Ἐξομολόγηση ἑνός ευτυχοῦς τῆς μεταπολίτευσης

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
39Shares
GREECE 1974

..Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ παραδίδονται σκήπτρα.

Ὅλα κληροδοτημένα

Νόμοι συντεχνιῶν

Ἀποθέωση μετριοτήτων

Πυρετὸς διαβουλεύσεων.

(Ντέμης Κωνσταντινίδης, Ἰχθύων λόγος, University studio press, 2011, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἀνεξάρτητη ἀρχὴ»)

 

«Ὅσο πρωὶ κι ἂν σηκωθοῦμε μᾶς προλαβαίνει ἡ λύπη μας..»

(Τάσος Ζερβός, Ἡ μεγάλη ἔρημος, 1962)

Ἀστειεύομαι καμιὰ φορά μὲ φίλους καὶ γνωστοὺς ὅταν ἡ συζήτηση ἔρχεται στὴν ταυτότητα τῆς γενιᾶς μας καὶ παρόλο ποὺ τυπικὰ κινοῦμαι στὸ ἐνδιάμεσο τῶν γενεῶν πολυτεχνείου καὶ μεταπολίτευσης, ἀρέσκομαι νὰ ὑποστηρίζω πὼς ἀνήκω στὴν «γενιὰ τοῦ δύο» ἢ ἀκόμη καλύτερα στὴν «γενιὰ τῶν ἀντιθέτων». Λιγοστὰ παραδείγματα. Στὰ παιδικά μου χρόνια μεσουρανοῦσε ἡ πολιτικὴ ἀνωμαλία καὶ ἔπειτα ἡ χούντα, στὴν ἐφηβεία ᾖρθε ἡ μεταπολίτευση. Ξεκίνησα μὲ τὴν καθαρεύουσα, κατέληξα στὴν δημοτική. Πέρασα ἀτελείωτες ὧρες μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἀκόμη καὶ σήμερα προσπαθῶ νὰ μάθω τὸ μονοτονικό. Ξεκίνησα μὲ ἑξατάξιο γυμνάσιο, κατέληξα νὰ πάρω ἀπολυτήριο ἀπὸ λύκειο. Συνήθισα τὴν ἀπουσία τοῦ ἄλλου φύλου στὸ γυμνάσιο, στὴν τελευταία τάξη τοῦ λυκείου πρόλαβα γιὰ ἕνα χρόνο τὰ μικτὰ σχολεῖα. Ἔδωσα στὸ πανεπιστήμιο μὲ τὸ παμπάλαιο σύστημα ἐξετάσεων, τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ μετὰ ἀπὸ δεκαετίες (πανελλήνιες ἢ πανελλαδικές, ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν τὸ ἔχω ξεκαθαρισμένο..). Πίστεψα στὴν μεγάλη ἀλλαγὴ τοῦ ’81, βρέθηκα νὰ παρακολουθῶ ἀπὸ τὴν τηλεόραση τὸ πρωτόγνωρο γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα εἰδικὸ δικαστήριο. Ἐρωτεύθηκα τὸ χαρτὶ καὶ τὸ βιβλίο μετὰ ἀπὸ πολύχρονη συγκατοίκηση, σήμερα ὅλος ὁ κόσμος γραφῆς καὶ ἐπικοινωνίας μου ἀρχίζει καὶ τελειώνει σὲ μιὰ ὀθόνη. Καὶ πάει λέγοντας αὐτὴ ἡ γενιὰ τῶν ἀντιθέτων. Δὲν νομίζω νὰ ὑπῆρξε ἄλλη γενιὰ στὴν πρόσφατη ἑλληνικὴ ἱστορία ποὺ νὰ βίωσε τέτοιες ἀντιφάσεις, τόσο καθοριστικὲς ἀλλαγὲς σὲ ἐπικοινωνία, τρόπο ζωῆς, τεχνικὴ πρόοδο, γλῶσσα καὶ ἰδεολογία…

Ἀναρωτιέμαι πολλὲς φορὲς πότε ξέφυγε ἡ κατάσταση μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας, πότε παραδοθήκαμε σ αὐτὲς τὶς ἀντιφάσεις καὶ χάσαμε τὴν ἱκανότητα διαχείρισής τους. Καὶ τὸ λέω αὐτό, γιατί στὴ δική μου σκέψη, ὅλη αὐτὴ ἡ ἐπιτάχυνση τῆς ἱστορίας θὰ μποροῦσε, σὲ θεωρητικὸ τουλάχιστον ἐπίπεδο, νὰ ἀποτελέσει μιὰ τεράστια εὐκαιρία, ποὺ ὅμοιά της δὲν θὰ εἶχε γνωρίσει ξανὰ ἡ χώρα. Θυμηθεῖτε οἱ παλιότεροι γιὰ λίγο το σκηνικὸ γιὰ τὴν γενιά μας. Εἶχε πολὺ πρόσφατα προηγηθεῖ ἡ δεκαετία τοῦ 60 μὲ ἐπίσης κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς σὲ μουσική, λογοτεχνία καὶ πολιτική, ἐδῶ καὶ κυρίως παγκόσμια. Βρίσκουμε ὅλο αὐτὸν τὸν πλοῦτο μετὰ τὸ 74 νὰ κυκλοφορεῖ ἐλεύθερα. Δημοκρατία, ἡ ὅποια δημοκρατία, μαζὶ μὲ μακρὰ περίοδο εἰρήνης ἀρχίζουν καὶ δημιουργοῦν ἕνα περιβάλλον σταθερό, πιὸ ἀσφαλές, πιὸ αἰσιόδοξο. Τὰ σύνορα ἀργὰ μὰ σταθερὰ πέφτουν. Ὁ κόσμος γίνεται πιὸ ἀνάλαφρος, πιὸ ἐλεύθερος σὲ ἐπικοινωνία καὶ καθημερινὲς συμπεριφορές. Τὴν ἴδια ὥρα ἀνατρέπεται ἕνα πολιτικὸ κατεστημένο δεκαετιῶν καὶ ἕνα ριζικὰ νέο, (ὅπως φαινόταν τότε βεβαίως), πολιτικὸ σκηνικὸ γεννᾷ ἐλπίδες γιὰ μία συνολικὴ ἀλλαγὴ καὶ τὸ γκρέμισμα κατεστημένων ἀντιλήψεων, ποὺ εἶχαν ταλαιπωρήσει τὶς προηγούμενες γενιὲς πολλὲς φορὲς μὲ ἀκραῖο καὶ ἐπώδυνο τρόπο…

Ἤμασταν νέοι, δὲν εἴχαμε τὴν ἐμπειρία, δὲν εἴχαμε καν τὴν ἱστορικὴ γνώση γιὰ νὰ ὑποψιαστοῦμε ὅτι στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ καλύτερες προθέσεις ἐμπεριέχουν ἐν σπέρματι τὴν νόθευση καὶ τὴν ἀκύρωσή τους. Κι ὅμως, τὰ σημάδια ὑπῆρχαν, ἄλλοτε ἀνεπαίσθητα, κάποτε εκκωφαντικά. Ἕνας συμφοιτητὴς ποὺ ξαφνικὰ ξυρίζει τὸ μοῦσι του καὶ διαλέγει γραβάτες σὲ πανάκριβο κατάστημα. Κάτι συνοδοιπόροι σὲ διαδηλώσεις ποὺ κόβουν βόλτες στοὺς διαδρόμους τῆς κρατικῆς τηλεόρασης καὶ χαριεντίζονται μὲ τὸν (δοτὸ) πρόεδρό της. Κείμενα ἀπὸ συντρόφους σὲ ὀργανώσεις νεολαίας, ποὺ ἄξαφνα χάνουν τὴν δύναμή τους καὶ γίνονται χλιαρὰ στὶς ἐπικρίσεις, συμβατικά, ἄνοστα. Κάτι τρανταχτὰ ὀνόματα τῆς ἀντιχουντικῆς ἀντίστασης ποὺ μετακομίζουν σὲ μία νύχτα – μάταια νὰ χτυπᾶμε τὰ κουδούνια τους στὴν Κυψέλη καὶ στὰ Ἑξάρχεια, οἱ γείτονες μᾶς στέλνουν σὲ κάτι ὀχυρὰ στὰ βόρεια προάστια. Στὴν Ἱπποκράτους, στὴν Σόλωνος, στὴν πλατεῖα Ἑξαρχείων, ἀπομένουν τὰ ρετάλια τῆς ἐπανάστασης, κάποιοι μὲ ἐμμονές, κάποιοι θυμωμένοι, μὰ ἔχουν ἀπομείνει μόνοι τους, γραφικὰ ἀμπέχονα ἀπέναντι στὶς ἀσπίδες καὶ τὰ ρόπαλα τῶν ΜΑΤ. Τὰ φτωχόπαιδα ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ τὴν γυαλάδα στὸ μάτι καὶ τὶς ἀκραῖες ἀπόψεις, μπαίνουν συνωμοτικὰ στὰ πολυκαταστήματα νὰ διαλέξουν ἔπιπλα καὶ ἠλεκτρικὲς συσκευές, ὅταν συναντιέσαι μαζί τους καμώνονται πὼς δὲν σὲ βλέπουν, κάνουν πὼς φτιάχνουν τὰ μαλλιά τους, (ὅσα ἀπέμειναν) καὶ βιάζονται νὰ χαθοῦν στοὺς δαιδαλώδεις διαδρόμους. Ὁ κολλητὸς φίλος δὲν ἀπαντᾷ πιὰ στὸ τηλέφωνο, ὅταν τὸν συναντᾷς σὲ κάποιο βιβλιοπωλεῖο κάτι ψελλίζει γιὰ τρεχάματα καὶ ὑποχρεώσεις. Ἡ σφιγμένη γροθιὰ ἔχει γίνει πιὰ graffiti σὲ κατουρημένους τοίχους καὶ ντεκὸρ σὲ φωτογραφίες τῶν ἀστέγων σὲ political correct ἐκπομπὲς τῆς τηλεόρασης.

Εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τῆς ἐξαργύρωσης καὶ οἱ οὐρὲς στὰ ταμεῖα μεγάλωναν, στριμωξίδι, φωνές, διαγκωνισμοὶ καὶ διαγωνισμοὶ στημένοι καὶ φωτογραφικοί, κοστούμια πληρωμένα ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Πολυτεχνείου καὶ τὰ καλύτερα παιδιὰ ποὺ πήγανε στὸ σπίτι, ποιὸς νὰ δώσει σημασία τότε στὸν στίχο τοῦ Σαββόπουλου καὶ ποιὸς νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ κείνους τοὺς λίγους ποὺ σιωπηρὰ ἀποσύρθηκαν καὶ ἰδιώτευσαν, ἀηδιασμένοι ἀπὸ τὸν καταναλωτισμὸ ποὺ ξεχείλιζε σὲ σπίτια καὶ πεζοδρόμια. Λανθασμένα πιστεύουν οἱ περισσότεροι πὼς τὸ μεγαλύτερο ὄργιο ἔγινε στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς, ἂν κάτι κακοποιήθηκε κὰτ’ ἐπανάληψη, ἐὰν σὲ κάποιο χῶρο ἀξίες ἀνατράπηκαν καὶ ἡ διαπλοκὴ κορυφώθηκε, αὐτὸς ἦταν ὁ πολιτισμὸς καὶ ἀκόμη περισσότερο ἡ λογοτεχνία, ἀκόμη περισσότερο ἡ ποίηση. Μὰ μήπως καὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά; Γιὰ κάποιο διάστημα, κυρίως μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 80, ἀκουγόταν ἀκόμα ὁ ἀπόηχος ποιητῶν μὲ σημαντικὸ μέγεθος, οἱ ἐκδηλώσεις γιὰ Ρίτσο, Ἐλύτη, Σεφέρη, Βρεττάκο, Ἀναγνωστάκη καὶ Λειβαδίτη περίσσευαν, ὥσπου ἔγιναν κι αὐτοὶ «ἐπετειακοί», πέρασαν ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς οὐσίας τοῦ κειμένου στὸν συμβολισμὸ τοῦ νέου καθεστῶτος, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ χυδαία πολιτικὴ ἢ πολιτιστικὴ συμπεριφορὰ νὰ ἐπενδύεται  μὲ στίχους, ὀλίγα ἀπὸ ἐπανάσταση, ὀλίγα ἀπὸ ἀριστεροσύνη καὶ κάποια θολή, πολὺ θολή, ἀντίσταση στὴν ἑπταετία. Βέβαια, ἃς εἶμαι δίκαιος, ὑπῆρξαν ποιητικὲς φωνὲς ἐνάντιες στὸ ρεῦμα, μόνο ποὺ εἴτε ἔγιναν γρήγορα γραφικὸ περιθώριο (Γώγου, Ραδηνός, Ζερβός…) εἴτε ἡ φωνή τους μήτε ποὺ ἀκούστηκε γιατί εἶχαν λάθος πολιτικὲς πεποιθήσεις. Κι ὅμως αὐτὲς οἱ φωνὲς μὲ διαφορετικὲς ἀφετηρίες, ποιητικὰ συναντῶνται, πολλὲς φορὲς μάλιστα καὶ θεματικά. Δεῖτε γιὰ παράδειγμα ἕνα ποίημα τοῦ Φαίδρου Μπαρλᾶ (δεξιὸς αὐτός…) γιὰ τὸ πολυτεχνεῖο…

 

Ἐν Ἔτει 2000

 Ὅταν μεγάλωσε, ἔμαθε

πὼς ὁ πατέρας του

ἦταν κι αὐτός,

«τὴ νύχτα ἐκείνη»,

στὸ Πολυτεχνεῖο.

Ἡ θεία του ἡ Λιλή,

ὁ θεῖος του ὁ Μιχάλης,

ἦταν κι αὐτοί,

«τὴ νύχτα ἐκείνη»,

στὸ Πολυτεχνεῖο.

Ὅλοι οἱ γνωστοί τοῦ μπαμπά,

ὅλες οἱ γνωστές τῆς μαμᾶς,

ἦταν κι αὐτοί,

«τὴ νύχτα ἐκείνη»,

στὸ Πολυτεχνεῖο…

 

Τώρα, κάθε πρωί,

καθὼς κατηφορίζει τὴν ὁδὸ Πατησίων

κι ἀντικρύζει τὴν καγκελλόπορτα

Διαφήμιση

τὴν κλεισμένη «εἰς μνήμην».

στριφογυρίζει στὸ νοῦ του

ἡ ἴδια ἀπορία:

«Πῶς διάβολο χώρεσαν

ὅλοι αὐτοὶ ἐδῶ μέσα;…»

 

καὶ δεῖτε ἕνα ἄλλο τοῦ Μιχάλη Ραδηνοῦ, (ἀναρχικὸς καὶ α-κοινωνικὸς αὐτὸς), μὲ τὸ ἴδιο θέμα…

 

Μιὰ σημείωση τῆς ἱστορίας

ἤμουν κι ἐγὼ στὸ Πολυτεχνεῖο

(ἀλήθεια λέγω, παίρνω ὅρκο)

μὰ ἔτσι ποὺ δὲν ζήτησα λεφτὰ

τόσες ποὺ ἀρνήθηκα τιμὲς

ἔτσι ποὺ δὲν στάθηκα νὰ βγῶ φωτογραφίες

τόσο δειλὸς ποὺ ἤμουν καλὰ νὰ πάθω

τώρα ἐγὼ μόνο το φωνάζω

(ἤμουν κι ἐγὼ σᾶς λέω ἐκεῖ!)

ἤμουν;

ἀρχίζω κι ἀμφιβάλλω…

πόσο βλὰξ καὶ ἀφελὴς

νὰ μὴν φυλάξω ἀποδείξεις

 

Βέβαια τὰ χειρότερα δὲν ἦταν ὅλα αὐτά – ἡ διαπλοκή, ὁ νεοπλουτισμός, τὸ ὀργιῶδες οἰκονομικὰ πάρτι στὸν χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἀπαξίωση κάθε ἔννοιας παιδείας, βαθύτερης καλλιέργειας, στοιχειώδους ἔστω παρουσίας πνευματικῶν ἀναζητήσεων. Ὅλα αὐτὰ τὰ παραβλέπω, τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι ἀπὸ σημειώσεις τῆς ἱστορίας ὅπως λέει καὶ ὁ Ραδηνός, ἐπαναληπτικὰ στιγμιότυπα στὴν πορεία μιᾶς χώρας ποὺ τόχει σύστημα νὰ σκοτώνει ὅ,τι πιὸ ἄξιο, ὅ,τι πιὸ βαθύ, ὅ,τι πιὸ ξένο καὶ αἱρετικὸ στὴν νεοχωριάτικη διαδρομή της. Ὄχι, τὸ χειρότερο σὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν ἡ πολιτικὴ διάψευση καὶ ἡ ἀνυπαρξία τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου, τὸ πλέον λυπηρὸ ἦταν ἡ εἰκόνα μιᾶς νέας αἰσθητικῆς ἢ γιὰ νὰ ἀκριβολογήσω: ἡ ἀνάδειξη μιᾶς φθηνῆς αἰσθητικῆς σὲ κυρίαρχο πρότυπο ζωῆς, σκέψης καὶ συμπεριφορᾶς.

Θὰ προσπαθήσω καὶ πάλι νὰ εἶμαι δίκαιος, δὲν ἤμουν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀντιστάθηκαν σ αὐτὴν τὴν φθήνια, σίγουρα ὄχι στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ μποροῦσα. Σύντομα, πολὺ σύντομα ἐγκατέλειψα τὶς οὐτοπίες καὶ τὶς χίμαιρες τῆς νιότης μου καί, ἔστω καὶ ἄκομψα καὶ χοντροκομμένα, προσπάθησα νὰ παίξω κι ἐγὼ στὸ νέο αὐτὸ παιχνίδι τοῦ «πλούτισε πρῶτος – πλούτισε περισσότερο». Ἤμουν μάρτυρας σὲ θηριώδεις ἀγοραπωλησίες κάθε εἴδους, (ἀκινήτων, συνειδήσεων, κειμένων), ἀκολούθησα σὰν ἠλίθιος παρέες στὰ «πρῶτα τραπέζια πίστα», προσπάθησα νὰ βιοποριστῶ μὲ κεῖνες τὶς θολὲς δουλειὲς ποὺ κινοῦνταν ἀνάμεσά σε μεσάζοντες, ἰδιαίτερους ὑπουργείων, δοτὲς δημοσιογραφικὲς πένες, διαδρόμους πολιτικῶν γραφείων. Ἤμουν ἐπίσης μάρτυρας στὴν δημιουργία νέων λογοτεχνικῶν προτύπων μέσα σὲ γραφεῖα ἐκδοτικῶν οἴκων, ὅπου ἕνα ἐπίσης θηριῶδες σύστημα διαφήμισης, δελτίων τύπου καὶ τηλεφωνημάτων σὲ κολλητοὺς καὶ στέκια τέχνης στὸ Κολωνάκι, προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλλει (καὶ τελικὰ ἐπέβαλλε) τοὺς νέους «μεγάλους» ποιητές, πεζογράφους καὶ δοκιμιογράφους. Φόρεσα κοστοῦμι κι ἀς τὸ σιχαινόμουν, χαμογέλασα σὲ ἀνθρώπους μὲ μηδαμινὴ ἀξία, προσπάθησα νὰ ἐπωφεληθῶ ἀπὸ τὸ νέο σύστημα, προσπάθησα νὰ γίνω ἀκόμη ἕνα νέο τζάκι καὶ ἴσως κάποια στιγμὴ νὰ τὸ κατάφερα – ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Ἀπόλαυσα ἔστω καὶ προσωρινά, πολυτελῆ σπίτια, λαμπερὲς βεγγέρες, συναναστροφὲς σὲ γκαλερὶ καὶ λογοτεχνικὰ στέκια μὲ δημιουργοὺς πού περιέφεραν τὸ σαρκίο τους ὁλημερὶς μὲ ἕνα ποτὸ στὸ χέρι, δίπλα σε ὑπουργούς, στελέχη κομμάτων καὶ παράγοντες ποὺ διψοῦσαν γιὰ φωτογράφιση, ὑποκλίσεις καὶ ἀνταλλάγματα πάσης φύσεως. Ναί, τὰ δοκίμασα ὅλα αὐτά, τὰ ἔζησα ἀπὸ μέσα, ἔγινα μέρος ἑνὸς ἀνθρώπινου συνόλου, ποὺ ταύτιζε τὴν εὐτυχία μὲ τὴν κατανάλωση, τὰ σκυλάδικα πολυτελείας, τὸ Filofax τὸ γεμάτο μὲ τρανταχτὰ ὀνόματα, τὰ σπίτια καὶ τὰ οἰκόπεδα ποὺ εἶχαν ἀγοραστεῖ σὲ εὐγενεῖς περιοχές, τὶς μετοχὲς τραπεζῶν στὸ χρηματιστήριο. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία, ὅλο αὐτὸ τὸ κὶτς παραμύθι ἔκανε τὸν κύκλο του καὶ τελείωσε ἔτσι ὅπως ἄρχισε. Ἀνεπαίσθητα. Νομίζω πὼς ἡ μεταστροφὴ ξεκίνησε μὲ μιὰ κούραση, μὲ τὴν συνειδητοποίηση ἑνὸς κενοῦ, κυρίως ὅταν ἡ αἰσθητικὴ ποὺ γράφω παραπάνω, ἄρχισε νὰ γίνεται ἐντελῶς ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια μου. Δὲν ξέρω ἂν θὰ γλύτωνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ κενό, ἀπὸ αὐτὸ τὸ κυνῆγι τοῦ τίποτα, ἐὰν δὲν εἶχα προλάβει στὰ νιάτα μου νὰ λάβω μιὰ γερὴ παιδεία, νὰ διαβάσω ἄξια βιβλία, νὰ βυθιστῶ σὲ ἐξαίρετη ἑλληνικὴ καὶ ξένη μουσικὴ – μὲ ἄλλα λόγια ἂν δὲν εἶχα προλάβει νὰ δημιουργήσω ἀντισώματα στὸ κίβδηλο καὶ στὸ ἐπιφανειακό. Ὅμως ἐδῶ γράφω μιὰ πραγματικὴ ἱστορία καὶ οἱ ὑποθέσεις μᾶλλον δὲν βοηθοῦν πουθενὰ καὶ τὸ κυριότερο δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν μία πραγματικὴ ἀπάντηση.

Παρομοιάζω πολλὲς φορὲς τὸν ἑαυτό μου μὲ ἕνα ἐκκρεμές. Ἀπὸ τὴν ἀσπρόμαυρη ἐποχὴ τῆς καταπίεσης βρέθηκα στὴν συστημικὴ ἀριστερά, γιὰ νὰ μεταπηδήσω, στὰ καλύτερα καὶ πιὸ δημιουργικὰ χρόνια, σὲ ἕνα καπιταλιστικὸ ὑβρίδιο ὅπου χωροῦσαν τὰ πάντα, ἀρκεῖ νὰ ἦταν ἀνώδυνα, ἐπωφελῆ, ἄκοπα καὶ λαμπερά. Κι ὅταν τέλειωσε κι αὐτό, τὸ ἐκκρεμὲς πῆγε ἀκόμη πιὸ μακριά, γιὰ νὰ καταλήξει σήμερα σὲ μιὰ ἀναρχικὴ ἀντίληψη καὶ σὲ μία πλήρη ἄρνηση ὅλων ἐκείνων ποὺ κάποτε πίστεψα πὼς μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν ἔστω καὶ μία ψευδαίσθηση πνευματικῆς ἰσορροπίας.

Σὲ ὥριμη πιὰ ἡλικία, ἔχω κρατήσει μόνο ἕνα συνηθισμένο σπιτάκι ποὺ χωρᾷ μὲ ἄνεση ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θεωρῶ ἐγὼ ἀπαραίτητα. Δὲν μοῦ λείπει τίποτε, δὲν νοιώθω κἄν πὼς ὑποκύπτω σὲ μιὰ μίζερη πραγματικότητα, ἄλλωστε δὲν ἦταν μιὰ ἀναγκαστικὴ ἐπιλογή. Διαλέγω προσεκτικά, πολὺ προσεκτικά τους φίλους μου, ἐκείνους ποὺ θὰ μοιραστῶ ἕνα κρασὶ τὰ βράδια καὶ μιὰ συζήτηση ἀπὸ ἐκεῖνες πού μοῦ ἔλειψαν, ἐκεῖνες περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων γιὰ συγγραφεῖς, κείμενα, μουσική, ζωγραφική, χοροὺς καὶ πανηγύρια. Περπατάω πιὰ πολύ, μαθαίνω τὴν ἀθέατη πόλη, παρατηρῶ συμπεριφορές, παρεμβαίνω καὶ καυγαδίζω ὅπου κρίνω πὼς κάτι τὸ ἄδικο κυκλοφορεῖ καὶ προσβάλλει τὴν νοημοσύνη μου. Διαλέγω βιβλία προσεκτικά, διαβάζω πολὺ καὶ εἶμαι ἀφάνταστα θυμωμένος γιατί ἄφησα τὴν αἰσθητική τῆς μεταπολίτευσης νὰ μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἄξιζαν καὶ τώρα δὲν ἔχω πιὰ τὸν χρόνο καὶ τὸ μυαλὸ ποὺ πρέπει γιὰ νὰ πλησιάσω ξανά. Μοῦ ἀρέσει, (ὅπως καὶ παλιὰ ἄλλωστε…), τὸ καλὸ φαγητό, τὸ καλὸ ροῦχο, ἡ ὄμορφα πλασμένη ὕλη, ἀπολαμβάνω νὰ περιβάλλομαι ἀπὸ καλαίσθητα πράγματα – ὅμως τώρα αὐτὸ γίνεται συνειδητά, ἡ ἐπίδειξη ἀπουσιάζει, ἡ ἐπιλογὴ τους εἶναι ἀβίαστη ἀκόμη καὶ ὅταν γίνεται παρορμητικά. Ἡ μοναδικὴ τηλεόραση στὸ σπίτι μου μένει βουβὴ μέχρι ἀργὰ ποὺ θὰ ἀποφασίσω νὰ δῶ κάποια ταινία. Ὁ ὑπολογιστὴς στενάζει, ἐκεῖ γράφω, ἐνημερώνομαι, ἐπικοινωνῶ – ὅλα ἐπιλεκτικά, ὅλα μὲ τὰ δικά μου κριτήρια ποιότητας, χωρὶς κανέναν ἀπολύτως συμβιβασμό, χωρὶς κατὰ συνθήκην ψεύδη. Ἀγνοῶ τὴν πολιτική, καλὰ καλὰ δὲν ξέρω τὰ ὀνόματα ὑπουργῶν, ἔχω σταματήσει νὰ ψηφίζω, ὅταν καμιὰ φορά πέφτω σὲ πολιτικὲς συζητήσεις βάζω τὰ γέλια – εἶναι πραγματικὰ ἀπίστευτο πόσο ἠλίθια φαίνονται ὅλα αὐτά, ὅταν γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ τὴν ἐπιρροή τους. Παθαίνω ἀλλεργία καὶ μόνο ποὺ θὰ ἀκούσω γιὰ λαό, γιὰ μᾶζες, γιὰ λαϊκὸ συμφέρον, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς χώρας, γιὰ μαχαίρια στὸ κόκαλο, γιὰ best sellers, μεγάλους συγγραφεῖς, μεγάλους ποιητές, ὁτιδήποτε μεγάλο καὶ ἠχηρό. Ἡ ζωή μου εἶναι πιὰ χαμηλόφωνη, εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ πάντα ἤθελα νὰ ζήσω, ἴσως στραβή, ἴσως ἀνάποδη, μπορεῖ μὲ ἐμμονές, ὅμως ἀπόλυτα γνήσια σὲ σχέση μὲ τὴν συνείδησή μου, ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μὲ κεῖνα ποὺ τὸ ἀξιακό μου σύστημα καὶ ἡ παιδεία μου ἐπιβάλλουν. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικό, ἔφυγε πιὰ ἐκεῖνος ὁ πόνος στ’ αὐτιά, ἐκείνη ἡ ζαλάδα ποὺ δημιουργεῖται ὅταν τὸ μέτρο καὶ ἡ ἰσορροπία διαταραχθοῦν. Ὁ χρόνος – ὁ χρόνος ἔχει πάρει ἄλλες διαστάσεις, δὲν βιάζομαι, δὲν λαχανιάζω μαζί του γιατί ἔχω ἐπικεντρωθεῖ μόνο σ ἐκεῖνα ποὺ πιστεύω σημαντικά, ἔχω ὁρίσει τὸν χῶρο μου, ἔχω ἀντιμετωπίσει κατὰ πρόσωπο τὰ ἐσώψυχα καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα βρίσκω νέες, οὐσιαστικὲς ἀπαντήσεις γιὰ τὴν διαχείρισή τους.

Εὔλογα θ’ ἀναρωτηθεῖ κανεὶς γιατί ἐπαναλαμβάνω πράγματα σήμερα πιὰ γνωστὰ καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ ἕναν προσωπικὸ τόνο, (ὁ Μάνος φυσικὰ μὲ κοροϊδεύει, μοῦ στέλνει μηνύματα πὼς τὸ ἄρθρο θυμίζει ὁμιλία στοὺς ἀνώνυμους ἀλκοολικούς…) καὶ πράγματι, γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, ἡ ψυχολογία μου δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ ἐκείνη ἑνὸς ἐθισμένου ποὺ μπόρεσε ἐπιτέλους νὰ ἀπεξαρτηθεῖ, νὰ δεῖ τὰ πράγματα ποὺ θεωροῦσε δεδομένα ἀπὸ ἀπόσταση, νὰ ἐπαναπροσδιορίσει προτεραιότητες, ποιότητες, νὰ θέσει νέα κριτήρια, νὰ ξυπνήσει τὴν συνείδησή του γιὰ νὰ εἶναι πάντα σὲ ἐγρήγορση, πάντα σὲ ἐπιφυλακὴ γιὰ τὸ ἀσήμαντο – αὐστηρὸς φύλακας καὶ ταυτόχρονα ξυπνητῆρι ὅταν κάποιες ἄλλες ἀνοησίες θὰ ἐμφανιστοῦν σὰν δῆθεν λαμπερές, σὰν τάχα μοντέρνες, σὰν τάχα προοδευτικὲς καὶ ρηξικέλευθες.

Τελικὰ κάθε γενιὰ στὴν Ἑλλάδα κρατᾷ στὰ ντουλάπια της τὴν δική της προδοσία, τὴν δική της διάψευση, τὴν δική της σισύφεια πορεία. Ἂν ὑπάρχει μιὰ διαφορά, ἕνα κατάλοιπο ποὺ ἄφησε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἡ αἰσθητική τῆς μεταπολίτευσης εἶναι πὼς, ἐνῷ ὅλες οἱ προηγούμενες γενιὲς (ἀκόμη καὶ ἐκεῖνες τῶν πολέμων) κατέφυγαν γιὰ τὴν θεραπεία τους στὴν, παροῦσα ἀκόμη, ἔννοια τῆς κοινότητας, ἡ δική μου γενιὰ δὲν ἔχει παρόμοια καταφύγια, φρόντισε ἡ ἴδια ἐπιμελῶς νὰ τὰ καταστρέψει. Παρόλη τὴν τεράστια τεχνολογικὴ ἐπανάσταση ποὺ ὁπωσδήποτε ὑπῆρξε καὶ συνεχίζει νὰ ἐξελίσσεται, ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς εἶναι κατακερματισμένος στὰ μικρότερα δυνατὰ μέρη του, ἡ λογοτεχνία ἔχει ἐκπέσει σὲ μία πληκτικὴ φλυαρία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παρηγορήσει, οἱ παραμυθίες τῶν ὁραμάτων ἀπουσιάζουν ἢ δὲν πείθουν στὸ ἐλάχιστο, ἡ θέση τοῦ καθενὸς στὸν κόσμο εἶναι πιὰ μιὰ προσωπικὴ περιπέτεια μὲ πολὺ λιγότερα ἐφόδια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διαθέταμε ἐμεῖς στὸ ξεκίνημά μας.

Ὅταν τὰ παραμύθια σβήσουν καὶ κάθε παρηγορητικὸς τόπος ἀπαξιώνεται ἢ ἐξαφανίζεται, εἶναι πολὺ εὔκολο ἡ κατάθλιψη καὶ ἡ ἀπάθεια (στὴν κυριολεξία της) νὰ κυριαρχήσουν σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ δὲν ἔχει ἄγκυρες, ζῶσες κοινότητες, διαύλους ἐπικοινωνίας. Οἱ μόνοι ποὺ διασῴζονται, (κάτι σὰν τοὺς τρελούς του χωριοῦ), εἶναι κάτι ἡμιμαθεῖς καὶ χαρούμενοι κατ’ ἐπάγγελμα, ἰδιαίτερα στὸ διαδίκτυο, ποὺ δὲν βαριοῦνται νὰ ἐπαναλαμβάνουν πὼς «ὅλα εἶναι καλύτερα ἀπὸ ποτὲ» καὶ πὼς «κάθε γενιὰ ἔτσι ἢ ἀλλιῶς εἶναι πάντα καλύτερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη». Μὴν δίνετε καὶ πολλὴ σημασία, αὐτὲς οἱ «πέρα βρέχει» συνειδήσεις εἶναι διαχρονικές, ὑποψιάζομαι πὼς παρόμοιες φωνὲς ὑπῆρχαν καὶ στὴν Γερμανία τοῦ μεσοπολέμου.

Κλείνω μὲ τὸ ἴδιο τρόπο ποὺ ξεκίνησα. Ἴσως τελικὰ νὰ μὴν εἶναι πολὺ ἀργά, ἴσως ὅλος αὐτὸς ὁ πλοῦτος ποὺ ἡ «γενιὰ τῶν ἀντιθέτων» ἔλαβε ἀναγκαστικὰ στὴν νεότητά της, νὰ ἀποτελεῖ ἀκόμη μία δεξαμενὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τροφοδοτήσει ἕναν διαφορετικὸ προσανατολισμὸ στὰ μικρὰ καὶ στὰ μεγάλα. Γιατί ἐμεῖς μάθαμε τὸ ἀσπρόμαυρο, ἀλλὰ ἀποδεχθήκαμε καὶ τὸ ἔγχρωμο. Μεγαλώσαμε μὲ τὰ ἐθνικὰ καὶ τὰ μεγάλα, ἀλλὰ ζήσαμε καὶ τὴν ἀποθέωση τῆς ἀτομικότητας, τῶν ἀναγκῶν τῆς συνείδησης. Γνωρίσαμε τὴν μυθοποίηση τῶν ἰδεολογιῶν, ἀλλὰ μάθαμε πολλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατάρρευσή τους. Πολεμήσαμε γιὰ τὴν δημοτική, ἀλλὰ ἔχουμε ἀκόμη στὸ ὁπλοστάσιό μας ὅλο τὸν ἐκφραστικὸ καὶ νοηματικὸ πλοῦτο τῆς καθαρεύουσας καὶ τῶν κειμένων της.

Με ἄλλα λόγια ἔχουμε ἀκόμη ἐναλλακτικές, τὴν δυνατότητα πολλαπλῶν ἀπαντήσεων, δηλαδὴ τὴν δυνατότητα διορθώσεων. Κάπως τὸ ἔχω πιστέψει πὼς ἡ «Χίμαιρα» κινεῖται σὲ παρόμοιους προσανατολισμοὺς καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἐλάχιστη παρουσία μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Ἐξάλλου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φιλία ποὺ μὲ δένει μὲ τὸν Μάνο, ἂν κάτι μὲ ἔχει βοηθήσει ἐξαιρετικὰ σ αὐτὸ τὸ στάδιο τῆς ὡριμότητας τῆς σκέψης, εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρθρογραφία του ποὺ ἐπιβάλλει κριτήρια, ποὺ μὲ διευκολύνει νὰ ξεχωρίσω τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κίβδηλο. Παρουσία ἐλάχιστη βέβαια, ὅπως εἶπα ἤδη. Ἀλλά, κάποιες σπάνιες φορές, οἱ ἀναπροσανατολισμοὶ ἔχουν ξεκινήσει ἀπὸ παρέες καφενείων καὶ κάτι ζουρλοὺς ποὺ βγάζουν λόγους στὶς πλατεῖες…

Γιὰ τὸ τέλος καὶ γιὰ νὰ δικαιώσω τὰ πειράγματα τοῦ Μάνου, (περίπου τῆς ἴδιας γενιᾶς κι αὐτός…), περὶ ἀνώνυμων ἀλκοολικῶν, θὰ πρέπει νὰ συστηθῶ…

«Μὲ λένε Γιῶργο καὶ τὸν ἄλλο μῆνα κλείνω ἕξι χρόνια ποὺ ἔχω πάψει νὰ μεθῶ μὲ τὸ ἀσήμαντο…»

Κράτα το

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
39Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments