Πάντοτε ἡ λύπη τὶς φρουρές ἐξευτελίζει..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
154Shares
 
«Ὅσο πρωὶ κι ἂν σηκωθοῦμε μᾶς προλαβαίνει ἡ λύπη μας»
(Ἡ μεγάλη ἔρημος, 1962)
Σε νεαρή ηλικία

Ποτὲ δὲν πίστευα ἰδιαίτερα στὸ ἐκ γενετῆς ποιητικὸ ταλέντο, (ἴσως καὶ νὰ ὑπάρχει, μὰ πόσο σπάνιο στοὺς αἰῶνες!..), ἀλλὰ τὰ τελευταῖα χρόνια πείθομαι ὅλο καὶ περισσότερο πὼς πίσω ἀπὸ κάθε γνήσιο καὶ σημαντικὸ ποιητὴ ὑπάρχουν χιλιάδες ὧρες ποιητικῆς ἄσκησης. Δὲν ἀναφέρομαι στὸ πνευματικὸ καὶ ἀναγνωστικό του ὑπόβαθρο – αὐτὸ ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὸ θεωρῶ ἀπαραίτητο καὶ προϋπόθεση γιὰ κάθε γραφέα. Δὲν ἀναφέρομαι καν στὰ χιλιάδες σκισμένα χαρτιὰ ποὺ γίνονται στάχτη καὶ ἀπορρίπτονται ἀπὸ τὸν ποιητὴ προτοῦ ἀδιάκριτα μάτια ἀναγνώσουν τὸ περιεχόμενό τους. Μιλῶ κυρίως γιὰ τὶς πρώϊμες ποιητικὲς συλλογές, ἐκεῖνες ποὺ παραδίδονται γιὰ ἔκδοση καὶ στιγμιαία ἐκφράζουν τὸν δημιουργό τους. Στὰ δικά μου μάτια, στὸ ἔργο κάθε σημαντικοῦ ποιητῆ ὑπάρχει ἕνα σημεῖο μετάβασης, μία τομὴ ποὺ συνήθως σηματοδοτεῖ τὸ ὁριστικὸ πέρασμα στὴν πιὸ ὥριμη συνείδησή του. Νὰ ἡ πρώτη συλλογή, νὰ ἡ δεύτερη, νὰ ἡ δέκατη, νὰ τὰ ἄρθρα, ἰδοὺ οἱ κρίσεις καὶ οἱ ἐπικρίσεις καὶ ἄξαφνα!… ἄξαφνα ὁ ἀναγνώστης στὸ ἑπόμενο ἔργο ἀντιλαμβάνεται πὼς ἔχει ἐπέλθει ἡ μεταβολή, τὸ ταξίδι ἔφερε καρπούς, ἡ γραφὴ εἶναι πιὸ στέρεη, πιὸ ὥριμη ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, ὁ ποιητὴς μὲ πολὺ λιγότερο κόπο προσεγγίζει ἔννοιες, πλάθει νέες λέξεις, πυκνώνει τὸν λόγο, ἔχει ἀκουμπήσει μὲ ἐξαιρετικὴ ἐκφραστικὴ ἀκρίβεια τὸ βαθύτερο σημεῖο τῆς δεξαμενῆς

Ἄγνωστο πότε θὰ ἐπισυμβεῖ αὐτὴ ἡ ποιοτικὴ μεταβολή. Ἡ ὡρίμανση τοῦ οἴνου διαφέρει, δὲν ὑπάρχουν συμβόλαια γιὰ τὴν ἐξέλιξη μιᾶς καλλιτεχνικῆς συνείδησης. Κάποιοι εἶναι τυχεροί, ὁ βιολογικός τους κύκλος εἶναι μακρύς, τὸ ταξίδι ἔχει εὐκαιρίες, θὰ φτάσουν ἔστω καὶ ἀργὰ σὲ ἕναν προορισμό. Σὲ κάποιους ἄλλους ὁ θάνατος θὰ ἐπέλθει πρόωρα, οἱ ἀναγνῶστες ποὺ θὰ σκύψουν στὸ ποιητικὸ ἔργο θὰ ἀντιληφθοῦν ἕνα ἄρωμα ὑπόσχεσης, τὸν λίγο δρόμο ποὺ ἀπέμενε ἀκόμη, μὰ δὲν πρόλαβε νὰ ὁλοκληρωθεῖ.

Τὴν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1995 ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο ἀποβαίνει μοιραῖο γιὰ τὸν Τάσο Ζερβό, ἦταν μόλις 60 ἐτῶν. Εἶχε προλάβει νὰ δώσει καλὴ ποίηση, μὰ ταυτόχρονα ἕνα σημαντικὸ μέρος τοῦ ἔργου του ἔμοιαζε σὰν ἄσκηση ἐπὶ χάρτου, ἕνα σημειωματάριο ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀκόμη ἐπεξεργασία, συμπληρώσεις, διορθώσεις. Δὲν τὸ πρόλαβε, μὰ ἀκόμη καὶ ἔτσι, ἀκόμη καὶ στὰ γραπτά του ποὺ μοιάζουν ἀτελῆ ὑπάρχει ὁ καλὸς στίχος, τὸ βάθος τοῦ προβληματισμοῦ, ἡ ἀγωνία γιὰ τὰ αἰώνια καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ Τάσος Ροῦσσος (ποιητὴς κι αὐτὸς) θὰ ἀντιληφθεῖ γρήγορα τὸ ἄδικο τοῦ θανάτου γιὰ ἕναν ποιητὴ ποὺ εἶχε νὰ δώσει ἀκόμη πολλὰ καὶ θὰ γράψει: «ὁ θάνατος πῆρε τὸν Ζερβὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχε βρεῖ καινούρια φλέβα, ἀπὸ ὅπου μόλις ἄρχιζε νὰ ἀντλεῖ λάλον ὕδωρ».

Πρὶν φτάσουμε στὴν παρουσίαση κάποιων ποιημάτων, λίγα λόγια βιογραφικά, καθὼς τὸ ὄνομα τοῦ Ζερβοῦ ἀπουσιάζει ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ διαδίκτυο, γιὰ νὰ μὴν μιλήσουμε γιὰ τὰ ράφια τῶν βιβλιοπωλείων.

Ὁ Ἀναστάσιος Ζερβὸς γεννήθηκε στὸν Πειραιὰ στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1935. Στὴν διάρκεια τοῦ πολέμου καὶ τῆς κατοχῆς ἡ οἰκογένεια μετακομίζει στὸν τόπο καταγωγῆς της στὴν Λακωνία καὶ ἐπιστρέφει στὸν Πειραιὰ τὸ 1944. Τὸ 1953 εἰσάγεται μὲ ἐξετάσεις στὴν Νομικὴ σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ μετὰ τὴν ἀποφοίτηση ἀσκεῖ γιὰ 35 χρόνια το δικηγορικὸ ἐπάγγελμα καὶ συνταξιοῦχος πιά, περνᾷ ὅλο καὶ περισσότερο διάστημα στὸν Ἀρχάγγελο Λακωνίας. Τὸ 1964 νυμφεύεται τὴν Ἰουλία Καρυωτάκη, κόρη τοῦ Παύλου, πρώτου ἐξαδέλφου τοῦ Κώστα Καρυωτάκη. Αὐτὴν τὴν ἕνωση καὶ συμπόρευση μὲ μία ἀπόγονό του Καρυωτάκη θὰ μποροῦσε βέβαια κανεὶς νὰ τὴν ὀνομάσει ἁπλὴ σύμπτωση, μὰ ἔχουν καὶ οἱ συμπτώσεις τὴν (συμβολικὴ μόνο; ) σημασία τους σὲ μιὰ ποιητικὴ πορεία.

Ἃς τὸ ποῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ Τάσος Ζερβὸς εἶναι δύσκολος ποιητής. Τὸ ὑπόβαθρό του εἶναι βέβαια ἀστικό, ἡ πολιτικὴ τοῦ τοποθέτηση συντηρητική, ἡ ἐπαγγελματική του πορεία ἀκολουθεῖ τὸ κλασικὸ πρότυπο στὴν μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα. Παρόλα αὐτὰ ἡ ποίησή του εἶναι πολλὲς φορὲς ποὺ ξεπερνᾷ τὰ ὅρια σχολῶν καὶ κατατάξεων, (οἱ περισσότεροι κριτικοὶ τὸν κατατάσσουν στοὺς συμβολιστές), κάποια ποιήματά του θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὰ χαρακτηρίσει ἐντελῶς χαώδη ἢ καὶ ἀναρχικά, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀνατροπῆς καὶ τὴν ἀπόλυτης ἄρνησης σχημάτων καὶ θεσμῶν – εἶναι κάτι ποὺ ἀχνοφέγγει κυρίως στὰ ὀλιγόστιχα ποιήματά του καὶ ἰδιαίτερα στὴν τελευταία συλλογὴ του «Προσωπογραφίες ἢ τὸ μεσιανὸ κατάρτι» (μεταθανάτια ἔκδοση τὸ 1996). Κάποτε ἀφήνεται(;) στὴν λεγόμενη αὐτόματη γραφή, μὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ διαβάσει καὶ θὰ ξαναδιαβάσει προσεκτικά τους στίχους, τὸ βάθος θὰ ἀποκαλυφθεῖ σχετικὰ εὔκολα. Ἃς ἀφήσουμε ὅμως τὴν φλυαρία καὶ ἀς δώσουμε μερικὰ ἀποσπάσματα, καθὼς ὁ σκοπὸς ἐδῶ εἶναι ἡ πρώτη ἐπαφὴ τοῦ ἀναγνώστη μὲ ἕναν ποιητὴ ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκε ὁλόψυχα ἀπὸ κριτικοὺς καὶ ὁμοτέχνους, παρόλο ποὺ διαθέτει ποιότητα σκέψης καὶ ἔκφρασης κατὰ πολὺ πιὸ ὁλοκληρωμένη ἀπὸ πολλοὺς «ἀναγνωρισμένους» συγγραφεῖς. Θὰ κάμω μία προσπάθεια, (ὄχι πάντοτε ἐπιτυχῆ), νὰ κρατήσω μιὰ χρονικὴ ἀκολουθία στὰ ποιητικὰ ἀποσπάσματα, ἴσως ἔτσι οἱ προσεκτικοὶ ἀναγνῶστες νὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν χρόνο μὲ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἐκφραστικὴ ἐξέλιξη τοῦ Ζερβοῦ.

«Ἡ πορεία τῶν ἴσκιων» τὸ 1956 εἶναι ἡ πρώτη ποιητικὴ συλλογή του καὶ ἐκείνη ποὺ θὰ προκαλέσει ἕνα (χλιαρὸ βέβαια…) ἐνδιαφέρον σὲ λογοτεχνικοὺς κύκλους. Ἄδικο, γιατί παρόλο ποὺ ἀκόμη ἡ γραφὴ τοῦ Ζερβοῦ δὲν ἔχει ἔβρει τὸ σύνολο τῆς δύναμής της, τὸ βάθος καὶ τὸ μοναδικό της ὕφος, ὑπάρχουν ποιήματα ὅπως τὸ «Ἰούδας» ἢ «Τὸ Waal ἂπ τὸ Rotterdam» καὶ ἀκόμη περισσότερό το «Ἡ Λιτανεία» ποὺ μόνο κριτικοὺς σὲ ὕπνο βαθὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀφήσουν ἀδιάφορους. Ἀπὸ τὴν συλλογὴ ἀπουσιάζει τὸ σαρκαστικὸ ὕφος τῶν τελευταίων ἔργων, (αὐτὴ ἡ σιγουριὰ δηλαδὴ τοῦ ποιητῆ ὅταν ἔχει σκαλίσει γιὰ πολλὰ χρόνια τα ἐκφραστικά του μέσα), κάποιες φορὲς ὑπάρχει καταφυγὴ σὲ εὔκολες προσωποποιήσεις, ὑπάρχουν ἀκόμη κάποια κλισὲ καὶ ἀοριστίες ποὺ πλατειάζουν τὸ κείμενο – ἀλλὰ ὁ Ζερβός το 1956 εἶναι μόλις εἰκοσιενὸς ἐτῶν καὶ ἤδη αὐτὲς οἱ κάποιες ἀδυναμίες μόνο σποραδικὰ συναντῶνται στὴν πρώτη του συλλογή.

ΤΟ «WAAL» ΑΠ’ ΤΟ ROTTERDAM

Τὸ «Wall» ἀπ’ τὸ Rotterdam στὸ δεῖλι

κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο π’ ἀργοστάλαζε τὴ δύση

ἄφησε στὸ λιμάνι τὴ φωνή του

κι ἀπλώνοντας τὰ κουρασμένα βήματά του

ἔβαλε πλώρη ἄνεμο καὶ κῦμα.

 

Σκυμμένος τόσα χρόνια στὰ μουράγια

δὲν ξέρω τί μοῦ θύμισε ἡ μορφή του

τὰ μεσιανὰ κατάρτια κι οἱ σημαῖες

κι οἱ σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ κινηθῆκαν

πάνω στὸ «Wall» ἀπ’ τὸ Rotterdam στὸ δεῖλι.

 

Τόσα παράξενα ταξίδια π’ ἔχω κάνει

καὶ νὰ ‘χω δεῖ τέτοιο σκαρὶ δὲν τὸ θυμοῦμαι

μόνο οἱ σκιὲς ποὺ τρέκλιζαν στὴν πρύμνη

μόνο οἱ σκοῦρες ἁλυσίδες μπρὸς στὴν πλώρη

μόνο ἡ καρδιά μου ποὺ ρυτίδωνε σὰν κῦμα

νὰ μοῦ θυμίζουν βάλθηκαν στὸ βράδυ

γιὰ κάποιο πλοῖο ποὺ ἱστορίες θλιβερὲς

τόσο παλιά μου τὸ ‘χαν πεῖ χαμένο…

 

Ναυάγησα τὴ λύπη μου στοὺς δρόμους

φεύγοντας  μὲ τὸ κίτρινο φεγγάρι

μὰ στὰ βαθιά μου μάτια γαντζωμένη

ἡ πεῖνα μου πικρὰ παραμιλοῦσε

γιὰ ἴσκιους, ξάρτια, μεθυσμένους καὶ σημαῖες

καὶ γιὰ ‘να μπάρκο τυχερὸ ποὺ μὲ προσμένει

στὸ ἀφημένο πίσω μου λιμάνι…

 

Τὸ «Wall» ἀπ’ τὸ  Rotterdam στὸ βράδυ

κάτω ἀπὸ τ’ ἄστρα ποὺ θρυμμάτιζαν τὴ νύχτα

χωρὶς φανάρια ξαναμπῆκε στὸ λιμάνι

κι ἀόρατο μουράγιο σὲ μουράγιο

κάποιο του ναύτη ξεχασμένο ἀναζητοῦσε…

Νὰ σημειώσω ὅτι ὁ Πειραιᾶς εἶναι γιὰ τὸν Ζερβὸ γενέθλιος τόπος, κατοικεῖ πολλὰ χρόνια ἐκεῖ πρὶν μετακινηθεῖ στὰ (ἔρημα τότε) Βριλήσσια, ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ λιμανιοῦ, ἡ ἀναχώρηση, τὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, εἶναι στοιχεῖα ποὺ μετακινοῦνται ἀπὸ συλλογὴ σὲ συλλογὴ μέχρι τὸν θάνατό του. Προσέξτε τὸ ποίημα, δὲν εἶναι Καββαδίας, ἀπουσιάζει ἡ τραχύτητα, τὸ βιωματικὸ στοιχεῖο, λείπουν ἐντελῶς οἱ ρεαλιστικὲς ἀναφορές. Εἶναι φανερὴ ἤδη μιὰ λύπη, οἱ συμβολισμοὶ εἶναι ἔντονοι, μὰ πάνω ἂπ ὅλα κατορθώνει ἐκεῖνο ποὺ μοναχὰ ἕνας γνήσιος ποιητὴς μπορεῖ νὰ καταφέρει, νὰ δώσει συγκίνηση, μεταφυσικὴ ἀγωνία, ἀπροσδιόριστους φόβους καὶ μιὰ ἀτμόσφαιρα ρευστὴ σὰν τὸ ὑγρό της θάλασσας.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ζερβὸς διαμορφώνει ἀπὸ πολὺ νωρὶς προσωπικὸ ὕφος καὶ τεχνική, εἶναι δύσκολο νὰ ἐντοπιστοῦν ἐπιρροὲς ἄλλων ποιητῶν στὸ ἔργο του, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ποιήματα ἐκεῖνα ὅπου ἡ ἐπίδραση τοῦ Καβάφη εἶναι ἔντονη. Μὰ καὶ πάλι στὰ ποιήματα αὐτά, (εἶναι σκόρπια σὲ ὅλες τὶς συλλογές), ὁ Καβαφικὸς ἴσκιος δὲν εἶναι πνιγηρός, δὲν εἶναι μίμηση, δὲν εἶναι καν πιστὴ ἀντιγραφὴ τῆς τεχνικῆς του Ἀλεξανδρινοῦ μὲ τὴν ἀποκορύφωση τῆς τελευταίας στροφῆς ἢ τὴν ρεαλιστικὴ ἀφήγηση ἁπλῶν στιγμῶν τοῦ καθημερινοῦ βίου. Ὁ Ζερβὸς ἀνιχνεύει ἤδη τὸν δικό του δρόμο σὲ τεχνικὴ καὶ περιεχόμενο καὶ μόνο ἀπὸ τὴν χρήση κάποιων λέξεων ἢ τὸν ἀφαιρετικὸ λόγο περνᾷ στιγμιαία ἕνα ἄρωμα Καβαφικό. Ἃς δοῦμε γιὰ παράδειγμα ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα μου τῆς πρώτης αὐτῆς συλλογῆς, τὴν «Λιτανεία».

ΛΙΤΑΝΕΙΑ

Κάποιος εἶναι νεκρὸς ἀπόψε μὲς στοὺς ἴσκιους

Κάποιος ποὺ σέρνει πίσω του τὴ θλίψη μὲς στὴ νύχτα…

 

Ποιὸς νὰ ΄ναι; Μάταιο νὰ τὸν δῶ…

Τῆς Λιτανείας οἱ πυρσοὶ δὲν τὸν φωτίζουνε

Τὰ μάτια ποὺ δακρύζουν, δὲν τὸν βλέπουν…

Δὲν εἶδα τὰ κουρέλια Του, δὲν εἲν’ ἀνάμεσά τους

Ποιὸς νὰ ΄ναι μὲς στὰ πλήθη καὶ δὲν φαίνεται

Ποιὲς νὰ ΄ναι οἱ μορφὲς ποὺ τὸν κηδεύουν…

 

Κάποιον κηδεύουνε τὰ πλήθη μὲς στὴ νύχτα

Κι εἶναι σὰν νὰ κηδεύουνε τὴν ἴδια τὴν μορφή τους…

 

Μὲ τοὺς συμβολισμοὺς τῆς εἰκονομαχίας ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολλοὶ ποιητές, συνήθως ὅμως μὲ ἕνα τρόπο κοινότοπο, καταγγελτικὸ ἢ ἀκόμη χειρότερα διδακτικό. Ἀλλὰ γιὰ δεῖτε ἐδῶ πόσο χαμηλόφωνη εἶναι ἡ λύπη, μὲ πόσες λεπτὲς ἀποχρώσεις τονίζεται ἡ ἀπόσταση τῆς βαθιᾶς πίστης ἀπὸ τὰ λαμπερὰ ἄμφια, πόσο περίτεχνη ἡ ἀντίστιξη ἀνάμεσα στὰ λαμπερά τὰ πλήθη καὶ τὰ κουρέλια τῆς ὕλης, τὸ πνεῦμα ποὺ ἀπουσιάζει, οἱ μορφὲς ποὺ χάνουν τὰ χαρακτηριστικά τους καὶ γίνονται πλῆθος, μᾶζα…

Ὁ Ζερβὸς ἔγραψε ἀρκετὰ «βιβλικὰ» ποιήματα, θαρρῶ πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερά του βρίσκεται σ αὐτὴν τὴν πρώτη συλλογή, οἱ περισσότεροι ὑποστηρίζουν πὼς «Ὁ Ἰούδας» εἶναι μία προσπάθεια ἀποκατάστασης αὐτῆς τῆς αἰνιγματικῆς μορφῆς ἀνάμεσα στοὺς μαθητές, ἐγὼ πάλι, ἴσως κάπως αὐθαίρετα, διαβάζω γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὴν γνησιότητα ποὺ ἀποκτᾷ μιὰ συνείδηση σὰν βυθιστεῖ μέσα στὴν αἵρεση, στὴν ἀμφισβήτηση. Δεῖτε ἕνα ἀπόσπασμα, προσπαθῆστε νὰ νοιώσετε ἕναν Ἰούδα ποὺ δὲν μένει στὶς παραβολὲς καὶ στὴν κυριολεξία τῶν λόγων τοῦ δασκάλου του, ἕναν Ἰούδα ποὺ ἀγάπησε τὴν θυσία στὰ μάτια τοῦ Ἰησοῦ, (δηλαδὴ τὴν πνευματική του ὑπόσταση), καὶ ἴσως γι αὐτὸ γίνεται ὁ ἐνδιάμεσος γιὰ τὴν ἀπόλυτη κάθαρση, τὴν συμβολικὴ (διὰ τοῦ σταυροῦ) ἔκφρασή της…

Ο ΙΟΥΔΑΣ

(ἀπόσπασμα)

[ ]

Μισοῦσες νὰ εἶσαι ἕνας ἀρνητὴς

τρεῖς φορὲς πρὸ τῆς πυρᾶς

Ἢ ὁ ἀγαπημένος Του μαθητὴς

Διεῖδες στὴ λάμψη τῶν ἀργυρίων

τοὺς θρόμβους τῆς Ἀγωνίᾳς Του

[ ]

Ἐσὺ εἶχες ἀγαπήσει τὴ θυσία στὰ μάτια Του

καὶ τὴν ἀποστροφὴ τοῦ βλέμματός Του στὸ Δεῖπνο τὸ Μυστικὸ

Ὅταν κυρτὸς ἐπέστρεφες τὰ τριάκοντα ἀργύρια

Ὁ μόνος μεταμεληθείς…

Στὴν δεύτερη συλλογὴ «Μορφὲς καὶ σύμβολα» τοῦ 1957 δὲν παρατηροῦμε ἀξιοσημείωτες μεταβολές, πληθαίνουν κάπως οἱ βιβλικὲς ἀναφορές, πλαταίνει λίγο ὁ θεματικὸς ὁρίζοντας, παραμένουν ἀκόμη κάποιες ἀνισότητες, ὁρισμένα ποιήματα δείχνουν ἀκόμη ἀτελῆ, σὰν σημειώσεις γιὰ μελλοντικὴ ἐπεξεργασία. Ὅμως ὑπάρχουν κι ἐδῶ δυὸ τρεῖς ἀποκορυφώσεις, μερικοὶ ἐξαιρετικοὶ στίχοι, κάπου κάπου Καρυωτάκης καὶ Καβάφης ἀφήνουν τὴν αὔρα τους ἀνεπαισθήτως. Τὸ παρακάτω ποίημα θὰ σᾶς θυμίσει ἔντονα τὰ «Κεριὰ» τοῦ Καβάφη, ἀλλὰ τὸ ἔχω νομίζω ξαναπεῖ, δὲν μ’ ἐνδιαφέρουν οἱ ἐπιρροὲς στὸ ὕφος ὅταν τὸ περιεχόμενο εἶναι φρέσκο, πρωτότυπο κι ἀνανεώνει τὴν σκέψη ἀκόμη καὶ πάνω σε ἕνα χιλιοειπωμένο θέμα…

ΦΩΝΕΣ

Μικρὲς φωνές, ἐλάχιστες φωνὲς

ἰριδισμοὶ τῆς νύχτας, κάποια ψίχουλα ψιθύρων

Ὁλόγυρα πληθαίνουν καὶ κινοῦνται…

 

Ὅμως δὲν θέλω νὰ σταθῶ,

μοιάζουνε ἀξεχώριστες μὲ κάτι ποὺ θυμᾶμαι

Δὲν θέλω ἀπ΄τὰ πνιγμένα βήματα νὰ βγεῖ

κάποια φωνὴ ποὺ δὲν θὰ ξανακούσω…

Παρόμοιο το ὕφος καὶ στὸ ποίημα «Δρόμοι», νὰ οἱ δύο τελευταῖες στροφές, ἂν ζητούσαμε ἕναν ἐναλλακτικὸ τίτλο, εὔκολα θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸ «Δρόμοι» μὲ τὸ «Ὄνειρα»…

[ ]

Δρόμοι ποὺ ξεκινήσανε μονάχοι

ἀπ΄ τὴν καρδιὰ τῶν ποταμῶν καὶ τῆς βροχῆς τὴ θλίψη,

ποὺ πέθαναν πρὶν ἀντικρίσουνε τὴ θάλασσα.

 

Δρόμοι ποὺ ξεκουράζεται τὸ φῶς

λίγο πρὶν νὰ περάσει στὸ σκοτάδι

Δρόμοι ποὺ σβήνουνε στὸ χρόνο

ποὺ δὲν θυμοῦνται ἀπὸ ποιὰ βήματα γεννήθηκαν…

Ἴσως κανεὶς νὰ μὴν ἔχει ἐκφράσει πιὸ καίρια τὸν συμβιβασμὸ τῶν συνειδήσεων ἀπὸ τὸν Βάρναλη μὲ κεῖνο τὸ «…ποῦσαι νιότη πούδειχνες πὼς θὰ γινόμουν ἄλλος», στὸ «Ἄνθρωποι καὶ πρόσωπα» ὁ λόγος τοῦ Ζερβοῦ πυκνώνει, ἔχει κάτι ἀπὸ τὴν ὠμότητα τοῦ Καρυωτάκη, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ὑπάρχει ὀργή, θυμός, ἀγανάκτηση, ἀκόμη ὑπάρχει ὁ λυρισμὸς στὸν στίχο, στὴν πραγματικότητα ἀκόμη ἀχνοφέγγει ἡ ἐλπίδα γιὰ τὸ αὔριο. Ἄλλωστε ὁ Ζερβὸς εἶναι ἀκόμη νέος, πολὺ νέος γιὰ νὰ μὴν ἐλπίζει…

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ

Ὑπάρχουνε στὰ θλιβερὰ κι ἄτυχα πρόσωπά μας

κάτι σκιὲς παράξενες ποὺ φεύγουνε τὸ φῶς

κάτι σημάδια κουρασμένα ποὺ πληθαίνουν

Καὶ βγαίνουνε τὰ βράδια σιωπηλὰ

σὲ σκοτεινὲς κι ἀτέλειωτες σειρὲς

Καὶ βγαίνουνε καὶ ζοῦν στὰ πρόσωπά μας.

 

Ὑπάρχουνε στὰ θλιβερὰ κι ἄτυχα πρόσωπά μας

κάτι βουβὰ παράπονα ποὺ κείτονται ἀπὸ χρόνια

κάτι σὰν νὰ πεθάναμε προτοῦ νὰ γεννηθοῦμε·

Κι ἔτσι ποὺ παράξενα ἠχοῦν τὰ βήματά μας

μοιάζουν αὐτὰ τὰ θλιβερὰ κι ἄτυχα πρόσωπά μας

Μακριὰ πίσω ἀπὸ μᾶς ν΄ ἀκολουθοῦνε.

Ὅσοι παρακολουθεῖτε τὶς ἀναρτήσεις μας, εἶναι βέβαιο πὼς γνωρίζετε τὸν Κώστα Μόντη καὶ τὸ ἐξαιρετικό του ποίημα «Νύχτες». Εἶναι γραμμένο ἐλάχιστο χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴν δεύτερη συλλογὴ τοῦ Ζερβοῦ, γιὰ κείνους ποὺ δὲν ἔτυχε νὰ τὸ γνωρίσουν τὸ παραθέτω ὁλόκληρο…

Καλά, θ’ ἀπορροφήσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἔγνοια σου

ἡ μέρα, ἡ κίνηση, ἡ δουλειά σου, οἱ φίλοι,

καὶ θὰ μπορέσεις ὕστερα νὰ πᾶς

σὲ κάνα θέατρο ἢ κέντρον ἢ ὅπου ἀλλοῦ.

 Ὅμως ὅταν τελειώσουν ὅλα

 τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα κλείσουν,

 καὶ ποῦν οἱ φίλοι καληνύχτα,

 καὶ πρέπει νὰ γυρίσεις πιὰ στὸ σπίτι, τί θὰ γίνει;

 Τὸ ξέρεις πὼς σκληρή, ἀδυσώπητη

σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια,

 Θὰ ‘σαι μονάχος.

Καὶ τότες θὰ λογαριαστεῖτε.

Θὲς ἢ δὲ θὲς θὰ μποῦν κάτω ὅλα, νὰ λογαριαστεῖτε.

Θὰ ‘σαι μονάχος

κι ἀνυπεράσπιστος ἀπ’ τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα,

κι ἀπ’ τὴ δουλειά σου καὶ τοὺς φίλους.

Σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια.

 Θὰ ‘ρθεῖς, δὲν γίνεται. Εἶν’ τόσο σίγουρη γι’ αὐτό, καὶ περιμένει.

 Εἶναι στὸ σπίτι καὶ σὲ περιμένει.

(Κώστας Μόντης, Τὰ τραγούδια τῆς ταπεινῆς ζωῆς, 1954)

Ἐντάξει, κλασικὸς Μόντης καὶ μάλιστα στὶς ἐξαιρετικὲς στιγμές του. Κρατῆστε τώρα τοὺς δύο τελευταίους στίχους καὶ δεῖτε πόσο ταιριάζει τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα τοῦ Ζερβοῦ ἀπὸ τὸ ποίημα «Ὁμιλία εἰς ἴσκιους». Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ παράλληλη σπουδὴ στὸ ἴδιο θέμα…

Ὁμιλία εἰς ἴσκιους

[ ]

Στὸ βραδινό το θάμπος τῶν πραγμάτων

Ὅλων ἐκείνων τῶν πραγμάτων

ποὺ πόθησαν μὰ ποὺ δὲν τὰ ΄δανε τα μάτια μας

ποὺ ἔτσι ἀσυλόγιστα πεθάναμε μαζί τους

Ἃς φέρουμε ἀργὰ τὰ βήματά μας.

 

Κι ὕστερα σύντομοι ἃς διώξουμε τὸν ἥλιο

Ἃς διώξουμε τὴν ψεύτικη ἀπόχρωση τῆς μέρας

Κι ἀπὸ νωρίς, ὅσο νωρὶς μποροῦμε

ἄς δοῦμε τί ἐπιτέλους περισσεύει

τί τὸ δικό μας βρίσκετ΄ ἐπιτέλους

σ’ αὐτὴ τὴν ὕστατη πορεία τῶν πραγμάτων.

 

Ο Τάσος Ζερβός με την γυναίκα του Ιουλία Καρυωτάκη…

Μπορεῖ ὁ νεαρὸς τότε Ζερβὸς νὰ πρόλαβε νὰ διαβάσει Μόντη, μπορεῖ καὶ ὄχι, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι πόσο ἐπιτυχημένα ἀνανεώνει τὴν ἔκφραση καὶ γράφει ἕνα καλό ποίημα – στὴν τελευταία στροφὴ ἀρχίζει νὰ ἀχνοφέγγει ὁ Ζερβός της ὡριμότητας, ὁ ρυθμὸς εἶναι στέρεος, ὁ στίχος, γυμνὸς ἀπὸ στολίδια, χτυπᾷ στὸ κέντρο τῆς συνείδησης, χρόνος δὲν περισσεύει, ἡ ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἔγνοια πρέπει νὰ ξεκινήσει νωρίς, «ὅσο νωρὶς μποροῦμε…». Προσέξτε ἐπίσης τὸν στίχο «…τί τὸ δικό μας βρίσκετ΄ ἐπιτέλους…» ποὺ δείχνει πὼς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ζερβὸς στεκόταν μὲ πολλὴ ἐπιφύλαξη ἀπέναντι στὶς σειρῆνες γιὰ τὴν γοητεία τοῦ πλήθους, τῶν μαζῶν, τῶν δῆθεν συλλογικῶν ὑποσυνειδήτων ποὺ θὰ ἀλλάξουν τὴν ἱστορία – θυμηθεῖτε πὼς τὰ τραύματα πολέμου καὶ ἐμφυλίου εἶναι νωπά, οἱ ἰδεολογίες στὴν ἀποκορύφωσή τους, ὅμως ὁ στίχος στοχεύει στὴν συνείδηση, τὴν κατὰ μόνας ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἔγνοια, τὴν ἐπιστροφὴ στὸ γνήσιο. Παρόμοια στάση θὰ συναντήσουμε καὶ στὰ ὄψιμα τὰ χρόνια τοῦ ποιητῆ, στὶς τελευταῖες του συλλογὲς μάλιστα μὲ ἀκόμη πιὸ καθαρὸ τρόπο.

Φτάνουμε στὴν τρίτη συλλογὴ  «Οἱ ρίζες τοῦ ἥλιου», ποὺ ἐμφανίζεται τὸ σωτήριο ἔτος 1960 καὶ καλύπτει ποιητικὴ ἐργασία τριῶν περίπου ἐτῶν. Ἐδῶ γίνεται πιὸ φανερὴ ἡ μελέτη τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας, τὸ ἀναγνωστικὸ ὑπόβαθρο ποὺ ὁλοένα μεγαλώνει, ἀκόμη καὶ ἕνας τόνος πιὸ χαλαρὸς σὲ μερικὰ ἐπιγράμματα – σημάδια πὼς ἡ ποιητικὴ συνείδηση ἔχει ξεκινήσει νὰ ἀγναντεύει σὲ ὁρίζοντες πιὸ μακρινούς. Ὁ λόγος ἀρχίζει νὰ γίνεται ἀφαιρετικός, ὁ Ζερβὸς κτίζει σιγὰ σιγὰ τὸ δικό του γραμματολογικὸ σύμπαν, ἕνα ἰδιότυπο συντακτικὸ διαπερνᾷ τοὺς στίχους, εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἀποκορυφωθεῖ στὴν τελευταία του συλλογὴ ποὺ θὰ ἐκδοθεῖ μεταθανάτια. Γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Οἱ ρίζες τοῦ ἥλιου», τὸ παρακάτω τετράστιχο…

ΧΡΗΣΜΟΣ

Γύρισε πρὸς τὰ μάτια σου καὶ δὲς ὅ,τι ἀπομένει

ἀπὸ τὴ λύπη τῶν καιρῶν καὶ τῶν ὡρῶν τὸ θάμπος·

Εἶν΄ ὥρα νὰ σοῦ μάθουνε τῶν οὐρανῶν οἱ ἐκτάσεις·

Πάντα πεθαίνουν τὰ πουλιὰ πρὶν ἀπὸ τὰ φτερά τους

Ἢ ἀκόμη..

 «Ὁ ἀποχαιρετισμός»…

Στὰ χείλη μᾶς ἀπόμενε ὁ ἀποχαιρετισμὸς

Κι ἤτανε τόσο πρὶν ποὺ εἴχαμε φύγει.

Ὁ Καβάφης βουτᾷ στὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὶς παραβολές του, ὁ Καρυωτάκης χρησιμοποιεῖ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα χωρὶς βοηθητικὰ ὀχήματα, ὁ Ζερβὸς στὴν τρίτη συλλογὴ προτιμᾷ τὴν Βίβλο γιὰ νὰ δημιουργήσει παραβολὲς μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ ἀλληγορία. Δύο πολὺ ὄμορφα ποιήματα εἶναι ὁ «Βαρτίμαιος ὁ τυφλὸς» καὶ «Ὁ μικρὸς Ἰωακείμ», ἃς δοῦμε τὸ πρῶτο.

ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΣ Ο ΤΥΦΛΟΣ

Ὁ δὲ ἀποβαλῶν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ…

ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὀδῷ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ, Ἰ΄50-52

Στὸ δρόμο τοῦ χειμῶνα καὶ τῆς πείνας

στὰ καραβάνια τῶν θανάτων καὶ τῶν ἤχων

στὸ νόστο τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἀνέμων

στὴν ἴδια πάντα θέση καθισμένος

πόσα δὲν ἔβλεπε ὁ Βαρτίμαιος ὁ τυφλός.

 

Τὸν γέλασε ὁ ὄχλος κι οἱ φωνὲς

κι ὁ θόρυβος γιὰ ὅσα τάχατες δὲν εἶχε ματακούσει

κι ἴσως τὸ θρόισμα ἀπ΄τὰ λευκὰ ἱμάτιά Του

ποὺ ἔσβησεν πρὸς τῆς Βιθυνίας τὰ μέρη…

 

Στὸ μέτωπο τοῦ χρόνου ὁ σταυρὸς

καὶ κάθε νύχτα ἡ πολιτεία μετανιωμένη

Ἔχει ἀπομείνει ὁ δρόμος σιωπηλὸς

στὰ βάθη ὁ ὄχλος, προδομένος καὶ προδότης.

 

Τώρα γνωρίζοντας τὰ δάκρυα τί σημαίνουν

Τί το νὰ δεῖ κατάματα τὸν ἥλιο

Τὸ νὰ βαδίσει χώρια ἀπὸ τὴ σκιά του

Ἀναζητάει τὰ ριγμένα ἱμάτιά του

Μετανιωμένος ὁ Βαρτίμαιος ὁ τυφλὸς

 

Τί ἤθελε – ἀφοῦ στὴν ἴδια θέση θὰ γυρνοῦσε

Στὰ πόδια τῆς Ἱεριχοῦς ἐπαίτης –

Τ΄ ἤθελε νὰ ζητήσει ν΄ ἀναβλέψει;

Λίγα διευκρινιστικὰ πρὶν μποῦμε στὴν οὐσία. Ὅσο θυμᾶμαι τὰ εὐαγγέλια ὁ Βαρτίμαιος ἦταν ἐκεῖνος ὁ τυφλὸς ποὺ καθισμένος ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, (μὴν ὑποτιμήσετε ποτὲ τοὺς συμβολισμοὺς τῶν εὐαγγελίων, εἶναι κατὰ πολὺ βαθύτεροι ἀπὸ τὴν σχολικὴ ἑρμηνεία), ξεκίνησε νὰ φωνάζει πρὸς τὸν Ἰησοῦ ποὺ πλησίαζε, μὲ τέτοια ἔνταση ποὺ ἐνοχλήθηκε τὸ πλῆθος. Φυσικὰ στὴν χριστιανικὴ σημειολογία ἡ θεραπεία του εἶναι μία καταφανής μεταφορά, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ πνεῦμα, ἡ ἄρνηση τοῦ κίβδηλου καὶ ἡ υἱοθέτηση τοῦ γνήσιου. Γυρίστε τώρα πάλι στὸ ποίημα καὶ δεῖτε πῶς χρησιμοποιεῖ ὁ Ζερβὸς αὐτὴν τὴν ἁπλὴ παραβολή. Μὲ αὐτὸ τὸ ποίημα νομίζω πὼς ἡ πολυσημία ἐγκαθίσταται στὴν ποιητική τοῦ Ζερβοῦ καὶ παραμένει ἐκεῖ ἕως τὸ τέλος. Γιατί μετανιώνει ἄραγε ὁ Βαρτίμαιος, γιατί ἀναζητᾷ τὸ ἱμάτιο ποὺ πέταξε, τὴν ζωὴ ποὺ ζοῦσε τόσα χρόνια; Ὅταν διαβάζουμε τοὺς στίχους..

Τώρα γνωρίζοντας τὰ δάκρυα τί σημαίνουν

τί το νὰ δεῖ κατάματα τὸν ἥλιο

Τὸ νὰ βαδίσει χώρια ἀπὸ τὴ σκιά του

Ἀναζητάει τὰ ριγμένα ἱμάτιά του

μετανιωμένος ὁ Βαρτίμαιος ὁ τυφλὸς

..Θὰ μείνουμε ἄραγε στὴν πρώτη καὶ εὔκολη ἑρμηνεία τοῦ πόνου καὶ τοῦ μόχθου ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ πνεῦμα, ἡ σκέψη, ἡ συνείδηση; Νὰ σταματᾷ ἄραγε ἐδῶ ἡ σκέψη τοῦ Ζερβοῦ καὶ ἁπλῶς θέλησε μὲ μίαν ὄμορφη παραβολὴ νὰ καταδείξει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὸ σταυροδρόμι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, τὴν μοναξιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ περιμένει ὅποιον θελήσει νὰ βαθύνει τὴ συνείδησή του; Ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ἀνάγνωση σταματοῦσε ἐδῶ, θὰ ἦταν ἕνα ὄμορφο ποίημα, μιὰ ματιὰ ἄξια νὰ διασωθεῖ στὶς καλύτερες προσπάθειές του. Ὅμως ἐγὼ θὰ πάω σ ἐκεῖνα ποὺ φαίνονται λιγότερο καὶ θὰ θυμίσω τοὺς στίχους

… κι ὁ θόρυβος γιὰ ὅσα τάχατες δὲν εἶχε ματακούσει…

…καὶ κάθε νύχτα ἡ πολιτεία μετανιωμένη…

… στὰ βάθη ὁ ὄχλος, προδομένος καὶ προδότης…

…ἀφοῦ στὴν ἴδια θέση θὰ γυρνοῦσε στὰ πόδια τῆς Ἱεριχοῦς ἐπαίτης…

Ἀναρωτιέμαι: δὲν εἶναι ἐμφανὴς ἕνας ἀγνωστικισμός, μιὰ αἴσθηση ματαιότητας, μία παράδοση μπροστὰ στὸ χαοτικό της πνευματικῆς ἀναζήτησης, μιὰ παραδοχὴ πὼς ἡ τυφλότητα δὲν θεραπεύεται ὡς ἐκ θαύματος; Καὶ ὁ στίχος «…στὸ μέτωπο τοῦ χρόνου ὁ σταυρός…», ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιγραφὴ μιᾶς κατάληξης, ἑνὸς Γολγοθᾶ, μὴν καὶ δὲν κρύβει τὴν ἀποδοχὴ τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀπώλειας; Ἴσως ὅλα αὐτὰ νὰ ἔχουν μία ὑπερβολή, μὰ θαρρῶ πὼς σπερματικὰ διαχέονται μέσα στὸ κείμενο.

Πολλοὶ πιστεύουν τὴν ὁμοιοκαταληξία εὔκολη ὑπόθεση, προσωπικὰ πιστεύω πὼς ἀπαιτεῖ μεγάλη προσπάθεια, βαθιὰ γλωσσικὴ παιδεία καὶ νοηματικὸ βάθος. Δὲν εἶναι πολλά τα ὁμοιοκατάληκτα τοῦ Ζερβοῦ, ἀλλὰ «Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ» εἶναι ἕνα ἀπὸ αὐτά. Τὸ ποίημα δείχνει εὐκολοανάγνωστο, (ἔτσι συμβαίνει συχνὰ μὲ τὴν ὁμοιοκαταληξία, ξεγελᾷ μὲ τὸν ρυθμό της ποὺ ἀφομοιώνεται πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη), ἀλλὰ κάθε ἄλλο, ἐδῶ πέρα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀθῳότητα καὶ τὸν χωρὶς ὅρια αὐθορμητισμὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὑπάρχουν πολλὰ ἀκόμη στοιχεῖα γιὰ ὅποιον διαβάσει προσεκτικὰ τὴν κάθε στροφή. Ὅλα τα μεγάλα ἐρωτήματα τῆς συνείδησης, ὅλοι οἱ φόβοι καὶ οἱ ἀπορίες διαπερνοῦν τὴν παιδικὴ ματιά, ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἀκόμη ἠθικὲς κατασκευές, γνώση τοῦ πεπερασμένου, ὁ συμβιβασμὸς τοῦ μέτριου καὶ τῆς φθορᾶς. Καὶ κεῖ πρὸς τὸ τέλος μιὰ λύπη γιὰ τὴν συνείδηση ποὺ μεγαλώνει ἀλλὰ δὲν ὡριμάζει, γιὰ τὴν ἐνήλικη συνείδηση ποὺ μέσα ἀπὸ τὸν χρόνο ἔχει πιὰ ἀποβάλλει τὴν γνησιότητά της σὲ τέτοιο βαθμὸ, ποὺ οὔτε καν θυμᾶται τὶς πρῶτες ἀνησυχίες, τὰ πρῶτα μεγάλα ερωτηματικά, τὲς πρῶτες παρθενίες.. ἡ τελευταία στροφή εἶναι ἕνα σπάραγμα γιὰ τὴν ιδιότυπη ἄνοια, τὴν ἀμνησία τῆς γνησιότητας ποὺ φέρνει μαζί της ἡ ἐνηλικίωση..

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – θυμᾶμαι ἀκόμα –

ἀπ΄ τὴν ἄνοιξη τὸ χιόνι καρτεροῦσε

Καὶ τὴν ἄνοιξη ἂν θὰ φύγει γι΄ ἄλλο χῶμα

τὸ θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε.

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ πὲρ΄ ἀπ΄τὰ χιόνια

ποὺ γεμίζανε τὸ σπίτι καὶ τὰ δάση

κάτι ἔβλεπε ποὺ τὸ ΄κρυβαν τὰ χρόνια

κι ἡ δική μου ἡ ματιὰ πιὰ τὸ ‘χε χάσει.

 

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – τρελὸ καμάρι –

τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν πουλιῶν ποὺ τὸν γνωρίζαν

Μέρα νύχτα μᾶς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι

καὶ μιὰ θάλασσα ποὺ φάροι δὲν ὁρίζαν.

 

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤξερε τότε

ποῦ τελειώνουν τὰ ταξίδια τὰ μεγάλα

Εἶχε δεῖ σημάδια καὶ σημάδια

στῶν πουλιῶν τοῦ κάμπου τὴ φευγάλα.

 

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤθελε ἀκόμα

ἕναν ἥλιο ποὺ ποτὲ του νὰ μὴ δύσει

Μὰ δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ τοῦ μιλήσει

πώς δὲν φέγγουν τ΄ ἄστρα γιὰ τὸ χῶμα…

 

Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ σὰν μεγαλώσει

δὲν θὰ ξέρει τὰ ταξίδια ὅτι ἀγαποῦσε

Κι οὔτε τί, ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς νὰ νυχτώσει,

τὸ Θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε…

Στὴν συλλογὴ «Ἡ μεγάλη ἔρημος» τοῦ 1962 τὰ καλὰ ποιήματα πυκνώνουν, ὁ ἀναγνώστης ἔχει πιὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τοὺς συμβολισμοὺς καὶ τὶς μεταφορές, παρουσιάζονται στίχοι ποὺ μὲ ἄνεση θὰ μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ὡς ἐπιγράμματα παροιμιώδη γιὰ μεγάλα ὑπαρξιακὰ ζητήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ὑπότιτλος σ αὐτὸ τὸ ἄρθρο – «Ὅσο πρωὶ κι ἂν σηκωθοῦμε μᾶς προλαβαίνει ἡ λύπη μας» (Ἡ περίπολος τοῦ Θωμὰ Ἰντζέ, ἀπὸ τὴν συλλογὴ Ἡ μεγάλη ἔρημος, 1962).

Ὁ Ζερβὸς ἀγαπᾷ ἰδιαίτερα νὰ κινεῖται στὶς σκιὲς τῆς ἱστορίας, ἡ ποιητικὴ ματιὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἑστιάζει σὲ πρόσωπα λησμονημένα, πολλὲς φορὲς καὶ ἀσήμαντα. Μὲ ἀφορμὴ κάποια πραγματικὰ γεγονότα, ἄλλοτε φῆμες ἱστορικές, ἄλλοτε μύθους, ἁρπάζει τὸ ἔλασσον καὶ φτιάχνει τὴν δική του παραβολή. Τὸ ποίημα «Ὁ Θευδᾶς» κινεῖται σ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἀπομονώνει μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὴν ταραχώδη ἱστορία τῆς Ἰουδαίας γιὰ νὰ καταλήξει σ ἕναν ἐξαίρετο προβληματισμὸ ποὺ περιλαμβάνει σχεδὸν τὰ πάντα. Τὴν θέση τοῦ προσώπου στὴν ἱστορία, τὴν ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν Ἰδέα καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγῶνα, τὴν ἴδια τὴν ἐπανάσταση.

(Ὁ Θευδᾶς, κάπου στὸ 40 μ.Χ. ἀνακήρυξε ἐαυτὸν προφήτη στὴν Ἰουδαία καὶ κατόρθωσε νὰ δημιουργήσει ἕναν κύκλο ὀπαδῶν. Ὡς ἄλλος Μωυσῆς θέλησε νὰ πραγματοποιήσει μιὰ δεύτερη ἔξοδο μέσα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Ἰορδάνη – τὸ ἐγχείρημά του τελείωσε ἄδοξα ὅταν περικυκλώθηκε ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς λεγεῶνες, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ σφαγιάστηκαν καὶ ὁ ἴδιος ἀποκεφαλίστηκε. Οἱ τελευταῖες του σκέψεις πρὶν τὸν θάνατο περιγράφονται στὸ ποίημα, ἀλλὰ στὴν τελευταία στροφὴ ὁ Ζερβὸς ἀνοίγει τὸν ὁρίζοντα γιὰ νὰ καταθέσει τὸν προβληματισμὸ ποὺ ἀναφέρουμε παραπάνω. Τὸ κεφαλαῖο Α στὴ λέξη «Αὐτοῦ» δὲν ἀφήνει πολλὲς ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ἀπόλεμος τοῦ τελευταίου στίχου… προσέξτε ἐπίσης τὸ ἐξαιρετικὸ πρῶτο δίστιχο… ἡ τελευταία στροφή εἶναι Καβάφης, ἀλλά τὶ ὄμορφοι στίχοι!.. πόσο λιτά, πόσο σχεδόν τρυφερά ἁπλώνεται στὴν κοιλάδα ἡ ὕστατη λύπη ἑνός ἑτοιμοθάνατου πολεμιστή, ἡ θλίψη του ὄχι γιατί πεθαίνει, μὰ γιατί πεθαίνει ἄδοξα ἀπὸ το χέρι ἑνός ἀπόλεμου. Ἐξαιρετική ἐδῶ η γλωσσοπλαστική τοῦ Ζερβοῦ..)

Ο ΘΕΥΔΑΣ

Πρὸς γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη

Θευδᾶς… ὃς ἀνηρέθη καὶ πάντες ὅσοι

ἐπείθοντο αὐτῶ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο

εἰς οὐδέν…

Πράξεις Ἀποστόλων, Ἐ΄36

 

Ἦταν χειμῶνας ὅταν ἔμαθες πὼς τὰ δέντρα στὴ χώρα σου

κάνουν μόνο γιὰ μεγάλους σταυρούς·

Κι ἔφυγες στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφὰτ παράνομος

χωρὶς κανεὶς νὰ σ΄ ἔχει προορίσει

παρὰ μονάχα ἡ ὀργὴ τῶν χεριῶν σου.

 

Καὶ τώρα ποὺ οἱ λεγεῶνες τοῦ Ἡρῴδη σὲ κυκλώνουν

καὶ παντοῦ γύρω σου ἐπιμένουν

οἱ λόφοι ποὺ δὲ θέλουν νὰ παραδοθοῦν

ξέροντας πιὰ πὼς εἶσαι ἕνα μονοπάτι ποὺ τελειώνει

πασχίζεις γιὰ ἕνα θάνατο τουλάχιστον στὴ μάχη.

 

Καὶ μόνο τώρα ἴσως στὸ τέλος ἐννοεῖς

ποὺ σὲ κυκλώνει ὁ θάνατος

καὶ κάνει τὴν τελευταία ἕφοδο ἡ ὀργή σου

πάνω ἀπ΄τὰ πτώματα τῶν φίλων ποὺ σ ἀφῆσαν

πὼς κάτι λάθος ἦταν ἐξ ἀρχῆς

Πὼς τόσες μάχες πήγανε χαμένες

ἀφοῦ τίποτε γιὰ τὸν λαό σου δὲν ἀλλάζει…

 

Κι ὅμως τώρα ποὺ παίζουν τὰ σύννεφα ψηλὰ

πάνω ἀπ΄ τοῦ Ἐλωὶμ τὰ στάχυα ποὺ σ ἀποχαιρετοῦνε

Τί θρίαμβος καὶ τί ἐλπίδα γιὰ τὸ κουρασμένο χέρι σου

ποὺ σὲ λίγο θὰ πάψει νὰ ὑπακούει

ἄν ἤξερες πὼς εἶσαι ὁ τελευταῖος πρὸ Αὐτοῦ

καὶ πὼς σὲ λίγο ὅλα θ ἀλλάξουν στὸ λαό σου.

 

Ἀλλὰ καὶ τί ἀπογοήτευση μαζὶ

Τί πίκρα γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴ μοῖρα σου

Ἂν ἤξερες

-καὶ προπαντὸς μὲ ποιόνε τρόπο καὶ τί μέσα-

ἕνας ἀπόλεμος πώς σοῦ ΄κλεψε τὴ νίκη…

 

Διαφήμιση

Στὸ ποίημα «Ἡ ἐπέτειος» τὰ φῶτα χαμηλώνουν, ἡ μελέτη τῆς συνείδησης σὲ σχέση μὲ τὸν περιβάλλον ἐπανέρχεται, γι ἄλλην μία φορὰ ὁ «ἐαυτὸς» ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν πιὸ αὐστηρὴ κρίση, ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἡ ἔγνοια ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ, ἀκόμη καὶ στὰ ἔσχατα, νὰ ἀποφύγει. Παρουσιάζω ἕνα πολὺ μικρὸ μόνο ἀπόσπασμα γιὰ ἕναν καὶ μόνο ἐξαιρετικὸ στίχο, δὲν νομίζω πὼς χρειάζεται σχολιασμό..

[ ]

Ἀκούει τὸ θόρυβο. Παραμερίζει τὴ βροχή.

Περνάει τὴν πόρτα. Στὴν δύσκολη στιγμὴ

ἡ λύπη του τὸν προσανατολίζει.

Ἔπειτα λέει τὶς συλλαβὲς τοῦ ὀνόματος.

Οἱ τελευταῖες ἀμυδρὰ ξαναγυρίζουν.

Ὅσο γιὰ τ΄ ἄλλα τὰ ὑποθέτει καὶ τ΄ ἀκολουθεῖ…

Ἡ λύπη του τὸν προσανατολίζει…

[ ]

 

Παραβλέπω τὰ πολὺ καλὰ ποιήματα «Ὁ λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ» καὶ «Ἰὼβ» – τὸ ἄρθρο μεγαλώνει ἐπικίνδυνα, παρουσιάζω ἕνα τελευταῖο ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Ἡ μεγάλη ἔρημος» το ὁποῖο ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ἀπαιτεῖ κανέναν σχολιασμό, οἱ συμβολισμοὶ εἶναι ἐμφανέστατοι…

 

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 Ἰδοὺ λοιπόν, χωρὶς ἐλπίδα πάλι

Ἀπὸ τὴν πολιτεία τῶν φαύλων δικασμένος

στὰ μάτια νὰ κοιτάει τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα…

 

Ὁ πρῶτος, ἦταν κάποιος ποὺ εἶχε ἐλεήσει.

Ὁ δεύτερος, τὸν γλύτωσε ἕνα βράδυ ἀπ’ τὸ βρόχο τοῦ φεγγαριοῦ.

 

Ὁ τρίτος, σύντροφος σὲ ταξίδι.

Ὁ τέταρτος, παλιός του δάσκαλος.

Ὁ πέμπτος, παλιατζὴς ἰδεῶν.

Ὁ ἕκτος, διὰ κλήρου.

Ὁ ἕβδομος, δωροδοκημένος.

 

Μποροῦσε ἑπομένως νὰ ἐλπίζει…

Φτάνει νὰ μιλήσει… Θὰ τὸν ἀναγνωρίσουν…

 

Ἀλλ’ ἰδοὺ ὁ ὄγδοος

ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός του

Πολὺ πλησίον του καὶ ἀπόλυτα ἀδιάφθορος…

 

Τότε ζήτησε νὰ τοῦ δέσουν τὰ μάτια…

 

Τὸ 1965 στὴν συλλογὴ «Ἄψινθος» παρουσιάζονται λίγα καὶ ὀλιγόστιχα ποιήματα μὲ ἐξαίρεση τὸ μακροσκελέστερο τῆς ποιητικῆς του, πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἀνθολογεῖται κάπως συχνὰ μὲ ἀποσπάσματα, εἶναι τὸ «Ἰδοὺ ἵππος χλωρός», ποίημα βασισμένο στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, δὲν τὸ παραβλέπω ἁπλῶς γιατί εἶναι δύσκολο καὶ ἀπαιτεῖ ἀνάλυση, ἀλλὰ κυρίως γιατί θὰ τὸ ἀδικήσω μὲ ἀποσπασματικὴ καὶ μόνο παρουσίαση. Στὴν συλλογὴ αὐτὴ ἀνήκουν ἐπίσης τὰ μονόστιχα «Ἐπίγραμμα»-ἡ φωνὴ του σκοτώθηκε σὲ συλλαλητήρια ἰδεῶν» καὶ τὸ ἐξαιρετικὸ «Καταγωγὴἂν ἔρθεις ἀπ΄ τὴ θάλασσα σὲ περιμένουν λόφοι».

Στὴν  συλλογὴ «Ἕφοδος» τοῦ 1980, (εἶναι πολλά τα χρόνια ποὺ μεσολαβοῦν), τὸ ὀλιγόστιχο καὶ πάλι κυριαρχεῖ, ἡ ὡριμότητα τοῦ στίχου εἶναι φανερὴ σὲ σχέση μὲ τὴν πρώτη συλλογή, ἂν καὶ ἡ σημαντικὴ διαφορὰ θὰ φανεῖ στὶς τρεῖς ἑπόμενες καὶ τελευταῖες συλλογές του.  Νὰ ἕνα μικρὸ γιὰ τὶς ρίζες, τὴν φύση, τὴν ἀξία τῶν ἀμετάβλητων-συναισθημάτων καὶ πραγμάτων. Νὰ θυμίσω τοὺς πολὺ στενοὺς δεσμοὺς τοῦ Ζερβοῦ μὲ τὴ φύση, τὸ ἡσυχαστήριό του στὴν ἔρημη παραλία τῆς Χαραχιᾶς στὴ Λακωνία…

 

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Φτερὰ μελισσουργοῦ καὶ πράσινο μάρμαρο

νὰ θεμελιώνει στοὺς καιρούς:

Στὸ τζάκι του χῶμα γιὰ τὰ μυρμήγκια.

καὶ στὰ παραθυρόφυλλα, τὴ Μάνα μου,

τὴ Μάνα μου!

Νὰ προσανατολίζεται ἡ αἰωνιότητα…

Νὰ καὶ ἡ ἐπιτομὴ τῆς λιτότητας, κάτι σὰν ἄσκηση ἐκφραστικοῦ πυρῆνα

 

ΤΙ

Τί ἀπ΄τὰ δυό; Ἐσὺ ἢ ὅτι πολὺ ἤθελα ν΄ ἀγαπήσω;

 

Τὸ ποίημα «Ἡ γενικὴ χρησιμότης τῶν φελλῶν» εἶναι ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ χρησιμοποιοῦνται, ἂν καὶ σπάνια, στὸ διαδίκτυο γιὰ νὰ καταδείξουν πὼς τίποτε δὲν ἄλλαξε στὴ χώρα ἕως καὶ σήμερα, κυρίως στὸ πολιτικὸ πεδίο – προσωπικὰ νομίζω πὼς ἐὰν τὸ περιορίσουμε ἐκεῖ το ποίημα ἀδικεῖται σὲ μεγάλο βαθμό. Ὁπωσδήποτε βέβαια εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ στίχοι νὰ γεννήθηκαν κυρίως ἀπὸ τὴν συγκυρία, ὅμως στὴν σημερινὴ ἀνάγνωση νομίζω πὼς οἱ στίχοι ἀποδίδουν συμβολισμοὺς διαχρονικῆς ἐμβέλειας καὶ ἀποτελοῦν μιὰ ἔξοχη σπουδὴ τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῶν νεοελλήνων καὶ τὴν  ἠθελημένης ἀγραμματοσύνης τους… ἀπὸ τὰ πολύ καλά ποιήματα τῆς νεοελληνικῆς γραμματείας, στῖχο τὸν στῖχο καταγράφεται ἀκριβῶς ἡ εἰκόνα πού παραμένει ἴδια ἀπὸ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ δῶθε..

 

Η ΓΕΝΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΣ ΤΩΝ ΦΕΛΛΩΝ

Ποιὸς εἶπε πὼς οἱ φελλοὶ δὲν ὠφελοῦν;

 

Ὕλη ἐλαστική, ὀσμὴ οὐδετέρα, ἀδιάβροχη

σ΄ ὅλες τὶς καταστάσεις,

κατάλληλη γιὰ ἐπενδύσεις, γιὰ μονώσεις

καὶ γι΄ ἁλιεία, σὲ θολὰ – κατ΄ ἐξοχὴν – νερά…

 

Ἀρέσουν σ΄ ὅσους θέλουν νὰ πατοῦν σὲ φελλοτάπητες

ἢ καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ θέλουν

– γιὰ τὴ δική τους τὴ βαρύτητα –

ἕνα μέτρο νὰ συμφέρει…

 

Ναί, τοὺς ἀρέσουν… Γιατί ἔτσι ποὺ ἐπιπλέουν στὴ σειρά,

ὅλοι οἱ φελλοὶ σὲ κάθε μέγεθος,

γαλήνη τοὺς γεμίζουν κι ἡσυχία,

γιατί μὲ λίγη πίεση,

εἶναι ἄριστοι οἱ φελλοὶ στὴ μόνωση

ἀπὸ θερμότητα, ὑγρασία, ἤχους καὶ ἀλήθεια,

γιατί ποτὲ τους δὲν θ΄ ἀφήσουν νὰ φανοῦν

τῶν κρατικῶν δεξαμενῶν οἱ πάτοι…

 

Ἔτσι ἐν τέλει οἱ φελλοὶ ὠφελοῦν.

Παίρνουν κι αὐτοί, στὸν τόπο αὐτό,

βαρύτητα. Καὶ μάλιστα φροντίζουν νὰ τονίζουν

ὅτι κατάγονται ἂπ΄ τὴ δρῦ…

 

Γὶ΄ αὐτὸ ὅση τρικυμία κι ἂν σηκωθεῖ

στὸν  τόπο αὐτὸ

δὲν θὰ ξεράσει τοὺς φελλοὺς στὶς ἄκρες…

 

Γιατί μὲ τόσες θάλασσες,

τόσες ἀκτὲς ἀπὸ αἰῶνες ἐθισμένες

νὰ ἐξοστρακίζουν τὰ πιὸ καλά μας κύματα

ὑπόγεια ρεύματα κι ἀσήμαντοι θὰ ὑποκλέπτουνε τὴ νίκη

καὶ τοὺς φελλοὺς θὰ σῴζουν πάλι μεσοπέλαγα…

(Στὴν καλὴ ποίηση τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο, γιὰ ὅσους παραξενεύθηκαν ἀπὸ τὴν συσχέτιση μὲ τὴν δρῦ, νὰ θυμίσουμε ὅτι πράγματι ὁ φελλὸς συλλέγεται ἀπὸ δέντρο, τὴν δρῦ τὴν φελλοφόρο. Καταγωγὴ ἀπὸ τὸ γένος τῆς δρυὸς λοιπὸν- ὅταν ὁ Ζερβὸς γράφει: «Καὶ μάλιστα φροντίζουν νὰ τονίζουν ὅτι κατάγονται ἀπ΄ τὴ δρῦ…», δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς σὲ ποίους προγόνους καὶ σὲ ποιὰ λαγνεία ἀναφέρεται…).

 

Ἰδοὺ καὶ τὸ ποίημα «Ὕστερα»,  ἄλλη μία κριτικὴ γιὰ τὴν μεταμφίεση τοῦ χριστιανισμοῦ σὲ εἰκόνες καὶ ἄμφια ἐκ χρυσοῦ, μὰ κυρίως ἕνας μικρὸς ὕμνος στὴ φύση,  στὶς ἁπλὲς καὶ γνήσιες ἀλήθειες ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι φλύαρες γιὰ νὰ πείσουν ἢ νὰ ἐπηρεάσουν…

 

ΥΣΤΕΡΑ

 Νὰ μ΄ ἔγραφες, Θέ μου, στὴν τρίτη τοῦ Δημοτικοῦ Σου,

Νὰ μοῦ ΄δειχνες μιὰ ἐκκλησιὰ ποὺ μνημονεύουν μόνο δάση,

Μιὰ βρύση ποὺ νὰ λέει «καλῶς ᾖλθες»…

 

Ὕστερα μόνος μου θὰ προσανατολιζόμουν…

 

Δὲν ὑπάρχει καλὸς ποιητὴς ποὺ κάποτε σταματᾷ νὰ ἀναζητᾷ τὸν ἰδανικὸ στίχο, τὴν ἀπόλυτη ἀντιστοιχία λέξης καὶ σκέψης, εἶναι πολλά τα ποιήματα μὲ αὐτὸ τὸ θέμα – τὸ ἄπιαστο τοῦ ἰδανικοῦ τὸ ἀποτυπώνει πολὺ καλὰ ὁ στίχος «Ὅλο κοντὰ περνᾷ κι ὅλο διαφεύγει/σὰν τὴν ψυχή μου ἀλλάζει στέγη…». Ἐπίγνωση μιᾶς πραγματικότητας ποὺ μεταβάλλεται διαρκῶς, σὰν τὸ φωτάκι ἑνὸς φορτηγοῦ ποὺ κινεῖται καὶ ἀκολουθοῦμε άδιάκοπα μέσα στὴν μαύρη νύχτα καὶ δὲν τὸ πλησιάζουμε ποτέ…

 

ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ

 Ἔχασα τὴ ζωή μου στὸ κυνῆγι

-ἴδια τὰ ἴχνη, εἴτε πολλοί, εἴτε λίγοι-

 

Ἂν δὲν τὸν βρῶ δὲν θὰ γυρίσω

-ἢ θὰ μὲ σβήσει ἢ θὰ τὸν σβήσω-

 

Ὅλο κοντὰ περνᾷ καὶ ὅλο διαφεύγει

σὰν τὴν ψυχή μου ἀλλάζει στέγη…

 

Μὰ δὲν λυπᾶμαι, οὔτε μετανιώνω

ὅπου καὶ νὰ ΄ναι τὸν ζυγώνω…

 

Ποῦ θὰ μοῦ πάει· θὰ τὸν πετύχω

στὸν τοῖχο θὰ τὸν στήσω κι αὐτὸν τὸν στίχο…

 

Νὰ λοιπὸν ποὺ φτάσαμε στὸ 1983 καὶ στὴν συλλογὴ «Πάραλος». (Γιὰ τὴν κατανόηση κάποιων ποιημάτων της, ἀλλὰ καὶ κάποιας ἀπογοήτευσης τοῦ ὥριμου πιὰ ποιητικὰ Ζερβοῦ, μιὰ μικρὴ ὑπενθύμιση. Ἡ Πάραλος ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ πλοῖα (μία τριήρης) τῶν Ἀθηναίων στὴν ἀρχαιότητα καὶ μαζὶ μὲ τὴν Σαλαμινία, ποὺ ναυπηγήθηκε ἀργότερα, ἦταν τὸ βασικὸ μέσο γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας σὲ πολὺ σημαντικὲς ἀποστολές, δημόσιου ἢ ἑορταστικοῦ χαρακτῆρα. Ἡ ἀποστολὴ τῆς Παράλου στὶς γιορτὲς τῆς Δήλου στάθηκε καὶ ὁ βασικὸς λόγος γιὰ τὴν ἀναβολὴ τῆς ἐκτέλεσης τοῦ Σωκράτη, καθὼς ἡ ποινὴ μποροῦσε νὰ ἐκτελεστεῖ μόνο ὅταν τελείωναν οἱ γιορτὲς καὶ ἡ Πάραλος ἐπέστρεφε στὴν πόλη. Εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς συλλογῆς, πὼς ὁ Ζερβὸς χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα τοῦ πλοίου μεταφορικά, ἡ Πάραλος εἶναι ὁ κακὸς οἰωνός, τὸ προμήνυμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ἐπιβεβαίωση μιᾶς έκτέλεσης…).

 

Τὰ μικρὰ παράδοξα ποιήματα ὑπάρχουν κι ἐδῶ, μὰ σὰν τὰ δεῖ κάποιος προσεκτικὰ οὔτε μικρὰ εἶναι οὔτε παράδοξα…

 

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ

 Πόσο γενναῖος, Θεέ μου, θὰ αἰσθανόμουν

ἄν πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου βρισκόμουν…

 

Ἐνδεικτικὰ ἐπιλέγω ἐλάχιστα ποιήματα, τὸ πρῶτο εἶναι τὸ «Ἐσὺ φίλε», εἶναι πιὰ φανερό, στὰ δικά μου μάτια τουλάχιστον, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἕναν σημαντικὸ ἐπαγγελματικὸ καὶ ποιητικὸ κύκλο, ὑποβόσκει μιὰ ἀπογοήτευση ἀπὸ τήν συστημική λογοτεχνία καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς νιότης, (ποὺ ἄλλωστε ποτὲ δὲν ἦταν περίσσια), ἔχει δώσει τὴ θέση της στὴν ἀποδοχὴ τῆς κυριαρχίας τῶν ἐλλιποβαρῶν συνειδήσεων…

 

ΕΣΥ ΦΙΛΕ

 Ἐσὺ φίλε ποὺ ὑπερασπίστηκες, ἔστω γιὰ μιὰ στιγμή, τὸν ποιητὴ

ποὺ ἀνέβαλες, ἔστω γιὰ λίγες μέρες, τὴν ἐκτέλεση

-ὅσες χρειάστηκε ἡ Πάραλος ἀπὸ τὴ Δῆλο νὰ γυρίσει…-

Ποὺ ἔστω ταλαντεύτηκες γιὰ λίγο, ποὺ δίστασες,

ποὺ πῆγες νὰ μειοψηφήσεις…

 

Νὰ ΄σαι καλά…

 

Καὶ μάθε πὼς πιάνουν τῶν ποιητῶν οἱ εὐχές…

 

Δὲν θὰ ΄χεῖς φόβο τώρα ὅταν περνᾷς γεφύρια

Ἀνέστιοι ἄνεμοι κοντά σου θ ἀπαγκιάζουν

Δὲν θὰ ζυγώνουν ἰοβόλα τα παιδιά σου,

ἀλλιῶς τώρα θὰ σὲ κοιτᾷ ἐκείνη ποὺ κοιτοῦσες

καὶ δὲν θὰ σβήνει πιὰ κερὶ

ὅταν στοῦ νοῦ σου τὰ κατώγεια κατεβαίνεις…

 

Νὰ ΄σαι καλά, λοιπόν, καὶ ἄφοβα ὅδευε

πρὸς τὴ μεθόριο καὶ τὰ φυλάκια τοῦ χρόνου…

 

Παρακάτω ἕνα πολὺ ὄμορφο ἔμμετρο, τὸ «Ξέφραγος»…

 

ΞΕΦΡΑΓΟΣ

 Ἄσ΄ τους νὰ παίρνουν νὰ κλαδεύουν ἀπὸ σένα

ξέφραγος μένε στὴν κλοπὴ νὰ συνηθίζουν

Φρόντιζε μόνο νὰ ΄χουν ρίζες τὰ κλεμμένα

ὅπου ἀκουμποῦν νὰ πιάνουν καὶ ν΄ ἀνθίζουν…

 

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα μου ποιήματα εἶναι «Ἡ Δεκάτη» στὴν ἑπόμενη συλλογὴ «Ξύλινα τείχη» τοῦ 1987. Ἁπλό, ἁπλούστατο στὴν ἔκφραση, μὲ ὁμοιοκαταληξία στέρεη καὶ περιεχόμενο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσει τὴν μεταπολιτευτικὴ (καὶ ὄχι μόνο) Ἑλλάδα στὸ σύνολό της (γιὰ τοὺς κατὰ πολὺ νεότερους, ἡ δεκάτη ἦταν φόρος, συνήθως ἐπὶ τῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς καὶ ἀντιστοιχοῦσε στὸ ἕνα δέκατο τῆς ποσότητας ἢ τῆς ἀξίας της. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως τὰ ὀθωμανικὰ χρόνια ἐφαρμόστηκε μὲ πολλὲς παραλλαγές).

 

Η ΔΕΚΑΤΗ

 Τότε ποὺ ἦταν ἀξεχέρσωτος ὁ νοῦς του

καὶ πάλευε μὲ τὸ τσαπὶ καὶ τὸ ξινάρι,

Θεέ μου, τί στίχους εἶχε πάρει

στὶς ἀγριλιὲς τοῦ λογισμοῦ του…

 

Τότε ποὺ πάλευε ν΄ ἀνάψει τὴ φωτιὰ

καὶ δούλευε μὲ λάδι τὸ λυχνάρι,

Θεέ μου, ποιὸς ἔφτανε, στὸ τρέξιμο, στὴ χάρη,

τοῦ νοῦ του τὴν ἀποκοτιά…

 

Τώρα τὸν ἔχουν πιὰ ἠλεκτροδοτήσει. Τὰ δάνεια κάτι,

κάτι τὰ τρακτέρ, φυτεῖες ἔχουν γίνει οἱ λογισμοί.

Τοὺς στίχους; Πρώτους πρώτους τοὺς ἔφαγε ἡ δεκάτη

οἱ τόκοι, οἱ εἰσπράκτορες, καὶ οἱ λογαριασμοί…

 

Τὸ τελευταῖο ποίημα τῆς συλλογῆς «Ξύλινα τείχη» δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πιὸ διαφωτιστικὸ γιὰ τὰ ποιήματα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τὰ τελευταῖα ἑπτὰ περίπου χρόνια της ζωῆς του. Νομίζω πὼς εἶναι τὸ σημεῖο τῆς τομῆς ποὺ γράφω παραπάνω, ὁ Ζερβὸς νοιώθοντας τὸ τέλος ἑνὸς δρόμου περνᾷ σὲ ἕνα μονοπάτι μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία ἔκφρασης, πειραματισμοὺς στὸν στίχο, ἀδιαφορία πλέον γιὰ κριτικὴ καὶ κριτικοὺς ποὺ γιὰ χρόνια τὸν ἔχουν, ἔτσι κι ἀλλοιῶς, παραγκωνισμένο. Νομίζω πὼς οἱ «Προσωπογραφίες ἢ τὸ μεσιανὸ κατάρτι», τίτλος συλλογῆς ἀπὸ μόνος του περίεργος καὶ ἀμφίσημος, εἶναι ἡ πιὸ προσωπική, ἡ πιὸ ὥριμη κατάθεση τῆς ποιητικῆς ψυχῆς τοῦ Ζερβοῦ, ἐκείνη ποὺ τὸν διασκεδάζει περισσότερο γι αὐτὸ καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα γίνεται παιγνιώδης, εἰρωνική, κάποτε ἐντελῶς ἀναρχική. Εἶναι μιὰ ποίηση ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γράψει στὰ χρόνια της νεότητας, ἀλλὰ τώρα ὑπάρχει τὸ βίωμα, ἡ ἐκφραστικὴ ἱκανότητα, ἡ καυστικὴ ματιὰ ποὺ δίνει ἡ ἐμπειρία, ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ θεσμοὺς καὶ πρόσωπα. Ὅσο γιὰ τὸν τίτλο τῆς συλλογῆς… ὁ παρατηρητικὸς ἀναγνώστης μπορεῖ καὶ νὰ θυμηθεῖ τὸν στίχο «…δὲν ξέρω τί μου θύμισε ἡ μορφὴ του/τὰ μεσιανὰ κατάρτια κι οἱ σημαῖες…» ἀπὸ τὸ ποίημα «Τὸ Waal ἀπ΄ τὸ Rotterdam» ποὺ παραθέτουμε παραπάνω, κάτι ποὺ μᾶλλον δείχνει πὼς τὸ μεσιανὸ κατάρτι ἀντανακλοῦσε ἀπὸ νωρὶς στὸν Ζερβὸ ἔντονο συμβολισμό. Πολὺ καθαρά το γράφει σὲ ἕνα ποίημα τῆς συλλογῆς, ἰδοὺ τὸ ἀπόσπασμα…

 

ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ ΛΥΠΗΣ
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΥΡΙΟ
ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1989

[ ] 

Κι ὅμως ἡ λύπη πέρασε ὅπως πάντα

-πάντοτε ἡ λύπη τὶς φρουρὲς ἐξευτελίζει-

Λύπη γιὰ σέ, γιὰ τὴν ἐλιά, γιὰ τὸ πεζοῦλι,

ποὺ ἀπὸ τότε ἔχει πάει κι ἔχει καθίσει

-ἕνα ἀκόμη γλαρόνι μέσα στ΄ ἄλλα-

στὸ μεσιανό μου, τὸ καλό, τὸ ἐλάτινο κατάρτι

αὐτὸ ποὺ μὲ βαραίνει καὶ ἀπὸ παιδὶ μὲ πάει.

 

Εἶναι λοιπὸν τὸ μεσιανὸ κατάρτι ἡ ἴδια ἡ συνείδηση; Ὁ ναυτικὸς μπούσουλας ποὺ πάντα ἐπαναφέρει τὴν ἰσορροπία σὲ κάθε ἀπόπειρα παρέκκλισης καὶ διαφυγῆς; Τὸ ἴδιο το πνεῦμα ποὺ ἕνας διανοούμενος εἶναι καταδικασμένος νὰ κουβαλᾷ ἀπὸ παιδὶ μὲ ἀντίτιμο βαρύ; Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο, (αντιθέτως..), νὰ πλησιάσεις τήν πιὸ αὐθεντική ἐρμηνεία ἤ ἔστω τὰ ἀπόνερά της..

Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα γιὰ μένα (ἂν ὄχι τὸ καλύτερο) ποιήματα τῆς τελευταίας συλλογῆς εἶναι «Τὸ δέντρο». Τὸ παραθέτω ὁλόκληρο, ὄχι μόνο γιατί εἶναι περιγραφικὸ καὶ δύσκολα «τεμαχίζεται», ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ φανοῦν οἱ πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες ποὺ προσφέρει πάντα ἡ καλὴ ποίηση, πολλαπλὲς ἀναγνώσεις πολλὲς φορὲς ἀκόμη καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργοῦ. Ἀλλὰ ἀς τὸ δοῦμε καὶ τὸ σχολιάζουμε μετά…

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Αὐτὸ τὸ δέντρο πίστευα πὼς μὲ γνώριζε καλά.

 

Εἶχα παρευρεθεῖ στὴν γέννησή του,

Ποτέ μου δὲν τοῦ ἀφήρεσα πρόωρα καρπὸ

-ἄφηνα πάντοτε νὰ προηγοῦνται τὰ σκουλήκια-

Δὲν πείραξα φωλιὰ στὶς φυλλωσιές του

Στὰ ὅριά του δόκανα δὲν ἔστησα

Οὔτε τὸ ζύγωσα ποτὲ μὲ κλαδευτῆρι ἢ πριόνι.

 

Κι ὅμως,

προχθὲς ποὺ ἔτρεξα,

ὅπως ὁ Παυσανίας στὸ ναὸ

νὰ φυλαχτῶ ἂπ΄ τὴν καταιγίδα,

μὲ ὅλο του τὸ εἶναι

ἄκουσα νὰ καλεῖ τὸν κεραυνό.

 

Κι ἔχω ἤδη ἀρχίσει νὰ μαντεύω τὴν αἰτία.

Εἶμαι ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ γνωρίζουν

πὼς κάποτε ὑπῆρξε

Ἕνα καχεκτικὸ καὶ ἄθλιο κωλορίζι.

 

GREEK POET ZERVOS

Συνήθως εἶμαι πολὺ φειδωλὸς στὰ ἐπίθετα, μὰ ἐδῶ πρέπει νὰ πῶ ὅτι πράγματι πρόκειται γιὰ ἕνα ἐξαιρετικὸ ποίημα ἀπὸ κάθε ἄποψη. Κὰτ ἀρχὰς τὸ παράδοξο, τὸ ξάφνιασμα, ἐκεῖνο τὸ «κωλορίζι» στὴν κατάληξη – θὰ μπορούσατε νὰ βρεῖτε ἄλλη λέξη πιὸ ταιριαστή, πιὸ ἀκριβή στὸ νόημά της, πιὸ πετυχημένη στὴν ἀπόχρωσή της; Δοκιμάστε τὶς λέξεις «δεντράκι», «κλαράκι» καὶ ὅποια ἄλλη μπορεῖτε νὰ σκεφθεῖτε – καμία δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ μὲ ἐπάρκεια χωρὶς νὰ ἀποδυναμώσει τὸ ὑπόλοιπο ποίημα. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς σπάνιες στιγμὲς ποὺ ἕνας ποιητὴς πετυχαίνει τέτοια ἐκφραστικὴ ἀρτιότητα μέσα ἀπὸ μὶα καταφανέστατα ἀντιποιητική λέξη καὶ μπορεῖ νὰ «κλείνει» ἕνα ποίημα χωρὶς νὰ περισσεύει μήτε μιὰ τελεία.

Τώρα, γιὰ τὴν ἑρμηνεία, τὶς πρῶτες καὶ δεύτερες ἀναγνώσεις. Θυμᾶμαι μιὰ συζήτηση στὴν τηλεόραση τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη (νομίζω στὸ τότε κανάλι 5) μὲ τὸν ποιητὴ Τάσο Ροῦσσο, τὸ θέμα τῆς ἦταν ἀκριβῶς ἡ παρουσίαση τῆς τελευταίας συλλογῆς τοῦ Ζερβοῦ, ὁ ξαφνικὸς θάνατός του ἦταν ἀκόμη νωπός. Ὁ Ἀποστολίδης ἀπαγγέλει τὸ ποίημα (ὁ καλύτερος ἴσως κριτικὸς στὴν ἑρμηνευτικὴ ἀπαγγελία..) καὶ ἀκολουθεῖ συζήτηση γιὰ τὸ περιεχόμενό του. Δεῖτε τώρα σὲ πόσα διαφορετικὰ ἐπίπεδα μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἡ καλὴ ποίηση. Ὁ Ρένος, (φίλος μὲ τὸν Ζερβὸ γιὰ χρόνια), στέκεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντυπωσιασμένος στὸν στίχο «… μὲ ὅλο του τὸ εἶναι/ἄκουσα νὰ καλεῖ τὸν κεραυνό…» καὶ εἶναι φανερὸ πὼς πιστεύει ὅτι τὸ πρωτεῦον νόημα βρίσκεται ἐκεῖ, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη του πρόσληψη, πῶς δηλαδὴ ἕνα ἄθλιο κωλορίζι ξεπερνᾷ τὸν ἑαυτό του καὶ φτάνει νὰ μπορεῖ νὰ συνδιαλέγεται μὲ τὸν κεραυνό, τὴν ἀπόλυτη δύναμη. Εἶναι πράγματι μιὰ ἐξαιρετικὴ εἰκόνα.  Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ροῦσσος ἀντιπροτείνει μιὰ δεύτερη ἑρμηνεία (καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ προσλάβουν καὶ οἱ περισσότεροι ἀναγνῶστες ἀπὸ τὴν καθημερινή τους ἐμπειρία και προσωπικά τήν πιστεύω ἐπικρατέστερη): Κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἔχει γύρω του πρόσωπα καὶ πράγματα νὰ τοῦ θυμίζουν τὸ ἀδύναμο παρελθόν του, τὴν παλιά του φτώχεια, τοὺς παλιοὺς ἐξευτελισμούς, τότε ποὺ εἶχε ἀνάγκη τὴν στήριξη, τὴν βοήθεια ἀπὸ τρίτους. Ὁ εὐεργετηθεῖς δὲν θέλει νὰ θυμᾶται τὴν εὐεργεσία, καθὼς εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς παλιᾶς του ἀνημποριᾶς, τῆς δύσκολης θέσης ποὺ βρέθηκε, τῆς καχεκτικῆς του συνείδησης – μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τὸ ρωμαλέο πιὰ δέντρο θὰ σκοτώσει κάθε μνήμη τῆς ἐποχῆς ὅπου χαροπάλευε σὰν ἕνα «…καχεκτικὸ καὶ ἄθλιο κωλορίζι». Πρόκειται γιὰ ἕνα ποίημα – κέντημα πάνω στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά, δὲν ἔχει σημασία ποιὰ ἑρμηνεία θὰ ἐπιλέξετε, γιὰ μία ἀκόμη φορά ἀποδεικνύεται πὼς ἡ γνήσια ποίηση γεννοβολᾷ χωρὶς ὅρια καὶ μπορεῖ νὰ προσφέρει ἀπαντήσεις ἀπὸ τὰ πιὸ ἀσήμαντα ἕως τὰ πιὸ χαώδη ἐρωτήματα.

Ὁδεύουμε πρὸς τὸ τέλος, ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ παραλείψω τὸ ποίημα «Δίψα» ἀπὸ αὐτὴν τὴν τελευταία συλλογή. Ἡ «Πεῖνα» τοῦ Hamsun σὲ δύο στροφές. Ἡ ἐπιτομὴ τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, ἡ δίψα γιὰ τὸ περισσότερο ποὺ δὲν ξεδιψάει ποτέ.

 

ΔΙΨΑ

 Ἀπὸ παιδὶ ἡ μάνα μου μ΄ ἔκανε βρύση

καὶ μὲ ὅρκισε βρύση ἄλλη νὰ μὴν συναντῶ

Νὰ διψάω ἀκόμα κι ὅταν ξεδιψάω

νὰ σκέπτομαι τόπους ποὺ δὲν ἔχουν νερό.

 

Γὶ αὐτὸ

καὶ στ΄ ὁλόγιομο φεγγάρι διψάω

καὶ διψῶ ὅταν τὸ βλέπω λειψὸ

Διψῶ ὅταν ἔρχεσαι, κι ὅσο μένεις διψάω

κι ὅταν φεύγεις

διψάω, διψῶ.

 

Χωρὶς σχόλια. Λυπᾶμαι μόνο τὸν μεταφραστὴ ποὺ θὰ χρειαστεῖ νὰ τὸ μεταφέρει σὲ ἄλλη γλῶσσα…

 

Προσέξτε ἰδιαίτερα τὸ ἑπόμενο…

 

ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ

Θεέ μου,

πόσο μακρινὴ καὶ μάταιη

ἔγινε ἡ διαδρομή

ἀνάμεσα στὴ Φασκομηλιὰ

καὶ τὸν Ἐλελίσφακο.

 

Διαβάζω κείμενα γιὰ χρόνια, ἀλλὰ δὲν ἔχω μέχρι τώρα συναντήσει τόσο λακωνική, τόσο ἐπιτυχημένη ἀπόδοση τῆς σημασίας τῆς γλώσσας, τόσο μελαγχολικὴ ἀποτύπωση τοῦ χάσματος στὴν ἐπικοινωνία. (Ἐλελίσφακος καὶ φασκομηλιὰ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο φυτό…). Δὲν προχωρῶ παραπέρα γιατί θὰ χρειαστεῖ ὁλόκληρο ἄρθρο γιὰ τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας.

Ἐὰν ἤμουν «τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν τύπων» θὰ ἔπρεπε νὰ κλείσω αὐτὴν τὴν μικρὴ παρουσίαση μὲ τὸ ποίημα «Πρόβλεψη γιὰ μελλοντικὴ ταφή», ἀλλὰ σκέφτομαι νὰ ἀφήσω νὰ τὸ ἀνακαλύψετε μόνοι σας. Ἀντ’ αὐτοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερά του λίγο πρὶν ἐγκαταλείψει τὰ γήινα…

 

ΥΣΤΑΤΗ ΠΡΑΞΗ

στὸν Ἀνδρέα Μυλωνὰ

 

Λίγο πρὶν φύγω θ’ ἀνακρίνω ὅλους τους στίχους μου

καὶ ἄτεγκτος μαζί τους θὰ φανῶ.

 Χρόνια ὑποψιάζομαι πώς μοῦ ΄κρυψαν

 ὁλόκληρο οὐρανό.

  

Θὰ τοὺς χωρίσω τὸν ἕναν ἀπ’ τὸν ἄλλονε

 ἀκόμα καὶ τοὺς τίτλους θ’ ἀνακρίνω

 καὶ ὅποιον βρίσκω πὼς ἡ γλῶσσα του διχάλωνε

 χωρὶς φεγγάρι καὶ νερὸ θὰ τὸν ἀφήνω.

 

 Κι ὅταν ἐντοπιστοῦν οἱ ὕποπτοι,

 σὲ συλλαβές, σὲ γράμματα, σὲ λέξεις

 θὰ τοὺς τεμαχίσω.

 Στὰ ὑπόγεια τοῦ νοῦ μου πατώντας καὶ συνθλίβοντας

 ὅ,τι μου πῆραν θὰ τὸ πάρω πίσω.

 

Καὶ μοναχὰ τὴν ὕστατη στιγμή,

 καθὼς θὰ χάνεται, λόγος, ρυθμὸς καὶ βῆμα,

 μὲ τὸ δικό μου θ’ ἀνακατέψω αὐτὰ τὰ πτώματα

 μήπως καὶ βγεῖ κανένα ποίημα.

Ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει σήμερα ἀπὸ τὸν Τάσο Ζερβὸ σὲ βιβλιογραφία καὶ κριτική, εἶναι ἡ ἔκδοση ἀπὸ τὸ Ροδακιὸ «Τὰ ποιήματα» τοῦ 2004, ἡ τελευταία του συλλογὴ σὲ ξεχωριστὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐκδοτικὸ οἶκο καὶ κάποιες, ἐλάχιστες, σκόρπιες ἀναφορὲς στὸ διαδίκτυο. Γιὰ κεῖνον ποὺ δὲν τσαλαβουτᾷ ἄκριτα σὲ κάθε βιβλίο ποὺ κυκλοφορεῖ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ δημιουργήσει τὴν δική του ἄξια βιβλιοθήκη, ἡ ἔκδοση μὲ τὸ σύνολο τῶν ποιημάτων του (ὁ Τάσος Ζερβὸς εἶχε γράψει καὶ τρία μυθιστορήματα καὶ μερικὰ διηγήματα), μπορεῖ νὰ πάρει ἐπάξια μιὰ θέση στὰ ράφια της. Στὴν ἴδια ἔκδοση τὸ ἐπίμετρο τοῦ φίλου του καὶ ἐπίσης ποιητὴ Ἄγγελου Παρθένη περιλαμβάνει πλῆθος προσωπικῶν πληροφοριῶν καὶ μία καλὴ καταγραφὴ τῶν πρώτων ἐκδόσεων τῶν συλλογῶν – ὅποιος ἔβρει κάποια ἀπὸ αὐτὲς ἀναμφισβήτητα θὰ ἀποκτήσει βιβλίο συλλεκτικό. Στὴν ἴδια ἔκδοση θὰ βρεῖτε τὰ λίγα παλιότερα περιοδικὰ μὲ ἀναφορὲς στὴν ποίηση τοῦ Ζερβοῦ, ὁρισμένες παλιὲς ἐγκυκλοπαίδειες ποὺ τὸν καταχωροῦν καὶ τὸ σύνολο τῶν ἀνθολογιῶν ποὺ τὸν περιλαμβάνουν.

Στὸ παραπάνω ἄρθρο ἀκολουθήσαμε τὴν καταγραφὴ τῶν συλλογῶν στὴν ἔκδοση ἀπὸ τὸ Ροδακιό, καθὼς φέρει τὴν σφραγῖδα τῆς ἐπιμέλειας ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του Ἰουλία.

Ἐλπίζω μοναχὰ μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο νὰ ἀναδείχθηκαν μὲ ἐπάρκεια ἡ ποιότητα καὶ ἡ ἀξία τοῦ ποιητῆ. Ὁ ὑπόλοιπος δρόμος γιὰ τὴν κατανόησή του ἃς εἶναι μιὰ ἀνακάλυψη γιὰ τὴν συνείδηση τοῦ κάθε ἀναγνώστη χωριστά…

Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το

5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
154Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments