Ἀναζητῆστε τα μωρέ ἐκεῖνα ποὺ ἀξίζουν..

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
85Shares

GREEK POET MONTIS

(Τὸ κείμενο δὲν εἶναι ἀναλυτική παρουσίαση τοῦ Κώστα Μόντη, ἁπλῶς μὶα μικρή εἰσαγωγή στην ποίησή του, γιὰ τὸ μέλλον ἔχει ἤδη προγραμματιστεί μία ἀναβάθμιση τοῦ ἄρθρου μὲ ἐπιπλέον ποιήματα καὶ κρίσεις γιὰ τὸ ἔργο του. Τὸ ἄρθρο ἔχει δημοσιευθεί πρὶν ἀπὸ ἕναν περίπου χρόνο στὸ παλαιό ἱστολόγιο καὶ γι’αὐτό θὰ βρεῖτε ἀναφορές ανεπίκαιρες, ὅπως ἐκείνη γιὰ τὴν ἐθνική ποδοσφαίρου ποὺ “μεσουρανοῦσε” ἐκείνες τὶς μέρες..)

Εἶναι ὧρες καὶ στιγμὲς ποὺ τὸ ἀσπρογάλανο τῆς χώρας χάνεται ἀπὸ μπρός μου καὶ κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιο σκληρὸ βλέπω μονοπάτια, πολιτεῖες, χωριὰ καὶ λαγκάδια γεμάτα ἀπὸ θησαυρούς. Σὰν πετραδάκια, σὰν βότσαλα. Νὰ ἕνας ποιητὴς ἐδῶ, νὰ ἕνα διήγημα διαμάντι παραπέρα, νὰ μιὰ ντοπιολαλιὰ ποὺ ἔχει φτιάσει ἔργα ἐξαίρετα στὴ δημοτικὴ παράδοση, ἰδοὺ πέντε σκέψεις ἐξαίρετων καὶ ἄγνωστων γραφιάδων ποὺ θ ἄξιζαν θέση ἀκόμη καὶ στὰ ἀναγνωστικά. Καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελικὰ ἀθησαύριστα, περπατοῦν οἱ ὀρδὲς ἀνυποψίαστες, χαζολογοῦν, ὑστεριάζουν μὲ τὸ ἔπος τῆς ἐθνικῆς (ἄκου ἔπος!), ξοδεύουν ὧρες, μῆνες καὶ χρόνια σὲ ἀσήμαντα, ἀναζητοῦν τὸ οὐσιῶδες στὰ ξαπλωτράπεζα τῆς παραλίας, κάποιοι φτιάχνουν καὶ ντεκὸρ – τὸ βιβλίο δίπλα στὸ ἐθνικοφραπεδορόφημα καὶ στὴ σαγιονάρα, γιατί γιὰ τοὺς περισσότερους ἡ χρήση τοῦ κειμένου εἶναι αὐτή, διασκέδαση, ψυχαγωγία, τηλεόραση χωρὶς εἰκόνα, ἀφήγηση ποὺ θὰ κολακέψει τὴν εὐκολία τους, τὴ βαρεμάρα τους, τὴν ἀβουλία νὰ ζορίσουν τὰ φαιά τους κύτταρα, μπᾶς καὶ λιγοστέψουν καὶ φθαροῦν καὶ ξεμείνουν στὰ γεράματα…

Καὶ κανεὶς δὲν σκύβει νὰ μαζέψει τὰ βότσαλα, οὐδεὶς ἕλκεται ἀπὸ κεῖνα ποὺ δὲν λάμπουν, λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μιλήσουν τὰ πιὸ ἁπλά  τους συναισθήματα, μὰ εἶναι ἐκεῖ μπροστά τους, κείτονται μισοπεθαμένα σὲ θέα κοινή, μὰ δὲ βαριέσαι, σάμπως φταῖνε κεῖνοι ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὰ σχολειά; ἔτσι διδάχτηκαν τὴ λογοτεχνία, ἔτσι σιχάθηκαν τὴν ποίηση, ἔτσι ταύτισαν κάθε τί τὸ ἀπαιτητικὸ καὶ πνευματικὸ μὲ τὴν πλήξη, τὸ ἀνούσιο, τὸ κενὸ – ἀπὸ δασκάλους ποὺ ἔμαθαν νὰ παπαγαλίζουν τὶς «Θερμοπύλες» τοῦ Καβάφη σὲ ἐθνικοπατριωτικὸ τόνο, (καὶ δὲν πρόκειται καν γιὰ τὴν καλύτερή του στιγμή…), ποὺ ἔφτασαν στὴν ἠλιθιότητα νὰ περιλάβουν τὸ «Παιδικό» του Καρυωτάκη στὰ παιδικὰ ποιήματα τοῦ σχολειοῦ μόνο λόγω τοῦ τίτλου του, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σκοτεινά του, τὰ πιὸ ὑπαινικτικά του ποιήματα… μὰ ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ καθηγητάδες δὲν μποροῦν νὰ ἔβρουν τὴν οὐσία ποὺ φωνάζει μπροστά τους, ὅταν προκρίνουν τὸν Παράσχο ἢ τὸ Eroica τοῦ Πολίτη γιὰ «ἀνάλυση» στὴν τάξη (οὔτε καν τὴν πολὺ καλύτερή του «Κορομηλιά»…) καὶ δίπλα ἔχουν ποίηση καὶ διήγημα ποὺ οὐρλιάζει γιὰ τὰ σημαντικά, μὲ ποιὸ θεϊκὸ θαῦμα ἀναμένουμε ὁ μαθητὴς καὶ αὐριανὸς ἀναγνώστης νὰ ἐκτιμήσει καὶ κυρίως νὰ ξεχωρίσει τὴν ἤρα ἀπ’ τὸ στάρι… ἐξαιρετικό, γιὰ παράδειγμα, τὸ «ἔγκλημα καὶ τιμωρία» τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἀλλὰ διάβολε, ξεύρει κανεὶς ὅτι δίπλα μας ὑπάρχει ἕνα διήγημα κέντημα γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, τὴν ἐνοχή, τὴν αὐτουργία καὶ τὴν εὐθύνη; – καὶ ἀναφέρομαι βεβαίως στὸ «Ποῖος ἦτον ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου», ἴσως τὸ καλύτερο ἑλληνικὸ διήγημα, ὅταν βέβαια ξέρεις νὰ τὸ διαβάσεις καὶ δὲν τὸ δεῖς σὰν μιὰ ἁπλὴ ἀστυνομικὴ ἱστορία… ἐπιστήμη τοῦ δικαίου, δεκαετίες πρὶν ἐμφανιστεῖ στὸ ἑλληνικὸ κράτος…

Ε!, καλά, ἔχει θυμὸ σήμερα τὸ κείμενο καὶ γιατί ὄχι; Μὲ εἰδοποιεῖ φίλος πὼς ἀναζητεῖ στὴν Ἀθήνα συλλογὴ ποιητική του Κώστα Μόντη – οἱ πωλητὲς σὲ  βιβλιοπωλεῖα τὸν κοιτοῦν σὰν νὰ ζητᾷ ἐλέφαντα πολύχρωμο ποὺ παίζει μαντολίνο. Ἄντε, ἄσε τὸν Μόντη, ἃς συμβιβαστοῦμε μὲ Ἀντωνίου, Θεοδώρου, Μέσκο, Δημάκη, ε, καλὰ στὴν ἀνάγκη Φωστιέρη… Ἡ ἀπορία στὸ βλέμμα μεγαλώνει. Ὄχι ἀγαπητέ μου κύριε, θὰ πάρετε ὑποχρεωτικὰ τὴν ποίηση ποὺ προκρίνουμε ἐμεῖς, κείνη τὴν ἀποχυμωμένη, τὴν φλύαρη, τὴν διδακτική. Ἐν ἀνάγκῃ καὶ λίγη ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ 30 ἢ τὴν ἀθηναϊκὴ σχολή, μπορεῖτε νὰ πάρετε καὶ τοὺς δώδεκα τόμους τοῦ Παλαμᾶ, θὰ ταιριάζουν ἔξοχα στὴ βιβλιοθήκη σας στὸ σομὸν ποὺ κυκλοφοροῦν, κι ἃς εἶναι οἱ ἐννιὰ ἀπὸ τοὺς δώδεκα ποιητικὲς φλυαρίες, τὸ γνωρίζουν ὅλοι, μὰ ποῦ νὰ τρέχουμε τώρα στὰ ἐπώδυνα καὶ τὰ σκοτεινά… μὰ, ἀκόμη καὶ ἐὰν θέλετε νὰ βρεῖτε τὰ ἄλλα τοῦ Παλαμᾶ, ἐκεῖνα ποὺ τσακίζουν κόκαλα, κεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ὁ γέροντας πίστευε σημαντικὰ καὶ δὲν κολάκευαν τὰ ἔνστικτα τοῦ πλήθους, ὀλίγον τί θὰ ἱδρώσετε… εὐτυχῶς ὑπάρχει τὸ διαδίκτυο ποὺ ἀνασταίνει πολλὲς φορὲς τὰ πεθαμένα… ἐντάξει, ἔχουμε καὶ Δημουλά, εἶναι τῆς μόδας, πανάθεμά με ἐὰν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πίνουν νερὸ στὸ ὄνομά της ἔχει κάνει τὸν κόπο νὰ διαβάσει τὸ σύνολο τοῦ ἔργου της – πέρα ἀπὸ κάποιους ἀτακαδόρικους στίχους ποὺ προσφέρονται καὶ γιὰ ὑπογραφὲς στὰ fora καὶ ἀμπελοφιλοσοφίες στὰ κοινωνικὰ δίκτυα…

Γιὰ τὸν ποιητὴ Κώστα Μόντη λοιπὸν σήμερα ἡ ἀναφορά. Πρὶν ἀκουμπήσουμε τὴν ποίησή του, τὰ βιογραφικά του μπορεῖτε νὰ τὰ βρεῖτε στὴ γνωστὴ διαδικτυακή ἐγκυκλοπαιδεία. Οἱ στίχοι ποὺ θὰ βρεῖτε ἐκεῖ εἶναι ἡμιτελεῖς, θὰ προσπαθήσω νὰ τοὺς συμπληρώσω. Νὰ πῶ βέβαια πὼς τὸ ἔργο τοῦ Μόντη δὲν εἶναι μόνο ποιητικό, ἀλλὰ γιὰ λόγους πρακτικοὺς θὰ περιοριστοῦμε σ αὐτό. Ἐπίσης παραλείπω τὰ «Γράμματα στὴ Μητέρα», ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστά του, εἶναι ποιήματα μεγάλα σὲ ἔκταση καὶ θὰ τὰ ἀδικοῦσε ἀποδελτίωση ἐπιλεκτική. Πιστέψτε με ἀξίζει, τόσο μὰ τόσο ἰδιαίτερος, ἔχει ποιότητες μοναδικές καὶ νομίζω θὰ τὸ ἀντιληφθεῖτε ἀπὸ τὰ πολὺ λίγα ποιήματα ποὺ παραθέτω παρακάτω. Εἶναι κρῖμα γιατί ὁ  λόγος ὁ γραπτὸς πάντα ἀφαιρεῖ πολλὰ ἀπὸ μιὰ λογοτεχνικὴ συζήτηση, μὰ τί νὰ κάνουμε, πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν γράφονται μπορεῖτε καὶ νὰ τὰ φανταστεῖτε ἢ νὰ τὰ ἀναπληρώσετε ἀπὸ ἀλλοῦ…

Ἃς πάρουμε μία γεύση. Εἶναι γνωστὴ ἡ καταγωγὴ τοῦ Μόντη ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἐκεῖ θεωρεῖται ποιητὴς ἐθνικὸς (ἃς παρακάμψουμε γιὰ τὸ παρὸν κείμενο τὸ πομπῶδες τοῦ ὄρου…). Δὲν ξέρω γιατί, οἱ πρῶτοι στίχοι ποὺ ἔμειναν στὸ μυαλὸ καὶ τοὺς θυμοῦμαι μετὰ ἀπὸ χρόνια εἶναι οἱ παρακάτω, σχετίζονται μὲ τὴν εἰσβολὴ τοῦ 74…  Νὰ μιὰ θάλασσα ἀγαπημένη στοὺς αἰῶνες, ποὺ τώρα πιὰ μάτωσε, ἔγινε πηγὴ πίκρας κι ἀναθεώρησης ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀγκαλιάζαμε στὴ μνήμη τὰ βράδια, σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς… πολλά ποιήματα τοῦ Μόντη εἶναι ἄτιτλα. 

Εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψω

πὼς μᾶς τοὺς ἔφερε ἡ θάλασσα τῆς Κερύνειας

εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψω

πὼς μᾶς τοὺς ἔφερε ἡ ἀγαπημένη θάλασσα τῆς Κερύνειας

 

Πικρὴ θάλασσα τῆς Κερύνειας

ποὺ πρέπει ν’ ἀποσύρουμε πιὰ

 

τοὺς στίχους πού σοῦ γράψαμε 

Τί ὄμορφη, τί πικάντικη (γιὰ τὸ σπαρακτικὸ δὲν τὸ συζητῶ…) σκέψη στὸ τελευταῖο τρίστιχο! Θὰ τὸ ἀφήσω ἀσχολίαστο, δὲ χρειάζεται ἄλλωστε τὶς δικές μου παρεμβολὲς καὶ παραθέτω ἕνα ἀκόμη τῆς εἰσβολῆς, γιὰ τοὺς ἀγνοούμενους. Παροῦσα καὶ δῶ ἡ ἀλλαγὴ στὸ νόημα τῆς ὕλης, ἡ μετατροπὴ ἁπλῶν, καθημερινῶν πραγμάτων σὲ σύμβολα ἐφιαλτικά, διαχρονικὰ σκοτεινά – πόνος μόνιμος ποὺ ἀλλάζει τὴ ματιὰ καὶ ἀφήνει ἀμείωτη τὴ λύπη…

 

Γιὰ τὶς φωτογραφίες τῶν αγνοούμενων

 

Αὐτὲς οἱ φωτογραφιοῦλες ἦταν ἁπλῶς

γιὰ νὰ βγῆ τὸ διαβατήριό τους

τότε ποὺ θὰ ‘φευγαν γιὰ σπουδές.

Ποῦ νὰ φανταζόντουσαν πὼς θὰ παρέμεναν

νὰ τὶς σφίγγουν ἔτσι νυχτοήμερα

τὰ χέρια τῆς μάνας τους,

ποῦ νὰ φανταζόντουσαν πὼς θὰ παρέμεναν

νὰ τὶς σφίγγουν ἔτσι νυχτοήμερα

τὰ χέρια τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς τους,

τὰ χέρια τῆς γυναίκας τους,

νάν’ στὶς σχολικὲς τσάντες τῶν παιδιῶν τους;

Ποῦ νὰ φανταζόντουσαν νὰ μὴν ἔβαζαν τουλάχιστο

ἔτσι στραβά το σκουφὶ νὰ ἐπιτείνη,

νὰ μὴ χαμογελοῦσαν αὐτὸ τὸ χαμόγελο

νὰ ἐπιτείνη; 

Ὁ ἴδιος ὁ Μόντης δὲν ἔχει ἀρνηθεῖ τὶς ἐπιρροές του καὶ τὴν ἀδυναμία του σὲ Καβάφη καὶ Καρυωτάκη. Τὸ παρακάτω πράγματι φέρνει στὸ νοῦ τὴ μπαλάντα τοῦ Καρυωτάκη γιὰ τοὺς ἄδοξους ποιητές, μὰ εἶναι νόστιμη παραλλαγὴ – στὴν κατάληξή του οἱ ἐπίδοξοι ποιητὲς θὰ ἀναγνωρίσουν μύχιες σκέψεις, ἔστω καὶ μέσα ἀπὸ τὸν σαρκασμό του… 

Περὶ ποιήσεως

«Κυτάχτε τώρα τὸν Κωστάκη!

Θαρρεῖ πὼς κάτι εἶναι ποὺ γράφει.

Τὴ μιὰ μιμεῖται Καρυωτάκη,

τὴν ἄλλη Ἔλιοτ ἢ Καβάφη».

Ποιὸς ἂν τοῦ πῶ θὰ καταλάβει

πὼς ὁ Καβάφης κι ὁ Ἔλιοτ μὲ μιμήθηκαν,

μονάχα ποὺ ἔτυχεν ἁπλῶς καὶ μοῦ προηγήθηκαν; 

Ὁ Μόντης ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὸ ὀλίγον (σὲ ποσότητα) τῶν στίχων, πολλὴ ἀπὸ τὴν ποίησή του εἶναι ἐπιγραμματική, εἶναι ἡ ποίηση ποὺ ἀγαπῶ ἰδιαίτερα γιατί ἐπιλέγει συνήθως τὸ καίριο, ὅταν δὲν γίνεται ἐξυπνακίστικη, μεγαλόστομη ἢ πομπώδης… 

Πρὸς ποιητὴν

Δὲν εἶχες τίποτα νὰ πεῖς, κύριε.

Γιατί ἠνώχλησες τὶς λέξεις,

γιατί τὶς ἠνώχλησες; 

Τὸ Καβαφικοῦ ὕφους «Νύχτες». Στὸν Καβάφη ἡ αἴσθηση τῆς φθορᾶς σὲ ψυχὲς καὶ ἄψυχα εἶναι διάχυτη, εἶναι ἕνα μέρος ἀπὸ τὴ γοητεία του, μιὰ φωτογραφία ἢ ἕνα κορμὶ ποὺ σβήνει ἀπὸ τὴ μνήμη καὶ μένει μόνο το ἄρωμά τους, ἕνα δειλινὸ φευγαλέο ποὺ ξυπνᾷ νοσταλγίες, ἕνα κρεβάτι ποὺ φέρνει στὸ νοῦ ἔρωτες ληγμένους. Ὁ Μόντης τὸ προσπαθεῖ καὶ ἀπογυμνώνει τὴν «αἴσθηση», πετάει ἕνα ἀκόμη (κάποτε λυρικό…) ροῦχο πάνω ἀπὸ τὸ στίχο, μία ἀκόμη φλοῦδα καταπίπτει καὶ ὁ ἀναγνώστης μένει ἀντιμέτωπος μὲ κεῖνο ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει. Προσέξτε τὴ λέξη «ἔγνοια», τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸ οὐσιῶδες ποὺ προσπαθεῖ νὰ καλύψει ἡ νύχτα, οἱ ἀνέμελες παρέες ποὺ σκορπίζουν σὰν πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ σοβαρά, ἡ διαρκὴς ἀναβολὴ νὰ ἀσχοληθεῖ κάποιος μὲ τὰ ναὶ καὶ τὰ ὄχι, μικρὰ καὶ μεγάλα, μὰ πάντα ἐπώδυνα ἢ ἀπαιτοῦντα κάματο καὶ γενναιότητα… 

Νύχτες

Καλά, θ’ ἀπορροφήσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἔγνοια σου

ἡ μέρα, ἡ κίνηση, ἡ δουλειά σου, οἱ φίλοι

καὶ θὰ μπορέσεις ὕστερα νὰ πᾶς

σὲ κάνα θέατρο ἢ κέντρο ἢ ὅπου ἀλλοῦ.

Ὅμως ὅταν τελειώσουν ὅλα,

τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα κλείσουν

καὶ ποῦν οἱ φίλοι καληνύχτα

καὶ πρέπει νὰ γυρίσεις πιὰ στὸ σπίτι, τί θὰ γίνει;

Τὸ ξέρεις πὼς σκληρή, ἀδυσώπητη

σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια.

Θὰ ‘σαι μονάχος.

Καὶ τότε θὰ λογαριαστεῖτε,

θὲς ἢ δὲν θὲς θὰ μποῦν κάτω ὅλα νὰ λογαριαστεῖτε.

Θὰ ‘ σαι μονάχος.

Κι ἀνυπεράσπιστος ἀπ’ τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα

κι ἀπ’ τὴ δουλειά σου καὶ ἄλλες φίλους.

Σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια.

Θὰ ‘ρθεῖς, δὲν γίνεται. Εἲν’ τόσο σίγουρη γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περιμένει.

Εἶναι στὸ σπίτι καὶ σὲ περιμένει… 

Τὸ ἑπόμενο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ προηγούμενου, κεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποφύγει τὸ συλλογισμὸ τῆς νύχτας, νὰ ματαιώσει τὴν ἐπιστροφὴ του σπίτι καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἔγνοια, θὰ τὴ βρεῖ στὰ ὄνειρά του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ κεῖ ἡ εὐκολία ἔχει βρεῖ τρόπο νὰ περάσει… 

Κάθε βράδυ στὰ ὄνειρά μας

ἐχτίθεται ἀνεπανόρθωτα τὸ μυαλουδάκι μας

κάθε βράδυ τὰ ὄνειρά μας

μᾶς ἀποκαλύπτουν πλήρως τὴ μικρότητά του.

 

Ὅμως ἐμεῖς ἀγρὸν ἠγοράσαμεν,

ὅμως ἐμεῖς τοῦ ἐπιτρέπουμε τὴν ἄλλη μέρα

νὰ ὑποτιμήσει τὰ ὄνειρα

ὅμως ἐμεῖς τοῦ ἐπιτρέπουμε τὴν ἄλλη μέρα

 

νὰ ὑποσκάψει τὴ λυδία λίθο,

νὰ γελοιοποιήσει τὶς ἀποκαλύψεις

Νὰ καὶ μερικὰ ἐπιγραμματικά, τὸ πρῶτο γιὰ τὴν μελαγχολία, πολὺ ἀγαπημένο… 

Μὴ φοβόσαστε. Ὅταν σᾶς κτυπήση τὴν πόρτα καὶ δὲν ἀνοίξετε

θὰ φύγει. Εἲν’ εὔθικτη εὐτυχῶς,

εἶν’ εὐτυχῶς ἀσυνήθιστη στὰ «ὄχι». 

Γιὰ τὴν πρώτη ἀγάπη 

Ἡ πρώτη ἀγάπη  Ι

 Ἐκείνη ἡ πρώτη ἀγάπη ποὺ ὅσο καιρὸς καὶ νὰ περάσει

εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ μένει καλοῦ – κακοῦ δεκαέξι χρονῶν,

Διαφήμιση

ἐκείνη ἡ πρώτη ἀγάπη ποὺ ὅσο καιρὸς καὶ νὰ περάσει

εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ τριγυρνᾷ δεκαέξι χρονῶν στὸ μικρὸ προά­στιο

μὴ τυχὸν καὶ τὴν ξαναχρειαστεῖς καμιὰ φορά,

μὴ τυχὸν κι ἀνατρέξεις καμιὰ φορά στὴν ἀνάμνησή της!

 

  Ἡ πρώτη ἀγάπη  II

Δὲν ἔχει σημασία ποὺ δὲν εἶχε συνέχεια ἡ πρώτη σου ἀγάπη.

Δὲν ἦταν δική της δουλειὰ ὁ γάμος καὶ τὰ παιδιά.

Ἄλλος ἦταν αὐτῆς ὁ προορισμός της. 

Δὲ γράφεις τὸ παρακάτω ἐὰν δὲν ἔχεις βιώσει ἀδιέξοδα καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ «ἐπὶ ματαίω», ἔστω καὶ στὸ περιβάλλον σου… 

Ζωὴ

Ἔτσι ὅπως τὸν αὐτόματο τηλεφωνητὴ

Ποὺ μόλις πάρετε τὸν ἀριθμὸ

 

ἀρχίζει νὰ σᾶς λέει πρὶν σᾶς ἀκούσει,

ἔτσι ὅπως τὸν αὐτόματο τηλεφωνητὴ

ποὺ ἔχει προγραμματισμένη τὴν ἀπάντηση,

ποὺ ἔχει ἕτοιμη τὴν ἀπάντηση,

ποὺ δὲ συζητεῖ τὸ θέμα,

ποὺ δὲ μεταπείθεται. 

Ά!, νὰ καὶ τὸ μυστικό της μελαγχολίας, ἐδῶ ὁ Μόντης δὲν μασάει τὰ λόγια του, δὲν ἀστειεύεται, γιὰ μένα σύντομη, πολὺ σύντομη παραλλαγὴ στοὺς ἰδανικοὺς αὐτόχειρες τοῦ Καρυωτάκη. Διαβάστε το καὶ θυμηθεῖτε λίγο τὴν ὀργισμένη μου εἰσαγωγή… 

Τὸ μυστικό της μελαγχολίας

Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ παρέμεινες στὴν ἐπιφάνειά της

Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ δὲν ἤξερες

Πὼς ἡ διέξοδος εἶναι στὸν πυθμένα

Ποὺ φοβήθηκες νὰ βυθιστεῖς μέχρις αὐτοῦ. 

Καὶ νὰ ἕνα ἀπὸ κεῖνα (“Δὲν ᾖρθαν”), ποὺ θεωρῶ ἐξαιρετικά, ἐδῶ οἱ ἀναγνώσεις εἶναι πολλαπλές, μὴν μείνετε στά προφανῆ… 

Δὲν ᾖρθαν

 Δὲν ᾖρθαν οἱ θεατὲς ποὺ περιμέναμε,

δὲν ᾖρθαν οἱ θεατὲς ποὺ περίμεναν τ’ ἀναμμένα φῶτα

καὶ ματαιώθηκε ἡ παράσταση

καὶ καθήσαμε μονάχοι στὴν πλατεῖα

τριγυρισμένοι ἀπ’ τ’ ἄδεια καθίσματα

μὲ πολλὴ κατάθλιψη

καὶ μ’ ἕνα παράξενο ἡδονισμό,

μ’ ἕνα ἐντελῶς ἀνεξήγητο ἐνδόμυχο ἡδονισμό. 

Μερικὰ διαμαντάκια ἀπανωτά… 

Ἡ φυλακὴ

  Τὸ χειρότερο δὲν εἶναι

ποὺ μ’ ἔκλεισαν σ’ αὐτὴ τὴ φυλακὴ

καὶ πῆραν τὰ κλειδιὰ κι ἔφυγαν,

μὰ ποὺ δὲν ξέρω ὡς ποῦ φτάνει ἡ φυλακή μου,

ποὺ δὲν ξέρω τὸ περίγραμμά της,

γιὰ νὰ κάνω ἐπιτέλους

σὰν ἄνθρωπος κι ἐγὼ

μίαν ἀπόπειρα ἀποδράσεως 

Δεύτερη παρουσία, ἔξοχη ἀνατροπή τοῦ ἀναμενόμενου.. 

Συγχώρεσε τον Κύριε

ποὺ θὰ παρουσιαστεῖ ἀναμάρτητος

καὶ δὲ θὰ ‘χη ἀπάντηση ὅταν τὸν ρωτήξης:

“Εσύ τί ἔκανες τόσα χρόνια

Ἐσὺ ποῦ σπαταλήθηκες τόσα χρόνια;” 

Καὶ ἀκόμη… 

Ὑπομονή. Λίγη ἀκόμα κωπηλασία καὶ τελειώνουμε,

λίγη ἀκόμα κωπηλασία καὶ βουλιάζουμε 

..ἢ ἐκεῖνο γιὰ τὸ ἐγγονάκι τοῦ θεοῦ, παρόμοια ἀναφορὰ καὶ στὸ μεθεπόμενο ποὺ τὸ πιστεύω σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀνθρώπινα ποὺ ἔχω διαβάσει ποτέ, ὠχριοῦν μπροστά του μεγαλοστομίες γιὰ τὸ θάνατο, ἀκόμη καὶ ποιητῶν τοῦ Νομπέλ… 

Γιὰ τὸ θεὸ

 Λοιπὸν νομίζω πὼς ἂν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν Γιὸς του

μὰ ἐγγονός Του

δὲν θὰ μᾶς ἄφηνε νὰ Τὸν σταυρώσουμε

κι ἃς γινόμαστε ὅ,τι θέλαμε.

 (θυμηθεῖτε πὼς ὁ τίτλος στὴ Νεοελληνικὴ ἔχει ἔννοια διττή…)

 

Πρὸς Χάρο

Δὲ θάχω “ὄχι”.

Φτάνει μονάχα νὰ ξέρω

Πὼς δὲ θὰ μὲ ζητήξη ἐκεῖνο τὸ πρωὶ τὸ ἐγγονάκι μου,

φτάνει μονάχα νὰ ξέρω

πὼς δὲ θὰ περιέρχεται τὸ σπίτι καὶ νὰ μὲ γυρεύῃ

πὼς δὲ θὰ περιέρχεται τὸ σπίτι καὶ νὰ μὲ φωνάζῃ.

Σοῦ τὸ λέω ἀπὸ τώρα,

σὲ προειδοποιῶ ἀπὸ τώρα ὑπὸ ποιὰ προϋπόθεση! 

Ά, δεῖτε κι αὐτό, ἔτσι μήπως κι ἀγαπήσετε τοὺς ποιητάδες… 

Μᾶς σκότωσαν τοὺς ἀρχηγοὺς

κι ἐπιστρέφουμε ἀκέφαλοι

μ’ ὁδηγὸ (τί νὰ κάναμε; ) ἕνα γραφιά.

Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς αὐτοὶ οἱ γραφιάδες

ξέρουν νὰ βρίσκουν τὴ θάλασσα. 

Ἄλλο… 

Καλὴ ἡ λευτεριά, πρώτη ἡ λευτεριά,

μά σου ’χει κάποτε μιὰ σκλαβιά,

 

σοῦ ’χει μιὰ σκλαβιά! 

Γιὰ τὴ ζωή, μὰ τί παραδοχή καὶ τούτη τοῦ αὐτονόητου… 

Ζωὴ

Δὲν τὴ νοιάζει ἂν μᾶς δυσαρεστεῖ.

Ξέρει πὼς δὲν θὰ ξανασυναντηθοῦμε. 

Εἶναι κι ἄλλα πολλά, (πάρα πολλά, ο Μόντης εἶναι πολυγραφότατος καὶ τὰ περισσότερα ποιήματά του εἶναι εξαιρετικῆς ποιότητας), μὰ θαρρῶ πώς τα παραπάνω εἶναι ἀρκετὰ γιὰ κεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξερευνήσει. Ξεχάστε αὐτὰ τὰ προσχηματικά, ἑκατὸ χρόνια φέτος ἀπὸ τὸ θάνατό του, δέκα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του – ἡ ποίηση εἶναι ἀέναη καὶ χρείαν δὲν ἔχει ἐπετείων γιὰ τὴν ἀνάγνωσή της. Εἴδαμε καὶ τὸ Καβαφικὸ ἐπετειακὸ τί ἀποτελέσματα ἔφερε. Ἡ ποίηση εἶναι μέσα σας καὶ ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἀποχωριστεῖτε, ὅταν καταλάβετε πόσο μπορεῖ νὰ ἀνακουφίσει, νὰ παρηγορήσει, νὰ ἀποκαλύψει καὶ νὰ καταγγείλει…

Σὰν νὰ βλέπω πρόσωπα ἐκνευρισμένα. «Ἀμὰν μὲ τοῦτα τὰ βαριά, ποὺ μᾶς χαλοῦν καὶ τὸ ἔπος τῆς ἐθνικῆς στὸ μουντιάλ…». Ε, καλά, ἀφῆστε καὶ μᾶς στὴ γωνιά μας, τοὺς ὀλίγους, τοὺς ὀλίγιστους, νὰ παίζωμε τὰ παιχνίδια μας. Ἀλαφροπατώντας τὸ κάμωμε, δὲν ἐνοχλοῦμε κανέναν…

Ἔπος! – ἄκου ἔπος… Κακόμοιρη γλῶσσα, εἶχαν δὲν εἶχαν σὲ εὐνουχίσαν γιὰ νᾶσαι ταιριαστὴ μὲ τὴν ἀλεποῦ τὴν κολοβὴ…

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
85Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
2 Comments
Τὰ παλαιότερα
Τὰ πλέον πρόσφατα Τὰ πλέον δημοφιλῆ
Inline Feedbacks
View all comments
trackback

[…] τὸ ποίημα «Νύχτες» τοῦ Κώστα Μόντη; Κάτι ἀνάλογο ἔχει γράψει ὁ Maurice Rollinat (1846 – 1903) – […]

trackback

[…] τὸ ποίημα «Νύχτες» τοῦ Κώστα Μόντη; Κάτι ἀνάλογο ἔχει γράψει ὁ Maurice Rollinat (1846 – 1903) – […]