Αγριόχορτα

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
118Shares

(Το 2018 οι εκδόσεις “24 γράμματα” κυκλοφόρησαν την συλλογική έκδοση με τον τίτλο “Λαθρόψυχοι”, μία συλλογή διηγημάτων για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το μικρό διήγημα “Αγριόχορτα” ήταν η δική μου συμμετοχή σε τούτη την έκδοση).

Διήγημα τού Μάνου Τασάκου

Κάτι το καρπερό είχαν τ΄αγριόχορτα στα βράχια στο Συρράκο και ο Αθανασούλας, κάθε που γύρναγε στο υποστατικό να ξεχειμωνιάσει, έβρισκε κι ένα αρσενικό ξεπεταγμένο να κόβει βόλτες στην αυλή και να καταβροχθίζει καυτές βραστές πατάτες, ανακατωμένες με χώματα και κουτσουλιές. Εφτά αμούστακα στη σειρά, σαν τον πατριώτη του τον Ζαλοκώστα*, μόνο που τα δικά του έζησαν όλα, τράνευαν πιο γρήγορα κι από τα γιδοπρόβατα στα πλάγια, κατηφόριζαν ξυπόλυτα τις ρούγες, ρήμαζαν κάτι αναιμικά, φυματικά μποστάνια και χόρευαν στα πανηγύρια δίπλα στο κλαρίνο τού Κοντούλα από το γειτονοχώρι. Γερή σπορά έριξε ο Αθανασούλας στο χωριό, μα κάθε που έστριβε το μουστάκι του ονειρευόταν κι ένα θηλυκό στη φαμίλια, με δέρμα άσπρο και βλέμμα γλυκό, να το βλέπει και να γλυκαίνει η ψυχή του που είχε αγριέψει από μαυροτσούκαλα πρόσωπα και φωνές βραχνές, παράφωνες.

Απελπίστηκε σαν η Αθανασούλαινα ξεπέταξε την τελευταία σπορά και η μαμή τούφερε το όγδοο, το ίδιο μαυριδερό, το ίδιο τριχωτό, με μάτι που γυάλιζε για βόλτες, μποστάνια και πανηγύρια. Βαρέθηκε, κουράστηκε, τόριξε κι αυτό στην αυλή κι ανηφόρισε στα γιδοπρόβατα ν΄ αλλάξει η ματιά και το μυαλό του και να μαλώσει με τον θεό που δεν τον φίλεψε με κόρη, με ένα χέρι πονετικό να του κλείσει τα μάτια του που είχαν αρχίσει να θολώνουν. Μα το στερνοπαίδι του, ο Γιάννος Αθανασούλας, δεν ανακατεύτηκε ποτέ με λάσπες και τσάρκες στα πέτρινα τής παλιάς γειτονιάς. Κάτι βλαμμένο υπήρχε στο μυαλό του, γιατί πήγαινε στα πανηγύρια και χοροπήδαγε με τις ώρες σαν την μαϊμού, άρπαζε από τα χέρια τού Κοντούλα το κλαρίνο και το κοπάναγε στις πέτρες και σκαρφάλωνε με τις ώρες στις πλαγιές να ξεριζώνει αγριόχορτα και να χασκογελάει σαν άκουγε τις ρίζες να πεθαίνουν με κείνον τον κοφτό, τον τελευταίο ήχο. Είδε και αποείδε ο πατέρας του, τον πήρε με τον καλό τον πήρε με την καρπαζιά, τον βούτηξε ένα πρωί, τον έχωσε σ΄ ένα καράβι στη Σαλονίκη και τον ξαπόστειλε στην Αμερική σε ξάδερφο μακρινό, να πλένει πιάτα να ξελαμπικάρει το μυαλό του.

Έκλαψε πολύ τα πρώτα χρόνια ο Γιάννος στα υπόγεια στο Σικάγο, λίγο έλλειψε να πεθάνει από το χτικιό και την υγρασία και έναν ουρανό σταχτί, κακότροπο, που αγαπούσε μόνο τα γυάλινα ρετιρέ στους ουρανοξύστες. Έπαιξε ξύλο με αμερικανάκια που κορόιδευαν το μαυριδερό του δέρμα, το μπόι του και την γαμψή του μύτη. Έκαμε φίλο του τον Daren πούχε χρώμα πιο σκούρο από το δικό του, μάτωσε σε γέφυρες και ράγες και όταν βαρέθηκε το βρίσιμο και το ξύλο από τον θείο του εξαφανίστηκε από το μικροσκοπικό δωμάτιο και κλείστηκε στο δώμα τού φίλου του, μαύρος ανάμεσα σε μαύρους, απόκληρος ανάμεσα σε απόκληρους. Αλήτεψε για χρόνια στους δρόμους, έκαμε κάθε λογής αγγαρείες, μα κάποια στιγμή στο λιμάνι έπεσε πάνω σ΄ έναν κοντοχωριανό του που κουβαλούσε δυο τενεκέδες λάδι για να περάσει τους πρώτους μήνες. Αγόρασε τον έναν, έβαλε το λάδι σε μπουκαλάκια, μπλέχτηκε με κάτι λαθραία πουλήματα σε μαγαζιά, τα αμερικανάκια τσίμπησαν, έβαλε τον γνωστό του να βρει άκρες και ονόματα και χρόνο με τον χρόνο το χρώμα του ξεκίνησε ν΄ αλλάζει. Άρχισε να μετράει τα δολάρια με τη σέσουλα, ξάσπρισε το δέρμα του λίγο με τον χλωμό τον ήλιο, αγόρασε σπίτια, αυτοκίνητα, γραφεία, χωράφια, ανθρώπους, ουρανοξύστες. Γρήγορα ο Γιάννος ο Αθανασούλας έγινε το μεγάλο αφεντικό, black boss τον έγραφαν οι εφημερίδες, γιατί ανάμεσα στα κατάλευκα κορμιά ακόμη μαυροτσούκαλο ήτανε και η μύτη του πιο γαμψή από ποτέ.

Λιμουζίνες, πισίνες και υπηρέτες ήταν στη δούλεψή του, μα κείνος κάθε Σάββατο έπαιρνε τον Daren, τράβαγαν στο τέρμα των τρένων, κάθονταν στις ράγες, κάπνιζαν κάτι πούρα τής Κούβας και στουπί στο μεθύσι θυμόντουσαν τα χρόνια τής καρπαζιάς και της αλητείας. Στο χωριό του δεν γύρισε ποτέ, μίσος είχε για τον πατέρα του και το σόι του, έτσι που τον πέταξαν από την αυλή και τα πανηγύρια σε τόπο ξένο, σκληρό, γυάλινο.

Κάποια μέρα τού χτύπησε την πόρτα κείνος ο κοντοχωριανός του, που είχε πλουτίσει κι αυτός από το εμπόριο λαδιού. Δίστασε, κόμπιασε και του ξεφούρνισε τα νέα. Ο πατέρας του πεθαμένος από καιρό, το ίδιο και τέσσερα από τα αδέρφια του, τα υπόλοιπα πάνω στα γιδοπρόβατα κι η μάνα του μισότυφλη στην αυλή, τσακισμένη από τις γέννες, άδειο σακί να την κουβαλάνε οι νύφες σε μια καρέκλα, ανήμπορη, χαρακωμένη από ρυτίδες και αναμνήσεις. Δάκρυ δεν κύλησε στα μάτια του Αθανασούλα, λίγο το στόμα του στράβωσε και το μάτι του σαν να θόλωσε παίρνοντας χρώμα κατακόκκινο, αλλεργικό.

Διαφήμιση

Χάθηκε από το γραφείο του, την πιάτσα και τους φίλους του, έμεινε βδομάδες κλεισμένος στην μεγάλη του έπαυλη με τ΄ αμέτρητα δωμάτια. Βγήκε άξαφνα στο φως μια Παρασκευή μεσημέρι, όταν διάβασε ότι συγκρότημα ελληνικό θάδινε παραστάσεις στην Αστόρια. Έστειλε το αεροπλάνο του και τους κουβάλησε όλους, μαζί με τα κλαπατσίμπαλα, στο κτήμα του με τους ξενώνες. Ζήτησε δυο βαλίτσες με δολάρια από τον λογιστή του, τις πέταξε στα πόδια τους, έστησαν τα όργανα δίπλα στην πισίνα και κείνος έκατσε σε πολυθρόνα κάτω από ένα φοίνικα και μια μποτίλια κρασί στην αγκαλιά του…

Το κλαρίνο ξεκίνησε να παίζει το «μια βοσκοπούλα αγάπησα…» εφτά το απόγευμα μέχρι το πρωί, το ίδιο τραγούδι, με την ίδια ένταση, τον ίδιο ρυθμό. Κάθε που σταμάταγαν οι μουσικοί να πάρουν μια ανάσα, να μην κολλήσει το μυαλό τους από τον ίδιο ζουρνά, ο Γιάννος πέταγε μια χούφτα δολάρια στον αέρα να ξεκινήσουν πάλι πιο δυνατά, χωρίς διακοπή. Τα μάτια του θόλωσαν από την υγρασία μόλις το κλαρίνο χτύπησε την πρώτη του νότα κι έμειναν έτσι πλημμυρισμένα, κόκκινα, να μουσκεύουν το στήθος του που δεν σταμάτησε να φουσκώνει από λυγμούς, μίσος και εικόνες από πρόβατα, χορούς και αγριόχορτα με πεθαμένες ρίζες….

Στις εφημερίδες δεν φάνηκε ποτέ το πραγματικό του όνομα.  «Πέθανε το black boss» έγραψαν τα πρωτοσέλιδα, «έφυγε ο ξένος μεγιστάνας» ανακοίνωσε η τηλεόραση. Όταν τόμαθαν στο χωριό, ένα από τα αδέρφια του έστειλε μια δωδεκάδα αυγά στον παπά για ένα τρισάγιο στη μνήμη  του.

Ο φίλος του ο Daren πηγαίνει στον τάφο του κάθε μήνα να του μιλήσει και να ξεριζώσει  τ΄αγριόχορτα που επιμένουν να φυτρώνουν στο ύψος τής καρδιάς. Και οι περαστικοί πάντα ανατριχιάζουν με κείνον τον κτύπο τον κοφτό  που κάνει η ρίζα όταν πεθαίνει αφήνοντας το ξεραμένο χώμα…

(*Γιώργος Ζαλοκώστας, (1805-1858), ποιητής από το Συρράκο Ιωαννίνων. Απέκτησε εννιά παιδιά, επέζησαν μόνο τα δύο. Παρά το ότι έγραψε αξιόλογα ποιήματα, στο ευρύτερο κοινό είναι γνωστός για το σπαρακτικό ποίημα “Ο βοριάς, που τ’ αρνάκια παγώνει”, ποίημα που καταγράφει σχεδόν αυτοβιογραφικά την συντριβή του από τον θάνατο των παιδιών του. Δικό του και το ποίημα “Το φίλημα” που δημοσίευσε το 1851, γνωστό περισσότερο από την μελοποίησή του με τον τίτλο “Μια βοσκοπούλα αγάπησα”)

5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
118Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments