Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ–
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.
(Τὸ κείμενο εἶναι μονοτονισμένο)
Δεν είναι Σαραντάρης. Είναι Μελισσάνθη, η τελευταία που στάθηκε στο πλευρό του πριν ξεψυχήσει σε νοσοκομείο της Αθήνας, κτυπημένος από τύφο, μετά την επιστροφή από έναν πόλεμο που επέλεξε – κι ας θυμώνει ο Ελύτης με κείνους που άφησαν τα παχύδερμα να πίνουν καφέ στο Κολωνάκι κι έστειλαν στο μέτωπο, τον εύθραυστο, τον κυνηγό των ακατανόητων ανεμόμυλων Γιώργο Σαραντάρη. Δεν είναι Σαραντάρης, μα θα μπορούσε, έτσι που άρχιζε τα έργα του με σύνολα, με εικόνες γιγάντιες, απόμακρες, για να καταλήξει σε μιαν απρόσμενη ανατροπή, σε μια λέξη άστοχη κατά πολλούς, αναρχική – μια πινελιά που δεν θάπρεπε να είναι εκεί, αλλά που ταυτόχρονα κλείνει μέσα της όλη την ουσία του ποιητικού του πίνακα.
Η Μελισσάνθη θα ζητήσει με γράμμα της νωρίτερα να πάψουν να βλέπονται. Και ο Σαραντάρης σε επιστολή σπαρακτική: «Αν πάψω να σε δω, θα βλέπω το τίποτε μπροστά μου…». Η τελευταία εγκατάλειψη. Πόσο ρόλο άραγε έπαιξε τούτο το σπάραγμα για να ανέβει τα βουνά της Αλβανίας, τούτος ο Κιχώτης, ο ευγενής, με την έννοια του μηδέποτε αγενούς προς εαυτόν και περίγυρο; Θα νοσηλευθεί στα Γιάννενα, οι επιστολές της Μελισσάνθης θα έρθουν καθυστερημένα, μα θα είναι αργά…
Δυο λόγια για τα γήινα. Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1908 σε περιβάλλον καθαρά αστικό. Κάτι στο πατρικό Dna προμηνύει χαρακτήρα λαθρεπιβάτη στην εποχή του – ο πατέρας και ο θείος του μαζί με άλλες επιχειρήσεις ιδρύουν στον Πειραιά «Εταιρία Εορτών» για διοργάνωση εκδηλώσεων, κάπου στην οδό Νοταρά. Πρωτοπόροι, ονειροπόλοι – εταιρία για εκδηλώσεις σε έναν Πειραιά που έβραζε από την φτώχεια, την λάσπη, τις φτωχογειτονιές και τα χαμένα όνειρα πεταμένα στα καθαρά ακόμη νερά του λιμανιού…
Οι δουλειές φυσικά δεν πάνε καλά, η οικογένεια μεταφέρεται στην Ιταλία. Ο Γιώργος κοντά στα τέσσερα. Καλός μαθητής ποτέ δεν ήταν και ο ίδιος θα μιλήσει για πιεστική μοναξιά αυτήν την περίοδο. Είναι η μοναξιά του διαφορετικού, της λανθασμένης μηχανής, μιας σκέψης που ήδη νοιώθει πως κάποιο λάθος έγινε με την χρονολογία της γέννησής της.
Εκεί θα μεγαλώσει, εκεί θα πάει πανεπιστήμιο. Νομικά τρία χρόνια στην Bologna, η συνέχεια στην Macerata. Θα δείξει σπουδαστική συνέπεια και θα ολοκληρώσει τις σπουδές με διατριβή τιτλοφορούσα τον καθωσπρεπισμό. «Το δίκαιο ως τεχνικός κανόνας». Μα όπως λέγει και ένας από τους βιογράφους του, ο Μαρινάκης, είχε ήδη προσβληθεί από λογοτεχνίτιδα. Οι ιταλικές βιβλιοθήκες και τα βιβλία τον απορροφούν ολότελα- η λεξοθάλασσα που θα βουτήξει ολόκληρος λίγο καιρό μετά, έχει ήδη σχηματιστεί.
Ο Σαραντάρης, (ο καλύτερος, κατά Ελύτη, ποιητής της γενιάς του…), άρχισε να γράφει σε μια Ιταλία που ο φασισμός άρχισε να εδραιώνεται και μεγάλο μέρος από την ποιητική αριστοκρατία είδε στον Μουσολίνι μια νέα αισθητική, μια ανατροπή. Μεσολαβούν περιπέτειες, μα στο τέλος ο Σαραντάρης θα πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα για να μην ξαναφύγει ποτέ. Είναι το 1931, θα στεγαστεί μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας στην οδό Κοδριγκτώνος στην Αθήνα. Θα πατήσει ιταλική γη ξανά μόνο για τον θάνατο του πατέρα του.
Αυτή θα είναι και η γόνιμη δεκαετία του ποιητικά και φιλοσοφικά – μα είναι άτυχος. Ξέφυγε από τον Ιταλικό φασισμό, αλλά και στην Ελλάδα η υποτυπώδης δημοκρατία του Σοφούλη θα αποδειχθεί ανίκανη να σταματήσει τον Μεταξά – ο φασισμός και το ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο θα αρχίσουν να πνίγουν ανησυχίες και πρωτοπόρα ρεύματα. Μόνο συνάδελφοι λογοτέχνες θα σταθούν δίπλα του, θα στηρίξουν τους πειραματισμούς του και κάποιοι λίγοι, μα απελπιστικά λίγοι, θα διαβλέψουν τον υπαρξισμό του, καιρό πριν ο Σαρτρ θαμπώσει τα γαλλικά λογοτεχνικά boulevards και δημιουργήσει ρεύμα παγκόσμιας αποδοχής.
Στον Σαραντάρη ο Ελύτης θα δείξει τα πρώτα του χειρόγραφα, ακριβώς γιατί καταλάβαινε πως τούτος ο Ιταλοαναθρεμμένος, ήταν πνεύμα διάφορο, ανοικτό. Ο Σαραντάρης θα ενθουσιαστεί με την ποίηση του Ελύτη και θα στηρίξει την άποψή του ως το τέλος. Θυμηθείτε πως είναι εποχή λατρείας προς την Γαλλική ποίηση, ο ίδιος ο Ελύτης φτιάνει το ψευδώνυμό του από τον Eluard που τον λατρεύει. (Ο ίδιος και ο Μάριο Βίτι βέβαια δίνουν την άλλη, την επίσημη ερμηνεία γι αυτό, αλλά όπως και νάχει δεν είναι αυτό το ζήτημα τώρα…). Είναι θέμα άλλης ίσως ανάρτησης οι υπόγειες διαδρομές ανάμεσα στους δύο ποιητές, με τον Ελύτη να κάμει τον στίχο φως και μάλιστα εκτυφλωτικό και τον Σαραντάρη να αναζητά δρόμους ιδιότροπους. Τόπε και ο ίδιος με φράση εκπληκτική. «Πρέπει να βρω ένα καινούριο φόρεμα γι αυτά που έχω να πω…». Προσπάθησε, μέσα σε μοναξιά ιδιότυπη. Πρόλαβε λίγα μα σημαντικά, πριν τον πάρει ο θάνατος στα 32 του χρόνια το 1941. Οι συνθήκες του θανάτου δεν περιποιούν τιμή μήτε στην “μεγάλη ελληνική ψυχή”, μήτε στα “παχύδερμα τών Αθηνών” για τα οποία μίλησε ο Ελύτης – αλλά αυτά συγκροτούν ένα άλλο θέμα..
Ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκλεκτούς, μα ήταν κι άλλοι. Ο Άγρας, αυτή η ποιητική ψυχή, τόσο χολικός, τόσο ιδιότροπος, τόσο οργισμένος στην προσωπική του ζωή – μα πως κατόρθωνε ταυτόχρονα κι αναγνώριζε γενναιόδωρα το ταλέντο, σε κριτικές αριστουργήματα, τρυφερές, σχεδόν πατρικές! Θα στρέψει την προσοχή των ομοτέχνων στην ποίηση του Σαραντάρη, γιατί από ένστικτο, γνώση και δίψα για αλλαγή θα νοιώσει μιαν άλλη ποιότητα και θα σκύψει πάνω της. La critique est facile, l’ art est difficile. Ας διαφωνήσω. Είναι φορές που η κριτική συμμορφώνει την τέχνη και στον μεσοπόλεμο έχουμε στην χώρα παραδείγματα εκπληκτικά. Ας είναι. Παρασύρθηκα και πάλι…
Πριν δώσω λίγους στίχους του δυο τελευταία λόγια για την ζωή του, αυτήν την τελευταία, την αχάριστη δεκαετία.
Γράφτηκαν πολλά για την σχέση του Σαραντάρη με την εργασία, τον βιοπορισμό. Δυο τρεις φορές του προσφερθήκαν θέσεις μισθωτού σε τράπεζα και ιδρύματα. Τις αρνήθηκε. Όλες. Είχε τον εφιάλτη της φθοράς, της μικροαστικής ζωής, έτρεμε την ιδέα πως θάπρεπε να αφοσιωθεί σε κάτι εντελώς αλλότριο, κάτι που θα αποχύμωνε την μεγάλη του αγάπη για την ποίηση. Μερικές φορές του λείπουν και τα χρειώδη, έχει εφιάλτες πως θα μείνει άστεγος, ταπεινός κι αμελητέος – δείτε την ποιητική αποτύπωση και την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στο φθαρτό και την δίψα για φτερούγισμα, μακριά από τράπεζες, ωράρια και ύλη.
Να κοιμάσαι νηστικός
Να κοιμάσαι νηστικός σε μία σοφίτα
Να είσαι ὁ τεμπέλης τοῦ σπιτιοῦ
Νὰ γίνεσαι σκουπίδι
Ὅταν ἀνοίγεται ἕνα λερωμένο στόμα
Θὰ σηκώσω τὸ γιακὰ
Γιὰ νὰ φύγω σὰν ἕνας λῃστὴς
Ἀπὸ τὸ δικό μου σπίτι
Θὰ κοιμηθῶ στοὺς δρόμους
Γιὰ νὰ νιώσω ὁλάκερη τὴν πολιτεία
Νὰ τουρτουρίζει μαζί μου
Στὸ παλτό μου ἔχω ἕνα λεκὲ
Ἀλλὰ εἶναι καλὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπω
Θὰ τὸ ξαπλώσω χάμω
Καὶ θὰ στρωθῶ πάνω του
Νὰ πιῶ λίγη βραδυὰ
Στὴ γωνιὰ τοῦ ἔρημου κήπου
Θὰ αἰστανθῶ τὴ σελήνη
Ὅπως δὲν αἰστάνθηκα τίποτε
Στὴ ζωή μου
Θὰ τὴν αἰστανθῶ στὰ χείλια μου
Σὰν ἕνα ἀχλάδι
Στὰ μάγουλα
Σὰν ἄλλα μάγουλα.
«Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού…» Τον χαρακτηρισμό του τον αποδίδει έμμεσα η ίδια του η οικογένεια και αρκετοί λογοτέχνες της εποχής, ο ίδιος θα γράψει απανωτά γράμματα στην μητέρα του να προσπαθεί να απολογηθεί, να κρατήσει την ελπίδα της ότι ο πολύγλωσσος και ήδη γνωστός σε φιλοσοφικούς κύκλους γιος της θα εύρει μια εργασία αντάξια καταγωγής και μόρφωσης.
Μάταια. Πεταλούδες πνευματικά γιγάντιες είναι πολλοί ποιητές αυτής της γενιάς που βλέπουν το εκτυφλωτικό φως, την ποιητική λάμψη και τυφλώνονται, τίποτε άλλο δεν αναγνωρίζουν, τίποτε δεν αφήνουν να μειώσει την φλόγα που καίει. Μα να βάλεις μια πεταλούδα πίσω από το τραπεζικό γκισέ; Πρόλαβε και το είπε ο Καρυωτάκης. «Από το παραθύρι πάντα η πεταλούδα θα πετάξει…»
Και πέταξε. Με μια ποίηση ιδιόμορφη όχι μόνο σε περιεχόμενα, μα και μορφή. Τυχαίνει να έχω συχνές επαφές με Ιταλούς ελληνιστές και μπορώ να κατανοήσω πολύ καλά γιατί πολλοί κριτικοί μιλούν για «ιταλισμούς» στον στίχο του Σαραντάρη. Μα δείτε το θαύμα της γλώσσας και της ποίησης. Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια περίεργη λεξούλα για να αποδώσει μιαν έννοια – λεξούλα που τυπικά δεν θάπρεπε να είναι εκεί, λογοτεχνικά είναι λάθος. Μα αυτή η λέξη είναι που ξαφνιάζει στο ποίημα, αυτή η λέξη κάμει το ποίημα.
Είπαν την ποίησή του παράξενη, ονειρική ακόμη και απόκρυφη. Πριν καταλήξω με γνώμη προσωπική , ας δούμε σκόρπιους στίχους.
“Όπου και αν πηγαίνουμε μας υποδέχεται η μουσική
αλλά δεν είμαστε, δεν γινήκαμε ακόμα όνειρα και
συνεπώς απορούμε.”
Δείτε το με τα μέτρα της εποχής του και όχι μόνο. Ξεχάστε την φόρμα, την ρίμα, τις μορφολογικές διαφωνίες. Μα δεν είναι μια σύλληψη μοναδική, έξω από τα συνήθη; «Δεν γινήκαμε ακόμη όνειρα και συνεπώς απορούμε…». Με τα ποιήματα του Σαραντάρη έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι δίπλα σου υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν, ένας παράδεισος που περιμένει – μα είμαστε ανίκανοι, τυφλοί ή ανάξιοι ακόμη να γευθούμε…
Δείτε τώρα στο επόμενο αυτό που έλεγα προηγουμένως για την λεξούλα έκπληξη…
La belle au bois dormant.
Στο δάσος που έγινε μούρλια
από τ΄αηδόνια
η πονεμένη αγάπη ξυπνάει
ανασαίνει
ερωτάει τ΄αηδόνια
πού κρύφτηκαν τα όνειρα
τα ξανθά οράματα του ύπνου,
ξανακοιμάται μέσα στα τραγούδια …
Η σύμβαση θα έγραφε: Στο δάσος που γιόμισε ή στο δάσος που τρελάθηκε ή ζαλίστηκε από τα αηδόνια, αλλά μούρλια; Κι όμως αυτό μένει, αυτό ανατρέπει και αυτό δημιουργεί εικόνα νεωτερική, σχεδόν γλωσσοπλαστική. Παρατηρείστε επίσης πόσο χαμηλόφωνα κλείνει, καθημερινά, χωρίς μεγαλοστομίες. Ο Σαραντάρης σε πολλά ποιήματα περίπου ζωγραφίζει πίνακες, εικόνες άλλοτε γαλήνιες, άλλοτε πονεμένες, μα πάντα χαμηλόφωνες.
Τώρα το επόμενο βοήθησε πολύ στην φήμη του Σαραντάρη σαν παράξενου ποιητή και πράγματι η ανάγνωσή του είναι διφορούμενη, μυστηριακή..
Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο…
«J’ai cueilli ce brin de bruyère»
Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη
Και το πολύ γνωστό στο οποίο έχει απαντήσει ο Λεοντάρης..
Δὲν εἴμαστε ποιητές
Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.
Και ένα μικρό διαμάντι, ακατέργαστο.. (Ο Δεσποτόπουλος λέγει χαρακτηριστικά, «Ο Σαραντάρης ήθελε να απογυμνώσει τις λέξεις από το βάρος της φλυαρίας…)
Μόλις πεθάνει
Μόλις πεθάνει
Ἡ ἀγάπη
Θέλει σιωπὴ μεγάλη
Γιὰ νά ῾βρει στὴν ἄκρη τοῦ πόνου
Τὴν περίφημη λίμνη
Τὴ λήθη.
Ιδού και το Καβαφικό…
Τῆς ὀμορφιᾶς
Ἡ πιὸ γλυκιὰ παρθένα
Στολίζει τὸ δωμάτιο
Εὐφραίνει τὴν περισυλλογὴ
Ἂς ποῦμε πὼς εἴμαστε εὐτυχεῖς
Κι εἶναι ἡ σειρά μας
Νὰ βρεθοῦμε ἀθάνατοι,
Νὰ φιλήσουμε τὴν ὀμορφιὰ
Στὰ χείλη
Καὶ στὸ λεπτό της φόρεμα
Και το flirt με την ποιητική πεζογραφία…
Ἡ καρδιά μας
Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς μαντεύει τὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας; Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα κῦμα μυστικό, χωρὶς ἀφρό. Βουβὰ πιάνει μία στεριά. Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου, ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.
Τυχαίνει η ανάρτηση αυτή να σκαλίζεται σε ένα φορητό, με μια θέα εκπληκτική μπροστά μου και το In colors στα ακουστικά. Δυο καρέκλες δίπλα μου είναι για λίγο άδειες μα, σαν φευγαλέα παραίσθηση, πολύ θα τόθελα να τις γεμίσουν ο Σαραντάρης και ο Παπανικολάου – φίλοι ανάμεσά τους με αμοιβαίο ποιητικό σεβασμό. Και να περάσουμε έτσι μια βραδιά γεμάτη από συντεχνιακό κουτσομπολιό, ποιητικούς διαξιφισμούς και ένα φορτηγό απορίες που έχουν γεμίσει τις σημειώσεις μου…
Το έξοχο In colors μιλά για παιδιά και όχι για ποίηση, μα τι άλλο άραγε ήταν τούτοι οι δυο ποιητές από παιδιά που αρνήθηκαν πεισματικά να μεγαλώσουν και να παραδοθούν στην ευκολία της ρουτίνας;
Δεν ξέρω και δεν θα το μάθω ποτέ…
Δεν γνωρίζω ακόμη για παραισθήσεις που νάχουν γίνει πραγματικότητα…