Σταύρωση, θάνατος κι ἀνάσταση στὴν ἑλληνική ποίηση

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
254Shares

PROTEST

 

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδοῦλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς πού κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γροικᾶς τά πού πικρά σοὺ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ πού γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

πού μάντευες τί πέρναγα κάτου απ’  τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα

καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς πού τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

(Γιάννης Ρίτσος, «Ἐπιτάφιος», Ποιήματα 1930-1960)

(Στοχασμοὶ ἐπὶ τῶν ἀναστασίμων μὲ τὴν βοήθεια τῆς ποίησης, κείμενο περίπου 12.000 λέξεων– Ὅπου γίνεται ἀναφορὰ σὲ «Ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, ἐννοεῖται ἡ τρίτομη ἀνθολογία «Ἡρακλῆ & Ρένου, Ἤρκου & Στάντη Ἀποστολίδη, Ἀνθολογία τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματείας, Ἡ ποίηση λόγια καὶ δημοτικὴ ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ὡς τὶς μέρες μας», ἡ καταγραφὴ πληροφοριῶν γιὰ χρόνο, τόπο καὶ ἔκδοση ἀντλοῦνται ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἴδια ἀνθολογία – Ἀνθολογοῦνται οἱ ποιητὲς μὲ τὴν σειρὰ ποὺ ἐμφανίζονται στὸ κείμενο: Στράτος Κοντόπουλος, Τάσος Ζερβός, Γιάννης Ὑφαντῆς, Σταῦρος Βαβούρης, Γιάννης Βαρβέρης, Κώστας Βάρναλης, Κωνσταντῖνος Καβάφης, Μαρία Κέντρου Ἀγαθοπούλου, Κωστῆς Παλαμᾶς, Μελισσάνθη, Τάκης Παπατζώνης, Διονύσιος Σολωμός, Πρόδρομος Μάρκογλου, Χαράλαμπος Βάιος, Γ.Βερίτης, Κώστας Μόντης, Γιῶργος Θέμελης, Ρένος Ἀποστολίδης, Δημοτικὴ ποίηση, Γιάννης Ρίτσος, Χρίστος Τρύφωνας, Ἰάσων Δεπούντης, Γιάννης Σκαρίμπας, Βύρων Λεοντάρης, Θεόφιλος Φραγκόπουλος)

Εἴχαμε ἕναν  περίεργο θεολόγο στὸ γυμνάσιο, (πᾶνε βέβαια δεκαετίες), περίεργο στὸν λόγο, περίεργο στὴν σκέψη, περίεργο γενικὰ σὲ σχέση μὲ κεῖνα πού ἡ ἐποχὴ περίμενε ἀπὸ ἕναν θεολόγο – τότε παπάδες καὶ θεολόγοι ἦσαν περίπου τὸ ἴδιο, ἡ διαφορὰ τους τὶς περισσότερες φορὲς ἄρχιζε καὶ τέλειωνε στὸ ράσο. Κοντὸς καὶ λιπόσαρκος, πάντα μὲ κοστοῦμι καὶ ἀσημένια ἁλυσίδα στὸ γιλέκο νὰ κρατᾷ τὸ προγονικὸ ρολόι, ἔκατσε κι ἔκανε, (ὅπως μάθαμε μετὰ), ἀπὸ τὰ φοιτητικά του χρόνια ἀκόμη, μία θηριώδη δουλειὰ ἐπάνω στὰ χριστιανικὰ κείμενα. Μέσα ἀπὸ μελέτη ἱστορίας, προφορικῶν παραδόσεων, χειρογράφων καὶ ξένης βιβλιογραφίας, (ποῦ βιβλιοθῆκες καὶ πηγὲς τότε στὴν Ἑλλάδα..), ξανάγραψε τὴν πορεία ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ ὡς τὸν Γολγοθὰ, ἀφαιρώντας ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν γραφών ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θεώρησε μεταγενέστερα ἢ ἄσχετα ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν λόγων τοῦ Ναζωραίου. Πέταξε ἔξω κάτι ὁλοφάνερες προσθῆκες γιὰ ἁμαρτίες, πυρὲς τῆς κολάσεως καὶ προσκυνήματα καὶ ζωντάνεψε τὶς ἀράδες τῶν εὐαγγελίων, κρατώντας μόνο ἐκεῖνα πού μιλοῦσαν γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ἐσωτερικότητα, τὴν στάση τῆς συνείδησης μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον σκληρὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἔφερνε λοιπὸν κάθε μέρα λίγα ἀπὸ αὐτὰ τὰ κιτάπια στὴν τάξη, χειρόγραφα ὅλα καὶ σχολιασμένα στὴν κάθε τους λέξη καὶ ξεκινοῦσε τὴν παράδοση ἐπάνω σ’ αὐτὰ ποὺ θεωροῦσε οὐσιώδη καὶ σημαντικά. Σὲ κάποια τέτοια ὥρα, μπῆκε μέσα ὁ σχολικὸς ἐπιθεωρητής. Ἀπτόητος  ἐκεῖνος, ἔβγαλε τὰ χαρτιά του καὶ ξεκίνησε τὴν ἀφήγηση, (τὴν δική του ἀφήγηση) γιὰ τὸν διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν σαμαρείτισσα. Ἴσως καὶ ἀπὸ κάποιο ἄγχος ἢ ματαιοδοξία πού γέννησε ἡ παρουσία τοῦ ἐπιθεωρητῆ, ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ θεολόγος ὑπερέβη ἐαυτόν. Ἀγνώριστο τό ἀρχικὸ κείμενο ἀπὸ σημειώσεις, παραπομπές, φιλοσοφικὲς ἀπόψεις, σωκρατικοὺς διαλόγους – ἀγόρευση κανονικὴ γιὰ τὴν μάχη τῆς ὕλης μὲ τὸ πνεῦμα, γιὰ τὴν πνευματικότητα τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ἑρμηνεία τῶν παραβολῶν του, τὴν τελική του μάχη μὲ τὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς σκέψης, τοῦ στοχασμοῦ, τῆς συνείδησης.. καὶ ἔκλεισε ἐκεῖνον τὸν τελευταῖο του μονόλογο κάπως ἔτσι: «..διότι λέξις νάστασις προερχόμενη κ το ρήματος νίστημι, δν φορ μόνο τν γερσιν, λλ μπεριέχει κα τν ννοιαν τῆς ρθς στάσεως, δηλαδ τς ρθς συνειδήσεως, μ λλους λόγους τν παναφορν το νθρώπου ες δν συμβίβαστον διακονοσα τ πνεμα.. ρθς κα Χριστς π το Σταυρο, δι το αματος καταδεικνύει πς μόνη τοῦ θανάτου πέρβασις δι το πνεύματος συντελεται.. κα διττ πόστασις το θεανθρώπου τοτο συμβολίζει, τν διαχρονίαν μάχης πνεύματος κα λης, τ θνητν κα πεπερασμένον το ετελος ναντι τοῦ πείρου κα χρόνου τῆς σκέψεως..»

Ἐμεῖς βεβαίως τίποτε δὲν καταλάβαμε τότε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σχεδὸν παραλήρημα, τὰ ὀρθάνοιχτα μάτια ὅμως τοῦ σχολικοῦ ἐπιθεωρητῆ, ὅπως καὶ τὸ χρῶμα του ποὺ σταδιακὰ πήγαινε πρὸς τὸ κόκκινο, (καὶ δὴ τὸ βαθύ, ἐκεῖνο τὸ μελανόχρουν τοῦ ἐγκεφαλικοῦ..), ἔδειχναν πὼς ἐκεῖνος εχε καταλάβει πολὺ καλά. Σὲ μία ἑβδομάδα μείναμε χωρὶς θεολόγο καὶ λίγο μετὰ ἐπανήλθαμε στὴν κλασικὴ διδασκαλία τοῦ κατηχητικοῦ καὶ τῶν γραφῶν..

Ἐτούτη τὴν πνευματικότητα τῶν γραφῶν ἀναζητᾷ καὶ ἡ ποίηση, ὅποτε ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀνάσταση, τὴν σταύρωση, τὸν ἐπιτάφιο. Πετὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ ἀνούσια καὶ σκαλίζει γιὰ νὰ εὕρει τὸ σημαντικό, τὴν οὐσία, τὸ βάθος. Βεβαίως, σὲ ἕναν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θὰ περίμενε κανεὶς περισσότερη ποίηση βασισμένη στοὺς ἀναστάσιμους συμβολισμοὺς καὶ ἀναφέρομαι βεβαίως στὸν στίχο πού ἔχει κάτι νὰ καταθέσει καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ ποιήματα πού περιλαμβάνουν στὸν τίτλο τους τὶς λέξεις «πάσχα» καὶ «ἀνάσταση». Φυσικά, ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία ἢ καλύτερα ἀπὸ τὸ εὖρος τῆς πρόθεσης. Ἐὰν  ἀναζητήσουμε στὴν ἑλληνικὴ ποίηση μία ἁπλή, στεγνὴ μεταφορὰ ἐκκλησιαστικῶν ἐννοιῶν, ἤ ἁπλῶς ἕνα ὑμνολόγιο μέσα ἀπὸ ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ κοινοτοπίες, τότε, ναί, δὲν θὰ εὕρουμε τίποτα τὸ σημαντικό, τίποτε πού νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ ἄνευρη ἑρμηνεία τῶν εὐαγγελίων, τὰ ἀποχυμωμένα κηρύγματα πού ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν ἱστορία, (ἢ μήπως μῦθο; δὲν ἔχει καμία σημασία πραγματικά..), τὴν δύναμη, τὴν ἐλπίδα, τὴν βαθιὰ πνευματικότητα. Ἃς συνεννοηθοῦμε λοιπὸν σὲ κάποια θεμελιώδη, προκειμένου ἔτσι νὰ γενοῦν καὶ κατανοητά τά κριτήρια τῆς ἀνθολόγησης στὸ σημερινὸ κείμενο.

Ἃς λησμονήσωμε γιὰ λίγο τούς ἐκκλησιαστικοὺς συμβολισμοὺς – μεταγενέστερους ἄλλωστε τῶν πρώτων λόγων τοῦ Ναζωραίου. Ἡ ἀνάσταση, (κάθε ἀνάσταση..), εἶναι φυσικά το ἐπακόλουθο ἑνὸς θανάτου, ἑνὸς πένθους, μιᾶς πνευματικῆς ὁμίχλης. Ὅταν ἡ καλὴ ποίηση καταπιάνεται μὲ παραβολὲς καὶ τὴν «ραιότερη στορία το κόσμου», ἄλλο τίποτε δὲν κάμει ἀπὸ τὸ νὰ περιγράφει τὴν πορεία μιᾶς συνείδησης, τὸ ὀρθό της ἀνάστημα ἀπέναντι στὸν θάνατο, τὴν φθορά, τὴν εὐτέλεια. Τὴν ἀντίσταση, (ἐπὶ σταυρῶν ποικιλωνύμων..) ἐνάντια σὲ ὁτιδήποτε ἀντὶ-πνευματικό, ἐπουσιῶδες, πλαστὸ καὶ κίβδηλο. Γιὰ τὴν ποίηση μικρὴ σημασία ἔχει ἡ προέλευση τῶν συμβόλων – ἁπλὲς ἀφορμὲς εἶναι γιὰ νὰ καταδειχθεῖ σὲ βάθος ἡ ἀγωνία καὶ ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ἡ μάχη καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ὑπέρβασή του. Μία σειρὰ ἄξιων ποιητῶν, (Ρίτσος, Βρεττάκος, Ἀναγνωστάκης, Θεοδώρου καὶ ἄλλοι πολλοί..), ἁρπάζουν τὰ σύμβολα μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία, οἱ παραβολὲς καὶ οἱ ἀναφορὲς τους ἔχουν τὶς περισσότερες φορὲς ἰδεολογικὲς ἀφετηρίες, κάποτε καὶ στενὰ πολιτικές. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, σειρὰ ἄξιων ἐπίσης ποιητῶν, (Παπατζώνης, Ἐλύτης, Σεφέρης, Σικελιανὸς καὶ ἄλλοι), πιάνουν τὰ εὐαγγέλια καὶ τὰ βαθαίνουν σὲ σκέψη, προβληματισμό, ἐρωτήματα. Ὁ Καρυωτάκης χρησιμοποιεῖ τὸ ἄπειρο, τὸ μηδέν, τὴν ἀπόλυτη ἀγνωσία. Ὁ Καβάφης τὴν ἱστορία. Μέσα ἀπὸ διαφορετικοὺς δρόμους, ὅλοι ἐτοῦτοι διηγοῦνται τὴν ἴδια πορεία, τὴν ἀνηφόρα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ πιὸ ἄξιο, τὸ πιὸ βαθύ, τὸ πιὸ εὐαίσθητο, τὸ πιὸ δημιουργικό.

Μέσα ἀπὸ παρόμοιες ἑρμηνεῖες, τὰ ποιήματα ποὺ σχετίζονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα μὲ τὸ ἀναστάσιμον εἶναι πολλὰ καὶ σημαντικά. Ὁπωσδήποτε δὲν θὰ συναντήσετε σήμερα, (γιὰ λόγους οἰκονομίας κειμένου ἢ ἐπειδὴ πολλάκις τὰ ἔχω δημοσιεύσει), τὸν «Ἐπιτάφιο» στὸ σύνολό του, τὸν Σικελιανὸ καὶ Καρυωτάκη ἢ τὸ Ἄξιόν ἐστί ἢ ἀκόμη καὶ τὸν Φανὸ τοῦ κοιμητηρίου Ἀθηνῶν τοῦ Παπαρρηγόπουλου – δὲν εἶναι μόνο τό μέγεθός τους, εἶναι κυρίως ὅτι πάντοτε προτιμῶ νὰ ἀνθολογῶ ποιήματα λιγότερο γνωστά, κάποτε μάλιστα καὶ ἐντελῶς ἄγνωστων ἡ ἀνέκδοτων ποιητῶν, τὸ ἀρχεῖο μου εἶναι γεμάτο ἀπὸ δαύτους τοὺς ἀνώνυμους φτωχοδιάβολους. Φτωχοδιάβολοι βέβαια κοινωνικά, (οἱ περισσότεροι πένητες καὶ μόνοι, σὲ δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ..), ἀλλὰ ἡ ποίησή τους.., ἅ! ἡ ποίησή τους μὲ τί δύναμη φεύγει ἀπὸ τὰ τετριμμένα, τὰ κοινότοπα, τὶς ποιητικὲς εὐκολίες! Ποτὲ δὲν θὰ πάψω νὰ ἐκπλήσσομαι μὲ τὴν ἀσημαντότητα ποὺ ἐπικαλύπτει, (ἐπιτρέπουμε νὰ ἐπικαλύπτει..), τέτοιες ποιότητες..

Τώρα πού τὸ σκέφτομαι, εἶναι καλὸ νὰ ξεκινήσουμε μὲ ἕναν τέτοιο ποιητὴ καὶ τρία ποιήματά του (τὰ δύο ἀνέκδοτα). Ὁ Στράτος ὁ Κοντόπουλος, στὸν ἀντίποδα τοῦ Μιχάλη τοῦ Ραδηνοῦ, (ἀστικῶν καταβολῶν καὶ ἀντιλήψεων ὁ ἕνας, ἀναρχικὸς ὁ ἄλλος..), γράφει σπάνια, μὰ οἱ συλλογές του ἢ καὶ τὰ σκόρπια ποιήματά του εἶναι πολλὲς φορὲς ἐξαιρετικά. Θὰ ξεκινήσουμε μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀγαπημένα καὶ σημαντικά, (προσωπικά το πιστεύω ἕνα οἰονεί μανιφέστο τῶν συνειδήσεων), ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ καίρια ποιήματα γιὰ τὴν συνείδηση ποὺ ἔχω διαβάσει ποτέ. Δὲν σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀνάσταση, ὅμως ἔχει θρησκευτικὲς ἀφορμές. Λέγεται «Μὲ τὰ δέντρα θὰ μετρηθεῖς». Δεῖτε το ὅσο μπορεῖτε πιὸ προσεκτικὰ καὶ τὸ συζητοῦμε μετά..

 

Μ τ δέντρα θ μετρηθες

Ὅταν ἐκείνη ἡ φοβερὴ φωνὴ

πού κηρύσσει τὸ τέλος, ἀκουστεῖ νά λέει

Μετρηθετε!,-

ξεύρω καλὰ τί πρόκειται νὰ κάμεις..

Θὰ βγάλεις τὰ τεφτέρια σου, τὰ βιβλιάρια τραπέζης,

τοὺς μισθοὺς τόσων χρόνων, τὰ σπίτια πού ἔκτισες,

πίνακες ἀκριβούς πού δημοπράτησες,

κληρονομιὲς πού δέχτηκες

ἐταιρίες πού μοσχοπούλησες

Μὰ ἡ φωνὴ θὰ ἐπιμείνει

Μετρηθετε!

Δὲν μπορεῖ, κάτι ξέχασες..

α!, ναί, εἶχες καὶ κάτι κοσμήματα κρυμμένα

(γι ρα νάγκης)

λίγα ὁμόλογα ξεχασμένα σὲ θυρίδες,

νὰ κι ἐκεῖνο τὸ κτηματάκι  στὸ χωριό..

«Ατ εναι λ α», θὰ πεῖς

« τι χω γι ν μετρηθ, δ το καταθέτω..»

Καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη περιουσία,

πῶς νὰ θυμηθεῖς ἐκείνη τὴν ἀσήμαντη τὴν ρίζα

πού κάποτε σού χάρισαν

καὶ τὴν παράτησες στὸν κῆπο ἀπότιστη

νὰ παλεύει μ’ ἀνέμους, θύελλες καὶ κεραυνούς,

πού ὅταν ἔγινε σακατεμένο ἀπὸ τὴν δίψα δέντρο,

(καὶ κάθε βράδυ σφύριζε νὰ τὸ προσέξεις),

ἀδιάφορος προσπέρασες καὶ πάλι.

Ἐντούτοις,

ὑπάρχει μία πιθανότητα

(μία ἐλαχίστη πιθανότητα)

ἡ φοβερὴ φωνή, ἡ στεντόρειος,

ἡ ἐσχάτη τῶν ὤτων σου,

σημασία νὰ μὴ δώσει

στὰ μαλάματα πού ἔχεις ἀραδιάσει

Νὰ πεισμώσει,

νὰ ἐπιμείνει..

Μετρηθετε! Μ τ δ έ ν τ ρ α μετρηθετε!

Καὶ τότε, ποῦ καιρὸς γιὰ μετάνοιες,

τότε, ποῦ καιρὸς νὰ ἐπιστρέψεις

καὶ τὸ δέντρο τῆς αὐλῆς σου νὰ ποτίσεις…

(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)

Μὰ γιὰ δεῖτε τὸν κύκλο μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, τὴν περπατησιὰ σὲ ἕναν μονόδρομο, τὴν ἔξοχη ἀντιπαράθεση τῆς ὕλης μὲ τὸ πνεῦμα, τὸ πόσο ἀνάλαφρα ξεκινᾷ ἐτούτη ἡ παραβολὴ ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς δευτέρας παρουσίας καὶ πῶς κοφτὰ καταλήγει στὴν ζωὴ πού πήραμε λάθος, στὴν ἔρημο ποὺ περπατήσαμε τὴν ὥρα ποὺ τὸ σκιερὸ δέντρο, δηλαδὴ ἡ συνείδησή μας, παρακλητικὰ ἱκέτευε γιὰ τὴν τροφή της. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὅταν διαβάσει ἐτοῦτο τὸ ποίημα δὲν θὰ νιώσει τὸν πειρασμό, (ἔστω καὶ γιὰ μία ἐλάχιστη στιγμή..), νὰ ἀλλάξει τὴν στάση του, νὰ ὑψώσει τὸ ἀνάστημά του, νὰ ἀποπειραθεῖ μιὰ τρέλα, τὴν περπατησιὰ σὲ ἕναν δρόμο πιὸ οὐσιώδη, πιὸ βαθύ, λιγότερο ἀσήμαντο καὶ πρόσκαιρο; Καὶ σὲ ποιὸ σχολειὸ ἕνα τέτοιο ποίημα, (ἐὰν ἀπαγγελθεῖ, ἐὰν μεταδοθεῖ καὶ ἐὰν ἀναλυθεῖ κατὰ πῶς πρέπει), δὲν θὰ βάλει τὴν βάση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη συνειδήσεων ὀρθῶν, ἀκέραιων καὶ ἀσυμβίβαστων; Μὰ ἀκόμη καὶ ἐὰν μείνετε μόνο στὸ Καβαφικῆς ἐμπνεύσεως τελευταῖο τρίστιχο, (προσωπικά το θεωρῶ ποίημα αὐτόνομο, ξεχωριστό), σκεφθεῖτε πόσο δυνατὰ καὶ σπαρακτικὰ ἀποτυπώνει τὴν ἐπίγνωση μιᾶς χαμένης ζωῆς, μιᾶς διαδρομῆς ποὺ σπαταλήθηκε στὰ λογιστικά, ἑνὸς τέλους πού εἶναι τέρμα ἀμετάκλητο καὶ ποὺ ποτὲ δὲν προσφέρει δεύτερη εὐκαιρία.

(παρενθετικά: Τυχαίνει νὰ γνωρίζω πὼς ὁ Κοντόπουλος παιδεύτηκε γιὰ μέρες ἐπάνω στὴν κατάληξη τοῦ τελευταίου στίχου: «καὶ τὸ δέντρο τῆς αὐλῆς σου νὰ ποτίσεις» ἢ «καὶ τὸ δέντρο τῆς αὐλῆς σου ν’ ἀγαπήσεις»; Κατέληξε στὸ πρῶτο, πιστεύοντας πὼς πλατειάζει λιγότερο, πὼς ἐξυπηρετεῖ καλύτερα τὸν νοηματικὸ σκοπό. Αὐτὸ γιὰ κείνους ποὺ γράφουν εἴκοσι ποιήματα τὴν μέρα καὶ ταυτίζουν τὴν ποίηση μὲ τὰ στιχάκια ἡμερολογίου..).

Ἡ διαστρέβλωση τοῦ μηνύματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ κυρίως ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πνευματικότητα τοῦ ἀρχικοῦ μηνύματός του, ἔχουν κατὰ καιροὺς καταγγελθεῖ στὴν λογοτεχνία μὲ διαφορετικοὺς τρόπους καὶ τονισμούς. Στὸ ποίημα «Γέστας καὶ Δημᾶς» ὅμως, ὁ Κοντόπουλος πηγαίνει λίγο παραπέρα ἀπὸ μία μομφή, μία ἁπλὴ διαπίστωση, μία τετριμμένη περιγραφὴ τῆς ἀπληστίας, τοῦ Μαμωνᾶ, τῆς ὑποκρισίας. Παρόλο ποὺ τὸ ποίημα εἶναι χαριτωμένο, χαμηλότονο, σχεδὸν ἕνα παιχνίδισμα ἀνάμεσα στὸν μῦθο καὶ στὴν ἱστορία, κάτω ἀπὸ τὸν στίχο προβάλλει ἕνας εὐρύτερος προβληματισμὸς γιὰ τὴν δύναμη τῶν ἰδεῶν, τὴν δυνατότητα μιᾶς οὐτοπίας νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο, τὸν ἐκπεσμὸ τοῦ ὀνείρου. Σὲ τούτη τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Κοντόπουλου, ὁ διάλογος ἐπάνω στὸν σταυρὸ δὲν εἶναι προσωπικός, δὲν ἀφορᾷ τὴν δικαίωση ἑνὸς ἀγῶνα, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν διάψευσή του ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐδῶ δὲν θριαμβεύει κατὰ τὰ εἰωθότα τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ἡ ὕλη, τὸ πρόσκαιρο, τὸ ἀδηφάγο ἑνὸς συμφέροντος προσωπικοῦ καὶ παντοδύναμου. Εἶναι λοιπὸν κάθε ἰδέα καταδικασμένη σὲ ἀκύρωση μόλις ξεπέσει στὴν μᾶζα, στοὺς ὀπαδούς, στοὺς ἀκόλουθους; Μήπως κάθε ἀγῶνας προϋποθέτει παιδεία, ὥριμες συνειδήσεις, ἕναν κάποιο πνευματικὸ ἐλιτισμό; Μήπως ὁ Κοραὴς λοιπὸν εἶχε ἕνα δίκαιο ὅταν συσχέτιζε τὴν ποιότητα τοῦ μελλοντικοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μὲ τὴν ποιότητα καὶ τὴν παιδεία τῶν ἀγωνιστῶν του; Ἐλάχιστοι μοναχὰ προβληματισμοὶ μὲ ἀφορμὴ τοὺς παρακάτω στίχους..

Πολὺ λίγα πραγματολογικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ ποίημα, καθὼς διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει κατανοητό.

Σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ παράδοση λοιπόν, τὰ ὀνόματα τῶν δύο ληστῶν ποὺ σταυρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ ἤσαν Γέστας, (σὲ ἄλλη ἐκδοχὴ Γίστας) καὶ Δημᾶς, (σὲ ἄλλη ἐκδοχὴ Δυσμᾶς), ὁ πρῶτος ἦταν ὁ ἄγριος, ὁ αἱμοβόρος, ἐνῷ ὁ δεύτερος, ποὺ μάλιστα διατηροῦσε καὶ πανδοχεῖο, ἐθεωρεῖτο ἕνας ἄλλος Ρομπὲν τῶν δασῶν, καθὼς λήστευε τοὺς πλούσιους καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἡ εἰρωνεία εἶναι, (καὶ φυσικὰ ὁ Κοντόπουλος τὸ γνωρίζει..), ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ δικοί τους σταυροὶ ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τὴν μετέπειτα ὀργανωμένη ἐκκλησία. Γιὰ νὰ δοῦμε λοιπὸν τὸ ποίημα..

Γέστας κα Δημς

Ὁ Γέστας, τὴν ὥρα ποὺ ποτίζει μὲ αἷμα τὸ δοκάρι,

κοιτάζει τὰ νόθα πού ‘σπειρε καὶ δυνατὰ γελᾷ

(τ κλεμμένα  φτάνουν κα περισσεύουν γι ν ζήσουν)

κι ὁ Δημᾶς, μὲ  σπασμένα τὰ χέρια, ἀγαθὰ χαμογελᾷ,

οἱ στρατιῶτες δὲν τὸν ἔπιασαν στὸν ὕπνο

(τ χάνι του τ σωσε κα γυνακα του πόρνη δν θ γίνει)

Κι ἔτσι ὅπως χορτάτοι καὶ σίγουροι πλησιάζουνε στὸν θάνατο,

τὸ βλέμμα στρέφουνε στὸν τρίτο πού ψυχορραγεῖ

καὶ Τὸν οἰκτίρουν,  Τὸν κλαῖνε, Τὸν παρηγοροῦν·

γιατί ἐτοῦτοι εἶναι λῃστές,

πλάσματα τῆς νύχτας καὶ τοῦ δρόμου

καὶ καλὰ γνωρίζουν πὼς ὁ σταυρός Του

σύντομα θὰ ξεπέσει στὰ ζάρια, σὲ ναοὺς τοῦ ἐμπορίου,

σὲ πνευματικὰ δικαιώματα εὐαγγελίων

Πικρὰ στενάζουν, ὁ Γέστας κι ὁ Δημᾶς

καὶ γρήγορα κάμουν τὶς ἀθροίσεις,

δὲν εἶναι ἀφελεῖς αὐτοί·

Ξεύρουν καλὰ αὐτοὶ ἀπὸ λῃστεῖες,

ξεύρουν καλὰ πῶς τὰ τριάκοντα

ἦσαν μόνο το καπάρο

(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)

Ὑπάρχουν κάποια ποιήματα ποὺ τὰ ὀνομάζω «παραπειστικά», κάτι σὰν μικρὰ ἀγγελικὰ πρόσωπα παιδιῶν πού πίσω τους κρύβουν ἕνα μεγάλο μαχαῖρι. Ποιήματα μὲ ἄλλα λόγια, ποὺ μέσα ἀπὸ μία ἀνάλαφρη παραβολή, μιὰ ἀσήμαντη ἱστορία, ὑποκρίνονται πὼς ἁπλῶς ἀφηγοῦνται ἕνα γλαφυρὸ ἐπεισόδιο, μὰ στὴν πραγματικότητα οἱ λέξεις κοχλάζουν καὶ ὁ προβληματισμὸς πού γεννοῦν εἶναι θηριώδης καὶ σκοπεύει τὸ πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ ἀνήσυχο ἐπίπεδο τῆς συνείδησης. Ὁ «Γέστας καὶ ὁ Δημᾶς» εἶναι στὴν οὐσία ἕνα ποίημα ἀπέλπιδο καὶ σπαρακτικό, καθὼς ἐκεῖνο ποὺ ὑπονοεῖ εἶναι πὼς ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ συναρπαστικὴ (στὴν οὐσία της βέβαια..) ἰδέα, δὲν ἔχει καμία τύχη ὅταν συναντηθεῖ μὲ τὴν ἰδιοτέλεια τῶν ζηλωτῶν της, ἀκόμη καὶ ὅταν τούτη ἡ ἰδέα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ «θεϊκό», τὸ μεταφυσικό, τὴν πιὸ τυφλὴ ἀνθρώπινη πίστη. Ἐπάνω στὸν σταυρὸ οἱ ρόλοι ἀντιστρέφονται, οἱ δύο λῃστὲς ἀφήνουν πίσω τους χρῆμα, σπίτια καὶ περιουσία γερὴ, (θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἤδη σωσμένο, χρείαν δὲν ἔχουν παραδείσων..), ἐνῷ ὁ μεγάλος Ἰδεολόγος πεθαίνει γιὰ κάτι πού ἔχει ἤδη ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἀπὸ τὴν σκοπούμενη ἐκμετάλλευση, ἀπὸ τὴν ὕλη. Ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ μποροῦν νὰ γεννήσουν δεκάδες διδακτικὲς ὧρες μέσα στὰ σχολειά, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν κοινωνία..

Θὰ κλείσουμε τὴν ἀναφορὰ στὸν Στράτο Κοντόπουλο μὲ ἕνα ποίημα ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογή, («Ἡ ἀπέναντι ὄχθη») μὲ τίτλο «Ἄνθη ἐπιταφίου»..

νθη πιταφίου

Στάθηκα λίγο παραπάνω δίπλα στὸν ἐπιτάφιο

καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἐπίτροπος κοίταξε πέρα,

ἅρπαξα ὅσα ἄνθη μποροῦσα καὶ τάκρυψα στὴν τσάντα

Μισερὰ δὲν ἤσαν· εἶχαν ὅλο το κοτσάνι τους,

τὰ φύλλα ἔδειχναν φρέσκα, ρόδα κατάλευκα καὶ δροσερὰ

Τὰ ἔβαλα σὲ βάζο, ἄνοιξα τὰ παράθυρα, ἡ μυρωδιά τους

συμπλέχθηκε μὲ κείνη τοῦ γιασεμιοῦ στὸν ἀπέναντι κῆπο

Ὅπως τὸ περίμενα – ὅπως τὸ περίμενα ἀκριβῶς-

μαράθηκαν, σὲ τρεῖς ὧρες σκόρπισαν στὸ πάτωμα νεκρὰ

Μέρος τρίτο λοιπὸν πειράματος, σημείωσις ἡμερολογίου:

«νθος γιασμένο φαπτόμενον μετ σαρκίου θνητο

θανάτω θάνατον ερίσκει, θανάτω θάνατον ο πατσαι..»

Ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν νομίζουν τὰ ἄνθη ὅτι μποροῦν νὰ μᾶς γελάσουν,

μὲ τὴν μέθη τῆς εὐωδίας τους

τὸ εὔμορφον τῆς ὄψεως

τὴν δανεικὴ  ἐπὶ ματαίω ἁγιοσύνη τους

(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)

Πρόκειται γιὰ ἕνα κάπως πιὸ δύσκολο ποίημα, ἀλλὰ ἄς μείνουμε στὴν ἄμεση πρόσληψη, τὴν ἀντίθεση δηλαδὴ ἀνάμεσα στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴν θνητότητα, ἀνάμεσα στὴν πίστη τοῦ μεταφυσικοῦ καὶ τὴν διάψευση πού προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν βιωμένη πραγματικότητα. Ἡ ἐπαλήθευση καὶ ὁ στοχασμὸς ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν προαιώνια ἀντίθεση εἶναι μιὰ ἀγωνία ποὺ ἐμφανίζεται σὲ πολλὰ ποιήματα τοῦ Κοντόπουλου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ ἄλλων πολὺ καλῶν ποιητῶν ὅπως ὁ Παπατζώνης καὶ ὁ Σικελιανὸς (μέ χαρακτηριστικότερο στον πρώτο το ποίημα «Το νεῖκος τοῦ Ἅδου»και στον δεύτερο το ποίημα «Στ’ ὄσιου Λουκᾶ τό μοναστήρι»). Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελάσει τὸν θάνατο, δὲν ὑπάρχουν ἀμάραντα ἄνθη, δὲν ὑπάρχει τίποτε, ἔστω ἐν ὑποψίᾳ ἀθάνατο, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ δώσει ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση, γιὰ τὴν καταπολέμηση τοῦ ἐρέβους τοῦ Ἅδη. Δὲν σχολιάζω παραπάνω, καθὼς τὸ θέμα θὰ τὸ δοῦμε νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἐπανέρχεται σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ κείμενα ποῦ ἀκολουθοῦν..

Ἐγκαταλείπουμε τὸν Κοντόπουλο, ἀλλὰ τὸ ποίημά του «Γέστας καὶ Δημᾶς», φέρνει στὸν νοῦ μου ἕναν ἄλλο ὑποτιμημένο τῶν γραμμάτων, τὸν Τάσο Ζερβὸ καὶ τὸ ποίημά του «Ὁ λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ». Ὅπως γράφω σὲ κάθε εὐκαιρία, (τόσο ἐμμονικά, ποὺ βέβαια κάποτε καταντᾷ κουραστικό..), δὲν παύει ποτὲ νὰ ἐντυπωσιάζει ἡ διαφορετικὴ ποιητικὴ ματιὰ ἐπάνω στὸν ἴδιο μῦθο. Ὁ Ζερβὸς χρησιμοποιεῖ κι αὐτὸς τὴν σταύρωση, ἀλλὰ γιὰ δεῖτε μὲ πόσο διαφορετικὴ ὀπτικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Κοντόπουλου – ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ἄλλη ἀνατροπὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν ποιητὴ ποὺ μήτε ἄθεος μήτε ἀναρχικὸς στάθηκε στὴν ζωή του.. τὰ σχόλια μετά, γιατί ἔχει σημασία ἡ χωρὶς προκαταλήψεις πρόσληψη τῶν στίχων.. αὐτὸ ποὺ παραθέτω ἐδῶ εἶναι ἀπόσπασμα..

λστς το ριστερο σταυρο

[ ]

Καὶ μόνο ὁ λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ

ποὺ εἶχε τόση πεῖρα ἀπὸ θανάτους

πού εἶδε λόφους σταυρωμένων στὸν ὁρίζοντα

τὸν περιπαίζει ὡς τὸ τέλος δίχως ἔλεος

Χωρὶς νὰ καταδέχεται τὰ μνήσθητι τοῦ ἄλλου.

Μ’ αὐτὸς πού στὰ βαθιά Του μάτια

ἡσύχαζε τῶν ἡμερῶν ἡ τάξη

πού ἤδη μετ’ νόμων λογίσθη

καὶ τώρα πιὰ τὴ μοναξιὰ Του ταξιδεύει

μὲ ἄλλα πουλιὰ πού ‘χασαν τὸν ὁρίζοντα

ἦχος πού μάταια γιὰ ὅμοιον ἦχο ἀκροᾶται,

τὸ βέβαιο εἶναι πώς θὰ τὸν εἶχε συμπαθήσει

(καὶ ἴσως ἂν θὰ μπορέσει θὰ μεσολαβήσει)

κι ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα πού εἶπε

ἄσε τὸν ὄχλο νὰ πιστεύει

πώς στὸν ἐκ δεξιῶν ἀνήκει ἡ βασιλεία…

(Τάσος Ζερβός, «Τὰ ποιήματα» [ἅπαντα], Ροδακιό, 2004, συλλ. «Ἡ μεγάλη ἔρημος», 1961-1962)

Μὰ τί λέει ἐδῶ ὁ Ζερβός; Στοὺς πέντε πρώτους στίχους οἱ ὁμοιότητες μὲ τὸ ποίημα τοῦ Κοντόπουλου εἶναι ἐμφανεῖς, ὅμως ἄξαφνα τό ποίημα (παρ)ἐκτρέπεται σὲ λογισμοὺς ἀπρόσμενους. Ἡ φράση μετ’ νόμων λογίσθη προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα, ὅμως ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ὄχι στὴν κυριολεκτικὴ νοηματοδότησή της, (δηλ, λογαριάστηκε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους) ὁ Χριστὸς ὡς παράνομος ἀνάμεσα σέ παρανόμους καὶ σταυρώθηκε ὡς τέτοιος), ἀλλὰ ὡς σύμβολο συμπεριφορᾶς – ἐκεῖνος ποὺ ἀνακατεύθηκε, ποὺ συγχρωτίστηκε, ποὺ ἐν τέλει καταδέχθηκε τοὺς ἁμαρτωλούς. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀφετηρία λοιπόν, μὲ τοῦτο τὸ πνεῦμα ὁ Χριστὸς εἶναι βέβαιον πὼς θὰ εἶχε συμπαθήσει τὸν Γέστα!.. στ’ ἀλήθεια; Εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ εἶχε συμπαθήσει καὶ μάλιστα μεσολαβήσει, ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ἐμπαίζει, τὸν λοιδορεῖ, ἀρνεῖται ἀκόμη καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση, νὰ ἀποδεχθεῖ τελικὰ τὴν ἀνωτερότητα τῆς πνευματικότητας τοῦ Ἰησοῦ; Ναί, λέει ὁ Ζερβός, γιατί στὴν οὐσία ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι γιὰ τοὺς πιστούς, δὲν εἶναι γιὰ ἐκείνους ποὺ τὴν ὕστατη στιγμὴ ἐκλιπαροῦν γιὰ συγχώρεση, (κάπως ὑποκριτικά, κάπως ἐξ’ ἀνάγκης..), ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀπείθαρχους, τὰ πνεύματα τὰ ἀναρχικὰ καὶ δύστροπα καὶ ἐν τέλει ἀσυμβίβαστα, ἐκείνους πού δὲν πιστεύουν ἐὰν δὲν ἰδοῦν καὶ δὲν ἐρευνήσουν, ἐκείνους πού πλάθουν τὴν πραγματικότητα καὶ δὲν ἄγονται ἀπὸ αὐτήν..

Καὶ παρακάτω: «ἄσε τὸν ὄχλο νὰ πιστεύει, πώς στὸν ἐκ δεξιῶν ἀνήκει ἡ βασιλεία..». Μὴν κάνετε τὸ λάθος καὶ μεταφράσετε τὸν ἀριστερὸ ἢ δεξιὸ σταυρὸ μὲ βάση τὴν σημερινὴ πολιτικὴ γεωγραφία, πιθανότατα στὸ ποίημα οἱ ὄροι χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ σηματοδοτήσουν ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τὸν νόμο καὶ τὴν τάξη καὶ ὅσους ὑπακούουν σ’ αὐτὰ (δεξιὰ) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἀντάρτικο τῆς συνείδησης, τὸ δύσπιστο, τὸ ἀντίθετον τῆς μάζας καὶ τοῦ συρφετοῦ. Ἰδοὺ λοιπὸν ποὺ ὁ Ζερβὸς ἀπὸ ἄλλο μονοπάτι, στὴν πραγματικότητα συμφωνεῖ μὲ τὸν Κοντόπουλο: οἱ ἰδέες καὶ οἱ ἰδεολογίες γονιμοποιοῦνται καὶ ἀνθίζουν μόνο ἀπὸ συνειδήσεις κα πρόσωπα καὶ ὄχι ἀπὸ χλο κα τομα· δίχως κρίση, δίχως ἔρευνα, δίχως δυσπιστία γιὰ τὴν αὐθεντία καὶ τὸ «παραδοτέον», κάθε σύστημα εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του ἀντιδραστικὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὴν μετριότητα. Ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾷ ὀπαδούς, ζηλωτές, φανατισμένο ὄχλο.. δεῖτε ξανὰ τὸν ἐξαιρετικὸ στίχο: «ἦχος πού μάταια γιὰ ὅμοιον ἦχον ἀκροᾶται».. Ὁ πρωτοπόρος, ὁ πιονέρος, ἡ βαθύτατα πνευματικὴ σκέψη εἶναι πάντα μοναχική, ἀκριβῶς γιατί προ-πορεύεται σὲ δρόμους ἄγνωστους, γι’ αὐτὸ καὶ λοιδορεῖται, γι’ αὐτὸ καὶ σταυρώνεται καὶ ἡ ἀνάστασή της στὸ μέλλον δὲν εἶναι παρὰ μία ἐλπίδα, ἕνας εὐσεβὴς πόθος..

Καὶ καθὼς ὁ λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ φαίνεται ὅτι προτιμᾶται ἀπὸ τοὺς περισσότερους ποιητές, (σκέφτομαι ἐκεῖνον τὸν ἔρημο ἐκ δεξιῶν ποὺ κανεὶς δὲν ἀσχολεῖται μαζί του, τρανὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ κόστος τῆς ὑπακοῆς..), ἃς δοῦμε καὶ ἕνα τελευταῖο πολὺ μικρὸ ἀπὸ τὸν Γιάννη Ὑφαντή..

π’ ριστερ λστς

Ἀρνοῦμαι, κύριε!.. Δὲν πιστεύω!..

Κάνε νὰ πιστέψω, ἂν μπορῇς,

στεῖλε με στὸ διάολο – μὰ νὰ τὸν ἰδῶ!

(Λὲς καὶ δὲ μοῦ ΄φτανε ὁ σταυρὸς

ἄρχισε κι ὁ μεσαῖος «φιλολογία»!..)

(Ἀνθολογία Ἡρακλῆ, & Ρένου, Ἤρ, & Στάντη Ἀποστολίδη, Ποίηση, 3-12-1970)

Γράφω παραπάνω ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀξεδιάλυτα πλεγμένη μὲ τὸ σκότος τοῦ θανάτου, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια στὸ σημερινό μας κείμενο βρίσκουν τὴν θέση τους καὶ ποιήματα ποὺ πραγματεύονται τὴν ἀπώλεια καὶ τὸ πένθος – φυσικὰ ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ὅσο γίνεται αὐστηρή, καθὼς ὁ ἀριθμὸς τους εἶναι ἰδιαίτερα μεγάλος. Παρὰ ταῦτα στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς (ἀναμενόμενο) χαρακτηριστικό: Ἡ ἀναφορὰ στὸν φυσικὸ θάνατο εἶναι σπανιότερη, (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν δημοτικὴ ποίηση), οἱ ἔννοιες τοῦ παράδεισου καὶ τῆς κόλασης σχεδὸν ἀπουσιάζουν, ἐνῷ στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ὡς θάνατος λογίζεται μιὰ ἄχρωμη ζωή, ἕνας διαρκής συμβιβασμὸς καὶ ἀκόμη συχνότερα ἡ ἀπώλεια τῆς παιδικότητας, ἡ ἀδυναμία τῆς παρθενικῆς προσέγγισης τῶν πραγμάτων. Στὸ ὑπόλοιπο κείμενο λοιπὸν ποιήματα γιὰ θάνατο καὶ ἀνάσταση ἀνθολογοῦνται περιπλεγμένα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον χαρακτηριστικὰ ποιήματα γιὰ τοῦτο τὸν θάνατο δίχως θάνατο, εἶναι καὶ τὸ «Αὐτοψία» τοῦ Σταύρου Βαβούρη, ἐὰν δὲν τὸν ἔχετε ἀκούσει μὴν συγχίζεσθε, δὲν εἶστε ὁ μόνος. Ὁ Βαβούρης λοιπὸν γεννήθηκε τὸ 1925 στὸ μεταξουργεῖο ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ καὶ πέθανε τὸ 2008. Γιὰ 25 περίπου χρόνια ἐργάσθηκε στὴν μέση ἐκπαίδευση καὶ τυπικὰ κατατάσσεται στὴν πρώτη μεταπολεμικὴ γενεά..

ατοψία

Σ’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἡ σήψη…/Ἀκόμα βέβαια δὲν τὸ γείραν οἱ καιροί,/ ἀκόμα βέβαια ὁ θάνατος/δὲν τόχει ψηλαφήσει./Μά, βλέπετε, ἄρχισε ἀνεπαίσθητα/-καὶ τόσο καθαρά, ἂν προσέξετε-/ἡ σήψη…//Βλέπετε αὐτὸ τὸ δέρμα λόγου χάριν,/αὐτὰ τὰ χείλη δίχως φῶς·/βλέπετε αὐτὰ τὰ μάτια,/δίχως ἀγωνία καὶ δίχως πάθος·/.κι αὐτὴ τὴν παγερὴ μετάλλινη ἁψῖδα τῶν φρυδιῶν,/κάτω ἀπὸ τὸ λεῖο μέτωπο;../Τὰ νικημένα δόντια, τέλος, πίσω ἀπὸ τὰ χείλη,/δίχως ἔμφαση καὶ δίχως προσδοκία;..//Σ’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο,/πολὺ προτοῦ τελειώσει ἡ ἱστορία του,/μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ διακρίνει καθαρά:/ἤδη ἄρχισεν ἡ σήψη.

(Πηγή: Ἀνθολογία Ἡρακλῆ & Ρένου, Ἤρκου & Στάντη Ἀποστολίδη)

Ἔχω γράψει καὶ σὲ ἄλλο κείμενο γιὰ τὸ φαινόμενο πού ἔχω ὀνοματίσει ὡς «ἀναγνωστικὴ ἀπώθηση τοῦ μηνύματος» ἢ διαφορετικὰ «ἀναγνωστικὴ μετάθεση τοῦ μηνύματος», τὸ ἔχω παρατηρήσει ἑκατοντάδες φορὲς σὲ ἀναγνῶστες ποὺ ἐπικοινωνοῦν μαζί μου. Διαβάζει κάποιος ἕνα ποίημα σὰν τὴν «Αὐτοψία» καὶ συγκινεῖται βαθιά, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀκριβέστερα, συγκλονίζεται ἡ συνείδησή του, νιώθει ἄμεσα τὴν ἐπιρροὴ ἑνὸς «κατηγορῶ», μιᾶς ἐπισήμανσης, ἀκόμη καὶ μίας ἀλληγορίας· μὰ τότε συμβαίνει τὸ ἑξῆς ἐκπληκτικό, ἀλλὰ καὶ τόσο ἀνθρώπινο: ὁ ἀναγνώστης δὲν διανοεῖται λεπτὸ ὅτι τὸ ποίημα ἀφορᾷ τὸν ἴδιο – πάντοτε ἀφορᾷ τοὺς ἄλλους, πάντοτε ἡ κριτικὴ ἀπευθύνεται πρὸς τρίτους, κι ἃς ἔχει τὶς περισσότερες φορὲς γραφτεῖ τὸ ποίημα γιὰ τὸν ἴδιο, σχεδὸν ἀποκλειστικά. Εἶναι βεβαίως μία ἄμυνα, καθὼς ἡ συναίσθηση ἑνὸς «ποιήματος – καθρέπτη» θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἐνέργειες ἄμεσες καὶ συμπεριφορὲς παρεκκλίνουσες. Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ βασικὸς λόγος ποὺ ἡ ποίηση γράφεται κατὰ κόρον καὶ διαβάζεται ἐλάχιστα, ἡ ἄξια ποίηση ὁδηγεῖ πάντοτε σὲ δράση τῆς συνείδησης, σὲ προσπάθεια γιὰ δημιουργία, σὲ ἀγωνία ὑπαρξιακή. Δὲν τὸ ἀντέχουν οἱ περισσότεροι, δὲν θέλουν νὰ τὸ ἀντέξουν οἱ περισσότεροι. Εἶναι μία πόρτα πού ἐὰν τὴν ἀνοίξουν θὰ πρέπει νὰ περπατήσουν τὴν ζωή τους μὲ βηματισμὸ διάφορο ἀπὸ τὸν σημερινό..

Ἰδοὺ καὶ ὁ Γιάννης Βαρβέρης

σπερινός της γάπης

Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει./ Σταθμὸς Πελοποννήσου/κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι/ μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα./ Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ/ κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος/.

Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας;/ Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς./Ἦταν Μεγάλη βέβαια/ γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις/ θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν/ οἱ κοινοὶ θνητοί;/ Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα/ θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει./ Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα/ Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε/ σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι/ καθὼς νυχτώνει;

(«Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος, 2009)

«Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς» τοῦ Βάρναλη ἀπὸ τὸ ἔργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι» δὲν εἶναι βέβαια ἄγνωστοι στίχοι, περιλαμβάνονται μάλιστα ἂν δὲν κάνω λάθος καὶ στὰ κείμενα τῆς πρώτης λυκείου. Παρόλο ποὺ ὁ τρόπος πού διδάσκονται καὶ ἀναλύονται ἔχει ἀφυδατώσει κατὰ πολὺ τὴν ποιότητά τους, τὸ νιώθω ἀπαραίτητο νὰ τὸ συμπεριλάβω στὴν σημερινὴ ἀνθολόγηση, καθὼς παραμένει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἄρτια ἀποσπάσματα τῆς νεοελληνικῆς ποίησης καὶ ὁπωσδήποτε ἕνα κείμενο φωτιὰ γιὰ τὴν ποιότητα τῆς ἑλληνικῆς – καὶ ὄχι μόνο – κοινωνίας..

Ο πόνοι τς Παναγις

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;..

Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰν κορφὴν ἐρημική;..

Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ’ ἄδικο φωνάξης.

Ξέρω πὼς θάχης τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,

ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερὸ-

θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,

ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.

Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.

Ἐσὺ νοικοκερόπουλο – ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ σηκώνωμαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,

νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν’ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό,

νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομῆλι,

κ’ ὕστερ’ ἂπ’ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ

πού θὰ πηγαίνῃς στὸ σκολειὸ μὲ πλάκα καὶ κοντύλι…

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ’ ἀλήθεια- φῶς τῆς ἀστραπῆς-

χτυπήσει ὁ Κύρης τὰ’ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴν τὰ πεῖς!

Θεριὰ οἱ ἄνθρωποι – δὲν μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς…

Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθῆς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

(Ὀρθογραφία καὶ στίξη ἀπὸ τὴν ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη)

 

Καὶ ἕνα ἀκόμα τοῦ Βάρναλη, «Στὸ πέρασμά σου», ἀσχολίαστο..

Στὴ ζήση αὐτή, ποὺ τὴ μισοῦμε,

στὴ γῆς αὐτή, ποὺ μᾶς μισεῖ,

κι ὅσο νὰ πιοῦμε δὲ σὲ σβιοῦμε,

πόνε πικρὲ καὶ πόνε ἁψύ,

πού μᾶς κρατᾷς καὶ σὲ κρατοῦμε·

σ’ αὐτὴν τὴ μαύρη γῆς καὶ ζήση,

ποῦ περπατούσαμε τυφλά,

κι ἀνθὸς γιὰ μᾶς δὲν εἶχε ἀνθίσει

κι οὔτε εἶχε σὲ δεντρὸ ψηλὰ

κρυμμένο ἀηδόνι κελαηδήσει,

ᾖρθες Ἐσὺ μίαν ἅγιαν ὥρα,

ὅραμα θεῖο καὶ ξαφνικό,

καὶ γέμισε ἥλιο, ἀνθόν, ὀπώρα,

κελαηδισμὸν παθητικὸ

ὂλ’ ἡ καρδιά μας, ὂλ’ ἡ χώρα!..

Ἄχ! τόσο λίγο νὰ βαστάξη

τούτ’ ἡ γιορτὴ κ’ ἡ πασκαλιά!…

Ἔφυγες κι ἔχουμε ρημάξει

ξανά..- η γιορτὴ κ’ ἡ πασκαλιὰ

Γιατί ἔτσι λίγο νὰ βαστάξη;

(Νουμᾶς, 1923)

Ἐντάξει ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία, αὐτὴ ἔφυγε καὶ πάει ἀπὸ τὸ σχολειὸ καὶ πίσω δὲν γυρνάει, ὅμως στ’ ἀλήθεια, εἶναι ἀνάγκη ἀπὸ τὴν «ἐκπαιδευτικὴ ἐκδοχὴ» νὰ καταργοῦνται ἢ νὰ ἀλλάζουν τὰ σημεῖα στίξης, νὰ μένουν ἄτονα τά ἐγκλιτικὰ καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια; Εἶναι φυσικὸ γιὰ πολλὰ ποιήματα νὰ μὴν ἔχουμε τὴν χειρόγραφη, (δηλαδὴ τὴν αὐθεντικὴ) ἐκδοχὴ τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ εἶναι τόσο δύσκολο οἱ συγγραφεῖς τῶν σχολικῶν βιβλίων νὰ συμβουλεύονται τὶς παλιότερες ἀνθολογίες, πού κατὰ τεκμήριο ἀντέγραψαν πιστότερα ἕνα ποίημα, πολλὲς φορὲς μάλιστα μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἴδιου του δημιουργοῦ; Ἂν διαβάσετε δὲ τὶς ἐργασίες καὶ ἐρωτήσεις πού προτείνει τὸ σχολικὸ βιβλίο ἐπάνω στὸ ποίημα!.. ἐὰν ἤμουν ὁ Βάρναλης καὶ ζοῦσα ἀκόμα θὰ προτιμοῦσα νὰ σκίσω τὸ πρωτότυπο σὲ μικρὰ δυσανάγνωστα κομματάκια καὶ νὰ τὸ καταπιῶ, παρὰ νὰ βλέπω τὰ παιδιὰ νὰ ἀγγαρεύουν «σχολιάζοντας ἐπάνω στοὺς τρεῖς τελευταίους στίχους..».

Ἃς επανέλθουμε.

Ἕνα ἀπὸ τὰ λιγότερο διαβασμένα, (οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐλάχιστα μελετημένα), ποιήματα τοῦ Καβάφη εἶναι καὶ τὸ «Δέησις», δημοσιευμένο τὸ 1898 – ἴσως τὸ μοναδικὸ ποίημά του ποὺ ἀντλεῖ τὴν ἀφορμὴ του ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς συμβολισμοὺς (ὅσα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπά του ἀναφέρονται στὴν χριστιανικὴ πίστη, συσχετίζονται πάντοτε μὲ τὴν παλιὰ θρησκεία καὶ ὁπωσδήποτε μὲ σκοπὸ νὰ καταδείξουν τὸ περίκλειστον τοῦ χριστιανισμοῦ ἢ τὸν φανατισμό του..).

Δέησις

Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πήρ’ ἕναν ναύτη…

Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πηαίνει κι ἀνάφτει

στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερί,

γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καὶ νάν’ καλοὶ καιροὶ —

καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ’ ἀφτί…

Ἀλλὰ ἐνῷ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,

ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,

ξεύροντας πὼς δὲν θάλθη πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει…

(Κ.Π.Καβάφης, ἅπαντά τα δημοσιευμένα ποιήματα, Ρένος, Ἦρκος καὶ Στάντης Ἀποστολίδης, Νέα Ἑλληνικά, 2012)

Στ’ ἀλήθεια φαίνεται ἁπλό, (ἁπλοϊκό το χαρακτήρισε κάποτε ἕνας κριτικός, ἂν καὶ ἔχω τὴν βάσιμη ὑποψία πὼς ἀγνοοῦσε τὴν διάκριση ἁπλοῦ-ἁπλοϊκοῦ, ἃς εἶναι, δὲν ἔχει σημασία..) – κι ὅμως στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ πολὺ μικρὴ ἱστορία, (ὁλοκληρωμένη τραγικὴ ἀφήγηση κατὰ τὰ ἄλλα), ὑποκρύπτει βεβαιότητες καὶ προβληματισμοὺς ἐξαιρετικὰ σημαντικούς. Ἡ γνωστὴ σύγκρουση τῆς μεταφυσικῆς πίστης μὲ τὴν σκληρὴ ἀνθρώπινη πραγματικότητα, μὲ τὸ νεῖκος τοῦ θανάτου, βρίσκει σ’ αὐτὸ τὸ ὀκτάστιχο ποίημα μία ἀπὸ τὶς πιὸ λιτὲς ἐκφράσεις της. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ μάλιστα ὅτι ἐδῶ ὁ Καβάφης εἶναι λιγότερο Καβάφης ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, ὁ αἰσθητισμὸς του εἶναι μειωμένος στὸ ἐλάχιστο, ὑπάρχει μία λιτότητα στὸ θεατρικὸ σκηνικὸ ποὺ στήνεται – κάτι ἀντίθετο ἀπὸ ἄλλα ποιήματά του πλούσια σὲ σκηνικὰ καὶ περιγραφές. Ὅμως.. πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς; Ἐδῶ οἱ ἀναφορὲς καὶ τὰ σύμβολα εἶναι ἀπόλυτα – ἡ μάνα, ὁ θάνατος, ἡ Παναγία· δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ νὰ πάει ἡ σκέψη ἢ τὸ μάτι ἀλλοῦ, τὸ μήνυμα εἶναι σαφές: ὁ θάνατος εἶναι τὸ τέλος καὶ ἡ Παναγία ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ ἡ πραγματικότητα ἡ ἴδια ποὺ δὲν ἀλλάζει, δὲν ἀνακαλεῖται, δὲν ἀνατρέπεται. Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ λεπτὴ Καβαφικὴ εἰρωνεία ἀπὸ ἕναν Καβάφη κατὰ βάθος ἄπιστο πρὸς τὰ μεταφυσικά, (ἀνάφτει ἕνα ὑψηλὸ κερί..), ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ὕστατη τρυφερότητα ἀπὸ τοὺς θεοὺς ποὺ συμπάσχουν, ποὺ εἶναι σοβαρὴ (ἡ εικών) καὶ λυπημένη. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἁπλὴ φράση ὁ Καβάφης καταδείχνει τὴν μεγάλη ἀντίφαση: ἀκόμη καὶ οἱ θεοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀλλάξουν τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ποὺ ὑποτίθεται ὅτι διαφεντεύουν.

Πρόκειται γιὰ ποίημα ἀπέλπιδο, θὰ ἔλεγε κανεὶς κυνικό, οὔτε κουβέντα γιὰ ἀνάσταση, γιὰ διάψευση τοῦ θανάτου. Μόνο μιὰ πικρὴ γεύση στὸ τέλος τῆς ἀνάγνωσης καὶ μιὰ δραματικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀναγνώστη: νὰ «συνταχθεῖ» μὲ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς μάνας ἢ μὲ τὴν εἰκόνα πού ξεύρει τὴν ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ μονίμως σχεδιάζεται θλιμμένη καὶ σοβαρή; ‘Όσοι ἔχουν βιώσει θάνατο κοντινοῦ προσώπου μποροῦν νὰ καταλάβουν καλὰ αὐτὲς τὶς ἀντιφάσεις, μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ δρᾶμα ἐκείνου ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ θαύματα καὶ ἐπικλήσεις, μὰ τὴν ἴδια ὥρα ἀδυνατεῖ νὰ ἀνθέξει τὴν ἀπώλεια, τὸν πόνο τῆς ἀπουσίας..

(Παρένθεση: στὸν γνωστὸ ἰστότοπο www.kavafis.gr ὑπάρχει φυσικά το ποίημα «Δέησις» (μονοτονισμένο, φαίνεται πώς εἶναι κόπος τὸ χέρι νὰ πολυτονίσει κατὰ τὴν ὀρθογραφία τοῦ ποιητῆ..) καὶ ὑπάρχει ἐπίσης μία ἀπαγγελία τοῦ Μίμη Σουλιώτη. Τὸ ἔχω ξαναπεῖ καὶ θὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω σὲ κάθε εὐκαιρία, ἰδιαίτερα ὅταν κάποιοι θέλουν νὰ ἐνισχύσουν ποιήματα μὲ τέτοιες ἀπαγγελίες: Μήτε νὰ διανοηθεῖτε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀπαγγελία αὐτὴ τὴν φρικτή· δὲν φτάνει τὸ φρικῶδες ἄχρωμον καὶ ἐξεζητημένα ἄτονον, ἀλλὰ ὁ ἀπαγγέλων κόβει καὶ ράβει κατὰ τὶς γλωσσικές του προτιμήσεις: τὸ «υἱὸς» στὸ ποίημα γίνεται γιός, τὸ «ὑψηλὸ» γίνεται ψηλό, δὲν ἀκολουθεῖ σχεδὸν κανένα ἀπὸ τὰ σημεῖα στίξης, λὲς καὶ ὁ Καβάφης δὲν εἶχε τί ἄλλο νὰ κάμει καὶ κοπανοῦσε ἀποσιωπητικά, θαυμαστικὰ καὶ ἄνω τελεῖες ἔτσι γιὰ νὰ περνᾶ τὴν ὥρα του.. Ἂν δὲν γνώριζα τὸν Καβάφη, (ἐὰν παντελῶς δὲν γνώριζα τὸν Καβάφη) καὶ τὸν ἄκουγα μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν «ἀπαγγελία» καφενείου, πράγματι θὰ μοῦ προκαλοῦσε ἀπέχθεια. Ποτὲ δὲν ἤμουν ὀπαδὸς τῆς καθαρεύουσας, ἀλλὰ ὁ φανατισμὸς ὁρισμένων δῆθεν δημοτικιστῶν συναγωνίζεται πολλὲς φορὲς τὴν ἀνοησία τῶν καθαρευουσιάνων τοῦ προηγούμενου αἰῶνα..).

Ἀνάσταση, Δευτέρα παρουσία, κόλαση, παράδεισος – εἶναι πράγματι αὐτὲς οἱ ἀναμονές, αὐτὲς οἱ προσδοκίες, λυτρωτικὲς ἢ αποτελοῦν ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου καὶ ἑπομένως γιὰ ἕνα πένθος πού θάβει τοὺς νεκρούς, τοὺς κρατᾷ διὰ παντὸς στὴν μνήμη καὶ δυναμώνει τὴν ἔνταση τοῦ ὑπολοίπου βίου; Μήπως ἡ πίστη σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο ἀφαιρεῖ δημιουργία καὶ κίνηση ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ τὴν πραγματική, μήπως ἀκυρώνει τὸ ἑπόμενο βῆμα, μήπως ἐν τέλει μοιρολατρεῖ, ἀναβάλλει, καθηλώνει; Δὲν εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ Μαρία Κέντρου Ἀγαθοπούλου ἐπεκτείνει τόσο τὸν προβληματισμὸ στοὺς παρακάτω στίχους, ὅμως ὁ «Θρῆνος» εἶναι ἕνα πράγματι περίεργο ποίημα – στὸ διαδίκτυο θὰ τὸ βρεῖτε τόσο ἀλλοιωμένο ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἀναγνωρίσιμο..

Θρνος

Τί κρῖμα αὐτὸς ὁ θάνατος!/Τί πανάρχαιος!../Ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος/καὶ τὸν θρηνῶ./(Πότε θὰ πῇ τὸ στόμα ἐκεῖνο/μὲ τὴ γλυκύτατη φωνή:/Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..)

Γιὰ τὴν ἀνάσταση πεθαίνουμε ὅλοι/-κι ὁ ἀδελφός μου κεῖται δῶ/καὶ περιμένει ἄταφος,/καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα καφενείου,/ἀνάμεσά σε καπνοὺς/καὶ χτύπους ἀπὸ τραπουλόχαρτα!..

(Ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, σ.593)

Καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖτε πόσο σχετικὲς εἶναι ὅλες οἱ κρίσεις καὶ οἱ κατατάξεις στὴν λογοτεχνία, δεῖτε καὶ ἕνα τετράστιχό του Κωστῆ Παλαμᾶ γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο – ἑνὸς Παλαμὰ ποὺ ὅταν τὸ ἐπιλέγει εἶναι σκέτη φωτιὰ καὶ ὄχι βέβαια ἀλλοκαιρινὸς καὶ ἀραχλιασμένος ὅπως πολλοὶ βολεύονται νὰ τὸν παρουσιάζουν..

γάπα κα ξεφάντωνε…

Ἀγάπα καὶ ξεφάντωνε, καὶ δούλεψε καὶ ζῆσε,

καὶ προσηλώσου στὴ ζωὴ σὰν τὸν κισσὸ στὸ δέντρο,

καὶ δέσου μὲ τὴν γῆν αὐτή, στρεῖδι στὸ βράχο ἐπάνω,

καὶ μὴ σὲ μέλει ποῦ θὰ πᾶς τα μάτια σου ὅταν κλείσεις!

(«Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου», 1η ἔκδοση 1892)

Ἄ! γέροντα, ξεμυαλίστηκες καὶ σὺ γιὰ μιὰν Ἑλένη..

 

Μερικὲς φορὲς ἕνα ὁλόκληρο σύστημα μπορεῖ νὰ γελοιοποιηθεῖ μέσα ἀπὸ μία λεπτομέρεια, μία ἐλαχίστη ἀντίφαση, μία σκέψη μελαγχολική. Στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἡ Μελισσάνθη, (ληξιαρχεῖο: Ἥβη Κούγια Δασκαλάκη), δὲν καταπιάνεται μὲ βαθεῖς ἀναστάσιμους προβληματισμούς, δὲν προσπαθεῖ νὰ ἀποδομήσει τὶς ἀγγελικὲς καμπάνες μὲ ἐρωτήματα ὀντολογικά, μόνο μία λεπτομέρεια προβάλλει, ἕνα ἔθιμο σφαγῆς.. δεῖτε ὅμως, πόσο μαυρίζει τὸ πρῶτο χαρούμενο δίστιχο σὰν φανταστοῦμε τὸ ὁλόλαμπρο Πάσχα πλημμυρισμένο ἀπὸ αἷμα –ὄχι ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀμνῶν.. ἔχει ἄραγε σημασία; Τὸ αἷμα εἶναι αἷμα καὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ συμβαδίζει μὲ μιὰ γιορτή, μιὰ ἐλπίδα, τὸ φωτεινόν της ἀγάπης. Θυμηθεῖτε ὅτι ὁ ἀμνὸς εἶναι ἀπὸ τὰ βασικὰ σύμβολα τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐλπίζω ὄχι ὡς ὀβελίας.. ἡ εἰρωνεία βέβαια εἶναι ἐμφανής, ἡ εἰκόνα ἀνατριχιαστική, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δὲν θέλουμε νὰ θυμόμαστε στὸ πασχαλινὸ τραπέζι..

Πάσχα Κυρίου!

(πόσπασμα)

-Γιατί χτυπᾶτε ἀγγελικὲς καμπάνες

σὰν νάναι τούτη ἡ γῆ μας ὁ παράδεισος;

Πάσχα Κυρίου!

-Ἄσπρα μου προβατάκια, ποῦ σᾶς πᾶνε ἀχάραγα;

Ἀμνάδες μου, γιὰ ποῦ σᾶς ὁδηγᾶνε;..

-Μέσα ἀπὸ τὶς μαῦρες λαγκαδιὲς

μέσα ἀπὸ τὰ ποροφάραγγα*

κεῖ ποὺ τὸ πράσινο χορτάρι τῆς βοσκῆς

γίνεται κόκκινο χορτάρι τῆς σφαγῆς!..

Πάσχα Κυρίου!

(«Ἐκλογὴ 61-65», 1970)

(*ποροφάραγγο: ἡ εἴσοδος στὸ φαράγγι)

Ἐὰν ὁ Παπατζώνης, (ἴσως ὁ πιὸ πνευματικός, ὁ πιὸ ὑπαρξιακός τῶν ποιητῶν μας), ἦταν εὐρύτερα γνωστὸς θὰ ἀπέφευγα τὴν ἀνθολόγησή του ἢ θὰ τὴν ἔκρινα περιττὴ –ὅπως κάνω συνήθως γιὰ τὰ πασίγνωστα ποιήματα τοῦ Ἐλύτη ἢ τοῦ Σεφέρη, τοῦ Καρυωτάκη καὶ τόσων ἄλλων. Φυσικὰ ὁ Τάκης Παπατζώνης παραμένει κατὰ βάση ἄγνωστος – ἐὰν μιλούσαμε μὲ χυδαίους ραδιοφωνικοὺς ὅρους θὰ λέγαμε πῶς ἡ δυσκολία τῆς ποίησής του εἶναι βέβαιο πῶς θὰ ὁδηγοῦσε στὶς πιὸ χαμηλὲς ἀκροαματικότητες –ἡ ἀνάγνωσή του ἀπαιτεῖ ἐπιμονή, μελέτη καὶ ὁπωσδήποτε μία στοιχειώδη λογοτεχνικὴ παιδεία. Δὲν εἶναι τόσο ἡ γλῶσσα, (κι αὐτὴ βέβαια ἐν πολλοῖς ἄγνωστη σὲ ὅσους ἀγνοοῦν τὸ «ὅλον» της), ἀλλὰ κυρίως ἕνας προβληματισμὸς βαθιὰ ὑπαρξιακὸς πού δύσκολα τὸν προσεγγίζεις ἐὰν καὶ ἐσένα δὲν σὲ ἔχουν διαπεράσει κατὰ καιροὺς ἀγωνίες, προβληματισμοὶ καὶ ἐρωτήματα.

Δὲν θὰ ἀνθολογήσω πάλι τὸ «Νεῖκος τοῦ Ἅδου», παρόλο ποῦ σχετίζεται μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ποιήματα τῆς νεοελληνικῆς ποίησης – ὅμως τὸ ἔχω δημοσιεύσει καὶ σχολιάσει ἀρκετὲς φορές, ὑπάρχει ἄλλωστε καὶ στὸ πρῶτο τεῦχος τῆς «χίμαιρας». Ἀντ’ αὐτοῦ παραθέτω τὸ «Περὶ τοῦ Ξύλου», μία μικρὴ πραγματεία ἐπάνω στὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, τὴν πνευματικότητα πού μπορεῖ νὰ ἐκπέμπει ἡ ταπεινὴ ὕλη, τὴν εὐγένεια ποὺ μποροῦν νὰ ἀποκτήσει ἕνα πρᾶγμα ὅταν ἐμποτιστεῖ μὲ θυσία, μόχθο καὶ κυρίως προσφορά. Τὸ ποίημα εἶναι μεγάλο, δύσκολο σὲ γλῶσσα καὶ νοήματα καὶ γι’ αὐτὸ στὸν ἐντελῶς ἀνοικείωτο μπορεῖ νὰ φανεῖ καὶ ἀσύντακτο καὶ ἀκατανόητο. Ἀκόμη πάντως καὶ ἐὰν τὸ προσπεράσετε ἐδῶ, φυλάξτε το στὸ ἀρχεῖο σας, θάρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸ ἐκτιμήσετε περισσότερο. Κάποια πράγματα ὡριμάζουν καὶ μὲ τὸν χρόνο..

Περ το Ξύλου

Ψυχή μου, εὐλόγα σήμερα πρωί, ὅλη τὴ μέρα

καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα νύχτα ὅλη, τὸ σωτήριο τοῦτο Ξύλο!.

Πηγάζει ἀπ’ τὰ σκοταδερὰ ἔγκατα τῶν δασῶν.

Ἐκεῖ εἶναι ἡ βασιλεία του – στολισμένο μὲ φύλλα θροούντα!

Ἐκεῖ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς δροσιὲς τῆς νύχτας, μὲ τὰ θάμπη

τῶν ἡμερῶν! Ἐκεῖ τοῦ περιπλέχουνται οἱ κισσοὶ καὶ οἱ ἄλλες

περιπλοκάδες, γεννώντας τὴν ἰδέα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης!

Σπάνιο εἶναι νὰ τ’ ἀφήσουν νὰ γεράσει, νὰ τὴ ζήση

τὴν αἰώνια ζωὴ – καὶ σπάνιο εἶναι κεραυνὸς νὰ τόβρη,

μήνυμα ἐπουράνιο, ἕνωση οὐρανοῦ καὶ γῆς μὲ λάμψη ἀκαριαία

καὶ θάνατος στὸ δάσος, ὅπως πρέπει…

Ψυχή μου, εὐλόγα καὶ τὴν ὥραν,

ὁπότε ξεκινᾶμε μὲ τὰ πελέκια μίαν αὐγὴ – ἄκαρδο, δουλευτικὸ

σμῆνος – οἱ ὑλοτόμοι!.. Γουρμάζει τότες ἡ γραμμένη

σιωπηλὴ στιγμὴ τῆς θυσίας… Μὲ τὰ πολλὰ καταπέφτει

τὸ θειότατο ξύλο. Τοῦ ἀποξεραίνουνται οἱ χυμοί.

Ξερὸ ἀπομένει. Καὶ ὅμως ξερό, δὲν ἔρχεται ὁλότελα

νὰ τὸ ξενώση ἡ ξεραΐλα ἀπὸ τὶς φυσικές του ἐπιρροές·

τὸ διαβιβρώσκει ἡ ὑγρασία ἢ τὸ φουσκώνει· τοῦ ἀνοίγει

ὁ χρόνος τὶς ρωγμές, πιάνει σαράκι… Ἐχτὸς ἂν τὸ προορίζουνε

γιὰ τὶς φωτιὲς – ὁπότε πάλι τρίζει, τρίζει, καὶ ἀφοῦ ἀναλάμψη,

τέφρα γίνεται, καθὼς ὅλα… Εἶπα ὅμως σήμερα τῆς ψυχῆς μου

νὰ γράψη γιὰ τὸ Ξύλο ἐκεῖνο τὸ προωρισμένο ἀπὸ αἰώνων,

γιὰ τὸ Ξύλο, ποὺ ἡ γέννησή του βαστάει ἀπὸ τὶς πρῶτες

τῆς γῆς μας φύτρες… Ἐτοῦτο ἐκόπη γιὰ νὰ γίνει

ζυγὸς μέγιστος, θαυματουργὸς στατῆρας,

πού ἐστήθηκε στὴ μέσην ἀκριβῶς τοῦ χρόνου

γιὰ νὰ ζυγιάση τὴν κούφιαν ἔγνοια τῶν ἀνθρώπων…

Δὲν εἶναι δάσος, ποὺ νὰ προσφέρει ξύλο παρόμοιο…

Τὸ Ξύλο αὐτὸ δὲν εἶναι διόλου ὕλη ἀπαθής.

Ἔχει ψυχὴ – καὶ δείχνει τη κάθε τόσο.

Ἐνῷ κατάξερο εἶναι καὶ κομμένο, ὅμως ἀνθεῖ

καὶ μέσα του μυκᾶται καὶ ἀναβράζει χυμὸς σεβάσμιος.

Δὲ θὰ ξετάξω τὸ γιατί ἔφερε λύτρωση τὸ Ξύλο ἐτοῦτο.

Οὔδε π ο ί α λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο νὰ εὐλογήσης

τὴν οὐσία τοῦ Ξύλου, ὀπόθε  ἀχτινοβόλησε τοῦ κόσμου ἡ λάμψη!.

Καὶ τὴν εὐγένεια ποὺ τοῦ ἐδόθη ἕνα πρωί, ὅταν ποτίστη

μέχρι τοῦ βάθους τῶν φλεβῶν του ἀπὸ αἷμα ἑξαγοραστικὸ

καὶ ζωογόνο!.. Ποιὸ βάρος φορτώθηκε! Ποιὸν πόνο

φορτώθηκε!.. Ὅλου τοῦ κόσμου! Τοῦ καθηλώθησαν

ὅλοι οἱ δρυμοὶ τῆς ἀγωνίᾳς!.. Χαῖρε, Σταυρέ, ποὺ μὲ ὅλα,

μονάχη ἐλπίδα ἐσὺ ἀποβαίνεις στὶς ἐρημώσεις!..

(Ἐκλογὴ Ἅ΄, 1962)

Ἕνα ἀκόμη τοῦ Παπατζώνη, ὀλιγόστιχο αὐτὴν τὴν φορά, πολὺ πιὸ ἀνάλαφρο. Εἶναι πολλοὶ οἱ ποιητὲς πού ἔχουν τραγουδήσει τὴν ἑλληνικὴ φύση, τὰ νησιά, τὴν θάλασσα καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὅμως στὸ «Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι…», ὁ Παπατζώνης ζωγραφίζει μία στιγμὴ σιωπῆς ποὺ πραγματικὰ ἀκινητεῖ στὸν χρόνο. Κάποιοι τόχουν νιώσει ἀνεβαίνοντας μιὰ κορφή, περπατώντας σὲ ἕνα ἐρημικὸ μονοπάτι, φτάνοντας σὲ ἕνα ἐκκλησάκι κυριολεκτικὰ κρεμασμένο πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα. Θυμοῦμαι τέτοιες στιγμὲς πολλὲς στὰ παιδικά μου χρόνια, ὅταν σὲ κάποιες ἐκδρομὲς στὸ ὕπαιθρο, χανόμουν σὲ χωράφια ἄγνωστα, σὲ μέρη ὅπου ὁ μόνος θόρυβος ἐρχόταν ἀπὸ τὰ τζιτζίκια, τὴν κίνηση μιᾶς σαύρας στὰ χόρτα, τὴν πτώση στὸ χῶμα ἑνὸς ὡριμασμένου φρούτου ἀπὸ τὰ κατάφορτα δέντρα. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ πού τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ μετρήσει (νὰ τεμαχίσει) τὸν χρόνο, τὸ περιβάλλον ἀκινητοῦσε καὶ γιὰ λίγα μόνο δέκατα τοῦ δευτερολέπτου ἔνιωθες ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς εἰκόνας, δὲν ἤσουν πιὰ ὁ ἐπισκέπτης, ὁ εἰσβολέας, μὰ μέρος τοῦ κάδρου, μία ἀπὸ τὶς τόσες φλέβες τῆς φύσης πού κτυποῦνε ἥσυχα κι ἀθόρυβα..

Αὐτὴν τὴν σχεδὸν ἀπόλυτη εἰκόνα ὁ Παπατζώνης τὴν γυμνώνει ἀκόμη περισσότερο καὶ τὴν ἀποτυπώνει στὸ μικρὸ αὐτὸ ποίημα. Ἔχω διαβάσει πολλὲς ποιητικὲς περιγραφὲς γιὰ τὴν φύση πού ἁπλώνονται σὲ δεκάδες στίχους, μὰ καμία ἀπὸ αὐτὲς (ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ κάποιες τοῦ Ἐλύτη..), δὲν μὲ γύρισε πίσω τόσο ἄμεσα, σὲ τοῦτο τὸ συναίσθημα τοῦ ἀπόλυτου μέτρου, τῆς ἀπόλυτης ἰσορροπίας, ἁρμονίας καὶ ἀκινησίας τοῦ χρόνου.. τὸ ποίημα δὲν εἶναι βέβαια ἀναστάσιμο, ἀλλὰ νομίζω ἀξίζει ἡ γνωριμιὰ μαζί του..

σπρο λληνικ ρημοκκλήσι…

Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο

ἀπὸ τὴν ἀντηλιά!.. Γύρω-γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια,

καρποφόρες συκιές· καί, κάπου-κάπου, μοναχική,

καὶ κάποια ἐλιά… Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια

ἀχνίζουνε- ἄχυρο πιά!… Κι ἀντὶς γι’ ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια

σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ

μὲ τὸν δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα…

Ἀναστραμμένο σου θρονὶ ὅλο αὐτὸ τὸ γαλάζιο

ἐνου ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων

καὶ ποὺ ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια

τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους…

(Ἐκλογὴ Β΄, 1962, Ἴκαρος)

Ἡ ὀκτάβα τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς», (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν «Λάμπρο), δὲν λείπει βέβαια ἀπὸ κανένα σχολειὸ χρόνια τώρα καὶ ἀπὸ καμία ἀνθολογία – ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ πολὺ θὰ τόθελαν νὰ ἐξορίσουν τὸν Σολωμὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση, μὰ δὲν τὸ τολμοῦν ἀκόμη. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ καιροὶ ἄλλαξαν, ὅτι ἡ ποίηση ἔχει πιὰ περπατήσει δρόμους πολλούς, ἔχει ἀγκαλιάσει ὑπαρξιακὰ προβλήματα ἀνέκφραστα κι ἀνείπωτα στὰ χρόνια του Σολωμοῦ. Παρὰ ταῦτα ἡ ποίησή του δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ θεμέλιο, ἀγκωνάρι ποὺ πάνω του στηρίζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ μετέπειτα ἑλληνικὸ ποιητικὸ σῶμα. Κάμωμε πολὺ καλὰ καὶ ρίχνουμε ὅλο το βάρος πιὰ στὸ περιεχόμενο, στὸ νόημα, στὸ βάθος, ἀλλὰ εἶναι κακὸ νὰ λησμονοῦμε ὅτι στὴν ποίηση ὑπολογίζονται, (εἶναι καλὸ νὰ ὑπολογίζονται), καὶ πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν πού σχετίζονται μὲ τὴν γλῶσσα, τὸν ρυθμό, τὸ μέτρο, τὴν πλαστικότητα, τὸν ὁμοιοκατάληκτο στίχο·  ἐλπίζω ὅτι μία ὁλοκληρωμένη κριτικὴ προσέγγιση καὶ παρουσίαση τοῦ Σολωμοῦ θὰ τὴν δεῖτε σύντομα ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῆς «χίμαιρας», ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν ἃς δοῦμε τὸ πιὸ γνωστὸ ποίημα στὴν ἑλληνικὴ ἀναστάσιμη θεματική – το ἀνθολογῶ ἀνάμεσα σέ ἄγνωστα ἢ λιγότερο γνωστά, γιατί πράγματι ἀποτυπώνει ἔξοχα τὴν ἀτμόσφαιρα μιᾶς Λαμπρῆς λιτῆς, πνευματικῆς, προσέξτε τὸν στίχο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται «κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπὸ τὸ ἁγιοκέρι/ὁπού κρατοῦνε οἱ χριστιανοὶ στὸ χέρι…». Ἁγιοκέρι ποὺ βέβαια συμβολίζει τὴν ἐνσυναίσθηση, τὴν λύτρωση τῆς συνείδησης ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Μὰ ἡ ἀνθολόγηση ἀπὸ Σολωμὸ ὑποκρύπτει καὶ μιὰ ἄλλη αἰτία. Ὁ Σολωμὸς μαζὶ μὲ τὸν Παλαμὰ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ παραπέσει στὴν λήθη. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ τὴν σκόνη τοῦ χρόνου ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοὶ προκειμένου νὰ πετάξουν, νὰ λογοκρίνουν, νὰ ἀποφύγουν τὸν κόπο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ καλὴ ποίηση. Γιὰ τὸν Παλαμὰ κάποια λίγα καὶ γενικὰ ἔχουμε παρουσιάσει πρόσφατα, θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁ Σολωμός· καὶ τότε ἴσως διαπιστώσετε ὅτι ὁ Σολωμὸς οὔτε τόσο παρωχημένος εἶναι, οὔτε ἡ ποιητική του λογοτεχνικὰ σκονισμένη. Ἃς εἶναι, πρὸς τὸ παρὸν δεῖτε τὸ ποίημα καὶ μὴν ἀφήσετε τὴν σχολική του ἐπανάληψη νὰ σᾶς χαλάσει τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴν ἀνάμνηση ἑνὸς Πάσχα βαθιὰ πνευματικοῦ καὶ ὄχι ἀγγαρείας, ὅπως εδῶ και καιρό  ἔχει καταντήσει..

μέρα τς Λαμπρς

Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε

τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ἀστέρι –

σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε

τ΄  οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·

καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε

τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ΄  ἀέρι,

ποὺ λὲς καὶ λέει μές τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα:

Γλυκει ζω κι  θάνατος μαυρίλα!

Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,

ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·

μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες

μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·

ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες

ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε!

Φιληθῆτε γλυκά, χείλη μὲ χείλη –

πέστε  Χριστς νέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι!

Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,

καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·

γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφι-

σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·

λάμπει τὸ ἀσῆμι, λάμπει τὸ χρυσάφι

ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες –

Διαφήμιση

κάθε πρόσωπο λάμπει ἂπ΄ τ΄  ἁγιοκέρι,

ὁπού κρατοῦνε οἱ χριστιανοὶ στὸ χέρι…

(«Τὰ εὑρισκόμενα ἰππότου Διονυσίου κόμιτος Σολωμού», ἔκδ. Κ. Ρωσσολίμου, Ζάκυνθος 1857)

Θὰ ἐπιστρέψουμε γιὰ λίγο στὸν Στράτο Κοντόπουλο, γιὰ νὰ δοῦμε τὸ πολὺ ὄμορφο ποίημα «Ὁ Μίμης». Εἶναι σκληροὶ στίχοι, γιὰ τὴν συνείδηση πού ὑποκύπτει στὸ ἄλογο, στὸ μεταφυσικό, στὴν τυφλὴ πίστη, μοναχὰ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀνθέξει τὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπώλεια καὶ ὁ θάνατος. Παρόλο πού στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιήματος εἶναι διάχυτη μία εἰρωνεία, μία μομφή, στὸ τέλος συντελεῖται μία παράδοση στὴν «λύση ἀπελπισίας», ἡ λογικὴ παραχωρεῖ τὴν θέση της στὴν πίστη, καθὼς μόνο ἔτσι μπορεῖ ὁ θνητὸς πού μένει πίσω νὰ ὑπερβεῖ τὴν αὐτοκαταστροφική του διάθεση, τὴν αἴσθηση ματαιότητας ποὺ μεγαλώνει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ὁ Κοντόπουλος οὐσιαστικὰ δὲν παίρνει θέση, ἂν καὶ κατὰ δική του δήλωση «..πάρχουν δύο τρόποι ν ντέξεις τν θάνατο· νας εναι λαμπάδα, λλος εναι πένα..».. προσέξτε καὶ τὴν γλωσσοπλαστία στὸ τέλος τῆς πρώτης στροφῆς..

Μίμης

Κάποτε μεγάλη παρέα Χριστιανῶν

(ἄνθρωποι σεμνοί, νοικοκυραίοι)

τακτικὰ συναντιόμασταν στὰ ταβερνεῖα·

δύσπιστοι βεβαίως στὴν εὐπιστία,

ὄχι καὶ τόσο ἀφελεῖς

κατὰ γράμμα νὰ πιστέψουμε,

κατὰ γράμμα νὰ ἀφεθοῦμε

σὲ μύθους καὶ συμβολισμούς,

σὲ ὄφεις φρουτολάγνους

 

Ὁ Μίμης πέθανε στὰ ξαφνικά·

τώρα μὲ προσευχὲς ἁγιάζουμε τὴν βρώση,

τώρα μακαρίζουμε τὸν Μίμη,

κάποτε μάλιστα μὲ φωνὴ ψιθυριστὴ

ἐπίκληση κάνουμε στὴν ἀρωγή του

Εὐπειθεῖς χριστιανοὶ εἴμαστε τώρα ἐμεῖς..

 

Πῶς ἀλλοιῶς νὰ κοιτοῦμε τὴν καρέκλα

πού ἄδειασε,

πῶς ἀλλιῶς νὰ μιλοῦμε στὸν Μίμη

πού ἔλειωσε..

(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)

Βλέπω τώρα τὸ ποίημα τοῦ Κοντόπουλου γιὰ τὴν ἀπουσία καὶ δὲν μπορῶ νὰ μὴν σκεφθῶ ἕνα παρόμοιο πεζόμορφο τοῦ Πρόδρομου Μάρκογλου, (1935, πρώτη ἐμφάνιση στὰ γράμματα 1958), μὲ τὸν τίτλο «Δίνη». Ἡ ἀξία του δὲν εἶναι μόνο στὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ στὴν τεχνική του, οἱ λέξεις συμπλέκονται κατὰ πῶς πρέπει ὥστε στὸ τέλος ἡ ζάλη μιᾶς δίνης ἀπομένει στὸ μυαλὸ, ποὺ ἀποκαμωμένο δὲν μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ τὴν ἀπουσία. Παράπλευρη ἀναφορὰ κι αὐτὸ τὸ ποίημα στὰ σημερινά τῆς ἀνάστασης, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κάνουμε, ἕνα καλὸ ποίημα χωρᾷ παντοῦ..

Δίνη

Ὅλο κάποιος μᾶς ἐγκαταλείπει…/Δὲ μᾶς προδίδει,/μόνο ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ φεύγει.//Τότε/ φωταγωγοῦμε τὸ δωμάτιο,/ξεσκονίζουμε τὰ ἔπιπλα,/ἀνοίγουμε τὸ ραδιόφωνο σὲ ὅλη τὴν ἔνταση…//Μὲ τὸ θόρυβο,/τὰ ἐκτυφλωτικὰ φῶτα,/μὲ τὸ νὰ κρύβουμε στὸ ὑπόγειο τὶς ἄδειες καρέκλες, προσπαθοῦμε νὰ καλύψουμε τὸ κενό, νὰ ξεχάσουμε…//Μὰ ἡ πόρτα πάντα ἀνοίγει/καὶ ἡ νύχτα παίρνει τὴ θέση αὐτοῦ ποὺ ἔφυγε./Τὸ κενὸ ὅλο μεγαλώνει,/ἀνεβαίνει στὴν ὀροφή,/ κατεβαίνει στὸ πάτωμα,/στριφογυρίζει, γίνεται δίνη,/ μᾶς παρασέρνει/στὸ κέντρο τῆς περιστροφῆς,/καὶ πιὰ δὲν ξέρεις/ἂν εἶσαι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε/ἢ αὐτὸς ποὺ ἔχει μείνει…

(Ἐνδοχώρα, 1961 – συλλογὴ «Ἔγκλειστοι 1962)

Τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα μεταφράζεται ἀπὸ τὸν Χαράλαμπο Βάϊο ὡς σπίθα ποὺ φλογίζει συνειδήσεις κουρασμένες ἀπὸ τὴν μάχη, συνειδήσεις ποὺ ἔχουν στὴν οὐσία ἡττηθεῖ, ἀλλὰ μέσα τους ἀπομένει «…μιὰ πίστη ποὺ […] δὲν δουλώθη». Στὸ ποίημα «Ὄρθρου ξεκίνημα», (ἔχουμε δεῖ κάποιες στροφές του σὲ ἄλλο κείμενο), δὲν ὑπάρχουν ἁγιοκέρια, γονυκλισίες, βουβὴ καὶ λυτρωτικὴ πίστη – μὰ κύρια ἁμαρτωλοί, (Σαλώμη, Μαγδαληνή..), γῆ ποτισμένη μὲ αἷμα, σπαρμένη μὲ σταυροὺς καὶ τ’ ἀναφαίρετα ὅπλα τῆς πίστης στὸν ἄνθρωπο, ἐκεῖνον ποῦ σταυρώνεται καθημερινὰ παρὰ τὴν θέλησή του, μὰ δὲν σταματᾷ νὰ σηκώνεται, νὰ μάχεται καὶ νὰ προχωρᾷ – ἡ προαιώνια ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρης. Ὄρθρος βέβαια εἶναι ἡ Ἀκολουθία πρὶν ἀπὸ τὴν Λειτουργία, (ἢ μετά, ὅπως τὸ πάρει κανείς..) καὶ ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο τὸ γλαυκὸ μέσα στὸ σκοτάδι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Οἱ συμβολισμοὶ ἐμφανεῖς..

Ὄρθρου ξεκίνημα

Ὄρθρος βαθύς, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,

φέρτε τὰ μύρα νὰ γιορτάσουν πάλ’ οἱ δρόμοι.

Ρήμαξαν ὅλα, καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς καὶ πόθοι·

ἕνας δὲν εἶναι – πλῆθος εἶναι ποὺ ἐσταυρώθη.

Ροδίζει αὐγή, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,

κεραυνωμένα εἶναι τὰ δάση- κ’ οἱ λοτόμοι

φύγαν μαζὶ μὲ τὰ πουλιά· σὰν παραμύθι

Μοιάζ’ ἡ παλιά μας ἡ χαρὰ ποὺ ἀπεκοιμήθη.

Μᾶς παίδεψαν, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,

σχήματα κι ἄπονοι ἀριθμοὶ κι ἄδικοι νόμοι.

Φωτιὰ τὴν πότισαν τὴ γῆ κ’ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου·

σταυροὶ καὶ μνήματα ἡ σοδειὰ τοῦ κάθε τόπου.

Πᾶμε, λοιπόν, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,

φέρτε τὰ μύρα, φέρτε τὴν ἀγάπη..- ἀκόμη

μένει μιὰ πίστη ποὺ βαθιά μας δὲ δουλώθη.

Ἕνας δὲν εἶναι – πλῆθος εἶναι ποὺ ἐσταυρώθη

(Νέα Ἑστία, 1949)

Ἃς δοῦμε καὶ ἕνα μικρό του Γ.Βερίτη, (στὸ ληξιαρχεῖο Ἀλέξανδρος Γκιάλας), συμβατικὸς κατὰ τὰ ἄλλα ποιητής, φανατικὰ πιστὸς στὰ τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ στὰ θεολογικά, δεῖτε ὅμως  τὸ ποίημα «Δισταγμὸς» ποῦ θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ἔχει γραφεῖ ἀπὸ κάποιον ὁλότελα ἄθεο ἢ ἀγνωστικιστή.. ὁ Βερίτης πέθανε ἀμέσως μετὰ τὸ πάσχα τοῦ ΄48..

Δισταγμὸς

Μεγάλο Σάββατο ἔφτασε, κι ἀνάστα δὲ θὰ ψάλω!

Ὅ,τι πανώριο μέσα μου καὶ θεῖο κι ὅ,τι μεγάλο

τὸ μάρανεν ὁ δισταγμὸς – καὶ πιὰ ἄλλο δὲν κρατῶ

παρ’ ἕνα κίτρινο κερί, ἀπ’ τὰ παλιὰ σβηστό…

Μεγάλο Σάββατο ἔφτασε κι ἀνάστα δὲν θὰ ψάλω!

(«ποιήματα» 1958, ἐκδόσεις Δαμασκός{;})

 

Θὰ σταθῶ γιὰ λίγο στὸν Κώστα τὸν Μόντη, καθὼς «τὸ μετὰ θάνατον» ἐμφανίζεται σὲ ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ποίησής του. Θὰ δοῦμε ἕνα μόνο ποίημά του, ὅπου ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου ἀποτυπώνεται σχεδὸν μὲ τρόπο διασκεδαστικὸ – αὐτὸ βέβαια στὴν ἐπιφάνεια τῶν λέξεων, καθὼς ἀπὸ κάτω ὑπάρχει σπάραγμα καὶ μία θλίψη ποῦ συναντᾷ κανεὶς σὲ βαθύτατα πεισιθάνατους ποιητές. Ἃς ξεκινήσουμε ὅμως πιὸ ἀνάλαφρα, ὁ Μόντης εἶναι πιὰ γνωστὸς γιὰ τοὺς ἐπιγραμματικοὺς στίχους του, ἃς δοῦμε μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σχετίζονται καὶ μὲ τὸ σημερινὸ κείμενο..

-Ὡς θεὸς ἢ ὡς ἄνθρωπος μᾶς ἀγάπησες, Χριστέ μου;/Ἔχει σημασία νὰ ξέρουμε.

-Ὁ Χριστὸς ἀπελπίστηκε μὲ τοὺς πιστούς του,/οἱ σταυροὶ ἀπέκοψαν τὶς ἁλυσίδες τοὺς/ἀπ’ τοὺς λαιμούς μας!

-Μὴν τὴ φοβηθεῖς τὴ ζωή!/Εἶναι πιὸ δειλὴ ἀπὸ σένα./Ντύσου πρόκληση,/ντύσου θάνατο!

-Κάθε βράδι ὁ θεὸς μᾶς ρίχνει/τὴν ἀσημένια μπάλλα τοῦ φεγγαριοῦ·/μὰ ποῦ χέρια νὰ τὴν πιάσουμε!

Δὲν τὴ ζήσαμε τὴ ζωή. Τὴν ἐπιψαύσαμε.

(οἱ «ἁπλοποιητὲς» τῆς γλώσσας θὰ τὸ μεταφράσουν τὴν ψηλαφήσαμε, πῶς νὰ καταλάβουν ὅτι οἱ ἀποχρώσεις – (ἡ συναίσθηση) – εἶναι διαφορετικές..)

 

Καὶ ἕνα ἀκόμη πολὺ μικρό..

Καὶ νὰ τὸ εἶπε…

Καὶ νὰ τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Χριστός,/καλὴ τὴ πίστει θὰ τὸ εἶπε./Δὲν ἤξερε,/δὲ φανταζόταν!../Μὴ μᾶς τὸ κολλᾶτε στὴ μύτη!..

Ἂν ὁ Καβάφης ἁπλώνει στὸ χαρτὶ τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν πρώτη ἕως τὴν τελευταία λέξη τῶν κειμένων του (καὶ ἔτσι κάπως μᾶς κρατᾷ σὲ ἀπόσταση, ὡσὰν νὰ παρακολουθοῦμε ἀρχαία τραγῳδία), ἐὰν ὁ Καρυωτάκης σφάζει μὲ τὶς λέξεις γυμνὲς καὶ ἄναρχες μετρικά, (καὶ ἔτσι μᾶς βουλιάζει συμπάσχοντες μέσα στὴν ἀπελπισία του, τὴν δίκαιη ἀπελπισία του), ὁ Μόντης ἔχει βρεῖ ἕνα τρίτο δρόμο, πιὸ «πονηρό», κάπως παραπλανητικό, κάποιοι στίχοι του θὰ μποροῦσαν νὰ ἀκουστοῦν σὲ μιὰ χαλαρὴ παρέα, σὲ μιὰ ὁμήγυρη ποὺ φιλοσοφεῖ χαλαρὰ μὲ ἕναν λόγο καθημερινό, ζεστὸ καὶ τὶς περισσότερες φορὲς καλόκαρδα σαρκαστικό. Ἔτσι χαλαρώνεις καὶ διαβάζεις, ἔτσι νομίζεις πὼς θὰ προφέρεις ἁπλῶς κάποιους στίχους ἁπλούς, θὰ πικρογελάσεις ἴσως μαζί τους, ἀλλὰ ἕως ἐκεῖ. Μὰ ὅσο τὸ ποίημα κορυφώνεται, ὅσο ἀρχίζει νὰ δένει ὡς σύνολο, μόλις ξεκινᾷ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ σπλάχνα του, τὴν ἀναστάτωσή του – ἔ! τότε γεννιέται καὶ ἡ θλίψη ἑνὸς ἐρωτήματος ποὺ μένει συνήθως ἀναπάντητο.

Ἔτσι συμβαίνει καὶ στὸ ποίημα «Στερνὸς φόβος», (ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐλάχιστα ἔχουν ἀνθολογηθεῖ). Μέχρι καὶ τὸν δέκατο στίχο ὁ ἀναγνώστης μένει χαλαρός, ὁπωσδήποτε θὰ γελάσει στὸν πέμπτο στίχο.. μὰ ἀπὸ κεῖ καὶ κάτω, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἀγωνία προσπαθεῖ νὰ κρυφτεῖ μέσα στὴν προσωποποίηση τοῦ θανάτου, ὅσο καὶ ἂν ἡ ποιητικὴ σύλληψη μοιάζει ἐξαιρετικὴ καὶ πρωτότυπη (καὶ πράγματι εἶναι), τόσο ἀπὸ ἔνστικτο ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὅλο το ποίημα, ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ ἕνα οὐρλιαχτὸ ἀπόγνωσης γιὰ τὴν ἀνυπαρξία, ἀκριβέστερα γιὰ τὸν φόβο τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τοῦ Τίποτα, τοῦ ἀπόλυτου ἐρέβους.. ὅποιος ἔθαψε ἄνθρωπο πολὺ κοντινό του, ξεύρει καλὰ ἐκεῖνο τὸ συναίσθημα τῆς πρώτης νύχτας, ὁπού τὸν φαντάζεται καταμόναχο, (σχεδὸν παρατημένο) μέσα στὸν κρύο τάφο..

Δεῖτε το..

Στερνὸς φόβος

…Δὲν εἶναι τὸ ἂν θὰ τελειώση γρήγορα ἡ γιορτή,

ἂν θὰ τελειώση γρήγορα ἡ κηδεία

ἡ μεγαλόπρεπη ποὺ σου ΄κάναν-

ὅλος ὁ κόσμος νὰ μιλᾷ γιὰ σένα,

στὴν πόλη ὁλάκερη ἐπικράτησαν οἱ πένθιμες καμπάνες σου!..

Δὲν εἶναι τὸ «γρήγορα» ποὺ φταίει-

γιατί ἐπιτέλους καὶ τ’ «ἀργὰ» πόσο κρατᾷ;

Καὶ ποιὰν ἀσφάλεια θὰ σοῦ δώση,

ἀφοῦ καὶ στὴν ἀρχὴ του-ἀρχὴ τοῦ ἂν στέκῃς-

βλέπεις τὸ τέλος νάρχεται, τὸ ξέρεις,

εἶναι ἄλλο αὐτὸ ποὺ ἐκμηδενίζει τὴν κηδεία καὶ τὴν γιορτή:

ἡ τρομερὴ ἐρημιὰ π’ ἁπλώνεται μόλις τελειώση,

χωρὶς μέση κατάσταση.

Κι ἐνῷ στὶς ἕντεκα συνωστιζόντουσαν στὴν ἐκκλησιὰ τὰ πλήθη,

στὶς ἕντεκα καὶ δέκα οὔτε ψυχή!

Κλειστὲς οἱ πόρτες. Δὲν ὑπάρχει

παρὰ ἕνα λάβαρο μονάχα, στὴν αὐλή, γελοῖο,

ποὺ τ’ ἄφησαν προκάλυψη-

ὑποταγμένον, ἄψυχο-

στὴν θέση ποὺ ἐγκατέλειψαν αὐτοί…

(…Ώ, μὴν ἀφήσετε τὸν φύλακα νὰ κράξη

στὰ τελευταῖα παιδιὰ π’ ἀπόμειναν, χαζεύοντας τοὺς τάφους:

-Ἄντες νὰ βγῆτε καὶ θὰ κλείσουμε!..

Ἃς μὴν ἀκούσω αὐτὴ τὴ φράση!

Ἃς μὴ ξέρω πὼς θὰ εἰπωθῇ!..)

Δὲν ἐγκαταλείπουμε ἀκόμη τὴν ποίηση τοῦ Κώστα Μόντη, ὄχι πρὶν δοῦμε τὸ σπαρακτικὸ ποίημα «Χρυστάλλα». Νὰ σημειώσω γιὰ τὴν καλύτερη κατανόησή του, ὅτι ἡ Χρυστάλλα, (μᾶλλον κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸ Χρυσὴ στὴν κυπριακὴ διάλεκτο) καὶ ἡ Ἐλέγκω, ἤσαν δύο ἀδελφές του ποιητῆ ποὺ πέθαναν μὲ μία διαφορὰ τεσσάρων ἐτῶν σὲ νεότατη ἡλικία. Ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς οἰκογένειας ὁ Κώστας Μόντης δυστύχησε νὰ ἰδεῖ τὸν θάνατο ὅλων των ἀδελφῶν του, προτοῦ φύγει κι αὐτὸς πλήρης ἡμερῶν τὸ 2004 σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν. Ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ κάμωμε κάποια σχόλια στὸ ποίημα, μὰ δὲν τὸ θέλω, μιλᾷ ἀπὸ μόνο του, ἡ ἰσορροπία τῶν συναισθημάτων, ὁ βουβὸς πόνος, ἕνα ὑπόκωφος λυγμός, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μιὰ πρωτότυπη σκέψη γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ θανάτου στὴν τελευταία στροφὴ – ὅλα εἶναι τόσο καθαρὰ σὲ τούτους τοὺς στίχους ποὺ δὲν χρειάζονται τὴν δική μου συνδρομή. Ἀπὸ τοὺς ὀμορφότερους ἀποχαιρετισμοὺς τὴν ὥρα ποὺ πιὰ ὅλα ἔχουν σχεδὸν τελειώσει.. Τὸ ποίημα δημοσιεύθηκε τὸ 1958 καὶ δὲν τὸ βρῆκα πουθενὰ στὸ διαδίκτυο. (Μὲ λῦπες καὶ συναισθήματα θὰ ἀσχολούμαστε τώρα..). Ἐὰν διατηρεῖτε ἀρχεῖο μὴν τὸ ἀφήσετε νὰ περάσει ἔτσι..

Χρυστάλλα

Ἐλέγκω, σήμερα πεθαίνει ἡ ἀδελφή μας…

Εἶναι ἐκειμέσα, στὸ νοσοκομεῖο ποὺ ἤσουνα κ’ ἐσύ,

μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀρρώστεια ποὺ εἶχες κ’ ἐσύ.

Ἔχει τὸ σκελετωμένο πρόσωπο

τῶν τελευταίων σου ἡμερῶν,

ἔχει στὸ πρόσωπο τὸ φοβερὸ πόνο

τῶν τελευταίων σου ὡρῶν,

ὁπού καὶ νάναι θ’ ἀρχίσει κι αὐτῆς

ἡ ἀνείπωτη ἀγωνία

τῶν τελευταίων στιγμῶν-

ὅταν τὰ μάτια σου ἀλλοιθώρισαν

καὶ στριφογυρνοῦσαν ἀπλανῆ,

ἐνῷ ἐγώ, μ’ ἀνασκαμμένη τὴν ψυχή,

σοὺ χάιδευα τὰ μαλλιὰ

(πρώτη φορά σου χάιδευα τὰ μαλλιὰ

μὲ τὸ συμπυκνωμένο χάιδι σαράντα χρόνων!..)

Θὰ μπῶ τώρα νὰ χαϊδέψω

τὴν ἀδερφή σου στὰ μαλλιά, Ἐλέγκω μου,

ποὺ ὅσο περισσότερο σὲ πίκραινε

τόσο πιὸ πολὺ τὴν ἀγαποῦσες,

ποὺ ὅσο κι ἂν σὲ πίκραινε

δὲν μπόρεσε νὰ ζήσει χωρὶς ἐσένα

ὅπως μποροῦμε καὶ ζοῦμε ἐμεῖς

ποὺ δὲν σὲ πικραίναμε…

Ἔρχεται τρεχτὴ νὰ σὲ βρῇ,

πῆρε τὸν ἴδιο φοβερὸ δρόμο,

τὴν ἴδια ἀρρώστεια, τὴν ἴδια ἀγωνία,

στὸ ἴδιο νοσοκομεῖο-

ἴσως γιατί φοβήθηκε

μήπως ὅλα αὐτὰ ἔχουν σχέση,

μήπως ἂν ἐρχόταν ἀλλιώτικα

δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σὲ βρῇ!..

(«Στιγμές», Λευκωσία 1958)

Γιῶργος Θέμελης, (1900-1976), καὶ τὸ ποίημα «Ἐρημία”, ποῦ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ὀνομάζεται «Δέν». Ὁ θάνατος ὡς ἄρνηση τῆς δημιουργίας, ὡς παραίτηση, ὡς ἐνασχόληση μὲ τὸ ἀσήμαντο καὶ τὸ κεραμεοῦν. Ἐνδιαφέρουσα πολὺ ἡ μετάθεση τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο πρὸς «τὰ ἔξω» της συνείδησης, τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν καὶ ἀποκτοῦν ζωὴ μόνο ὅταν ἡ δημιουργική μας πνοὴ ἀσχοληθεῖ μαζί τους..

Ἐρημία

Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ πράγματα.

Ἀπ’ ὅπου περάσεις νύχτα, ἀκοῦς σὰν ἕνα ψίθυρο

νὰ βγαίνει ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ δὲν πάτησες,

ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ δὲν ἐπισκέφθηκες,

ἀπ’ τὰ παράθυρα ποὺ δὲν ἄνοιξες,

ἀπ’ τὰ ποτάμια ποὺ δὲν ἔσκυψες νὰ πιεὶς νερό,

ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ δὲν ταξίδεψες…

Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ δέντρα ποὺ δὲν γνωρίσαμε.

Ὁ ἄνεμος περνᾷ ἀπὸ δάση ἀφανισμένα…

Πεθαίνουν τὰ ζῷα ἀπὸ ἀνωνυμία καὶ τὰ πουλιὰ ἀπὸ σιωπή.

Τὰ σώματα πεθαίνουν σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ ἐγκατάλειψη.

μαζὶ μὲ τὰ παλιά μας φορέματα μὲς στὰ σεντούκια.

Πεθαίνουν τὰ χέρια ποὺ δὲν ἀγγίσαμε, ἀπὸ μοναξιά.

Τὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀπὸ στέρηση φωτός.

Ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει ἡ ἐρημία τοῦ θανάτου…

(Νέα Ἑστία, 1953)

Στὸ ἴδιο πνεῦμα, στὴν ἴδια ἀντίληψη περὶ θανάτου, (ἕνα εἶδος δηλαδὴ περίεργης ἀ-μνησίας ποὺ σχεδὸν ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ σύμβαση, τὴν ὑποταγὴ στὸν τύπο..) καὶ ὁ Ρένος Ἀποστολίδης μὲ τὸ ποίημα «Τόσο γοργά!». Ἔχει βεβαίως σαφεῖς ἀναλογίες μὲ τὰ Καβαφικὰ «Τείχη», ἡ ἴδια ἀπορία γιὰ τὸ ἀνεπαισθήτως διατυπώνεται καὶ ἐδῶ..

Τόσο γοργά!

Ἔσκυψα νὰ μυρίσω ἕνα ταψὶ χαμόμηλο-

πῶς μοῦρθε;-

καὶ μ’ ἀντιχτύπησε ἄξαφνα

μὲς στὴν καρδιὰ ἕνα σπάσιμο

γιὰ πάντα:

-Πῶς λησμονήθηκα;

πῶς δίχως νὰ τὸ νιώσω ἔτσι μου ἐπάρθηκε,

κρυφά, μὲ μπαμπεσιά,

μιὰ ἡλικία ποὺ πιὰ δὲν θὰ ξανάρθη;..

Ἔσκυψα νὰ μυρίσω ἕνα ταψὶ χαμόμηλο,

καὶ χτύπησε σὰ βέλος: -Ἄχ!

πῶς ἔτσι λησμονήθηκα καὶ χάθηκα;

Πῶς ξέχασα καὶ πέθανα

ἔτσι γοργά;

(Ἐκλογὴ 1959)

Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν συμβόλων του δὲν εἶναι τόσο ἔντονη στὸ δημοτικὸ τραγοῦδι – ἡ ἀνάλυση πάνω σ’ αὐτὸ θὰ γέμιζε βέβαια πολλὲς σελίδες καὶ ἀπαιτεῖ χωριστὸ ἀφιέρωμα. Ὁπωσδήποτε σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα δημοτικὰ τραγούδια τοῦ κάτω κόσμου ἡ ἐγκοσμίωση, (ἡ περιγραφὴ τῶν νεκρῶν μὲ ἐγκόσμια χαρακτηριστικὰ καὶ μάλιστα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐπιθυμεῖ ὁ ἀφηγητής), εἶναι πλήρης ὄχι μόνο σὲ σωματικὰ χαρακτηριστικά, μὰ καὶ σὲ συμπεριφορὲς καὶ πάθη. Σὲ αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ Ἅδη ἀποτυπώνονται πολλὲς φορὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὸν θάνατο ποὺ βρίσκουμε ἀνάγλυφα καὶ στὴν ἔντεχνη, στὴν ἐπώνυμη ποίηση. Θυμᾶστε γιὰ παράδειγμα ἐκεῖνο το «τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε/ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!» τοῦ Οὐράνη; Δεῖτε τώρα ἕνα δημοτικὸ ποὺ λέει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς, μόνο ποὺ ἐδῶ ἡ θέση αὐτὴ εἶναι πολὺ πιὸ ἔντονη, καθὼς προέρχεται ἀπὸ φωνὴ τοῦ κάτω κόσμου καὶ μάλιστα συνοδεύεται ἀπὸ ἐκδίκηση φοβερή. Θυμᾶστε ποὺ λίγο παραπάνω γράφω γιὰ τὴν ἀ-μνησία ποῦ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀργό, καθημερινὸ θάνατο; Ἐ! αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀκόμη ἐκδοχὴ αὐτῆς τῆς ἄποψης.. Τὸ ποίημα εἶναι γνωστὸ καὶ στὴν ἐκπαίδευση ὡς «Ἡ λυγερὴ στὸν Ἅδη», ἀκόμη καὶ ὡς «Ἡ λυγερή του Χάρου», ἐδῶ δημοσιεύουμε τὴν ἐκδοχὴ του (ἀπόσπασμα) μὲ τὸν τίτλο «Κόρη ἀναστέναξε στὸν Κάτου κόσμο»..

[ ]

Τρεῖς ἀντρειωμένοι βούλονται νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἅδη…

Ὁ ἕνας νὰ βγῆ τὴν ἄνοιξη, κι’ ὁ ἄλλος τὸ καλοκαῖρι,

κι’ ὁ τρίτος τὸ χινόπωρο, ὁπού εἶναι τὰ σταφύλια.

Μιὰ κόρη τοὺς παρακαλεῖ – τὰ χέρια σταυρωμένα:

-Γιὰ πᾶρτε με, λεβέντες μου, γιὰ τὸν Ἀπάνου κόσμου!

-Δὲν ἠμποροῦμε, λυγερή, δὲν ἠμποροῦμε, κόρη,

βροντομαχοῦν τὰ ροῦχα σου κι’ ἀστράφτουν τὰ μαλλιά σου,

χτυπάει τὸ φελλοκάλιγο* καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρος!

-Μὰ γὼ τὰ ροῦχα βγάνω τα, καὶ δένω τὰ μαλλιά μου,

κι’ αὐτὸ τὸ φελλοκάλιγο μὲς  στὴ φωτιὰ τὸ ρίχτω!..

Πάρετε μ’ ἀντρειωμένοι μου, νὰ βγῶ  στὸν Πάνου κόσμο,

νὰ πὰ’ νὰ δῶ τὴ μάννα μου πὼς χλίβεται γιὰ μένα!

-Κόρη μ’ ἐσένα ἡ μάνα σου  στὴ ροῦγα κουβεντιάζει!

-…νὰ δῶ καὶ τὸν πατέρα μου πὼς χλίβεται γιὰ μένα!

-Κόρη μου, κι’ ὁ πατέρας σου  στὸ καπελειὸ’ ν’ καὶ πίνει!

-…νὰ πὰ’ νὰ δῶ τὰ’ ἀδέρφια μου πὼς χλίβουνται γιὰ μένα!

-Κόρη μ’, ἐσὲν’ τὰ’ ἀδέρφια σου ρίχτουνε τὸ λιθάρι!

-…νὰ δῶ καὶ τὰ ξαδέρφια μου πὼς χλίβουνται γιὰ μένα!

-Κόρη μου, τὰ ξαδέρφια σου μὲς στὸ χορὸ χορεύουν!

Κ’ ἡ κόρην ἀναστέναξε βαθιὰ  στὸν Κάτου Κόσμο,

κι ἀνάψανε τὰ καπελειά, καὶ κάηκαν οἱ ροῦγες,

καὶ κάηκε τὸ λιθόρεμα, πόρριχταν τὸ λιθάρι,

καὶ κάηκ’ ἡ δίπλα τοῦ χοροῦ, ποὺ χόρευ’ ἡ γενιά της.

* φελλοκάλιγο: Ἐλαφρὺ παποῦτσι μὲ πάτο ἀπὸ φελλὸ

(Ν.Πολίτου, Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, 1966)

 

Εἴδαμε ὡς ἐδῶ πληθώρα ποιητικῶν καταθέσεων γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση, ἃς δοῦμε ἀκόμη μία μέσα ἀπὸ ἕνα ἐξαιρετικὸ ποίημα. Γράφω παραπάνω ὅτι ἀναγκαστικὰ δὲν ἀνθολογῶ σήμερα τὰ ἄξια ποιήματα σημαντικῶν ποιητῶν καὶ μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀπουσιάζουν ὁ «Ἐπιτάφιος» ἢ ἡ «Ἐαρινὴ συμφωνία», ὅμως ἀπὸ Ρίτσο ἃς δοῦμε ἕνα μόνο, ἀλλὰ ἐξαιρετικὸ ποίημα. Ὁ «Ὕστατος ὀβολὸς» λοιπόν..

Ὕστατος ὀβολὸς

Δύσκολες ὧρες, δύσκολες στὸν Τόπο μας… Κι αὐτός, ὁ περήφανος,

γυμνός, ἀνυπεράσπιστος, ἀνήμπορος, ἀφέθηκε νὰ τὸν βοηθήσουν…

Ἔγγραψαν ὑποθῆκες πάνω του· πῆραν δικαιώματα· ἀξιώνουν·

μιλᾶνε γιὰ λογαριασμό του· τοῦ ρυθμίζουν τὴν ἀνάσα, τὸ βῆμα·

τὸν ἐλεοῦν· τὸν ντύνουν μ’ ἄλλα ροῦχα, ξέχειλα, χαλαρωμένα·

τοῦ σφίγγουν μ’ ἕνα καραβόσκοινο τὴ μέση… Ἐκεῖνος

μέσα στὰ ξένα ροῦχα, οὔτε μιλάει κι οὔτε πιὰ χαμογελάει,

μὴ καὶ φανῆ ποὺ ἀνάμεσα στὰ δόντια του κρατάει, ὡς καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου,

σφιχτὰ-σφιχτά, σὰν ὕστατο ὀβολὸ τοῦ – μόνο τώρα βιός του –

γυμνό, ἀπαστράπτοντα κι ἀνένδοτο: τὸ  θ ά ν α τ ὸ  του!

(«Πέτρες-Ἐπαναλήψεις-Κιγκλίδωμα», Παρίσι 1971)

(Ὕστατος ὀβολὸς εἶναι βέβαια γιὰ τοὺς πολὺ νεότερους τὸ χαμηλῆς ἀξίας νόμισμα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχει ὁ νεκρὸς μαζί του γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι, στὸν κάτου κόσμο)

Δὲν εἶναι βέβαια ἕνα ἄγνωστο ποίημα, ὅμως δύσκολα γίνεται ἀπόλυτα ἀντιληπτὸ ὅτι ἐδῶ ὁ Ρίτσος σκέφτεται τὸν θάνατο ὡς «μόχλευση», ὡς τρόπο ζωῆς, ὡς τὸ ἀπόλυτο μέσο γιὰ ἕναν βίο δημιουργικὸ καὶ ἀσυμβίβαστο. Στὸ ποίημα μὲ τὴν πρώτη ἀνάγνωση, ὁ θάνατος δείχνει νὰ εἶναι ἕνα ὕστατο ἀμυντικὸ ὅπλο ἀναπαλλοτρίωτο, ἡ τελευταία γραμμὴ ἀντίστασης ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ περάσει, ὅμως κάτω ἀπὸ τὶς γραμμὲς προβάλλει καὶ ἡ διὰ τοῦ θανάτου πορεία μέσα στὴν ζωὴ – μὲ ἄλλα λόγια, προχώρα ἀσυμβίβαστος, ἐλεύθερος, γενναῖος καὶ ἂν χρειαστεῖ ρῖξε στὰ πόδια τῆς κοινωνίας τὸν θάνατό σου, αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη σου περιουσία, αὐτὸς καὶ τὸ βασικό σου κίνητρο γιὰ νὰ προλάβεις νὰ κάμεις ὅ,τι καλύτερο σὲ τοῦτο τὸν κόσμο..

Ἡ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια νέα στὴν ποίηση, ἀντίθετα προβάλλει κάθε τόσο καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, φυσικὰ ὄχι πάντα μὲ στίχους τόσο ἐξαίρετους ὅσο οἱ παραπάνω. Δεῖτε ἕνα παράξενο τετράστιχο στὴν ἴδια λογική, ἀπὸ τὸν Χρίστο Τρύφωνα, ἕναν ποιητὴ μὲ ἰδιαίτερες ποιότητες, ποὺ ὅμως δυστυχῶς σταμάτησε σχετικὰ γρήγορα τὴν ποιητική του πορεία..

Μὰ πῶς σέρνετ’ ἔτσι;..

Μὰ πῶς σέρνετ’ ἔτσι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;.. Τί ἔχει πάθει;..

Τίποτα ἰδιαίτερο. Ὁ χρόνος μόνο τὸν πομπεύει· γιατί,

μ’ ὅλο ποῦχε πιὰ νιώσει τί εἶναι ἡ ζωή,

δὲ βρῆκε τὸ κουράγιο νὰ τελειώνῃ στὰ τριάντα…

(«Ἰθαγένεια», 1966)

Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα κείμενα γιὰ τὴν Λαμπρὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰάσονα Δεπούντη, (1917-2008) καὶ εἶναι τὸ «Ποτὲ πρίν…». Στὸ διαδίκτυο δὲν θὰ τὸ βρεῖτε μόνο κουτσουρεμένο, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀπουσιάζει καὶ ὁ στίχος κλειδὶ ποὺ πάνω του βασίζεται ὅλο το κείμενο, («Μᾶς μένει ἀκόμα τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας»..). Ἀκόμη καὶ ἐὰν κάποιος δὲν ἐμβαθύνει, τὸ κείμενο ἐκπέμπει καὶ μόνο ὡς περιγραφὴ μία δύναμη μοναδικὴ καὶ ἕνα φῶς ἐκτυφλωτικό..

Ποτὲ πρίν…

Ποτὲ πρὶν δὲν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες νὰ χτυποῦν/γι’ αὐτοὺς ποὺ λείπουν./Ποτὲ πρὶν δὲν ἄναψαν οἱ γιορτινὲς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς/γι’ αὐτοὺς ποὺ γιὰ πάντα λείπουν./Ποτὲ πρίν, σὰν ἀπόψε, δὲν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος,/ γι’ αὐτοὺς ποὺ λείπουν, ἀποδημητές, στὴ χώρα τοῦ πολέμου!..//Ποτὲ πρίν!.. Αὐτοὶ τὴν ἁρμονία δίνουν στὶς καμπάνες./ Ἀνάβουν τὶς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς. Νικοῦν τὸ θάνατο/μὲ τὴν αἰωνιότητά τους!//Τοὺς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας/Γυρίζουν πολὺ καιρὸ σ’ αὐτὴ τὴν πολιτεία/Ζητοῦν ἀπόψε μιὰ θέση στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας./Χωρὶς ὕπνο, γιὰ νὰ τοὺς πεῖς νεκρούς, τυλίγοντας/τὴν κλωστὴ τοῦ κεριοῦ στὰ δάχτυλά τους,/ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν πόρτα μας,/ψάχνουν νὰ βροῦν ἁγνὴ τὴ θύμησή τους/σ’ ὅλων μας τὴ μνήμη!//Κάθονται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου μας, θλιμμένοι,/σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ τόσα χώματα πλημμυρισμένα./Ὡραῖοι σὰν τὸ θαῦμα τοῦ εὐαγγελίου./ Σὰ μιὰ κραυγὴ χαρᾶς: Χριστὸς Ἀνέστη!..//Κι αὐτὲς οἱ θεῖες καμπάνες/εἶναι τὰ λόγια τους./ Κι αὐτὲς οἱ κόκκινες λαμπάδες/ εἶναι τὸ βλέμμα τους/κι αὐτὴ ἡ λεπτὴ κλωστὴ στὰ δάχτυλά τους/ εἶναι ἡ ζωή μας!.. ὅλοι νεκροὶ καὶ ζωντανοί,/γύρω στὸ γιορτινὸ τραπέζι τῆς Λαμπρῆς!.. Στὴν/κεφαλὴ τοῦ τραπεζιοῦ:/Ὁ ἀναστᾶς Χριστός!..//Μᾶς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας/Τὸ δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα, καθὼς/ἔμπαινε στὰ πληγωμένα βλέφαρα τὸ φῶς τοῦ θείου λόγου./Κι ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι/γιὰ τὴν δικαιοσύνη,/ἕνα σπίτι ἥσυχο σ’ αὐτὴ τὴν πολιτεία καμωμένο ἀπὸ ἀγάπη.//Κι ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στὶς καρδιές,/νὰ θυμίζουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου.

(«Ὁ λόφος», Κέρκυρα 1952)

Θὰ μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε ἔτσι ἐπὶ μακρόν, ὅμως τὰ κείμενα πρέπει κάποτε νὰ τελειώνουν γιὰ νάρθουν ἄλλα στὴν θέση τους νὰ τὰ κρίνουν, νὰ τὰ ἀλλάξουν, νὰ τὰ βελτιώσουν. Εἶναι δεκάδες ἀκόμη τὰ ποιήματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ χωρέσουν ἐδῶ, μὰ νομίζω πὼς ἕνας τόνος ἔχει δοθεῖ, ἔχει ἀχνοφανεῖ μιὰ κατεύθυνση.

Ἃς προσπαθήσωμε ἕνα νοηματικὸ συμμάζεμα.

Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση στὴν ἑλληνικὴ ποίηση δὲν ἔχουν ἕνα καὶ μόνο νόημα, δὲν ἀφοροῦν μόνο τους εὐσεβεῖς ἢ τοὺς πιστούς, εἶναι πρωτίστως σκέψη, προβληματισμὸς καὶ πρόταση γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ καὶ τὶς ποιότητές της. Ἡ ποίηση δὲν εἶναι κατὰ πὼς νομίζουν πολλοὶ ἕνας στοχασμὸς σὲ κλειστὰ καὶ σκονισμένα δωμάτια, δὲν βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἶναι, (ὀφείλει νὰ εἶναι), ἡ ἀκοίμητη συνείδησή της, ἕνα κεντρὶ καρφωμένο σὲ ἀποχαυνωμένα μυαλὰ ποὺ δὲν ζοῦν τὴ ζωή, ἁπλῶς τὴν ὑποκρίνονται μέσα ἀπὸ τὴν μίμηση καὶ τὴν ἀποδοχὴ κανόνων καὶ προτύπων ποὺ ἀποδέχονται ἄκριτα καὶ ἀβασάνιστα.

Ἡ ποίηση σὲ τοῦτο τὸν τόπο κουβαλοῦσε πάντοτε ἕνα σταυρὸ – ὄχι φυσικὰ γιατί οἱ ποιητὲς ἤσαν πτωχοὶ καὶ ἔρημοι, μήτε γιατί ποτὲ δὲν ἔγινε «ἐπίσημη», καθεστὼς ἢ κυρίαρχη σὲ συνειδήσεις. Ὁ γολγοθάς της, ὁ σταυρός της, ὁ μέγας ἐχθρός της, ἦταν πάντα ἐσωτερικός, ἢ ἂν θέλετε πρωτίστως ἐσωτερικός, ἦταν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζω ἀντιλογοτεχνία, (σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους ποὺ τὸ προτιμοῦν ὡς παραλογοτεχνία), μιὰ ἄποψη δηλαδὴ γιὰ τὸ κείμενο ἐντελῶς πλαστή, κούφια, ἐφήμερη. Τὸ καλὸ κείμενο, ὁ καλὸς στίχος, δὲν ἔχουν πιὰ κοινὸ νὰ ἐπικοινωνήσουν, δὲν ἔχουν συνειδήσεις νὰ ἐπηρεάσουν – χάνονται μέσα σὲ ἕνα πολτὸ ἄλλων ἀνόητων κειμένων καὶ συγγραφέων ποὺ δὲν βαριοῦνται, (ποτὲ δὲν βαριοῦνται!.. θαυμάζω τὸ κουράγιο καὶ τὴν ἀντοχή τους!..) νὰ ἀκκίζονται ὁλημερὶς μὲ ἀλληλοεπαίνους, ἐκδηλώσεις ἀφόρητης ἀνίας καὶ ἀμπελοφιλοσοφίας, «κριτικὲς» πληρωμένες, βιβλία φασὸν κατὰ παραγγελία σὲ ὄγκο καὶ ποσότητα, συγγραφεῖς εἴκοσι πέντε καὶ τριάντα χρονῶν ποὺ περιφέρουν τὸ ποιητὴς σὰν επάγγελμα, μόνο καὶ μόνο γιατί πλήρωσαν ἕνα βιβλιαράκι μὲ στίχους καὶ ἔστησαν μιὰ παρουσίαση μὲ τὴν παρέα τους..

Ὅσοι ἀποδίδουν αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἔλλειμμα μόνο στὸ σήμερα, στὴν συγκυρία, στὴν κρίση, θέλουν νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ἡ ἀπουσία πραγματικῆς πνευματικῆς ζωῆς χαρακτηρίζει τὴν χώρα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της (ὡς κράτος). Ἐκεῖνο ποὺ περισσεύει εἶναι  οἰκονομολαγνεία, εἰκοσάχρονα ποὺ συζητοῦν ἀπὸ τώρα γιὰ τὴν μελλοντικὴ σύνταξή τους, ἀτάλαντοι συγγραφεῖς ποὺ προωθοῦν ἄλλους συγγραφεῖς, παιδεία ὑποδουλωμένη σὲ οἰκονομικὲς ἀνάγκες, ποιητὲς ποὺ δὲν ξέρουν οὔτε κὰν πῶς νὰ ἀπαγγείλουν τοὺς δικούς τους ἀνόητους στίχους, ποιητὲς δῆθεν τῆς πρωτοπορίας καὶ τῆς ποιότητας ποὺ ἔχουν ἤδη ξεχαστεῖ, δημοσιογράφοι ἐπὶ τῶν πολιτιστικῶν ποὺ ἔχουν τόση σχέση μὲ τὸν πολιτισμὸ ὅση σχέση ἔχω ἐγὼ μὲ τὴν ἀστροφυσική, συγγραφικὲς παρεοῦλες ποῦ μιλοῦν, μιλοῦν, μιλοῦν ὅλη τὴ μέρα καὶ τίποτα δὲν λένε, ἐκδότες ποὺ θησαυρίζουν ἀκόμη καὶ σήμερα μὲ τὴν ματαιοδοξία γραφιάδων, ἐκδότες ποὺ ἐκδίδουν πληρωμένα ἀπὸ ἄλλους βιβλία γιὰ νὰ τὰ κάνουν πολτὸ μέσα στὸν ἑπόμενο μῆνα, ἐκδότες ποὺ κακοποιοῦν τὴν λογοτεχνία μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σώσουν τὸ παραμάγαζό τους καὶ τὶς δέκα παρέες ποὺ τρέφονται ἀπὸ αὐτούς, πολιτικοί τῆς ἀριστερᾶς καὶ τῆς δεξιᾶς ποὺ δὲν βρίσκουν, αἰῶνες τώρα, ἕναν ἄξιο ἄνθρωπο γιὰ τὰ ὑπουργεῖα παιδείας τους, χιλιάδες πολιτιστικὲς ὀργανώσεις μὲ μηδενικὸ ἔργο ποὺ ζητιανεύουν χρήματα ἀπὸ  τὸ κράτος, ἀναγνῶστες τέλος ἄξιοι τῆς τύχης τοὺς γιατί ἀναμασοῦν ὅσα τοὺς σερβίρουν ὡς ἄξια καὶ ψάχνουν διαρκῶς δικαιολογίες καὶ ἄλλοθι γιὰ τὴν τεμπελιά τους καὶ τὸν θάνατό τους μπροστὰ στὰ ποδόσφαιρα, τὰ πρωϊνάδικα, στὴν ἀτέλειωτη ὥρα τοῦ καφέ, στὴν ρουτίνα, στὸ «ἀριστουργηματικὸ» μυθιστόρημα ποὺ περιγράφει γιὰ χιλιοστὴ φορὰ τὸ εἰδύλλιο τῆς Κούλας, τῆς κάθε Κούλας καὶ τοῦ κάθε Λούλη, ποὺ ὅλο καὶ κλαίγονται γιὰ τὴν μίζερη ζωή τους καὶ ὅλο βρίσκουν λόγο καὶ δικαιολογίες γιὰ νὰ μὴν κάνουν ἀπολύτως τίποτα, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσουν, νὰ μὴν προσπαθήσουν..

Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς θάνατος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀργός, ἐπώδυνος θάνατος στὴν πλειονότητα τῆς καλῆς ποίησης, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος τρόμος καὶ ὅλων τῶν ἄξιων της λογοτεχνίας, ποὺ ἔγραψαν στίχο βουτηγμένο στὸ αἷμα, τὸ σκληρὸ βίωμα, τὴν χωρὶς τέλος προσπάθεια γιὰ ὅλο καὶ σημαντικότερη δημιουργία.  Οἱ κοῦκλες ἰαπωνικές του Καρυωτάκη, ἡ κυρία ἐπάνω στὸ πλοῖο τοῦ Σκαρίμπα, ὅλο πόζα, ὅλο ἀναίτια μελαγχολία, πάντα μὲ ἕνα βιβλίο στὸ χέρι ποὺ οἱ σελίδες του εἶναι λευκὲς καὶ ὁ συγγραφέας του θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ὁποιοσδήποτε, ἡ καθεμία, ὁ κανένας..

Τὸ πλοῖο

Ἐκεῖ, πρὸς τὶς γραμμὲς τοῦ νότιου ἀπείρου,

περήφανο ὡς λικνίζονταν τὸ πλοῖο,

μὲ δυὸ γλαρὰ φουγάρα καὶ ὀνείρου

φῶτα χρυσά, ἡ Κυρία μ’ ἕνα βιβλίο,

στὸ χέρι ἐμελαγχόλει… Τί θεία ὥρα

στὰ βὰλς ποὺ ἡ σάλα ἀντήχει κ’ εἶχεν ἔβγει-

φωτιά! – ἡ μισὴ σελήνη!..!… Καὶ τί φιόρα

οἱ ἔξωμες μηλαῖδες καὶ τὰ ζεύγη

ποὺ ὡραία στροβιλίζονταν. Ἡ μπάντα,

ποὺ ἀνύποπτους σὲ μέθη αἰθέρια αἰώρει!

καὶ ἡ Κυρία –ὤωω!…- ποὺ ἐκράτει πάντα

ἐκεῖνο τὸ βιβλίο!.. Τὸ βαπόρι

στὸ πέλαο, ποὺ ἀγάλι ἔκανε κράτει…

Ὢ ἡ Κυρία, ἡ Κυρία αὐτὴ ἡ μοιραία,

μὲ πάντα το βιβλίο.. – τώρα – ὤ! νάτη,

κρυφά τὸ σκᾶ ἀπ’ τὴν πόρτα κι εἲν’ ὡραία,

μὰ ὠχρή… Ἐνῷ τὸ πλοῖο πλέει-ἢ δὲν πλέει;-

τὸν πλοίαρχο ἀπ’ τὸ μπράτσο ἁρπᾶ, κι ἀχνὴ καὶ κρύα:

– Γροίκησα σὰν κάποιο τίναγμα…», τοῦ λέει.

– Μὰ βέβαια! Βυθιζόμεθα, Κυρία!…

(«Ποιητικὴ Τέχνη», 1948)

 

Εἶναι πάντα ἡ ὁμίχλη ποὺ ἐμποδίζει νὰ δοῦμε τὸ παγόβουνο, ἡ ὁμίχλη ποὺ ὕπουλα περνᾷ τὶς χαραμάδες καὶ μειώνει τὴν ὁρατότητα, μειώνει τὶς ἀντιστάσεις, μειώνει τὴν ζωὴ ποὺ ἔτσι καταντᾷ μιὰ ἁπλὴ προσμονὴ θανάτου.. ἀπὸ τὸν ἐξαίρετο Βύρωνα Λεοντάρη..

Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ

Ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι

κι ὅσα γιὰ σένα εἶχες ἐλπίσει

ἔχουνε τώρα πιὰ ὅλα σβήσει-

ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι…

 

Ἡ πίστη σου, ποὺ τὴ σηκῶναν ἄλλοι,

βαραίνει τώρα καὶ συνθλίβει-

καμμιὰ σιωπὴ πιὰ δὲ σὲ κρύβει,

καμμιὰ καταφορὰ δὲν ἀναβάλλει…

 

Σκιὰ ἦταν ὅ,τι γιὰ ζωὴ ἀγαπήθη,

ἦχος στεγνὸς μιᾶς ἄδειας λέξης·

σὰν ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ διαλέξεις

εἶπες ἃς φράξουν τὴ φωτιὰ ἄλλα στήθη!..

 

Ποτάμι ποὺ ἔχει μείνει ξερὴ  κοίτη-

πῶς νἄχης ἔτσι ξεστρατίσει;..

Σοῦ ἄξιζε σένα ἀλλιῶς νὰ ζήσεις..-

ἡ ὁμίχλη μπαίνει ἀπὸ παντοῦ στὸ σπίτι…

(Βύρων Λεοντάρης, «Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ», 1959)

Ὁ Χριστὸς τῆς ποίησης, ὁ Χριστὸς τῆς σταύρωσης, ὁ Χριστὸς τοῦ Ἅδη καὶ τοῦ παράδεισου εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα πνεῦμα, συνείδηση, πρωτοπορία, μειονότητα, καταδιωκόμενος, αἱρετικός. Εἶναι φραγγέλιο μοναχὰ σὰν τὰ τάλαντα καταλαμβάνουν χώρους πνευματικούς, μὰ ἀκόμη καὶ τότε ξέρει ὅτι, φεύγοντας, περιμένουν ἀπὸ πίσω ἄλλοι δέκα ἔμποροι νὰ στρώσουν τὴν πραμάτειά τους. Γνωρίζει τὴν ματαιότητα τοῦ λόγου καὶ γιὰ τοῦτο πετάει τὸν ἕναν θάνατο ποὺ χρωστάει στὰ ριζὰ τοῦ λόφου καὶ κάμει τὸ αἷμα του σύμβολο, μπᾶς καὶ καταλάβει ὁ ὄχλος τὸ νόημα τῆς θυσίας. Τὸ πνεῦμα του εἶναι μέσα στὸν καθένα ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ γνήσιο, ἡ ἀνάστασή του συντελεῖται κάθε φορὰ ποὺ ἕνας ταπεινὸς ἀποκτᾷ τὸ μπόι καὶ ἀρνεῖται νὰ ἀθροιστεῖ μὲ τὴν μᾶζα, τὴν συνήθεια, τὴν ὑποκρισία. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναστημένος, ὁ ἐπαναστημένος Χριστός..

Ὁ ἐπαναστατημένος Χριστὸς

Τὰ βράδια, τὴν ὥρα ποὺ ξυπνᾶνε τὰ παράθυρα

καὶ βγαίνουν στὶς κορφὲς τῶν σπιτιῶν

τὰ φῶτα τῆς προσμονῆς,

σὲ συνοικίες λαϊκὲς

τοῦ κουρασμένου πατέρα ποὺ πλένει ἀπ’ τὰ χέρια του

τὸν κάματο καὶ τὴν πονηριὰ τῆς μέρας,

καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο μὲ τὰ κοιμισμένα παιδιὰ

καὶ τὸ τρεμάμενο χαμόγελο τῆς μάνας τους,

κείνη τὴν ὥρα, γλυστρώντας ἀπὸ τὶς χρυσωμένες τους ἐκκλησιὲς

ποὺ τὸν βαστοῦσαν φυλακισμένο,

κατεβαίνει ὁ Χριστὸς

μὲ ἕνα τσιγάρο στὸ ἀφτί,

μὲ τραγιάσκα ψαρά,

καὶ νύχια γεμάτα λάδι τῆς μηχανῆς,

καὶ κοιτάει τὰ σπίτια τούτων ἐδῶ των φτωχῶν

χαμογελώντας…

Οἱ συνοικίες συχνὰ ἐπαναστατοῦνε.

Θυμωμένες μανάδες χτυπᾶνε τὰ στεγνὰ στήθια τους

καὶ τὰ παλληκάρια ἀνάβουν τσιγάρο

ἢ παρακολουθοῦν αὐτοὺς που παίζουν τρίλιζα

μὲ τ’ ὅπλο ἀνάμεσα στὰ δυό τους πόδια

σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ὁδοφράγματος…

Δὲν εἶναι ὄμορφες οἱ συνοικίες.

Δὲν εἶναι ὄμορφη ἡ ἐπανάσταση,

Κι ὅταν νικᾶνε, γίνονται κι αὐτοὶ ἀντιπαθεῖς

σὰν ὅλους τους ἄλλους…

Ὅμως

ὅταν, τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἀνυποταγῆς

ἀνάψουν ὁλοῦθε οἱ φωτιὲς

καὶ δοῦν οἱ μαχητὲς πὼς τὸ τέρμα τους

εἶναι ἐδῶ, καὶ τοὺς προσμένει

μὲ τὴν ἑπόμενη ἕφοδο τῆς ἐννόμου τάξεως

ποὺ ἀναγγέλλουν κιόλας τὰ μεγάφωνα-

σὰν μοιραστῆ κ’ ἡ τελευταία ματιὰ

μαζὶ μὲ τὰ λιγοστά τους βόλια

κ’ ἐπισημάνουν τὶς θέσεις τους,

ἀποδεκατισμένοι ἐπαναστάτες χωρὶς αὔριο

τότε

μὲς ἀπ’ τὸ σκοτάδι, ξεγλυστράει φτωχοντυμένος,

ὠπλισμένος μ’ ἕνα μακρύκαννο

καὶ παίρνει τὴ θέση του ἀνάμεσά τους, σιωπηλά,

κι ἀρχίζει νὰ ντουφεκάη μαζί τους τοὺς σταυρωτῆδες του,

ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας,

ξυλουργός,

κλάσεως 1944.

(Θ.Δ.Φραγκόπουλος, «Ποιήματα ΙΙ», 1956)

Πηγὲς

(γενικὴ ἀναφορὰ)

Ἡ πλειονότητα τῶν πληροφοριῶν, (ἔκδοση, χρονολογία, στίξη, σύνταξη, ὀρθογραφία), προέρχονται ἀπὸ τὴν τρίτομη ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, τὴν ἀνθολογία Κοκκίνη, τὸ προσωπικὸ ἀρχεῖο Μάνου Τασάκου, (ποιητικὲς συλλογές, χειρόγραφα συγγραφέων, δοκίμια γιὰ τὴν ποίηση, ἐφημερίδες) καὶ τὴν βάση ψηφιοποιημένων περιοδικῶν τοῦ ΕΚΕΒΙ.

Δημοσιεύσεις

Τὸ κείμενο «Σταύρωση, θάνατος καὶ ἀνάσταση στὴν ἑλληνικὴ ποίηση», εἶναι προδημοσίευση ἀπὸ τὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «χίμαιρα» καὶ δημοσιεύθηκε ἡλεκτρονικά στὸ παλιό ἱστολόγιο καὶ στὸ λογοτεχνικό ἀρχεῖο Μάνου Τασάκου

Εὐχαριστίες

Πρὸς τοὺς συνεργάτες Ἀντιγόνη Ἠλιάδη, Simone Brousseau, Γιῶργο Καρύπη καὶ Τάκη Δελῆ γιὰ τὸν μόχθο τους στὴν συγκέντρωση τοῦ ὑλικοῦ, τὸν πολυτονισμὸ τῶν κειμένων καὶ τοὺς πολύτιμους στοχασμοὺς τους ἐπὶ τῶν δημοσιευμένων ποιημάτων. Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης θερμὰ τὸν Στράτο Κοντόπουλο γιὰ τὴν ἔγκριση δημοσίευσης ποιημάτων ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογή του «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη».

Κράτα το

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
254Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments