Ποῦ πᾶς ποιητά μου μὲ τέτοιον καιρό..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
81Shares
HOMER

(Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ παραξενευθεῖ ἀπὸ τὶς ἐναλλαγὲς ὕφους στὸ ἄρθρο ποὺ ἀκολουθεῖ, θὰ πρέπει νὰ ἐνημερώσουμε ὅτι σήμερα δημοσιεύουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ μία συζήτηση ποὺ ἔγινε πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ περίπου χρόνια, στὸν φιλόξενο χῶρο τοῦ «la poesie du monde», ἑνὸς βραχύβιου συλλόγου ἑλλήνων φοιτητῶν ποὺ πλέον σήμερα  ἔχει διαλυθεῖ, ἀλλὰ στὴν σύντομη ζωὴ του πρόλαβε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ σημαντικὰ ζητήματα τῆς λογοτεχνίας. Μεταφέραμε κάποια σημεῖα ἀπὸ ἐκείνη τὴν εἰσήγηση στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ἀφαιρέσαμε ἀναφορὲς στενὰ φιλολογικὲς καὶ δημιουργήσαμε κάποιες γέφυρες μὲ ἄλλα κείμενα τοῦ ἰστολογίου. Δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ «ξαναγράψουμε» τὸν Ρίλκε καὶ τὶς συμβουλές του πρὸς νέους ποιητές, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε οἱ παρακάτω γραμμὲς, ἀθροιζόμενες μὲ τὰ ὑπόλοιπα κριτικά μας κείμενα, δίδουν μία πρώτη, ἁπλὴ εἰκόνα τῶν ἀπόψεών μας γιὰ τὶς ποιότητες στὴν ποίηση)

(Στὸ πρῶτο μέρος ἀνθολογοῦνται οἱ παρακάτω ποιητές, κατὰ σειρά εμφανίσεως στὸ κείμενο: Πάρις Τακόπουλος, Μαρία Πολυδούρη, Γιῶργος Γεωργούσης, Λεωνίδας Ζενάκος, Τῖτος Πατρίκιος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Κωνσταντῖνος Καβάφης, Ἀριστείδης Βουγιούκας, Κώστας Μόντης, Κώστας Βάρναλης, Κωνσταντῖνος Καβάφης [δεύτερο], Ὀδυσσέας Ἑλύτης – στὰ περισσότερα ποιήματα ἡ σύνταξη καὶ ἡ όρθογραφία προέρχονται ἀπὸ τὴν τρίτομη ποιητική ἀνθολογία Ἡρακλῆ, Ρένου, Στάντη καὶ Ἧρκου Ἀποστολίδη, ἔκδοση 2012)

Εἰσαγωγὴ

Κράτα τὸ πάθος σου

Ὢ ποιητά,

κράτα τὸ πάθος σου!

Ἄφησε καὶ μιὰ μέρα νὰ περάσῃ

χωρὶς νὰ γράψῃς!

Ἄφησε…

Ὁ κόσμος γενικὰ εἶναι καλὸς –

γιὰ μία μέρα θὰ εἶναι καλὸς

καὶ θὰ στὸ συγχωρήση…

Μὰ ἂν (δὲν πιστεύω) πάλι γίνῃ

καὶ σὲ παρεξηγήση

ἐσύ, ποιητά,

κράτα τὸ πάθος σου!..

(Πάρις Τακόπουλος)

(ἀφιερωμένο στοὺς fason ποιητάς τῆς καθημερινότητας)

Τὸ σημερινὸ κείμενο γεννήθηκε  ἐν μέρει καὶ ἀπὸ μία ἀπολογητικὴ ἀνάγκη..

Ὅταν ξεκινήσαμε πρὶν ἀπὸ χρόνια τὶς δημοσιεύσεις στὸ διαδίκτυο, ὁ πρῶτος σκοπός μας δὲν ἦταν, (ἀκόμη δὲν εἶναι), ἡ ἀξιολόγηση πρωτόλειων κειμένων καὶ χειρογράφων ἐν γένει, νέων ἢ καὶ παλαιότερων συγγραφέων. Στὴν ἀρχὴ ἤσαν κάποια σκόρπια μηνύματα ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη μας, ἔπειτα ὁ ἀριθμὸς αὐξήθηκε ἀρκετά, ἀλλὰ ἀκόμη ἦταν μία κατάσταση ποὺ μπορούσαμε νὰ διαχειριστοῦμε. Παρόλο ποὺ ὁ χρόνος ἦταν ἐλάχιστος, παρόλο ποὺ τονίζαμε πάντα πὼς ὅλα τοῦτα ἤσαν στὸ πλαίσιο μιᾶς ἐθελοντικῆς μας ἐνασχόλησης, ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ δυνατότητα νὰ ἀπαντοῦμε στὸν καθένα χωριστὰ μέσα σὲ ἕνα εὔλογο χρονικὸ διάστημα –ἔστω μὲ μία παράγραφο, κάποιες σημειώσεις καὶ παρατηρήσεις, κάποιες προτροπὲς –πάντοτε μὲ βάση τὰ δικά μας κριτήρια ποὺ διόλου δὲν συμβαδίζουν μὲ τὶς σημερινὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ποίηση, τὸ πεζογράφημα, τὴν γλῶσσα καὶ γενικότερα τὴν ποιότητα τοῦ κειμένου.

Ὁ καιρὸς πέρασε καὶ σήμερα μὲ λύπη μου θὰ πῶ ὅτι ὁ ὄγκος τῶν ἀποστολῶν ἔχει αὐξηθεῖ τόσο, ποὺ ἡ ἄμεση ἀπάντηση στὸν κάθε συγγραφέα ξεχωριστὰ ἔχει γίνει πρακτικὰ ἀδύνατη. Γιατί βέβαια, ὅταν κάποιος ἀποστέλλει ἕνα ἔργο γιὰ νὰ πάρει μὶα γνώμη, δὲν ἔχει καμιά διάθεση νὰ ἀναμένει ἕνα καὶ δύο χρόνια γιὰ μιὰ ἀπάντηση –στὸ κάτω κάτω δὲν εἴμαστε ἐκδοτικὸς οἶκος (ἀκόμη…), δὲν μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε στὴν ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου, ἁπλῶς γράφουμε μιὰ ἄποψη καὶ αὐτὴ ἡ γνώμη ἔχει ἕνα νόημα ὅταν  ἐκφράζεται σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὸ ἔργο ποὺ ἔχει παραχθῆ καὶ ἀποζητᾷ μιὰ κρίση.

Βεβαίως ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κειμένων, (καὶ ἰδιαίτερα τῶν ποιημάτων), ποὺ παραλαμβάνουμε, ἔχει κοινὲς ἀδυναμίες, παρόμοιες συμπεριφορὲς κειμένου δηλαδή, ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀντανακλοῦν συνολικότερα προβλήματα στὸν χῶρο τῆς παιδείας καὶ εὐρύτερα τοῦ πολιτισμοῦ. Τὰ περισσότερα εἶναι ἄνευρα καὶ κοινότοπα καὶ ἐπαναληπτικὰ ἄλλων ποιημάτων, ἔχουν σοβαρότατα προβλήματα στὴν ἔκφραση, τὴν τεχνική, τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν νοηματοδότηση ἀκόμη καὶ κοινῶν λέξεων, τὸ βίωμα ἀπουσιάζει, ἡ στοιχειώδης ἐπεξεργασία εἶναι εἶδος ἐν ἀνεπαρκείᾳ, τὸ ἴδιο το ποίημα ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσει μὲ στοιχειώδη ρυθμὸ ἀκόμη καὶ τὰ αὐτονόητα. Ὑπάρχουν τέλος καὶ ἐκεῖνα τὰ ἐλάχιστα ποὺ ὑποψιάζουν γιὰ ἕνα ταλέντο, μία βαθύτερη παιδεία, μία προσωπικὴ μάχη ἐπίπονη –μὰ τοῦτα εἶναι τὰ λιγότερα καὶ ἀκόμη κι αὐτὰ θὰ χρειασθοῦν ἀρκετὴ ἐπεξεργασία, ἀρκετὸ μόχθο ἀκόμη, γιὰ νὰ διεκδικήσουν μοναδικὸ ὕφος, ποιότητα κειμένου καὶ σύλληψη πρωτότυπη.

Δὲν θὰ σταματήσουμε τὴν προσπάθεια γιὰ ἀπαντήσεις ἰδιωτικὲς σὲ ὅποιον μᾶς ἐμπιστεύεται τὶς συγγραφικές του ἀγωνίες καὶ ὁπωσδήποτε στὰ καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀποστέλλονται, ὅμως εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ ἀποτυπώσουμε δημόσια κάποια κριτήρια γιὰ τὸ ποιητικὸ κείμενο, (ἐν πολλοῖς καὶ γιὰ τὸ πεζογράφημα, τὸ κείμενο κάθε εἴδους) –θὰ τὰ δοῦμε ὅλα αὐτὰ παρακάτω μὲ συγκεκριμένα παραδείγματα, ποιήματα καὶ σκόρπιους στίχους (ὅσο μποροῦμε λιγότερο γνωστὰ στοὺς τακτικούς μας ἀναγνῶστες), ὅμως πρὶν ξεκινήσουμε λίγες ἀπαραίτητες διευκρινήσεις.

Τὸ πρῶτο. Οἱ ἀπόψεις μας γιὰ τὴν ποιητικὴ δημιουργία ἀπέχουν πολὺ, (μὰ πάρα πολύ..), ἀπὸ τὶς σημερινές, ἐκεῖνες τῆς συγκυρίας. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, γιὰ παράδειγμα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ σήμερα βραβεύονται, ἐκδίδονται καὶ διαβάζονται, θεωροῦνται ἐξαιρετικὰ γιὰ τὴν λογοτεχνικὴ κοινότητα, ἀλλὰ παραμένουν ἐντελῶς ἀπορριπτέα ἀπὸ ἐμᾶς στὴν ποιότητά τους. Δὲν ξέρω ἂν ἔχουμε δίκιο ἢ ἄδικο στὶς κρίσεις μας –ὅμως ὅσοι ζητοῦν τὴν γνώμη μας ἃς ξεύρουν ὅτι εἶναι μοναδικὴ (καλῶς ἢ κακῶς..). Αὐτὸ ἀπαντᾷ καὶ στὴν ἐρώτηση ποὺ μᾶς κάμουν πολλοί: Γιατί δὲν βρίσκετε ἱκανοποιητικὴ τὴν ποίησή μου, ὅταν ἔχει βραβευθεῖ σὲ εἴκοσι διαγωνισμοὺς καὶ ἐκδοθεῖ ἀπὸ δέκα ἐκδοτικοὺς οἴκους; Ὅποιος εἶναι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ σημερινὸ λογοτεχνικὸ τοπίο, ὅποιος ἀντιλαμβάνεται τὴν συγγραφὴ ὡς ἐφαλτήριο δόξης, χρημάτων, βραβείων καὶ ἀναγνώρισης, ἃς μὴν κάμει (γιὰ τὸ καλό του) τὸν κόπο νὰ συνεχίσει τὴν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου. Ἄσκοπα θὰ χάσει τὸν χρόνο του..

Τὸ δεύτερο. Ἡ συζήτηση περὶ κριτηρίων δὲν γίνεται ποτὲ ἐν κενῷ, πατᾷ ἐπάνω σὲ εὐρύτερες ἀπόψεις γιὰ τὴν λογοτεχνία, τὴν παιδεία καὶ τὸν πολιτισμό. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, τὸ σημερινὸ κείμενο εἶναι ἡμιτελὲς στὴν κατανόησή του, ἐὰν δὲν συμπληρωθεῖ μὲ τὴν ἀνάγνωση ἄλλων, σχετικῶν ἄρθρων, (θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ ἕναν ὑπότιτλο, ἕνα συμπλήρωμα σὲ ἐκεῖνο γιὰ τὰ ὅρια τοῦ ποιητικοῦ κειμένου (βλέπε ἐδῶ) ἢ ἀκόμη – ἀκόμη καὶ μιὰ συνέχειά του).

Τὸ τρίτο. Ὅσα διαβάσετε παρακάτω δὲν ἀποτελοῦν ἕναν ὁδηγό, ἕνα λυσάρι, μιὰ ἀκόμη σχολὴ δημιουργικῆς γραφῆς – εἴμαστε ἀπέναντι σὲ ὅλα αὐτὰ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμοῦ τῆς σκέψης, τῆς δημιουργίας, τῆς γραφῆς καὶ τῆς γλώσσας. Εἶναι ἁπλῶς ἡ ἄποψή μας, ἡ δική μας πρόταση γιὰ τὸ ἄξιο καὶ τὸ ποιοτικό. Ἡ μετάφραση (μεταφορὰ) αὐτῶν τῶν ἀπόψεων σὲ κείμενο δὲν σημαίνει πὼς αὐτομάτως θὰ γράψετε καλὴ ποίηση ἢ ὅτι θὰ καλυφθοῦν οἱ ἀδυναμίες τῆς κάθε ἀπόπειρας. Ἐδῶ δὲν ὑποκαθιστοῦμε τὶς σπουδὲς καὶ τὴν σπουδή, δὲν κόβουμε δρόμο ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς γνώσης, δὲν προτείνουμε μία ἐν περιλήψει φοίτηση στὶς φιλολογικὲς σπουδές.

Τέταρτο. Τὸ κείμενο (ὅπως καὶ ἐκεῖνο γιὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς ποίησης) δὲν ἀπευθύνεται κυρίως σὲ φιλολόγους ἢ καὶ κριτικοὺς – ἐτοῦτοι κατὰ τεκμήριο ὑποτίθεται πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ κατέχουν, τὰ διαβάζουν, τὰ κατατάσσουν· ὁ ἀποδέκτης εἶναι κυρίως ἐκεῖνος ποὺ βλέπει στὴν ποίηση τὸ προνομιακὸ πεδίο γιὰ τὴν ἐξερεύνηση καὶ τὴν ἔκφραση τῶν βαθύτερων, τῶν πιὸ ἀπαιτητικῶν περιοχῶν τῆς συνείδησης. Αὐτὸς ἴσως βοηθηθεῖ, ἴσως καὶ νὰ διακρίνει ἕναν διαφορετικὸ δρόμο γιὰ τὸ ἄξιο καὶ ποιητικὸ ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἐποχή του καὶ ἀναζητᾷ τὴν πρόκληση μιᾶς διαχρονίας, ἑνὸς βήματος παραπάνω σε ἀγωνιώδεις ἀναζητήσεις. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ θὰ ἀποφύγουμε ὅσο τὸ μποροῦμε τὴν ὁρολογία, τὶς στενὰ φιλολογικὲς ἀναζητήσεις, τὰ πολὺ δύσκολα ἐρωτήματα. Ἐὰν θέλαμε νὰ γράψουμε αὐτὸ τὸ κείμενο ὡς ἀπόπειρα στὴν θεωρία τῆς λογοτεχνίας θὰ χρησιμοποιούσαμε πολὺ διαφορετικὴ γλῶσσα, ὅμως αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε καμία χρησιμότητα γιὰ τὸν μὴ ἐξοικειωμένο μὲ τὴν φιλολογία – καὶ τοῦτο σημαίνει πῶς καταφύγαμε κάποιες φορὲς σὲ ἁπλοϊκὲς ἐκφράσεις καὶ μία ἐκλαΐκευση ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν φιλολογικὴ θεωρία, ἀλλὰ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι προσθέτει στὴν προσέγγιση ἀπὸ τὸν νέο μύστη τῆς λογοτεχνίας.

Πέμπτο καὶ τελευταῖο. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ παρακάτω γραμμὲς δὲν γράφονται γιὰ στιγμιαία κατανάλωση ὡς ὁδηγὸς γιὰ ἀρχαρίους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφευχθοῦν πλατειασμοὶ καὶ ἐξερευνήσεις σὲ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι τὰ κριτήρια γιὰ τὸ ποιητικὸ κείμενο συμπλέκονται εὐρύτερα μὲ τὴν φιλολογία, τὴν γλῶσσα, τὴν παιδεία, τὴν διδακτική της λογοτεχνίας καὶ ἄλλα πολλά.

Ἃς ξεκινήσωμε ..

 

Αὐτὸν τὸν καταδίωκε ἕνα πνεῦμα

στὶς σκοτεινὲς ἐκτάσεις τῆς ζωῆς του.

[…]

(Μαρία Πολυδούρη, “Σ’ ἕνα νέο ποὺ αὐτοκτόνησε”)

Ἡ μελέτη, τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο, ἡ εὐρύτερη παιδεία..

Τάκης Παπατζώνης, ίσως ο πνευματικώτερος από τους πνευματικούς μας…

Ὅσο κι ἂν φαίνεται περίεργο, εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ξεκινοῦν νὰ γράφουν ποίηση μὲ μοναδικὸ ἐφόδιο τὴν σχολική τους παιδεία. Εἶναι ὁλοφάνερο ἀπὸ τὴν γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιοῦν, τοὺς ποιητὲς ποὺ γνωρίζουν, τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὴν ζωὴ τὴν ἴδια. Εἶναι πολλοὶ ἐπίσης ἐκεῖνοι οἱ δῆθεν κριτικοὶ καὶ συμβουλάτορες, ποὺ προτείνουν τὴν ἀνάγνωση καὶ μόνο ὡς προαπαιτούμενο γιὰ ὅποιον θελήσει νὰ γράψει. Εἶναι λάθος, ἡ μᾶλλον  ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση βοηθᾷ τὴν ὀρθογραφία, βοηθᾷ βεβαίως στὸ λεξιλόγιο, βοηθᾷ ἴσως τὴν φαντασία, μὰ δὲν εἶναι ἀρκετή. Οἱ σωστὲς παραινέσεις εἶναι γιὰ μελέτη κειμένων, σπουδή, ἐμβάθυνση. Μελέτη τῶν λέξεων, τῶν νοημάτων, τῆς στίξης, τῶν ἀντιθέσεων, τῶν παύσεων, ἐκείνων ποὺ ἐκφράζονται καὶ ἐκείνων ποὺ ἀπουσιάζουν καὶ – (ὅταν μιλοῦμε γιὰ ποίηση) – μελέτη ἐπιπλέον τοῦ ρυθμοῦ, τῆς ρίμας, τῆς γλωσσοπλαστικῆς ἱκανότητας, τὶς ἀποχρώσεις τῶν νοημάτων στὶς λέξεις, στὸ ἄρωμα ποὺ ἀναδύεται ἀκόμη ἀπὸ τὸν τίτλο. Δὲν ἠμπορεῖς νὰ θέλεις νὰ γράψεις ἕναν ἄξιο στίχο, ὅταν ἀπὸ Καβάφη ἔχεις (ἐπιδερμικὰ) διαβάσει τὶς Θερμοπύλες, ἀπὸ Σολωμὸ τὴν Ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς, ἀπὸ Κάλβο τοὺς δύο στίχους ποὺ κυκλοφοροῦν στὸ διαδίκτυο, ἀγνοεῖς τὸν Παπατζώνη, τὸν Μόντη, τὸν Τρύφωνα, τὸν Μπαρλᾶ καὶ τόσους ἄλλους ἀφανεῖς καὶ σκονισμένους. Ἐὰν θέλεις νὰ γενεῖς ποιητὴς ἄξιος, θὰ ματώσεις σὲ χρόνο, σὲ μελέτη, σὲ σκέψη· ἐὰν δὲν ἔχεις πολλὰ χρήματα θὰ χρειαστεῖ νὰ θυσιάσεις διασκεδάσεις καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ νὰ προμηθευθῇς ἀνθολογίες, κείμενα στὴν πρώτη ἔκδοσή τους, κριτικὲς καὶ φιλολογικὲς ἀναλύσεις· ἐὰν θέλεις νὰ γενῇς ἄξιος ποιητὴς, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συγκροτήσεις τὸ δικό σου πανεπιστήμιο, τὸ δικό σου πρόγραμμα σπουδῶν, νὰ ρωτήσεις, νὰ ἀπορρίψεις, νὰ προκρίνεις, νὰ γεμίσεις μὲ σημειώσεις τὰ περιθώρια στὰ βιβλία σου –καὶ ἄσε τοὺς δῆθεν βιβλιόφιλους νὰ φωνάζουν γιὰ καταστροφὴ τῶν σελίδων, σωστὸ βιβλίο γιὰ σένα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὑποφέρει, ποὺ ματώνει καὶ ξενυχτᾷ μαζί σου, ποὺ συμπάσχει, ποὺ γερνᾷ ἀπὸ τὴν πολλὴ χρήση· ἐὰν θέλεις νὰ γενῇς ἄξιος γραφιὰς θὰ πρέπει ἐμμονικὰ νὰ γέρνεις μὲ γιατί καὶ πὼς ἐπάνω ἀπὸ κάθε καλὸ κείμενο τῆς λογοτεχνίας, νὰ ψάχνῃς τὶς ἐναλλακτικὲς ἀπαντήσεις, νὰ προσπαθῇς γιὰ τὴν δική σου ἐκδοχή.

Αὐτὴ ἡ ἀνηφόρα δὲν τελειώνει ποτέ, πραγματικὰ ποτέ, σὲ πάει ὡς τὸ τέλος, εἶναι ὁ πόνος, ὁ κόπος  πίσω ἀπὸ τὸ ἔργο. Κάθε στίχος τοῦ Καβάφη (εἰδικά του Καβάφη..), κάθε ποίημά του τῶν ὀκτώ ἢ δέκα στίχων, κρύβει ἀπὸ πίσω θηριώδη μελέτη τῶν κλασικῶν, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσας, τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς παγκόσμιας ποίησης. Κάθε λέξη τοῦ Παπατζώνη ἥ του Ἐλύτη  (ἀπὸ τὸ πολὺ σημαντικό τους λεξιλόγιο, τὸ γιομάτο ἀποχρώσεις..) ὑποδηλώνει ἀδιάκοπη μελέτη, δὲν προέκυψε ἀπὸ θεία ἔμπνευση, ἀπὸ ἕνα ἐκ γενετῆς ταλέντο. Θὰ σκοπεύεις στὰ ἄριστα, πάντα στὰ ἄριστα, κι ἃς εἶναι ἀκριβὰ κάποτε, κι ἃς εἶναι σπάνιο νὰ τὰ εὔρεις στὸν δρόμο σου. Θὰ ἀγοράσεις τὴν καλύτερη ἀνθολογία, τοὺς κλασικοὺς ποιητές, ἐκείνους ποὺ, τέλος πάντων, οἱ ἄλλοι θεωροῦν σημαντικούς, μὰ ποὺ ὅμως δὲν ἠμπορεῖς νὰ τοὺς κρίνεις σωστὰ προτοῦ τοὺς διαβάσεις, τοὺς ξεψαχνίσεις, τοὺς περάσεις κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα σου, γιὰ νὰ μπορέσεις μετὰ νὰ τοὺς ἐκδιώξεις ἢ νὰ τοὺς ἀφομοιώσεις δημιουργικά. Θὰ ρωτήσεις γιὰ τὴν καλύτερη μετάφραση, τὴν καλύτερη ἔκδοση, τὴν καλύτερη ἀπόδοση.

Σὲ τοῦτο τὸν δρόμο, (τὸν μοναχικό, τὸν ἀπομονωμένο, τὸν δύσβατο), μὴν ἀκούσεις στιγμὴ τοὺς «κολοβούς», ἐκείνους ποῦ ἔκοψαν τὴν οὐρά τους, (δηλαδὴ τὴν συνείδησή τους καὶ τὴν σκέψη τους..), γιατί βαριοῦνται τὸν κάθε κόπο, γιατί ζοῦν γιὰ τὴν ἀναγνώριση, γιατί δὲν ἔχουν αὐτοπεποίθηση γνωστικὴ καὶ διψοῦν γιὰ ρηχὴ ἐπιβεβαίωση, γιατί ζοῦν στὴν ἐπιφάνεια –ἀνίκανοι νὰ καταδυθοῦν, νὰ ματώσουν, νὰ ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὰ δύσκολα, τὰ ἀπαιτητικά. Ἐσὺ μελετᾷς, μελετᾷς, μελετᾷς –ὁλόκληρη ἡ ζωή σου δὲν θὰ φανῇ ἀρκετὴ γιὰ μελετήσεις τὰ ἄξια ἐπιλεγμένα, τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων, τὴν βαθύτερη σκέψη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ζωή, τὸν ἔρωτα, τὸν θάνατο, τὴν συνείδηση, τὴν ὕπαρξη στὰ πιὸ σκοτεινά της δωμάτια. Ἐσὺ δὲν διαβάζεις γιὰ ἀπομνημόνευση, γιὰ νὰ πετᾷς ἐξυπνάδες καὶ τσιτάτα στὸ διαδίκτυο, γιὰ νὰ ἐπιπλεύσεις σὰν ἡμιμαθὴς ἀνάμεσά σε ἀμαθεῖς. Ἐσὺ μελετᾷς ἀδιάκοπα γιατί ἄλλος δρόμος γιὰ νὰ κτίσεις συνείδηση καὶ γραφὴ μοναδικὴ δὲν ὑπάρχει. Μὴν ψάχνεις ἐναλλακτικές, μονοπάτια γιὰ νὰ κόψεις δρόμο.

Θυμᾶμαι κάτι παιχνίδια στὸν ὑπολογιστὴ μὲ στρατοὺς καὶ μάχες, ὅπου ὁ χάρτης ἄρχιζε μικρός, μόλις ἕνα μικρὸ χωριουδάκι μὲ τοὺς δικούς σου στρατιῶτες καὶ γύρω το σκοτάδι. Καὶ ὅσο ὁ στρατός σου περπατοῦσε τὸν χάρτη (ἔτσι μὲ τὸν φακό, στὰ σκοτεινά..), τόσο ἐκεῖνος ξάνοιγε κι ἀποκάλυπτε ἐχθροὺς καὶ φίλους, νέες περιοχές, ἀνεξερεύνητα μέρη. Ἴδια εἶναι καὶ ἡ δική σου πορεία. Δὲν πρέπει νὰ ἔχει καρέκλα γιὰ σένα, δὲν πρέπει ἔχει ξαπόσταμα..

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι βέβαιο πὼς διαβάζοντας τὰ παραπάνω, θὰ ἀναρωτηθεῖς ἐὰν ἀξίζει τὸν κόπο τέτοια μεγάλη προσπάθεια καὶ θυσία, ἡ ἀπόκριση εἶναι μέσα σου, τὴν ἔχει διατυπώνει ὁ Ρίλκε καλύτερα ἀπὸ μένα, ἐδῶ ἁπλῶς θὰ τὴν διευρύνουμε. Πόσο μεγάλη, πόσο ἐπιτακτικὴ εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ γράφεις; Πόσο (πραγματικὰ..) σὲ καταδιώκει τὸ πνεῦμα ὡς ἀνάγκη ἀποσυνδεδεμένη ἀπὸ χρήματα, βραβεύσεις καὶ τὰ παρόμοια; Θὰ συνέχιζες, καὶ θὰ ἐπέμενες, καὶ θὰ μάτωνες, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἐκ τῶν προτέρων γνώριζες πώς ἡ σημερινὴ κοινωνία οὐδέποτε θὰ ἀναγνωρὶσει ὡς ποιοτικὴ τὴν ποίησή σου; Θὰ ἐπέμενες στ’ ἀλήθεια; Δὲν ἔχει κανένα νόημα νὰ ξεγελάσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν προσφέρει τίποτε το νὰ ἀπαντήσεις καταφατικὰ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι μία σωστὴ ἀπάντηση, εἶναι μάταιο κι ἀνώφελο. Θυμήσου μοναχὰ πὼς ἀπαντήσεις σὲ παρόμοια ἐρωτήματα συνήθως καθορίζουν ἐξακολουθητικά το ὑπόλοιπό του βίου σου καὶ τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς σου..

Γιὰ νὰ δοῦμε τὰ παραπάνω ἀποτυπωμένα σὲ ἕνα ποίημα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσετε πὼς «παίζουμε» ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, δὲν θὰ κλέψουμε οὔτε ἀπὸ Καβάφη, οὔτε ἀπὸ κανέναν ἄλλον ἰδιαίτερα σημαντικὸ ποιητή, μὰ ἀπὸ ἕναν «δεύτερον», ἕναν ἐργάτη τοῦ πνεύματος ἄσημο, ἀπὸ κείνους ποὺ μὲ ἀθόρυβη ἐργασία προχωροῦν τὴν λογοτεχνία, (μετάφραση, ποίηση καὶ δοκίμιο ὁ συγκεκριμένος), πετραδάκι τὸ πετραδάκι. Τὸ ποίημα εἶναι σχετικὰ μεγάλο καὶ χωρὶς ἄλλα στοιχεῖα θὰ τὸ ἀφήσω στὴν ἀνάγνωσή σας, διαβάστε το προσεκτικὰ καὶ κατὰ πρώτον ἀναρωτηθεῖτε –θὰ μπορούσατε ἐσεῖς, οι ποιητές, (μὲ τὸ συγκεκριμένο ὑπόβαθρο, τὴν συγκεκριμένη παιδεία, τὶς συγκεκριμένες ἀνησυχίες) νὰ γράψετε κάτι ἀνάλογο σὲ ποιότητα; Δεῖτε το..

Ὁ Ὁλόρου Ἀλιμούσιος ἐν Σκαπτησύλῃ

ξυγγράφων τε καὶ διαλογιζόμενος τὰ περὶ τὸν πόλεμον

Τὸ πὼς τὰ πράγματα μηνούσανε τὴν  νίκη τῶν ἐχθρῶν μας

τόχα προβλέψει ἀπὸ καιρὸ –σημάδια φανερὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Μιὰ νίκη παραπάνω δὲν θ ἄλλαζε τὸν πόλεμο –

ὅμως δὲν εἶναι σίγουρος κανεὶς ποτέ.

Ἃς μὲ θαυμάζουν, τὸ λοιπόν, οἱ ἐπίγονοι, γιὰ τὸ σοφό μου ἔργο

καὶ γιὰ τὶς ἔξοχες περιγραφές, καὶ τὶς βαθύτατές μου κρίσεις

καὶ τὶς δημηγορίες –ποὺ ’ταν, ἐπιτέλους, ἄλλων ἔργα.

Ἐγώ, τὸ κάλλιο, λέω, προτιμοῦσα στρατηγὸς νὰ δοξαστῶ,

τιμώμενος στὴν πόλη τῆς Παλλάδας

καί, σὲ καιροὺς πολεμικούς, σ’  ἔργα κ’ ἐγὼ πολεμικὰ νὰ διαπρέψω..,

σκεπτότανε ὁ Θουκυδίδης πότε-πότε

κάτω ἀπ’τὸ πλατάνι τῆς αὐλῆς

σὰν βάραιναν οἱ ὧρες –

κ’ εὐθὺς μετὰ στὴν ξυγγραφὴ δινότανε.

Σ’ ἐξώρισαν οἱ Ἀθηναῖοι, βέβαια,

γιατί δὲν τὰ πολυκατάφερες σὰν στρατηγός,

κ’ ἔχασες μίαν ἀστεία μάχη, Δάσκαλε.

Ἤτανε, βλέπεις, τότε χρόνια δίσεχτα

κι ὁ πόλεμος εἶχε τὴν δικιά του ἀνάγκη,

ἀδήριτη, ὅπως ἐκείνη τῶν θεῶν –τόξερες, βέβαια, ἐσὺ αὐτό…

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τοῦ πνεύματος, καθὼς τοὺς λένε,

δὲν τὰ βολεύουνε σὲ τοῦτες τὶς δουλειές,

γιατί ’ναι, λέει, εὐαίσθητοι κι ἀδύναμοι..-καὶ τὰ λοιπά…καὶ τὰ λοιπά.

Ἃς εἶν’ καλὰ λοιπὸν (γιὰ σένα καὶ γιὰ μᾶς) τὰ μεταλλεῖα τοῦ Παγγαίου

καὶ τ’ ἄλλα κτήματα τὰ πατρογονικά τῆς Θρᾴκης –

εἶναι κι αὐτὰ (πῶς νὰ τὸ κάμῃς!) – «ἒς ἀεί».

Γιατί ἀλλιῶς, ξωμάχος στὶς σικελικὲς τὶς πόλεις,

ποῦ ὄρεξη καὶ ποὺ κουράγιο νὰ ξυγγράφης «ἒς ἀεί».

Μιὰ μάχη παραπάνω ὁπωσδήποτε δὲν θ’ ἄλλαζε τὸν πόλεμο.

Καλὰ θάταν, δὲ λέω, ἀκόμη καὶ μία νίκη –ἔστω κι ἄχρηστη·

κι ἀκόμα-ἀκόμα φημισμένος στρατηγὸς νὰ δοξαστῆς,

ποὺ ἐπιτέλους τέτοιους κάμποσους ἔβγαλε τὸ γένος μας…

Ἐμένα μου ἀρκοῦνε τὰ ὀχτὼ βιβλία σου

Καὶ τὰ πυκνότατα στοχαστικὰ Ἑλληνικά.

(Γιῶργος Γεωργούσης, «Νυκτιλύκη», 1966)

Δὲν διάλεξα τυχαία ἐτοῦτο τὸ ποίημα, εἶναι γιατί συμπυκνώνει μὲ τὸν πιὸ καθαρὸ τρόπο ὅλα ἐκεῖνα τὰ γνωστικὰ πεδία ποὺ ἕνας νέος ποιητὴς πρέπει καθημερινὰ νὰ κατακτᾷ, νὰ διευρύνει, νὰ ἐμπλουτίζει.

Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἡ Ἱστορία. Ὄχι ὡς στεγνὴ ἀνάγνωση καὶ ἀπομνημόνευση ἡμερομηνιῶν, ὄχι ὡς γραμμικὴ ἐξέλιξη μέσα στὸν χρόνο, μὰ ὡς κατανόηση συμπεριφορῶν, διλημμάτων, ἀναμετρήσεων στὸ χῶρο τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ὕλης. Μὰ ἀκόμη περισσότερο, ὡς ἐργαλεῖο κατανόησης τῆς σύγχρονης ποιητικῆς, καὶ ὄχι μόνο, σκέψης. Ὁ Ὁλόρου Ἀλιμούσιος εἶναι βέβαια ὁ Θουκυδίδης (Ὅλορος ὁ μπαμπάς, Ἄλιμος ὁ δῆμος ποὺ γεννήθηκε). Τὰ πατρογονικὰ κτήματα εἶναι ἐκεῖνα τὰ οἰκογενειακὰ ποὺ κληρονόμησε στὴν Χαλκιδικὴ καὶ στὴν Μακεδονία καὶ ὁ τόπος ὅπου ἀποσύρθηκε, ὅταν ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους – μιὰ στρατιωτικὴ ἐπιχείρηση ποὺ τοῦ εἶχαν ἀναθέσει δὲν πῆγε καλὰ καὶ ἡ στρατιωτική του καριέρα ἔσβησε ἄδοξα. Ἐκεῖ λοιπὸν στὴν Σκαπτή ὕλη ἀποσύρεται ὁ Θουκυδίδης καὶ καθὼς ἡ μόνη του δουλειὰ εἶναι ἡ σ(ξ)υγγραφή, κάθεται σὲ πλατάνια καὶ ρεματιὲς καὶ μονολογεῖ καὶ σκέπτεται. Αὐτὰ ὅσο γίνεται πιὸ ἁπλὰ γιὰ τὴν ἱστορία..

Τὸ δεύτερο, ἡ ὅσο γίνεται εὐρύτερη γνώση τῆς ποίησης καὶ ὁπωσδήποτε τῶν πιὸ σημαντικῶν ἐκπροσώπων της. Ἐὰν δὲν γνωρίζεις τίποτε ἀπὸ Καβάφη, πὼς θὰ ἀντιληφθεῖς πὼς ὁλάκερο τὸ ποίημα εἶναι μία ἀπάντηση τοῦ Γεωργούση (μία σαφὴς θέση) σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐξαιρετικὸ «Νέοι της Σιδῶνος», ὅπου ὁ Καβάφης (μὲ τὸν Αἰσχύλο στὴν θέση τοῦ Θουκυδίδη), ἀφήνει τὸν ἀναγνώστη νὰ πάρει θέση στὸ δίλημμα – γιὰ νὰ μὴν τρῶμε χῶρο καὶ χρόνο τὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν Καβάφη μπορεῖτε νὰ τὸ ξεκινήσετε ἀπὸ ἐδῶ.

Τὸ τρίτο, ἡ γλῶσσα στὴν διαχρονία της καὶ στὴν ἐξέλιξή της. Γιατί ὁ Γεωργούσης χρησιμοποιεῖ τὸ ξ ἀντὶ γιὰ τὸ σῖγμα; Ποιὰ εἶναι τὰ πυκνότατα στοχαστικὰ ἑλληνικὰ στὰ ὀκτὼ βιβλία τοῦ Θουκυδίδη; Τί εἶναι πάλι τοῦτο τὸ «ἒς ἀεὶ» ποὺ ἐπάνω του στηρίζεται ὅλο το ποίημα – ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα τοῦ Αἰσχύλου στὸ ποίημα τοῦ Καβάφη; Δὲν θὰ ἀπαντήσω σὲ ὅλα ἐδῶ, θὰ ξεφεύγαμε πολὺ ἀπὸ τὸ σημερινὸ θέμα, μὰ γιὰ  δεῖτε πῶς ἕνα καλὸ ποίημα ξανοίγει τὸν στοχασμὸ σὲ ὁρίζοντες ἄπειρους, θὰ σᾶς θυμίσω μόνο τὸ χωρίο τοῦ Θουκυδίδη, ἀπὸ ὅπου καὶ ἡ ἐπίμαχη φράση..

«..Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὔθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἔξει. Κτῆμα τε ἒς αἰεί μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται..»

Στὴν Wikipedia θὰ εὕρετε τὴν μετάφραση ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει (ἐκείνη τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου), φυσικὰ πρόκειται γιὰ μία ἐντελῶς ἐλεύθερη ἀπόδοση, δεῖτε ὅμως πόσο ἐπίκαιρη, πῶς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἕνα τεράστιο ζήτημα, ποὺ φθάνει ὡς τὶς μέρες μας..

«..Ὁ ἀποκλεισμὸς τοῦ μυθώδους ἀπὸ τὴν ἱστορίαν μου, ἴσως τὴν καταστήση ὀλιγώτερον τερπνὴν ὡς ἀκρόαμα, θὰ μοῦ εἶναι ὅμως ἀρκετόν, ἐὰν τὸ ἔργον μου κρίνουν ὠφέλιμον ὅσοι θελήσουν νὰ ἔχουν ἀκριβῆ ἀντίληψιν τῶν γεγονότων, ὅσων ἔχουν ἤδη λάβει χώραν, καὶ ἐκείνων τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μέλλουν νὰ συμβοῦν περίπου ὅμοια. Διότι τὴν ἱστορίαν μου ἔγραψα ὡς θησαυρὸν παντοτεινὸν καὶ ὄχι ὡς ἔργον προωρισμένον νὰ ὑποβληθῆ εἰς διαγωνισμὸν καὶ ν’ ἀναγνωσθῆ εἰς ἐπήκοον τῶν πολλῶν, διὰ νὰ λησμονηθῆ μετ’ ὀλίγον..».

Καὶ τέλος, τὰ ἴδια τὰ νοήματα στὸ κείμενο, τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀνοίγει, οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δίδει, τὰ διλήμματα ποὺ θέτει. Γιὰ δεῖτε λοιπόν, πόσο εὔκολα γράφεται ἕνα καλὸ ποίημα; Τί θηριώδεις γνώσεις ἀπαιτεῖ, πόση μελέτη ἐπάνω σε ἱστορία, γλῶσσα, φιλοσοφία, τί στοχασμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη, τί οἰκονομία κειμένου καὶ πύκνωση νοηματική; Ὅταν μιλᾶμε γιὰ καλὴ ποίηση τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο, κάθε λέξη, κάθε φθόγγος ἐπιλέγεται γιὰ κάποιον λόγο, παραπέμπει κάπου, ὑπονοεῖ, ὑποδηλώνει, ἀποκρύπτει καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἴδια στιγμή.

Ὅσοι τὸ ἀντέχετε λοιπόν, πάρετε τὸν δρόμο τὸν δύσκολο. Καὶ θυμηθεῖτε πὼς ἡ ποίηση εἶναι τὸ πιὸ κοφτερὸ μαχαῖρι σὰν ἀκονίζεται κάθε μέρα, θυμηθεῖτε τὴν δύναμη τῶν στίχων τοῦ Λεωνίδα Ζενάκου, στίχοι ποὺ κτυποῦν δυνατὰ ἐπάνω στὴν νεανικὴ ὁρμή, δυνατὰ κι ἐπαναληπτικὰ σὰν τὴν κοφτερὴ τὴν λάμα..

Κλεῖστε τὶς πόρτες!..

Κλεῖστε τὶς πόρτες, κλεῖστε καλά,

μὴν τύχη κ’ ἐμπῃ ὁ θάνατος,

μὴν τύχη κ’ ἔμπῃ ἡ φρίκη,

μὴν τύχη κ’ ἐμπῃ τὸ ψωμί,

καὶ μαλακώσουν τὰ σαγόνια,

καὶ δὲν μποροῦν τὰ δόντια μας

νὰ σφίξουν τὸ μαχαῖρι!

Ἡ γλῶσσα

Προσωπικὰ δὲν μ’ ἐνδιαφέρει σὲ ποιὰ μορφὴ γλώσσας θέλεις νὰ γράψεις, κάμε ὅτι σου ταιριάζει περισσότερο – μονοτονικό, ἀτονικό, πολυτονικό, ποντιακά, σανσκριτικά, καθαρεύουσα, δημοτική, ἀρχαῒζουσα, γράψε μὲ ὅποιο τρόπο θέλεις. Μοναχὰ μὴν σκεφτεῖς λεπτὸ νὰ γράψεις ἔστω καὶ μία ἀράδα, ἔστω καὶ ἕναν στίχο, προτοῦ ἐξοικειωθεῖς (δηλαδὴ ἔχεις μάθει γερά, στὸ ὅλον..)  μὲ τὴν ἑνιαία ἑλληνική. Ἀρκεῖ ἡ γλῶσσα σου νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιλογῆς καὶ ὄχι ρᾳθυμίας. Μὴν σκεφτεῖς νὰ παραγκωνίσεις ἢ νὰ ἀποκλείσεις ἀπὸ τὴν μελέτη σου καμία γλωσσικὴ μορφὴ – καθαρεύουσα, δημοτικὴ καὶ ἀρχαία γλῶσσα διαθέτουν κείμενα μὲ ἐξαιρετικὲς ποιότητες καὶ δὲν ἀναφέρομαι μοναχὰ στὸν Παπαδιαμάντη ἢ στὸν Κάλβο ἢ στὸν Κοραή. Γράψε ἐὰν θέλεις στὸ μονοτονικό, μὰ ὄχι προτοῦ μελετήσεις τὴν περισπωμένη ἢ τὴν βαρεῖα καὶ βεβαιωθεῖς μοναχός σου πὼς τίποτε δὲν ἠμποροῦν νὰ προσφέρουν στὸν ἐκφραστικό σου πλοῦτο, στὸν νοηματικὸ τονισμό, στὶς λεκτικὲς ἀποχρώσεις μέσα στὸ κείμενο. Παραμέρισε τὴν ἀρχαία ἐκδοχή, ὄχι ὅμως προτοῦ διαπιστώσεις πὼς οἱ λέξεις της  εἶναι ἄχρηστες στὴν σύγχρονη ποιητικὴ ἔκφρασή σου. Μὴν ἐπιλέγεις γλῶσσα καὶ ὕφος μοναχὰ μὲ τὴν σκέψη στὸν ἀναγνώστη, δὲν γράφεις γιὰ τὴν σημερινή του ἐκδοχή, δὲν εἶσαι ἡ ἐκλαϊκευμένη ἐγκυκλοπαιδεία ποὺ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ τὴν διαβάσουν ὅλοι –ἀπὸ τὸν ἀγράμματο ἕως τὸν διδάκτορα πανεπιστημίου. Διάλεξε τὴν γλῶσσα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποτυπώσει μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὴν σκέψη σου, τὸν στοχασμό σου, ἀλλὰ μὴν τὸ κάμεις προτοῦ βεβαιωθεῖς ὅτι ἐξερεύνησες ὅλες τὶς ἐκδοχές της, ὅλες τὶς μορφές της, ὅλες τὶς ἐκφραστικές της δυνατότητες.

Ἐσὺ θέλεις νὰ εἶσαι δημιουργὸς, ὄχι διαιτητὴς σὲ ποδοσφαιρικὸ ἀγῶνα καὶ γι αὐτὸ μὴν σκεφτῆς στιγμὴ νὰ παίξεις τὸ ἠλίθιο παιχνίδι τοῦ γλωσσικοῦ ἐμφυλίου, ἄσε νὰ ἀσχολοῦνται μ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ διψοῦν γιὰ προβολὴ καὶ μετατρέπουν τὴν ἀμάθειά τους σὲ πρόταση καὶ ἰδεολογία. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ κανέναν, (κράτος ἢ ἰδιώτη..), νὰ σοῦ ἐπιβάλλει τὴν γλῶσσα ποὺ θὰ χρησιμοποιεῖς, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ κανέναν νὰ ἀποκλείσει ἀπὸ τὸ γνωστικό σου πεδίο γλωσσικὲς ἐκφράσεις καὶ ἐκδοχές, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καλύψει τὴν τεμπελιά του καὶ τὴν ἐκφραστική του ἀνεπάρκεια. Μὴν παρασύρεσαι ἀπὸ τὶς δῆθεν «γλωσσολογικὲς» ἠλιθιότητες καὶ μελέτες, κανεὶς σοβαρὸς ἄνθρωπος δὲν ἐπιλέγει τὴν γλωσσική του ἔκφραση μὲ βάση τὸ ἀθάνατον τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἢ τὴν ἀνωτερότητα τῆς φυλῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι τὸ βάθος τοῦ στοχασμοῦ καὶ αὐτὸ ἅρπαξέ το σὲ ὅποια γλῶσσα τόβρεις. Ὅσο ἀποκρουστικοὶ ἤσαν οἱ καθαρευουσιάνοι τοῦ προηγούμενου αἰῶνα, ποὺ ἐπέμεναν νὰ ἐπιβάλλουν γλωσσικὴ μορφὴ καὶ ἔκφραση, ἄλλο τόσο ἀποκρουστικοὶ εἶναι πολλοὶ σημερινοὶ «δῆθεν δημοτικιστὲς», ποὺ ξεπερνοῦν σὲ φανατισμὸ καὶ ἰδεοληψία τοὺς προκατόχους τους.

Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν πὼς ἡ διαδικασία τῆς σκέψης διαθέτει μία αὐτονομία μηχανισμοῦ καὶ χρησιμοποιεῖ ἐργαλεῖα ξέχωρα, στὴν πραγματικότητα ἔχεις τόσο βαθύτερη σκέψη, ὅσο μεγαλύτερη ποικιλία καὶ ἀκρίβεια διαθέτει ἡ γλῶσσα ποὺ ἔχεις μάθει, μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα ποὺ μιλᾷς μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα στοχάζεσαι –κανεὶς δὲν μελετᾷ ἀρχαία ἑλληνικὰ γιατί ὀνειρεύεται νὰ περπατᾷ στὸ Μοναστηράκι μὲ χλαμύδα καὶ νὰ βγάζει λόγους, οὔτε γιατί ἔχει ἐμμονὲς μὲ τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, αὐτὲς εἶναι ἀνοησίες ποὺ κανεὶς δὲν ὑποστηρίζει στὰ σοβαρά. Μὴν φοβᾶσαι τὸ λεξικό, τὸ παλιὸ καὶ σκονισμένο κείμενο, τὸ φιλολογικὸ δοκίμιο τοῦ περασμένου αἰῶνα, τὰ πρῶτα τεύχη περιοδικῶν τὰ γραμμένα στὴν καθαρεύουσα –μερικὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα κείμενα καὶ λογοτεχνήματα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας πρωτοδημοσιεύθηκαν ἐκεῖ καὶ ἔχουν στοχασμοὺς μοναδικούς. Δὲν θὰ καταλάβεις ποτὲ τὴν οὐσία τῆς φιλολογίας, (μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια), καὶ κυρίως τὸ νόημα τῆς λέξης πνευματικότητα, ἐὰν δὲν μελετήσεις Κοραῆ καὶ Συκουτρῆ, ἀκόμη καὶ Ἀποστολάκη, δὲν θὰ ἔβρεις πουθενὰ τόσο ἀνάγλυφη περιγραφὴ τοῦ τούρκικου πολιτισμοῦ ὅσο στὸν Βιζυηνό, δὲν θὰ ἀντιληφθεῖς εὔκολα τὸν Ντοστογιέφσκι ἐὰν δὲν κατανοήσεις σὲ βάθος τὸν Παπαδιαμάντη, ὅσο καὶ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Καρυωτάκη δὲν γίνεται νὰ τὸν ἀγκαλιάσεις ὁλοκληρωτικὰ ἐὰν δὲν ἔχεις μελετήσει τὸν «ἀλλοκαιρινὸ» Παλαμά, τὸν Κάλβο, τὸν Σολωμό, ἀκόμη καὶ τὸν Σικελιανὸ ἢ τὸν Μαλακάση. Μὴν στέκεσαι στὴν γλῶσσα, μὰ στὴν ποιότητα τοῦ στίχου, τὴν φόρτισή του, τὸ ἀπόβαρο τοῦ νοήματός του..

Νὰ προειδοποιῇς!

Πόσα ποὺ πρὶν δὲν καταλάβαινες, τώρα

σ’ ἀποκαλύπτουν τὸ πραγματικὸ νόημά τους!

Μὰ τί καινούριος κίνδυνος αὐτή σου ἡ ὡρίμαση·

μπορεῖ καὶ νὰ σ’ ἐπαναπαύσῃ στὴ θέα τῶν συντελεσμένων.

Θὰ κατορθώσης ἄραγε ποτὲ τὰ πράγματα νὰ δῇς

τὴν ἴδια τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψής τους

καὶ νὰ προειδοποιῇς

ἔστω καὶ μ’ ἄναρθρες κραυγὲς

Σὰν τὸ σκυλὶ ποὺ πρὶν ἀπ’τὸ σεισμὸ

ἀκούει τοὺς μυρισκους τριγμοὺς τῆς γῆς

κι οὐρλιάζει;..

(Τίτος Πατρίκιος, «Μαθητεία» 1952-1962, ἐκδόσεις Πρῖσμα, 1963)

Τὸ δοκίμιο, οἱ κριτικές, οἱ μελέτες..

Ἔχεις δίπλα σου μιὰ ἐθνικὴ βιβλιοθήκη, ἕνα θηριῶδες σὲ πληροφορίες διαδίκτυο, πανεπιστήμια, ἱδρύματα, σχολὲς κάθε εἴδους –ἔχεις δίπλα σου ἕναν πλοῦτο μὲ ἐλεύθερη πρόσβαση, μὴν γελιέσαι, στὴν καλὴ λογοτεχνία ἡ κριτικὴ καὶ ἡ ἔρευνα εἶναι σχεδὸν τὸ ἴδιο σημαντικὲς μὲ τὸ κείμενο –σοῦ ἀποκαλύπτουν πεδία ποὺ δὲν μπόρεσες νὰ ἐντοπίσεις μὲ τὴν πρώτη ματιά, σοῦ δείχνουν ἕναν δρόμο ἀνάγνωσης καὶ σκέψης, σὲ μεταφέρουν σὲ βάθη ποὺ πολλὲς φορὲς οὔτε ὁ ἴδιος ὁ δημιουργὸς δὲν εἶχε μπορέσει (ἢ τολμήσει) νὰ κατέβῃ. Τὰ καλύτερα κριτικὰ κείμενα ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα καὶ ἀποκορυφώνονται στὸν 20ο – μέσα ἐκεῖ θὰ εὕρεις μοναδικὸ πλοῦτο, πολλὲς φορὲς εἶναι πολὺ καλύτερα καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ καλοῦνται νὰ κρίνουν. Ἀπὸ τὸν Παπανικολάου ἕως τὸν Ἄγρα, ἀπὸ τὸν Πολυλᾶ ἕως τὸν Ρώτα, ἀπὸ τὸν Παναγιωτόπουλο ἕως τὸν Καραντώνη καὶ δεκάδες ἄλλους, τὸ κριτικὸ κείμενο θὰ σοῦ δώσει μιὰ βάση κριτηρίων γιὰ νὰ κτίσεις τὴν δική σου ἄποψη, τὸ δικό σου ὕφος, νὰ ἐντοπίσεις ἀδυναμίες, βελτιώσεις, προοπτικές. Διάβασε ἀκόμη καὶ ἐμπαθεῖς ἢ μονομερεῖς κριτικὲς, ὅπως τοῦ Δημαρᾶ, τοῦ Σαββίδη, τοῦ Ἀποστολάκη ἢ τοῦ Θεοτοκᾶ, γιὰ νὰ ἀντιληφθῆς τὶς ἀστοχίες μιᾶς κρίσης, τὸ δαιμόνιον τοῦ φανατισμοῦ, τὸ κόστος τῆς μεροληπτικῆς σκέψης. Κριτικὴ καὶ λογοτεχνία εἶναι ἀδιαχώριστες, μαζὶ βαδίζουν σὲ ποιότητα καὶ βάθος. Πολλὲς φορὲς οἱ κριτικὲς σημειώσεις σὲ ἕναν  ποιητὴ εἶναι πολύτιμες γιὰ τὴν κατανόησή του – χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ ἔκδοση Σολωμοὺ μὲ τὰ προλεγόμενα τοῦ Πολυλᾶ ἢ οἱ ἐκδόσεις κλασικῶν σὲ γερμανικὴγαλλικὴ ἐπιμέλεια. Μὴν γελαστεῖς καὶ μὴν νομίσεις πὼς σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ σοβαροὶ κριτικοί, μὴν χάνεις χρόνο μὲ παρουσιάσεις πληρωμένες σὲ ἐφημερίδες καὶ κολακεῖες ἀνάμεσα στὸ συγγραφικὸ συνάφι – ἕνας μικρόκοσμος εἶναι πού σου τρώει χρόνο καὶ προσπαθεῖ νὰ ταΐσει τὴν σκέψη σου μὲ κείμενα τῆς μιᾶς χρήσης. Ἀκόνισε ὅσο μπορεῖς τὸ δικό σου κριτήριο ἀργὰ καὶ σταθερά, κράτα σημειώσεις σὲ ἕνα ποίημα ἢ ἕνα πεζό, προσπάθησε νὰ ἐντοπίσεις κενά, παραλείψεις, ἐκφραστικὲς ἀδυναμίες, νοηματικὰ χάσματα. Κι ἃς κάμεις λάθη, κι ἃς νοιώθεις ἀκόμη κάπως ἀνάπηρος νὰ μπεῖς σὲ βαθιὰ νερά. Ἡ ποιότητα ἀναδεικνύεται καὶ ἀπό τὴν σύγκριση καὶ ἡ σύγκριση προϋποθέτει ἕνα κριτικὸ σύστημα μὲ κάποιους κανόνες καὶ ὅρια. Μὴν ἀκοῦς ἐκείνους, (εἶναι συνήθως οἱ ἴδιοι ἡμιμαθεῖς καὶ ὁκνηροἰ σὲ ὅλα τα ὑπόλοιπα), ποὺ κηρύσσουν τὸν ἀκραῖο ὑποκειμενισμό, τὸ “ὅλα λογοτεχνία εἶναι”, τὸ “δὲν ὑπάρχουν ἀντικειμενικὰ κριτήρια” – μέσα ἀπὸ τέτοιες ἀπόψεις ἀνάπηρος θὰ ἀπομείνεις μιὰ ζωὴ στὴν ἐπιλογὴ τῶν ἄξιων καὶ τῶν ποιοτικῶν. Ἐὰν θέλεις κάποτε, σχεδὸν αὐτόματα, νὰ κατανοεῖς τὴν ποιότητα ἑνὸς κειμένου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐπώνυμό του συγγραφέα του, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σχηματίσεις μία θηριώδη κριτικὴ (καὶ συγκριτικὴ) γνώση, κι ἃς ἀποδειχθεῖς λάθος σὲ ἑκατὸ χρόνια – πρῶτον, δὲν θὰ ζῆς γιὰ νὰ τὸ δεῖς καὶ νὰ ντραπεῖς καὶ δεύτερον, ἔτσι προχωρᾷ πάντα ἡ ἀνθρωπότητα, μὲ λάθη, ἀστοχίες, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε μὲ κάποιου εἴδους κρίση – κανένα βῆμα δὲν ἔγινε ποτὲ μὲ τὴν χλιαρὴ σοῦπα τοῦ ὅλοι καλοὶ εἴμαστε, ὅλοι εἴμαστε ποιητές..

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα

ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:

«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικά.

τί κάθομαι δῶ πέρα;»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ

καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,

γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.

Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,

ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,

καὶ τοὺς λέει: «καλησπέρα».

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.

Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!

Θὰ ’ναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,

ἀφοῦ μπορεῖ καὶ ἀνθρώπινα μιλεῖ.

Ἀπ’ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει

πόσα βιβλία μαζί του νὰ ’χει φέρει,

μὲ τί σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα

νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλῶσσα!

«Κὺρ παπαγάλε, θὰ ’χομε τὴν τύχη

ν’ ἀκούσωμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»

Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει…

μὰ τί νὰ πεῖ; Ξανάπε: «καλησπέρα».

(Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Χελιδόνια, Βιβλιοθήκη Ἐκπαιδευτικοῦ Ὁμίλου, 1920)

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμιμάθεια, σπουδὴ στὴν ἐπιφάνεια, στὴν ρηχότητα, πασάλειμμα σὲ πέντε δέκα βιβλία, λίγο διαδίκτυο καὶ ἰδού!…

Ὑπάρχει βέβαια καὶ τὸ παρόμοιας θεματικῆς τῆς ἡμιμαθείας, ἐξαιρετικό του Καβάφη..

Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,

τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,

ὁ ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης

Ἀριστομένης, υἱὸς τοῦ Μενελάου.

Ὡς τ’ ὄνομά του, κ’ ἡ περιβολή, κοσμίως, ἑλληνική.

Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, ἀλλὰ

δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.

Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,

ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.

Πρὸ πάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,

κ’ οἱ τέτοιοι τόχουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.

Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.

Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,

ἒμαθ’ ἐπάνω, κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·

κ’ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μὴ τυχὸν

χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι

μιλώντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινούς τὰ ἑλληνικά,

κ’ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,

ὡς εἶναι τὸ συνήθειό τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι’ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,

προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·

κ’ ἐπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

(Ποιήματα 1897-1933, Ἴκαρος 1984)

Διαφήμιση

Γεμάτος ὁ κόσμος ἀπὸ τούτους τοὺς δῆθεν ἐπαίοντες, γεμάτο ἰδιαίτερα καὶ τὸ διαδίκτυο ἀπὸ χιλιάδες ρηχούς, ποὺ εὐρῆκαν πεδίο δόξης καὶ διάκρισης, παπαγαλίζοντας ἀπόψεις γιὰ τὸ ἐλεύθερο τῆς τέχνης, τὸ χαλαρόν της λογοτεχνίας, τὴν δικτατορία τῆς κριτικῆς, παριστάνοντας τοὺς γλωσσολόγους, τοὺς φιλολόγους, τοὺς ἐμβριθεῖς ἀναγνῶστες..

Ὑπάρχει βεβαίως τὸ ἀφιέρωμα στὸν Καβάφη σὲ τοῦτο τὸ ἰστολόγιο, ὅμως ἀπὸ τὸ παραπάνω ποίημα νὰ ὑπογραμμίσω τὴν τελευταία στροφὴ – δὲν ὑπάρχει πλοῦτος στοχασμοῦ δίχως γλωσσικὸ πλοῦτο, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγαμε στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συζήτησης, σκεπτόμεθα μὲ βάση τὴν γλῶσσα ποὺ κατέχουμε καὶ ὄχι μὲ κάποιο ἄλλο ἐσωτερικὸ ἐργαλεῖο. Διὰ τοῦτο, ἡ σπουδὴ στὴν γλῶσσα (στὸ ὅλον τῆς γλώσσας, τῆς ὅποιας γλώσσας), δὲν εἶναι φιλολογικὸς σχολαστικισμὸς, ὅπως πολλοὶ νομίζουν, εἶναι καθημερινὴ προσπάθεια γιὰ βαθύτερη σκέψη, δημιουργικὸ στοχασμό, ἀνατομὴ στὴν λεπτομέρεια καὶ στὴν πιὸ λεπταίσθητη ἀπόχρωση τοῦ συναισθήματος.

Γιὰ τὴν γραφὴ καὶ τὸ βίωμα..

Γιατί συγκινεῖ ἄραγε ἡ καλὴ ποίηση; Γιατί μᾶς φορτίζει τόσο ἕνα ποίημα τοῦ Καρυωτάκη ἢ τοῦ Καβάφη, ἐνῷ ἕνα ἄλλο ποίημα μὲ τὴν ἴδια θεματική μᾶς ἀφήνει ψυχροὺς καὶ κάποτε μάλιστα μᾶς προκαλεῖ θυμηδία; Πόσο ἀπέχει ἡ καλή, ἡ ἄξια ποίηση ἀπὸ τὴν κακή, τὴν στερεότυπη, τὴν ἀφόρητη κοινοτοπία; Ὑπάρχει μία μαγικὴ λέξη ἐδῶ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη βίωμα, αἷμα, ἱδρῶτας, ἀγωνία γνήσια, σχεδὸν σωματοποιημένη. Ὁ Καρυωτάκης δὲν γράφει γιὰ τὴν πλήξη, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸ εἶναι του ἡ ἔκφρασή της, ἡ εἰκόνα της, ἡ οὐσία της. Δὲν ὑποκρίνεται πὼς πεθαίνει ἀπὸ ἀνία, πεθαίνει πραγματικὰ ἀπὸ ἀνία, γὶ αὐτὸ καὶ ὁ στίχος του πείθει ἀμέσως γιὰ τὴν γνησιότητά του, γι αὐτὸ καὶ γίνεται ἄμεσα κατανοητὸς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ποὺ λίγα γνωρίζει γιὰ ποίηση καὶ λογοτεχνία. Μὰ ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ θεατρικὸς Καβάφης στολίζει τὸ ποίημα μὲ σκηνικά, μὲ κάποιο στόμφο, μὲ ὁρισμένες ἐπιτηδεύσεις –αὐτό σε τίποτε δὲν τραυματίζει τὴν ἐξαιρετικὴ ποιητική του, καθὼς ὁ πόνος του εἶναι γνήσιος, βιωμένος, ἁπλῶς τὴν τονίζει διαφορετικά, τὴν ὑψώνει σὲ σκηνή, τὴν φέρνει στὸ κέντρο τῆς πλατείας μὲ περισσότερο θόρυβο.

Ἀπὸ μὶα γενιά ποὺ βίωσε πολλά καὶ γι’αὐτό ἔδωσε ἀρκετούς καὶ σημαντικούς ποιητές. Ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος..

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ σφάλματα νέων ποιητῶν, εἶναι ἡ ἀπόπειρα νὰ ξεκινήσουν νὰ γράφουν γιὰ ἔννοιες ἀφηρημένες, πανανθρώπινες, κοινῶς ἀποδεκτές, γιὰ ἔννοιες ὅμως ποὺ τοὺς διαφεύγει τὸ συγκεκριμένο νόημά τους, ἡ ἀποτύπωσή τους στὴν καθημερινὴ ζωή τους. Μπορεῖ ὁ Ρίτσος, ὁ Βάρναλης, ὁ Ἀναγνωστάκης, ὁ Λεοντάρης καὶ τόσο ἄλλοι νὰ ἐκκινοῦν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀφετηρία, ὅμως σὲ κείνους, (παραλείπουμε γιὰ λίγο τα ζητήματα τεχνικῆς), οἱ λέξεις ἀγῶνας, εἰρήνη, ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη, δὲν βγαίνουν μέσα ἀπὸ βιβλία, ἀλλὰ μυρίζουν μία πραγματικότητα βιωμένη σὲ ἐκτελεστικὰ ἀποσπάσματα, μάχες, διώξεις, βασανιστήρια, πόλεμο αἱμάτινο, καθημερινό. Γὶ αὐτὸ καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ πολιτικά ποιήματά τους ὅλοι τοῦτοι παραμένουν σχεδὸν πάντα ἀληθινοί, γνήσιοι. Εἶναι τὸ γνωστὸ πρόβλημα  τῆς ἀντίφασης ἀνάμεσα στὴν γραφὴ καὶ σὲ κεῖνο ποὺ ἀβίωτα προσπαθεῖ νὰ περιγράψει – δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ζωή σου νὰ εἶναι καθ’ ὅλα συμβατικὴ, (μὰ ἐντελῶς συμβατικὴ), καὶ νὰ περιμένεις νὰ συγκλονίσεις τὸ πανελλήνιο μὲ ἕνα ποίημα γιὰ τοὺς ἄστεγους, τοὺς θυσιασμένους σὲ ἕνα πόλεμο, τοὺς αὐτόχειρες μιᾶς ἀπελπισίας. Μὰ θὰ πεῖ κάποιος φουρκισμένος καὶ δικαίως – πρέπει στ ἀλήθεια νὰ ὑποστοῦμε κάθε λογῆς κακουχία γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀποτυπώσουμε εὔστοχα (τουλάχιστον) τὴν ποιητική της; Λυποῦμαι νὰ τὸ πῶ, μὰ σὲ μεγάλο βαθμό, ἡ ἀπουσία βιώματος μετατρέπει τὸν στίχο σὲ ἦχο κοῦφο, βαρετό, ἀδιάφορο. Μὴν προσπαθεῖτε νὰ γράψετε γιὰ πράγματα ἀβίωτα –γράψτε γιὰ τὴν ἀνεργία ἐὰν θέλετε καὶ τὴν βιώνετε, τὸ κακὸ σχολειό, τὸ χάσμα τῶν γενεῶν, τὸ δρᾶμα ἑνὸς σπασμένου κινητοῦ, γράψτε γιὰ ὅ,τι γνωρίζετε καὶ βιώνετε, τότε καὶ μόνο θὰ βγεῖ ἀληθινὸ ἀκόμη καὶ ἐὰν ἀφορᾷ κάτι ἀσήμαντο, μὴν ἀσχολεῖστε μὲ πράγματα ποὺ ἁπλῶς ὑποψιάζεστε τὴν ἐπιρροή τους, τὸ δρᾶμα τους, τὴν κακοσμία τους. Καὶ ἐπιτέλους, ἐὰν ἐπιμείνετε νὰ τὸ κάμετε, ξαφνιάστε μας, μὴν ἀναμασᾶτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Τὸ νὰ γράψετε πώς..

Εἶναι καλὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὰ ζῷα..

..δὲν πρόκειται νὰ συγκινήσετε κανέναν, ὁ στίχος σας θὰ ἀθροιστεῖ μὲ χιλιάδες ἄλλους ποὺ φωνάζουν γιὰ τὰ αὐτονόητα, ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἐλάχιστοι μποροῦν νὰ διαφωνήσουν.. γιὰ δεῖτε ὅμως, ὅταν πάρετε τὸ ἴδιο θέμα, τὴν σχέση ζῴου καὶ ἀνθρώπου καὶ κάνετε μιὰ ζαβολιὰ, το δεῖτε ἀπό μία νέα, περίεργη, ἀφώτιστη γωνία..

Ὁ ποιητὴς ὁ σκύλος κάθε ποὺ στὸ τραπέζι ἀποκάτω

τοῦ ἀφεντικοῦ του κάθεται, ἀκούει προσευχές, ἀκούει

τὸ «τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου» καὶ «τοῦτο

Ἐστὶ τὸ αἷμα μου». Καὶ πολὺ καλὰ ξέρει

ποιανοῦ εἶναι τὸ σῶμα, ποιανοῦ εἶναι τὸ αἷμα,

                                                                                                       κι ὁ ἴδιος μὲ τὸ κόκκαλο σὲ τί φριχτόνε κανιβαλισμὸ

                                                                                                    συμποσιάζει…»

                                                                                               (Ἀριστείδης Βουγιούκας, 1977)

Ὅμως ἔχουμε μπεῖ σὲ ἄλλα χωράφια, θὰ δοῦμε παρακάτω το ζήτημα τῆς πρωτοτυπίας τοῦ στίχου.

Τὸ βίωμα λοιπόν, ἡ ἀγωνία τῆς ὕπαρξης. Ἀλήθεια, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐρωτᾶτε γιατί τὰ ποιήματά σας δὲν συγκινοῦν, ἀναρωτηθήκατε ποτὲ γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν συναισθημάτων καὶ τῶν συγκινήσεων ποὺ θέλετε νὰ μεταφέρετε στὸ χαρτί; Εἶναι πράγματι ἕνα συγκινησιακὸ φορτίο ἢ ἁπλῶς ἀποτέλεσμα μιᾶς λογικῆς, στοχαστικῆς ἐπεξεργασίας, μὲ ἄλλα λόγια ἕνα διανόημα;  Εἶναι ἐλάχιστοι οἱ ποιητὲς ποὺ διαθέτουν τόση μαεστρία ὥστε νὰ μετατρέπουν ἕνα διανόημα σὲ ἐξαιρετικὴ (καὶ συγκινησιακὰ φορτισμένη)  ποίηση – ὁ Ἐλύτης εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνάμεσά τους, σὲ κάποια ἐλάχισταΔημουλὰ καὶ κάποιοι λίγοι ἀκόμη. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς, πρῶτα θὰ νοιώσουμε τὸ ρῖγος, τὸ συναίσθημα, τὴν συγκίνηση καὶ ἔπειτα τὴν ἀνάγκη γιὰ σκέψη, λογικὴ ἐπεξεργασία, ἀνάλυση, ἐκλογίκευση. Ἃς ποῦμε ὅτι χωρίσατε μὲ τὴν καλή σας (ἢ τὸν καλό σας) καὶ πληγωθήκατε καὶ θέλετε νὰ μεταφέρετε τὴν πληγὴ αὐτὴ στὸ χαρτί. Μά, σκεφθεῖτε, πληγωθήκατε πράγματι; ἢ ἁπλῶς ὑποκρίνεστε ἕνα συναίσθημα, ἀντιδρᾶτε μὲ ἕναν τρόπο ποὺ εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸς –χώρισα, πρέπει νὰ νιώσω μόνος, πρέπει νὰ κλάψω, πρέπει νὰ περάσω μία περίοδο κατάθλιψης, πρέπει νὰ στενοχωρηθῶ; Μήπως ἀποτυπώνετε στὸ χαρτὶ ἁπλῶς μία ἀντίδραση πανομοιότυπη μὲ ἑκατομμύρια ἄλλες, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ ψάχνει ὁ ἀναγνώστης, δὲν εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση μιᾶς σύμβασης, ἀλλὰ ἡ ἀμφισβήτησή της; Πόσα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ γράφετε δὲν εἶναι φυτεμένα στὴν σκέψη σας ἀπὸ κοινωνία, φίλους, οἰκογένεια καὶ σχολειό;  Γράφετε πολλοὶ ἀπὸ ἐσὰς σὲ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς στέλνετε, γιὰ τὸν κακόμοιρο τὸν ἔντιμο ἄνθρωπο ποὺ ἐκμεταλλεύονται ὅλοι, ἐντάξει τὸ ξέρουμε καὶ τὸ ζοῦμε οἱ περισσότεροι, μήπως θὰ εἶχε περισσότερο ἐνδιαφέρον νὰ γράψετε γιὰ ἐκεῖνο, γιὰ παράδειγμα,  ποὺ σὰν μικρὰ παιδιὰ κλέψατε ἀπὸ ἕνα μαγαζί, ἀπὸ τὴν ντουλάπα τῆς γιαγιᾶς, ἀπὸ τὸ πορτοφόλι τοῦ πατέρα σας; Μήπως ἐπειδὴ αὐτὸ θὰ ἦταν βιωμένο καὶ τὸ κυριότερο θὰ συνιστοῦσε μιὰ ἀνατροπή, ἕνα focus σὲ μία ἐλάχιστη περιοχή, ἀσήμαντη, θὰ μποροῦσε νὰ ἀνοίξει μιὰ ἄλλη σκέψη στὸν ἀναγνώστη καὶ νὰ κινητοποιήσει μιὰ ἀντίδραση ἐντελῶς διαφορετική;

Ἡ ποίηση εἶναι ἕνας φωτογραφικὸς φακὸς ποὺ στοχάζεται καὶ ἀντιδρᾷ πρῶτα ἀπὸ ὅλα στὰ μικρὰ καὶ τὰ ἀφώτιστα –προσπαθῆστε νὰ μὴν ξανοίγεστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ πανανθρώπινα καὶ στὰ χαώδη. Τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης, ἡ ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δίπλα σας, στὰ νοσοκομεῖα, στὰ νεκροταφεῖα, στὸ φτωχόσπιτο, στὴν μοναξιά, στὴν ἀπομόνωση. Δεῖτε τὸ καθημερινό, ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει σὲ ὅλους μας ἀπὸ τὸν Κώστα Μόντη

Χρυστάλλα

Ἐλέγκω, σήμερα πεθαίνει ἡ ἀδελφή μας…

Εἶναι ἐκεῖ μέσα, στὸ νοσοκομεῖο ποὺ ἤσουνα κ’ ἐσύ,

μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀρρώστεια ποὺ εἶχες κ’ ἐσύ.

Ἔχει τὸ σκελετωμένο πρόσωπο

τῶν τελευταίων σου ἡμερῶν,

ἔχει στὸ πρόσωπο τὸ φοβερὸ πόνο

τῶν τελευταίων σου ὡρῶν,

ὁπού καὶ νὰναι θ’ ἀρχίσει κι αὐτῆς

ἡ ἀνείπωτη ἀγωνία

τῶν τελευταίων στιγμῶν-

ὅταν τὰ μάτια σου ἀλλοιθώρισαν

καὶ στριφογυρνοῦσαν ἀπλανῆ,

ἐνῷ ἐγώ, μ’ ἀνασκαμμένη τὴν ψυχή,

σοῦ χάιδευα τὰ μαλλιὰ

(πρώτη φορά σοῦ χάιδευα τὰ μαλλιὰ

μὲ τὸ συμπυκνωμένο χάιδι σαράντα χρόνων!..)

Θὰ μπῶ τώρα νὰ χαϊδέψω

τὴν ἀδερφή σου στὰ μαλλιά, Ἐλέγκω μου,

ποὺ ὅσο περισσότερο σὲ πίκραινε

τόσο πιὸ πολὺ τὴν ἀγαποῦσες,

ποὺ ὅσο κι ἂν σὲ πίκραινε

δὲν μπόρεσε νὰ ζήσει χωρὶς ἐσένα

ὅπως μποροῦμε καὶ ζοῦμε ἐμεῖς

ποὺ δὲν σὲ πικραίναμε…

Ἔρχεται τρεχτὴ νὰ σὲ βρῇ,

πῆρε τὸν ἴδιο φοβερὸ δρόμο,

τὴν ἴδια ἀρρώστεια, τὴν ἴδια ἀγωνία,

στὸ ἴδιο νοσοκομεῖο-

ἴσως γιατί φοβήθηκε

μήπως ὅλα αὐτὰ ἔχουν σχέση,

Μήπως ἂν ἐρχόταν ἀλλιώτικα

δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σὲ βρῇ!..

(«Στιγμές», Λευκωσία 1958)

Εἶναι κρῖμα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσωμε πιὸ ἀναλυτικὰ γιὰ τοῦτο τὸ ἐξαίρετο, τὸ σπαρακτικὸ ποίημα καὶ τὰ δεκάδες ζητήματα ποὺ ἀναδεικνύει (τόχουμε κάμει ἐν μέρει σὲ ἄλλο κείμενο), ὅμως γιὰ δεῖτε μία τραγικὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε βιώσει – πῶς γίνεται ποίηση καὶ πῶς αὐτὴ ἡ ποίηση δὲν χρειάζεται νὰ γενῇ μεγαλόστομη, πομπώδης, γενικόλογη. Δεκάδες ἀπὸ τὰ πολὺ καλὰ σημαντικὰ ποιήματα στηρίζονται ἐπάνω στὴν στιγμή, στὸ καθημερινό, σὲ μιὰ εἰκόνα κατὰ τὰ λοιπὰ καθόλου πρωτότυπη.. δεῖτε γιὰ παράδειγμα (καὶ μένω λίγο παραπάνω στὸ βίωμα γιατί τὸ νομίζω ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ γιὰ τὸν καλὸ στίχο) τὸ πασίγνωστο ποίημα τοῦ Βάρναλη..

Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μές σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,

(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα),

ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές –

ἐψές, σὰν ὅλα τα βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς –

ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!

Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται

ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα

καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ·

ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρὶς νὰ μπῆτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἐνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος – ἴδιο στοιχειὸ·

τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα

στὸ σπίτι λυώνει ἀπὸ χτικιό·

στὸ Παλαμήδι ὁ γιὸς τοῦ Μάζη

κ  ἡ κόρη τοῦ Γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβό τὸ ριζικό μας!

-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!

-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!

-Φταίει πρῶτ’  ἂπ  ὅλα το κρασί!

«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα

δὲν τόβρε καὶ δὲν τόπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκότεινη ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί·

σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα

ὅπου μᾶς εὕρη, μᾶς πατεῖ.

Δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα,

προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θᾶμμα!

(Ἀνθολόγηση ἐκ τοῦ πρωτοτύπου, “Ἀνθολογία τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας”, Ἡρακλῆ, Ρένου, Στάντη & Ἦρκου Ἀποστολίδη, 2012)

Τὸ ποίημα πετυχαίνει νὰ ἀφήσει  τὴν ἐπὶγευση ἑνὸς βαθύτατου ὀντολογικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ πῶς τὸ πετυχαίνει; Μέσα ἀπὸ μία ἐλάχιστη τομὴ σὲ μία καθημερινή, σχεδὸν βαρετὴ στιγμὴ τοῦ βίου..

Σήμερα τὰ ὑπόγεια κουτούκια ἔχουν σχεδὸν ἐξαφανιστεῖ καὶ ὅσα συνεχίζουν προσπαθοῦν νὰ ἐκμοντερνιστοῦν γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν, μὰ ἡ δική μου γενιὰ ἦταν ἴσως ἡ τελευταία ποὺ τὰ πρόλαβε ἀκριβῶς στὴν μορφὴ ποὺ τὰ περιγράφει ὁ Βάρναλης. Βρώμικα, μὲ τὴν μυρωδιὰ τῆς φωτιᾶς ποτισμένη σὲ ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, μεθυσμένα ναυάγια σκυφτἀ σὲ κάποια γωνιακὰ τραπέζια, ἀπλανῆ βλέμματα ἀπὸ τὸ πιοτό, ποῦ καὶ ποῦ ἀνάμεσα στὶς σιωπὲς μιὰ ἀμπελοφιλοσοφία, κλάμματα, ἕνα κουρασμένο νεῦμα, μιὰ ἀπελπισία γιὰ τὴν φτώχεια, τὴν ἀρρώστεια, τὴν καταδίκη σὲ ζωὴ μονότονη, στεγνή, πάμφτωχη, μισερή. Ἐὰν σήμερα σὲ κάποιους ἐτούτη ἡ περιγραφὴ τοῦ Βάρναλη δείχνει ὑπερβολική, σᾶς βεβαιῶ πὼς ὄχι, εἶναι ἐξαιρετικὴ ἡ ἀποτύπωση στὸ ποίημα, (εἰκονοποιία θὰ τὸ ἔλεγαν σήμερα κάτι κριτικοί του ἐντυπωσιασμοῦ..), μιᾶς πραγματικότητας, εἶναι ἡ πραγματικότητα ἡ ἴδια.

Ὁ Βάρναλης γράφει καὶ ἐκκινεῖ ἀπὸ πράγματα ποὺ γνωρίζει, ποὺ τὰ ζεῖ,  συμπάσχει μαζί τους, δὲν τὰ παρατηρεῖ μακρόθεν σὰν ἀνατόμος στὸ ἐργαστήριο. Ἀφῆστε λοιπὸν τὰ μεγάλα λόγια, τὶς ἔννοιες ποὺ ἀγνοεῖτε τὴν σημασία τους, τὶς περιγραφὲς καταστάσεων ποὺ δὲν νοιώσατε ποτέ. Ξεκινῆστε ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο καὶ τὸ μέγιστο θὰ φανερωθεῖ μπροστὰ σας σὰν ἔρθει ἡ ὥρα, σὰν ὡριμάσει ἡ ὕπαρξή σας ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὶς μάχες, ὅσο ἡ σκέψη σας βαθαίνει τόσο θὰ βαθαίνει καὶ ἡ ποίησή σας, νὰ θυμᾶστε ὅτι ἡ ὑπαρξιακὴ ποίηση εἶναι ἀπὸ τὶς δυσκολοτέρες, δὲν μπορεῖτε νὰ τὴν κατακτήσετε μὲ μιᾶς, χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ κόπος..

Γιὰ τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν τεχνική τοῦ στίχου..

Βεβαίως τεράστιο τὸ θέμα. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι ἐδῶ, εἶναι πλήρης ἡ ἀνυπαρξία καὶ τῶν πλέον ἁπλῶν κανόνων, ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα γράφει ἀγνοώντας ἐπιδεικτικά το ὁμοιοκατάληκτο, τὸν ρυθμό, τὴν συμμετρία, ταυτίζει τὸν ἐλεύθερο στίχο μὲ τὸ πεζογράφημα, ἀντιγράφει μεταθέσεις στίχων καὶ λέξεων γιὰ περισσότερη δῆθεν ἔμφαση, ἐξαφανίζει κάθε στίξη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει στὸ ποίημα ἀνάσα, παύση, στάση, δύναμη ἢ ἀτονία, ἀγνοεῖ ὁτιδήποτε ἔχει νὰ κάμει μὲ ἡμιστίχια, συλλαβὲς ποὺ σπᾶνε ἐπάνω στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα, προσπαθεῖ σὲ δύο στροφὲς νὰ ἐξαντλήσει ὀκτὼ θέματα μαζί, θαυμαστικὰ καὶ ἐρωτηματικὰ χορεύουν χορὸ τρελὸ ἀλλοῦ γι ἀλλοῦ, οἱ παρατονισμοὶ βραχυκυκλώνουν τὸν ἀναγνωστικὸ ρυθμό, ἡ ἀπόδοση νοημάτων μὲ ἄσχετες λέξεις βγάζει μάτι, ὅσο γιὰ τὸ λεξιλόγιο.. ω!, αὐτὸ τὸ λεξιλόγιο! Βαρεμάρα νὰ ἀνοίξουν ἔστω καὶ ἕνα λεξικὸ συνωνύμων (ἂν καὶ ἡ γνώμη μας γιὰ τὰ συνώνυμα στὴν ποίηση εἶναι γνωστὴ στοὺς ἀναγνῶστες αὐτοῦ τοῦ ἰστολογίου), ἔστω  λοιπὸν ἕνα λεξικὸ γιὰ νὰ πάψουν νὰ ἐπαναλαμβάνονται οἱ ἴδιες, οἱ κούφιες, οἱ πομπώδεις, οἱ κενὲς περιεχομένου (ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ ἐξαντλητικὴ χρήση καὶ κατάχρηση) λέξεις.

Στοῦ Ἀπόλλωνα τὲς λίμνες βαπτίστηκα ποιητὴς

νὰ τραγουδήσω τὰ πάθη καὶ τοὺς πόθους τοῦ Ἀνθρώπου

Μάζεψα ἀστέρια, ἥλιους τῆς νυχτιᾶς, τὸν πόνο

Μάζεψα γύρω μου φτωχοὺς καὶ λυπημένους

Καὶ τώρα ἐξιστορῶ τὴν λύπη

πραγμάτων καὶ ἀνθρώπων.

Τὸ ποίημα αὐτὸ, (ἐλαφρὰ παραλλαγμένο, σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ πομπὴ κανενός..), βραβεύθηκε (!) βέβαια σὲ κάποιον ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀξιολύπητους διαγωνισμούς, μὰ ἂν ἦταν στὸ χέρι μου θὰ τὸ δίδασκα σὲ κάθε ἕδρα τῆς λογοτεχνίας ἀνὰ τὸν κόσμο, ὡς τὸ κὰτ ἐξοχὴν παράδειγμα μὴ ποίησης, στίχου ποὺ δὲν λέει ἀπολύτως τίποτε (ὑπάρχουν βέβαια και κατά πολύ χειρότερα!). Ὁ «ποιητὴς» αὐτὸς πῆρε ὀλίγον ἀπὸ Καβάφη (τές), ὀλίγον ἀπὸ Καρυωτάκη (πόνος πραγμάτων καὶ ἀνθρώπων), ἔβαλε καὶ λίγο Ἀπόλλωνα νὰ νοστιμίσει ὁ στίχος, πέταξε καὶ μία δική του ἠλιθιότητα (ἥλιος τῆς νυχτιᾶς), κατακρεούργησε τὰ σημεῖα στίξης καὶ τὰ ἐγκλιτικά, τέλος πάντων κακοποίησε ὅτι μποροῦσε νὰ κακοποιήσει, πῆγε σὲ διαγωνισμὸ καὶ βρέθηκαν ἄνθρωποι καὶ τὸν βράβευσαν, στὸ διαδίκτυο μάλιστα σπάζει ρεκὸρ ἐπιδοκιμασιῶν καὶ θαυμασμοῦ. Ἀκόμη πονοῦν τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ ποίημα αὐτό, γιατί βέβαια ἐδῶ παραθέτω λίγους πρώτους στίχους, ὁ δημιουργός του γέμισε δύο σελίδες μὲ παρόμοια, σᾶς νοιάζομαι ὅμως πολὺ γιὰ νὰ τὸ παραθέσω ὁλόκληρο τὸ κείμενο, ὁ θεός νὰ τὸ κἀμει..

Προσωπικὰ ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ μάθω ἐπαρκῶς (ἢ τουλάχιστον νὰ θυμηθῶ ἐπαρκῶς), ὅλα ἐκεῖνα γιὰ ἴαμβους κι ἀνάπαιστους, ὀκτασύλλαβο ἢ δεκαπεντασύλλαβο στίχο, τροχαϊκὸ μέτρο καὶ ἄλλα παρόμοια –ὅμως τὰ ἔμαθα κάποτε, τὰ μελέτησα, ἄλλα ἀπέρριψα καὶ ἄλλα ἐπέλεξα, ἔμαθα κάποια νὰ τὰ ἀναγνωρίζω γιὰ καθαρὰ φιλολογικοὺς σκοπούς, μὲ ἄλλα λόγια ἔμαθα ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ ἀντιπαθοῦσα, προκειμένου νὰ μπορέσω νὰ τὰ ὑπερβῶ ἢ τουλάχιστον νὰ τὰ ἀντικαταστήσω μὲ μιὰ ἄλλη πρόταση. Ἐντάξει, οἱ περισσότεροι (σχεδὸν ὅλοι) γράφετε σὲ μονοτονικὸ ἢ ἀτονικὸ καὶ κάμετε πολὺ καλά, ἀλλὰ  εἶναι τόσο κόπος νὰ ἐφεύρετε ἕνα τονικὸ σύστημα ποὺ νὰ βοηθᾷ τὸν στίχο σας καὶ τὴν, δὶ αὐτοῦ, ἐκφρασμένη σκέψη σας; Ὅταν γράφετε τὸν στίχο «ο ἀδελφός μου είπε..», στὰ σοβαρὰ πιστεύετε ὅτι γιὰ τὸ λογοτεχνικὸ κείμενο δὲν ἔχει καμία σημασία ἐὰν ὁ ἀδελφός σας ἀπευθύνθηκε σὲ ἐσὰς προσωπικὰ (ὁ ἀδελφός μοῦ εἶπε..), ἢ ἐὰν βγάζει λόγο στοὺς πρόποδες τῆς Ἀκροπόλεως (ὁ ἀδελφός μου εἶπε..); Δὲν ἔχει καμία σημασία γιὰ ἕναν διάλογο μέσα στὸ ποίημα, ἐὰν ἡ φράση «αὐτὸς ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!..» τελειώνει μὲ θαυμαστικὸ ἢ μιὰ ἁπλὴ τελεία; Διάβολε, ἡ ποίηση δὲν εἶναι ἡ μεταφορὰ στὸ χαρτὶ ὅσων λέγονται σὲ ἕνα καφέ, εἶναι λόγος ἔντεχνος, πάει νὰ πεῖ λόγος ἐπεξεργασμένος, πυκνὸς, ποὺ ἀποσκοπεῖ νὰ ἀναδείξει, νὰ καταδείξει, νὰ ἀκριβολογήσει (ἐνίοτε), νὰ ἀποκαλύψει. Πῶς θὰ τὰ κάμει ὅλα τοῦτα, πῶς θὰ μεταδώσει συγκίνηση καὶ πάθος ὅταν ἀπουσιάζουν καὶ οἱ πιὸ στοιχειώδεις ἐκφραστικοὶ ὁδοδεῖκτες;

Κάποιοι, πιὸ προσεκτικοὶ, θὰ ἔχετε παρατηρήσει πὼς ὅταν γράφω σὲ πολυτονικὸ, (γιατί βεβαίως γράφω καὶ σὲ μονοτονικό, μακριὰ ἀπὸ ἐμένα οἱ φανατισμοὶ τῶν ἀνοήτων..), δὲν ἀκολουθῶ πιστά τοὺς κανόνες τονισμοῦ του – τοποθετῶ βαρεῖες ὅπου το κρίνω σκόπιμο σὲ ἕναν στίχο (προκειμένου νὰ χαμηλώσει ἡ ἔνταση..), ἀγνοῶ τὶς περισσότερες ὑπογεγραμμένες ποὺ σήμερα δὲν ἔχουν κάποιο νόημα ἀκόμη καὶ στὸν γραπτὸ λόγο, κάμω κάποτε κατάχρηση τῆς περισπωμένης ὅταν θέλω νὰ «κυματίσω» (νὰ παραμείνω) παραπάνω σε ἕναν φθόγγο καὶ ἄλλα πολλά, μὲ ἄλλους λόγους ἔχω ἔβρει τὴν δική μου ὀρθογραφία καὶ σύνταξη, ἐκείνη ποὺ ὀνομάζω «δυναμικὴ ὀρθογραφία», καθὼς προσπαθεῖ νὰ προσαρμοστεῖ στὶς σημερινὲς ἀνάγκες γραφῆς, ἀνάγνωσης καὶ ἀπαγγελίας τοῦ κειμένου. Αὐτὸ ἄλλωστε δὲν παλεύουμε ὅλοι; τὸ κείμενο, τὴν λέξη, τὸν φθόγγο, τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἐλάχιστου, γιὰ μία τέτοια ἀπαιτητικὴ ἐργασία χρειαζόμαστε ὅσα ἐργαλεῖα μᾶς προσφέρει τούτη ἡ γλῶσσα, δὲν περισσεύει τίποτε, στὴν ἀνάγκη θὰ ἐφεύρουμε κι ἄλλα ἐὰν πρόκειται νὰ εἴμαστε πιὸ ἀκριβεῖς, πιὸ λεπταίσθητοι, νὰ φτάσωμε σὲ περισσότερο βάθος. Ἐντάξει, ἴσως κάποιοι τὰ θεωρήσουν ὅλα αὐτὰ σχολαστικὰ καὶ πολὺ ἀπαιτητικὰ γιὰ τὸν μέσο ἀναγνώστη, ὅμως ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἕως τὸ νὰ γράφω ἕνα κείμενο ὅπως νάναι, ἡ ἀπόσταση εἶναι μεγάλη. Ἃς τὸ πῶ γιὰ μία ἀκόμη φορά. Ἡ ποίηση δὲν εἶναι ἔνστικτο, δὲν ἔχετε ἔμφυτο ταλέντο, πᾶρτε τὸ ἀπόφαση ἐὰν θέλετε νὰ γράψετε ἄξια ποίηση, ὁ κόπος εἶναι προϋπόθεση. Βρεῖτε στὸ διαδίκτυο κάποιους στοιχειώδεις κανόνες καὶ τὴν ὁρολογία τοῦ στίχου, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μάθετε τίποτε παπαγαλία, ἁπλῶς γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀποφύγετε κάποια πράγματα ποὺ ὑπονομεύουν ἀφετηριακά το γραπτό σας καὶ τορπιλίζουν τὴν ὅποια καλὴ πρόθεση ἔχετε γιὰ τὴν ποιότητά του.

Δεῖτε ἕνα δεῖγμα δυναμικῆς ὀρθογραφίας..

Ἐπέστρεφε

Ἐπέστρεφε συχνὰ καὶ παῖρνε με,

ἀγαπημένη αἴσθησις ἐπέστρεφε καὶ παῖρνε με—

ὅταν ξυπνᾷ τοῦ σώματος ἡ μνήμη,

κ’ ἐπιθυμία παληὰ ξαναπερνᾷ στὸ αἷμα·

ὅταν τὰ χείλη καὶ τὸ δέρμα ἐνθυμοῦνται,

κ’ αἰσθάνονται τὰ χέρια σὰν ν’ ἀγγίζουν πάλι.

Ἐπέστρεφε συχνὰ καὶ παῖρνε μὲ τὴν νύχτα,

ὅταν τὰ χείλη καὶ τὸ δέρμα ἐνθυμοῦνται…

(Ποιήματα 1897-1933, Ἴκαρος 1984)

Λέτε νὰ μὴν ἤξερε ὁ Καβάφης ὅτι ὁ τύπος ἐπέστρεφε (ποὺ ἐπάνω του βασίζεται ὅλο το ποίημα) εἶναι τυπικὰ λάθος; Εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιληφθεῖτε τὴν διαφορὰ τοῦ ἐπίστρεφε μὲ τὸ ἐπέστρεφε καὶ τὴν «ζαβολιὰ» τοῦ Καβάφη, ἐὰν θεωρεῖτε τὴν γλῶσσα ἁπλῶς ἕνα ἐργαλεῖο βασικῆς ἐπικοινωνίας. Στὴν θέση του, ἀκόμη καὶ περισπωμένη θὰ ἔβαζα ἐπάνω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ αὐξητικό ε, ἐὰν ἔτσι ἔνοιωθα πὼς μπορῶ νὰ παρατείνω ἀκόμη περισσότερο τὸ διαρκὲς ποὺ θέλει νὰ δηλώσει ἡ λέξη, τὴν ἀέναη ἐπανάληψη. Μὴν φοβᾶσθε τὸν πειραματισμό, ἀρκεῖ νὰ πατᾷ ἐπάνω σε στέρεα γνώση, στὸ καλὸ χειρισμὸ ἐννοιῶν, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει θεμέλιο δυνατὸ καὶ ἄξιο..

Ἃς ἀνακεφαλαιώσουμε. Οἱ περισσότεροι ἀποφεύγουν τὸν ὁμοιοκατάληκτοι στίχο, ὄχι γιατί λατρεύουν τὸν ἐλεύθερο, ἀλλὰ ἁπλῶς γιατί βαριοῦνται νὰ μάθουν  τὴν τεχνική του καὶ πιστέψτε με, τὸ νὰ γράψεις ὁμοιοκατάληκτο καλὸ ποίημα εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο, φοβερὰ ἀπαιτητικό, καὶ ὄχι μόνο γιατί πρέπει νὰ ὑπακοῦς σὲ κάποιους κανόνες. Ὁ ἐσωτερικὸς ρυθμὸς τοῦ ὁμοιοκατάληκτου εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸς ἀπὸ ὅτι στὸ ἐλεύθερο κείμενο (ἔχει βεβαίως κι αὐτὸ τὸν ρυθμό του, ἐπίσης ἰδιαίτερο καὶ δύσκολο), ἡ χρήση τῶν λέξεων ἀπαιτεῖ βαθιὰ γνώση ἀντιθέτων, συνωνύμων καὶ ἀντωνύμων, ἡ συμμετρία τοῦ ποιήματος ἀποτυγχάνει τὶς περισσότερες φορές, τὸ νόημα εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ξεφύγει ἢ νὰ τραυματιστεῖ ἢ νὰ ὑποταχθεῖ (καὶ ἔτσι νὰ γίνει δεύτερο) σὲ μία τυπολατρία, στὶς ἀνάγκες τῆς τεχνικῆς τοῦ στίχου. Ε!, καὶ λοιπόν; Ἐπειδὴ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ δυσκολίες θὰ ἐξοβελίσωμε καὶ τὸν ὁμοιοκατάληκτο γιατί ἀπαιτεῖ κόπο; Θὰ ἁγνοήσωμε τὴν τεχνικὴ μὰ καὶ τὴν οὐσία σὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία, σημαντικῶν ποιημάτων τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, μόνο καὶ μόνο γιατί κάποιοι ἀνίδεοι τῆς πολιτικῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μᾶς ἔπεισαν ὅτι ἡ ρίμα εἶναι μόνο γιὰ σχολικὲς παραστάσεις, ἐπιτοίχια ἡμερολόγια καὶ καρικατοῦρες ποιητῶν στὸν κινηματογράφο; δὲν θὰ σκύψωμε ποτὲ πιά, δὲν θὰ ἀνακαλύψωμε μέσα ἀπὸ μία σύγχρονη ὀπτικὴ τὸν σκουριασμένο Κάλβο, τὸν Παλαμά, τὸν Βάρναλη, τὸν καλὸ Σικελιανό;

Ἕνα ἀπὸ τὰ δράματα τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας τὰ τελευταῖα τριάντα χρόνια, εἶναι καὶ ἡ ἀπουσία κάθε σημείου ἀναφορᾶς, ἡ ἀπουσία παρελθόντος ἐν τῇ μνήμῃ, ἡ μετατροπὴ παλαιῶν λογοτεχνῶν σὲ κάδρο, σὲ ἐπέτειο, σὲ κείμενο ποὺ δὲν διαβάζεται καὶ δὲν μελετᾶται ποτέ, ἁπλῶς ὑπάρχει γιὰ νὰ γεμίζει τὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας στὸ σχολειό. Ἡ ποίηση δὲν εἶναι ζῶσα, δὲν ἀναπνέει, δὲν διαπερνᾷ, δὲν ἀφομοιώνεται. Ὁ φανατισμὸς ἀπέναντι στὴν καθαρεύουσα ἔστειλε στὰ ἀζήτητα σημαντικὰ κείμενα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, ὑποβάθμισε κάποια ἄλλα, συμπίεσε ἀκόμη περισσότερο στὸ μυαλὸ τῶν περισσότερων τὴν ἀξία τῶν φιλολογικῶν σπουδῶν, τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐμμονὴ στὴν λεπτομέρεια, τὴν ἀφοσίωση μιᾶς ζωῆς στὴν ἔρευνα, τὴν μελέτη καὶ τὴν συγγραφή. Μὰ μήπως περιορίζοντας τὸ εὖρος τῆς γραμματείας μόνο στὰ εὔκολα, στὰ σύγχρονα, στὰ ἀμέσως κατανοητά, δὲν ἀφαιροῦμε αὐτόματα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα, δὲν περιορίζουμε ἀπελπιστικά το βλέμμα στὰ πιὸ κοντινὰ καὶ ἀποκλείουμε ἔτσι τὰ εὐρύτερα, τὰ βαθύτερα, τὰ πιὸ σημαντικά;

Δὲν γνωρίζω ἄλλο ποίημα, στὴν ἑλληνικὴ τουλάχιστον ποίηση, ποὺ νὰ ἑνώνει τόσο ἐξαίρετα, τόσο ἰσορροπημένα τὶς ἀρετὲς τοῦ ὁμοιοκατάληκτου (σὲ ρυθμὸ) καὶ τοῦ ἐλεύθερου στίχου, ὅσο ἡ τρελλὴ ροδιὰ τοῦ Ἐλύτη, κανένα ἄλλο ποίημα ποὺ ὅταν τὸ τελειώνεις ἔχεις τὴν αἴσθηση – λόγω τοῦ ἀπίστευτου στροβιλισμοῦ του – πὼς εἶναι γραμμένο μὲ ρίμα, μὲ ὁμοιοκαταληξία. Ἕνας νέος ποιητὴς θὰ πρέπει νὰ μελετήσει ξανὰ καὶ ξανὰ ὅλα τοῦτα τὰ ἄξια της ποίησης, προτοῦ ἀποφασίσει νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸν στίχο..

Ἡ τρελλὴ ροδιὰ

Σ’ αὐτὲς τὶς κάτασπρες αὐλὲς ὅπου φυσᾷ ὁ νοτιᾶς

σφυρίζοντας σὲ θολωτὲς καμάρες, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ σκιρτάει στὸ φῶς σκορπίζοντας τὸ καρποφόρο γέλοιο της

μὲ ἀνέμου πείσματα καὶ ψιθυρίσματα – πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ σπαρταράει μὲ φυλλωσιὲς νιογέννητες τὸν ὄρθρο

ἀνοίγοντας ὅλα τα χρώματα ψηλὰ μὲ ρίγος θριάμβου;

 Ὅταν στοὺς κάμπους ποὺ ξυπνοῦν τὰ ὁλόγυμνα κορίτσια

θερίζουνε μὲ τὰ ξανθά τους χέρια τὰ τριφύλλια

γυρίζοντας τὰ πέρατα τῶν ὕπνων τους, πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ βάζει ἀνύποπτη μὲς στὰ χλωρὰ πανέρια τους τὰ φῶτα

πού ξεχειλίζει ἀπὸ κελαηδισμοὺς τὰ ὀνόματά τους, πέστε μου

εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ ποὺ μάχεται τὴ συννεφιὰ τοῦ κόσμου;..

Στὴ μέρα ποὺ ἀπ’ τὴ ζήλεια τῆς στολίζεται μ’ ἑφτὰ λογιῶ φτερὰ

ζώνοντας τὸν αἰώνιον ἥλιο μὲ χιλιάδες πρίσματα

ἐκτυφλωτικά, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ ἁρπάει μιὰ χαίτη μ’ ἑκατὸ βιτσιὲς στὸ τρέξιμό της

ποτὲ θλιμμένη καὶ ποτὲ γκρινιάρα – πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ ξεφωνίζει τὴν καινούρια ἐλπίδα ποὺ ἀνατέλλει;..

Πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ ποὺ χαιρετάει στὰ μάκρη

τινάζοντας ἕνα μαντίλι φύλλων ἀπὸ δροσερὴ φωτιὰ

μιὰ θάλασσα ἐτοιμόγενη μὲ χίλια δυὸ καράβια

μὲ κύματα ποὺ χίλιες δυὸ φορὲς κινᾶν καὶ πᾶνε

σ’ ἀμύριστες ἀκρογιαλιές – πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ τρίζει τ’ ἄρμενα ψηλὰ στὸ διάφανον αἰθέρα;..

 Πανύψηλα μὲ τὸ γλαυκὸ τσαμπὶ ποὺ ἀνάβει κι ἑορτάζει

ἀγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ σπάει μὲ φῶς καταμεσὶς τοῦ κόσμου τὶς κακοκαιριὲς τοῦ δαίμονα

ποὺ πέρα ὡς πέρα τὴν κροκάτη ἁπλώνει τραχηλιὰ τῆς μέρας

τὴν πολυκεντημένη ἀπὸ σπαρτὰ τραγούδια – πέστε μου εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ

ποὺ βιαστικὰ ξεθηλυκώνει τὰ μεταξωτά της μέρας;..

Σὲ μεσοφούστανα πρωταπριλιᾶς καὶ σὲ τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου

πέστε μου, αὐτὴ ποὺ παίζει, αὐτὴ ποὺ ὀργίζεται, αὐτὴ ποὺ ξελογιάζει

τινάζοντας ἀπ’ τὴ φοβέρα τὰ κακὰ μαῦρα σκοτάδια της

ξεχύνοντας στοὺς κόρφους τοῦ ἥλιου τὰ μεθυστικὰ πουλιὰ

πέστε μου, αὐτὴ ποὺ ἀνοίγει τὰ φτερὰ στὸ στῆθος τῶν πραγμάτων

στὸ στῆθος τῶν βαθιῶν ὀνείρων μας, εἶναι ἡ τρελὴ ροδιά;..

(Ἐλύτης, Ἡ θητεία τοῦ καλοκαιριοῦ, 1940)

Γιὰ τὸν νέο (καὶ ὄχι μόνο) ποιητὴ ἡ σχολαστικὴ μελέτη ὅλων των γλωσσικῶν (ἐκφραστικῶν) ἐργαλείων δὲν εἶναι ἀγγαρεία, μὰ ἀπαραίτητο (ἴσως τὸ πλέον ἀπαραίτητο) μέρος τοῦ ἔργου του. Στὴν ποίηση δὲν ὑπάρχουν στάδια, κλίμακες, ρηχὲς ἀξιολογήσεις – μία ἄνω τελεία ἠμπορεῖ νὰ κουβαλᾷ τὴν ἴδια σημασία μὲ δέκα λέξεις ἢ ἕνα ὁλόκληρο στίχο. Διαβάστε ἕνα ποίημα τοῦ Καβάφη ἢ ἀκόμη καὶ τοῦ Μόντη χωρὶς τὸν τονισμὸ τῶν δημιουργῶν τους – οἱ διαφορὲς ποὺ θὰ παρατηρήσετε εἶναι τεράστιες, πολλὲς φορὲς καθορίζουν μία ἐντελῶς διαφορετικὴ νοηματικὴ πρόσληψη, διαφορετικὸ ὕφος, ἀκόμη καὶ μεταθέσεις συμμετρίας, ἰσορροπίας τοῦ κειμένου..

Τέλος πρώτου μέρους

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
81Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments