Σεφέρης και Καρυωτάκης, στοχασμοί επί συμπτώσεων

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
363Shares

ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους νεοέλληνες ποιητές, ο Σεφέρης κατέκτησε, από την δημοσίευση τής «Στροφής» ακόμη, μία έντονη και σπανίως αμφισβητούμενη ασυλία. Προγενέστεροι και μεταγενέστεροι λοιδορήθηκαν, αμφισβητήθηκαν, κάποιοι μπήκαν οριστικά στο περιθώριο τής λογοτεχνίας ως «δεύτεροι», άλλοι χρειάστηκαν μία αυτοχειρία προκειμένου η κριτική να σκύψει επιμελώς στο έργο τους και να αποδεχθεί την όποια αξία περιείχε. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι οι όποιες επικρίσεις και αμφισβητήσεις ήσαν περισσότερο τού καιρού του και σχεδόν καθόλου τής υστεροφημίας του. Επικρίσεις με λόγια σκληρά, όπως εκείνες τού Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου και τού Τάκη Παπατζώνη. Έως εκεί. Ύστερα σιγή, καθολική αποδοχή. Με την απονομή τού Νόμπελ περάσαμε από την αποδοχή στον διθύραμβο, στην απόλυτη επικράτηση. Και από τον θάνατό του και μετά η ετυμηγορία ομοιάζει αμετάκλητη, Σεφέρης και Ελύτης, (μα ιδιαίτερα Σεφέρης), συγκροτούν την κορυφαία και ίσως ανεπανάληπτη στιγμή τής νεοελληνικής ποίησης. Για όσους ορκίζονται στο όνομα τής γενεάς τού 30, οι προγενέστεροι ήσαν απλώς πρόδρομοι. Και οι μεταγενέστεροι καταδικασμένοι να τους αντιγράφουν και παρά ταύτα να παραμένουν ανήμποροι να φτάσουν μήτε ελάχιστη ποιότητα από το έργο τους.

Ο Σεφέρης είναι πλέον ένας μύθος και πόσο πράγματι αρέσκονται οι Έλληνες στους μύθους! Τρέφονται από αυτούς, εφησυχάζουν και ξορκίζουν την δική τους άγνοια και αδράνεια, γουργουρίζουν ευχαριστημένοι στον καναπέ τους που η χώρα «πήρε» δύο Νόμπελ, μιλούν για μεγάλους ποιητές, μα ζήτημα είναι εάν μπορούν να καταλάβουν τέσσερα-πέντε ποιήματα τού ενός ή τού άλλου. Μα ο Σεφέρης δεν είναι μύθος και ταμπού μοναχά στην λαϊκή συνείδηση, αποτελεί πλέον τον Ελ Σίντ και τής κριτικής, των ακαδημαϊκών, των φιλολόγων, τού ίδιου τού κράτους. Και εάν δεν θεωρούνταν ιεροσυλία η εξορία τού Σολωμού ή τού Παλαμά, βέβαιος είμαι ότι θα έφερε πλέον και τον τίτλο τού εθνικού μας ποιητή. Παρόμοια ασυλία διαθέτει πλέον και ο Ελύτης. Και εν μέρει η Κική Δημουλά. Ευεξήγητο, υπάρχει νήμα που ενώνει και τους τρεις. Μα θα το δούμε αυτό πιο κάτω.

Η γενεά τού 30 συγκεντρωμένη το 1963 στο σπίτι τού Θεοτοκά.

Κι όμως. Παρά την αξία του, παρά το ότι συγκαταλέγεται στους κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές, είναι ολοφάνερο ότι ο Σεφέρης σταδιακά και όχι τόσο ανεπαισθήτως, θα έχει με την σειρά του την τύχη τού Σολωμού, τού Παλαμά, τού Παπατζώνη. Ήδη ελάχιστοι τον διαβάζουν, ακόμη λιγότεροι τον κατανοούν. Κάποιοι ξέρουν τέσσερις – πέντε στροφές από τα μελοποιημένα του ποιήματα. Σε μία εποχή οπού το βάθος τού στοχασμού τείνει να εξαλειφθεί, σε μία εποχή οπού η ασημαντότητα έχει προ πολλού κυριαρχήσει, η ανάγνωση τού Σεφέρη αφορά και επηρεάζει όλο και λιγότερους. Ο Σεφέρης έχει γίνει πλέον Σχολικός, διδακτικός, βαριὰ παρακαταθήκη, άρα συμβατικός και συστημικός εν αγνοία του. Το χάσμα που χωρίζει την πλειονότητα από την καλή ποίηση διευρύνεται ολοένα με ταχύτερους ρυθμούς. Η καλή ποίηση ομοιάζει όλο και περισσότερο με τον πυγμάχο που έχει στριμωχθεί στα σκοινιά τού ρινγκ· αμύνεται, αγωνίζεται να σταθεί ορθή, ματώνει, αργά, αλλά σταθερά, χάνει δυνάμεις, επιρροή, πρωτοπορία. Εάν εμφανίζονταν σήμερα στίχοι με την ίδια ποιότητα ενός Καρυωτάκη, Σεφέρη, Ελύτη ή Βρεττάκου, εστέ βέβαιοι πως θα περνούσαν απαρατήρητοι. Οι τελευταίες γενεές μαθητών, δεν είναι ότι δεν το επιθυμούν, αλλά αδυνατούν να εισχωρήσουν κάτω από τα φλούδια τής επιφάνειας, κανείς ποτέ δεν τους μετέδωσε κρίση, σύγκριση, κριτήρια. Σεφέρης και Ελύτης είναι γι’ αυτούς γλώσσα λιγότερη κατανοητή και από την κινεζική. Δεν υπάρχουν πλέον, (πάντοτε υπάρχουν εξαιρέσεις, ευτυχώς...) μήτε καθηγητές που να παθιάζονται με την ποίηση, που να επιθυμούν να την αποκαταστήσουν με κάθε τρόπο, που να την θεωρούν οδοδείκτη τής συνείδησης μαθητών και φοιτητών. Οι ανθρωπιστικές σπουδές υποχωρούν παγκοσμίως, καταργούνται έδρες αιώνων, στο όνομα των περικοπών και τής ωφελιμιστικής εκπαίδευσης. Η φιλολογία στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι ο ευκολότερος τρόπος για να εύρει κάποιος δουλειά στην δημόσια εκπαίδευση. Ετούτη την παρακμή, αυτήν την λατρεία τού ασήμαντου και τής επίπλαστης ευημερίας, η ανθρωπότητα την πληρώνει ήδη με την αυξανόμενη βία, τον ρατσισμό, τον εκφασισμό τής καθημερινότητας, το φοβισμένο πλήθος, κοινωνίες που, όπως γράφει και ο ποιητής, είναι σαν το γκαζόν – κουρεμένες ομοιόμορφα. Μα για όλα τούτα έχωμε γράψει αναλυτικά σε άλλα σημειώματα, μπορείτε να τα δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο…

Ας ξεκαθαρίσωμε τις προθέσεις, κυρίως για να αποφύγουμε την εξέγερση των Σεφερομάχων, (εδώ με έννοια αντίστροφη…) και κάθε λογής υπερασπιστών τής γενεάς τού 30. Το σημερινό κείμενο δεν τόχει σκοπό να αμφισβητήσει την αξία τής ποίησης τού Σεφέρη. Θα δούμε βεβαίως στίχους καλούς και λιγότερο καλούς, αλλά ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ποίησή του και ποιότητες εξαιρετικές διαθέτει και άξιο στίχο προβάλλει. Από το σημείο όμως αυτό έως την περίπου θεοποίησή του, υπάρχει απόσταση και είναι τούτη η υπερβολή που διαστρεβλώνει και την ίδια την ιστορία τής λογοτεχνίας και βεβαίως πολύ περισσότερο την με κάθε επιφύλαξη αξιολόγηση των νεοελλήνων ποιητών.

Διευκρίνηση δεύτερη, αχρείαστη για τους τακτικούς αναγνώστες μας. Όπως και τα περισσότερα σημειώματα σε τούτη την ιστοσελίδα, έτσι και το σημερινό αποφεύγει κατά το δυνατόν την στενή φιλολογική ερμηνεία. Ίσως κάποιες φορές να μιλήσουμε για ίαμβους, κάποιες άλλες για μετρική και ρυθμό τού ελεύθερου στίχου, αλλά έως εκεί. Δεν κάμωμε διάλογο φιλολόγων στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα, σκοπός μας η κατανόηση των κειμένων και από εκείνους που δεν έτυχε ποτέ να ασχοληθούν με την φιλολογία και τον σχολαστικισμό τής επιστήμης.

Ο Γιώργος Σεφέρης το 1921 (Wikipedia)

Δεν θα πώ κάτι καινούριο, αναφέροντας ότι ο Σεφέρης ήταν, (και κατά δική του δήλωση), ένας άνθρωπος διχασμένος, καταδικασμένος να υπηρετεί την υψηλή διπλωματία από την μία μεριά, (με ό,τι αυτό σημαίνει στο Ελληνικό κράτος) και την ποίηση από την άλλη. Οι περισσότεροι ποιητές φυσικά έχουν ένα κάποιο επάγγελμα, οι περισσότεροι όμως φροντίζουν να μην αποτελεί βάρος στην ποίησή τους. Ο Καβάφης χώθηκε σε δημόσια θέση περίπου αργομισθίας, ο Χριστιανόπουλος το ίδιο, ο Ελύτης δεν χρειάσθηκε να εργασθεί ποτέ του. Ο Καρυωτάκης που προσπάθησε να ισορροπήσει και τα δύο, γνωρίζουμε όλοι πώς κατέληξε. Όχι ο Σεφέρης. Αυτός προσπαθεί την ισορροπία ανάμεσα σε καριέρα αξιοπρόσεχτη στον δημόσιο βίο και σε μία ποίηση που πολλές φορές αμφισβητεί, (αν δεν χλευάζει κιόλας) την ιδιότητα τού δημόσιου λειτουργού. Μα στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει απόλυτη ισορροπία. Όσο περνούν τα χρόνια η ποίηση τού Σεφέρη γίνεται όλο και πιο άνευρη, όλο και πιο συμβατική, όλο και περισσότερο επικρατεί η μανιέρα. Το συναντάμε και στον Ελύτη. Και οπωσδήποτε και στην Δημουλά.

Δεν είναι επίσης καινούριο το γεγονός ότι η φήμη τού Σεφέρη και η πρωτοκαθεδρία του στην νεοελληνική ποίηση, εν πολλοίς μεθοδεύτηκε και λειτούργησε μέσα από την μαεστρία τού Κατσίμπαλη και τού Καραντώνη. Κάπως έτσι επιβλήθηκε ο Θεοτοκάς με το κάκιστο κείμενο τού «Ελεύθερου Πνεύματος», κάπως έτσι και ο Σεφέρης, οπού η πρώτη του συλλογή, «Η στροφή», έγινε δεκτή από τον Καραντώνη περίπου όπως ο Μεσσίας από τους χριστιανούς. Μέσα σ’ αυτήν μεθόδευση ειπώθηκαν και γράφτηκαν απίστευτα πράγματα για Καβάφη, Καρυωτάκη και Παπατζώνη κι ας προσπαθεί να μάς πείσει ο Νάσος Βαγενάς ότι η γενεά τού 30 δεν ήταν εχθρική προς τους προγενέστερους. Ακόμη και σήμερα, που η ίδια η φιλολογία αποδέχεται ως πρωτοπόρο τού ελεύθερου στίχου τον Παπατζώνη και τον Ντόρρο, (κυρίως όμως τον πολυγράφο Παπατζώνη), ακόμη και σήμερα οι οπαδοί τού μύθου θεωρούν ότι εκείνος που καθιέρωσε τον ελεύθερο στίχο στα γράμματά μας είναι ο Σεφέρης. Η αμηχανία ιδιαίτερα απέναντι στον Παπατζώνη είναι έκδηλη όταν θέλουν να τον κατατάξουν κάπου, (η εμμονή τής ελληνικής φιλολογίας είναι αυτή, μισεί τους ακατάτακτους. Ή μήπως τους ανυπότακτους; ). Άλλοι τον χωρούν στην γενεά τού 30, ηλικιακά απέχει μόλις πέντε χρόνια από τον Σεφέρη. Άλλοι τον στέλνουν πίσω στην γενεά τού 20, στην γενεά τής παρακμής, όπως ανοήτως ονομάζουν την εξαιρετική εκείνη φουρνιά ποιητών. Και οι περισσότεροι αγνοώντας τον, τον αφήνουν να περιφέρεται αδέσποτος. Ένας Νίκος Φωκάς, ένας Ρένος Αποστολίδης και μία χούφτα ακόμη κριτικών τον υπερασπίζονται ως γεννήτορα τής νεωτερικής ποίησης και με αξία πολλαπλάσια των συγχρόνων του. Για τους υπόλοιπους σχεδόν δεν υπάρχει ή πρόκειται απλώς για έναν δύστροπο και δυσνόητο ποιητή με θρησκευτικές καταβολές και εμμονές.

Το γεγονός ότι ο Σεφέρης είναι πράγματι ένας πολύ καλός ποιητής, δεν αναιρεί, μήτε ακυρώνει το παραλογοτεχνικό κύκλωμα, (κλίκα το ονομάζει ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος), που προσπάθησε και κατόρθωσε την περίπου ποιητική αγιοσύνη του. Λογικό είναι βεβαίως να ρωτήσει κάποιος – «και γιατί δεν κρατούμε την αξία των στίχων του και να αφήσουμε παράμερα τα κυκλώματα; Στο κάτω-κάτω τής γραφής η αξία διασώζεται, ενώ οι κλίκες απολησμονούνται και παρέρχονται…»

Πρόκειται για μία ερώτηση που παραβλέπει πως σε πολλές περιπτώσεις, οι κλίκες και οι αυλές γράφουν την ιστορία με κρίση αξιολογική. Το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης πέρασε στην ιστορία ως ένας παρακμιακός ποιητής οφείλεται στα ίδια αυτά κυκλώματα. Το γεγονός ότι παραμερίστηκε ο Παπατζώνης, (ένας ποιητής βαθύτερος και αξιότερος τού Σεφέρη ή τουλάχιστον ισάξιός του), οφείλεται στους κυρίαρχους τής λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα και σε μεθοδεύσεις παρασκηνίου. Το ότι σήμερα ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης στην ουσία δεν είναι δυνατόν να διαβαστούν, οφείλεται σε ανόητες αποφάσεις εξωλογοτεχνικών θεσμικών οργάνων. Το γεγονός ότι σύσσωμη η γενεά τού 20 σφραγίστηκε με το παράσημο τής παρακμής, οφείλεται στις ακαδημαϊκές εργασίες πέντε-δέκα καθηγητών που ακολούθησαν πιστά τις απόψεις Σαββίδη και Δημαρά. Δεν ζούμε σε πολιτεία ιδανική, το αντίθετο μάλιστα. Στην Ελλάδα οι αξίες σπανίως αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και η ποίηση δεν αποτελεί εξαίρεση.

Ας επιστρέψουμε όμως στην ποίηση καθαυτή.

Είναι βεβαίως γεγονός πως η ποίηση εξελίσσεται, αλλά ταυτόχρονα η ποιότητά της σχετίζεται σε έναν βαθμό από τις πυροδοτήσεις τής ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως την καλύτερη ποίηση στην Ελλάδα, (μα και παγκόσμια…), την έχωμε στον μεσοπόλεμο και στην μεταπολεμική γενεά. Όταν τα διακυβεύματα ακουμπούν την αξία τής ανθρώπινης ζωής, όταν μέσα σε μία κόλαση κρίνονται συμπεριφορές, συνειδήσεις, χαρακτήρες, οι πυροδοτήσεις και το υλικό πολλαπλασιάζονται και σχετίζονται με τα τρίσβαθα τής ύπαρξης. Ξεκινώντας λοιπόν περίπου από το 1920 και φτάνοντας έως και τα ύστερα τής δεκαετίας τού 60, ας ξεχάσωμε για λίγο γενεές, διαχωρισμούς και κατατάξεις. Στην ουσία πρόκειται για μία από τις πλέον έντονες περιόδους στην ελληνική ιστορία με ανάλογη πύκνωση τής ποιητικής γραφής και λιγότερο τής πεζογραφίας.

Ένα από τα γνωστότερα ποιήματα τού Σεφέρη. Ο Καρυωτάκης ωχριά μπροστά σε τόσο σκότος…

Το έχω γράψει πολλές φορές, (και έχω δεχθεί πλείστες όσες αντιρρήσεις…), ότι ο Σεφέρης στις καλύτερες στιγμές του, πλησιάζει, περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή, τον Καρυωτάκη, όχι φυσικά τόσο σε τεχνική, (ο Σεφέρης είναι πολύ πιο προσεκτικός με τους κανόνες τού στίχου), όσο σε περιεχόμενο. Θα έλεγα μάλιστα, ότι σε κάποια από τα καλά του ποιήματα τον ξεπερνά και τον υπερβαίνει. Και μιλώ για τον Σεφέρη των ποιημάτων «Θεατρίνοι, Μ.Α», «Ελένη», «Fog», «Μυθιστόρημα Ι’», και ΙΗ’, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», «Επί σκηνής Ε΄» και μερικά ακόμη. Η ανάγνωση αυτών των, (πράγματι εξαιρετικών), ποιημάτων δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας, λύτρωσης, ανάσας. Με μια δόση υπερβολής θα έλεγα πως είναι ό,τι πιο πεσιμιστικό  στην νεοελληνική γραμματεία. Και μιλώ για γνήσιο πεσιμισμό, όχι για τους μιμητισμούς τού Καρυωτάκη και τα μελό των νέων ποιητών. Ο σαρκασμός στον Καρυωτάκη έδινε μία αναπνοή. Η συμβατικότητα τού Ουράνη δημιουργούσε αποστασιοποίηση. Στον Καβάφη η θεατρικότητα απάλυνε το δραματουργικό στοιχείο. Όμως στα συγκεκριμένα ποιήματα τού Σεφέρη η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, περίκλειστη, κλειστοφοβική. Δεν υπάρχει διέξοδος, μήτε καν ανάσα ελευθερίας ή ελεύθερης βούλησης. Θαρρεί κανείς, πώς όσο στην επαγγελματική του ζωή ο Σεφέρης είναι καθ’ υπερβολή κοινωνικός και συμβατικός, τόσο στην ποίησή του τεντώνει τις χορδές στο άλλο άκρο. Ο θάνατος κατονομάζεται σπανίως, λείπουν από τους στίχους του οι πολλαπλές αναφορές σ’ αυτόν, όπως για παράδειγμα στον Καρυωτάκη ή στον Παπατζώνη, μα δεν χρειάζεται η λέξη για να υπονοήσει την ματαιότητα, την γελοιότητα τής δημόσιας ζωής, το ματαιόδοξο τής προσπάθειας. Δεν χρειάζονται πολλές φιλολογικές περγαμηνές, θα πρέπει να είναι κανείς τυφλός ή εξαιρετικά προκατειλημμένος για να μην διακρίνει τον Καρυωτάκη κάτω από τους στίχους τού Σεφέρη. Για να ιδούμε…

[ ]

Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

(1932)

Διανοητική μοιρολατρεία μεν, αλλά πάντως μοιρολατρεία. Η χρήση της λέξης «τίποτε» δεν είναι τυχαία, είναι από εκείνες τις απόλυτες που δεν αφήνουν περιθώρια πολλαπλών ερμηνειών.

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

Εδώ η μικτή γλώσσα και το μέτρο, θυμίζουν ακόμη περισσότερο τον Καρυωτάκη. Λυρισμός που δεν συναντάμε εύκολα στον Σεφέρη σε μεταγενέστερα ποιήματα.

[  ]

Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

(1938)

Και ένα από τα κορυφαία του, μα και τα πιο σκοτεινά…

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.

Ο μοναδικός ίσως ποιητής, (και καλός γνώστης τής αρχαίας ελληνικής γραμματείας), που αμφισβητεί ανοικτά την επιρροή της στα νεοελληνικά πράγματα. Ακόμη και το λιμάνι, (μοναδική αχτίνα φωτός στα ποιητικά μας πράγματα), είναι πηγή θλίψης, δυστυχίας, διανοητικής δύσπνοιας.

[  ]

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες…
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.

(1936)

Η χώρα ένα πλοίο που όλο λέει να φύγει, μα δεν πάει πουθενά. Θα μπορούσε να είναι η συνέχεια τού προηγούμενου ή μία παραλλαγή του. Κατά την γνώμη μου ο επιτηδευμένος τελευταίος στίχος αλλοιώνει αναιτιολόγητα το ύφος τού ποιήματος.

[  ]

Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν τελειώνει δὲν ἔχει ἀλλαγή, ὅσο γυρεύεις
νὰ θυμηθεῖς τὰ παιδικά σου χρόνια, ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
ἐκείνους
ποὺ χάθηκαν μέσα στὸν ὕπνο τοὺς πελαγίσιους τάφους,
ὅσο ζητᾶς τὰ σώματα ποὺ ἀγάπησες νὰ σκύψουν
κάτω ἀπὸ τὰ σκληρὰ κλωνάρια τῶν πλατάνων ἐκεῖ
ποὺ στάθηκε μία ἀχτίδα τοῦ ἥλιου γυμνωμένη
καὶ σκίρτησε ἕνας σκύλος καὶ φτεροκόπησε ἡ καρδιά σου,
ὁ δρόμος δὲν ἔχει ἀλλαγή· κράτησα τὴ ζωή μου.
Τὸ χιόνι
καὶ τὸ νερὸ παγωμένο στὰ πατήματα τῶν ἀλόγων.

Στο λάθος μονοπάτι δεν σώζουν ούτε οι αναμνήσεις. Η φράση «κράτησα τη ζωή μου» που διατρέχει επαναληπτικά όλο το ποίημα, είναι προφανέστατα αυτοαναφορική. Ο Σεφέρης γκρίνιαζε μια ζωή για το επάγγελμά του που τον κρατούσε πίσω στην λογοτεχνία, μα, ως άλλος Καρυωτακικός ιδανικός αυτόχειρας, δεν έκαμε τίποτα για να απαλλαγεί από αυτό.

Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.

Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς

ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα

γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς

καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.

Ένα από τα δέκα-είκοσι κορυφαία ποιήματα τής νεοελληνικής γραμματείας. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Σεφέρης θα ήταν αρκετό.

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.

Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.

‘Άλλη μία περίκλειστη εικόνα, σχεδόν στα όρια τής ασφυξίας. Καμία διαφυγή, καμία διέξοδος.

Διαφήμιση

Το θεωρώ βέβαιο, πως εάν ο Σεφέρης δεν ήταν εγκλωβισμένος στην καριέρα του, στην ποίησή του θα κυριαρχούσαν τα ποιήματα παρόμοιου προσανατολισμού και περιεχομένου. Κατ’ εμέ ο Σεφέρης των Θεατρίνων Μ.Α και τής Ελένης, αποτελεί μία βελτιωμένη εκδοχή τού Καρυωτάκη – βελτιωμένη σε γλώσσα, εικονοποιία και ιστορικό βάθος, αλλά πάντως εκδοχή τής ίδιας οπτικής απέναντι στην πραγματικότητα. Μα και πώς αλλιώς; Όσο και εάν πάρα πολλοί στίχοι του είναι ενδεδυμένοι τον μανδύα ενός διανοήματος ή μιάς απόστασης από τον έξω κόσμο, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Όσο και εάν οι περισσότεροι κριτικοί προσπαθούν να μάς πείσουν ότι ο Σεφέρης προέκυψε από μία παρθενογέννεση, οι επιρροές του είναι και σαφείς και ορατές ακόμη και στον πιο ανίδεο περί ποιήσεως αναγνώστη. Κάτι άλλωστε που το αρνείται και ο ίδιος όταν απαντά στις κατηγορίες τού Παπατζώνη για το ότι η ποίησή του είναι απλώς αντιγραφή ξένων προτύπων.

Οι αυλοκόλακες τού Σεφέρη, (τής εποχής του), μα και πολλοί σημερινού κριτικοί λογοτεχνίας, αρνούνται να δούν το σκοτάδι στην ποίησή του, τρέμοντας μήπως και ξεπέσει το ίνδαλμά τους στην γενεά των «παρακμιακών» ποιητών. Οπαδοί μίας ποίησης «εξευγενισμένης», ανώδυνης και άνευρης, έχουν κατορθώσει να πείσουν τους περισσότερους ότι ο Σεφέρης είναι ο «δικός τους ποιητής», κατάλληλος για απογευματινά τέϊα και φιλολογικούς εσπερινούς. Ετούτη την αντίληψη την πέρασαν και στην εκπαίδευση και φυσικά κατόρθωσαν να αποχυμώσουν τον Σεφέρη και να αδρανοποιήσουν την δύναμη τού στίχου του. Είναι οι ίδιοι που συντηρούν και υποδαυλίζουν την αντιπαράθεση με τον Καρυωτάκη, αγνοώντας και αποκρύπτοντας τις επιρροές τού Καρυωτάκη στην ποίησή του. Δυστυχώς έτσι γράφεται η λογοτεχνική ιστορία στην Ελλάδα.

Η όποια σπάνια αρνητική κριτική αναφέρεται στον Σεφέρη, σχετίζεται κυρίως με τον Έλιοτ. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θα τον κατηγορήσει ανοικτά στην “Νέα Εστία” για φτηνή και αδέξια αντιγραφή. Έχει ένα δίκαιο και ταυτόχρονα έχει και άδικο. Είναι γεγονός ότι διαβάζοντας κανείς Έλιοτ, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι ο Σεφέρης έχει επηρεαστεί σε υπερβολικό βαθμό, ο λεγόμενος μοντερνισμός του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτήν την επιρροή. Ταυτόχρονα όμως, η “αντιγραφή” μπολιάζεται με μία δημιουργική προσπάθεια προσαρμογής στην ελληνική πραγματικότητα ή για να το πώ καλύτερα στον πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό. Με άλλους λόγους έχωμε κυρίως αντιγραφή τεχνικής και φόρμας και λιγότερο περιεχομένου και αυτό είναι κάτι που γίνεται όλο και πιο φανερό από συλλογή σε συλλογή. Το πάντρεμα (και πείραμα…) τού μοντέρνου στίχου με τις ρίζες μιάς ιδιότυπης ελληνικότητας θα πετύχει και ο Σεφέρης δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ. Καθώς στην ουσία αντιπαθεί πλήρως την τεχνοτροπία τού Καρυωτάκη και συνολικά τής γενεάς τού 20, στον μοντερνισμό τού Έλιοτ θα εύρει την φόρμα που τού ταιριάζει, μιλώντας όμως στην ουσία για τα ίδια πράγματα που μιλούσε και η προηγούμενη γενεά. Τελικά αυτή η σύζευξη θα επιφέρει πράγματι κάτι νέο στην νεοελληνική ποίηση, οπωσδήποτε όμως όχι κάτι το εντελώς νέο ή ρηξικέλευθο. Τίποτε το κακό σ΄αυτό.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Σεφέρης ήταν κατά βάθος ανασφαλής ως προς την ποίησή του και άτολμος πολιτικά, γι’ αυτό και δεν αντιστάθηκε ποτέ σε κόλακες και σε μία αυλή που προσπαθούσε πάση θυσία να τον επιβάλλει ως τον μεγαλύτερο ποιητή τής νεοελληνικής περιόδου. Ο Παναγιωτόπουλος γράφει χαρακτηριστικά, (και δεν υπερβάλλει), ότι ο Καραντώνης στην προσπάθεια αυτή ανακαλύπτει νοήματα στην ποίηση τού Σεφέρη που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όσο για την περιβόητη δήλωση κατά τής χούντας – αυτή έγινε και αργά και άτολμα και κυρίως με την φρασεολογία ενός δανδή. Εάν διαβάσει κανείς την περιγραφή τής συζύγου του Μαρώς για το τι ακολούθησε την δήλωση αυτή, θα πιστέψει ότι το ζεύγος μόνο τα βουνά δεν πήρε για να κάμει αντίσταση, κάτι που βεβαίως απέχει πόρρω από την πραγματικότητα. Το μόνο που συνέβη ήταν η αφαίρεση των διαβατηρίων τους, μα και πώς αλλιώς; ποια χούντα θα τολμούσε να αγγίξει έναν νομπελίστα με ισχυρούς μάλιστα δεσμούς στο εξωτερικό;

Οξύτατη η κριτική τού Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στον Σεφέρη και την αυλή του… (Νέα Εστία)

Δεν θα αδικήσω τον Σεφέρη αρνούμενος τα πολλά πλεονεκτήματα τού στίχου του, μήτε και με ενοχλούν καθόλου οι επιρροές, είναι ελάχιστοι οι νεοέλληνες ποιητές που κατέθεσαν πρωτόλεια με καθαρό, δικό τους ύφος, ανεπηρέαστο και εντελώς πρωτότυπο. Ο χειρισμός τής γλώσσας, ο εξαιρετικός ρυθμός στον ελεύθερο στίχο του, οι εικόνες του, οι ιστορικές αναφορές του και οι συνδέσεις τους, το ίδιο το περιεχόμενο σε αρκετά από τα ποιήματά του, συγκροτούν μία ποιητική άξια και πολύ ενδιαφέρουσα για εκείνον που επιθυμεί να ψάξει βαθύτερα τον στίχο και να βιώσει πολλαπλές εκδοχές, (μα και ερωτηματικά..), μιάς ποιητικής εξομολόγησης. Από αυτήν την άποψη ο Σεφέρης, κρατώντας παρακαταθήκες συγχρόνων του, μα και προγενέστερων, ανανεώνει πράγματι το ποιητικό τοπίο – όχι βεβαίως στον βαθμό που επιθυμούν ή φαντασιώνονται οι θαυμαστές του, αλλά οπωσδήποτε σε βαθμό σημαντικό.

Σε ένα από τα πολλά που έγραψε ο κριτικός Καραντώνης για τον Σεφέρη, (και έγραψε και πολλά ανόητα και υπερβολικά), ισχυρίζεται πως ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα τού Σεφέρη είναι πως τιθασεύει το συναίσθημα και πως, σε αντίθεση με τον Παπατζώνη, προστατεύει έτσι την ποιητική του και δεν αφήνεται να συρθεί σε παραληρήματα και ξέχειλο λυρισμό. Ας με συγχωρέσει ο καλός κριτικός από εκεί που βρίσκεται, αλλά αυτό ακριβώς το πιστεύω πως είναι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα τής Σεφερικής ποίησης.

Η ποίηση «κλειστού δωματίου» όπως την ονομάζει ο Ρένος Αποστολίδης ή αλλιώς η διανοητική ποίηση έχει την δική της αξία, νομίζω πώς θα τής ταίριαζε η επωνυμία «υπαρξιακοί μονόλογοι». Ο Σεφέρης αντλεί από Όμηρο, Αισχύλο, από αρχαίους ποιητές, από τα ερείπια τού παρελθόντος και διαλέγεται με το σήμερα. Η αρχαιότητα και η μυθολογία, απλωμένες μέσω ερειπίων σε όλη τη χώρα, είναι οι πυροδοτήσεις του. Βεβαίως, όσο και εάν είναι προστατευμένος στο μεγαλοαστικό του περιβάλλον, βιώνει πόλεμο, συγκρούσεις, εμφύλιο, το Κυπριακό πρόβλημα, όμως κανείς λυρισμός, κανένα έντονο συναίσθημα δεν προκύπτει από αυτές τις τραγωδίες. Το μόνο που αλλάζει όταν γράφει γι’ αυτές είναι το μέτρο τού στίχου, ο ρυθμός του, η ταχύτητά του. Σ΄ένα από τα καλύτερα ποιήματά του που είδαμε παραπάνω, (εάν όχι το καλύτερο μαζί με την «Ελένη»), το “Θεατρίνοι, Μ.Α”., η στίξη, το μέτρο και η γλώσσα οδηγούν σε ασθματική απαγγελία, σε κραυγή πρωτόγνωρη στην ποίησή του, σε απόγνωση. Στο ποίημα είναι εξαιρετική η σύζευξη τής ανθρώπινης μοίρας, (δηλαδή τού θανάτου), με μία πραγματικότητα που καταντά γελοία στην προσπάθειά της να την αντιμετωπίσει και να την ξορκίσει. Ποτέ σε ενδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, δεν υπήρξε τόσο εύστοχη συμπύκνωση τής υπαρξιακής αγωνίας, τόσο επιτυχημένη και διαχρονικά αποτύπωση τής ματαιότητας των ανθρωπίνων. Σε ολάκερο το ποιητικό σώμα τού Σεφέρη, είναι το μοναδικό ποίημα στο οποίο ο ποιητής εγκαταλείπει την πειθαρχία τού συναισθήματος που τόσο θαυμάζει ο Καραντώνης και αφήνει ελεύθερο τον λόγο στην αποτύπωση τού ανέλπιδου.

Ο Γιώργος Σεφέρης στο Παρίσι, 1922, (Η λέξη, τ.53/1986)

Στα περισσότερα ποιήματά του ετούτο το συναίσθημα είναι καλυμμένο από αλληγορίες και συμβολισμούς, πλέον δεν υπάρχουν κραυγές και λόγος καταγγελτικός, αλλά ψιθυρισμοί μονολόγων, στοχασμοί επί τής Ιστορίας. Συμβαίνει το εξής περίεργο, μία αξιοσημείωτη αντιστροφή σε σχέση με τον Καρυωτάκη. Στην περίπτωση τού Σεφέρη, ο ποιητής είναι δραστήριος και κοινωνικά ενεργός, αλλά η ποίησή του, (αντικρύζοντας την ίδια θλιβερή πραγματικότητα με τον Καρυωτάκη), μοιάζει να έχει παραιτηθεί, θυμίζει αξιοπρεπή διαχείριση και φιλοσοφική αντιμετώπιση μιάς ήττας διαχρονικής. Στον Καρυωτάκη συμβαίνει το εντελώς αντίθετο – ο ποιητής είναι παραιτημένος πρόωρα από την ζωή, σχεδόν εξόριστος, αλλά η ποίησή του είναι κάτι παραπάνω από μάχιμη, θάλεγε κανείς στο βάθος αισιόδοξη, θυμωμένη, αναρχική και επαναστατημένη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο εκδοχές επάνω σε μία φωτογραφία, ο Καρυωτάκης την κοιτάζει και θέλει να την καταστρέψει, ο Σεφέρης την βλέπει και φιλοσοφεί, νοσταλγεί, μελαγχολεί.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο γενεές και τους βασικότερους εκπροσώπους της, τον Καρυωτάκη τής γενεάς τού 20 και τού Σεφέρη τής γενεάς τού 30. Ο πρώτος δεν βλέπει γιατρειά τής ασθένειας, εάν ήταν στο χέρι του θα γκρέμιζε τούτο τον κόσμο και θα τον έφτιαχνε από την αρχή. Ο δεύτερος διαπιστώνει την ίδια ασθένεια, μα ελπίζει στην ίαση, στο θαυματουργό φάρμακο που θα μπολιάσει τον κόσμο και θα ξημερώσει μέρα καινούρια και ηλιόφωτη. Δυστυχώς δεν πρόκειται απλώς για διαφορά χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασίας, πρόκειται για ένα χάσμα ποιητικών γενεών που ακουμπά εν πολλοίς και στο πεδίο τής πολιτικής. Ο Σεφέρης ελπίζει στην ίαση μέσα από τα νάματα μιάς παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ο Καρυωτάκης δεν έχει παρόμοιες ψευδαισθήσεις, ξέρει πως η τέχνη κινείται παράλληλα με την ελληνική τουλάχιστον κοινωνία και καμία επιρροή δεν διαθέτει στις καθημερινές και πολιτικές συμπεριφορές.

Αμέσως μετά την κριτική Παναγιωτόπουλου σε Σεφέρη, ξεκίνησε πυρ ομαδικό εναντίον τής ανολοκλήρωτης ποιητικά και βιολογικά γενεάς τού 20

Εάν θέλει κανείς να μιλήσει ποιητικά και να μην εκπέσει σε πολιτικές μεταφράσεις συμπεριφορών, και οι δύο στάσεις απέναντι στην πραγματικότητα έχουν την αξία τους και την συνεισφορά τους. Και παρόλο που η προσπάθεια για την κυριαρχία τής γενεάς τού 30 καθόλου δεν ήταν απαλλαγμένη από πολιτικές ιδιοτέλειες, η διανοητική ποίηση τού Σεφέρη διατηρεί την μεγάλη της αξία, τόσο σε επίπεδο γλώσσας και τεχνικής, όσο και σε επίπεδο στοχαστικό. Η συγκίνηση βεβαίως και η απόλαυση τού κειμένου είναι εντελώς διαφορετική διαβάζοντας ποιήματα τω δύο γενεών, αλλά πάντως είναι απόλαυση γνήσια, έστω και για λόγους διαφορετικούς. Όσο λοιπόν και εάν παλαιότεροι και σύγχρονοι κριτικοί, (κάποτε και ο ίδιος ο Σεφέρης), προσπαθούν να μάς πείσουν ότι η Σεφερική ποίηση βρίσκεται στον αντίποδα τής γενεάς τού 20, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, την θέση αυτή μόνο η ποίηση τού Ελύτη μπορεί να διεκδικήσει.

Έχει ένα ενδιαφέρον να δούμε την στάση τού Παπατζώνη απέναντι στον Σεφέρη, ιδιαίτερα την κριτική του στην συλλογή «Στροφή». Ο Παπατζώνης μιλά για εγκεφαλικό κατασκεύασμα, βεβαίως με αρετές και υποσχέσεις, αλλά πάντως για κατασκεύασμα που μάλιστα αντιγράφει ανερυθρίαστα ξένους ποιητές. Αργότερα ο Παπατζώνης θα μετριάσει την κριτική του και οι σχέσεις των δύο αντρών φαινομενικά θα εξομαλυνθούν, αλλά μην γελιέστε από τις εικόνες των δημοσίων σχέσεων και τα επιφαινόμενα, στην πραγματικότητα οι αντιρρήσεις τού Παπατζώνη παρέμειναν έως το τέλος τής ζωής του.

Εκείνο που ήθελε να επισημάνει ο Παπατζώνης, είναι ότι στην διανοητική ποίηση, την ποίηση τού κλειστού δωματίου, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, εκείνος τού κατασκευασμένου διανοήματος, τού παιχνιδιού με την γλώσσα σε μία σύνταξη που δεν εκφράζει τίποτα πέρα από τον υπερρεαλισμό τού συγγραφέα του. Η απουσία τής γνησιότητας και το βιωματικό στοιχείο εδώ απουσιάζουν, όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο συντακτικό τής γλώσσας. Διαβάζουμε για παράδειγμα στον Σεφέρη…

Το αίμα τώρα τινάζεται

καθώς φουσκώνει η κάψα

στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.

Γυρεύει να περάσει από το θάνατο

για νά ‘βρει τη χαρά.

(Θερινό Ηλιοστάσι, ΙΒ΄)

Δείτε τώρα στίχους τού Σεφέρη με ανάλογες λεκτικές διατυπώσεις…

…Άφησε, μη ρωτάς· περίμενε!.. Το αίμα, το αίμα

ένα πρωί θα σηκωθή σαν τον Άι – Γιώργη τον καβαλλάρη

για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα τον Δράκοντα!..

Οι διαφορές είναι εμφανείς. Τα όρια ανάμεσα σε ένα κενό ουσίας κατασκεύασμα και σε έναν γνήσιο στίχο είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα. Απαιτείται πολλή μελέτη για να ξεχωρίσωμε το γνήσιο από το κίβδηλο, το κενό από την ουσία. Το καλό με τον Σεφέρη είναι ότι παραμένοντας ολιγογράφος, γλύτωσε την ποίησή του από τον κίνδυνο τής μανιέρας και τής επανάληψης, κάτι που για παράδειγμα δεν έγινε με την Δημουλά, που στα ύστερα υπέκυψε στον πειρασμό τους. Παρά ταύτα ο προσεκτικός αναγνώστης τού Σεφέρη, μετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις, θα κατορθώσει να ξεχωρίσει κάποιους λίγους ευτυχώς στίχους καθαρά διανοητικούς που στερούνται ουσίας.

Εάν διαβάσει κανείς προσεκτικά την «Στροφή» θα δικαιολογήσει τον Παπατζώνη. Το πρωτόλειο είναι εμφανές και πολύ λίγα ποιήματα υποψιάζουν σ’ εκείνο που θα ακολουθήσει. Πάντως η ποιότητα τής συλλογής πολύ απέχει από τους χαρακτηρισμούς που τής αποδόθηκαν. Δικαιολογημένες φυσικά αδυναμίες σε έναν νέο ποιητή και στην πρώτη συλλογή του, αλλά αδικαιολόγητος ο μύθος που κτίστηκε επάνω σ’ αυτήν την πρώτη εμφάνιση.

Ένα μεγάλο πλεονέκτημα τής ποιητικής τού Σεφέρη, είναι οι απαιτήσεις που δημιουργεί σε επίπεδο αναγνωστικό. Τα ποιήματά του δεν διαβάζονται σε παραλίες. Απαιτούν πνευματικό υπόβαθρο, ιστορική γνώση, γλωσσική επάρκεια, ποιητική παιδεία. Από μόνα τους δημιουργούν πολιτισμό, καθώς ζητούν από τον αναγνώστη να ερευνήσει, να στοχαστεί, να σημειώσει επάνω στο χαρτί. Όσο και εάν ο Σεφέρης ζητά να τού δοθεί η χάρι να μιλήσει γλώσσα απλή, οι στίχοι του είναι απλοί μόνο σε ό,τι αφορά τα περιττά καλολογικά στοιχεία και την περιττή διακόσμηση. Κατά τα λοιπά η ποίησή του βρίθει υπαινιγμών, αλληγορίας και συμβολισμών που ο αναγνώστης πρέπει να αποκωδικοποιήσει. Όταν συμβεί αυτό ακόμη και με βαθμούς αυθαιρεσίας από τον αναγνώστη, το κείμενο αποκαλύπτεται – με τον ίδιο περίπου τρόπο που το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, αποκτά άλλη διάσταση όταν διαβάσεις στον Πλούταρχο το ανάλογο απόσπασμα και ενημερωθείς για την ιστορία που κρύβεται κάτω από την θεατρική σκηνή τού Καβάφη.

Σε γενικές γραμμές αυτή είναι και η μεγάλη προσφορά τής γενεάς τού 30 στην ελληνική ποίηση. Σεφέρης, Ελύτης, Βρεττάκος, Ρίτσος και αρκετοί ακόμη, διαθέτουν ένα θηριώδες πνευματικό υπόβαθρο που επιτρέπει στην ποίησή τους να καταδύεται σε βάθος αδιανόητο στις μέρες μας και να μεταπλάθει ιστορικό υλικό με θαυμαστή ευκολία και ευστοχία. Η προηγούμενη γενεά δεν πρόλαβε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, μακριά πολύ από την μεγαλοαστική καταγωγή που διασφαλίζει γερή παιδεία, έπρεπε να αντιμετωπίσει ακόμη και προβλήματα επιβίωσης, η ποίησή της δεν έχει χρόνο για στοχασμούς επί των πεπραγμένων, αντιμετωπίζει άμεσα τον κίνδυνο και τον θάνατο. Ακόμη όμως και εκεί, σε έναν Καρυωτάκη, έναν Ζώτο, έναν Παπανικολάου, (αν και μεταγενέστερος αυτός…), η παιδεία είναι παρούσα και αποδεικνύει πως η κατοχή της αποτελεί προϋπόθεση για να γραφτεί έστω και ένας απλός στίχος. Είναι αυτό που ισχυρίζομαι για την σημερινή ποίηση – ότι δηλαδή πρόκειται για ποίηση δυσδιάστατη από όπου έχει χαθεί η διάσταση τού βάθους.

Ένα από τα αξιότερα ποιήματα τής νεοελληνικής γραμματείας

Εάν η ποίηση τής γενεάς τού 30 κατέχει μία διαχρονική αξία, είναι ακριβώς αυτή – το ότι δηλαδή δικαιώνει την ποίηση ως πρωτοπορία, ως το βασικό σκαπτικό εργαλείο τής τέχνης που ανοίγει νέους δρόμους στην φιλοσοφία, την φιλολογία, τον πολιτισμό γενικότερα. Σηκώνει τον πήχη πολύ ψηλά και κατακρημνίζει «ποιητές» πρόσκαιρους, εφήμερους, φλύαρους και επιφανειακούς. Ακόμη και στις χειρότερες ποιητικές στιγμές τους οι κορυφαίοι νεοέλληνες ποιητές, αποτυπώνουν στο χαρτί την αξία τής μόρφωσης, τής Παιδείας, τού εξαντλητικού στοχασμού, ως προϋποθέσεις για την γένεση ενός ποιήματος. Όλες εκείνες δηλαδή τις αξίες που σήμερα έχουν καταπέσει και έχουν περίπου εξαφανιστεί στην σύγχρονη λογοτεχνία.

Όμως στον Σεφέρη, όπως και εν μέρει στον Ελύτη, έχωμε και κάτι ακόμη που προσδίδει προστιθέμενη αξία στην ποίησή του. Ο Σεφέρης επαναφέρει την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, όχι φυσικά ως τρόπαιο, μήτε με ανόητες προσπάθειες, (παρόμοιες τού Σικελιανού), να εκβιάσει την σύζευξη αρχαιότητας και χριστιανισμού, μήτε για να βγάλει πατριωτικούς λόγους για τους ένδοξους προγόνους – επαναφέρει μία ιδιότυπη ελληνικότητα, παρά το ότι σε τούτη την προσπάθεια γίνεται κάποιες φορές και υπερβολικός και λαϊκιστής, κυρίως όταν αναφέρεται σε Μακρυγιάννη και Θεόφιλο. Και παρόλο που ο ίδιος θεωρεί ότι οι λιγοστές στέρνες είναι άδειες, στον στίχο του φέγγει η πίστη σε έναν πανάρχαιο και παγκόσμιο πολιτισμό που μπορεί να αναζωπυρώσει τα αποκαΐδια τής εποχής του. Απέναντι στον θεατρικό Καβάφη που επίσης αντλεί από την Ιστορία, είναι πολύ πιο συγκρατημένος και αρκετά πιο απαισιόδοξος, αν και η εστίαση τού Αλεξανδρινού έχει άλλες στοχεύσεις και εξυπηρετεί άλλες αντιλήψεις.

Μα υπάρχουν και άλλα κοινά, (όσο και εάν φαίνεται περίεργο), τού Σεφέρη με την γενεά τού 20, κοινά ακόμη και στην γλώσσα. Φυσικά η γενεά τού 20 προσφέρει γλώσσα τραχιά, νευρική, (πολλές φορές και νευρασθενική), αδιαφορεί για την ευρυθμία, την πρωτοτυπία τής ομοιοκαταληξίας, τα κακέμφατα και άλλους παρόμοιους σχολαστικισμούς τής φιλολογίας. Είναι γλώσσα γυμνή, σκέτο κόκκαλο, μα κατά έναν περίεργο τρόπο και γλώσσα ακριβής στην αποτύπωση ενός έντονου λυρισμού.

Ο Σεφέρης από την άλλη, παίρνει όλο τούτο το υλικό και προσπαθεί να το τιθασεύσει, να το υποτάξει, προσπαθεί να γεννήσει μία νέα γλώσσα απαλλαγμένη από τα κατά εκείνον ελαττώματα, όπως ο υπερβολικός λυρισμός και η αναρχία τού μέτρου. Κρατά όμως ένα βασικό πλεονέκτημα, την εκφραστική λιτότητα, την αποφυγή κάθε μελοδραματικού στοιχείου, (φυσικά όχι πάντοτε με επιτυχία…), την οικονομία κειμένου στον ύψιστο δυνατό βαθμό. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και κάποιες φλυαρίες σε ποιήματά του, αλλά σε γενικές γραμμές η ποίησή του είναι αστόλιστη φιλολογικά, απέριττη, κάτι που τον βοηθά να ευστοχεί τόσο λεκτικά όσο και κατά συνέπεια νοηματικά. Παράδειγμα μεγάλου σχετικά ποιήματος, που όμως δεν φλυαρεί στο μεγαλύτερο μέρος του είναι και «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», το ξεχωρίζω τυχαία ανάμεσα στα άλλα. Όπως επίσης και το ιδιαίτερα καλό και αλληγορικό ποίημα “Οι γάτες τ’ ‘Αι-Νικόλα”.

Ὀσο και νά θέλουν να μας πείσουν για το αντίθετο, μέσα στον Σεφέρη και ευρύτερα στην γενεά τού 30, υπάρχει ατόφιος ο Καρυωτάκης και η κριτική του. Ακόμη και ο πεσιμισμός του…

Στο σημείο αυτό, ας δώσουμε λίγη προσοχή και σε ένα αναγνωστικό κριτήριο, πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα. Λέγει το κριτήριο αυτό, «Κρίνω ένα ποίημα από την συγκίνηση και την απόλαυση που μού προκαλεί. Από το ποίημα ζητώ αμεσότητα και όχι αφορμές για μελέτη, έρευνα, φιλολογία….».

Πρόκειται φυσικά για απόλυτο υποκειμενισμό, που δείχνει όμως λογικός. Γιατί θα πρέπει να βασανίσουμε το μυαλό μας στην αποκρυπτογράφηση τού Σεφέρη και άλλων, γιατί θα πρέπει να συμβουλευόμαστε συνεχώς τα παραρτήματα για να κατανοήσουμε την σημασία λέξεων άγνωστων και στην ουσία νεκρών στην σημερινή εποχή;».

Για να δούμε. Ας πάρωμε χάριν ευκολίας δύο από τα καλύτερα ποιήματα τού Σεφέρη, εντελώς όμως διάφορης τεχνοτροπίας, την «Ελένη» και το «Θεατρίνοι, Μ.Ά».

Το δεύτερο έχει αυτήν την αμεσότητα και τον λυρισμό που αποζητά ο σημερινός αναγνώστης. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις και αποκωδικοποιήσεις, μήτε δεύτερες σκέψεις, είναι ένα ποίημα μάλιστα ομοιοκατάληκτο και εύκολο στην απομνημόνευση και με θαυμαστή ακρίβεια εκφράζει όλη την υπαρξιακή αγωνία, ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκυρία. Μάλιστα, είναι ένα έξοχο ποίημα που μιλά κατά πώς πρέπει ακόμη και στον αμύητο.

Τελείως διάφορο ποίημα η «Ελένη». Στοχαστικό, ιστορικό και ταυτόχρονα ανεξάρτητο από την Ιστορία, όμως πρέπει να γνωρίζεις τις Πλάτρες, τον Τεύκρο, τον Πρωτέα, βασικά πράγματα για τον Τρωϊκό πόλεμο, στίχους από τον Ευριπίδη, να ξέρεις ότι ο Σκάμανδρος είναι ποταμός και ένα σωρό άλλα. Και αφού οικειοποιηθείς τούτα τα άγνωστα, θα πρέπει να επανέλθεις στο ποίημα και να το μελετήσεις στα νοηματικά του και όλα αυτά για να μπορέσεις να «πιάσεις» το πλήρες νόημα των έξοχων τελευταίων στίχων που συμπυκνώνουν, (δίχως καν ένα κόμμα ανάμεσα στο πουκάμισο το αδειανό και την Ελένη), όλη την τραγωδία τού σύγχρονου Ελληνισμού.

Όποιος ζητά να προσεγγίσει το όλον της ποίησης, δεν ξεχωρίζει, δεν διαλέγει, δεν απορρίπτει με βάση τα κέφια του, τον χαρακτήρα του, το χρώμα τής στιγμής. Φυσικά μπορεί να προτιμά κάποιο ποίημα από κάποιο άλλο, αλλά η προσπάθειά του θα απλωθεί στο σύνολο, σε διαφορετικές τεχνοτροπίες, σε πειραματισμούς. Μόνος σε ένα έρημο νησί, θα ήθελα να έχω μαζί και την «Ελένη» και το Θεατρίνοι, Μ.Α”, (αν και τώρα πια τα θυμάμαι χωρίς γραπτή βοήθεια). Σάν τα παιδιά σου που δεν ημπορείς να τα ξεχωρίσεις, έτσι και τα δυό τα αγαπώ εξίσου. Η Ελένη απαιτεί κόπο, ε και; Εάν οι θεατρίνοι απλώνουν μπροστά σου όλο το υπαρξιακό πρόβλημα, η Ελένη σε μπολιάζει με το κόκκινο νήμα τής Ελληνικής Ιστορίας μέσα σε λίγους μοναχά στίχους. Άξια και τα δύο, πλουτίζουν τον στοχασμό και την συνείδησή σου με το ίδιο βάρος. Ξεχάστε την λέξη «ευκολία» όταν μιλάτε για ποίηση.

Θεοτοκάς και Σεφέρης μπροστά στην (πρώην) Εθνική βιβλιοθήκη το 1941. Ο πρώτος μαζί με Κατσίμπαλη και Καραντώνη, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθιέρωση και στην αγιοποίηση τού Σεφέρη (Φωτο: από τις εκδόσεις Ερμής)

Η γενεά τού 30 έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές, (και στα δικά μου κείμενα), για έναν μεγαλοαστισμό που προσπάθησε και κατάφερε να αποχυμώσει την Ελληνική ποίηση, να μεταστρέψει τον αναρχισμό και την επαναστατικότητα τής προηγούμενης γενεάς σε διαμαρτυρίες χαμηλότονες, ειρηνικές και εν τέλει ανώδυνες. Με άλλα λόγια μία ποίηση συστημική που εξυπηρετεί την συμβατικότητα, τον κομφορμισμό, την άρνηση εντός των ορίων.

Για να ιδούμε πόσο αληθεύει ετούτη η άποψη, θα πρέπει να ξεχωρίσωμε την ποίηση τού Σεφέρη από τον ίδιο τον Σεφέρη και οπωσδήποτε από κάποιους υπόλοιπους εκπροσώπους τής γενεάς τού 30. Δεν έχει ο Θεοτοκάς το ίδιο βάρος, (μήτε κατά διάνοια). Ούτε ο Εμπειρίκος, μήτε ο Σαραντάρης.

Σκύβοντας λοιπόν αποκλειστικά επάνω στους στίχους τού Σεφέρη, ανακαλύπτουμε σποραδικά ότι και επαναστατική μπορεί να γενεί και ανατρεπτική. Το γεγονός ότι σήμερα την αντιμετωπίζουμε ως ποίηση ανώδυνη, οφείλεται εν πολλοίς και στην αυλή των κριτικών και άλλων θαυμαστών του, που επί δεκαετίες προσπάθησαν να μάς πείσουν, (και το κατάφεραν), πως είναι μία ποίηση αισιόδοξη στον αντίποδα τής παρακμής, μία ποίηση που διαβάζεται δίπλα σε ένα portatif δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Ανοησίες. Τουλάχιστον δέκα ποιήματα τού Σεφέρη θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πυροδοτήσεις για μία διαφορετική συνείδηση, όπως και άλλα τόσα τού «συμβατικού» Παλαμά, θα μπορούσαν να ωθήσουν σε μία αναρχική επανάσταση.

Μάς αρέσει ή όχι, η ποίηση τού Σεφέρη έχει την εξαιρετική αυταξία της και με αυτήν την έννοια έρχεται και συμπληρώνει πολύ διαφορετικές ποιητικές ταυτότητες κορυφαίων ποιητών, όπως τού Παπατζώνη, τού Καβάφη, τού Καρυωτάκη, τού Ελύτη. Μού είναι επίσης αδιάφορο εάν σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Έλιοτ ή τον Πάουντ. Σημασία έχει το αποτέλεσμα και αυτό είναι το σημαντικότερο.

Ας ξεχωρίσωμε λοιπόν τις υπερβολές ένθεν κι ένθεν. Μήτε ο Σεφέρης είναι ο εις το απυρόβλητο μύθος τής νεοελληνικής ποίησης, μήτε η χαμηλότονη ποίησή του είναι για πέταμα, μόνο και μόνο γιατί ο ίδιος απείχε πολύ στην προσωπική του ζωή από τα προστάγματά της. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος και πρέσβης Σεφέρης μπορεί να επικριθεί για πολλά, μα και ποιον ενδιαφέρει; Υπάρχουν άξιοι ποιητές παγκόσμια που για ένα διάστημα υποστήριξαν τον φασισμό, υπάρχουν Γάλλοι καταραμένοι ποιητές που ήσαν εγκληματίες, μα και ποιον ενδιαφέρει όταν μιλάμε για ποίηση;

Ένα από τα καλά και αυτοαναφορικά ποιήματα τού Σεφέρη

Σε κάποιες συνεντεύξεις του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ασκεί στον Σεφέρη, (μα και στον Ελύτη…), την ίδια περίπου κριτική που είχε ασκήσει ο Παπατζώνης όταν εκδόθηκε η «Στροφή». Ότι δηλαδή πρόκειται για ποίηση διανοητική, κατασκευασμένη σε ένα εργαστήριο, ποίηση λεξιοκρατική από την οποία απουσιάζει η γνησιότητα, η αμεσότητα. Φυσικά δεν έχει εντελώς άδικο, όπως δεν είχε άδικο και ο Παπατζώνης. Όμως δεν παύει να είναι καλή ποίηση που την χρειαζόμαστε στον ίδιο βαθμό που έχωμε ανάγκη την ποίηση τού Καρυωτάκη ή τού Βρεττάκου. Και δεν έχουμε δα και τόσους καλούς ποιητές ώστε με ευκολία να πετάμε στίχους στο καλάθι των αχρήστων.

Ας το πούμε κάπως διαφορετικά. Η ποίηση τού Σεφέρη αποτελεί την βρετανική, την ψύχραιμη ματιά στην Ελληνική πραγματικότητα. Είναι η ποίηση ενός περιηγητή που αντικρύζει και σχολιάζει, που βιώνει και αποτυπώνει το βίωμα μετά από επεξεργασία διανοητική. Με εξαίρεση δύο-τρία ποιήματα ο Σεφέρης θυμίζει ταξιδιώτη στην ίδια του την πατρίδα, μοναχικό, μονίμως μελαγχολικό για όσα βλέπει, μα και άπρακτο, ποτέ δεν συμμετέχει στα δρώμενα, ποτέ δεν παθιάζεται με την αλλαγή τους.

Όμως κατά έναν περίεργο τρόπο, (ιδού το πολύπλευρο και πολυσχιδές τής ανθρώπινης συνείδησης), όση ανάγκη έχωμε την πύρινη ρομφαία τού Καρυωτάκη, άλλη τόσο χρειαζόμαστε το ήρεμο, μελαγχολικό βλέμμα τού Σεφέρη. Ο πρώτος δονεί τα μύχια τής συνείδησής μας και μάς οδηγεί στην επανάσταση, στον θυμό, στην αναρχία. Ο δεύτερος στρέφει την ρομφαία προς τα μέσα, δημιουργεί έξοχες εικόνες ακόμη και μέσα στα αποκαΐδια και ακόμη και όταν μιλά για τον θάνατο η γλώσσα του είναι καταπραϋντική και συμφιλιωμένη μαζί του. Σεφέρης και Καρυωτάκης στην ουσία τους διαπιστώνουν τα ίδια ακριβώς παρατηρώντας την γύρω πραγματικότητα. Ο Καρυωτάκης αρνείται να συμβιβαστεί μαζί της, είναι ξένο σώμα, ένα λάθος τής ιστορίας, η αποξένωσή του είναι τόση που κάποια στιγμή εγκαταλείπει οικειοθελώς τα μάταια. Ο Σεφέρης από την άλλη περιγράφει με άλλο τρόπο τα ίδια πράγματα, μα η θέση του, η καταγωγή του, η ανατροφή του δεν τον αφήνουν να προβεί σε ιερόσυλες ενέργειες. Θα παραμείνει μία ζωή σε απόσταση – τόσο από την φτωχή ελληνική πραγματικότητα όσο και από όσα «διδάσκει» με την ποίησή του.

Είναι καιρός να πάψει αυτή η ανόητη αντιπαράθεση των δύο γενεών στην λογοτεχνική μας ιστορία, που, ας είμαστε ειλικρινείς δομήθηκε κυρίως από τους φανατικούς Σεφερικούς και δήθεν θαυμαστές τής γενεάς τού 30, από τους βασιλικότερους τού βασιλέως. Όσο και εάν ο Σεφέρης νοιαζόταν υπερβολικά για την υστεροφημία του και τις αρνητικές κριτικές, όσο και εάν λαχταρούσε, (σε αντίθεση με τον Καρυωτάκη), τα Νόμπελ και τα βραβεία κάθε λογής, εκείνο που μετρά και απομένει είναι η ποίησή τους. Και τα κοινά στην ποίησή τους είναι πολύ περισσότερα από όσο μπορεί να φαντασθεί κανείς.

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι το σημερινό κείμενο δεν είναι παρά μία απλή κατάθεση σκέψεων γύρω από την ποιητική τού Σεφέρη. Για την ανάγνωση και την μελέτη τού ποιητή υπάρχει φυσικά η γνωστή έκδοση τού Ίκαρου, (το τι εκδίδει σήμερα ο Ίκαρος είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία…). Τα επεξηγηματικά σχόλια και το ευρετήριο είναι επαρκή για έναν νέο αναγνώστη, αλλά τα σχόλια θα μπορούσαν να είναι πληρέστερα σε πολλά από τα ποιήματα. Βεβαίως ο φιλέρευνος λάτρης τής ποίησης μπορεί να εύρει εκατοντάδες δοκίμια για την Σεφερική ποίηση, αλλά θα πρέπει να έχει το κριτήριό του σε επαγρύπνηση, καθώς πολλά από αυτά μοναδικό σκοπό έχουν την υμνολογία και την αγιογραφία τού ποιητή, ενώ άλλα νοιάζονται μοναχά για την αποδόμηση τής προηγούμενης τού Σεφέρη γενεάς.

Το βιβλίο τού “΄Ικαρου” μπορείτε να το βρείτε στο Public, που μάλιστα τις μέρες αυτές το διαθέτει με σημαντική έκπτωση…

4.5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
363Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments