Ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη φετίχ στὴν βιβλιοθήκη νησί

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares

Ὅταν ὁ Μάνος Τασάκος μοῦ ζήτησε ἕνα κείμενο γιὰ τὶς προσωπικὲς βιβλιοθῆκες, (ἔτσι τόπε, γενικά…), δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ ἡ μνήμη μου ἀνακάλεσε ἐκείνη τὴν ἐρώτηση κλισὲ στὰ περιοδικὰ τοῦ 60, ποὺ συνεχίζει νὰ ἐκφέρεται βέβαια ἕως καὶ σήμερα: «Ἐὰν ἔπρεπε νὰ πάρετε ἕνα καὶ μοναδικὸ βιβλίο σὲ ἕνα ἐρημονῆσι, ποιὸ θὰ ἦταν αὐτό;». Ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ ἀπαντήσω ἱκανοποιητικὰ τὴν ἐρώτηση, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ διαπιστώνω ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, εἶναι μία σημαντικὴ μεταβολὴ στὴν συγκρότηση τῆς προσωπικῆς μου βιβλιοθήκης, μία σημαντικὴ ἀλλαγὴ στὴν ἀξιολογική μου κρίση γιὰ τὴν διαμόρφωσή της. Ἀναπάντητο βέβαια παραμένει τὸ ἐρώτημα ἐὰν αὐτὸ ἀντανακλᾷ μιὰ ὡρίμανση, μιὰ βελτίωση τῆς κρίσης μου ἢ ἐὰν ἁπλῶς ἡ σκέψη μου μὲ τὴν ἡλικία γίνεται ἀνυπόμονη, ἀρχίζει νὰ ἀπορρίπτει ἐκεῖνα ποὺ ἔχει ἐνσωματώσει καὶ προσπαθεῖ νὰ κερδίσει πολύτιμο χρόνο μέσα ἀπὸ ἐπιλογὴ περισσότερο αὐστηρὴ καὶ οὐσιώδη. Ὅμως ἀς πάρω τὴν ἱστορία ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Εὐτύχησα νὰ γεννηθῶ σὲ ἕνα περιβάλλον ὅπου το βιβλίο εἶχε μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἐκπροσώπηση, σὲ μιὰ βιβλιοθήκη ποὺ σήμερα θὰ τὴν ὀνόμαζα πυρηνική, βιβλία δηλαδὴ προσεκτικὰ ἐπιλεγμένα, σύμφωνα βέβαια μὲ τὴν πατρικὴ κρίση καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς – αὐτὸ τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι δὲν ἦταν μόνο ἀποτέλεσμα ἐπιλογῆς μὰ καὶ ἀνάγκης, τὰ βιβλία δὲν ἦταν ποτὲ ἰδιαίτερα προσιτὰ γιὰ τὰ ἑλληνικὰ εἰσοδήματα καὶ ἡ ἀγορὰ τους ἦταν προσεκτικὰ σχεδιασμένη, προγραμματισμένη καὶ ὑποβοηθούμενη ἀπὸ τὴν γραφίδα σημαντικῶν κριτικῶν τῆς ἐποχῆς. Ὅπως καὶ νάχει ἦταν μιὰ βιβλιοθήκη εὐρέος φάσματος, φιλοξενοῦσε τὸν  Καζαντζάκη δίπλα στὸν Σικελιανό, τὸν Οὐάιλντ δίπλα στὸν Θεοτόκη, τὸν Θουκυδίδη παρέα μὲ τὸν Λουντέμη, τὸν Μαλαρμὲ ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Παπατζώνη.

Κι ὕστερα ᾖρθε ἡ μεταπολίτευση καὶ ὁ ἐκδοτικὸς ὀργασμός, ἡ ἄκριτη ἔκδοση βιβλίων, οἱ προσφορές, τὰ παλαιοβιβλιοπωλεῖα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ συνειδητοποίησα πὼς τὸ βιβλίο ἦταν τὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων μου, ξεκίνησε καὶ ἡ σχέση μου μαζί του μὲ τὴν ἴδια μανία, τὸν ἴδιο φετιχισμὸ ποὺ διακατέχει ἕναν ἔφηβο στὶς ἐρωτικές του φαντασιώσεις. Τὸ πρωτεῦον δὲν ἦταν πάντα το περιεχόμενο, ἀλλὰ τὸ βιβλίο γιὰ τὸ βιβλίο, τὸ κείμενο γιὰ τὸ κείμενο, τὸ χαρτὶ γιὰ τὴν μυρωδιά του, τὴν παλαιότητά του, τὴν γραμματοσειρά του. Ὑπῆρχε μιὰ θάλασσα ἐκεῖ ἔξω μὲ κάθε λογὴς θαλασσινά, ἤμουν νέος καὶ ἄπληστος, ἤθελα τὴν ποσότητα, τὴν ἀποθησαύριση, τὴν ἀποθήκευση. Δίπλα σε κάθε λογῆς βιβλία τὰ περιοδικά, οἱ πανεπιστημιακὲς διατριβὲς καὶ σημειώσεις, τὰ κόμικς, ἡ συλλογὴ ἐντύπων κάθε λογῆς γινόταν μὲ τὴν ἐμμονὴ συλλέκτη. Οἱ τίτλοι ξεπέρασαν τὶς μερικὲς ἑκατοντάδες, κάποτε ἔγιναν χιλιάδες, οἱ κιτρινισμένες σελίδες ἔφεραν προβλήματα πρακτικά, οἱ μετακομίσεις στὴν ἐνήλικη ζωή μου ἔγιναν δύσκολες, κουραστικὲς καὶ χρονοβόρες.

Εἶχε βέβαια σημαντικὰ πλεονεκτήματα αὐτὸς ὁ φετιχισμός. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου κάποιες ἐκδόσεις ἔγιναν σπάνιες, χειρόγραφα ποιητῶν καὶ πεζογράφων ἀποκάλυπταν λεπτομέρειες χρήσιμες ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ ἀλλοῦ, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη καὶ λογοτεχνικὴ ἔκφραση λίγο ἀπεῖχε ἀπὸ τὸ νὰ θεωρηθεῖ ἐπαρκῶς ἀντιπροσωπευτική, ἀκόμη καὶ ἐπαρκής γιὰ μιὰ ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τόσο λίγο διαθέσιμο χρόνο.

Θυμᾶμαι τὴ μέρα ποὺ χρειάστηκε νὰ γράψω ἕνα κείμενο πολὺ ἀπαιτητικό, στὴν πραγματικότητα ἕνα φιλολογικὸ δοκίμιο ποὺ ἀπαιτοῦσε ἐξαιρετικὴ προσοχή, μεγάλη βιβλιογραφία, σημειώσεις σχολαστικὲς καὶ κυρίως κριτικὸ πνεῦμα. Καὶ τότε, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἕνας μαθητὴς στὶς ἐξετάσεις θυμᾶται μὲ μία μαγική διαδικασία ἐκεῖνα ποὺ διάβαζε ἐπιμελῶς γιὰ χρόνια καὶ ἡ πένα τρέχει μόνη της, ἔτσι καὶ τὸ δικό μου χέρι ὁλοκλήρωσε σὲ χρόνο σύντομο ἐκεῖνο ποὺ πίστευα πὼς θὰ πάρει τουλάχιστον μῆνα – ὅλη ἡ ἀνάγνωση, ὅλη ἡ γνώση, ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς βιβλιοθήκης μὲ τρόπο αὐτόματο ξεχύθηκε στὸ χαρτί, ἀλλὰ (καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ σημαντικό), μὲ ἕνα τρόπο κριτικό, μὲ ἕνα τρόπο ποὺ ὑπερέβαινε τὰ ὅρια τῶν κειμένων ποὺ εἶχαν διαβαστεῖ – ἐπιτέλους ἡ σκέψη εἶχε βρεῖ τὸ δικό της μονοπάτι, τὸν δικό της δρόμο, μιὰ σχετικὴ ἀνεξαρτησία, δεῖγμα πὼς εἶχε γεννηθεῖ μιὰ κριτική συνείδηση.

Ἐκείνη τὴ στιγμή, τὴν ὥρα ποὺ χαρούμενος ἀνακάλυψα πόσο «αὐτόματα» εἶχα ἐνσωματώσει τὸ ἀπόσταγμα χιλιάδων κειμένων, ἐκείνη τὴ στιγμὴ λοιπὸν ἀποκαλύφθηκε μπροστά μου, τόσο ἡ πολύτιμη λειτουργία τοῦ φετὶχ ὅσο καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς λήξης του. Γιὰ πρώτη φορὰ, εἶδα τὴν τεράστια βιβλιοθήκη ποὺ εἶχε συγκροτηθεῖ μὲ πολὺ ἐλαστικὰ κριτήρια, ὡς μία βιβλιοθήκη – φροντιστήριο, ὡς ἕνα μέταλλο προπαρασκευῆς συνειδήσεων, μὰ τὸ σημαντικότερο εἶναι αὐτό: μέσα ἀπὸ τὴν εὐρύτατη ἐπιλογή, μέσα ἀπὸ τὴν συνύπαρξη στὸ ἴδιο ράφι τοῦ σημαντικοῦ καὶ τοῦ ἀσήμαντου, διαμορφώθηκαν στέρεα κριτήρια ποιότητας, ἱκανότητα ἀξιολογικῆς κρίσης καὶ πρὸ πάντων γλωσσικὸς πλοῦτος. Αὐτὸ ἦταν. Ἡ πατρικὴ βιβλιοθήκη μεγάλωσε καὶ ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολή της, ἔφτασε στὴν κορύφωσή της καὶ τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ ξεκινήσει διαδικασία ἀντίστροφη καὶ ἀφαιρετική: ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη φετὶχ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσω στὴν βιβλιοθήκη νησί, στὴν βιβλιοθήκη τῆς συνείδησής μου, ἐκείνη ποὺ θὰ φιλοξενοῦσε τὸν πυρῆνα, τὰ ἄξια των ἀξίων, τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων, ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀντανακλοῦσαν ὅσο γίνεται καλύτερα τὰ δικά μου πλέον κριτήρια ἀξιοσύνης τῶν συγγραφέων τους.

Ὁμολογῶ ὄχι χωρὶς κάποια μικρὴ στενοχώρια, ξεκίνησε ἡ διαδικασία. Πάρα πολλὰ βιβλία ταξίδεψαν σὲ σχολικὲς βιβλιοθῆκες, ἰδιαίτερα στὰ νησιὰ γιὰ νὰ ξεκινήσουν τὴν προσφορά τους ἀπὸ τὴν ἀρχὴ (τί μαγικὴ ἰδιότητα! Νὰ μποροῦν τὰ βιβλία νὰ διαμορφώνουν συνειδήσεις ἀενάως, ἀνεξάρτητα ἀπὸ χρόνο καὶ χῶρο…). Ἄλλα χαρίστηκαν σὲ φίλους, κάποια ἐπέστρεψαν στὰ ράφια τῶν μικρῶν βιβλιοπωλείων, τὰ σπανιότερα δωρίθηκαν σὲ ἱδρύματα. Τὸ ταξίδι τους μαζί μου εἶχε τελειώσει, ὁ σκοπὸς εἶχε ἐκπληρωθεῖ. Ἀπέναντί μου τώρα ἁπλώνονται γύρω στὰ ἑκατὸ μὲ ἑκατὸν πενῆντα βιβλία. Κάθονται ἄνετα, ἀναπνέουν δίχως σκόνη, χρησιμοποιοῦνται σχεδὸν καθημερινά, εἶναι πιὰ ὁ καθρέπτης μου, ἡ βιβλιοθήκη ποὺ θὰ ἔπαιρνα σ ἐκεῖνο τὸ ἐρημονῆσι τῆς παλιᾶς ἐρώτησης. Βέβαια, νὰ τὴν πῶ τὴν ἁμαρτία μου, ἡ σχέση μὲ τὸ διαδίκτυο ἔκανε τὸν ἀποχωρισμὸ εὐκολότερο, καθώς πολλὰ ἀπὸ κεῖνα ποὺ χάρισα εἶναι πιὰ διαθέσιμα καὶ ψηφιακά.

Διαφήμιση

Δὲν εἶμαι πιὰ ἐγωιστής, δὲν εἶμαι πιὰ φετιχιστής, ἡ ἐξάρτησή μου ἀπὸ τὰ βιβλία ἦταν ταυτόχρονα κι ἐκείνη ποὺ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸν καταναγκασμὸ τῆς ἀδιάκριτης συλλογῆς τους. Τώρα κάθε ἀγορὰ εἶναι καὶ μία ἐνεργητικὴ πράξη, μιὰ συνειδητὴ ἐπιλογή, ἕνα προσεκτικὸ βῆμα. Ἐπέστρεψα σὲ μιὰ ἄλλη πατρικὴ βιβλιοθήκη μὲ διαφορετικὸ περιεχόμενο – ἴσως κάποτε οἱ ἐπίγονοι κτίσουν ἐπάνω της τὸ δικό τους φροντιστήριο, τὴ δική τους συνείδηση. Τώρα πιὰ ὁ χρόνος λειτουργεῖ ἀφαιρετικά, ἡ κριτική μου ματιὰ εἶναι φίλτρο στέρεο, χωρὶς αὐτὸ βέβαια νὰ σημαίνει πὼς εἶναι περίκλειστη καὶ δὲν πειραματίζεται μὲ νέες φωνὲς καὶ νέα λογοτεχνικὰ ρεύματα.

 Ἃς μὴν παρεξηγηθῶ. Στὴν οὐσία δὲν θεωρῶ καμία συνείδηση ἐπαρκῶς κριτικὴ καὶ στοιχειωδῶς ὁλοκληρωμένη. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα σημεῖο τομῆς, (δὲν τὸ νοιώθουν ὅλοι ἴσως, δὲν ἐπέρχεται ἴσως γιὰ ὅλους ἡ αὐτόματη μετάβαση…), ὅπου ἕνας ἀναγνώστης νοιώθει, μὲ ἀρκετὴ ἀντικειμενικότητα, πὼς τὸ λογοτεχνικό του κριτήριο ἔχει ἀναπτυχθεῖ σὲ ἐπίπεδο μὴ ἐπεκτάσιμο, ἡ νόησή του ἀδυνατεῖ πιὰ νὰ περπατήσει σὲ ἐντελῶς διαφορετικοὺς δρόμους ἀπὸ κείνους ποὺ τὴν διαμόρφωσαν. Τότε εἶναι καιρὸς νὰ προσφέρει θετικὸ ἔργο, νὰ κτίσει τὴν δική του πρόταση ποιότητας, νὰ χωθεῖ στὰ μεγάλα χωράφια τῆς ἔρευνας περισσότερο, παρὰ τῆς ἀνάγνωσης. Μᾶς ξεγελᾷ πολλὲς φορὲς ἡ ἀντοχὴ τῶν βιβλίων στὸν χρόνο, ἡ διαχρονικότητά τους – δυστυχῶς τὸ σύντομο τοῦ ἀνθρώπινου βίου δὲν διαθέτει τὰ ἴδια χρονικὰ περιθώρια.

Περιορίζομαι ἀπὸ τὸ ὅριο τῶν λέξεων πού μοῦ ἔχει τεθεῖ, ἐλπίζω νὰ ἀποτύπωσα μιὰ ἄποψη κατανοητὴ στὸν πυρῆνα της. Μὲ τὴν λέξη κατανοητὴ δὲν ἐκβιάζω φυσικὰ καὶ τὴν ἀποδοχή της, ἀντιλαμβάνομαι πὼς ἡ ἄποψή μου δηλώνει ἴσως μιὰ μικρὴ ἀλαζονεία, μία ἐλαχίστη ἔπαρση γιὰ τὴν κριτική μου ἱκανότητα καὶ ἐπάρκεια. Ὅμως γιὰ δεῖτε πόσο μαγικό: αὐτὴ ἡ ἴδια μακρόχρονη ἐκπαίδευσή μου ἐπάνω στὴν λογοτεχνία ποὺ μὲ ὁδηγεῖ σήμερα σὲ αὐστηρὲς ἐπιλογές, αὐτὴ ἡ ἴδια παιδεία μὲ κάνει ἐντελῶς δεκτικὸ καὶ στὴν πιθανότητα μιᾶς ἀνατροπῆς, μιᾶς ἐπιστροφῆς. Ἂν τὸ αὔριο φέρει μιὰ λογοτεχνικὴ ἀναγέννηση, μιὰ ἄλλη λογοτεχνία καὶ ποιότητα, ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ποὺ δὲν θὰ ξεκινήσω νὰ νοσταλγῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν φετιχισμό μου; (Θυμᾶμαι τώρα, πολὺ γνωστὸ καὶ σημαντικὸ ποιητὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰῶνα ποὺ νόμιζε πὼς τὰ εἶχε δεῖ ὅλα καὶ ἀργοπέθαινε ἀπὸ ἀνία – πόσα χρόνια ζωῆς κέρδισε σὰν παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Καβάφης, πόσο ἔνοιωσε νέος, σχεδὸν μαθητής, μπροστὰ στὴν νέα πρόταση, στὰ ἄγνωστα νερά…).

Δὲν ξέρω ἂν ὁ Τασάκος εἶχε τοῦτα στὸ μυαλὸ του ὅταν παρήγγειλε τὸ κείμενο – ἐκεῖνος ἐπιμένει νὰ συντηρεῖ μιὰ θηριώδη βιβλιοθήκη χιλιάδων τίτλων σὲ ἕναν τεράστιο καὶ χαοτικὸ βιβλιοχῶρο. Ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶμαι σχεδὸν βέβαιος, εἶναι ἡ ἀντίδρασή του ὅταν διαβάσει τὸ ἄρθρο. Τάχα λυπημένα θὰ σηκώσει τοὺς ὤμους καὶ μὲ μακρόσυρτη φωνή, τονισμένη θεατρικὰ στὰ μακρὰ φωνήεντα, θὰ πεῖ περίπου τοῦτα…

«Ἀλλοίμονο! Ἡ βιβλιοθήκη μοῦ εἶναι ἀκόμη ἀπαραίτητος! Σημάδι ἀλάνθαστο πὼς ἡ συνείδησή μου παραμένει ἀκόμη ἀτελής…».

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments