Λίγοι στῖχοι γαλλικοί, ἀπ’ἐδῶ καὶ ἀπ’ἐκεῖ..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
217Shares

PARIS BIRDS

«Ἡ ψυχή μου γιὰ τὰ φοβερὰ ναυάγια σαλπάρει..»

(Paul Verlaine, 1844-1896)

«Τί τὰ΄καμες, ἐσὺ ποὺ κλαὶς καὶ κλαίς,

δάκρυα ποτάμι,

τὰ νιάτα σου – πές, πές μου – ἐσὺ ποὺ κλαίς,

τί τὰ΄χεις κάμει;»

(τοῦ ἰδίου, ὅ.π, καταληκτικὴ στροφὴ ἀπὸ «Τὸν γαλανὸ οὐρανὸ»)

Προσωπικὰ ἐλάχιστα μὲ ἐνδιαφέρει ἡ γεωγραφικὴ καταγωγὴ τῆς ποίησης – εἶναι πολλὲς οἱ φορὲς ποὺ ἔχω ἐκφράσει τὴν ἄποψη πώς ἡ ποίηση δὲν ἔχει ἐθνικότητα, τόπο, χρόνο καὶ ἄλλες, κάθε λογῆς, ποσότητες ἢ καὶ ἀπαράβατους κανόνες. Ὅλα τοῦτα τὰ ἀκαδημαϊκά, (ρεύματα, τάσεις, περίοδοι, συμβολισμοί, ὑπερρεαλισμοὶ καὶ ρομαντισμοί..), ὑπηρετοῦν τὴν ἀνάγκη μεθόδου καὶ διδασκαλίας καὶ πολὺ σπανιότερα ἀγγίζουν τὴν οὐσία τῆς λογοτεχνίας. Κάποτε ἴσως καὶ νὰ εἶναι ἀπαραίτητα, ἁπλῶς γιὰ νὰ ξεδιψάσουμε τὴν περιέργειά μας, νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ ἀνεξήγητο, νὰ φωτίσουμε τὴν ποιητικὴ δραστηριότητα. «Ά!,», μᾶς λέγουν οἱ ἀναλυτὲς καὶ οἱ κριτικοί, «μὰ δὲν τὸ βλέπετε λοιπὸν πόσο ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Πρέβεζας, ἐνίσχυσε τὸ πεισιθάνατο τοῦ Καρυωτάκη; Ὤ! μὰ δεῖτε καὶ τὴν ὑγρὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀλεξάνδρειας – θὰ ὑπῆρχε ἄραγε αὐτὸς ὁ Καβάφης, δίχως αὐτὴν τὴν ὑγρασία, αὐτὴν τὴν ρᾳθυμία; Καὶ ἐκεῖνος ὁ καταραμένος ὁ Maurice Rollinat θὰ εἶχε ἄραγε γράψει τὸ ἐξαιρετικὸ «Ἕνας μποὲμ» ἂν δὲν ἦταν τὸ Παρίσι, ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ του, ἡ ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὴν Marie Serullaz;..». Ὅλα τοῦτα, (πολλὲς φορὲς ἀπαραίτητα, ἀρκετὲς φορὲς ἀναγκαῖα στὴν μελέτη μιᾶς ποιητικῆς), δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ (παραλογοτεχνικὲς) ὑπεκφυγές, ποὺ παρεκτρέπουν ἀπὸ τὴν ἀμεσότητα τοῦ στίχου, τὴν πρωτόγονη δύναμή του, τὴν διαχρονικὴ ἐπιρροή του.

Ἔρχομαι σήμερα ν’ ἀσχοληθῶ μὲ μία ἐπιδερμικὴ καὶ κάπως ἐπιπόλαιη ἀνθολόγηση τῆς γαλλόφωνης ποίησης καὶ βέβαια στὴν προσπάθεια αὐτὴ προκύπτουν δυσκολίες. Μεγάλες ἀστοχίες στὴν μετάφραση, ἰδιωματισμοὶ ποὺ δὲν διατηροῦν τὴν δύναμή τους σὰν ἀκούγονται μπροστά σε ἕνα ἀλλόγλωσσο κοινό, ποιητικὲς παραδόσεις ξένες στοὺς κανόνες τῆς ἑλληνικῆς στιχοπλοκῆς. Καὶ τὸ κυριότερο. Ἕνα χαῶδες ποιητικὸ ἔργο ποὺ ἐκ τῶν προτέρων ἀκυρώνει κάθε προσπάθεια συστηματικῆς ἀνθολόγησης. Σὲ αὐτὴν τὴν παρουσίαση ἐπίσης μένουν ἐκτὸς πολὺ σημαντικὲς φωνὲς ὅπως ἐκείνη τοῦ Ρεμπώ – πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιατί αὐτὲς ἀπαιτοῦν σοβαρότερη καὶ ἀποκλειστικὴ μελέτη καὶ δεύτερον, εἶναι γνωστὴ ἡ συνήθεια σὲ αὐτὸ τὸ blog νὰ ἀνθολογοῦνται ποιητὲς λιγότερο γνωστοὶ μὲ ὑλικὸ ποὺ δὲν βρίσκει κανεὶς εὔκολα οὔτε στὸ διαδίκτυο.

Ὅμως.. παρόλα αὐτὰ καὶ σὲ πεῖσμα ὅλων αὐτῶν, στὸ τέλος τῆς ἡμέρας ἡ ποίηση, γαλλόφωνη, ἱσπανόφωνη ἢ ἑλληνική, κακομεταφρασμένη ἢ ὄχι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ποίηση – δημιουργία δηλαδὴ τῆς συνείδησης ποὺ ἐλάχιστα ἐπηρεάζεται, (ἀλλιῶς: δὲν ἀκυρώνεται), ἀπὸ φιλολογικὰ λάθη καὶ λαθεμένες ἑρμηνεῖες. Καὶ ἡ ποίηση, εἴτε γράφεται σὲ μιὰ παράγκα στὰ δάση τοῦ Καναδᾶ, εἴτε στὸ ἡμίφως ἑνὸς bistro, ἔχει ἕναν μόνο πρωταρχικὸ στόχο, νὰ ἀπαντήσει δηλαδὴ στὴν ἐρώτηση ποῦ βάζει ἐτούτη ἡ ὄμορφη στροφή:

«Κι ὅταν ἔφθασε ἡ στιγμὴ πού, κατάκοπος ἀπὸ τούτη τὴ ζωή,

Ἕνα βράδυ χειμωνιάτικο, εἶχε ἡ ψυχὴ του ἐπιτέλους εὐφρανθεῖ,

Ἔφυγε λέγοντας: «Γιὰ λόγον ποῖον ᾖρθα;»

(Gerard de Nerval, 1808 – 1855, μτφ: Ἑλένη Κόλλια)

Καὶ ἐπειδὴ τὰ εἰσαγωγικὰ εἶναι ἄχαρα καὶ βαρετά, δυὸ τελευταῖα λόγια πρὶν μποῦμε στὴν οὐσία. Ὅσα γράφω παραπάνω δὲν ὑποτιμοῦν τὴν μεγάλη σημασία τῆς μετάφρασης – ἔχουν γραφτεῖ χιλιάδες ἄρθρα γιὰ τὸ θέμα καὶ εἶμαι ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ ὑποβαθμίσει τὴν καθοριστική της συμβολὴ στὴν λογοτεχνία- εὔστοχα ἔχει ἀναφερθεῖ πὼς ὁ μεταφραστὴς κάμει πολλὲς φορὲς ἔργο διπλὸ καὶ δύσκολο, κάποιες φορὲς καὶ ἰδιαίτερα ἄχαρο, δὲν θὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο γιὰ νὰ μὴν ξεφύγω ἐντελῶς ἀπὸ τὸ σημερινὸ κείμενο. Μόνο ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτό το βάρος ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ μεταφραστικὴ διαμεσολάβηση. Δεῖτε τοὺς ἴδιους τρεῖς στίχους τοῦ Nerval, μεταφρασμένους αὐτὴ τὴν φορὰ ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Μακρή:

«Κι ὅταν ἐπρόβαλε ἡ στιγμή, ὁπού βαριεστημένη

Μιὰ χειμωνιάτικη βραδιά τοῦ πῆραν τὴν ψυχή του,

Ἔφυγε λέγοντας: “Λοιπόν, γιατί ᾖρθα ἐγὼ ἐδῶ κάτω;»

Δὲν θὰ ἰσχυριστῶ πὼς οἱ διαφορὲς δὲν εἶναι μεγάλες ἢ ὁλωσδιόλου ἀσήμαντες. Ὅμως αὐτὴ εἶναι μία συζήτηση ποὺ ἕπεται, μιὰ διαφωνία ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὴν πρώτη ἀνάγνωση, μιὰ φιλολογικὴ διαμάχη ποὺ ἔχει φυσικὰ τὴν δική της βαρύτητα καὶ ἐπιρροὴ στὸ πρωτότυπο. Ἃς βάλουμε ὅμως κάποτε στὴν λογοτεχνική μας ζωὴ ἱεραρχήσεις καὶ ἃς μιλήσουμε γιὰ τὴν οὐσία καὶ αὐτὴν μπορεῖ ὁ, (μὴ γαλλόφωνος), ἀναγνώστης νὰ τὴν ἐντοπίσει τόσο στὴν μία ὅσο καὶ στὴν ἄλλη ἐκδοχή.

Δὲν εἶναι ἐκτενὴς ἡ βιβλιογραφία ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν γαλλικὴ ἢ γαλλόφωνη ποίηση – καὶ ἐννοῶ τὴν κριτικὴ της παρουσίαση καὶ ὄχι ἁπλὰ τὴν ἀνθολόγησή της ἢ τὴν ἁπλὴ μετάφραση τοῦ γαλλικοῦ κειμένου. Κι ὅμως, σὲ κάθε περίπτωση ἡ ἐπιρροή της στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, (καὶ ἐννοῶ ἐκείνη ποῦ διαθέτει ποιότητες μοναδικές), εἶναι ἰδιαίτερα μεγάλη καὶ σημαντική. Ἐὰν ἀνοίξετε ἕνα ὁποιοδήποτε ἐγχειρίδιο γιὰ τούτη τὴν ἀλληλεπίδραση θὰ πέσετε καὶ πάλι ἐπάνω σε διδακτικοῦ τύπου κατατάξεις: Οἱ Γάλλοι Παρνασσιστὲς καὶ ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἐμπειρίκος καὶ οἱ ὑπερρεαλιστές, ἅ! βέβαια οἱ συμβολιστὲς καὶ ὁ Καρυωτάκης καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἅς μου ἐπιτραπεῖ μία γενίκευση ἐπὶ τῆς οὐσίας: τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς γαλλικῆς ποίησης, (σὲ ἀντίθεση γιὰ παράδειγμα μὲ ἐκείνη τῆς γειτονικῆς Ἀγγλίας), ἔχει ἕνα βασικὸ καὶ πολὺ ἐνδιαφέρον χαρακτηριστικό: Εἶναι βαθύτατα καὶ πρωτίστως ὑπαρξιακή, μὲ ἄλλα λόγια βαθύτατα ἀγωνιώδης γιὰ τὸ «εἶναι» καὶ ἐπιθετικὴ στὰ ἄδυτα τῆς συνείδησης, ἄλλοτε ἀτομοκεντρικῆ, πεισιθάνατη καὶ καταραμένη, κάποτε ἐπαναστατική, (πῶς θὰ μποροῦσε ἀλλιῶς;), πάντοτε ὅμως στραμμένη στὸ μέγα καὶ ἀνυπέρβλητο ὀντολογικὸ πρόβλημα: «Γιὰ λόγον ποῖον ᾖρθα;» σὲ τούτη τὴ ζωή, σὲ τοῦτο τὸ σοκάκι;..

Δὲν ὑπάρχει ἄλλη χώρα στὸν κόσμο ποὺ νὰ γέννησε τόσους «καταραμένους» ποιητές, (poetes maudits), ὅσους ἡ Γαλλία, ὁ ὅρος ἄλλωστε γεννήθηκε ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐξαπλωθεῖ ταχύτατα καὶ νὰ χαρακτηρίσει διὰ παντὸς κάθε ποιητικὴ φωνὴ ποὺ κυνηγᾷ τὴν οὐτοπία καὶ σ΄αὐτὴν τὴν διαδρομὴ γονατίζει ἀπὸ τὶς συγκρούσεις, ἐξοβελίζεται στὸ κοινωνικὸ περιθώριο, στροβιλίζεται καὶ τελικὰ ἐξαϋλώνεται μέσα στὴν παράνοια, τὴν ἀπόλυτη φτώχεια, τὴν κατάθλιψη. Δὲν εἶναι φυσικὰ ὅλοι οἱ ποιητὲς ποὺ θὰ δοῦμε σήμερα αὐτῆς τῆς κατηγορίας, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Γαλλικῆς ποίησης ἔχει γραφτεῖ μὲ αἷμα ἀπὸ ποιητάδες Δὸν Κιχῶτες, ποὺ δὲν συμβιβάστηκαν στιγμὴ μὲ τὴν κατεστημένη λογοτεχνικὴ ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς τους, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ: δὲν ἀποδέχθηκαν ποτὲ τὴν πραγματικότητα καθεαυτὴ ὡς τέτοια καὶ κάθε στίχος τους ἦταν καὶ μιὰ προσπάθεια νὰ τὴν ὑπερβοῦν καὶ νὰ τὴν ἐξαφανίσουν.

Baudelaire

Εἶναι ἐντελῶς προσωπική μου γνώμη τὸ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ποὺ διαθέτουν ἐξαιρετικὲς ποιότητες, εἶναι στὴν πραγματικότητα στὸν ἕναν ἢ στὸν ἄλλον βαθμὸ «καταραμένοι» καὶ ἀποστασιοποιημένοι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ «κανονικότητα». Ὅπως εὔστοχα γράφει ἡ Ἑλένη Κόλλια, (Καταραμένοι Γάλλοι ποιητές, ἀπάνθισμα, 13ος – 20ος αἰῶνας, ἐκδόσεις Ἠριδανός), εἶναι ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ποὺ μισοῦν τὸ deja vu καὶ λαχταροῦν τὸ jamais vu, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχει ἀντικρίσει ἄνθρωπος, δὲν ἔχει ἀκόμη ὀνειρευτεῖ καὶ ἀπομένει στὸν ποιητὴ νὰ τὸ προσδιορίσει, νὰ τὸ προτείνει, νὰ ξεκινήσει τὸν σχηματισμό του. Στ’ ἀλήθεια πρόκειται γιὰ ἰσόβια ἀνικανοποίητες ὑπάρξεις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μείνουν γιὰ πολὺ σὲ ἕνα σημεῖο, καθὼς ὁ χρόνος μετατρέπει σὲ καθεστὼς καὶ «κράτος» ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ καλὲς προθέσεις. Αὐτὸς εἶναι καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς λόγους ποὺ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Γάλλους ποιητές, (καὶ βέβαια ὄχι μόνο Γάλλοι..) διανύουν μία διαδρομὴ παρόμοια μὲ κείνη ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ὅταν ὑποδέχεται τὸ νέο του παιχνίδι. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς φλερτάρουν μὲ τὸν μαρξισμό, τὸν ντανταϊσμό, τὸν σουρεαλισμὸ καὶ κάθε λογὴς κίνημα, ἰδέα ἢ ἐπανάσταση ποὺ εὐαγγελίζεται τὴν ἀλλαγή, τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, τὴν ἰσότητα, τὴν ἐξάλειψη τῆς φτώχειας. Ὅμως οἱ ποιητὲς εἶναι ἄνθρωποι ἀπόλυτοι, («Ἀπόλυτοι στὴν φαντασία, ἀπόλυτοι στὴν ἔκφραση..», θὰ γράψει ὁ Verlaine γιὰ ὁμοτέχνους του..) καὶ γρήγορα θὰ νοιώσουν στενὰ καὶ ἄβολα στὴν μαζοποίηση, στὴν ἐπικράτηση τῶν μετρίων, στὴν μεταλλαγὴ τῶν ἰδεῶν, στὸ νέο καθεστώς. Εἶναι ἡ ὥρα καὶ πάλι νὰ φύγουν μοναχικοὶ καὶ ἀπογοητευμένοι γιὰ τὴν ἑπόμενη Ἰδέα, τὴν ἑπόμενη κορυφή. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ ἀντέξουν ἕως τὸ (φυσιολογικὸ) τέλος, αὐτὴν τὴν μονότονα ἐπαναλαμβανόμενη διάψευση καὶ θὰ σβήσουν μὲ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο – οἱ περισσότεροι ξεχασμένοι, ἄποροι καὶ ἄρρωστοι καὶ συνήθως οὐδέποτε ἀναγνωρισμένοι ἢ ἀποδεκτοί, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ δικό τους λογοτεχνικὸ σινάφι.

Ὁ ὅρος «καταραμένοι ποιητὲς» μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, (προερχόμενη ἀπὸ τὸ ποίημα Stello τοῦ Alfred de Vigny), δὲν εἶναι καὶ ὁ πιὸ ἐπιτυχημένος, καθὼς παραπέμπει περισσότερο σὲ μία ρομαντικὴ ποιητικὴ ἰδέα, σὲ γοητευτικοὺς ἀπόκληρους, σὲ μποὲμ στὶς ὄχθες τοῦ Σηκουάνα. Ἐντάξει, δὲν εἶναι πάντα ἄσχημη ἡ ἐξιδανίκευση, ὅμως ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς χρειαζόμαστε πιὰ μία νέα ὁρολογία, λιγότερο ἐνταγμένη στὸν μῦθο καὶ στὴν συστημικὴ λογοτεχνικὴ ἄποψη περὶ παρακμῆς. Ἀπὸ καιρὸ ἔχω προτείνει τοὺς ὅρους «ἀνευλαβεῖς» ποιητὲς καὶ ἀκόμη καλύτερα «ἀναρχικοὶ» ποιητὲς γιὰ λόγους ποὺ ἔχω ἀναλύσει ἀλλοῦ – ὁπωσδήποτε θὰ ὑπάρξουν καὶ καλύτεροι προσδιορισμοὶ γιὰ μία ποίηση ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ ἡ «ἀτμομηχανὴ» τῆς καλλιτεχνικῆς πρωτοπορίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Ὄχι, δὲν θὰ πρωτοτυπήσω, (μὰ τί κρῖμα!) – θὰ ξεκινήσω μὲ Μπωντλαίρ, ὄχι ὅμως ἀκόμη μὲ κάποιο ποίημα, ἀλλὰ μὲ ἕνα μικρὸ πεζό, ἐκεῖνο ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἀπαντήσεις στὰ ἠχηρὰ καὶ μονότονα ἐρωτήματα – ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ ὁ Χρόνος διαβαίνει σπαταλημένος σὲ ἐνέργειες ἀνούσιες, στὴν δῆθεν ἐπικοινωνία, σὲ συμβάσεις θανάσιμα ἀνιαρές, σὲ ἐργασίες ποὺ δὲν παράγουν καὶ δὲν προσφέρουν τίποτα. Ἀπέναντι στὶς «ζωὲς ποὺ περνοῦν καὶ χάνονται» δίχως νὰ ἀφήσουν πίσω τους μιὰ αὔρα, ἕνα ἴχνος, ἕνα ἀποτύπωμα σὲ κάποια συνείδηση, ὁ Μπωντλαὶρ προτρέπει: Μεθῦστε, μεθῦστε, μὴν τολμήσετε νὰ μείνετε νηφάλιοι οὔτε λεπτό, παρασυρθεῖτε ἀπὸ ἰδέες, ἀπὸ ἔρωτα, ἀπὸ οἰνόπνευμα, ἀπὸ λέξεις – παρασυρθεῖτε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν δύναμη τῆς ὕπαρξής σας.

Ἕνα γνωστό, ἀλλὰ ἐξαιρετικὸ κείμενο, ποὺ κάμει καὶ μία πολὺ καλὴ εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση ποῦ θὰ δοῦμε σήμερα. Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Μηνὰ Δημάκη, (ἔχουμε ἀσχοληθεῖ κατὰ καιροὺς μὲ τὴν ποίησή του..).

Μεθᾶτε

Πρέπει νὰ’στε πάντα μεθυσμένοι. Τὸ πᾶν εἶναι ἐκεῖ. Εἶναι τὸ μοναδικὸ ζήτημα. Γιὰ νὰ μὴν νιώθετε τὸ φρικτὸ βάρος τοῦ Χρόνου ποὺ τσακίζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς κάνει νὰ σκύβετε στὴ γῆ, πρέπει νὰ μεθᾶτε δίχως διακοπὴ. Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, κατὰ τὴ διάθεσή σας. Ἀλλὰ νὰ μεθᾶτε.

Κι ἂν κάποτε, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὴν πράσινη χλόη μιᾶς τάφρου, στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας, ξυπνήσετε, καὶ ἡ μέθη ἤδη ἔχει ἐλαττωθεῖ ἢ χαθεῖ, ρωτῆστε τὸν ἄνεμο, τὸ κῦμα, τ’ ἀστέρι, τὸ πουλί, τὸ ρολόϊ, καθετὶ ποὺ φεύγει, κάθετι ποὺ στενάζει, κάθετι ποὺ κυλᾷ, κάθετι ποῦὺτραγουδᾷ, καθετὶ ποὺ μιλᾷ, ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι· καὶ ὁ ἄνεμος, τὸ κῦμα, τὰ’ ἀστέρι, τὸ πουλί, τὸ ρολόϊ θὰ σᾶς ἀπαντήσουν: «Εἶναι ὥρα νὰ μεθύσετε! Γιὰ νὰ μὴν εἶστε οἱ μαρτυρικοὶ σκλάβοι τοῦ Χρόνου, μεθᾶτε, μεθᾶτε ἀδιάκοπα! Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, κατὰ τὴ διάθεσή σας”.

Προσέξτε γιὰ λίγο το κείμενο, σὲ πρώτη ἀνάγνωση ἴσως καὶ νὰ ἀκούγεται κάπως κοινότοπο καὶ χλιαρό. Κι ὅμως, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ σὲ ἕνα μανιφέστο γιὰ κάθε ἀνήσυχη συνείδηση, γιὰ κείνους ποὺ νοιώθουν πνιγηρὴ τὴν καθημερινότητά τους, γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ βλέπουν τὴν ζωὴ τοῦ μέλλοντός τους συγκεντρωμένη μέσα στὰ πνιγηρὰ κουτάκια μιᾶς ἀδιάφορης καὶ ἀνούσιας ἐπικοινωνίας. Ἃς τὸ κατανοήσουμε κάποτε: Οἱ «μαρτυρικοὶ σκλάβοι τοῦ Χρόνου» τοῦ Μπωντλαὶρ εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ καθημερινὰ θυσιάζουν κάθε φλόγα, κάθε ἐπιθυμία καὶ κατ’ ἐπέκταση κάθε δυνατότητα δημιουργίας ποὺ ἀπαιτεῖ κόπο, θυσία καὶ σύγκρουση. Οἱ περισσότεροι πιστεύουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ξεδιαλέγονται μὲ βάση μόνο ταλέντα καὶ τύχη, μὰ αὐτὸ ἐμπεριέχει μία πλάνη καὶ ἕνα ἄλλοθι, ἀλλοίμονο! Ὁ βασικὸς διαχωρισμὸς εἶναι ἀνάμεσά σε συνειδήσεις ποὺ ἐπιλέγουν τὸ πλῆθος καὶ τὴν μᾶζα καὶ στὶς λιγοστὲς ἐκεῖνες ποὺ, μπροστὰ στὴν σύγκρουση καὶ τὴν μοναξιὰ, ἐπιλέγουν νὰ ὑποστοῦν τὴν «τιμωρία», τὸ τίμημα, πολλὲς φορὲς τὴν λοιδορία. Ὁ διαχωρισμὸς δὲν εἶναι φιλολογικός, εἶναι ἀπόλυτα πραγματικός, στὴν πραγματικότητα ὁ φόβος τῆς σύγκρουσης καὶ τῆς γνησιότητας εἶναι καὶ ὁ πιὸ δυνατὸς ἁρμὸς στὶς μαζικὲς καὶ ἀ-πρόσωπες κοινωνίες.

Δεῖτε το καὶ λίγο βαθύτερα – κάθε κείμενο ἑνὸς καλοῦ ποιητῆ εἶναι πάντοτε ἀνοικτὸ σὲ πολλαπλὲς ἀναγνώσεις. Τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο σὲ τοῦτες τὶς λίγες γραμμές, οὔτε βέβαια τὸ ἴδιο τὸ περιβάλλον. Τὸ πουλί, τὸ ρολόϊ, ὁ ἄνεμος, τ’ ἀστέρι, τὸ κῦμα.. μὰ γιὰ δεῖτε! Ποιὰ εἶναι τὰ κοινὰ χαρακτηριστικά τους; Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ λείπουν ἀπὸ μία συμβιβασμένη συνείδηση: Ἡ διαρκὴς κίνηση, ἡ πανοραμικὴ καὶ ἀπὸ ἀπόσταση θέα, ἡ ἀπόλυτη ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἡ αἰωνιότητα συμπυκνωμένη μέσα στὴν πιὸ μικρὴ μονάδα τοῦ χρόνου.. αἰωνιότητα κλεισμένη σὲ ἕνα ρολόϊ; Θὰ ἀναφωνήσει κάποιος εἰρωνικά! Ναί, καὶ σὲ ἕνα ρολόϊ, ποὺ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν σταματᾷ νὰ μετρᾷ τὸν χρόνο, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν ἀκυρώνει, τὸν καθιστὰ μὴ χρόνο, τούτη ἡ μέτρηση μετατρέπεται σὲ ἕνα φόντο δίχως σημασία ποὺ μποροῦμε εὔκολα νὰ ὑπερβοῦμε. Δὲν ἐνδιαφέρει μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἴδια ἡ Ἰδέα, τὸ μέσον της μέθης· εἶμαι ἀρκετὰ βέβαιος ὅτι ὁ Μπωντλαὶρ θὰ ἔσκυβε μὲ τὴν ἴδια συμπάθεια τόσο πάνω ἀπὸ ἕναν μονομανή καὶ μανιώδη συλλέκτη ὅσο καὶ ἀπὸ μία μεγαλοφυΐα· ὁ ἀλκοολικὸς ἀπὸ τὸ βραβεῖο Νόμπελ ἀπέχει τρομακτικά, μὰ καὶ καθόλου: εἶναι καὶ οἱ δύο ὑπηρέτες ἑνὸς πάθους, ἡ καταστροφὴ ἀπὸ τὴν μιά, ἡ δημιουργία ἀπὸ τὴν ἄλλη – ὅμως ἔχουν καὶ οἱ δύο χρῶμα, ἀποτύπωμα. Μπορεῖτε νὰ ἔχετε ὅσες ἐνστάσεις ἐπιθυμεῖτε, ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυὸ δὲν θὰ περάσει ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ ἄχρωμος, ἄοσμος καὶ ἄγευστος…

Μὲ ἀπόλυτο τρόπο τὸ διατυπώνει ὁ Ζᾶν Μωρεάς (1856 – 1910), σὲ μετάφραση Κώστα Καρυωτάκη τὸ τελευταῖο δίστιχο ἀπὸ τὸ «Tu soufres tous les maux..»

[ ]

Ἀφοῦ ὅλα γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δίνουν

Στὰ ποιήματά σου μιὰ ἀφορμή!

[ ]

Ἰδοὺ ὁ ἀπόλυτος ὑποκειμενισμός, ἡ ἀπόλυτη ἀντιστροφή, κάπως διαφορετικά το γράφει ὁ Ἀντρὲ ντὺ Μπουσέ..

«Ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ὑπάρχει φωτιά.»

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση στὴν ἀπόλυτη δύναμή της, στὴν ἰδεατή της κατάσταση, στὴν διαρκὴ κίνηση, στὴν ὕψιστη ταχύτητα. Οἱ ποιητὲς βέβαια γνωρίζουν καλὰ στὸ βάθος ὅτι τὸ ὄνειρο γιὰ ἕναν κόσμο διαφορετικό, ἡ δίψα γιὰ μιὰ κοινωνία ὅπου ὅλες οἱ ἐπιθυμίες θὰ ἐκπληρώνονται δίχως περιορισμοὺς καὶ προκαταλήψεις, δὲν εἶναι παρὰ τὸ «καρότο» ποὺ κρατᾷ τὴν συνείδηση σὲ ἐγρήγορση καὶ ἐμπόλεμη κατάσταση – τὰ γνωρίζουν ὅλα αὐτὰ γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς βαριοῦνται, κουράζονται νὰ προτρέπουν, μιλοῦν στὸν ἑαυτό τους, στὴν οὐσία παραμιλοῦν γιατί κανεὶς δὲν τοὺς ἀκούει.

Θυμᾶστε τὸ ποίημα «Νύχτες» τοῦ Κώστα Μόντη; Κάτι ἀνάλογο ἔχει γράψει ὁ Maurice Rollinat (1846 – 1903) – προσωπικὰ προτιμῶ μὲ διαφορὰ ἐκεῖνο τοῦ Μόντη, πιὸ ὑπαινικτικό, τεχνικὰ πιὸ ἄρτιο, σὰν σύλληψη καλύτερο, ὅμως καὶ τοῦτο ἐδῶ δὲν τὰ πάει ἄσκημα.. (μτφ. Ἑλένη Κόλλια)

Ἡ συνείδηση

Ἡ Συνείδηση βλέπει μέσα μας

Ὅπως ἡ γάτα μέσα στὰ σκοτάδια.

Ὅλους! Τοὺς σκοτεινοὺς καὶ τοὺς διάσημους,

Τὸν βλάσφημο καὶ τὸν καλόγερο τὸν γονυπετή.

Μάταιά τ’ ἀπόκρυφά μας κρύβουμε

Ἀπὸ τὶς παγερὲς καὶ πένθιμες ματιές της!

Ἡ Συνείδηση βλέπει μέσα μας

Ὅπως ἡ γάτα μέσα στὰ σκοτάδια.

Ἐνόσω τὸ Πνεῦμα δὲν ἔχει διαλυθεῖ,

Καὶ πάλλεται τὸ αἷμα στὰ μηνίγγια,

Τὶς Ἄλγεβρές μας ἀποκρυπτογραφεῖ,

Καὶ στὰ βάθη τῶν στροβίλων μᾶς βουτᾷ

Ἡ Συνείδηση μέσα μας βλέπει!

Μιὰ καὶ βρισκόμαστε στὸν Rollinat, ἃς δοῦμε καὶ τὸ περίφημο ποίημά του «Ἕνας Μποέμ». Πίσω ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἀπόλυτου Γαλάτη μποέμ, ἴσως κατορθώσετε νὰ διακρίνετε ἕναν αὐτοσαρκασμὸ ἰδιαίτερα στὸν τελευταῖο στίχο, μιὰ εἰρωνεία ποὺ ὁπωσδήποτε καταλήγει σὲ ἀπογοήτευση πικρὴ – μὰ ἀξίζει τελικὰ νὰ εἶσαι ὀρθὸς ἀλλὰ πεινασμένος; Δεῖτε το..

Ἕνας μποὲμ

Πάντα ἡ ἀσίγαστη πεῖνα μὲ κυνηγᾷ σὰν τὸν δικαστικὸ κλητῆρα

Τὸ ἀποκρουστικὸ σοκάκι εἶναι ἡ μοναδική μου διαμονὴ

Κι ἐδῶ καὶ πάρα πολὺ καιρὸ ποὺ τοὺς ρόζους μου σέρνω

Τὴ δυστυχία κρεμῶ καὶ στὸ ἐμπόδιο σκουντουφλῶ.

Μάταια το Παρίσι τὸ σάλο του καὶ τὰ σκηνικά του μοῦ μοστράρει

Πηγαίνω κουφὸς σὲ κάθε ντόρο, σὲ κάθε θέαμα τυφλὸς

Καὶ λιμνάζει ἡ ψυχή μου στὸν πάτο τοῦ γέρικου κορμιοῦ μου

ποὺ τὸ χλωμό του παράσιτο στέκι του τὸ ἔχει κάνει.

Φάντασμα ποὺ τουρτουρίζω κάτω ἀπ΄ τὰ σάπια μου κουρέλια,

Τοῦ ναυαγίου ναυάγιο καὶ σύντριμμα τοῦ συντριμμιοῦ,

Κοψοχολιάζω τὰ σκυλιὰ μὲ τὴν ἀπαίσια θωριά μου!

Εἶμαι ἀποκρουστικός, ξεθεωμένος, σαφρακιασμένος, παραμορφωμένος!

Ὅμως καγχάζω σὰν σκέφτομαι ὅτι μου ἀπομένει

Ἡ ὑπερηφάνειά μου ἀτελείωτη ὅπως ἡ αἰωνιότητα.

MALLARME STEPHANE
MALLARME STEPHANE

Ζὰκ Πρεβὲρ καὶ τὸ ποίημα «Ἡ τελευταία μετάληψη», ἡ μετάφραση ἀπὸ τὸν Γιάννη Βαρβέρη. Τελευταία μετάληψη ὄχι ἀπὸ ἱερωμένο, τίποτα δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἀπὸ τὸ τυπικὸ μιᾶς θρησκείας, μιᾶς κοινωνίας, δίπλα στὸν ἑτοιμοθάνατο δὲν ὑπάρχει καν ἕνας συγγενής, ἕνας φίλος. Ἡ τελευταία μετάληψη προσφέρεται ἁπλόχερα μόνο ἀπὸ τὴν μνήμη, τὴν ζωντανὴ φωτιὰ τοῦ Χθές, τὴν ἡδονὴ καὶ τὸν σπασμὸ ποὺ κάποτε, τὸ διαλυμένο σήμερα σῶμα, βίωσε στὸν ἀπόλυτο βαθμό. Τὸ θυμᾶστε αὐτὸ ποὺ γράφουμε παραπάνω; «Ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ὑπάρχει φωτιά..». Εἶναι ποίημα σχεδὸν καθαρὰ καβαφικὸ τόσο σὲ μορφὴ ὅσο καὶ σὲ περιεχόμενο, μὲ ἀποκορύφωμα τοὺς τελευταίους πέντε στίχους. Προσέξτε τοὺς γείτονες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν ἀπὸ ποῦ γεννιέται τὸ φῶς μέσα στὸ δωμάτιο, προσέξτε τὸν ἀπόλυτο ὑποκειμενισμὸ καὶ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ μία ὁλόκληρη ζωή: Τὸ χαμόγελο καὶ ἡ φωνὴ προσώπου ἀγαπημένου, μιὰ ὕπαρξη ἀπέναντί σὲ μιὰ ἄλλη, γυμνὲς καὶ οἱ δύο ἀπὸ κάθε ἄλλο περισπασμὸ καὶ ἔγνοια. Προσέξτε τέλος καὶ τοὺς τελευταίους στίχους: ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀτυχίες καταστρέφουν τὴν ὕλη, τὸ σῶμα, τὰ σπίτια, τὸ πραγματικὸ περιβάλλον – τὸ μόνο ποὺ μένει ἀλώβητο εἶναι ἡ φαντασίωση, ἡ πραγματικότητα ποὺ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδηση δημιουργοῦν, τὴν τρέφουν καὶ τρέφονται ἀπὸ αὐτήν, δίχως τὸν ἀτομικὸ κόσμο, τὸ ξεχωριστὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, τὸ σῶμα δὲν εἶναι τίποτα, δὲν εἶναι σῶμα εἶναι σαρκίον..

Ἡ τελευταία μετάληψη

Στ’ ἄθλια νερὰ τῆς δυστυχίας του βυθισμένος

Νερὰ ποὺ κάνουνε τοὺς τοίχους του νὰ ἱδρώνουν

Μέσα στὸ βρώμικο δωμάτιο

Ἕνας ἑτοιμοθάνατος

Ὠχρὸς μονάχος καταδικασμένος

Στὴ σκιὰ τοῦ καντηλιοῦ

Διακρίνει

Νὰ πηγαινοέρχεται καὶ νὰ λικνίζεται ἀπ’ τὸν ἄνεμο

Πάνω στὸν ἱδρωμένο τοῖχο

Μιὰ λάμψη ὑπέροχη καὶ ζωντανὴ

Ἡ εὐτυχισμένη φλόγα

Ματιῶν ἀγαπημένων

Κι ἀκούει καθὼς πεθαίνει

Καθαρὰ

Μέσα στὴν τέλεια σιωπὴ τῆς νεκρικῆς του κάμαρας

Τὰ γλυκύτατα λόγια τῆς ἀγάπης του

Ποῦ ξαναβρίσκει

Τ’ ἀκούει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φωνὴ

Τῆς πολυαγαπημένης

Καὶ τὸ δωμάτιο μιὰ στιγμὴ φωτίζεται

Πῆρε φωτιὰ

Λὲν οἱ γειτόνοι

Τρέχουν

Ἀλλὰ δὲν βρίσκουν τίποτε

Παρὰ ἕναν ἄνθρωπο μονάχο ξαπλωμένο ἐκεῖ

Σὲ βρώμικα σεντόνια

Χαμογελαστὸ

Κι ἃς μπαίνει ὁ χειμωνιάτικος ἀέρας

Μέσα στὸ δωμάτιο

Ἀπ’ τὰ σπασμένα τζάμια

Τζάμια σπασμένα ἀπὸ τὴ δυστυχία

Τζάμια σπασμένα ἀπ’ τὸν Καιρό.

(Θυμηθεῖτε ὅτι στὴν Γαλλικὴ ποίηση τὶς περισσότερες φορὲς τὸ πρῶτο γράμμα κάθε στίχου γράφεται κεφαλαῖο)

Ὤπα! Νὰ ὁ Ραϋμὸν Κενώ, καιρὸς νὰ ξαφνιαστοῦμε λίγο, νὰ δοῦμε πόσο σημαντικὴ εἶναι γιὰ τὴν ποίηση μιὰ ἀνατροπή, μιὰ φρέσκια σκέψη, μιὰ ἀ-ταξία, ποὺ ὅμως κάποτε μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἕνα νέο ρεῦμα, μιὰ ὁλόκληρη σχολή.. Τὸ ποίημα τοῦ Κενῶ «Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη» δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνας πρωτότυπος στίχος, ἕνα παιχνίδι μὲ τὴν γλῶσσα – δείχνει μὲ τὸν πιὸ χαριτωμένο τρόπο τὴν ἀπόσταση πολλὲς φορὲς τοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ ἀπὸ τὴν βιωμένη πραγματικότητα, τὸν ματαιόδοξο στόμφο πολλῶν «λογοτεχνῶν», τὸ γελοῖο τῆς φόρμας μπροστὰ στὴν οὐσία. Σὲ μετάφραση Ἀχιλλέα Κυριακίδη, αὐτὸ τὸ ποίημα τὸ διαβάζω κάθε φορὰ ποὺ τὰ μυαλό μου λογοτεχνικὰ αἰθεροβατεῖ καὶ τὸ νομίζει εὔκολο νὰ σκαρώσει κείμενα μὲ βάση νόρμες καὶ κανόνες..

Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη

Ἂχ θεούλη μου, τί ὡραῖα ποὺ θὰ’ ταν νὰ’ γραφα ἕνα ποιηματάκι

Μπά! Νὰ ἕνα ποὺ περνάει τώρα δὰ ἀπὸ μπροστά μου

Ψὶτ ψὶτ ψὶτ

Ἔλα ἐδῶ χρυσό μου νὰ σὲ ἐμπλέξω

Στὸ ἴδιο περιδέραιο μὲ τ’ ἄλλα μου ποιήματα

Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπήξω

Στὸ οἰκοδόμημα τῶν Ἁπάντων μου

Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπαταδώσω

Καὶ νὰ σὲ ἐνομοιοκαταλήξω

Καὶ νὰ σὲ ἐρρυθμολογήσω

Καὶ νὰ σὲ ἐλλυρικοποιήσω

Καὶ νὰ σὲ ἐμπηγασεύσω

Καὶ νὰ σὲ ἐνστιχώσω

Καὶ νὰ σὲ ἐμπεζολογήσω

Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ

Τὴν κοπάνησε

Χά! Ἐξαιρετικό, ἕνα μικρὸ διαμαντάκι γιὰ τὴν ἀπρόβλεπτη ἐλευθερία τῆς σκέψης καὶ τοῦ στίχου.. ὁ Κενὼ βέβαια ἔμεινε στὴν παγκόσμια λογοτεχνία γιὰ τὶς ἀσκήσεις ὕφους του, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα..

Ἡ γαλλικὴ ποίηση ἀγαπᾷ τοὺς συμβολισμούς. Αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικὸ ἄλλοτε δημιουργεῖ ἐξαιρετικὰ δυνατὰ ποιήματα, κάποτε φλυαρεῖ ἄσκοπα, ἐνίοτε γίνεται ἐνοχλητικό, καθὼς μὲ τὴν βοήθεια μιᾶς κακῆς μετάφρασης ἕνα ποίημα μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση στὸν ἀναγνώστη ὅτι πελαγοδρομεῖ, δὲν ἐπικεντρώνει πουθενὰ καὶ δὲν ἀποκορυφώνεται. Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτά, στὸ ποίημα «Ἡ ζωὴ μεγαλώνει» τοῦ Εὐγένιου Γκυγεβὶκ τὰ μηνύματα εἶναι σαφῆ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ λογοπαίγνιο, ἡ στενοχώρια γιὰ μία ζωὴ ποὺ ἔπαψε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν μήτρα της, μὲ τὴν οὐσία, τὸν πυρῆνα της, εἶναι ἐμφανής..

Ἡ ζωὴ μεγαλώνει

Ὅταν μᾶς λένε:

Ἡ ζωὴ μεγαλώνει.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει

Πὼς φουσκῶσαν περισσότερο

Τὰ σώματα τῶν γυναικών,

Ἢ πὼς τὰ δέντρα ὑψώθηκαν

Πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα,

Ἢ πὼς μποροῦμε πιὰ νὰ ταξιδέψουμε

Μέχρι καὶ τὸ μικρότερο λουλοῦδι,

Ἢ πὼς μποροῦνε οἱ ἐραστὲς

Μέρες ὁλόκληρες νὰ βρίσκονται μαζί.

Ἀλλά, πολὺ ἁπλά,

Πὼς γίνεται πιὸ δύσκολο

Νὰ ζήσουμε ἁπλά.

(ἡ μετάφραση καὶ πάλι τοῦ Γιάννη Βαρβέρη)

Ἃς ἐπανέλθουμε γιὰ λίγο στὸν Μπωντλαὶρ καὶ στὸ περιβόητο spleen, (ἀγγλικὴ λέξη ἑλληνικῆς καταγωγῆς). Εἶναι πραγματικὰ ἀπίστευτη πολλὲς φορὲς ἡ ἀναπαραγωγὴ λογοτεχνικῶν στερεότυπων καὶ ἡ ἑδραίωση μιᾶς ξύλινης κριτικῆς ἀνάλυσης – ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ξενόγλωσση ποίηση. Γράφει γιὰ παράδειγμα ὁ Γιῶργος Σαββίδης γιὰ τὸ spleen προσπαθώντας νὰ τὸ ὁρίσει (Καρυωτάκης, ποιήματα καὶ πεζά, Ἑστία): «spleen, ἀγγλικὴ λέξη, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, (σπλὴν=σπλῆνα), υἱοθετημένη ἀπὸ τοὺς γάλλους ποιητὲς καὶ ἰδιαίτερα τὸν Μπωντλαίρ· σημαίνει: ἀναίτια μελαγχολία καὶ ἀνία, ἀηδία γιὰ τὴν ζωή.»

Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς πλέον ρηχές ἑρμηνεῖες μίας ὁλόκληρης τάσης στὴν παγκόσμια ποίηση, ἀλλὰ ἀς δικαιολογήσουμε τὸν στεῖρο ἀκαδημαϊσμὸ τοῦ Σαββίδη – κανεὶς μεγαλοαστὸς καὶ ἑρμηνευτὴς τῆς «λυρικῆς ποιήσεως» δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ κατανοήσει τοὺς δρόμους ποὺ ὁδηγοῦν στὸ λεγόμενο spleen. Στ’ ἀλήθεια καθηγητά μου; πρόκειται γιὰ ἀναίτια μελαγχολία, γιὰ ἕναν νάρκισσο ρομαντισμό, γιὰ ἕνα καπρίτσιο τοῦ ποιητῆ ποὺ ἀρέσκεται νὰ ἀτενίζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ σύννεφα μέσα ἀπὸ ἕνα ὑπεροπτικὸ μειδίαμα καὶ μισόκλειστα μάτια; Κατὰ τὸν Σαββίδη, τὸν Θεοτοκὰ καὶ πολλοὺς ἀκόμη, βεβαίως! – εἶναι μία ἄποψη ποὺ ἔχει κυριαρχήσει στὴν ἑλληνικὴ κριτικὴ καὶ ἔχει γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ κοινό, ἀκριβῶς γιατί ἡ ἀναρχικὴ ποίηση εἶναι πρωτίστως βιωματικὴ καὶ ὁπωσδήποτε ἡ κατανόησή της ἀπαιτεῖ ἕνα ἰδιαίτερο ἀναγνωστικὸ κοινό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐλάχιστο καὶ πολλὲς φορὲς περιθωριακό. Ὅμως γιὰ τὴν λεγόμενη «παρακμιακὴ ποίηση», (ἄλλη ἀνοησία κι αὐτή..) ἔχω γράψει πολλὲς φορές, ἀς μὴν κλέψω ἀράδες ἀπὸ τὸ σημερινὸ κείμενο.

Ὅμως ἡ ἀνοησία καὶ ἡ κενολογία δὲν εἶναι μόνο ἑλληνικὰ φαινόμενα, δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ ἐκνευριστικὸ ἀπὸ ἕναν μελετητὴ τῆς ποίησης ποὺ προσπαθεῖ νὰ μεταδώσει τὴν μαγεία της στὸ κοινὸ μέσα ἀπὸ «τσιτάτα» καὶ λέξεις ποὺ ἀκουμποῦν στὸ τίποτα. Γιὰ δεῖτε ἕνα παράδειγμα, τυχαῖο καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ χειρότερα ποὺ ὑπάρχουν:

«..Τὸ πιὸ πρωτότυπο καὶ ἐντυπωσιακὸ στοιχεῖο τῆς ποιητικῆς μαεστρίας τοῦ Baudelaire εἶναι πὼς ἡ μελαγχολία πάντα μένει στοὺς τίτλους τῶν ποιημάτων του καὶ δὲν ἐκφράζεται μέσα στὰ ποιήματα, παρὰ μόνο ὡς σκιά, ὡς καθρέφτισμα. Ὁ τσακισμένος ἀπὸ τὴν μελαγχολία ἄνθρωπος, ὁ «melancolique», ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Starobinski,  εἶναι ἡ αὐταπόδεικτη παρουσία τοῦ spleen ποὺ δὲν ἐκφράζεται ἀλλὰ εἶναι οἰονεί παρόν..»

Οἰονεί παρόν; Καθρέφτισμα; Αὐταπόδεικτη (sic!) παρουσία τοῦ spleen; Ἔλεος! Καὶ μετὰ περιμένουμε ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη νὰ προσεγγίσει τὴν ποίηση, νὰ τὴν κατανοήσει, νὰ τὴν κάμει μέρος τῆς ζωῆς του..

Λοιπόν, ἃς σοβαρευθοῦμε. Ἡ πλέον γνωστὴ μετάφραση τοῦ Spleen ἔρχεται, (ἀναμενόμενο ἄλλωστε..), ἀπὸ τὸν Κώστα Καρυωτάκη. Τώρα βέβαια, δὲν μιλᾶμε ἀκριβῶς γιὰ μετάφραση, μὰ περισσότερο γιὰ ἑρμηνεία, γιὰ μεταφορὰ μιᾶς ἀτμόσφαιρας, γιὰ μετάπλαση μιᾶς ἐξαιρετικῆς πρώτης ὕλης. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Καρυωτάκη εἶναι στὴν οὐσία της ἕνα νέο ποίημα ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν γλωσσολογία, τὴν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ λεξικοῦ ἢ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς πρωτότυπης φόρμας. Μικρὲς ἀτέλειες ὑπάρχουν καὶ εἶναι ἐκεῖνες ἀκριβῶς ποὺ ἔδωσαν στὴν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη τὸν ἀναρχικὸ χαρακτῆρα της, τὸ μοναδικὸ ἀποτύπωμα, τὸν ἀπόλυτο κυνισμὸ ἀπέναντί σὲ μιὰ πραγματικότητα ἀφόρητη. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λοιπὰ προτερήματα, ἡ μετάφραση Καρυωτάκη ἀναδεικνύει καὶ μιὰ ἱκανότητα τοῦ ἕλληνα ποιητῆ ποὺ οἱ ἀντίπαλοί του ἀρνοῦνται συστηματικά, ἐκείνη τοῦ ὁμοιοκατάληκτου στίχου. Ἀλλά, ἃς δοῦμε τὸ ποίημα..

SPLEEN

(Charles Baudelaire)

Εἶμαι σὰν κάποιο βασιλιὰ σὲ μιὰ σκοτεινὴ χώρα,

πλούσιον, ἀλλὰ χωρὶς ἰσχύ, νέον, ἀλλὰ ἀπὸ τώρα

γέρο, ποὺ τοὺς παιδαγωγοὺς φεύγει, περιφρονεῖ,

καὶ τὴν ἀνία του νὰ διώξει ματαιοπονεῖ

μ’ ὅσες μπαλάντες ἀπαγγέλλει ὁ γελωτοποιός του.

Τίποτε δὲ φαιδρύνει πιὰ τὸ μέτωπο τοῦ ἀρρώστου,

οὔτε οἱ κυρίες ἡμίγυμνες, ποὺ εἲν’ ἕτοιμες νὰ ποῦν,

ἂν τὸ θελήσει, πὼς πολὺ – πολὺ τὸν ἀγαποῦν,

οὔτε ἡ ἀγέλη τῶν σκυλιῶν, οἱ ἱέρακες, τὸ κυνῆγι,

οὔτε ὁ λαός, προστρέχοντας, ἡ πόρτα ὅταν ἀνοίγει.

Γίνεται μνῆμα τὸ βαρὺ κρεβάτι του, κι αὐτός,

χωρὶς ἕνα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.

Χρυσάφι κι ἂν τοῦ φτιάνουν οἱ σοφοί, δὲ θὰ μπορέσουν

τὸ σαπισμένο τοῦ εἶναι του στοιχεῖο ν’ ἀφαιρέσουν,

καὶ μὲ τὰ αἱμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,

ἰδιοτροπία τῶν ἰσχυρῶν τότε γεροντική,

νὰ δώσουνε θερμότητα σ’ αὐτὸ τὸ πτῶμα ποὺ ἔχει

μόνο τῆς Λήθης τὸ νερὸ στὶς φλέβες του καὶ τρέχει.

Ἃς δοῦμε καὶ μία ἀκόμη ἐκδοχὴ ἀπὸ τὶς πολλές, ἐλεύθερος στίχος αὐτὴ τὴν φορά, ὅμως κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ὁ ὁμοιοκατάληκτος τοῦ Καρυωτάκη δείχνει πιὸ ἐλεύθερος, πιὸ ἰδιαίτερος, πιὸ ἀτμοσφαιρικός..

Μελαγχολία

Εἶμαι σὰν τὸ βασιλιὰ χώρας βροχερῆς,

Πλούσιος, ἀλλὰ ἀνίσχυρος, νέος κι ὅμως γέρος,

Ποὺ, τὶς ὑποκλίσεις τῶν παιδαγωγῶν του περιφρονεί,

Ἀνία νιώθει μὲ τοὺς σκύλους του καθὼς καὶ μὲ τ’ ἄλλα ζῷα.

Τίποτε νὰ τὸν φαιδρύνει δὲν μπορεῖ, μήτε κυνῆγι, μήτε γεράκι,

Μήτε ὁ λαὸς ποὺ μπροστὰ στὸ μπαλκόνι του πεθαίνει.

Τοῦ εὐνοούμενου γελωτοποιοῦ το γκροτέσκο τραγοῦδι

Δὲν τέρπει πιὰ τὸ μέτωπο τοῦ σκληροῦ ἀσθενῆ·

Ἡ κρινοκέντητη κλίνη του μεταμορφώνεται σὲ μνῆμα,

Οἱ κυρίες τῆς αὐλῆς, ποὺ λατρεύουν κάθε πρίγκηπα,

Δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τολμηρὲς φορεσιὲς

Γιὰ νὰ κερδίσουν ἕνα χαμόγελο ἀπ’ τὸ νεαρὸ σκελετό.

Χρυσάφι κι ἂν φτιάχνει ὁ σοφὸς ποτὲ δὲν μπόρεσε

Ν’ ἀφαιρέσει ἀπ’ τὸ εἶναι του τὴ χαλασμένη ὕλη,

Μήτε μὲς σ’ αὐτὰ τὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρὰ

Ποὺ οἱ ἡγεμόνες στὴ γεροντικὴ ἡλικία θυμούνται,

Μπόρεσε νὰ ξαναζεστάνει αὐτὸ τὸ ἠλίθιο κουφάρι

Ὅπου ἀντὶ γιὰ αἷμα στὶς φλέβες του κυλᾷ

Τοῦ ποταμοῦ τῆς Λήθης τὸ πράσινο νερό.

(Μετάφραση Δέσπω Καρούσου, ἐκδόσεις Γκοβόστης)

Κατὰ τὴν γνώμη μου ἡ λέξη spleen δὲν μπορεῖ οὔτε κατ’ ἐλάχιστο νὰ ἀποδώσει τὸ ποιητικὸ ἀνευλαβές του Μπωντλαὶρ καὶ τῆς ἀντίστοιχης ἐγχώριας ποιητικῆς τάσης – ἄλλωστε ἡ καθιέρωσή του προέκυψε ἀπὸ μία μᾶλλον ἐποχιακὴ μόδα τῶν γάλλων ποιητῶν στὴν χρήση ἀγγλικῶν λέξεων. Ἐπιπρόσθετα τὴν θεωρῶ κακόηχη καὶ ἀπόμακρη ἀπὸ τὸν στίχο, ἴσως καὶ γιατί παραπέμπει σὲ λέξη ἑλληνικὴ αἰσθητικὰ ἀδιάφορη καὶ μὲ ἐντοπισμένη (πολὺ περιορισμένη) χρήση. Φυσικὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει πρωτεύουσα σημασία, ὅσο το νὰ δοῦμε κάποιες λεπτὲς ἀποχρώσεις στὸ κείμενο.

Δὲν θὰ σταθῶ ἐπὶ μακρὸν σὲ ἕνα ποίημα ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν χρειάζεται καὶ πολλὲς ἀναλύσεις – ἄλλωστε κάποια ἐπιπλέον στοιχεῖα θὰ τὰ δοῦμε πρὸς τὸ τέλος σὲ μία συγκριτικὴ ἀπόπειρα τῆς ἑλληνικῆς «καταραμένης» ποίησης μὲ τὴν γαλλική. Ἃς μείνουμε μόνο σὲ ἐλάχιστες παρατηρήσεις..

Κάποιοι ἴσως διακρίνουν, (μὲ μία ἀπόχρωση μομφῆς), ὅτι στὸ ποίημα ὑπάρχουν πολλοὶ συμβολισμοί, καμία ἄμεση καταγγελία πρὸς τὰ αἴτια τῆς παρακμῆς – μόνο μία πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα, τὸ ἀπόλυτο ἐσώτερο κενό, ἡ ἄρνηση κάθε (ἐπίπλαστης ἔστω..) πηγῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας, ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου στὴν πλήρη ἀκινησία καὶ παρακμὴ του – ἐὰν θέλαμε νὰ τὸ ἀποδώσουμε στὴν ἑλληνικὴ λαϊκὴ ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ «σέρνεται», ποὺ βολοδέρνει χωρὶς χθὲς καὶ αὔριο, μὰ ἀκόμη καὶ μὲ τὸ σήμερα νεκρό, ἀνύπαρκτο, ἀκυρωμένο ἐκ τῶν προτέρων. Ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς βασιλέα δὲν εἶναι βέβαια τυχαία – ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἔχει ὅλα, (ὅλα τα ὑλικά, ὅλα τα γήϊνα..), δὲν ἠμπορεῖ κατ’ ἐλάχιστο νὰ προσεγγίσει τὸ νόημα τῆς ζωῆς του, τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του, τὴν δύναμη τῆς συνείδησής του. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀντίστιξη ὕλης καὶ πνεύματος, ποὺ ὅμως κατὰ τὴν γνώμη μου στὸ ποίημα ἀναδεικνύεται ἔντονα μόνο ὡς πρὸς τὸ πρῶτο, ἐνῷ ἡ πνευματικὴ διάσταση, (ἔστω καὶ ὡς οὐτοπία), ἀπουσιάζει, τὸ μαχαῖρι μπαίνει βαθιὰ στὴν σάρκα, ἀλλὰ δὲν φτάνει στὸ κόκκαλο καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ καταγγελία μιᾶς φρικαλέας καὶ ἀνούσιας πραγματικότητας, κατὰ πολλούς, ἴσως ἀπομένει ἡμιτελὴς καὶ ἀνολοκλήρωτη. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα τὸ συγκεκριμένο ποίημα εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν Καβάφη ἀπὸ ὅσο στὸν Καρυωτάκη – ἐὰν ἦταν καὶ ἱστορικὰ χρονολογημένο θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μία γνήσια Καβαφικὴ ἀλληγορία.

Νὰ θυμίσουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Μπωντλαὶρ δὲν κατατάσσεται εὔκολα, παρόλο ποὺ θεωρεῖται ἐκεῖνος ποὺ ἔφερε τὴν μέγιστη ὡς τὰ σήμερα τομὴ στὴν ἱστορία τῆς γαλλικῆς, (θὰ ἔλεγα συνολικότερα τῆς παγκόσμιας) ποίησης. Ρομαντικὸς δὲν εἶναι – παρόλο ποὺ ἡ ποίησή του ἔχει κληρονομήσει ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους ρομαντικούς. Συμβολιστής; Πρόδρομος ὁπωσδήποτε ἐκείνων ποὺ ἀμέσως μετὰ ἀκολούθησαν – ὅμως θεωρῶ τὸν ὄρο στρυφνὸ καὶ πολὺ φτωχὸ γιὰ νὰ ἀποδώσει τὰ ποικίλα χαρακτηριστικά τῆς ποιητικῆς του. Ὑπερρεαλιστής; – ὁ ὅρος ἔχει κακοποιηθεῖ σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ νιώθω ἀκόμη καὶ δυσφορία ὅταν τὸν ἀναφέρω. Ἐὰν θέλουμε ὁπωσδήποτε τὴν βοήθεια μιᾶς ὁρολογίας, ὁ ὑπαρξισμὸς εἶναι ἴσως ἡ πιὸ εὔστοχη λέξη καὶ ἃς θεωροῦν πολλοὶ αὐτὸ τὸ «ρεῦμα» μεταγενέστερο. Κατ’ ἐμὲ ὁ Μπωντλαὶρ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ὀγκώδη καὶ ποιοτικὴ εἰσαγωγὴ στὴν ὑπαρξιακὴ ποίηση – μετὰ ἀπὸ αὐτὸν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἐπιστροφή, ἡ ἀθῳότητα εἶχε διὰ παντὸς χαθεῖ. Ἕνας παρόμοιος ἀξεπέραστος σταθμὸς στὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία στάθηκε ὁ Καρυωτάκης – ἀλλὰ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε καὶ παρακάτω..

Πρὶν ἀφήσουμε πίσω μας τὸν Μπωντλαὶρ γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἀρκετοὺς ἀκόμη ποιητὲς τοῦ Σηκουάνα, ἃς δοῦμε ἀκόμη ἕνα ποίημα, ἃς μείνουμε στὰ «Les Fleurs du Mal» καὶ στὴν ἄποψη τοῦ Μπωντλαὶρ γιὰ τοὺς ποιητὲς καὶ τὴν πραγματικότητα ποὺ τοὺς περιβάλλει… ἐπιλέγω τὴν μετάφραση τοῦ Μπάρα, καθὼς τὴν βρίσκω πιὸ κοντινὴ στὴν ἑλληνικὴ στιχουργικὴ παράδοση καὶ πιὸ εὔστοχη στὰ περισσότερα σημεῖα, πολλὴ καλὴ ὅμως γιὰ ὅποιον ἀγαπᾷ τὶς συγκρίσεις καὶ ἀναζητήσεις εἶναι καὶ ἐκείνη τοῦ Νίκου Φωκᾶ, μὲ σημαντικὲς ἐννοιολογικὲς διαφορὲς σὲ κάποια σημεῖα..

Ἄλμπατρος

Συχνὰ γιὰ νὰ περάσουνε τὴν ὥρα οἱ ναυτικοὶ

ἄλμπατρος πιάνουνε, πουλιὰ μεγάλα τῆς θαλάσσης,

ποὺ ἀκολουθοῦνε σύντροφοι, τὸ πλοῖο, νωχελικοὶ

καθὼς γλιστράει στοῦ ὠκεανοῦ τὶς ἀχανεῖς ἐκτάσεις.

Καὶ μόλις στὸ κατάστρωμα τοῦ καραβιοῦ βρεθοῦν

αὐτοὶ οἱ ρηγάδες τ’ οὐρανοῦ, ἀδέξιοι, ντροπιασμένοι,

τ’ ἀποσταμένα τους φτερὰ στὰ πλάγια παρατοῦν

νὰ σέρνονται σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἡ βάρκα τὰ πηγαίνει.

Πῶς κείτεται ἔτσι ὁ φτερωτὸς ταξιδευτὴς δειλός!

Τ’ ὡραῖο πουλὶ τί κωμικὸ κι ἀδέξιο ποὺ ἀπομένει!

Ἕνας τους μὲ τὴν πίπα του τὸ ράμφος του χτυπᾷ

κι ἄλλος, χωλαίνοντας, τὸ πῶς πετοῦσε παρασταίνει.

Ἴδιος μὲ τοῦτο ὁ Ποιητὴς τ’ ἀγέρωχο πουλὶ

ποὺ ζεῖ στὴ μπόρα κι ἀψηφᾷ τὸ βέλος τοῦ θανάτου,

σὰν ἔρθει ἐξόριστος στὴ γῆ καὶ στὴν ὀχλοβοὴ

μέσ’ στὰ γιγάντια του φτερὰ χάνει τὰ βήματά του.

(μτφρ. Ἀλέξανδρος Μπάρας)

Οἱ περισσότεροι μελετητὲς τῆς γαλλικῆς ποίησης καὶ ὁπωσδήποτε τοῦ Μπωντλαίρ, ἑρμηνεύουν τούτους τοὺς στίχους ὡς μία ἀριστοκρατικὴ ἄποψη γιὰ τὴν τέχνη ποὺ «μολύνεται» ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ μέσα ἀπὸ τὸν συνωστισμὸ μὲ τὴν καθημερινότητα ἀκυρώνεται μονομιᾶς, χάνει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν δύναμή της, γίνεται μπαίγνιο στὰ χέρια ἀδαῶν, πεζῶν καὶ ἄξεστων ἀνθρώπων. Ὁμολογῶ ὅτι αὐτὴ εἶναι μία προφανὴς καὶ ἄμεση ἑρμηνεία, εἰλικρινὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀποδείξω τὴν αὐθεντικότητά της, ὅπως βέβαια δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀποδείξω καὶ τὸ ἀντίθετο. Ὅμως.. γιατί νὰ μὴν εἴμαστε κάπως βαθύτεροι στὴν ἑρμηνεία, γιατί νὰ μὴν ἀποπειραθοῦμε νὰ βροῦμε μία ἑρμηνεία μέσα στὴν ἑρμηνεία; Διάβολε, ἡ λογοτεχνικὴ ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπὸ παρόμοιες ἀπόπειρες, ἀκόμη καὶ ἐὰν κάποτε ξεφεύγουν ἀπὸ τὶς προθέσεις τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ..

Λοιπόν, νὰ τί σκέφτομαι: Ἄραγε τὸ ποίημα εἶναι μόνο μία ὡραία εἰκόνα, μία ἐξαιρετικὴ μελέτη ἐπάνω στὴν ἀπόσταση ζωῆς καὶ τέχνης, ἕνα μελαγχολικὸ σχόλιο ἐπάνω στὸ μάταιο τῆς ποιητικῆς οὐτοπίας; Βέβαια καὶ μόνο αὐτὸ ἐὰν ἦταν, θὰ εἶχε τὴν ἀξία του, τὸ εἰδικὸ ποιητικό του βάρος. Ἀλλά, ἃς δοῦμε, εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ στίχοι; Γιὰ μένα οἱ τελευταῖοι τέσσερις στίχοι στρέφουν τὸν νοῦ σὲ ἄλλα μονοπάτια. Θυμηθεῖτε..

«Ἴδιος μὲ τοῦτο ὁ Ποιητὴς τ’ ἀγέρωχο πουλὶ

ποὺ ζεῖ στὴ μπόρα κι ἀψηφᾷ τὸ βέλος τοῦ θανάτου..»

Ξεχάστε τὴν εἰκόνα λοιπὸν τοῦ Ἀπόλλωνα ποὺ χοροπηδᾷ στὰ σύννεφα καὶ παίζει ὁλημερὶς τὴν ἅρπα μὲ ἕνα ἠλίθιο χαμόγελο στὰ χείλη. Ἐδῶ ὁ ποιητὴς ζεῖ καθημερινὰ τὴν μπόρα, τὸ σκοτάδι, τὸν θάνατο, τὴν ἀπόγνωση, δὲν ἀστειεύεται ἐδῶ ὁ Μπωντλαίρ, δὲν μιλᾷ γιὰ ἰδανικοὺς αὐτόχειρες καὶ ποζάτους ἐστέτ, ὄχι δά, ἐδῶ ἔχουμε ποιητάδες ποὺ ἀντιμετωπίζουν σὲ μόνιμη βάση τὴν μελέτη τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὕπαρξης μέσα ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀπομόνωση, τὸ περιθώριο, τὴν μάχη μὲ τὰ χίλια στοιχειὰ τῆς φύσης.. Ἅ! μάλιστα, τότε λοιπὸν καὶ μόνο ἡ ποίηση ἔχει μιὰ ἐλπίδα νὰ εὕρει στόχο μακριὰ ἀπὸ φλυαρίες, μόνο τότε μέσα στὴν μπόρα καὶ τὰ ἀστραπόβροντα ἠμπορεῖ νὰ ἀναζητήσει τὴν ὅποια ἀλήθεια, μόνο τότε μπορεῖ νὰ γίνει δημιουργία, καθὼς ἀπερίσπαστη ἀπὸ ἀκκισμοὺς καὶ ἀνούσιες σχέσεις βλέπει ἀπὸ ἀπόσταση τὰ ἀνθρώπινα, δημιουργεῖ, κτίζει καὶ γκρεμίζει συνειδήσεις, γιατί ἀνάγκη δὲν ἔχει κανέναν, σὲ κανέναν δὲν χρωστᾷ καὶ ἀπὸ κανέναν δὲν περιμένει..

Ἀλλὰ ὅμως ὁ ποιητής..

«..σὰν ἔρθει ἐξόριστος στὴ γὴ καὶ στὴν ὀχλοβοὴ

μέσ’ στὰ γιγάντια του φτερὰ χάνει τὰ βήματά του.»

Τί θὰ πεῖ λοιπὸν «ἡ ποίηση χάνει τὰ βήματά της»; Θὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ λὲν οἱ κριτικοί, ὅτι δηλαδὴ χάνει τὴν πόζα της; Τὴν καθαρὴ ὀμορφιά της; Τὸ ἀπαστράπτον τῆς τέχνης λερώνεται ἀπὸ τὴν λάσπη τοῦ δρόμου; Ἀνοησίες, τὸ νοιώθω δύσκολο ὁ Μπωντλαὶρ νὰ εἶχε στὸν νοῦ του μία τέτοια ἀκρο-ρομαντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ποίηση, ἕναν τέτοιο ἐντελῶς κενὸ περιεχομένου ἐλιτισμό. Τί ἀπομένει λοιπὸν ἑρμηνευτικά; Ἴσως ἐκεῖνο ποὺ ὑποστηρίζω χρόνια, ὅτι δηλαδὴ ἡ λογοτεχνία δὲν ἠμπορεῖ νὰ προσφέρει ποιότητες μικρὲς ἢ μεγάλες ὅταν συναγελάζεται ἀκκιζόμενη, μὲ τὸ πλῆθος ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει καὶ νὰ ἐξυψώσει. Ὁ ποιητὴς εἶναι μέσα στὸ πλῆθος, εἶναι μία συνείδηση μέσα στὶς πολλές, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ μία συνείδηση μόνιμα ἀνήσυχη, μὲ τὸν λόγο μόνιμα πύρινο, μὲ τὸ βλέμμα μόνιμα ἀγριεμένο· δὲν ἔχει χρόνο τὸ ἄλμπατρος νὰ κατέβει στὸ κατάστρωμα τοῦ καραβιοῦ καὶ νὰ χαριεντίζεται μὲ τοὺς ἐπιβάτες, γιατί τότε ἐκεῖνοι θὰ ἀντιληφθοῦν πὼς τὰ φτερὰ του εἶναι ἄχρηστα, διακοσμητικά, σκέτη εἰκόνα δισδιάστατη, ἀνίκανη νὰ πετάξει. Τὸ καράβι στὸ ποίημα τοῦ Μπωντλαὶρ εἶναι ἡ βολή, ἡ θαλπωρή, ἡ ζεστασιὰ δίπλα στὸ τζάκι, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ποὺ πλέει ἀπρόβλεπτα σὲ ἕναν ὠκεανὸ προβλημάτων. Ἡ θέση τοῦ ποιητῆ ὅμως δὲν εἶναι δίπλα στὴν σόμπα, μὰ ἐκεῖ ψηλὰ στὴν καταιγίδα, εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς πρωτοπορίας, τοῦ ὁράματος, τῆς αἱρετικῆς σκέψης.

Εἶναι βεβαίως μία μελαγχολικὴ ἄποψη ἀπὸ κάθε πλευρὰ καθὼς «καταδικάζει» τὸν καλὸ ποιητὴ σὲ ἕναν μόνιμα «λιτὸ βίο» μὲ βάση τὰ σημερινὰ μέτρα, ἀλλὰ σὲ τούτη τὴ ζωὴ τὸ κάθε τί ἔχει τὰ προαπαιτούμενά του, μπάσταρδες καταστάσεις δὲν χωροῦν σὰν κυνηγᾷς τὸ ἀπόλυτο..

Προχωροῦμε. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ ποὺ γράφω παραπάνω, γιὰ τὸ κόστος δηλαδὴ μιᾶς ἔντονης καὶ δημιουργικῆς ζωῆς, ἔρχεται καὶ «δένει» ἐξαιρετικά το ποίημα «Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη εὐτυχισμένη» τοῦ Λουὶ Ἀραγκὸν (1897 – 1982). Μὲ μία ἐπιπόλαιη ἀνάγνωση θὰ νομίσει κανεὶς ὅτι ἀναφέρεται στὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς ἔρωτα ἢ μιᾶς συμβίωσης, ὅμως ἡ τελευταία στροφὴ εἶναι καταλυτική. Ἐὰν στὴν θέση τῆς λέξης «ἀγάπη» βάλετε τὸ πάθος, τὴν μάχη γιὰ μιὰ ἰδέα, τὸν ἀγώνα γιὰ μιὰ συνείδηση ἀναπτυγμένη, τότε τὸ ποίημα ἀποκαλύπτεται καὶ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ζωὴ προχωρᾷ μέσα ἀπὸ τὶς ἀντιφάσεις μὲ ἕναν σχεδὸν μαζοχιστικὸ τρόπο. Σὲ ἕναν πολὺ γενικότερο συμβολισμὸ ἡ σκέψη πάει στὴν ἴδια τὴν ζωὴ ποὺ προχωρᾷ δυναμικὰ παρόλο ποὺ ἀπὸ τὴν γέννησή της βρίσκεται στενὰ δεμένη μὲ τὸν ζόφο τοῦ θανάτου.. ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀντώνη Φωστιέρη..

[ ]

«…Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, σὰν κισσὸς στὸν πόνο νὰ μὴν στρέφεται,

Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ποὺ νὰ μὴ σὲ πεθαίνει,

Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ποὺ νὰ μὴ σὲ μαραίνει,

Καὶ τῆς πατρίδας ὄχι πιότερο ἡ ἀγάπη ἡ βλογημένη·

Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ποὺ ἀπ’ τὸ κλάμα νὰ μὴ θρέφεται.

Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη εὐτυχισμένη.

Κι ὅμως, μ’ ἀγάπη ἐμεῖς οἱ δυὸ εἴμαστε δεμένοι!

Ἀνρὶ Μισὼ (1899 – 1984) φλερτάρει μὲ τὸν ὑπερρεαλισμό, ὅμως τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ, μέσα ἀπὸ ἕναν ἐξαιρετικὸ συμβολισμό, μία σκληρὴ καταγγελία τῆς πνευματικῆς νωθρότητας, τῆς παραίτησης, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν προσπάθησαν νὰ ἀφήσουν ἕνα κάποιο ἀποτύπωμα σὲ τούτη τὴ γῆ, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σύμπαν ὁλόκληρο κινεῖται μὲ θηριώδη δύναμη εἴτε πρὸς τὸ φῶς εἴτε πρὸς τὸ σκοτάδι. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἱστορία δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ ᾖλθαν, δὲν εἶδαν καὶ ἀπῆλθαν βουτηγμένοι σὲ ἕναν ὕπνο χειρότερο κι ἀπὸ τὸ θάνατο.. ἀξίζει νὰ ἀφιερώσετε λίγο παραπάνω χρόνο γιὰ τὴν ἀνάγνωσή του. Ἡ οὐσία του φέρνει ἔντονα στὸ μυαλὸ τὰ Καβαφικὰ «Τείχη», ἡ εἰρωνεία εἶναι ἐδῶ πιὸ ἔντονη καὶ ὁπωσδήποτε πιὸ ἀποκαλυπτική. Ἐπιπλέον στὰ «Τείχη» ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι κλειστοφοβικὴ ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο, ὅμως στὸ κείμενο τοῦ Μισὼ ἡ ἔνταση κλιμακώνεται,  ὑπάρχει ἡ αἴσθηση ὅτι τὰ τείχη γκρεμίζονται ἕνα ἕνα, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἥρωας νὰ ἀντικρύσει μιὰ δυστοπικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἡ συνείδησή του εἶναι πιὰ ἀόμματη, ἐντελῶς νεκρὴ ἀπέναντι καὶ στὸ πιὸ θηριῶδες ἐρέθισμα… σὲ μετάφραση Τάκη Σινόπουλου..

Ἕνας ἥσυχος ἄνθρωπος

Ἀπλώνοντας τὸ χέρι ἔξω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ὁ Πλὺμ τὰ΄χασε ποὺ δὲν συνάντησε τὸν τοῖχο. «Σίγουρα, σκέφτηκε, θὰ τὸν ἔφαγαν τὰ μερμήγκια…» καὶ ξανακοιμήθηκε.

Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ γυναῖκα του τὸν ἄδραξε καὶ τὸν κούνησε. «Κοίτα, τοῦ εἶπε, τεμπέλη! Τὴν ὥρα ποὺ κοιμόσουν μᾶς κλέψανε τὸ σπίτι μας». Πραγματικά, ἕνας ἀπέραντος οὐρανὸς ἁπλωνόταν παντοῦ. «Μπά! Ἔγινε τώρα» σκέφτηκε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος. Ἦταν ἕνα τρένο ποὺ χιμοῦσε ἀπάνω τους ἀκάθεκτο. «Μὲ τὴν βιασύνη ποὺ ἔχει, σκέφτηκε, ἀσφαλῶς θὰ φτάσει πρὶν ἀπό μας» καὶ ξανακοιμήθηκε.

Σὲ λίγο το κρύο τὸν ξύπνησε. Ἦταν μουσκεμένος στὸ αἷμα. Κάτι κομμάτια ἀπὸ τὴν γυναῖκα του κείτονταν δίπλα του. «Μὲ τὸ αἷμα, συλλογίστηκε, ὅλο καὶ φασαρίες ἔχουμε. Ἂν αὐτὸ τὸ τρένο δὲν πέρναγε θὰ ΄μουν πολὺ εὐτυχισμένος. Ἀλλὰ μιὰ καὶ πέρασε…» καὶ ξανακοιμήθηκε.

– Λοιπόν, ἔλεγε ὁ δικαστής, πῶς ἐξηγεῖτε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύζυγός σας τραυματίστηκε καὶ βρέθηκε κομμένη σὲ ὀχτὼ κομμάτια, χωρὶς ἐσεῖς, ποὺ ἤσαστε δίπλα, νὰ μπορέσετε νὰ κάνετε μιὰ κίνηση γιὰ νὰ τὴν γλιτώσετε, χωρὶς καλὰ καλὰ νὰ τὸ προσέξετε; Ἰδοὺ τὸ μυστήριον. Ἐδῶ εἶναι ὅλη ἡ ὑπόθεσις.

– Πάνω σ’ αὐτό, δὲν μπορῶ νὰ τὸν βοηθήσω, σκέφτηκε ὁ Πλὺμ καὶ ξανακοιμήθηκε.

– Ἡ ἐκτέλεσις θὰ λάβει χώραν αὔριο. Κατηγορούμενε, ἔχετε νὰ προσθέσετε τίποτε;

– Μὲ συγχωρεῖτε, εἶπε ὁ Πλύμ, δὲν παρακολούθησα τὴν ὑπόθεση. Καὶ ξανακοιμήθηκε.

Θὰ προσέξατε ἀσφαλῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει γλῶσσα ἐπικοινωνίας ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ Μισὼ χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «σκέφτεται» καὶ μόνο, κάτι ποὺ τονίζει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀπόλυτη ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὸ περιβάλλον, τὸν ἀπόλυτο ὑποκειμενισμό. Καὶ μόνο ὅταν πρέπει νὰ μιλήσει ἀπολογούμενος ὁ Πλὺμ μὲ μία φράση ἀνακεφαλαιώνει ὅλη του τὴν ζωὴ («..δὲν παρακολούθησα τὴν ὑπόθεση..»), μιὰ πορεία δηλαδὴ παράλληλη μὲ τὴν ἱστορία στὴν ὁποία καὶ δὲν συμμετέχει, δὲν ἀντιστέκεται, δὲν συνδιαμορφώνει..

Ἃς πάρουμε καὶ μία γεύση ἀπὸ Ζὰκ Πρεβὲρ μὲ τὸ ποίημα «Πάτερ ἠμῶν», ἕνα ἐξαίρετο εἰρωνικὸ σχόλιο γιὰ τὸν πολύχρωμο κόσμο τοῦ θεοῦ, ποὺ ὅμως ἀπέναντί του ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός του ἀπομένει ἀμέτοχος, θεατής, ἀδιάφορος τόσο γιὰ τὰ φωτεινὰ ὅσο καὶ γιὰ τὰ σκοτεινά του στοιχεῖα. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν θεϊκὴ ἀπουσία καὶ «διακριτικότητα», ὁ Πρεβὲρ ἀθροίζει στὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς ἀκόμη καὶ κεῖνα ποὺ  προσπαθοῦν νὰ τὴν καταστρέψουν, νὰ τὴν μαυρίσουν, ἀκόμη καὶ νὰ τὴν ἐξαφανίσουν. Ζωὴ εἶναι τὰ παιδάκια, ζωὴ καὶ τὰ κωλοπαίδια, ζωὴ ὁ Εἰρηνικὸς ὠκεανός, ζωὴ καὶ τὰ κανόνια.. ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Δημήτρη Καλοκύρη..

Πάτερ ἠμῶν

Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς

Μεῖνε κεῖ

Κι ἐμεῖς θὰ μείνουμε στὴ γῆ

Ποὺ ’ναι φορὲς φορὲς τόσο ὄμορφη

Μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Νέας Ὑόρκης της

Καὶ μὲ τὰ Μυστήρια τῶν Παρισίων της

Ἀντάξια μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Τριάδας

Μὲ τὸ μικρὸ κανάλι της στὴν Οὒρκ

Μὲ τὸ μεγάλο σινικό της τεῖχος

Τὸν ποταμό της στὸ Μορλὲ

Μὲ τὶς μέντες τοῦ Καμπρὲ

Μὲ τὸν Εἰρηνικό της Ὠκεανὸ

Καὶ τὶς δυὸ στέρνες τοῦ Κεραμεικοῦ

Μὲ τὰ παιδάκια τὰ καλὰ καὶ μὲ τὰ κωλοπαίδια

Μ’ ὅλα τα θαύματα τοῦ κόσμου

Ποὺ ’ναι ἐδῶ

Ἁπλὰ πάνω στὴ γῆ

Χαρισμένα σ’ ὅλο τὸν κόσμο

Σκορπισμένα

Μαγεμένα κι αὐτὰ τὰ ἴδια μὲ τὴν ὀμορφιά τους

Καὶ ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ τ’ ὁμολογήσουν

Ὅπως κορίτσι ὄμορφο

Ποὺ δὲν τολμᾷ νὰ δείξει τὸ κορμὶ του γυμνὸ

Μὲ τ’ ἀνυπόφορα κακά τοῦ κόσμου

Λεγεῶνες ὁλόκληρες

Μὲ τοὺς λεγεωνάριούς τους

Μὲ τοὺς βασανιστές τους

Μὲ τοὺς ἀφεντάδες τούτου τοῦ κόσμου

Τοὺς ἀφεντάδες μὲ τοὺς παπάδες τους, τοὺς χαφιέδες

Καὶ τοὺς καραβανάδες τους

Μὲ τὶς ἐποχὲς

Μὲ τὰ χρόνια

Μὲ τὰ ὄμορφα κορίτσια καὶ τοὺς μάπες

Μὲ τὸ σαράκι τῆς μιζέριας ποὺ σαπίζει μέσα στ’ ἀτσάλι

Τῶν κανονιῶν.

Μπορὶς Βιάν, (1920-1959), ἡ ψυχὴ τῶν ὑπογείων στὸ Saint Germain des Pres καὶ κυρίως ὁ ποιητὴς μὲ τὸν στίχο ἔκπληξη, τὸν κυνισμὸ μὰ καὶ τὴν ἀπελπισία, τὴν ἀνατροπή, τὴν αἱρετικὴ ματιά.. Ἀντώνης Φωστιέρης καὶ Θανάσης Νιάρχος ἔχουν μεταφράσει δύο ποιήματά του ποὺ ἀγαπῶ πολύ, παρόλο ποὺ ἡ γεύση τοὺς εἶναι πικρή, στὸ ἕνα μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ («τὰ νησιὰ») ἐντελῶς ἀπομυθοποιητικὴ τῆς φαντασίωσης καὶ τῆς παραμυθίας…

Τὸ μεγάλο πέρασμα

Τῆς ἀθανασίας τὸ κατῶφλι

Εἶναι ψηλό, ἀπὸ πέτρα, ὅλο φυτὰ

Οὔτε ποὺ παίρνεις εἴδηση πῶς τὸ περνᾷς

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πλευρὰ

Πουλιὰ χωρὶς φτερὰ χωρὶς νερὰ

Διαφήμιση

Βγάζουν κραυγὲς ποὺ σὲ σπαράζουν…

Δὲν νομίζω ὅτι χρειάζεται σχόλιο.. καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ἔχει καταστρέψει οὐκ ὀλίγες φαντασιώσεις μου..

Τὰ νησιὰ

Στὸν Λουσιὰν Κουτὼ

Εἶναι κάτι νησιὰ στὴ Μαύρη Θάλασσα

Νησιὰ ἀπὸ πέτρα κρύα καὶ ὠχρὴ

Εἶσαι μονάχος σου πάντα ἐκεῖ

Καὶ μπαίνεις σὲ μεγάλους πύργους

Ὅλο δωμάτια ἐντοιχισμένα

Καὶ βρίσκεις μαλθακὲς γυναῖκες

Χοντρὲς γυναῖκες ἄσπρες τρυφερὲς

Σὲ ξέστρωτα κρεβάτια ξαπλωμένες

Μιὰ κνῖσα ἀναδίνεται ἀπ’ τὶς τρίχες τους

Μὲ σπεῖρες κατσαρὲς

Καπνὸς γαλάζιος μὲς στῶν δωματίων τὸν ἄχρωμο ἀέρα

Πρέπει λοιπὸν νὰ προχωρήσεις

Γιατί αὐτὲς ἐκεῖ, προσμένουνε

Μποροῦν νὰ κάνουνε κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί

Παίρνουνε ὅλες τὶς μορφὲς

Κυλᾶνε σὰ νερὸ

Δὲ θὰ ΄ταν φρόνιμο νὰ ταξιδέψεις στὰ νησιὰ τῆς Μαύρης Θάλασσας

Καλύτερα νὰ πᾶς καὶ νὰ πάρεις κρέας.

Ἃς θυμηθοῦμε μόνο ὅτι ὁ Βιὰν ἔζησε ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία μὲ τὴν βεβαιότητα μιᾶς σύντομης ζωῆς καὶ ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἔπασχε ἀπὸ ἕνα σοβαρὸ καρδιακὸ νόσημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ τελικὰ ἔφυγε στὰ 39 του χρόνια σὲ μιὰ αἴθουσα κινηματογράφου. Κάνω ἁπλῶς ὑποθέσεις, ἀλλὰ τὸ νὰ κερδίζεις τὴν ζωὴ καὶ τὸν χρόνο μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, εἶναι ἕνα δυνατὸ κίνητρο γιὰ νὰ ἀψηφήσεις στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ λογοτεχνικὲς συμβάσεις καὶ τοὺς κανόνες τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας..

Ἃς γυρίσουμε λίγο πίσω στὸν χρόνο. Στὴν βιβλιογραφία ἡ Marceline Desbordes Valmore (1786-1859) ἀναφέρεται ὡς «Παναγία τῶν δακρύων» ἢ ὡς καταραμένη ποιήτρια – ὅμως ἐδῶ γίνεται μᾶλλον μία κατάχρηση τοῦ ὄρου. Περισσότερο μιὰ γυναῖκα δυστυχὴς ἦταν, ποὺ ἔχασε τὰ δύο ἀπὸ τὰ τρία της παιδιά, ὑπέφερε ἀπὸ ἕναν ἄτυχο ἔρωτα, ἀλλὰ πάντως δὲν χρειάστηκε νὰ ξεφύγει πρὸς τὸ περιθώριο – ἄλλωστε στὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ἀδιανόητο γιὰ μία γυναῖκα. Παρόλο ποὺ ὑμνήθηκε ἀπὸ πολλοὺς ὁμοτέχνους της ὅπως ὁ Verlaine, δὲν νομίζω ὅτι ἔγραψε πολὺ σημαντικὴ ποίηση, ἂν καὶ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸ ἔργο της δὲν διαθέτει ποιότητες, τόσο τεχνικὰ ὅσο καὶ ἐπὶ τῆς οὐσίας. Προσωπικὰ θεωρῶ ὅτι τὸ ποίημα «Ἡ μοναχικὴ φωλιὰ» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ἀνάμεσα στὰ λίγα ποὺ ἔχει γράψει, καθὼς ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ποιητικὰ καθιερωμένα τῆς ἐποχῆς καὶ σὲ τέσσερις στροφὲς βγάζει μιὰ σπαρακτικὴ κραυγὴ γιὰ τὴν ὑπέρβαση, τὸ ὄνειρο, μίαν ἄλλη ζωή, μιὰ ἰδανικὴ πολιτεία. Ἕνα πολὺ ὄμορφο ποίημα ἀπὸ μία βασανισμένη ψυχὴ ποὺ κατόρθωσε σὲ πολλὰ κείμενά της νὰ ξεπεράσει τὴν ἐποχή της καὶ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ ἔθετε τότε τὸ ἴδιο της τὸ φῦλο. Μιὰ ἀξιόλογη ποιήτρια τῆς Γαλλίας ποὺ ἀξίζει τὴν θέση της στὶς ποιητικὲς ἀνθολογίες..

Ἡ μοναχικὴ φωλιὰ

Τράβα, ψυχή μου, πάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ περνᾷ

Σὰν ἕνα λεύτερο πουλὶ νὰ λουστεῖς στὴν ἀπεραντοσύνη.

Τράβα νὰ δεῖς! Καὶ μὴ γυρίσεις προτοῦ νὰ ΄χεις ἀγγίξει

Τ΄ὄνειρο!…τὸ ὄμορφό μου τ΄ὄνειρο ποὺ κρύβεται στὴ γῆ.

Ἐγώ, θέλω, σιωπή, εἶναι θέμα ἐπιβίωσης·

Καὶ κλείνομαι ἐκεῖ ὅπου τίποτα, τίποτα πιὰ δὲ μ΄ἔχει ἀκολουθήσει

Κι ἂπ΄τὴ φωλιὰ του τὴ στενὴ ἂπ΄ὅπου κανεὶς λυγμὸς δὲν βγαίνει,

Ἀκούω δίπλα στὸ πεπρωμένο μου νὰ καλπάζει ὁ αἰῶνας.

Ὁ αἰῶνας ποὺ δραπετεύει γρυλίζοντας στὶς πόρτες μας ἐμπρός,

Στὸ πέρασμά του παρασέρνοντας, σὰ φύκια νεκρά,

Τὰ ΄ματοκυλισμένα ὀνόματα, τὶς εὐχές, τοὺς μάταιους ὅρκους,

Τὶς ἀνθοδέσμες τὶς ἁγνὲς ποὺ δέθηκαν μ΄ὀνόματα τρυφερὰ καὶ μαγικά.

Τράβα, ψυχή μου, πάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ περνᾷ

Σὰν ἕνα λεύτερο πουλὶ νὰ λουστεῖς στὴν ἀπεραντοσύνη.

Τράβα νὰ δεῖς! Καὶ μὴ γυρίσεις προτοῦ νὰ ΄χεῖς ἀγγίξει

Τ΄ὄνειρο!…τὸ ὄμορφό μου τ΄ὄνειρο ποὺ κρύβεται στὴ γῆ.

(μετάφραση Ἑλένη Κόλλια)

Ο Gaston Coute (1880 – 1911) πέθανε στὰ 31 τοῦ χρόνια, βουτηγμένος στὴν φτώχεια καὶ τὸ ποτό, πρόλαβε ὅμως νὰ δώσει κάποια δείγματα δουλειᾶς μὲ σημαντικὲς ποιότητες. Θεωρεῖται ἀναρχικὸς ποιητὴς – πάντοτε βέβαια σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του, ποὺ ταύτιζε τὴν ἀναρχία μὲ τὴν συμμετοχὴ σὲ μαζικοὺς ἀγῶνες καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνους ἐνάντια στὸν κλῆρο, τὰ κατάλοιπα τῆς φεουδαρχίας καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῶν φτωχῶν καὶ καταφρονεμένων. Θαμῶνας τοῦ, θρυλικοῦ πιά, Lapin agile στὴν Montmartre. Τὸ Παρίσι ποὺ ξέρει νὰ μετανοεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ κάποτε ἀρνήθηκε, ἔδωσε σὲ ἕναν δρόμο τὸ ὄνομά του καὶ ἡ γαλλικὴ δισκογραφία περιλαμβάνει ἀρκετὰ ποιήματά του. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸ θεωρῶ ἰδιαίτερο καὶ ἐνδεικτικό των ἀναρχικῶν του ἀπόψεων. Εἶναι το «Στοῦ δάσους τὴ γωνιὰ» σὲ μετάφραση Ἑλένης Κόλλια. Γιὰ νὰ μὴν ἀναρωτιέστε γιὰ ἄγνωστες λέξεις στὴν τρίτη στροφή, ὁ κράταιγος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ φαρμακευτικὰ βότανα ποὺ ἡ ἀνθοφορία του ξεκινᾷ τὸν Ἀπρίλιο.

Ὁλόκληρο τὸ ποίημα εἶναι μία ἀσπρόμαυρη ἀντίστιξη ἀνάμεσα στὴν δύναμη τοῦ πλούτου καὶ τὴν ἀπελπισία τῆς φτώχειας, τὴν κυριαρχία τῆς ἐξουσίας καὶ τὴν ἀντίσταση ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν πιὰ νὰ χάσουν τίποτε. Στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ ἕνα μικρὸ διήγημα, ποὺ χρειάζεται ὅμως λίγη προσοχὴ στὴν ἀνάγνωση, δὲν βοηθάει καὶ πολὺ ἐδῶ ἡ μετάφραση.. ὑπάρχει καὶ μία δεύτερη ἀνάγνωση, ἀλλὰ ἃς δοῦμε πρῶτα το ποίημα..

Στοῦ δάσους τὴ γωνιὰ

Ὁ δρόμος εἶναι ἔρημος τὶς νύχτες τοῦ Ἀη-Γιάννη…

Ὁ καλὸς κολλήγας γυρνοῦσε ἀπ’ τὸ παζάρι:

Ἄκουγα νὰ τραγουδοῦν οἱ ἀργυροὶ παράδες

Ποὺ χόρευαν μέσα στὶς μαῦρες τσέπες του βαθιά.

Καὶ τὸν ξάφρισα μὲ μιὰ χεριά, στοῦ δάσους τὴ γωνιὰ

Ὅπου εἶχα δεῖ βόλτες νὰ κάνουν τὰ κορίτσια, μιὰ φορά…

Ἐ! καλὲ κολλήγα ποὺ ΄κλεψα…

Δυὸ λόγια, χωρίζοντας, γιὰ παρηγοριά!

Μὲ κλέψανε…ἐμένα!

Καὶ πιότερο ἀπὸ σένα!

Στοῦ δάσους τὴ γωνιά…

Ἦταν μιὰ φορὰ τοῦ ὡραίου Μάη τὸν καιρό…

Τὰ κορίτσια πήγαιναν νὰ μαζέψουνε τὸν κράταιγο

Κι ἡ καρδιά μου χόρευε κι ἡ καρδιά μου τραγουδοῦσε

Κάτω ἀπὸ τὸ στέρνο της σὰν σακοῦλι μὲ παράδες.

Δαχτύλια ἦταν πιὸ λευκὰ ἀπ’ ἄλλα ἀνάμεσα στὰ ἄνθια

Καὶ μέσα σὲ κεῖνα κεῖ εἶναι ποὺ τὴν καρδιά μου ἄφησα.

Διότι ὁ Ἔρωτας γιὰ τοὺς ἀπαπούτσωτους δὲν εἶναι…

(τὴν ὀμορφονιά μου γυναῖκα σου ἔκανες!)

Ὅμως οἱ ἀπαπούτσωτοι δὲν ἔχουνε σπλαχνιὰ

Γιὰ τὸν τρεμάμενο κολλήγα ποὺ θερμοπαρακαλᾷ.

Ἐκείνη εἶχε ἄσπρα δάχτυλα καὶ ἐσὺ λαμπρὸ παρὰ

Ἐγὼ ἔχω γροθιὲς ἀτσάλινες καὶ τότες ἃς μὴ μιλᾶμε πιά.

Ὀϊμέ, καλὲ κολλήγα ποὺ ἔκλεψα

Δυὸ λόγια, δυὸ λόγια ἀκόμη, γιὰ παρηγοριά!

Μὲ κλέψανε…ἐμένα!

Καὶ πιότερο ἀπὸ σένα!

Στοῦ δάσους τὴ γωνιά…

VERLAINE PAUL
VERLAINE PAUL

Τὸ ἐνδιαφέρον ἐδῶ δὲν εἶναι βέβαια ἡ ἁπλὴ ἱστορία, ἀλλὰ ἡ «ἀντιπαράθεση τοῦ παρᾶ» μὲ τὸν ἔρωτα (δηλαδὴ τὴ ζωή, τὸ πνεῦμα..), ἐκείνου ποὺ κυνηγᾷ τὸ χρῆμα καὶ δὶ’ αὐτοῦ ἐπικοινωνεῖ καὶ νυμφεύεται, (τὴν ὀμορφονιά μου γυναῖκα σου ἔκανες!), μὲ ἐκεῖνον ποὺ νοιάζεται γιὰ τὸν ἔρωτα «καθ’ ἑαυτὸ» καὶ ὄχι τὸν «ἀγοραῖο», τὸν πουλημένο στὶς μαῦρες τσέπες ἑνὸς κολλήγα. Ἡ ἀφήγηση εἶναι ἄγρια, σκληρὴ καὶ κλειστοφοβικὴ καὶ μαλακώνει μόνο στὸ σημεῖο ποὺ ὁ Coute γλυκοθυμᾶται τὸν ἔρωτά του. Ἡ ἐκδίκησή του στὸν «ταξικὸ ἐχθρό», σὲ ἐκεῖνον δηλαδὴ ποὺ μέσῳ τῆς ὕλης τοῦ στερεῖ τὴν πραγματικὴ ζωή, γίνεται στὸ γήπεδο τοῦ πρώτου, δηλαδὴ στὸ χρῆμα. Ὁ στίχος «μὲ κλέψανε ἐμένα…/καὶ πιότερο ἀπὸ σένα!/στοῦ δάσους τὴ γωνιά…», εἶναι στὴν οὐσία ἕνας μονόλογος καὶ ἀκούγεται περισσότερο σὰν καταθλιπτικὴ κραυγὴ καὶ βαθιὰ πικρία, παρὰ σὰν οὐρλιαχτὸ τὴν ὥρα τῆς ἐκδίκησης. Εἶναι ἕνα περίεργο ποίημα ποὺ ἡ ροή του, παρότι δείχνει ἀφηγηματικὰ εὐθύγραμμη, νοηματικὰ μοιάζει μὲ σπιρὰλ ποὺ ξεδιπλώνεται σὲ διαφορετικὰ ὑπαρξιακὰ ἐπίπεδα. Τέλος πάντων, μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ τοῦ Gaston Coute ποὺ ἔκαμε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ στενὰ κοινωνικὰ καὶ λογοτεχνικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς του, μὰ δὲν τὰ κατάφερε – τουλάχιστον ὅσο ἔζησε τὴν σύντομη ζωή του.

Renee Vivien, ψευδώνυμό τῆς Pauline Mary Tarn, πεθαίνει 32 ἐτῶν στὰ 1909. Εἶναι ποιήτρια καλή, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καταλήγει σὲ μία θανατόφιλη γραφὴ ποὺ μοιάζει περισσότερο  σὲ θεατρικὴ πόζα, παρὰ σὲ γνήσιο σπαραγμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη. Ἡ «Ἐξάντληση» εἶναι ἕνα παρόμοιο ποίημα, στὴν οὐσία δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἕνα ὡραῖο διανόημα, ἕνα ὡραῖο σκηνικό, ἀλλὰ τί σκηνικό! Τελειώνοντας τὴν ἀνάγνωση νιώθεις πραγματικὴ ἐξάντληση καὶ ψάχνεις ἀνάκλιντρο γιὰ νὰ βουλιάξεις μέσα του…

Ἐξάντληση

Θὰ κοιμηθῶ ἀπόψε ἕναν πλατύχωρο ὕπνο καὶ γλυκό.

Κλεῖστε τὶς κουρτίνες τὶς βαριές, κρατῆστε κλειστὲς τὶς θύρες,

Προπαντός, μὴν ἀφήσετε νὰ τρυπώσει μέσα ὁ ἥλιος.

Τὸ βράδυ βάλτε τριγύρω μου, τὸ ποτισμένο ρόδα.

Ἀποθέστε, ἐπάνω στὴ λευκότητα ἑνὸς ἀφράτου μαξιλαριοῦ,

Αὐτὰ τὰ ἄνθια τὰ νεκρικὰ ποὺ τὸ ἄρωμά τους σὲ στοιχειώνει.

Βάλτε τα μὲς στὰ χέρια μου, ἐπάνω στὴν καρδιά μου, στὸ μέτωπό μου

Πάνω,

Αὐτὰ τὰ ἄνθια τὰ ὠχρά, ποὺ εἶναι σὰν ἕνα κερὶ ἀναιμικό.

Καὶ θὰ πῶ ψιθυριστά: «Τίποτα δὲν ἀπέμεινε ἀπὸ μένα.

Ἀναπαύεται ἐπιτέλους ἡ ψυχή μου. Λυπηθεῖτε τὴν λοιπόν!

Τὴν ἀνάπαυσή της στὴν αἰωνιότητα σεβαστεῖτε».

Θὰ κοιμηθῶ ἀπόψε τὸν θάνατο τὸν πιὸ ὄμορφο.

Ἃς μαραθοῦνε τὰ λουλούδια, τεμπέρια καὶ κρίνα,

Κι ἃς σωπάσει, τελικά, στὸ κατῶφλι τῶν κλειστῶν θυρῶν,

Ἡ ἐπίμονη ἠχὼ τῶν ἀλλοτινῶν των ἀναφιλητῶν…

Ἄχ! Τὸ βράδυ τὸ παντοτινό! Τὸ βράδυ τὸ ποτισμένο ρόδα!

(τὸ τεμπέρι εἶναι φυτὸ μὲ ἄσπρα λουλούδια καὶ ἄρωμα βαρύ..)

«Ἡ κοιλιὰ τῆς μάνας μου» ἀπὸ τὸν Blaise Cendrars, ποιητὴς ἐπηρεασμένος βαθιὰ ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴ πρωτοπορία τῆς Νέας Ὑόρκης, δίνει πράγματι καλὰ δείγματα δουλειᾶς  κάποτε πράγματι βαθιά, ἄλλοτε ἡ νεωτερικότητα περιορίζεται μόνο στὴ γλῶσσα θυμίζοντας τὸν μονότονο κυνισμὸ τοῦ Μπουκόφσκι. Πέθανε στὰ 1961, ἔχοντας προλάβει νὰ ζήσει μία ἐκπληκτικὰ γεμάτη ζωὴ – εἶναι ὁ λιγότερο «Γάλλος ποιητὴς» ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀναφέρουμε ἐδῶ καὶ ὁ περισσότερο Ἀμερικανός..

Ἡ κοιλιὰ τῆς μάνας μου

Εἶναι ἡ πρώτη μου διαμονὴ

Ἤτανε ὁλοστρόγγυλη

Πολὺ συχνὰ φαντάζομαι

Τί στ΄ἀλήθεια μποροῦσα νὰ ΄μαι…

Τὰ πόδια ἐπάνω στὴν καρδιά σου μαμὰ

Τὰ γόνατα καταπάνω στὸ συκῶτι σου

Τὰ χέρια γραπωμένα στὸν σωλῆνα

Ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν κοιλιά σου

Ἡ πλάτη στραμμένη σὲ σπεῖρα

Τ΄αὐτιὰ γεμάτα τα μάτια ἀδειανὰ

Καταζαρωμένος τσιτωμένος

Τὸ κεφάλι σχεδὸν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα σου

Τὸ κρανίο μου στὸ διάφραγμά σου

Τέρπομαι ἀπὸ τὴν ὑγεία σου

Ἀπὸ τὴν ζέστα τοῦ αἵματός σου

Ἀπὸ τὶς ἀγκαλιὲς τοῦ μπαμπὰ

Πολὺ συχνὰ ἕνα πῦρ πρωτόφαντο

ἠλέκτριζε τὰ σκοτάδια μου

Ἕνας κραδασμὸς στὸ κρανίο μὲ χαλάρωνε

Καὶ τσινοῦσα ἐπάνω στὴν καρδιά σου

Ὁ μεγάλος μῦς τοῦ κόλπου σου

Συσφιγγόταν τότες σκληρὰ

Παραδινόμουν μὲς στὸν πόνο

Καὶ ἐσὺ μὲ πλημμύριζες μὲ τὸ αἷμα σου

Τὸ κούτελό μου εἶναι ἀκόμα καμπουριαστὸ

Ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς σπρωξιὲς τοῦ πατέρα μου

Γιατί νὰ πρέπει ν΄ἀφήνεσαι στὸ ἔλεος

Ἔτσι μισοστραγγαλισμένος;

Ἐὰν εἶχα μπορέσει τὸ στόμα ν΄ἀνοίξω

Θὰ σὲ εἶχα δαγκάσει

Ἐὰν ἤδη εἶχα μπορέσει νὰ μιλήσω

Θὰ σοὺ εἶχα πεῖ:

Σκατά, δὲν θέλω νὰ ζήσω!

Οἱ περισσότεροί το ἑρμηνεύουν ὡς ὕμνο γιὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν μητρότητα, ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς μεγάλες γυναικεῖες ἀντοχές, ἀλλὰ ἡ δική μου ἀνάγνωση ἀπέχει μακράν: Μιζέρια, ἀγῶνας καὶ πόνος τὴν ἴδια τὴν ὥρα ποὺ δημιουργεῖται ἡ ζωή, ἀπειλή θανάτου, καταδίωξη ἀπὸ μία ἀμείλικτη καὶ ἰσοπεδωτικὴ δύναμη. Ἕνας κόσμος ἀντίγραφο τῆς κλειστοφοβικῆς κύησης, μιὰ ζωὴ καταδικασμένη (ἢ προδιαγεγραμμένη, εἶναι περίπου τὸ ἴδιο…) ἐκ τῶν προτέρων. Ἡ γυναῖκα ταυτισμένη μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ ζωή, ὁ ἄντρας ταυτισμένος μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν στριμώξει. Τίποτ΄ἄλλο ἀπὸ σύμβολα, ἀλλὰ τὸ ποίημα κατορθώνει καὶ ἀποδίδει τὴν ἀτμόσφαιρα μιᾶς δυστοπίας

Rene Crevel, γεννημένος στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, αὐτοκτονεῖ μὲ γκάζι, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει βιώσει ἀλλεπάλληλες διαψεύσεις καὶ ἀπογοητεύσεις. Κομμουνιστής, ἀλλὰ διαγράφεται ἀπὸ τὸ κόμμα σύντομα. Ὑπερρεαλιστής, ἀλλὰ παρατᾷ τὴν αὐτόματη γραφή, θεραπευμένος φυματικὸς ποὺ βλέπει κάποια στιγμὴ τὴν ἀρρώστια νὰ ἐπιστρέφει ὡς θανάσιμη ἀπειλή. Ἔζησε ἔντονα τὸν λογοτεχνικὸ πυρετὸ τοῦ Παρισιοῦ, μὰ κατὰ τὴν γνώμη μου ὅλος αὐτὸς ὁ ὀργασμὸς ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ δικοῦ του λογοτεχνικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἰδανικοῦ. Ἃς τὸν θυμηθοῦμε μὲ τὴν τρυφερότητα ποῦ ἁρμόζει στοὺς ἀνικανοποίητους τούτου τοῦ κόσμου, μέσα ἀπὸ ἕνα μικρὸ καὶ ἐξαιρετικὸ ποιηματάκι του..

Μετρὸ

Οἱ νέγροι τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας

Λέκιαζαν πολύ τῆς Γαλλίας τὸν οὐρανό,

Ὅμως τὸ μαονένιο τους τὸ φλάουτο

Ἤξερε ἕναν ἀστεῖο καὶ τρυφερὸ σκοπό.

Ὅμως οἱ νέγροι ἔχασαν

Μέχρι καυχήσεως τὸ χρῶμα.

Καὶ ντυμένοι θαλασσὶ

Στὴν εὐτυχία μένουν πιστοί.

Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἂπ΄τὶς χῶρες τὶς θερμὲς

Στὶς μέρες μας ἔχουν γίνει

Στὸ μετρὸ σταθμάρχες

Μπορεῖτε νὰ ἀντιπαραβάλλετε τοὺς τέσσερις πρώτους στίχους μὲ τὴν «ἐνσωμάτωση» στὸ ὑπόλοιπο ποίημα. Ε!, δὲν νομίζω ὅτι χρειάζονται περισσότερα σχόλια..

«Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ τὴν κακὴν ὥρα τὴν ἔχουν μέσα τους..», γράφει ὁ Καρυωτάκης καὶ ἐὰν ὑπάρχει ἕνας Γάλλος ποιητὴς ποὺ ταιριάζει γάντι σὲ τούτη τὴν φράση, εἶναι ὁ Armand Robin, σχεδὸν ἕνα σύμβολο ἰσόβιας ἀπογοήτευσης καὶ διαρκοῦς διάψευσης. Δοκιμάζει ὅλες τὶς ἰδεολογίες, στροβιλίζεται ἀνάμεσα στὶς πιὸ ἀντίθετες ἀπόψεις καὶ ἀντιλήψεις, ζεῖ γιὰ χρόνια σὲ συνθῆκες ἀκραίας φτώχειας καὶ καταδιώξεων. Τὸ πλέον τραγικὸ στὴν περίπτωσή του εἶναι ὅτι ἀπὸ πολὺ νωρὶς συνειδητοποιεῖ τὸ ἀδιέξοδο, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχω γράψει μὲ κάποια ἄλλη ἀφορμή: παίρνεις ἕνας δρόμο ἀπὸ νωρίς, ἐπάνω στὴν δύναμη τῆς νιότης σου καὶ ποτὲ δὲν ἠμπορεῖς νὰ φανταστεῖς ὅτι τούτη ἡ ἐπιλογὴ θὰ σὲ κυνηγᾷ σὰν τὸ ἀνήμερο θεριὸ γιὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωή.. τὸ τέλος του ἦταν ἀνάλογο τῆς ζωῆς του, πεθαίνει τὸν Μάρτη τοῦ 1961 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς Ἀστυνομίας κάτω ἀπὸ συνθῆκες ποὺ δὲν διευκρινίστηκαν, (καλύτερα: δὲν ἀνακοινώθηκαν) ποτέ. Ἦταν μόλις 49 ἐτῶν..

Τὸ ποίημά του «Ὁ ξένος» εἶναι θαρρεῖς μιὰ ἐπιτομὴ τῆς ζωῆς του, ἕνα θλιβερὸ σημείωμα γιὰ ἐκείνους ποὺ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀποφασίζουν νὰ φορέσουν τὴν στολὴ τῆς μάζας,  ὑπάρχει πάντα μία ἐπιγραφὴ στὸ μέτωπό τους ποὺ φωνάζει: Εἶμαι διαφορετικός, ἀνένταχτος καὶ ἑτεροχρονισμένος. Ὁ τελευταῖος στίχος ἐξαιρετικός, σὰν τὴν ἀρνητικὴ κόπια μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς.. μετάφραση καὶ πάλι ἀπὸ τὴν Ἑλένη Κόλλια..

Ὁ ξένος

Δὲ βρίσκομαι παρὰ φαινομενικὰ ἐδῶ.

Μακριὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες ποὺ σᾶς ἔδωσα

Προβάλλεται ἡ ζωή μου.

Ἀδέξιος κατακτητὴς ἀπ΄τὶς κραυγές μου κυριευμένος,

Ὅπου μὲ διακρίνετε δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας ξένος.

Χειρονομίες ἀγάπης διάσπαρτες παντοῦ,

Μοῦ διανοίγω ἐρημωμένη μιὰ ὁδό.

Ἀπὸ τὴ μιὰ ἐπιστήμη στὴν ἄλλη βρῆκα καταφυγή,

Λαγὸς φοβισμένος νοιώθοντας ἐπάνω του νὰ σημαδεύουν

Τὸ σοφὸ τουφέκι καὶ βέβαιος γιὰ τὴ μοῖρα του.

Κανέναν τρόμο δὲ στερήθηκα.

Ἢ ὅπως γράφει κάπου ὁ Jacques Prevel, «Εἶμαι φυλακισμένος ἑνὸς πράγματος ἐντός μου ποὺ δὲν τὸ θέλησα».

Ἀπὸ τὸν Andre Laude θὰ παραθέσω βέβαια ἕνα ποίημα, περισσότερο γιατί στὸ ἑλληνόφωνο διαδίκτυο ἡ παρουσία τῶν γάλλων ποιητῶν εἶναι ἀπὸ ἀνύπαρκτη ἕως τραγική, ἀλλὰ καὶ ἕνα πολὺ μικρὸ κομμάτι ἀπὸ τὴν αὐτοβιογραφία του ποὺ τὸ βρίσκω χαριτωμένο μέσα στὴν τραγικότητά του.  Πρῶτα οἱ στίχοι λοιπόν..

Τὸ τελευταῖο ποίημα

Μὴν ὑπολογίζετε σὲ ΄μένα

Δὲν θὰ ἐπιστρέψω ποτὲ

Ἑδρεύω ἤδη ἐκεῖ – ψηλὰ

Ἀνάμεσα στοὺς Ἐκλεκτοὺς

Κοντὰ στὰ παγωμένα ἀστέρια

Ὅ,τι ἀφήνω δὲν ἔχει ὄνομα

Ὅ,τι μὲ περιμένει ὁμοίως δὲν ἔχει

Ἀπὸ τὸ ἄφωτο στὸ ἄφωτο ἔκανα

Μιὰ διαδρομὴ προσκυνητὴ

Ἀπομακρύνομαι ἐντελῶς χωρὶς φωνὴ

Ἡ ζωὴ χίλιες καὶ μιὰ φορὲς μὲ καταπονεῖ ἡττημένος.

Ἐγὼ ὁ γιὸς τῶν Βασιλέων.

Ἰδοὺ καὶ τὸ πεζὸ ἀπόσπασμα, γράφει λοιπὸν γιὰ τὸν ἑαυτό του..

«Πολὺ νωρὶς γράφει καὶ ὀνειρεύεται νὰ γίνει δημοσιογράφος.. Ἀναρχικὸς μαχητής. Αὐτοδίδακτος, στὰ 17 του βγάζει τὴν περίφημη κραυγή: «Παρίσι, οἱ δυό μας». Ἡ ἠχὼ ἀπάντησε: «Ταλαίπωρε μαλάκα..». [ ] Πόλεμος τῆς Ἀλγερίας, φρίκη καὶ ταλαιπωρίες. Ταξίδια Κοῦβα, Ἀνατολή, Ἀσία… Ἐπιστρέφει στὴν Εὐρώπη. Γράφει σὲ ἑκατὸ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, ἐκδίδει ποιητικὲς συλλογές. Φτώχεια, ταπείνωση. Ἀφήνει νὰ μεγαλώσουν τὰ γένια του γιὰ νὰ κρύψουν τὶς οὐλές…».

Τραγικὴ εἰρωνεία: Πεθαίνει σχεδὸν ἄπορος στὴν διάρκειάς τῆς … «Ποιητικῆς παρέλασης» στὸ Παρίσι, τὸ 1995 σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν.

Καὶ ἕνα ποιηματάκι τοῦ Laurent Tailhade, (1854 – 1919), σὲ μετάφραση Κώστα Καρυωτάκη

ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ

(Laurent Tailhade)

Κυριακή. Σ’ ἕνα βαπόρι

στριμώχτηκαν μπουρζουάδες.

Ξεφωνίζει κάθε ἀγόρι,

ξεμυξίζουν οἱ μαμάδες.

Τὰ σκυλιὰ δὲ λογαριάζουν

ὁ Σηκουάνας πόχει πνίξει,

δὲ φοβοῦνται, διασκεδάζουν

τὴν εὐγενική τους πλήξη.

«Ώ, τί ζέστη, Θεέ μου, βράζει!»

βεβαιώνουν οἱ κυρίες,

κι ἐπιπόλαιες καὶ γελοῖες,

ξεκουμπώνοντας μὲ νάζι

τὰ χυδαῖα ντεκολτέ τους,

διευκολύνουν τοὺς ἐμέτους.

Λίγες παρατηρήσεις καθὼς βαδίζουμε πρὸς τὸ τέλος.

RIMBAUD ARTHUR
RIMBAUD ARTHUR

Ἡ Γαλλικὴ ποίηση τῆς ὁποίας φυσικὰ ἕνα ἀπειροελάχιστο δεῖγμα παραθέτουμε ἐδῶ, διαθέτει ἕνα σημαντικὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ ἀπουσιάζει συχνὰ ἀπὸ τὴν Ἑλληνική: Πορεύεται μέσα στὰ χρόνια στενότατα δεμένη μὲ τὴν φιλοσοφία καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ προσφέρει ποιότητες καὶ ὁρίζοντες ποὺ ἀφοροῦν μεγάλα κοινωνικὰ σύνολα, νὰ ἐκφράσει πανανθρώπινες ἀξίες καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κερδίσει μία διαχρονικὴ παρουσία. Πολλὰ κείμενα καὶ στίχοι λογοτεχνῶν ὅπως ὁ Ρεμπῶ, ὁ Ἀραγκόν, ὁ Λωτρεαμόν, Μπρετόν, Μπατάιγ καὶ τόσων ἄλλων, ξεφεύγουν πολλὲς φορὲς πρὸς ἀναζητήσεις ὑπαρξιακές, περισσότερο ἀκουμπώντας φιλοσοφικὲς ἀντιμαχίες παρὰ λογοτεχνικές. Τὸ ἴδιο ἄλλωστε συμβαίνει καὶ μὲ τὴν σημαντικὴ λογοτεχνία ἄλλων χωρῶν – δεῖτε ἃς ποῦμε τὸν Ντοστογιέφσκι, ἡ λογοτεχνική του ἀξία εἶναι σημαντική, μὰ θὰ βρεῖτε ἀρκετοὺς ποὺ γράφουν καλύτερα. Εἶναι οἱ ἀναφορὲς καὶ οἱ προσεγγίσεις ποὺ διαπερνοῦν ρεύματα, ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες ποὺ κάνουν τὰ κείμενά του τόσο σημαντικά, εἶναι ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ κίνηση ἀνατέμνονται οἱ ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Ὁ κόσμος ποὺ ἀγαπᾷ νὰ μιλᾷ γιὰ μεγάλα σύνολα, μαζικὲς ἐπαναστάσεις καὶ ὁμογενοποιημένες κοινωνίες, εἶναι φυσικὸ νὰ βρίσκει στὴν εὐρωπαϊκὴ καὶ ρώσικη λογοτεχνία πολὺ σημαντικὲς ἀναφορὲς σὲ τοῦτες τὶς μεγάλες ἑνότητες. Φυσικὸ εἶναι ἐπίσης σὲ μιὰ Γαλλία, ὅπου το ἀτομικὸ εἶναι στενὰ δεμένο μὲ τὸ συλλογικὸ ἀπὸ χρόνια πολλά, ἡ φιλοσοφία νὰ κατέχει κεντρικὴ θέση στὸ σύνολο τῆς καλλιτεχνικῆς ζωῆς. Ἐπιδερμικὰ φυσικὰ ἀναφέρονται ὅλα αὐτά, καθὼς εἶναι χιλιάδες οἱ παράγοντες ποὺ σχηματίζουν τὴν ποιητικὴ μιᾶς χώρας καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαιτοῦν μελέτη καὶ σκέψη πολὺ βαθύτερη καὶ ἀναλυτική. Κι ὅμως τελικά, ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ποίηση ὡς περιορισμὸς γλώσσας, γεωγραφίας καὶ κοινότητας, τὸ νομίζω πολὺ πιὸ ἐπαναστατικὸ καὶ ἀνατρεπτικὸ ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἐκεῖνο ποὺ ἡ ματιὰ του βλέπει τὴν ἀπέραντη στέπα καὶ γενικολογεῖ, ὅμως σ΄αὐτὴν τὴν πορεία ἀφήνει ἀκάλυπτες τὶς ἀποχρώσεις τῆς ἀτομικῆς συνείδησης. Δὲν ὑποτιμῶ καθόλου τὴν εὐρωπαϊκὴ ἢ ρώσικη λογοτεχνία – ἴσα ἴσα ποὺ μὲ ὅρους λογοτεχνικῆς ὀρθότητας αὐτὲς ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλοῦνται «μεγάλες» ἢ «παγκόσμιες», ἐκεῖνο ποῦ προσπαθῶ νὰ πῶ εἶναι πὼς καὶ ἡ ἑλληνικὴ ποίηση (κυρίως), παρὰ τοὺς περιορισμοὺς  καὶ τὴν ἐσωστρέφειά της, ἔχει τὴν δυνατότητα μέσα ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικοὺς δρόμους νὰ ἀφήσει ἐξαιρετικὸ ἀποτύπωμα καὶ νὰ προσφέρει πολὺ σημαντικὲς ποιότητες σὲ ἕναν εὐρύτερο ὁρίζοντα κοινωνιῶν καὶ συνειδήσεων.

Πρὶν νὰ περάσουμε στὶς ἑλληνικὲς ἰδιαιτερότητες, ἃς δοῦμε αὐτὰ ποὺ γράφω παραπάνω μὲ ἕνα παράδειγμα, καθόλου ἀντιπροσωπευτικό, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ μου ἔρχεται πρόχειρα στὸ νοῦ αὐτὴ τὴν ὥρα. Ἃς δοῦμε δύο ποιήματα μὲ τὴν ἴδια θεματική. Τὸ ἕνα του Καρυωτάκη, τὸ ἄλλο τοῦ Ρεμπὼ. Καὶ τὰ δύο καταγγέλουν καὶ τὰ δύο τάχα ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν πρωταγωνιστή τους, ἀλλὰ γιὰ δεῖτε τὴν διαφορετικὴ προσέγγιση..

Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

Τὸ Μιχαλιὸ τὸν πήρανε στρατιώτη.

Καμαρωτὰ ξεκίνησε κι ὡραῖα

μὲ τὸ Μαρὴ καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη.

Δὲν μπόρεσε νὰ μάθει κὰν τὸ «ἒπ  ὤμου».

Ὅλο ἐμουρμούριζε: «Κὺρ Δεκανέα,

ἄσε μὲ νὰ γυρίσω στὸ χωριό μου».

Τὸν ἄλλο χρόνο, στὸ νοσοκομεῖο,

ἀμίλητος τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσε.

Ἐκάρφωνε πέρα, σ’  ἕνα σημεῖο,

τὸ βλέμμα του νοσταλγικὸ καὶ πρᾶο,

σὰ νὰ  λέγε, σὰ νὰ παρακαλοῦσε:

«Ἀφῆστε μὲ στὸ σπίτι μου νὰ πάω».

Κι ὁ Μιχαλιὸς ἐπέθανε στρατιώτης.

Τὸν ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

μαζί τους ὁ Μαρῆς κι ὁ Παναγιώτης.

Ἀπάνω του σκεπάστηκεν ὁ λάκκος,

μὰ τοῦ ἄφησαν ἀπέξω το ποδάρι:

Ἦταν λίγο μακρὺς ὁ φουκαράκος.

Ἃς δοῦμε ἀμέσως καὶ ἐκεῖνο τοῦ Ρεμπὼ..

Ο ΥΠΝΑΡΑΣ ΤΗΣ ΡΕΜΑΤΙΑΣ

Εἶναι μιὰ τρὺπα χλωρασιᾶς ὅπου ἕνα ρυάκι ψάλλει

Στὰ χόρτα μπλέκοντας τρελὰ κουρέλια ἀσημωμένα

Καὶ λάμπει ἀπ΄τὸ περήφανο βουνὸ του πέρα ὁ ἥλιος.

Εἶναι μιὰ ρεματιὰ μικρὴ ποὺ ἀφρίζει ἀπ’ τὶς ἀχτίδες.

Ἕνας στρατιώτης μ΄ἀνοιχτὸ στόμα, γυμνὸ κεφάλι

Καὶ μὲ τὸ σβέρκο στὸ νωπὸ τὸν κάρδαμο χωμένο

Κοιμᾶται· κι εἶναι ξαπλωτὸς στὴ χλόη κάτω ἀπὸ τὰ νέφη,

Ὠχρός, σὲ κλίνη πράσινη ὅπου χρυσόφως βρέχει.

Μὲ τὰ ποδάρια στὰ πλατιὰ σπαθόχορτα κοιμᾶται·

Κάνει ἕναν ὕπνο ὡς ἄρρωστο παιδὶ χαμογελώντας,

Φύση, νανούριζε τονε θερμὰ πολύ. Κρυώνει.

Δὲ φέρνουν στὰ ρουθούνια του τρεμούλιασμα τὰ μύρα.

Κοιμᾶται μὲ τὸ χέρι του στὸ στῆθος μὲς στὸν ἥλιο,

Ἀτάραχος. Καὶ στὸ δεξὶ πλευρὸ του ἔχει δυὸ τρῦπες.

(μετάφραση ἀπὸ Ἑλένη Κόλλια)

Πολὺ ὡραία, γιὰ νὰ δοῦμε λοιπόν, κάποιες διαφορὲς καὶ ὁρισμένες αἰώνιες παρανοήσεις γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση ποὺ ἀναπαράγονται γιὰ χρόνια καὶ ἔτσι κυριαρχοῦν ἄκριτα..

Τί μᾶς λέει τὸ ποίημα τοῦ Ρεμπὼ; Ἐξαιρετικὸ ἀπὸ κάθε ἄποψη, (πολὺ καλὴ καὶ ἡ μετάφραση στὸ συγκεκριμένο..), πολὺ καλὸ τεχνικά, πολὺ καλὸ καὶ νοηματικά. Ὁ βίαιος καὶ ἄδικος θάνατος, (σὰν νὰ ὑπάρχει καὶ δίκαιος τέτοιος!..), ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὴν πιὸ ἀπαστράπτουσα ζωή, μιὰ φύση ποὺ ὀργιάζει, δὲν ἐπαναλαμβάνει τυχαία ὁ Ρεμπὼ ὅλο τοῦτο τὸν ὀργασμὸ τῆς πλάσης ἀπέναντι στὸ ἄψυχο κορμί, ποὺ σὲ τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ συμμετέχει καὶ νὰ γίνει μέρος του, ἡ κτηνωδία καὶ τὸ παράλογο διέκοψαν τὸν φυσικὸ κανόνα, τὴν γέννηση, τὴν δημιουργία, τὴν ὕπαρξη τὴν ἴδια. Ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλες οἱ ἀρετὲς ἑνὸς καλοῦ στίχου καὶ τὸ ὅλο ποίημα εἶναι μιὰ καθαρὴ καὶ σταράτη καταγγελία τοῦ θανάτου, τοῦ πολέμου, τῆς βίας, μιᾶς κτηνωδίας «παρὰ-φύσιν», ἀπόλυτης καὶ ἄλογης. Πάει καλά. Εἶναι στίχοι ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καρφωθοῦν ὡς προμετωπίδα σὲ ἕνα παγκόσμιο ἀντιπολεμικὸ μανιφέστο καὶ ὁπωσδήποτε νὰ συγκινήσουν κάθε ἄνθρωπο στὸν πλανήτη ποὺ δακρύζει κάθε φορὰ γιὰ τὴν  μοῖρα ἑκατομμυρίων ἀδικοχαμένων συνανθρώπων του…

Ὡραία. Γιὰ νὰ δοῦμε τώρα τὸ Καρυωτάκειο σὲ μία ἄχαρη ἀντιπαραβολὴ καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω ὄχι τόσο ἐνδεικτική, καθὼς Ρεμπὼ καὶ Καρυωτάκης δὲν ἀπέχουν τόσο πολύ.

Κατ’ ἀρχάς, ἃς τελειώνουμε μὲ μιὰ παλιὰ παρανόηση. Γυρνοβολῶ στὸ διαδίκτυο, διαβάζω βιβλία κριτικῶν – εἶναι ἐκπληκτικὸ πόσο μονότονο καὶ πόσο ἐπαναλαμβανόμενο εἶναι τὸ λογοτεχνικὸ κριτικὸ τοπίο, νομίζω ὅτι οἱ ἐξαιρέσεις ἤσαν μοναχὰ δυὸ τρεῖς. Θυμᾶμαι τώρα ποὺ τὰ γράφω αὐτά, μιὰ διάλεξη γιὰ τὸν Καρυωτάκη καὶ τὸν ὁμιλητὴ – ἕναν «διάσημο» ἀστέρα τῆς ἑλληνικῆς πεζογραφίας, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ὑπερτιμημένους ποὺ ἀσκοπογυρίζουν στὰ καφὲ καὶ στὶς δεξιώσεις καὶ πιότερο φωτογραφίζονται, παρὰ σκέπτονται καὶ γράφουν. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα λοιπόν, ἐτοῦτος ὁ λαμπρὸς νέος, ἀπήγγειλε καὶ τὸν «Μιχαλιό», (ὁ θεὸς νὰ κάμει αὐτὸ τὸ μουρμουρητὸ ἀπαγγελία..), ἀμέσως μετὰ ἔβγαλε ἕνα λογύδριο γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν κτηνωδία τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ καὶ ἐπέστρεψε στὶς δημόσιες σχέσεις του.

Λοιπόν, ἃς τελειώνουμε κάποτε μὲ τὸν φλοιὸ καὶ ἃς μποῦμε στὸν πυρῆνα. «Ὁ Μιχαλιὸς» μόνο τυπικά, μόνο κὰτ΄ἐπίφαση ἀφορᾷ μιὰ ἀντιπολεμικὴ τοποθέτηση, μιὰ οὐμανιστικὴ διαμαρτυρία. Ὁ Καρυωτάκης δὲν ἦταν ποτὲ τόσο ρηχὸς καὶ τὸ κυριότερο τόσο αὐτονόητος. Ὁλόκληρο τὸ ποίημα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος, λέξη τὴν λέξη, εἶναι μιὰ ἀλληγορία γιὰ τὸν «Ἄλλον», τὸν «διαφορετικό», τὸν ἀ-προσάρμοστο, ἐκεῖνον ποὺ ἀναγκάζεται, (τὸν πήρανε στρατιώτη..) νὰ πάψει νὰ εἶναι πρόσωπο τῆς μικρῆς κοινότητας, (ἀφῆστε μὲ νὰ γυρίσω στὸ χωριό μου..) καὶ νὰ γίνει τὸ ἄτομο σὲ μία μᾶζα, ποὺ μοιρολατρικὰ βαδίζει καὶ αὐτοκτονικὰ σὲ ἀλλότριους σκοποὺς καὶ μάχες. Τὸ ἄτομο πλέον δὲν ἀνήκει οὔτε στὴν κοινότητα, οὔτε στὸν ἑαυτό του, δὲν ὑπάρχει μήτε τάφος κατάλληλος γιὰ τὸν θάνατό του, (ἦταν λίγο μακρὺς ὁ φουκαράκος..). Εἶναι ἕνας ἀποσυνάγωγος, μὰ καὶ κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐτό: εἶναι ὁ ἴδιος ὁ στόχος σὲ ἕναν πόλεμο, ἐκεῖνος ποὺ στὴν οὐσία θὰ σκοτωθεῖ, θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ εὐπροσάρμοστοι, οἱ οὐδέποτε ἀνήσυχοι, θὰ τὴν γλυτώσουν καὶ κάπως λυπημένα θὰ στέκουν ὅση ὥρα διαρκεῖ ἡ ταφή του.

Τὰ γράφω πολὺ περιληπτικά, τὸ ποίημα «σηκώνει» πράγματι θηριώδη ἀνάλυση, ἀλλὰ ἃς μὴν παρεκκλίνω τόσο ἀπὸ τὸ σημερινὸ θέμα. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως τὰ δύο ποιήματα σὲ σχέση μὲ ὅσα γράφαμε παραπάνω..

Δεῖτε πόσο πιὸ προσωπικό, πόσο πιὸ ὑπαρξιακὸ εἶναι τὸ ποίημα τοῦ Καρυωτάκη. Ἐδῶ ἡ ἀντίθεση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, στὴν ἀδικία καὶ τὸ δίκιο, τὸν πόλεμο καὶ τὴν εἰρήνη – ἐδῶ ὅλα ξεκινοῦν καὶ ὅλα τελειώνουν στὸ πρόσωπο ποὺ καταπιέζεται, ποὺ κυριολεκτικὰ ἀκρωτηριάζεται, προκειμένου νὰ ἐνταχθεῖ στὸ σύνολο, (τὸ ὅποιο σύνολο..) καὶ νὰ ἀποκτήσει τὰ δικά του χαρακτηριστικά. Εἶναι γνωστὸ ὅτι γιὰ τὸν Καρυωτάκη ὁ χειρότερος πόλεμος προέρχεται ἀπὸ τὸν «κοινωνικὸ ἐναγκαλισμό», ἀπὸ τοὺς τύπους καὶ τὶς ἀρχές, ἀπὸ τὴν θλίψη ποῦ προκαλεῖ ὁ μικροαστισμός, τὰ ἠχηρὰ περὶ πατρίδος, βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ἀπὸ τὴν ὑποκρισία ἑνὸς οἰκονομικοῦ καὶ κοινωνικοῦ σφαγείου. Ὁ Ρεμπὼ ἀναδεικνύει τὸ παράλογό του πολέμου, ὁ Καρυωτάκης σαρκάζει καὶ πασχίζει γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ κατακρεουργεῖται ἀπὸ μιὰ κοινωνία ξένη καὶ ἀ-προσωπη. Σαρκάζει, λυπᾶται καὶ πετὰ μὲ εἰρωνεία τὸν Μιχαλιὸ στὴν καρδιὰ τοῦ συστήματος, γιατί μόνο μὲ ἕνα ποίημα φαινομενικὰ σατιρικὸ μπορεῖ νὰ ἀποδομήσει τὴν σοβαροφάνεια καὶ τὰ πομπώδη. Ἐδῶ ὁ ἀντιήρωας ἔχει ὄνομα, καταγωγή, προσωπικὰ χαρακτηριστικά, συγχωριανούς, δὲν ἀνάγεται στὰ ἐπίπεδα τοῦ συμβολισμοῦ, εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς διπλανῆς πόρτας, ἡ ταύτιση μαζί του εἶναι πολὺ πιὸ ἄμεση καὶ ἡ ἐπίδραση ἀπὸ τὸν στίχο πολὺ πιὸ καταλυτική.

Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι τὸ ἕνα ποίημα εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο, στὴν ποίηση αὐτὲς οἱ συγκρίσεις εἶναι ἀνόητες καὶ ἐν πολλοῖς ἄσκοπες. Καὶ τὰ δύο συγκινοῦν καὶ τὰ δύο ὑπηρετοῦν ἕναν ἀνθρωπισμὸ μὲ τὴν εὐρύτατη ἔννοια – ἀλλὰ πεῖτε μου, ποιὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μὲ ἄνεση πανανθρώπινο καὶ διαχρονικό, ποιὸ ἀνοίγει διάπλατα φιλοσοφικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, μὲ ἄλλα λόγια: ποιὸ διαπερνᾷ πιὸ αἰχμηρά, πιὸ στοχευμένα, τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση;

Δὲν ἔχω κουραστεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τὰ ἀξιοτέρα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης, βρίσκονται ἀκόμη παραγνωρισμένα καὶ παρεξηγημένα, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιδερμικὰ ἡ λογοτεχνικὴ κοινωνία δείχνει νὰ τὰ ἀγκαλιάζει καὶ μὲ θαυμασμὸ νὰ τὰ ἀποδέχεται. Δὲν εἶναι μόνο ἡ γλῶσσα ποὺ στέκεται ἐμπόδιο στὴν εὐρύτερη διείσδυση, εἶναι κυρίως ὅτι καὶ στὸ ἐσωτερικό της χώρας ἀπὸ καιρὸ ἔχουν ἐξοβελιστεῖ τὰ βαθύτερα, τὰ πιὸ ἀπαιτητικά, ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν κάτι νὰ ποῦν.

Ἔστω…

Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ γαλλικὴ λογοτεχνία εἶναι θηριώδης σὲ ὄγκο καὶ ποιότητα, ἀπαιτεῖ μελέτη ἐξαντλητική, μεγάλη εὐαισθησία καὶ γνώση στὴν μετάφραση καὶ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸν διαχωρισμὸ τῶν ὑπερτιμημένων στίχων ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀξίζουν καὶ συνταράσσουν. Εἶναι μιὰ λογοτεχνία μὲ μακρὰ παράδοση καὶ ποιητὲς ποὺ ἔχουν ἐπηρεάσει παγκόσμια καὶ ἐξακολουθητικὰ καὶ ποὺ παρὰ τὸ ἐμπόδιό τῆς γλώσσας μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητοὶ καὶ ἄμεσοι στὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό. Ὅλα αὐτὰ θεωρητικά. Γιατί ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἐὰν δὲν ἔχεις ἀντιληφθεῖ τίποτα ἀπὸ Καβάφη, Βρεττάκο ἢ Παπατζώνη, πῶς θὰ κατανοήσεις τὸν Μαλαρμὲ καὶ τὸν Ρεμπὼ καὶ τὰ ὑπόγεια ρεύματα ποὺ ἑνώνουν τοὺς στίχους τους; Ἐὰν ἡ μόνη ἔννοια τῶν κριτικῶν στὴν Ἑλλάδα εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς ἱερῆς γενιᾶς τοῦ 30, (ἐντελῶς τυχαία θυμᾶμαι τώρα κείμενα τοῦ Βαγενά..), πῶς θὰ βοηθήσεις τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ νὰ κατανοήσει ἕναν Ρεμπῶ, ἕναν Ἀπολλιναίρ, ἔστω ἕναν Ταρντιέ;

Φαίνεται περίεργο – ὅμως ἡ ποιότητα τῆς ἀνάγνωσης καθορίζει ἐν πολλοῖς καὶ τὴν ποιότητα γραφῆς. Τὸ ἔτσι κι ἀλλιῶς μικρὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, ὑποχωρεῖ ἄτακτα ἐδῶ καὶ χρόνια στὰ ποιοτικά του κριτήρια, ἀντίστοιχά το λογοτεχνικὸ σινάφι ὀσφρίζεται αὐτὴν τὴν εὐκολία καὶ τεμπελιάζει ὅλο καὶ περισσότερο, καταφεύγει σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν στὴν εὐκολία, τὸν ἐπιδερμικὸ στίχο ἢ ἀντίθετα τὸν στίχο τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ, τὴν ξύλινη γλῶσσα, τὰ στερεότυπα. Ὁ ἤδη μικρὸς ὁρίζοντας τῆς ἑλληνικῆς ποίησης ἔχει στενέψει περισσότερο καὶ παρὰ τὴν ἀπίστευτη ποσότητα στίχων ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κάτι νὰ ποῦν, μετρῶνται στὰ δάκτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Σύντομα κι αὐτοὶ κουρασμένοι θὰ ἐγκαταλείψουν, καθὼς στὴν ἑλληνικὴ ἀνάγνωση δὲν ὑπάρχει ἡ ἀπαίτηση γιὰ δεύτερο, τρίτο καὶ τέταρτο νοητικὸ «στρῶμα» στὸν στίχο: ποίηση εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπετε, αὐτὸ ποὺ χαϊδεύει τὴν κρατοῦσα αἰσθητική σας, τὴν ἀστραπιαία ταχύτητα τοῦ βλέμματος. Ἡ ποίηση ἔχει γίνει ἀδελφή σας, μία σῳσίας σιαμαία ποὺ κολακεύει τὰ ἐλαττώματά σας..

Ἡ γαλλικὴ ποίηση τέλος, καὶ ἰδιαίτερα οἱ Γάλλοι ποιητὲς τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνα θὰ μποροῦσαν νὰ διδάξουν πολλὰ στοὺς Ἕλληνες ὁμοτέχνους τους. Πρῶτα ἂπ΄ὅλα, τὴν διαρκῆ ἀναζήτηση τῆς πρωτοπορίας σὲ τεχνική, περιεχόμενο καὶ γλῶσσα – μόνο τυχαῖο δὲν εἶναι ὅτι ντὰ περισσότερα λογοτεχνικὰ καὶ εὐρύτερα καλλιτεχνικὰ ρεύματα ἀπογειώθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ Σηκουάνα. Τὸ δεύτερο καὶ πολὺ σημαντικό, εἶναι ἡ σύγκρουση, ἡ ἐπιμονὴ σὲ ἐκεῖνο ποὺ θεωρεῖται λάθος, ἡ πίστη ὅτι «γράφω παρὰ- καὶ ἐνάντια- καὶ σὲ πεῖσμα», ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτὸ μὲ ἀπομακρύνει διὰ βίου ἀπὸ τὴν δημοσιότητα, τὴν ἀναγνώριση, τὴν ἀποδοχή. Ἡ πλειονότητα τῶν ποιητῶν ποὺ ἀναφέρω πιὸ πάνω, ἀλλὰ καὶ πολλῶν πολλῶν ἄλλων, δὲν σκέφθηκε στιγμὴ νὰ συμβληθεῖ μὲ τὸ κοινωνικὰ ἀποδεκτὸ καὶ τὸ λογοτεχνικὰ ἀναγνωρίσιμο. Πλήρωσε ἕνα σκληρὸ τίμημα ἕως τὸ τέλος – καὶ πιστέψτε μέ, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει πολὺ σκληρὸ σὲ ἕνα Παρίσι ποὺ ἀνταμείβει γενναιόδωρα ἐκείνους ποὺ ὑμνοῦν τὴν λάμψη του ἀδιαμαρτύρητα..

Θὰ κλείσω μὲ λίγους στίχους ἀπὸ τὴν σημερινὴ γαλλικὴ ποίηση. Ἕνας ποιητὴς ποὺ βρίσκω ἀξιόλογο εἶναι καὶ ὁ Ζερὰρ Νουαρέ, (Gerard Noiret, 1948-), παρόλο ποῦ τὸ βιογραφικό του δὲν μὲ ἐμπνέει καὶ ἰδιαίτερα. Εἰλικρινὰ ὁρισμένοι του στίχοι μου θυμίζουν ἔντονα τὸν Τάσο Ζερβό, ποιητὴ ποὺ ἔχουμε δεῖ σὲ ξέχωρο ἄρθρο. Δεῖτε γιὰ παράδειγμα μιὰ ὄμορφη φράση, δὲν πρόκειται γιὰ καμιὰ μεγάλη φιλοσοφία, ἀλλὰ εἶναι ὄμορφη:

[ ]

…τὸ ξέρουμε,

Κάθε ἐποχὴ βιωμένη

Εἶν΄ἕνα θαῦμα λιγότερο γιὰ νὰ ζήσουμε.

Καὶ ἕνα ποίημα μικρό, ἀλλὰ πράγματι ἐξαιρετικό..

Ἀνώνυμη

Φέρνει στὴ θύμησή της ἕνα σωρὸ πράγματα

Ποὺ δὲν τὰ θυμᾶται πραγματικά.

Δὲν κράτησε καμιὰ ἀπ΄τὶς ὑποσχέσεις

Τοῦ παραστήματός της ποὺ τὴν ἔκανε μαθήτρια θαυμαστή.

Ἰσχνὴ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,

Τὰ μάγουλα κουρέλια ὅσο εἶναι καὶ τὰ μαλλιὰ

Σκληρὰ σὰν βέργες, ἔχει πιὰ χάσει

Τὰ μάτια ἐκεῖνα τὰ ἐρευνητικά.

Τῆς χρησιμεύουν τώρα

Νὰ παρατηρεῖ στὴν οὐρὰ τὴ ράχη ποῦ προηγεῖται.

(μετάφραση Στρατὴς Πασχάλης)

Πόσο πολυεξετασμένο θέμα, μὰ καὶ πόσο φρέσκια ἡ ποιητικὴ ματιά! Ἐνθουσιάζομαι ὅταν βρίσκω κάτι τέτοια διαμαντάκια, δεῖτε τὴν εἰκόνα ποὺ αἰχμαλωτίζει ὁ ποιητής.. “νὰ παρατηρεῖ στὴν οὐρὰ τὴ ράχη ποὺ προηγεῖται”..

Ά!, αὐτὴ ἡ ζωή μας, αὐτὴ ἡ ζωή μας ποὺ κάθε μέρα τραβιέται ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὰν ἄθυρμα μοίρας τυφλῆς, αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ δὲν δημιουργεῖ τίποτα κι ὅμως τὴν νυχτιὰ νοιώθει ἐξαντλημένη ἀπὸ μία κατὰ φαντασίαν ὑπερδραστηριότητα, ἡ ζωὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὸ κίβδηλο ἀπὸ τὸ γνήσιο καὶ σὰν τὴν πωλήτρια ψαριῶν στὸ «λιμάνι» τοῦ Hedi Kaddour φωνάζει καὶ ξεπουλᾷ..

Καὶ μετά: δύο, δύο εὐρώ, μόνο!

Ἀναφωνεῖ ἡ γυναῖκα ποὺ πουλάει σαρδέλλες,

Ἴδια τιμὴ κι οἱ ζωντανὲς κι οἱ ψόφιες!

(Τὸ λιμάνι, Hedi Kaddour, 1945-, μτφ. Στρατὴς Πασχάλης)

Ποιητάδες, γραφιάδες καὶ ἐσεῖς ὅλοι πνευματικοὶ αὐτῆς τῆς χώρας, ξεχωρίστε τὴν ψαριά σας, τὰ ψόφια ἀπὸ τὰ ζωντανά, κυλιστεῖτε μακριὰ ἀπὸ τὰ φῶτα στὴ λάσπη, βιῶστε τὸν πόνο τῆς ὕπαρξης ἂν θέλετε κάποτε νὰ γίνετε ὁ τραγουδιστής της. Καὶ φωνάξτε μὲ ὅση δύναμη ἔχει ἀπομείνει στὰ πλεμόνια σας, τὰ γεμάτα ἀπὸ ματαιοδοξία, τοῦτο τὸ δίστιχο τοῦ Jean Yves Masson..

..Je suis le feu, la flame nue qui veut s’ etendre,

Et consumer tout le visible dans son cri..

Εἶμαι ἡ φωτιά, ἡ γυμνὴ φλόγα ποὺ θέλει ν΄ἁπλωθεῖ,

Καὶ νὰ κατακάψει στὴν κραυγὴ της ὅλα τα ὁρατά..

(στὸ κείμενο ἀνθολογοῦνται: Ἀνρὶ Μισῶ, Λουὶ Ἀραγκόν, Paul Verlaine, Maurice Rolllinat, Gerard de Nerval, Σὰρλ Μπωντλαίρ, Ζᾶν Μωρεᾶς, Ἀντρὲ ντὺ Μπουσέ, Ζὰκ Πρεβέρ, Ραϋμὸν Κενῶ, Εὐγένιος Γκυγεβίκ, Μπορὶς Βιάν, Stephane Mallarme, Marceline Valmore, Gaston Coute, Renee Vivien, Blaise Cendrars, Rene Crevel, Armand Robin, Andre Laude, Laurent Tailhade, Gerard Noiret, Hedi Kaddour, Yves Masson, ἀπὸ τοὺς μεταφραστές: Ἀλέξανδρος Μπάρας, Ἀχιλλέας Κυριακίδης, Ἑλένη Κόλλια, Γιάννης Βαρβέρης, Τάκης Σινόπουλος, Μηνᾷς Δημάκης, Κώστας Καρυωτάκης, Δέσπω Καρούσου, Ἀντώνης Φωστιέρης, Δημήτρης Καλοκύρης, Θανάσης Νιάρχος, Στρατὴς Πασχάλης)

Βιβλιογραφία

Γιὰ ὅσους θέλουν μία πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὴν Γαλλικὴ ποίηση, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμά τα παρακάτω, μὲ ὅλα τα λάθη καὶ τὶς παραλείψεις τους. Χρήσιμα μόνο γιὰ μία πρώτη γνωριμία μὲ τὴν γαλλικὴ ποίηση καθὼς τὰ οὐσιαστικὰ κριτικὰ σχόλια καὶ οἱ παραβολὲς ἀπουσιάζουν ἐκκωφαντικά.

1.Ἀνθολογία σύγχρονης γαλλικῆς ποίησης, ἐκδόσεις Ἄγρα

2.Ἀνθολογία Γαλλικῆς ποίησης, Χριστόφορος Λιοντάκης, ἐκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφορεῖ μὲ μαλακὸ καὶ σκληρὸ ἐξώφυλλο

3.Καταραμένοι Γάλλοι ποιητές, Ἑλένη Κόλλια, ἐκδόσεις Ἠριδανὸς

Κράτα το

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
217Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments