Τά κουρέλια..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
104Shares

DEPRESS

(Ἀληθινὴ ἱστορία, ἀποσπάσματα ἀπό διήγημα, δὲν γνωρίζω ἄλλωστε πολλὲς λεπτομέρειες. Ἀφιερωμένο σὲ ὅσους ἦταν ἐκεῖ, μὰ δὲν τὄμαθε ποτὲ ἡ μάνα τους, μήτε ἡ τσέπη τους)

 

 

Τὰ κουρέλια

 

[su_dropcap size=”5″]Π[/su_dropcap]ονεμένη ἱστορία ὁ Ἰορδάνης, νύχτα μπῆκε στὸ Πολυτεχνεῖο καὶ νύχτα βγῆκε, ξύλο στὴν εἴσοδο ξύλο καὶ στὴν ἔξοδο, ὑποχρεωτικὴ θητεία, καψόνι, διαπόμπευση καὶ χρόνια ἀνεργία. Ἀπὸ δυὸ ματωμένες βραδιὲς στὴν ΕΣΑ τοῦ στρατοπέδου τοὔμεινε μιὰ ἀναπηρία, κούτσαινε ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι, ἀλλὰ μὲ τὰ χρόνια τὸ συνήθισε, ἀνάμνηση σχεδὸν ἐκ γενετῆς. Κάποτε ᾖρθε ἡ μεταπολίτευση, μὰ ὁ Ἰορδάνης δὲν ἔφτιασε τὰ χαρτιά του γιὰ σύνταξη, δὲν τὸ καταλάβαινε κιόλας, νέος ἦταν ἀκόμη – κουτσὸς βέβαια, ἀλλὰ νέος. Κάθε χρόνο περπατοῦσε στὴν πορεία, ἀλλὰ μὲ τὰ χρόνια ἔκανε πέρα, κανέναν δὲν γνώριζε, κανέναν δὲν θυμόταν, περίεργο βέβαια, ἴσως ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ πέρασε κάπως καὶ ἡ μνήμη του νὰ εἶχε πειραχτεῖ..

[ ]

Περνοῦσαν τὰ χρόνια. Καὶ ὁ Ἰορδάνης μάζευε θυμὸ μέσα του, γιατί μήτε ψωμί, μήτε παιδεία, μήτε ἐλευθερία μπόρεσε νὰ ἀπολαύσει ποτέ του, ὁ κόσμος ἄλλαζε γύρω του, δὲν γνώριζε τὰ πρόσωπα ποὺ μιλοῦσαν καὶ ὁλοένα μιλοῦσαν, γιὰ ἀγῶνες καὶ πολυτεχνεῖα, ὑπουργοὶ μὲ μουστάκια καὶ λιμουζίνες, ὑπουργοὶ χωρὶς μουστάκια καὶ μαιζονέτες, συντάξεις, προνόμια, γλέντια, ταξίδια, ὁ πόνος στὸ πόδι χειροτέρευε κάθε χειμῶνα, χάθηκε ὁ πατέρας του, χάθηκε καὶ ἡ μάνα του, χώθηκε στὸ πατρικὸ σπίτι τῆς Ἰουλιανοῦ, μάζευε θυμὸ καὶ λύπη γιατί ἔνοιωθε ξένος καὶ μόνος, κάποτε ποὺ βγῆκε στὴν ἀνεργία πέρασε ἀπὸ τὸ κόμμα, τὸν ἔβαλαν καὶ περίμενε δυὸ ὧρες σὲ ἕνα γραφειάκι, κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴν νεολαία τοὔπανε θὰ κάνουν ἔρανο, τοὺς ἔστειλε στὸ διάολο καὶ βγῆκε στὴν πλατεῖα τρέχοντας, δὲν ἤτανε ζητιάνος αὐτός, οὔτε ἔριξε τὰ μοῦτρα του γιὰ νὰ πάρει ἐλεημοσύνη, πιὸ πολὺ γιὰ νὰ δεῖ μιὰ γνωστὴ φάτσα ᾖρθε, νὰ συναντήσει κανέναν ἀπὸ τὰ παλιά, νὰ νοιώσει πάλι κάπως μαγεμένος..

[ ]

Πέρασαν τὰ χρόνια, σχεδὸν σαράντα. Συνταξιοῦχος πιὰ ὁ Ἰορδάνης, μόνος μπροστὰ στὴν τηλεόραση, ἄκουγε σαλεμένος τὸν σκυλοκαυγά γιὰ τὸ «ποιὸς ἦταν ἐκεῖ..» καὶ τὸ «ποιὸς δὲν ἦταν..», μάλωναν κάτι ἀριστεροὶ μὲ κάτι ἄλλους ἀριστερούς, κάτι δεξιοὶ χασκογελοῦσαν μὲ τὸ ξεμάλλιασμα, τοῦρθε μιὰ ἀναγοῦλα ἀπὸ τὴν  γελοία εἰκόνα, ἀπὸ τὴν τσίκνα ποὺ βρώμαγε ἡ πολυκατοικία, ἀπὸ τὸ στενὸ μπαλκόνι ποὺ δὲν χωροῦσε οὔτε τὸ κουτσό του ποδάρι, ἀπὸ τὸ ἄδειο του ψυγεῖο, ἀπὸ τὴν μίζερη ζωή του, ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησε, ἀπὸ τὴν σφαλιάρα ποὺ ξεκίνησε πρὶν σαράντα χρόνια κι ἀκόμα τὸν πονάει..

[ ]

Ἕνας ξάδερφος, (νἄναι καλά, ὅσο τὸ μπορεῖ τὸν βοηθάει σὲ δύσκολες στιγμές..), τὸν πῆγε στὸν γιατρὸ ὅταν σταμάτησε νὰ νοιώθει τὸ πόδι του στὰ ξαφνικὰ καὶ κατρακύλησε τὰ σκαλιὰ στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του. Πῆρε τὸ πόδι ὁ γιατρός, τόστριψε, τὸ κτύπησε, τὸ ζούληξε, κάτι μορφασμοὺς ἀπορίας εἶδε στὸ πρόσωπό του τὴν ὥρα ποὺ τὸν ρώταγε.. «ποῦ τὸ πάθατε αὐτό;..»..

Ἕτοιμος ἦταν νὰ ἀπαντήσει σὰν αὐτόματο, μὰ ὕστερα ᾖρθε ἡ δειλία του, αὐτὴ ἡ φυσική τοῦ χαρακτῆρα του δειλία καὶ ντράπηκε..

«Ἀτύχημα στὴν δουλειὰ πρὶν ἀπὸ χρόνια γιατρέ μου, πιάστηκα στὴν πρέσα..»

Διαφήμιση

(Στράτος Κοντόπουλος, “Ἔρημες αὐλές”, διηγήματα, 2002)

Τοπεῖο

 Ἐρειπωμένοι τοῖχοι. Ἐγκατάλειψη.

Περασμένες μορφὲς κυκλοφοροῦνε ἀδιάφορα.

Χρόνος παλιός, χωρὶς ὑπόσταση –

τίποτα πιὰ δὲν θ’ ἀλλάξη δωμέσα.

Εἶναι μιὰ ἤρεμη σιωπὴ –μὴν περιμένῃς ἀπάντηση.

Κάποια νύχτα μαρτιάτικη, χωρὶς ἐπιστροφή,

χωρὶς νιότη, χωρὶς ἔρωτα, χωρὶς ἔπαρση περιττὴ –

κάθε Μάρτη ἀρχίζει μιὰ Ἄνοιξη.

(Τὸ βιβλίο σημαδεμένο στὴν σελίδα 16.

Τὸ πρόγραμμα τῆς συναυλίας γιὰ τὴν ἄλλη Κυριακὴ)

(Μανόλης Ἀναγνωστάκης, ὁ Αἰῶνας μας, 1949)

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
104Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
2 Comments
Τὰ παλαιότερα
Τὰ πλέον πρόσφατα Τὰ πλέον δημοφιλῆ
Inline Feedbacks
View all comments
alexia
alexia
7 years ago

Ταπεινότητα. Και ανιδοτέλεια…