Ἡ νὲα ξύλινη λογοτεχνική γλῶσσα

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
47Shares

(Τὸ κείμενο δημοσιεύθηκε στὸ παλαιό ἱστολόγιο καὶ στὸ πρῶτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ “χίμαιρα” σὲ μονοτονική γραφή, σήμερα ἀναδημοσιεύεται πολυτονισμένο)

Ξύλινη γλῶσσα: «…ἡ γλῶσσα ποὺ εἶναι τυποποιημένη, χωρὶς φυσικότητα, στερεότυπη καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναμενόμενη καὶ προβλέψιμη…»

(ἀπὸ τὸ λεξικὸ Μπαμπινιώτη)

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχει μιὰ κατάχρηση τοῦ ὄρου «ξύλινη γλῶσσα», (δάνειο ἀπὸ τὴν γαλλική), ὅπως ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ χρήση, ἡ μελέτη καὶ ἡ κριτικὴ της συνήθως περιορίζεται  στὸ δημοσιογραφικὸ καὶ πολιτικὸ πεδίο. Τὶς περισσότερες φορὲς, ἡ ἀνάλυση τοῦ φαινομένου ἀπὸ συγγραφεῖς, (ἐνίοτε καὶ γλωσσολόγους), ὑπονοεῖ πὼς ἡ ξύλινη γλῶσσα ἀποτυπώνει πρόβλημα ἔκφρασης μόνο στὸν πομπό, (δημοσιογράφος, πολιτικός, γραφειοκράτης κλπ) καὶ ὄχι στὸν δέκτη καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια εἶναι πρόβλημα συγκεκριμένων ὁμάδων, συντεχνιῶν ἢ θεσμῶν τοῦ κράτους. Χωρὶς νὰ ὑποτιμῶ τὸν ἐκπαιδευτικὸ χαρακτῆρα τοῦ δημόσιου λόγου, πολὺ φοβᾶμαι ὅτι πλέον ἡ ξύλινη γλῶσσα εἶναι εὐρύτερα ἀποδεκτή, δὲν εἶναι πιὰ γλῶσσα μὲ ὅποια ἔννοια κι ἂν δίνει κανεὶς στὴ λέξη, ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἁπλοϊκὸ κώδικα μὲ τὸν ὁποῖο πομπὸς καὶ δέκτης νοιώθουν πὼς συνυπάρχουν σὲ ἀπόλυτη ἁρμονία. Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανείς, (ὑπάρχουν πάντοτε οἱ ἐντελῶς καλοπροαίρετοι, ὅπως καὶ οἱ ἐκ πονηροῦ σκεπτόμενοι), πὼς αὐτὸς ὁ κώδικας ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ τὴν γρήγορη πρόσληψη τοῦ μηνύματος, τὴν ταχεῖα κατανόηση, τὴν ἀποτύπωση τοῦ λόγου μὲ φωτογραφικὸ σχεδὸν τρόπο. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλοϊκὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ τὸ θέμα σήμερα δὲν εἶναι αὐτό, εἶναι πὼς  ἡ ξύλινη γλῶσσα ἔχει ἀρχίσει νὰ παρουσιάζεται μὲ ἐμφανῆ τρόπο καὶ στὴν λογοτεχνία. Καὶ ὅσοι βιαστοῦν νὰ ποῦν ὅτι αὐτὸ τὸ ἄρθρο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐνσωματωμένο μὲ κεῖνο γιὰ τὴν ρὸζ λογοτεχνία στὸ παρὸν τεῦχος, θὰ ἔχουν ἕνα δίκαιο, μόνο καὶ μόνο γιατί δὲν πρόλαβα νὰ τὸ διευκρινίσω: ὅταν γράφω ὅτι ἡ ξύλινη γλῶσσα παρεισφρέει καὶ στὸν χῶρο τῆς λογοτεχνίας, δὲν ἐννοῶ μόνο ἐκείνη τὴν γλυκερή, τὴν ἄτεχνη γραφή, ἐννοῶ κυρίως ἐκείνη ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι γνήσια, ποιοτική. Πρὶν μπῶ σὲ συγκεκριμένα παραδείγματα καὶ ἀναφορές, μιὰ μικρὴ ἐπεξήγηση ὁρολογίας ἐπάνω σ αὐτὴ τὴν διαπίστωση.

Κάθε ὁρισμὸς εἶναι ἀτελής, καθὼς τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἀποτυπώνεται μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, δίπλα του μιὰ δυναμικὴ διαδικασία ἔχει μεταβάλλει τὰ δεδομένα καὶ ἔχει γεννήσει νέες παραμέτρους. Οἱ ὁρισμοὶ τοῦ Μπαμπινιώτη εἶναι ἱκανοποιητικοὶ σὲ μιὰ πρώτη προσέγγιση, ἀλλὰ πιστεύω πὼς σὲ πολλὲς συνειδήσεις ὁ ὅρος «ξύλινη γλῶσσα» ἔχει ἀποκτήσει ἕνα διευρυμένο περιεχόμενο, καλύπτει πλέον ποικίλους χρωματισμοὺς στὴν ἐκφορὰ τοῦ λόγου. Θὰ μπορούσαμε μὲ σχετικὴ ἀσφάλεια νὰ χρησιμοποιήσουμε ἀρκετὰ ἐπίθετα. Λόγος (ἔντυπος καὶ προφορικός) πομπώδης, φλύαρος, ἀνερμάτιστος, κενός, κοινότοπος, ἀσαφής… δεκάδες εἶναι οἱ περιπτώσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καλυφθοῦν κάτω ἀπὸ τὸν ὄρο «ξύλινη γλῶσσα», μὲ κίνδυνο βέβαια νὰ συμμετέχουμε κι ἐμεῖς σὲ μιὰ ἀπο-σύνθεση τοῦ γλωσσικοῦ πλούτου. Ἃς τὸ περιορίσω λοιπὸν ὅσο εἶναι αὐτὸ δυνατὸν γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ κειμένου: Ὁ ξύλινος λόγος εἶναι ὁπωσδήποτε στερεότυπος, τυποποιημένος καὶ προβλέψιμος καὶ σωστὰ ὁρίζεται ἔτσι στὰ λεξικά, μὰ ὅταν μποῦμε στὰ χωράφια τῆς λογοτεχνίας εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα ἕνας λόγος μὴ γνήσιος, ρηχός, ἐπιφανειακός, διανοητικὴ ἐφεύρεση ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ παράγει ἀποτέλεσμα ὑψηλῆς αἰσθητικῆς καὶ γνήσιου συναισθήματος, ἀδυνατεῖ δηλαδὴ νὰ γίνει τέχνη.

Εἶναι νομίζω φανερὸ πὼς δὲν ἀναφέρομαι στὴν λεγόμενη «ρὸζ λογοτεχνία» – ἐκεῖ ὁ ξύλινος λόγος εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξή της, τὴν γρήγορη ἀναπαραγωγή της καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ δικό της ἀναγνωστικὸ κοινό. Ἡ ἀνησυχία μου ἀφορᾷ τοὺς λεγόμενους ποιοτικοὺς συγγραφεῖς καὶ ἰδιαίτερά τους ποιητές, ποὺ ἐνῷ τάχα προσπαθοῦν νὰ προσφέρουν κείμενα προβληματισμοῦ καὶ βαθιᾶς σκέψης, καταλήγουν νὰ παράγουν τὰ ἴδια ἀποτελέσματα μὲ ἕνα ἄρλεκιν καὶ κάτι κατὰ πολὺ χειρότερο: ἀπομακρύνουν σωρηδὸν τοὺς ἀναγνῶστες ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τῶν καλῶν κειμένων καὶ σταδιακὰ ὁδηγοῦν στὴν ταύτιση τῆς ποιότητας μὲ τὸ ἀκατανόητο, τὸν ἐλιτισμό, τὴν κοινοτοπία, τὴν ἀναγνωστικὴ ἀνία. Πρὶν κολυμπήσουμε σὲ θεωρητικὲς ἀναζητήσεις , ἃς δοῦμε ἕνα παράδειγμα ποιητικό, μιὰ κλασικὴ περίπτωση ὅπου το βίωμα καὶ ἡ στέρεη τεχνικὴ δημιουργοῦν ποίηση, ἐνῷ τὸ ἴδιο θέμα ὅταν τὸ κλωθογυρίζει διανοητικὰ ἕνας ποιητὴς στέκει ἀδιάφορο, κοινότοπο..

Τὰ πρῶτο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Λίνα Κάσδαγλη

1944

Βρίσκαμε στὸ κατῶφλι μας τὰ λουλούδια τῆς δροσιᾶς,

σὲ κάθε γωνιὰ κοιμοῦνταν τῆς γιαγιᾶς τὰ παραμύθια,

μᾶς κοίταζε ἀπὸ τὰ παράθυρα ἕνας μεγάλος ἥλιος

ποὺ ἤτανε κάθε μέρα ὁ ἴδιος

Παράξενο! Σωπάσανε τὰ παιδικά μας χρόνια στὶς γωνιὲς

ἀπ τὴ βραδιὰ ποὺ ἀκούμπησε στὸ τζάμι μας ἕνα ἀγοράκι πεινασμένο

……………..

Παράξενο! Δὲν ξαναβρήκαμε στὴν πόρτα μας λουλούδια,

ἀπ τὴν αὐγὴ ποὺ κάθησε νὰ ξεκουραστεῖ μιὰ φοβισμένη γυναῖκα.

……………………………….

Παράξενο! Ἄλλαξε χρῶμα ὁ ἥλιος

Καθὼς τὸν κοίταζε τὸ μεσημέρι ἕνας ἄντρας ἄγνωστος

…………………..

Τὸ σπίτι μας… Δὲν εἶναι ἐδῶ το σπίτι μας!..

 

Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ἕνα ἄλλο ποίημα ἀπὸ τὸν Κώστα Μόντη, ἐκεῖνο ποὺ ἀλλάζει, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὴν τεχνική, εἶναι ὁ χρόνος – ἀντὶ γιὰ τὴν κατοχὴ ἔχουμε τὰ ἀπότοκα της τουρκικῆς εἰσβολῆς…

 

Εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψω

πὼς μᾶς τοὺς ἔφερε ἡ θάλασσα τῆς Κερύνειας

εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψω

πὼς μᾶς τοὺς ἔφερε ἡ ἀγαπημένη θάλασσα τῆς

Κερύνειας

Πικρὴ θάλασσα τῆς Κερύνειας

ποὺ πρέπει ν’ ἀποσύρουμε πιὰ

τοὺς στίχους πού σοῦ γράψαμε…

 

Γιὰ νὰ δοῦμε. Ἀποφεύγοντας νὰ μποῦμε σὲ βαθιὰ ἀναλυτικὰ νερά, ἀς δοῦμε λίγο ἁπλοϊκὰ τὴν ἀξία τῶν παραπάνω ἀποσπασμάτων. Τὸ πρῶτο εἶναι βέβαια τὸ θεματικό τους ἐνδιαφέρον, ἡ ἐνηλικίωση τῆς συνείδησης ἀπέναντι σε ἕναν ἀδιατάρακτο προσωπικὸ παράδεισο, ἡ “μόλυνση” τῆς εὐτυχίας μὲ τὴν πραγματικότητα, τοὺς φόβους, τὸν ἐξωτερικὸ παράγοντα ποὺ ἀνατρέπει ὄμορφες εἰκόνες, ψευδαισθήσεις, ποιητικὲς ἐξιδανικεύσεις. Τὸ δεύτερο ὁ ρυθμός τους, ἡ ἀνάσα τους, ἡ φυσικότητα τῶν στίχων. Ἀπὸ πίσω τὸ ὑπόβαθρο. Ξέρουμε πὼς ἡ Κάσδαγλη βίωσε τὴν κατοχή, γνωρίζουμε πὼς ὁ (Κύπριος) Μόντης βίωσε τὴν τουρκικὴ εἰσβολή, (ἄν καὶ θὰ παρατηρήσατε πὼς ὁ τουρκικὸς παράγοντας δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ καὶ μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ στίχοι ἀναφέρονται σὲ κάθε εἰσβολή…). Τελευταῖο, καὶ ἴσως τὸ πιὸ σημαντικό, ἡ ποιητικὴ προσέγγιση. Ὑπάρχουν ἄπειροι τρόποι νὰ μεταφέρει κανεὶς ἕνα διαχρονικὸ καὶ κοινὸ κατὰ τὰ ἄλλα θέμα στὸ χαρτί, ἀλλὰ γιὰ δεῖτε τὴν ἁπλότητα, τὴν πρωτοτυπία, τὴν ματιὰ ποὺ ἀποφεύγει τὰ μεγαλόστομα καὶ ἐπικεντρώνει στὰ καθημερινά. Τὰ δύο ποιήματα προσφέρουν πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἐπίπεδα ἀναγνώσεων, ἔγραψα ἤδη πὼς ἡ ἀνάλυσή τους θὰ ἔπαιρνε ὥρα, μὰ μία προσεκτικὴ ἀνάγνωση καὶ σκέψη ἐπάνω στοὺς στίχους νομίζω προσφέρει τεκμήρια ποιότητας στοὺς περισσότερους ἀναγνῶστες.

Δεῖτε τώρα πῶς ἡ ξύλινη ποιητικὴ γλῶσσα ἀκούγεται ρηχή, ψεύτικη, πομπώδης, ὅταν προσπαθεῖ νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὸ ἴδιο θέμα «ἐγκεφαλικά», μὲ ἀπουσία βιωμάτων καὶ ἀπουσία κάθε ποιητικοῦ ρυθμοῦ. Δὲν ἀναφέρω ὀνόματα, σκοπὸς μας ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ προσωπικὴ κριτική.

Για τά παιδιά τοῦ πολέμου

Μέσα σὲ μάτια παιδικὰ ἡ μάχη κατακερματίζει τὸ ὄνειρο

Ἀκαταπαύστως

Στὴ λάσπη λερώνονται φωνὲς καὶ παιδικὰ παιχνίδια

Ἀδιακρίτως

Προσέχουν λέει τὶς ψυχὲς τὰ νέα τους ὅπλα

Τὰ «ἀνθρώπινα»

Κι ἐγὼ σηκώνομαι κάθε πρωὶ γιὰ τὴ δουλειὰ

Χορτάτος

Σὲ μιὰ σκηνὴ τῆς μάχης ἔχασα τὴν παρθενία μου

 

Ἕνα ἄλλο, ἄλλου συγγραφέα…

 

Τὸ σπίτι μου (;)

Τὸ σπίτι μοῦ φάνηκε μικρὸ

Ποῦ εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα αὐλή;

Τὰ φυλλοβόλα τοῦ φθινοπώρου;

Ὁ κῆπος τῶν πρώτων ἀνεφάρμοστων ἐρώτων;

Στοῦ ἀπείρου τὸ ἀτέρμονο ρίχνω κλεφτὲς ματιὲς

Τῆς ἀφελοῦς νεότητας ἀναζητῶ τὴν μνήμη

Τὴν ματιὰ τοῦ ἐφήβου θυσίασα

σὲ χρυσοποίκιλτους συμβιβασμοὺς

 

Νὰ καὶ ἕνα πεζὸ γιὰ νὰ μὴν κάνουμε διακρίσεις. Ἡ ἀποθέωση τοῦ «γράφω», μὰ δὲν λέω τίποτα…

«…Περπάτησα στὸ σῶμα σου διαβάζοντας ὅλη τὴν ἀλφαβῆτα, στὰ μάτια σου ἔκλεισα χρυσοκέντητους κόσμους, μέχρι ποὺ δεισιδαιμονίες τῆς νιότης μου κατέκλυσαν τὶς διανοητικές μου λειτουργίες καὶ τὸ ἀπαστράπτον φῶς ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια, ὅλα βαμμένα γκρί, ὅλα οὐδέτερα… ἴσως κάποτε καταλάβω τὸν κόσμο τοῦ ἀπείρου, τὶς διακλαδώσεις του στὰ ἀδηφάγα μέρη τοῦ κορμιοῦ σου… μὰ τώρα δὲν εἶμαι πιὰ παιδί, καὶ καλά το κατάλαβα πὼς ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἰὸς ποὺ καταστρέφει τὶς συνάψεις τοῦ χημικοῦ μας ἐργαστηρίου…»

Διαφήμιση

Δὲν εἶναι τὰ χειρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ παρέλασαν ἀπὸ μπροστά μου. Ὅλα πραγματεύονται τὸ ἴδιο θέμα. Προσέξτε τὴ χρήση ἐπιθέτων χωρὶς κανένα νόημα, «χρυσοποίκιλτος» (μαζὶ μὲ τὸ «χρυσοκέντητος» ἴσως οἱ πιὸ χρησιμοποιημένες ξύλινες λέξεις…), «ἀφελὴς νεότητα», «ἀτέρμονο», «ἀκαταπαύστως» (τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Κάλβος, ἀλλὰ καμία, κατὰ τὰ ἄλλα, σχέση…), «κατακερματίζει τὸ ὄνειρο», «ἀνεφάρμοστοι καὶ ἀνεκπλήρωτοι ἔρωτες» καὶ ἄλλα πολλά. Μὰ εἶναι μόνο ἡ χρήση τῶν λέξεων; Φυσικὰ καὶ ὄχι. Ὁ ρυθμὸς ἀπουσιάζει, (ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ὁ διαλυτικός του μέτρου, ὁ Καρυωτακικός…), στὰ περισσότερα ἀπουσιάζει καὶ ἡ στίξη, ἀλλὰ τὸ κυριότερο: μεταφέρει κάτι καινούριο ὁ στίχος; Ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη, τὴν κοινοτοπία, τὰ ἴδια ἀναμασήματα ποὺ ἔχουμε διαβάσει ἑκατοντάδες, χιλιάδες φορές; Καὶ τὸ ἀκόμη πιὸ σημαντικό: ὑπάρχει ἡ φρέσκια ματιά, τὸ κλὶκ τῆς ποιητικῆς κάμερας ἀπὸ κάποια γωνιὰ ποὺ δὲν εἴχαμε μέχρι τὰ τώρα ὑποψιαστεῖ; Τίποτα, ἀπολύτως τίποτα, λέξεις γιὰ τὶς λέξεις καὶ τίποτα παραπάνω. Τὸ πεζό; Μιὰ ὁλόκληρη παράγραφος, (ὅλο το ὑπόλοιπο βιβλίο συνεχίζει ἔτσι…) γεμάτη ἀπὸ φλυαρία, μεγαλοστομίες, γενικότητες, κλεμμένες λέξεις μέσα σὲ ἕνα ἤδη πάμπτωχο λεξιλόγιο. Μὰ μήπως καὶ μᾶς δίνει κάποια συγκίνηση, μᾶς δημιουργεῖ κάποιο προβληματισμό, περιγράφει ἕναν ἔρωτα διάφορο, ἄγνωστο; Λέξεις κούφιες γιὰ νὰ γεμίζουν οἱ σελίδες, ἀπὸ κεῖνες ποὺ ἔχει συνηθίσει νὰ διαβάζει παντοῦ ὁ ἀναγνώστης, ἁπλὰ μπερδεμένες τυχαία γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ ψευδαίσθηση τῆς ἀκατανόητης ποιότητας, τῶν πολύπλοκων σκέψεων. Αὐτὰ προσφέρονται ἐν πολλοῖς σήμερα (ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ) σὰν λογοτεχνία ὑψηλῆς ποιότητας. Μὰ τὴν πίστη μου, ἔχω δεῖ ρὸζ κείμενα πολὺ πιὸ καλοβαλμένα ἀπὸ αὐτά. Φυσικὸ ὁ κόσμος νὰ ἀπομακρύνεται, φυσικὸ νὰ ἔχει ταυτίσει τὴν ποίηση μὲ τὰ φληναφήματα.

Τί φταίει λοιπὸν γιὰ τὴν ξύλινη γλῶσσα; τί φταίει καὶ ἡ λογοτεχνία, ἡ ποίηση, ὁ λόγος, ταυτίζονται ὅλο καὶ περισσότερο μὲ λέξεις ἄστοχες ποὺ ἔχουν χάσει πρὸ πολλοῦ το νόημά τους, δηλαδὴ τὴν δύναμή τους; Τί φταίει καὶ ἔχουμε δημιουργήσει τὰ νέα «κατὰ συνθήκην ψεύδη» καὶ νοιώθουμε ὑποχρεωμένοι νὰ παριστάνουμε τοὺς ἐνθουσιασμένους μὲ κείμενα ἀνέμπνευστα, τεχνικὰ καὶ συναισθηματικὰ ἀνάπηρα;

Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι εὔκολη καθὼς ἕνα πλῆθος παραγόντων θὰ πρέπει νὰ ὑπολογιστοῦν καὶ μάλιστα τὸ πρόβλημα μεγαλώνει καθὼς ἕνας ἀριθμὸς παραμέτρων ποὺ διαμορφώνουν τὸ σημερινὸ τοπίο βρίσκεται σὲ πεδία ποὺ ἔρχονται «ἀπέξω» καὶ φαινομενικὰ δὲν συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν λογοτεχνία. Ὅταν θελήσουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν σημερινὴ ἀνεπάρκεια ἢ ρηχότητα τοῦ κειμένου, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ ἀλλαγὲς καὶ ἀντιλήψεις στὴν κοινωνία, στὴν πολιτική, στὴν γλῶσσα, στὴν ἐκπαίδευση, στὸν δημόσιο λόγο, στὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας..

Γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ χώρου, δυὸ τρεῖς μόνο παρατηρήσεις.

Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι πιστεύουν πολλοί, οἱ συγγραφεῖς δὲν προέρχονται ἀπὸ ἕνα παράλληλο σύμπαν ἢ ἕναν «καθαρὸ» παράλληλο χῶρο τῆς ζώσας κοινωνίας. Θὰ ἔλεγα μάλιστα πὼς τὶς περισσότερες φορὲς ἡ ποιότητα τῆς λογοτεχνίας προηγεῖται ὡς κριτήριο καὶ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διαπιστώσουμε μὲ ἀσφάλεια τὶς μεταβολές, μέσα ἀπὸ γενιές, σὲ ἀντιλήψεις καὶ κοινωνικὲς συμπεριφορές. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ ξύλινη «λογοτεχνικὴ» γλῶσσα καταδεικνύει μὲ τὸν πιὸ καθαρὸ τρόπο τὶς ἀξιακὲς ἐκπτώσεις, τὸν κατακερματισμὸ τῆς κοινότητας καὶ τοῦ προσώπου καὶ τὶς μετατοπίσεις τῆς ποιότητας ἀπὸ τὸν βυθὸ στὴν ἐπιφάνεια. Ἡ ποίηση πλέον δὲν χρειάζεται νὰ «ὡριμάσει» μέσα ἀπὸ συναισθήματα, ἐπεξεργασία ἐρωτημάτων καὶ ἀπαντήσεων, ἐπιμονὴ στὴν τεχνικὴ καὶ στὴν φόρμα, φιλολογικὴ ἐπιμέλεια, ἐξερεύνηση ἀγνώστων περιοχῶν, δὲν προλαβαίνει κὰν νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὸν ἐντυπωσιασμό. Δυστυχῶς δὲν πρόκειται γιὰ πρόβλημα ἐκφραστικὸ ὅπως πιστεύουν ἀρκετοὶ κριτικοὶ λογοτεχνίας. Ὅταν κάποιος γράφει…

…Οἱ πέτρες σωρεύονται στὸ ἀριστερό σου φῶς

Τὰ λόγια χρυσοκεντίζουν τὸ ἄπειρο

Κι ἐγὼ μικραίνω στὰ σωματίδια τῆς ἄπειρης ὕλης…

…χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις σὰν τὰ τουβλάκια στὰ γνωστὰ παιδικὰ παιχνίδια, στὴν οὐσία ξέρει πὼς διαχειρίζεται ἕνα κενό, οἱ προτάσεις του δὲν λένε τίποτα, δὲν ἐκφράζουν τίποτα, μιμεῖται ποιητὲς καὶ στίχους, ἀντιγράφει μιὰ ποίηση ποὺ ποτὲ δὲν τὴν κατάλαβε καὶ γι αὐτὸ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γελοῖο καὶ ἀσήμαντο. Τὸ σημαντικότερο ὅλων ὅμως εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ ἀπίστευτη κοινοτοπία, ἀποτελεῖ στὴν οὐσία μία ἀντανάκλαση συναισθηματικῆς καὶ γλωσσικῆς ἀναπηρίας, μιὰ ἀνικανότητα γνήσιας ἐπικοινωνίας ὅπου οἱ λέξεις θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκφράζουν μὲ ἀκρίβεια συναισθηματικὲς ἀποχρώσεις, ἀγωνίες, φόβους, συνειδησιακὲς μεταβολές. Στὴν οὐσία, ἀκόμη καὶ ἐὰν μὲ κάποια θαυμαστὴ χειρουργικὴ ἐπέμβαση τοποθετούσατε στὸν ἐγκέφαλο αὐτοῦ τοῦ «ποιητῆ» ἑκατομμύρια ἐπιπλέον ἑλληνικὲς καὶ εὐρωπαϊκὲς λέξεις, θὰ ἦταν ἀνίκανος νὰ τὶς διαχειριστεῖ γιατί ἀγνοεῖ τὴν ἀντιστοίχησή τους στὸν συναισθηματικὸ καὶ συνειδησιακό του κόσμο, ἡ σκέψη του δὲν ἱεραρχεῖ, δὲν διαθέτει διακριτὰ κριτήρια ποιότητας, δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει διαφορὲς λογοτεχνικοῦ βάθους γιατί εἶναι προϊὸν μιᾶς κοινωνίας καὶ ἐκπαίδευσης ὅπου αὐτὲς οἱ διαφορὲς ἔχουν καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ. Ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, τὴν ἐκπαίδευση, τὸν περίγυρο, ἔχει μάθει πὼς Καβάφης καὶ Δέσποινα Βανδὴ εἶναι βέβαια δύο διαφορετικὰ πράγματα, ἀλλὰ μποροῦν κάλλιστα νὰ ἐξυπηρετοῦν ἐκ παραλλήλου τὴν ψυχαγωγία του σὲ διαφορετικὲς στιγμές, μποροῦν νὰ συνυπάρχουν παράλληλα στὸ ἀξιακὸ του σύστημα, μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, τὴν ἴδια ἀποδοχὴ – ἁπλὰ ταξινομοῦνται σὲ διαφορετικὰ κουτάκια ὡραρίου διασκέδασης καὶ ψυχαγωγίας.

πιχειρώντας μιὰ μεταφορά, ἐκεῖνο ποὺ διαπιστώνουμε εἶναι πὼς κινούμαστε πλέον σὲ ἕναν κόσμο δισδιάστατο, ἀπουσιάζει ἡ διάσταση τοῦ βάθους, τὸ μάτι δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τὴν προοπτική, νὰ ἑστιάσει σὲ διαφορετικὲς ἀποστάσεις. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ ξύλινη γλῶσσα εἶναι ἡ νέα ἐσπεράντο. Ἀφοῦ ἀγνοῶ τὸ μέγιστο, ἃς διαχειριστῶ τουλάχιστον τὸ ἐλάχιστο, ἡ σκέψη ἔχει γίνει φοβικὴ ἀπέναντι σὲ διαφορετικὰ ἐκφραστικὰ μέσα, ἡ ἀπουσία τοῦ ξύλινου τρομάζει γιατί εἶναι ὅ,τι ἀπόμεινε στὸν χῶρο τῆς ἐπικοινωνίας, τὸ ξύλινο ἔχει ἀφομοιωθεῖ τόσο πολὺ σὰν ποιότητα ποὺ ἐπιλέγεται στὸν λόγο ἀκόμη καὶ ὅταν ὑπάρχουν παράλληλες ἐπιλογές. Ἰδοὺ τρία μικρὰ παραδείγματα γι αὐτό..

Τὸ πρῶτο εἶναι ἕνα πείραμα στὸν χῶρο τῆς δημοσιογραφίας. Σὲ ἕνα ρεπορτὰζ γιὰ μία κηδεία ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς δημοσιογράφους νὰ ἀποφύγουν ἐκφράσεις ὅπως, «ράγισαν καρδιές», «ἀνείπωτος ὁ πόνος τῆς μάνας», «μὲ δάκρυα στὰ μάτια…», «στὸ νεκροταφεῖο ξετυλίχτηκε(!) ἡ τελευταία σκηνὴ τοῦ δράματος…», «μάτια βουρκωμένα καὶ σφιγμένα πρόσωπα…», «ἦταν ὅλοι ἐκεῖ…» καὶ τέλος πάντων ὅσα στερεότυπα χρησιμοποιοῦνται σ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἐντυπωσιακό. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐλάχιστοι ποὺ μπόρεσαν νὰ βροῦν συνώνυμες λέξεις ἢ περιφραστικὲς ἐκφράσεις, ὁμολόγησαν πὼς ἡ γνωστὴ στερεότυπη φράση παρέμενε ἡ καλύτερη γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πραγματικότητα καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος στὸ ἑπόμενο ρεπορτὰζ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἐργαλεῖα τῆς εὐκολίας γιὰ κάτι ξένο στὴν ἀκοὴ τῶν ἀκροατῶν τους.  Μιὰ δεύτερη ἀπόπειρα ἔγινε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἀπὸ μία γνωστὴ συγγραφέα ρὸζ βιβλίων, ποὺ ἂν καὶ διέθετε γραφὴ μὲ πολλὲς δυνατότητες, ξεκίνησε νὰ ὑπηρετεῖ τὸ εἶδος γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Μετὰ ἀπὸ πέντε βιβλία μὲ τὸ γνωστὸ στερεότυπο περιεχόμενο, προσπάθησε νὰ «ξεγελάσει» τὸ σύστημα καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό της. Προσπάθησε μάλιστα ἡ ἀλλαγὴ νὰ μὴν εἶναι ἄμεσα ἀντιληπτή, ἁπλῶς κατήργησε κάποιες ξύλινες ἐκφράσεις καὶ περιγραφὲς καὶ μεγάλωσε τὰ κομμάτια ἐκεῖνα ποὺ περιέγραφαν συναισθήματα σὲ μεγαλύτερο βάθος, ἐπιχείρησε παράλληλα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ χάρτινο καὶ τὸ προβλέψιμό τῶν χαρακτήρων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἐπίσης ἐντυπωσιακό. Οἱ κριτικὲς τῶν ἀναγνωστῶν ἦταν γιὰ πρώτη φορὰ χλιαρὲς καὶ συγκρατημένες, οἱ πωλήσεις περιορισμένες καὶ ἦταν φανερὸ πὼς, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ δύναμη τῆς ἀδράνειας ἀπὸ τὰ προηγούμενα βιβλία της, μήτε ἐκδότες μήτε ἀναγνῶστες θὰ ὑπῆρχαν γιὰ νὰ τὴν ἐπιδοκιμάσουν. Μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα ἔγινε μιὰ ξένη, πρόσωπο μὴ ἀναγνωρίσιμο καὶ γι’ αὐτὸ ἀπορριπτέο. Ὁ κώδικας ποὺ χρησιμοποιοῦσε πλέον ἦταν σχεδὸν ἄγνωστος, αἱρετικὸς γιὰ τὸ κοινό της ποὺ δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὸν διαχειριστεῖ συναισθηματικὰ καὶ ἀναγνωστικά.

Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιὸ ἀπογοητευτικό, καθὼς καταδεικνύει μὲ ἔντονο τρόπο, πόσο ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν «μέσο» ἀναγνώστη καὶ τὰ στοιχειώδη κριτήρια τοῦ κειμένου καὶ ἡ ἱκανότητα νὰ τρυπήσει τὸν φλοιὸ μιᾶς δημιουργίας. Ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει πόσο ἔχει ἐξοβελιστεῖ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα ἡ τέχνη ἐκείνη ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ βαθύτερη συνειδησιακὴ λειτουργία. Συγκεντρώθηκε λοιπὸν ἕνα δεῖγμα περίπου πεντακοσίων ἀτόμων μὲ ὅσο ἀξιόπιστα κριτήρια ἀντιπροσωπευτικότητας μποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ παρόμοια «πειράματα». Ὅλα τα ἄτομα πῆραν τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐκδότη καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσουν γιὰ τὴν ἔκδοση ἑνὸς ἀπὸ δύο ποιήματα ποὺ τοὺς δόθηκαν γιὰ ἀξιολόγηση. Τὸ πρωτότυπο σ’ αὐτὴν τὴν ἔρευνα ἦταν πὼς δὲν ἔγινε ἀπόκρυψη τῶν ὀνομάτων τῶν ποιητῶν, καθὼς ἔπρεπε νὰ διαπιστωθοῦν καὶ κάποια ἐπιπλέον ποιοτικὰ στοιχεῖα στὴν συμπεριφορὰ τῶν συμμετεχόντων. Παραθέτω τὰ δύο ποιήματα:

Ἀγαπῶ τὰ χείλη σου ὅταν τὸ δειλινὸ τὰ σκιάζει

καὶ ὁ μεγάλος τῆς νύχτας μανδύας σκεπάζει τὴ σκέψη σου

Εἶναι τότε ποὺ δὲν μιλοῦν, μόνο ἀνοιγοκλείνουν σὰν φτερὰ

 

σὰν παντομίμα ποὺ ξυπνᾷ τοὺς πόθους τοὺς ἀνείπωτους

Ἐκείνους ποὺ χρόνια εἴκοσι στοιχειῶναν τὰ ὄνειρά μου

Τὸ κορμί σου ἀντιφεγγίζει ἄγνωστα ἄστρα τῆς γειτονιᾶς

Τὰ χέρια σου κινοῦνται σὰν κύματα τὴν ὥρα τῆς παλίρροιας

Ἀγαπημένη! Κάθε δειλινὸ στέκω στὴν πόρτα σου ἐπαίτης…

Κάθε ποὺ ὁ ἥλιος ξεκινᾷ τὴν ἀέναη διαδρομή του

ἁπλώνω τὰ ὄνειρά μου στὴ μικρὴ αὐλὴ τῆς ἀγκαλιᾶς σου

 

Ἰδοὺ καὶ τὸ δεύτερο…

 

Καλά, θ’ ἀπορροφήσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἔγνοια σου

ἡ μέρα, ἡ κίνηση, ἡ δουλειά σου, οἱ φίλοι,

καὶ θὰ μπορέσεις ὕστερα νὰ πᾶς

σὲ κάνα θέατρο ἢ κέντρον ἢ ὅπου ἀλλοῦ.

Ὅμως ὅταν τελειώσουν ὅλα

τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα κλείσουν,

καὶ ποῦν οἱ φίλοι καληνύχτα,

καὶ πρέπει νὰ γυρίσεις πιὰ στὸ σπίτι, τί θὰ γίνει;

Τὸ ξέρεις πὼς σκληρή, ἀδυσώπητη

σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια,

θὰ ‘σαι μονάχος.

Καὶ τότες θὰ λογαριαστεῖτε.

Θὲς ἢ δὲ θὲς θὰ μποῦν κάτω ὅλα, νὰ λογαριαστεῖτε.

Θὰ ‘σαι μονάχος

κι ἀνυπεράσπιστος ἀπ’ τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα,

κι ἀπ’ τὴ δουλειά σου καὶ τοὺς φίλους.

Σὲ περιμένει στὸ κρεβάτι σου ἡ ἔγνοια.

Θα ‘ρθεῖς, δὲν γίνεται. Εἲν’ τόσο σίγουρη γι’ αὐτό, καὶ περιμένει.

Εἶναι στὸ σπίτι καὶ σὲ περιμένει.”

Δὲν θὰ σταθῶ φυσικὰ στὴν παρουσίαση τῆς πολυσέλιδης ἔρευνας, οὔτε καν θὰ πῶ ποιὸ ποίημα ἐπέλεξαν οἱ περισσότεροι, δὲν εἶναι αὐτά ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ. Λίγα θαυμαστὰ μόνο. Ἐκτὸς ἀπὸ δύο (!) ἄτομα ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἀποφάσισαν ὁμοιόμορφα. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ποιητὲς εἶναι πολὺ νέος, ὁ ἄλλος καταξιωμένος ἐδῶ καὶ χρόνια, μόνο ποὺ ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα ἀγνοοῦσε παντελῶς ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξή του καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀποφάσισε ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ὀνόματος. Ὅλοι θεώρησαν καὶ τὰ δύο ποιήματα σχεδὸν ἰσοδύναμα σὲ ποιότητα καὶ πνευματικὸ βάρος. Καὶ τέλος: στὴν συζήτηση γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς,  κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ προσφέρει μιὰ στοιχειώδη παρουσίαση καὶ ἀνάλυση τοῦ κειμένου, ἡ ἐπιλογὴ ἔγινε ἀποκλειστικὰ μὲ βάση τὸν τρόπο ποὺ εἶχαν μάθει νὰ ἀντιμετωπίζουν τὴν ποίηση ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἀκόμη χρόνια καὶ κάποια στιγμιαία συναισθηματικὰ ἀντανακλαστικά. Τὸ σύνολο τῆς έρευνας, ποὺ δυστυχῶς δὲν μπορῶ νὰ μεταφέρω ἐδῶ, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα εἶναι καὶ ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἡ ἀνάγνωση καὶ κατανόηση τῆς ποίησης στὴν Ἑλλάδα ἀπουσιάζει ἢ ἔχει ταυτιστεῖ μὲ καρικατοῦρες διανοούμενων ποὺ γράφουν γιὰ ἕνα παράλληλο σύμπαν. Βέβαια στὴν ἔρευνα δὲν ἔλαβαν μέρος φιλόλογοι καὶ γλωσσολόγοι, ἀλλὰ αὐτὸς ἀκριβῶς ἦταν καὶ ὁ σκοπός: Νὰ διαπιστωθεῖ δηλαδὴ τὸ κριτήριο τῆς λογοτεχνίας ποὺ διαθέτει ὁ «μέσος» ἀναγνώστης.

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκδοση τῆς «Χίμαιρας» ὑπέβαλλα τὸν ἑαυτό μου σὲ ἕνα μικρὸ μαρτύριο. Διάβασα πάνω ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ ἔχουν ἀναρτηθεῖ στὸ διαδίκτυο – σὲ προσωπικὰ blogs, ἰστοσελίδες δωρεὰν διανομῆς βιβλίων, ἰστότοπους ἐταιριῶν αὐτοέκδοσης. Ἡ προσπάθεια δὲν εἶχε τέλος, πίσω ἀπὸ κάθε συλλογὴ ποὺ διάβαζα εἶχαν ἤδη ξεφυτρώσει ἄλλες δέκα, ὑπῆρχαν ἱστολόγια ποὺ οἱ συγγραφεῖς τοὺς τὰ ἀνανέωναν μὲ δέκα καὶ εἴκοσι(!) ποιήματα τὴν ἡμέρα. Σχεδὸν πανομοιότυπα, γεμάτα ἀπὸ ὀρθογραφικὰ καὶ συντακτικὰ μαργαριτάρια, ἀπουσία κάθε ἔννοιας ρυθμοῦ καὶ πρωτοτυπίας, ἀλλὰ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἦταν ἡ γλῶσσα, ἡ ξύλινη χρήση της, ἡ ἀπουσία στοιχειώδους ἱκανότητας χειρισμοῦ της. Ὑπῆρχαν καὶ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις. Κάποιοι νέοι ἄνθρωποι, (συνήθως ὀλιγογράφοι), ποὺ ἦταν φανερὸ πὼς εἶχαν πιθανότητες μέσα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν κόπο νὰ δώσουν ἀξιόλογα δείγματα διαφορετικῆς γραφῆς. Ἐλάχιστοι ὅμως καὶ τόσο χαμένοι στὸ πλῆθος, ποὺ ἡ ἀνάδειξή τους μπορεῖ νὰ προκύψει μόνο μέσα ἀπὸ ἕνα καπρίτσιο τῆς τύχης.

Τώρα βλέπω πὼς ἔχω μιλήσει περισσότερο γιὰ τὴν ποίηση, ἀλλὰ ἔτσι κι ἀλλιῶς τὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι παρόμοια καὶ στὴν πεζογραφία ἢ (ἀκόμη χειρότερα) καὶ στὸν κριτικὸ λόγο. Δεῖτε γιὰ παράδειγμα τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ κριτικὸ κείμενο σὲ πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια..

«…Μέσα στὰ πολὺ προσεγμένα αὐτὰ ποιήματα ἀνιχνεύονται οἱ ἐν γένει σχέσεις τῆς ποίησης μὲ τὰ αἰσθήματα χαρᾶς ἢ θλίψης καὶ ἄλλες θυμικὲς καταστάσεις ποὺ φορτίζουν τὴν ὕπαρξη μὲ μιὰ αὐξομειούμενη ροὴ καθημερινοῦ βιοτικοῦ φορτίου.

Ἡ ἰδιόμορφη ἀνάγκη τῆς ποίησης ἔγκειται πάντα στὴ δυνατότητα ἀξιοποίησης τῶν ψυχοφθόρων αἰτιῶν μέσῳ τῶν λέξεων καὶ τῶν πολύσημων νοημάτων τους, ὥστε νὰ προκύπτουν ἀμβλυντικὲς ἐξελάσεις ἀπὸ πόνο σὲ παρηγορία. Ἡ ὑπαρξιακὴ ὑπόμνηση γίνεται τότε μιὰ δικαιολογημένη ἠθικὴ διαδικασία, καθὼς ἀναζητᾷ τὸ δέον καὶ τὸ γιατί γιὰ νὰ ἐπιτρέψει κάθε συνειδητοποιημένο βῆμα πορείας…».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ξύλινη γλῶσσα τῆς τάχα ποιότητας, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὑποστηρίζω πὼς ἡ εὐθύνη τῶν δῆθεν ὑπερασπιστῶν τῆς καλῆς ποίησης, εἶναι πολλαπλάσια ἐκείνων ποὺ τὴν κακοποιοῦν καθημερινά. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος ξύλινος λόγος στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς λογοτεχνίας, περισσότερο ἐπικίνδυνος βέβαια καθὼς ἐκφέρεται μὲ τὸ ἄλλοθι τῆς ποιότητας καὶ τῆς ὑψηλῆς φιλολογίας. Περαιτέρω σχόλια τὰ θεωρῶ περιττὰ καθὼς ἁπλὰ θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἐπανάληψη προηγούμενων διαπιστώσεων.

Πρέπει μᾶλλον νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφαση πὼς οἱ ἐλπίδες γιὰ μιὰ λογοτεχνία διαφορετικοῦ προσανατολισμοῦ βασίζονται δυστυχῶς σὲ δύο πιθανότητες, σὲ δύο σημεῖα, στὴν περίμετρο ἑνὸς φαύλου κύκλου. Τὸ πρῶτο ἐνδεχόμενο εἶναι ἡ ἐμφάνιση συγγραφέων ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ χαράξουν ἄξαφνα νέα μονοπάτια καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὶς ποιότητες στὴν δημιουργία καὶ στὴν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου – ἐνδεχόμενο ἐξαιρετικὰ ἀπίθανο, ἔχει συμβεῖ κάποιες φορὲς στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, ἀλλὰ μέσα σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ κοινωνικὰ καὶ ἀξιακὰ δεδομένα. Τὸ δεύτερο, (ἕνας ἐντελῶς ἄλλος προσανατολισμὸς στὴν παιδεία), εἶναι θεωρητικὰ πιὸ πιθανό, ἀλλὰ φοβᾶμαι πρακτικὰ σχεδὸν οὐτοπικό. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἐάν, ὡς διὰ μαγείας, ἡ πολιτικὴ ἐξοβελίσει τὸ κίβδηλο καὶ θελήσει νὰ ἀγκαλιάσει τὸ γνήσιο, θὰ χρειαστοῦν τουλάχιστον δύο μὲ τρεῖς γενεὲς γιὰ νὰ ἐμφανιστοῦν τὰ πρῶτα ἀποτυπώματα στὴν λογοτεχνία.

Ἀπαισιόδοξη ὀπτική; Μπά! Ὄχι καὶ τόσο ὅταν σκεφτοῦμε τὸν χρόνο ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ βιολογικοῦ μας κύκλου. Ἡ συζήτηση καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν καλὴ λογοτεχνία κάποια στιγμὴ θὰ προκύψουν, ἀκόμη καὶ σὰν ἀπότοκα συναισθηματικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀδιεξόδων.

Ἐλάχιστη σημασία ἔχει ἐὰν κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ ἀναπνέουμε ἀκόμη ὅταν αὐτὸ ξεκινήσει νὰ συμβαίνει… 

 

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
47Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
2 Comments
Τὰ παλαιότερα
Τὰ πλέον πρόσφατα Τὰ πλέον δημοφιλῆ
Inline Feedbacks
View all comments
Γιώργος Γιαννέλικος
Γιώργος Γιαννέλικος
3 years ago

Γειά-σας, θα μπορούσατε να μου στείλετε την έρευνα την οποίαν αναφέρατε για το πείραμα των δύο ποιητών;
Ευχαριστώ.