρωση καί ἀστεϊσμούς. «Μέ κατατρώγουν οἱ ρυτίδες τοῦ κόσμου…», ἔλεγε ὁ Κοντόπουλος συχνά καί ἐννοοῦσε πώς ἕνας ποιητής εἶναι ἀδύνατον νά μείνει ἀδιάφορος καί ἀμέτοχος στά ἀνθρώπινα βάσανα. Κάποτε μπορεῖ νά τά σατιρίσει, κάποτε μπορεῖ καί νά εἰρωνευθεῖ. Μά στό βάθος εἶναι φορτίο πού ἔχει τήν ὑποχρέωση νά τό κουβαλᾶ ἰσοβίως καί ἀδιαλείπτως.

Μέγιστος ἐχθρός του ποιητῆ ἡ ρουτίνα, ὁ χορτασμός, ἡ μανιέρα, ἡ ματαιοδοξία γιά δάφνες κάθε λογής. Μά καί πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τό μποροῦν νά στέκουνται ὀρθοί καί πεινασμένοι ὡς τό τέλος…

Ρωγμή

Τοῦ συμπαθοῦντος ποῦ χάθηκε ἡ εὐγενής μορφή; / Τοῦ φιλεύσπλαχνου ἡ εὐεργεσία; / Ἥ σε βάθος ἀνάγνωση τοῦ στοχασμοῦ,/ εἰς ποία βάθη κατεπνίγη; / Τήν κεχαριτωμένη  ἀφέλεια τήν ἀταίριαστη σέ ὡριμότητα / ποῖος κυνικός κατέστρεψε, / διά ποίου ρεαλισμοῦ ἐγυμνώθη; // Συλλαμβάνει κανείς ἐκεῖνες τίς στιγμές πού ἡ μνήμη διαπερνᾶ τίς ρωγμές / καί σάν μικρή ἀστραπή φωτίζει τήν ἀθῳότητα; / Ἐπανέρχεται κανείς στό ἀγρόκτημα τῆς παρθενίας του; / Ἐνθυμεῖται τό πρῶτο βλέμμα; Ἀποκηρύσσεται τό βάρβαρον τῆς πίστεως; // Κάποιες φορές, ἐλάχιστες. Τόσον ὅσον ἡ ἐνθύμηση νά ἐπιφέρει ἀπορία τοῦ λεπτοῦ. / Ὥσπου ἕνα κόκκινο φόρεμα πού τό σηκώνει ὁ ἀγέρας νά δώσει στό παρόν αἷμα / καί νά σβήσει τήν ὀνείρωξη, τῆς ρωγμῆς τήν ἐπανάσταση…

(1960)

Ὁ Κοντόπουλος ἀγαποῦσε πολύ τόν Παπατζώνη, παρά τό ὅ,τι ἀπεῖχε πολύ ἀπό αὐτόν, τόσο ποιητικά, ὅσο καί κοινωνικά. Μοῦ ἔλεγε πολλές φορές – «Προσφέρει μεγάλη ἀπόλαυση καί στοχασμό ἡ ἀνάγνωση τοῦ Παπατσώνη, εἶναι σάν νά διαβάζεις μία Βίβλο ἐναλλακτική, ἔτσι ὅπως θάπρεπε νά ἔχει γραφτεῖ…». Τό ποίημα «Ρωγμή» εἶναι γραμμένο βεβαίως σέ Παπατζώνειο γλῶσσα, ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό, καθώς ἀπό κάτω ὑπάρχει ἡ δική του αὐτοτελής νοηματική ποιότητα. Θά ἔλεγα μάλιστα πώς κάτω ἀπό τήν γλωσσική μίμηση, στέκει ἕνα ἀπό τα ἀξιότερα νεανικά ποιήματα τοῦ Κοντόπουλου.

Ἕνα ζήτημα πού κατέτρωγε τόν Κοντόπουλο ἦταν ἡ ὁριστική ἀπώλεια, (ὄχι μόνον χρονικά, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν μνήμη…), τῆς παρθενικῆς ματιᾶς, τοῦ πρώτου ἔντονου καί ἀνόθευτου συναισθήματος. Ἐτοῦτο τό ρῆγμα, (ἀνάμεσα στήν πρώτη νεότητα καί στήν ὡριμότητα), νομίζω ὅτι προσπαθεῖ τοῦτο τό ποίημα. Γιά τόν προσεκτικό ἀναγνώστη ὑπάρχει καί μία ἐνδιαφέρουσα ἀντίστιξη – ἡ παρθενική ματιά ἀπό τήν μία πλευρά πού ἀχόρταγα ἀναζητᾶ τά σοβαρά καί τά μεγάλα διακυβεύματα καί ἡ παραιτημένη ὡριμότητα ἀπό τήν ἄλλη πού ἀρκεῖται στόν στιγμιαῖο ἐρεθισμό τοῦ ἐνστίκτου ἀπό μία ἀσήμαντη καί πρό πάντων φευγαλέα ἀφορμή.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο πού ἡ καθαρεύουσα εἶναι πολλές φορές ἀπαραίτητη καί στήν ποίηση προκειμένου νά ἀποτυπωθεῖ κυρίως ὁ λεγόμενος «εὐγενής σαρκασμός» στόν στῖχο, ἔτσι καί ἡ γλῶσσα ὁρισμένων ποιητῶν συγκροτεῖ πολλές φορές μοναδικό ἐκφραστικό ἐργαλεῖο πού μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει κανείς ὡς γλωσσική ἐφεδρεία γιά τήν ἀπόδοση ἐννοιῶν καί συναισθημάτων. Παπατζώνης καί Καβάφης ἀποτελοῦν χαρακτηριστικές περιπτώσεις καί ἡ μίμησή τους σέ πολλές περιπτώσεις προκύπτει καί ἀπό αὐτήν τήν ἀνάγκη.

Ἡ διασκέδαση τοῦ ποιητῆ

Τήν ἑβδομάδα μία φορά, πηγαίνει στό καζίνο,

ἔχουν δωρεάν τήν εἴσοδο.

Ἀρέσει τά χρώματα, τούς θορύβους, τόν συνωστισμό,

τίς φωνές, τά γέλια, τό κοσμικό τῶν αἰθουσῶν!..

Μά πιό πολύ παρατηρεῖ τούς ἐθισμένους.

Σκυμμένοι πάνω στά πράσινα τραπέζια,

μέ μάτια θολά καί κόκκινα τῆς αὐπνίας.

Ἡ ἀγωνία κάμει τά χέρια τους νά τρέμουν,

ἡ ἀπελπισία φέρνει τρέμουλο στά χείλη,

μιά ὑγρασία λάμπει στά βλέφαρα

ὅταν τό στερνό τους στοίχημα χάνεται…

Μά κάπου πάλι θά εὕρουν τό κουράγιο,

(περίεργο πῶς πάντα βρίσκουν δανεικά!..)

καί πάλι ἄπ’ τήν ἀρχή, πάλι μέ τήν ἐλπίδα…

Πόσο τούς λυπᾶται τούς ἄμοιρους,

στό πάθος ἐθισμένους!..

Δύο καί τρεῖς ὧρες τούς παρατηρεῖ…

Κι ὕστερα σάν πέσει τό σκοτάδι,

ἐπιστρέφει στό δανεικό ὑπόγειο,

ξαναπιάνει τά χαρτιά του, γράφει, σβήνει,

σκυμμένος πάνω στόν στῖχο, μέ μάτια θολά,

μέ χέρια πού τρέμουν σκίζει τό φύλλο,

μέ χείλη πού τρέμουν ξαναρχίζει,

κυνηγᾶ τήν λέξη, βρίζει, στενάζει,

βρίσκει κουράγιο ξανά καί ξανά

νά γράφη, νά σβήνη,

νά γράφη, νά γράφη, νά γράφη…

Ὥσπου νά περάσουν οἱ μέρες,

νά μπεῖ στό καζίνο ξανά γιά νά ἰδεῖ,

ξανά νά λυπηθεῖ τούς ἐθισμένους,

τούς καημένους…

(1965)

Σέ πρώτη ἀνάγνωση πρόκειται βεβαίως γιά στίχο σατιρικό, (ἐξαιρετικό σἐ ἱσορροπία καί ἔμπνευση), μά ὅπως τά περισσότερα τοῦ εἴδους του ὑποκρύπτει τραγικότητα καί θλίψη. Ὁ παραλληλισμός τοῦ ποιητῆ μέ τόν παίκτη, ἀφήνει νικητή τόν δεύτερο, καθώς ἀκόμη καί σπάνια ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πιθανότητα τοῦ κέρδους, σέ ἀντίθεση μέ τόν ποιητῆ πού ἐργάζεται σέ περιβάλλον ἐντελῶς ἀντίθετο του λαμπεροῦ καζίνο δίχως πιθανότητα κέρδους, ἐπιρροῆς καί ἀναγνώρισης.

Στήν οὐσία τό ποίημα προβάλλει ἕνα ἐρώτημα γιά τήν ἴδια τήν ποίηση. Εἶναι ὁ στῖχος ἕνας ἐθισμός πού μάχεται ἀνεμόμυλους; Εἶναι ὁ ποιητής ἕνας δόν Κιχώτης πού νομίζει πώς κάτι προσφέρει, ἀλλά στήν οὐσία δέν ὑπηρετεῖ τίποτε ἄλλο πλήν τῆς δικῆς του ἀνάγκης, τῆς δικῆς του ἐκτόνωσης; Καί ἐάν εἶναι ἔτσι, μήπως τελικά ὁ ποιητής εἶναι ἕνας ἐκ τῶν προτέρων maudit πού ἐκλογικεύει μέ τήν ποίηση τήν μή προσαρμογή του, τό ἀσυμβίβαστο τοῦ χαρακτῆρα του;

Εἶναι βεβαίως γνωστή ἡ ἄποψή μου γιά τήν ποίηση καί γιά τήν οἰκονομία τοῦ κειμένου δέν θά ἐπαναλάβω ἐδῶ πράγματα πού ἔχουν κατά κόρον γραφτεῖ, θά πρέπει ὅμως νά σημειώσω πώς δέν ὑπάρχει ποιητής πού νά μήν ἔχει σατιρίσει ἤ οἰκτίρει τό σινάφι του μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο. Φυσικά πίσω ἀπό τήν μπαλάντα τοῦ Καρυωτάκη γιά τούς ἄδοξους ποιητές, πίσω ἀπό τό αὐτοσαρκαστικό ποίημα τοῦ Οὐράνη, πίσω ἀπό τό ποίημα τοῦ Κοντόπουλου, κρύβεται ἡ αἰώνια ἀμφιβολία τοῦ γραφιά γιά τήν ποιότητα τῶν γραπτῶν του. Ὅμως δέν εἶναι μόνο  αὐτό. Στό βάθος δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπό γνήσια θλίψη καί μελαγχολία γιά ἕναν κόσμο ὁποῦ ἡ αἰσθητική εἶναι ἐξοβελισμένη καί ὁ στοχασμός ὑπόθεση περίκλειστων ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων.

Τίποτε χειρότερο ἀπό τήν αἴσθηση ματαιότητας σέ ἕναν συγγραφέα πού ἁπλῶς ὑποκύπτει σέ ἕναν ἐκτονωτικό ἐθισμό, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων πώς ὑπογράφει τήν καταδίκη του γιά αἰώνια ἐξορία ἀπό τό νησί τῶν «πετυχημένων» καί «εὐτυχισμένων» ἀνθρώπων.

Σκόνη

[ ]

Σκέψου καλά καί μήν ἀφήνεσαι σ’ ἐπιπόλαιες ἀράδες·/ ἡ σκόνη εἶναι παντοῦ/στό χῶμα πού πατᾶς, στόν βυθό πού κολυμπᾶς/ στούς φουσκωμένους σοβᾶδες τοῦ ἐξοχικοῦ σου/ στά χαρτιά  καί στά βιβλία σου/ στόν ἀγέρα π’ ἀνασαίνεις/ στήν ἄμμο πού κτίζεις παλάτια/ στ’ ὄνειρο πού θάμπωσε στά χρόνια/ στόν τάφο τοῦ φίλου σου τοῦ Ἰορδάνη/ ὅλα σκόνη κι ἐκεῖνοι καί οἱ ἄλλοι καί οἱ ἑπόμενοι/ διάλεξε λοιπόν τί θές ν’ ἀπογίνεις – ἡ σκόνη μέσα στήν κλεψύδρα ἤ τό γυαλί πού τήν μορφώνει;

(1964)

Ποίημα ἀπόσπασμα πού δέν χρειάζεται ἰδιαίτερα σχόλια. Ἀξίζει ἰδιαίτερα γιά τόν τελευταῖο στίχο καί τήν ἐξαίρετη μεταφορά του. Κατά τά λοιπά μία ἀκόμη σπουδή γιά τό νόημα τοῦ βίου, τήν ἄκαμπτη συνείδηση, τήν καταδίκη τῆς μαζικῆς συμπεριφορᾶς.

Για το δεύτερο μέρος πατήστε εδώ

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
371Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments