Μικρό αφιέρωμα στόν Μήτσο Παπανικολάου

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
61Shares

(Τὸ κείμενο εἶναι μονοτονισμένο)

Διαθέτει πικρό χιούμορ η ζωή και αντιστίξεις μοναδικές. Γεννιέται ένα παιδί, εκεί στα 1900 και φέρνει μαζί του ελπίδα και όνειρο για ζωή φωτεινή, ξεχωριστή. Πέφτει στα χέρια του ένα τεύχος από την «Διάπλαση των Παίδων» και γοητεύεται. Κι ανακαλύπτει νωρίς τον δρόμο του. Κάποιες νεανικές φιλοδοξίες και ο παιδικός στόμφος τον οδηγούν και διαλέγει το λιγότερο προφητικό ψευδώνυμο που μπορούσε να επιλέξει – «Νικητής της Αύριον». Σαράντα περίπου χρόνια μετά ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου (1900 -1943), αγνώριστος από τις κακουχίες και τα ναρκωτικά, ρακένδυτος, ζητιανεύει στην Ομόνοια και στα γύρω στενά, θλιβερό απομεινάρι ελπιδοφόρων εποχών και μιας ζωής πέρα από τα όρια.

Μπορούμε ίσως λίγο να φανταστούμε την απελπισία, τα λοξά βλέμματα των ομοτέχνων, την θλίψη των φίλων. Είναι αυτοί οι φίλοι, που για να του εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαί μέσα στην κατοχή θα τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Δεν θα ξαναβγεί ποτέ ζωντανός από εκεί – μια μοιραία δόση ναρκωτικών θα τερματίσει την ταλαιπωρημένη ζωή του. Μπορούσε εύκολα να επιλέξει δρόμους συμβατικούς ή τουλάχιστον πιότερο εξασφαλισμένους, καθώς είχε προλάβει να εγγραφεί στην νομική σχολή. Όμως η γνήσια ποιητική φλέβα σπάνια σ αφήνει να περπατήσεις δρόμους χλιαρούς, ζητά το έγκαυμα του πάθους και πολλές φορές την γεύση της αυτοκαταστροφής.

Οι Γάλλοι, ποιητές σαν τον Παπανικολάου τους ονομάζουν maudis, ποιητές δηλαδή καταραμένους, μα αυτοί οι ίδιοι οι Γάλλοι θα έπρεπε κανονικά να είχαν ένα σοκάκι αφιερωμένο σ αυτόν, καθώς ίσως δεν υπήρξε άλλος ποιητής και μεταφραστής που να αγάπησε τόσο την γαλλική ποίηση και όχι μόνο τον Baudelaire της νιότης του. Στις δύο νεκρολογίες που δημοσίευσε η Νέα Εστία, ο Τέλλος Άγρας και ο Σκίπης αναφέρουν πως τόση αγάπη είχε στην γαλλική γλώσσα, που προς το τέλος έγινε σχεδόν ανίκανος να εκφραστεί ποιητικά στην ελληνική. Όσοι αγαπάτε την γαλλική ποίηση αναζητείστε μεταφράσεις του, πολλές θα βρείτε στην Νέα εστία και θαρρώ πως θα αποζημιωθείτε με το παραπάνω.

«Άκουγε το όνομα του Παλαμά και μόρφαζε», θα πει ανώνυμος φίλος του που δεν άντεξε να τον επισκεφθεί στα στερνά του και ο Παπανικολάου εκτός από τον Πόε, τον Ουάιλντ και τους Γάλλους, παρέμεινε έως το τέλος μέγας θαυμαστής του Καβάφη. Μεγάλη συμπάθεια έτρεφε και στον Τέλλο Άγρα, με μια έννοια για την υγεία του σχεδόν πατρική. Αντίθετοι χαρακτήρες, αναρχικός ο Παπανικολάου, της νύχτας, των υπογείων, παιδική ψυχή ο Άγρας, φύση λεπτή και ευαίσθητη, μα ήσαν και οι δύο εξαίρετοι κριτικοί και ποιητές του χαμηλόφωνου.

Ο Παπανικολάου είχε κριτήριο μοναδικό και είναι να απορεί κανείς πως κάτω από τόσες αντίξοες συνθήκες και μια ζωή θολωμένη από τα ναρκωτικά, δεν έπεσε έξω σε καμιά πρόβλεψή του για την ποιητική αθανασία. Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβε την αξία του Ελύτη κι αυτό δείχνει την αντικειμενικότητά του για έναν ποιητή τόσο διαφορετικό, τόσο φωτεινό και στον αντίποδα του δικού του ερέβους. Από τους λίγους επίσης που υπερασπίστηκε σταθερά την αξία του Σεφέρη. Κατάλαβε γρήγορα την αξία και την πρωτοτυπία του Σαραντάρη.

Μα η μεγάλη του φιλία ήταν με τον Λαπαθιώτη. Αχώριστοι σε ποίηση και κραιπάλες, υπάρχει μάλιστα ένα όμορφο ποιητικό πινγκ πονγκ ανάμεσά τους. Μα λίγο πριν και οι δύο εγκαταλείψουν τα μάταια, συγκρούστηκαν, η φτώχεια, η εξαθλίωση οδήγησαν σε πράξεις ταπεινές και αξιολύπητες.  Ο Παπανικολάου παίρνει βιβλία από την τεράστια βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη και τα πουλά όσο όσο – μα στον φίλο του δίνει ένα μέρος από τα κερδισμένα. Εκείνος το μαθαίνει, μα ο ευγενής, ο εστέτ, ο σχεδόν εξαϋλωμένος μέσα στην ευαισθησία του Λαπαθιώτης, ακόμη και τότε δεν κατονομάζει, τον φίλο του, δεν τον κατηγορεί δημόσια. Μιλά αλληγορικά, αποτυπώνει το περιστατικό σε ένα κείμενο γεμάτο ψευδώνυμα και μόνο μετά από χρόνια οι μελετητές του καταλαβαίνουν ότι αναφέρεται στον Παπανικολάου.

Μέσα στην κατοχή χάθηκαν βιβλία ανεκτίμητα για λίγα όσπρια και λίγο λάδι. Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει ότι ο Παπανικολάου είχε σπάνια γαλλική ποίηση στην βιβλιοθήκη του, που δύσκολα μπορούσε ακόμη και ο τότε κραταιός Ελευθερουδάκης να εύρει και να φέρει από την Γαλλία. Paul Valery, Paul Verlaine, Guillaume Apollinaire, Jules Laforgue και δεκάδες άλλοι. Φίλοι στην Αθήνα ισχυρίζονται πως έχουν ανακαλύψει σε παλαιοπωλεία κομμάτια από αυτό το κατασπάραγμα λογοτεχνικών θησαυρών, μα ποιος να ξεύρει αν πράγματι είναι έτσι…

Το ποιητικό σινάφι είχε και τότε τις μεγάλες αντιπαλότητές του, μα σε θέματα επιβίωσης είχε και αλληλεγγύη μοναδική. Ο Παπανικολάου θα δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις στην «Νέα εστία», μα θα εργαστεί για μεγάλο διάστημα και στο περιοδικό «Μπουκέτο» και μάλιστα στο ψυχορράγημα του περιοδικού θα γίνει και διευθυντής του. Μισθό έπαιρνε κατά διαστήματα καλό, μα τα περισσότερα έφευγαν σε βιβλία και σε κάτι περίεργες φυσιογνωμίες που τον περίμεναν έξω από το γραφείο του για χαρτζιλίκι και νυχτερινά οφειλόμενα. Ο Σκίπης περιγράφει γλαφυρά την μεταμόρφωση του ποιητή από έναν άνθρωπο όλο ζωντάνια σε καρικατούρα στο κέντρο της Αθήνας.

Πολλά ποιήματα δεν έγραψε ο Παπανικολάου, δεν έβγαλε καν βιβλίο όσο ζούσε. Στο έργο του είναι φανερή η επιρροή των Γάλλων, του Καβάφη, του Καρυωτάκη. Στην τεχνική σημασία δεν έδινε πολλή και ο ρυθμός του  τις περισσότερες φορές ξενίζει, ξαφνιάζει και σε κάποιους προκαλεί και δυσφορία. Δεν κατόρθωσε να κάμει το σκοτάδι του ποιητική σχολή όπως ο Καρυωτάκης. Μα μπόρεσε μέσα σε έργο λιγοστό, να αφήσει αποτύπωμα μοναδικό και ευαίσθητο.

Παραθέτω κάποια ποιήματα τυχαία. Ας αρχίσω με τον  «Χειμώνα». Μα πόσο θυμίζει Βαλαωρίτη στην αρχή, μα και πως παίρνει την Καρυωτακική στροφή αμέσως μετά…

Χειμώνας

Μη με προσμένεις πια να ρθω στο βουερό ακρογιάλι.

Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.

Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη

Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.

Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι

Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.

Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι

Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.

Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες

Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,

Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες

Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.

Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη

Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,

Τα ρόδα τα’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει

Ή Μοίρα μας κι οι ξένοι.

Ο Σκίπης για το ύστατο χαίρε διαλέγει ένα από πιο απλά και πιο ωραία ποιήματα του Παπανικολάου.

Μέσα στη βουή του δρόμου

Μέσα στην βουή του δρόμου

Ήταν να βρω το όνειρο μου,

Να το βρω και να το χάσω

Κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου

Κι ήταν η χαρά του κόσμου,

Η χαρά που μας ματώνει

Σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε

Όσα Δε θα ξαναρθούνε-

Πουλιά που χουν φτερουγίσει

Σύννεφα μέσα στη δύση

Κι άφησε στο πέρασμά του

– Πέρασμα ζωής, θανάτου-

Στην καρδιά μου Σα σφραγίδα

Ώ… την πεθαμένη ελπίδα

Μια ελπίδα πεθαμένη

Που μας ζει και μας πεθαίνει

Κι όλα μας τραβάει δω κάτου

Ως την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο

Και παντοτινά χαμένο

Σε κρατώ στο νου μου ακόμα

Σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

Όταν πέρασες με πήρες

Κι όλες μου άνοιξες τις θύρες

Διαφήμιση

Με το μαγικό κλειδί σου

Του χαμένου παραδείσου.

Να κι ένα τρίτο, αποκαμωμένο αυτό, υποταγμένο στην παντοδυναμία του χρόνου. Προσέξτε τον στίχο με το ρολόι που καταβροχθίζει τα όνειρα και ταυτόχρονα τα φέρνει αδυσώπητα πίσω στη μνήμη…

Φθινοπωρινό σχεδίασμα

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει έρθει

Μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι

Και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δεν θα βρεθεί

Για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που αράζει.

Και να, το βράδυ κι η βροχή το τζάμι μου χτυπάει

Σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα σε τόσες άλλες,

Μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει

Κάθε που κλαίει μες την ζωή και της βροχής οι στάλες.

Κουβέντες μες στη σκοτεινιά, του ανέμου μοιρολόι,

Ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,

Μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τα’ αλύπητο ρολόι

Θυμίζει τόσα πράματα που τα χει πια σκοτώσει.

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει έρθει.

Μοιράζει το χρυσάφι το, μοιράζει το μαράζι.

Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί

Ως τον Απρίλη που θα ρθει, σαν πάγος που δεν σπάζει;

Κι ένα σονέτο που δεν γνώριζα ή δεν το θυμόμουν, τόστειλε φίλος καλός. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν πρόκειται για ερωτικό ραντεβού, ούτε καν για ερωτικό ανεκπλήρωτο, μα για απολογισμό και πένθος δρόμων φωτεινών που ποτέ δεν μπόρεσε να συναντήσει.

Ραντεβού

Πρόσμενα, πρόσμενα να ’ρθείς, κι εσύ δεν ήρθες όμως…

Μα στην απελπισία μου, δε μού ’λειψε η ελπίδα,

περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος

κι όλους τους είδα νά ’ρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.

Κι έμεινα τέλος μόνος μου μες στ’ άδειο καφενείο,

έμεινα, όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας, μόνος,

κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο

που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.

Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση

και τά ’κλεισα και σ’ είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω

είχες ερθεί στο ραντεβού που δε μου είχες δώσει

για να με κάνεις πιο πολύ μ’ αυτό να σ’ αγαπήσω.

Και την καρδιά μου σ’ άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου

τα μαύρα τη στολίζανε τα κρέπια του θανάτου!

Η ποίηση του Παπανικολάου δεν είναι εύκολη, δεν είναι για ημερολόγια και εθνικές επετείους, απαιτεί συγκέντρωση πολλή και θα τολμούσα να πω μεγάλη εμπειρία ζωής. Για όποιον δεν έχει περπατήσει σε δρόμους λίγο οριακούς ή απλά σκοτεινούς, οι στίχοι του μπορεί να φανούν επιτηδευμένοι ή στην καλύτερη περίπτωση μονότονη μίμηση. Και ίσως νάχουν ένα δίκαιο όσοι μέσα από μία ευθύγραμμη ζωή όλα αυτά τα θεωρούν υπερβολικά. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι αυτή η γενιά απλά αποτυπώνει την πραγματικότητα της εποχής της. Μα υπήρξαν και άλλοι ποιητές τότε πολύ πιο πομπώδεις, πιο λυρικοί, λιγότερο χαμηλόφωνοι. Προφανώς δεν είναι μόνο θέμα εποχής. Ποιητές που έζησαν τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων (για να δανειστώ τίτλο από άλλο ποιητή), πόνο που ακουμπάει όλες τις εποχές, δεν περιμένει μια μικρασιατική καταστροφή για να εκδηλωθεί.

Σήμερα πια ποιήματα του Παπανικολάου θα βρείτε εύκολα αλλά διάσπαρτα στο δίκτυο, ενώ τα δύο αποχαιρετιστήρια Άγρα και Σκίπη θα τα βρείτε στα ψηφιοποιημένα τεύχη 398 και 394 της Νέας Εστίας που φιλοξενεί το ΕΚΕΒΙ. Οι δυο σημαντικοί λογοτέχνες ασπάζονται άλλες ηθικές αξίες αποφεύγουν να πουν πολλά πράγματα με το όνομά τους, μα από τα κείμενα, ιδιαίτερα του Άγρα, βγαίνει αγάπη γνήσια και λύπη πραγματική. Αυτή η γνησιότητα άλλωστε είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που έκαμε τις κριτικές του Άγρα εξαίρετες, ακόμη και όταν «χτυπούσαν» δυνατά τον αποδέκτη τους. Ως συνήθως η παλιά γραμματοσειρά της Νέας Εστίας θα σας δυσκολέψει και χρειάζεται λίγη υπομονή..

Αν για κάποιο λόγο επιμένω στους ποιητές του μεσοπολέμου, δεν είναι μόνο γιατί μάτωσαν για να ανοίξουν, (λίγο άχαρα είναι αλήθεια, πολλές φορές και άτεχνα) έναν δρόμο που όμορφα περπάτησε η επόμενη και μεθεπόμενη γενιά. Είναι κυρίως γιατί στον αγώνα να φτάσουν στον ποιητικό πυρήνα, να ανακαλύψουν συναισθήματα μοναδικά και να φέρουν στην χώρα και στην λογοτεχνία άνεμο καινούριο, δεν δίστασαν να τσαλαπατήσουν την εικόνα τους και την ζωή τους. Άλλωστε οι μεγάλες αλλαγές γεννιούνται από ανθρώπους που δεν διστάζουν να περάσουν στην άλλη όχθη, περίπου σε αποστολές κοινωνικής και λογοτεχνικής αυτοκτονίας.

Προσέξτε λίγο παραπάνω την απάντηση του Λαπαθιώτη στον Παπανικολάου, που αναφέρω και παραπάνω…

Διωγμένοι, εξαρθρωμένοι (στην ψυχρολουσία φτασμένοι!),

ίδιοι μ’ αυτούς που κόσκινο τους κάνανε οι καημοί

κι έχουνε πια την ηδονή να ψάχνουνε για ηδονή

κι όντας και την αγγίξουνε, τίποτα δεν τους μένει.

Το τελευταίο δίστιχο είναι το απόσταγμα εκείνου που φτάνει στο τέλος, κόβει την κορδέλα, νικητής, γνώστης και μεγαλόπρεπα ανικανοποίητος. Μα η τραγωδία είναι πως δεν υπάρχουν επευφημίες, ούτε καν ένα χτύπημα στον ώμο. Είναι μια πορεία απόλυτα μοναχική και μια εικόνα που πολλούς από τους ποιητές του μεσοπολέμου τους οδήγησε σε ψυχιατρεία και άσυλα.

Δεν ημπορείς νομίζω να αγαπήσεις την ποίηση αυτής της γενιάς, αν δεν γνωρίσεις και αγαπήσεις την ατμόσφαιρα της εποχής τους. Τα στέκια τους, τις ατάκες τους, τα ταπεινά κτίρια που τους φιλοξένησαν, την ποιητική και προσωπική αλληλογραφία τους, τους ανέλπιδους ή ανεκπλήρωτους έρωτες, τις ιδιοτροπίες τους. Την ευγένεια μέσα στην απόλυτη φτώχεια και την αρχοντιά που κρατούσαν ακόμη και στα καταγώγια. Υπάρχουν έξοχες περιγραφές για όλα αυτά, μα δεν περισσεύει χώρος και χρόνος.

Πιστεύω πως ένας από τους χιλιάδες λόγους αυτής της ατμόσφαιρας ήταν αυτό που ονομάζω «λιτότητα των περισπασμών». Το περιβάλλον φτωχό, σχεδόν ανύπαρκτο. Η φτώχεια απόλυτη, δέρμα δεύτερο. Η σκέψη δεν μπορούσε παρά να είναι εσωστρεφής, βαθιά ερευνητική, συνεχώς πυρετική, εστιασμένη στα ουσιώδη.

Κανείς δεν επιθυμεί να είναι γεροντικά νοσταλγικός και λογοτεχνικά αραχνιασμένος. Μα όποιος λίγο μελετήσει κείμενα, κριτικές, ακόμη και καυγάδες αυτών των χτυπημένων maudis, ίσως λίγο ζηλέψει, εκτός από την πένα τους, την αφοσίωση, την περιφρόνηση στο κεραμεούν και φαύλο και μια ευφυΐα γεννημένη βέβαια σε λάθος χρόνο και κατά πάσα πιθανότητα σε λάθος χώρο…

Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω

………………………………….

Το «κεραμεούν» και «φαύλον»· το σιχαμερό:

που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή)

αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1925)

Και τελικά μάλλον όλα εκεί καταλήγουν…

Στην ικανότητα να πετάς από πάνω σου το κεραμεούν και να ασχολείσαι με εκείνα που γιατρεύουν την ψυχούλα σου και οδηγούν σε βουνοκορφές μέσα από δύσβατα μα τόσο γοητευτικά μονοπάτια…

5 5 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
61Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments