Ὁ Καρυωτάκης καί ἡ γενεά τοῦ 30

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
946Shares
Στοχασμοί γιά τήν ὑπέρβαση ἑνός ἀνωφελοῦς ἐμφυλίου

(Στό κείμενο συμπεριλαμβάνονται τά πιό σημαντικά ἀποσπάσματα ἀπό ὁμότιτλο δοκίμιο. Γιά λόγους οἰκονομίας κειμένου ἀπουσιάζουν ἐκτενῆ ποιήματα ἤ καταγραφές καί ἀναδημοσιεύσεις ἀπό τήν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία. Ἐπιπλέον, παρά τό ὅτι τό κείμενο ἀναφέρεται κυρίως στόν Καρυωτάκη, ἀποφεύγουμε τήν ἀναδημοσίευση ποιημάτων του, καθώς θεωροῦμε πώς εἶναι πιά πασίγνωστα καί οἰκεῖα στήν πλειονότητα τῶν ἀναγνωστῶν. Τέλος, ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ὅλες οἱ παράγραφοι πού τό νόημά τους ἐπικαλύπτεται ἀπό ἄλλα ἄρθρα σ’αυτήν τήν ἱστοσελίδα. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού σέ κάποια σημεῖα οἱ συνδέσεις ἑνοτήτων δείχνουν ἀδύναμες ἤ ἀφύσικες. Το κείμενο ὑπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λέξεις και για την καλύτερη άνάγνωσή του συνιστᾶται ἡ ἐκτύπωσή του.)

‘Ερ: Εἶναι φανερό καί στούς δύο τόμους τῆς Ἱστορίας σας πώς ἀποφεύγετε τόν καθιερωμένο ὄρο «γενιά τοῦ ’30» ὑπέρ μιᾶς πιό εὐρύχωρης, νομίζω, διατύπωσης, πού συνοψίζεται στόν ὄρο «λογοτεχνία τοῦ Μεσοπολέμου». Καί εἶναι ἐπίσης φανερό πώς στή μεσοπολεμική αὐτή λογοτεχνία βλέπετε δύο κλάδους: ὁ ἕνας παραμένει στήν παράδοση, τήν ὁποία καί μερικῶς ἀνανεώνει, ὁ ἄλλος προσχωρεῖ στό μοντερνισμό, ἔχοντας στίς περισσότερες περιπτώσεις ξεκινήσει καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν παράδοση…

‘Απ: Ὁ ὅρος «γενιά τοῦ ’30» -πού κατέληξε νά φαίνεται «μαγικός»- μᾶλλον σύγχυση ἔχει προκαλέσει καί ὀκνηρούς μιμητές. Ἄλλωστε, δέν εἶναι συμφωνημένο στό ποιούς περιλαμβάνει. Ἄλλους κατονομάζει ὁ Δημαρᾶς μέ τήν εὐρυχωρία του ἐδῶ, ἀποκλειστικά τους συνεργάτες τῶν Νέων Γραμμάτων ὁ Ἀντρέας Καραντώνης, καί κάποιοι νεότεροι ἔχουν κρεμαστεῖ ἀπό μία φωτογραφία «ἐκπροσώπων της», τή «γενιά» τῶν ἐπιλέκτων, πού ὑμνοῦν ἤ μάχονται. Ὁ καλός Ἰταλός νεοελληνιστής Mario Vitti στό ἔργο του «Ἡ γενιά τοῦ Τριάντα» (1977 καί νέα ἔκδοση ἐπαυξημένη τό 1995), παρά τίς τόλμες πού τόν διακρίνουν, ὑποκύπτει στή γοητεία τοῦ καθιερωμένου καί δέχεται τό διαχωρισμό: γενιά τοῦ ’20 καί γενιά τοῦ ’30. Δέν συμμερίζομαι τήν ἄποψη αὐτή…

(Συνέντευξη τοῦ Ἀλέξανδρου Ἀργυρίου στόν Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ἐλευθεροτυπίας, 21 Ἰουνίου 2002)

Η εἰσαγωγική παράθεση ἀπόψεων (καί μάλιστα ἀποσπασμάτων τους), εἶναι ὁπωσδήποτε κουραστική γιά τόν ἀναγνώστη καί ἐμπεριέχει πάντοτε τόν κίνδυνο παρεξηγήσεων μέ τόν συγγραφέα τους. Ὡστόσο, καί μόνο ἡ πληθώρα τῶν (σοβαρῶν) κρίσεων, τόσο γιά τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, ὅσο καί γιά τήν περιβόητη γενεά τοῦ 30, ἀποδεικνύει γι’ ἀκόμη μία φορά τά προφανῆ – ὁ Καρυωτάκης συνεχίζει (ἐξακολουθητικά παρών) νά ταλανίζει τήν ἑλληνική κριτική, ἐξακολουθεῖ δηλαδή νά κινεῖται μέ τήν ἴδια ἔνταση στά ἑλληνικά γράμματα, ἐνῶ πάνω ἀπό τό ἔργο τῆς νεωτερικῆς τοῦ 30 γενεᾶς, ὑπάρχει πάντοτε ἡ (ἐξ ἐνστίκτου καί ὄχι μόνο) ὑποψία, πώς μῦθοι καί ἐμμονές ἔχουν ἐπικαλύψει τήν οὐσία καί τό βάθος τῆς προσφορᾶς της, ὅπως καί τίς (ὁμολογημένες πιά πανταχόθεν) ἐπιρροές της ἀπό τούς «ἀπελπισμένους» μιᾶς προγενέστερης καί χαμένης πρόωρα γενεᾶς.

Εἶναι ὁπωσδήποτε περίεργο, ἀλλά κοντά 90 χρόνια μετά ἀπό τήν αὐτοκτονία στήν Πρέβεζα, πολλά ἀπό τά ἐρωτήματα γιά τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη ἀπομένουν καί πλανῶνται ἀναπάντητα. Ὁ Νάσος Βαγενάς, σ’ ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά του κείμενα μέ τίτλο «Τό παράδοξο τοῦ Καρυωτάκη», προσπαθεῖ νά διατυπώσει, (ἀλλά ὄχι καί ἐξαντλητικά ν’ ἀπαντήσει…), ἕνα ἀπό αὐτά…

Τό ἐρώτημα λοιπόν τίθεται ὡς ἑξῆς: πῶς ἡ ποίηση τοῦ Καρυωτάκη (τά ποιήματα τῆς τελευταίας περιόδου του) κατορθώνει νά δίνει τήν αἴσθηση τοῦ καινούργιου μέ μίαν ἔκφραση πού δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τά σχήματα τῆς παλαιᾶς ποίησης καί πού δέν ἔχει τίποτε τό κοινό μέ τήν ἔκφραση τῶν νεωτερικῶν;..

Τό σημερινό κείμενο δέν ἐννοεῖ βεβαίως νά  παρουσιάσει μία φιλολογικά ἐπιμελημένη (πόσο μᾶλλον ὁλοκληρωμένη) ἔρευνα γιά τόν Καρυωτάκη, τά ὅσα ἔδωσε στούς νεωτερικούς ἐπερχόμενους ἤ νά ἀπαντήσει σέ ἐρωτήματα πού ἀπαιτοῦν πολύχρονο μόχθο καί διάλογο οὐσίας. Ὅμως στήν δική μου σκέψη, τό παράδοξο δέν εἶναι ἐκεῖνο πού ἐπισημαίνει ὁ Νάσος Βαγενάς, (καθώς μέ μᾶλλον περισσή ἀλαζονεία πιστεύω πώς διαθέτω κάποιες ἀπαντήσεις), ἀλλά τό ἐντελῶς ἀντίθετο – γιατί ἡ ἑλληνική κριτική, οἱ ὁμότεχνοι, ἡ φιλολογία, ἡ ἐκπαίδευση, (δηλαδή τό σύνολο τῶν μελετητῶν τῆς νεώτερης ἑλληνικῆς γραμματείας), συνεχίζουν νά ἀποσυνδέουν τόν Καρυωτάκη ἀπό τήν γενεά τοῦ 30 καί νά τόν περιχαρακώνουν στά ὅρια τῆς συγχρονίας του; Γιατί ἐνῷ οἱ πάντες πλέον ἀποδέχονται (καί τά κείμενα δέν ψεύδονται βεβαίως…), ὅτι ἐπιφανέστατοι ἐκπρόσωποι τοῦ 30, ὅπως ὁ Σεφέρης, ὁ Ρίτσος, ὁ Βρεττάκος καί ἄλλοι, εἶναι βαθύτατα ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ποίηση καί τήν νοηματική τοῦ Καρυωτάκη (ἄλλοι στά πρώιμα, ἄλλοι στά ὕστερα χρόνια τους…), τήν ἴδια στιγμή ἐπιμένουν νά περιορίζουν τόν Καρυωτάκη (καί ἐν πολλοῖς τόν Καβάφη) στά τείχη μιᾶς συγκυρίας; Κατά πόσο θά «μολυνθεῖ» τό νεωτερικό τοῦ Σεφέρη, ἐάν ἀποδεχθοῦμε ὅτι τό «Μυθιστόρημα» ἔρχεται ἀπευθείας ἀπό τήν “Πρέβεζα”, τουλάχιστον στό περιεχόμενό του; Καί τέλος, γιατί συνεχίζουμε (ἀπό ἀδράνεια συμβόλων;.. ἀπό ἐμμονή;..) νά ὑποτιμοῦμε τό βάθος τῆς Καρυωτάκειας τομῆς στήν ἑλληνική γραμματεία, τήν ἴδια στιγμή πού ἐπανερχόμαστε συνεχῶς, (ἄλλοτε ἐπιπόλαια, ἄλλοτε ἀπό τήν κλειδαρότρυπα, σπανίως οὐσιαστικά) στούς στίχους του καί στίς ἑρμηνεῖες τῆς αὐτοχειρίας του;

Αὐτά δέν εἶναι τά μοναδικά ἐρωτήματα, δυστυχῶς. Γιά ἕνα τόσο σημαντικό ζήτημα (καί θά δοῦμε παρακάτω το γιατί εἶναι σημαντικό), ἡ σοβαρή βιβλιογραφία εἶναι ἐξαιρετικά περιορισμένη. Ἅς μήν ὑποτιμοῦμε ὅμως καί τόν παράγοντα τῆς δικῆς μας συγκυρίας – σέ μία ἐποχή ὅπου ἡ νέα ποίηση εἶναι περίπου ἀνύπαρκτη, ἀλλά καί ἡ ποίηση ἐν τῶν συνόλω της ἀπαξιωμένη, (ἤ ἀκόμη χειρότερα «ἀπονευρωμένη»), πόσες ἀπαιτήσεις μποροῦμε νά ἔχωμε γιά ἐρευνητές πού θά προσπαθήσουν ἔργο σέ παρόμοια θέματα καί ἀκόμη περισσότερο γιά ἐκδότες πού θά τό ἐκδώσουν;

Τό κλασικό πλέον βιβλίο τοῦ Mario Vitti για τήν γενιά τοῦ 30. Παρά τίς ἐμφανεῖς προτιμήσεις τοῦ συγγραφέα του, ὁ Καρυωτάκης εἶναι παρών σχεδόν στην κάθε σελίδα, εἴτε ὡς ἐπιρροή, εἴτε ὡς παράδειγμα προς ἀποφυγή…

Εἶναι αὐτονόητο λοιπόν πώς τό σημερινό κείμενο θά λειτουργήσει ἐπιλεκτικά καί μέ βάση ἐκεῖνα πού κρίνουμε ὡς τά σημαντικότερα – τόσο γιά τόν Καρυωτάκη, ὅσο καί γιά τούς ἑπόμενους τῆς γενεᾶς του ποιητές. Προτοῦ ἀσχοληθοῦμε λοιπόν μέ τήν οὐσία, δύο πολύ σύντομες παρατηρήσεις.

Γιά τίς ἀνάγκες τοῦ κειμένου θ’ ἀποδεχθῶ τήν χρήση (καί μάλιστα ἀρκετές φορές) τῆς λέξης γενεά, (γενιά, ὅπως κι ἄν τό προτιμᾶτε…), ἀλλά θά ὑπενθυμίσω τοῦτο, πού γιά τούς τακτικούς ἀναγνῶστες εἶναι γνωστό – ἡ κατάταξη σέ γενεές καί ὅσα αὐτή ἐπιφέρει, παραμένει χρήσιμη μόνο στά στενά ὅρια τῆς φιλολογίας, τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας, τῆς ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας. Ἐπί τῆς οὐσίας, στήν ποίηση ὑπάρχουν πάντοτε πυκνώσεις ἤ ὑφέσεις ποιότητας ὅπως καί ἀνατροπές, ἀλλά ὁπωσδήποτε ὁ ἑπόμενος στίχος ἐμπεριέχει πάντοτε τόν προηγούμενο, ἔστω καί μέσα ἀπό τήν ἄρνησή του. Τήν ἴδια στιγμή χαρακτηριστικά τοῦ ποιητικοῦ στοχασμοῦ πού ξεφεύγουν ἀπό τήν συγχρονία, ἐπιτρέπουν ἐπιρροές καί ταυτίσεις, ἀκόμη καί ἀνάμεσα σέ ποιητές πού ἔχουν μεταξύ τους μεγάλη βιολογική ἀπόσταση.

Στό κείμενο χρησιμοποιοῦνται κείμενα τῶν Νάσου Βαγενά, Mario Vitti καί λίγων ἀκόμη κριτικῶν τῆς λογοτεχνίας, ὁπωσδήποτε ὅμως τό σκοπούμενο δέν εἶναι ὁ σχολιασμός ἤ καί ἡ ἀντίκρουση μεμονωμένων ἀπόψεων, ἀλλά εὐρύτερα διαδεδομένων ἀντιλήψεων τίς ὁποῖες τά συγκεκριμένα πρόσωπα ἔχουν ἐκφράσει μέ τήν μεγαλύτερη σαφήνεια καί ἐπιμέλεια. Γιά παράδειγμα, τίς ἀπόψεις τοῦ Νάσου Βαγενά συμμερίζονται σήμερα πολλοί συγγραφεῖς καί κριτικοί, (θά ἔλεγα ἡ πλειονότητα), ἐνῷ ὁ Vitti διδάσκεται στήν ἀνώτατη ἐκπαίδευση καί οἱ θέσεις του γιά τήν γενεά τοῦ 30 ἐν πολλοῖς κυριαρχοῦν. Θεωρῆστε λοιπόν τήν ἀναφορά σέ ὀνόματα ἀντιπροσωπευτική καί μόνο, γιά θέσεις πού ἔχουν γενεῖ ἀποδεκτές στό μεγαλύτερο μέρος τῆς λογοτεχνικῆς καί ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας. Ἀπό τήν γενεά τοῦ 30 μένω λίγο παραπάνω σε Σεφέρη καί Ἐλύτη, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι σαφεῖς καί ὑπόγειες συνδέσεις, (ἤ ἀντιθέσεις) μέ τόν Καρυωτάκη δέν ὑπάρχουν καί σέ πολλούς ἀκόμη ποιητές.

Ἡ γενεά τοῦ 30 ἀπέναντι στόν Καρυωτάκη, ὁ μῦθος πίσω ἀπό μία ἀλήθεια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ
Ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς μέ τίς ἐντελῶς ἄστοχες κρίσεις του γιά Καβάφη καί Καρυωτάκη, (παρά το ὅτι, κατά ὁμολογία τοῦ ἰδίου, ἀγνοεί παντελῶς τά ποιητικά), μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μία ἀπό τίς σημαντικότερες φωνές πού βοήθησε στήν δημιουργία ἑνός λογοτεχνικοῦ ἐμφυλίου ἀνάμεσα σέ δύο γενεές…

Οἱ κρίσεις γιά τόν Καρυωτάκη ἀπό τήν γενεά τοῦ 30, ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα τήν ἀρθρογραφία καί τόν λόγο τοῦ Νάσου Βαγενά, καθώς σέ ἐπανειλημμένες συνεντεύξεις του, ἀλλά καί κείμενά του, προσπαθεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ὅλο τοῦτο εἶναι ἕνας μῦθος πού κτίστηκε κυρίως ἐπάνω στίς πρῶτες κρίσεις τῶν Δημαρᾶ καί Θεοτοκᾶ γιά τόν Καρυωτάκη καί πώς ἐν τέλει οἱ σημαντικότεροι ἐκπρόσωποι σέ κριτική, ποίηση καί πεζογραφία (Ἐλύτης, Καραντώνης, Σεφέρης καί ἀρκετοί ἀκόμη), μόνο κολακευτικά ἔχουν μιλήσει γι’ αὐτόν καί μάλιστα μέ τρόπο πού ὑπογραμμίζει τήν μεγάλη τομή πού ἐπέφερε ἡ ποίησή του (πρόχειρα μπορῶ νά θυμηθῶ ἐδῶ δύο κείμενα καί μία συνέντευξη τοῦ Νάσου Βαγενᾶ ὅπου, μέ παραλλαγές, ὑποστηρίζει αὐτήν τήν ἄποψη).

Εἶναι περίεργο πού ἕνας κριτικός τῆς σοβαρότητας τοῦ Νάσου Βαγενά συνεχίζει νά ἐπιμένει στά σημεῖα μιᾶς πορείας καί σέ λεπτομέρειες ἐπουσιώδεις. Ὁ Δημαρᾶς, (μᾶς λέγει ὁ Νάσος Βαγενάς) ἐλάχιστα ἀσχολήθηκε μέ τήν γενεά τοῦ 30, δέν ἀνήκει σ’ αὐτήν οὔτε βιολογικά, οὔτε αἰσθητικά, ἐνῷ ἀργότερα στήν Ἱστορία τῆς Λογοτεχνίας του (1949) χαρακτηρίζει τόν Καρυωτάκη κορυφαῖο ποιητή τῆς γενιᾶς του. Ὅσο γιά τόν Θεοτοκά, (συνεχίζει ὁ Ν.Β.), δέν μπορεῖ μία καί μόνη ἀρνητική κρίση νά χρεώσει σέ μία ὁλόκληρη γενεά ἐχθρική στάση ἀπέναντι στόν Καρυωτάκη.

Τό πρῶτο κενό πού χαρακτηρίζει αὐτόν τόν συλλογισμό, εἶναι πώς ὁ Νάσος Βαγενάς ἀναφέρεται σέ μία ὁλόκληρη γενεά, ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά ἀποτιμήσει τήν στάση της περιορίζεται μοναχά στούς κορυφαίους ἐκπρόσωπούς της. Γνωρίζει βεβαίως καλά, πώς δέν εἶναι πάντα οἱ κορυφαῖοι πού δίδουν τό συνολικό κλίμα καί πώς οἱ κορυφαῖοι σπάνια λερώνουν τά χέρια τους μέ ἔντονες ἀρνητικές κρίσεις γιά ὁμοτέχνους τους, (τουλάχιστον ἐπισήμως, γιατί ἀνεπίσημα τά πράγματα εἶναι λίγο διαφορετικά). Γνωρίζει ἐπίσης ὅτι τό κλίμα στόν μεσοπόλεμο, ἀλλά καί μετέπειτα, δέν τό διαμόρφωναν μόνο ἡ Νέα Ἑστία καί οἱ ἀκαδημαϊκές ἐργασίες, μά πολλές ἀκόμη ἑστίες φιλολογικῶν καί λογοτεχνικῶν συζητήσεων σέ περιοδικά, λέσχες, ὁμίλους, πεζοδρόμια. Ἀλλά καί παράγοντες μέ σημαντικά μέσα καί ἐπιρροή πού μποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν ποιητές καί πεζογράφους καί νά ἐξαφανίσουν ἄλλους, θ’ ἀναφερθοῦμε παρακάτω στόν Γιῶργο Κατσίμπαλη. Ὅσο λοιπόν καί ἐάν ὁ Καρυωτάκης ἐβρῆκε φανατικούς ὑποστηρικτές, ἰδιαίτερα μετά τήν αὐτοκτονία του τό 1928, ἄλλο τόσο βρῆκε καί φανατικούς ἀρνητές πού τόν ἀποκήρυσσαν μέ βδελυγμία, (καί μόνο τήν ἐξ ἀριστερᾶς κριτική νά διαβάσει κανείς μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τό κλίμα). Ἤ μήπως θ’ ἀρχίσωμε νά παίζουμε τώρα μέ τίς πενταετίες καί τίς δεκαετίες καί θ’ ἀρχίσουμε μία ἄχαρη συζήτηση γιά τό ἐάν ὁ Βουρνᾶς ἦταν μεταγενέστερος ἤ ὁ Ρώτας προγενέστερος; Ἤ μήπως μόνο τόν Καραντώνη θ’ ἀναγνωρίσωμε ὡς κριτικό τῆς γενεᾶς αὐτῆς καί θά ὑποτιμήσουμε ἄλλες πένες λιγότερο ἴσως γνωστές, μόνο καί μόνο γιατί ἔτσι βολεύει μία συγκεκριμένη ἄποψη; (Ἕνας Καραντώνης βεβαίως ἐξόχως ἐπικριτικός στίς πρῶτες του κρίσεις γιά τόν Καρυωτάκη καί πῶς ἀλλιῶς, ὅταν ἡ καριέρα του σχεδόν καθοδηγεῖται ἀπό τόν Κατσίμπαλη μέ βάση κριτική ἔκδοση γιά τόν Σεφέρη). Ἅς μείνουμε στήν οὐσία καί ἡ οὐσία εἶναι πώς τόσο ἡ «μεγαλοαστική» ἄποψη τῆς γενεᾶς τοῦ 30, ὅσο καί ἡ «προλεταριακή» ἐκδοχή της, στάθηκαν ἀπέναντι στόν Καρυωτάκη, (γιά λόγους πού θά δοῦμε παρακάτω). Σημασία δέν ἔχει ἐάν ἡ κρίση τοῦ Δημαρᾶ (“ὁ Καρυωτάκης δέν ἦταν καν ποιητής…”) ἀνήκει χρονολογικά στήν γενεά τοῦ 30, ἀλλά ἐάν ἀποτύπωσε τήν στάση της, ἐάν δημιούργησε κλίμα, ἐάν ὁδήγησε στήν χάραξη μιᾶς ἐτικέτας, ἐκείνης τοῦ παρακμιακοῦ ποιητῆ, τοῦ σχεδόν προβληματικοῦ.

Ὅσο γιά τήν μεταγενέστερη (μά καί τόσο χλιαρή) καταγραφή τοῦ Καρυωτάκη στήν Ἱστορία τῆς λογοτεχνίας τοῦ Δημαρᾶ, ὡς τοῦ σημαντικώτερου ποιητῆ τῆς γενιᾶς του – τί ἄραγε σημαίνει αὐτό; Φυσικά ὁ Νάσος Βαγενάς καί ἀντιλαμβάνεται πώς ὅλη τούτη ἡ φράση εἶναι κάτι χειρότερο ἀπό χλιαρή, εἶναι οὐδέτερη ἀξιολογικά, βεβαίως καί ὁ Καρυωτάκης εἶναι ὁ σημαντικότερος τῆς γενεᾶς του, αὐτό εἶναι μία πραγματικότητα ἔτσι κι ἀλλιῶς, τό ζήτημα εἶναι ἡ ἀξιολόγησή του μέσα στό συνολικό καί ἄχρονο ποιητικό σῶμα.

Ἀπό τα πυρά τοῦ Θεοτοκᾶ δέν γλύτωσε οὔτε ὁ Βάρναλης. Οἱ κριτικές γιά τό ἔργο του εἶναι ὀξύτατες…

Κι ἔπειτα, δέν ὑπάρχει μόνο το νοούμενο, ὑπάρχει καί τό ὑπονοούμενο. Παραθέτει πολλές φορές ὁ Νάσος Βαγενάς δηλώσεις τῶν Σεφέρη, Ἐλύτη καί ἄλλων πού ἐπαινοῦν τόν Καρυωτάκη – ἀλλά πόσο σχολικές στ’ ἀλήθεια, πόσο στεγνές εἶναι κάποτε αὐτές οἱ ἀπόψεις!.. ἐπιπλέον θά ἔπρεπε νά παρατίθενται ἐκτενέστερα γιά νά ἀντιληφθοῦμε τό νόημά τους. Γιά παράδειγμα, ἐκεῖνες τοῦ Ἐλύτη μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα…

Ναι, χωρίς ἀμφιβολία, ἦταν μιά καινούρια γλῶσσα. Ὅμως κάτι μ’ ἐνοχλοῦσε μέσα ἐκεῖ. Δέν ξέρω νά τό πῶ, ἀλλά ἴσως εἶναι αὐτό: Δέν ἔβρισκα νά ὑπάρχει καμιά ἀναλογία ἀνάμεσα στό ὕφος πού εἶχε τό ποίημα καί στό ὕφος πού ἔπαιρνε ἡ ζωή μας τά χρόνια ἐκεῖνα. Δέν ὑπῆρχε ἀνταπόκριση ἀνάμεσα στόν τρόπο πού ἔβλεπε ὁ ποιητής τά πράγματα καί στόν τρόπο πού βλέπαμε νά χτυπιοῦνται οἱ συμφοιτητές μας ὅλη μέρα ἤ πού συναντούσαμε τά  κορίτσια μας κάθε βράδυ στά στενά τοῦ Λυκαβηττοῦ. Καί δέν ἐννοῶ βέβαια ὅτι ἔπρεπε τά ποιήματα νά’ ναι μαχητικά ἤ ἐρωτικά. Διόλου. Τό πρόβλημα ἦταν καθαρά πρόβλημα τόνου καί διαφορετικῆς αἰσθητικής. Δεν στρέφομαι ἐναντίον τοῦ Καρυωτάκη, πού αὐτός ἀνέβηκε τή σκάλα μέ δεξιοτεχνία καί θάρρος. Κι ἄν ἔπεσε, ἦταν ἀπό μιά κακή ἐκτίμηση τῆς σημασίας πού θά μποροῦσε νά ἔχει ἡ πτώση του. Εἶμαι ὅμως ἐναντίον τοῦ γενικοῦ αὐνανισμοῦ πού ἀκολούθησε” (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, 1982)

Βεβαίως ὁ Ἐλύτης, (λαμπρός καί μοναδικός ποιητής κατά τά ἄλλα), ἀστοχεῖ πολλαπλά σέ τοῦτες τίς ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες στήν πραγματικότητα, καί ἐνῷ σέ μία ἐπιφανειακή ἀνάγνωση δείχνουν ἀπό οὐδέτερες ἕως χλιαρά ὑποστηρικτικές, στήν πραγματικότητα ἀποτυπώνουν τό μέγα χάσμα πού χώριζε τούς περισσοτέρους τῆς γενεᾶς τοῦ 30 ἀπό ἐκείνους τῆς λεγόμενης γενεᾶς τοῦ 20 κι ἅς τούς χώριζαν ἐλάχιστα χρόνια. Ἄθελά του ὁ Ἐλύτης ἐδῶ ἀπαντᾶ  μέ τόν πιό καθαρό καί σαφῆ τρόπο στό γιατί ὁ Καρυωτάκης μπορεῖ καί ἐπιβιώνει ἕως καί σήμερα, χωρίς ταυτόχρονα στήν ποίησή του νά ἔχει ἀναγνωρισθεῖ κάτι τό ἑξαιρέτως νεωτερικό, τουλάχιστον ὄχι τόσο ὅσο σέ Ἐλύτη, Σεφέρη ἤ Ἐμπειρίκο.

Ἅς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τίς ἐπίσημες δηλώσεις, οἱ πάντες γνωρίζουν πώς σπάνια ἀπηχοῦν πραγματικές κρίσεις καί συναισθήματα. Ἡ λέξη ἐχθρικότητα πιθανῶς δέν εἶναι ἡ εὐτυχέστερη ὅταν ἀναφερόμαστε στήν στάση τῆς γενεᾶς τοῦ 30 πρός τόν Καρυωτάκη, καθώς τό νόημά της ἐνίοτε ὑπονοεῖ πράξεις συγκεκριμένες καί ἔντονα φορτισμένες. Ἡ ἄν θέλετε, ἡ σαφέστατη ἀντιπάθεια πρός τήν ποίησή του δέν εἶναι αἴτιο, εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἑνός χάσματος ἀνάμεσα σε δύο ἐντελῶς διαφορετικές ποιητικές ἀντιλήψεις. Ἐκεῖνο πού ὑπονοεῖ ὁ Ἐλύτης παραπάνω μέσα ἀπό τήν χρήση τῆς λέξης «αὐνανισμός», εἶναι ὅτι οἱ ἑπόμενοι τοῦ Καρυωτάκη ἁπλῶς καρυωτακίζουν, μιμοῦνται τό πεισιθάνατο, τήν μελαγχολία, τήν ἐπίκριση, τό πνιγερό κλίμα. Δέν θά ἀρνηθῶ ὅτι ὁ Καρυωτακισμός ταλαιπώρησε τήν ποίησή μας (καί τήν ταλαιπωρεῖ ἀκόμη), ὅμως μήπως αὐτό τό ἴδιο το φαινόμενο καταδεικνύει καί κάτι βαθύτερο; Μήπως παραπέμπει σέ μία καταλυτική ἐπιρροή, μήπως ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύει τήν ἀξία καί τό βάρος μίας συγκεκριμένης ποιητικῆς; Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει πιό ἀξιόπιστη μαρτυρία γι’ αὐτό τό χάσμα πού γράφω παραπάνω ἀπό μία ἐπιφυλλίδα τοῦ Ἄγγελου Τερζάκη τό 1967 καί ὁ Τερζάκης βεβαίως δέν συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στούς πολέμιους τῆς γενεᾶς τοῦ 30. Μακάρι νά μπορούσατε νά τό διαβάσετε ὁλόκληρο, (εἶναι ἕνα καλό κείμενο), ἀλλά σήμερα ἀναδημοσιεύω μοναχά το καίριο σημεῖο πού σχετίζεται μέ τό θέμα μας…

«Μακάριοι εἴταν αὐτοί πού ᾖρθαν ἐκεῖ στά 1930 ν’ ἀντικρύσουν, νά διασύρουν μέ τήν εὔκολη κριτική τους, τή δική μας ἀρητόρευτη κοσμοθεωρία. Ἔρχονταν πίσω μέ τά καράβια τοῦ ἐξωτερικοῦ, στιλβωμένοι, ἀτσαλάκωτοι, καί εἴταν μεγαλοαστοί: Δέν εἶχαν ποτέ τούς ἀντικρύσει κανένα βιοτικό πρόβλημα· εἶχαν φιλοδοξίες, ἀξιώσεις, χωρίς νά ἔχουν θητεία. Μᾶς κατηγόρησαν γιά ἐπαρχιακή μεμψιμοιρία καί πεισιθάνατη κατήφεια ἐπειδή εἴταν ἀνύποπτοι καί ἐπειδή ὅλα τούς ἔταζαν πώς θά περάσουν τή ζωή τους ἁβρόχοις ποσί. Θυμᾶμαι τήν ἀγανάκτησή μας. Ἔφερναν μιά αἰσιοδοξία διατεταγμένη, μίαν ἰδεολογία ἀνέξοδη, ἕναν ἐθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ ἐμᾶς, πού ξενυχτούσαμε, χρόνια πρίν στούς δρόμους μέ στίχους τοῦ Καρυωτάκη στά χείλη μας, ἡ ἐμφάνιση αὐτή ἔκανε ἐντύπωση βλάδφημη. Ἀλλά τήν ἱστορία τήν γράφουν οἱ νικητές καί νικητές εἶναι οἱ ἐπιζῶντες. Ποιός εἶχε περισσότερες πιθανότητες νά ἐπιζήσει: οἱ ταλαιπωρημένοι ἤ οἱ ἀνέπαφοι;» (Ἀναδημοσιεύεται ἀπό «Τό Βῆμα» τῆς 18 Ἰανουαρίου 1967, στήν Νέα Ἑστία, ΜΑ, τ.950, 1/2/1967, στό βιβλίο τοῦ Mario Vitti νομίζω ὅτι ἡ χρονολογία δημοσίευσης εἶναι λανθασμένη. Οἱ ὑπογραμμίσεις μέ ἔντονη γραφή δικές μου).

Πρόκειται γιά μία «κατάθεση κλίματος» πολύ σημαντική, ἰδιαίτερα ὅταν προέρχεται ἀπό ἕναν βασικό πεζογράφο τῆς γενεᾶς τοῦ 30 καί μάλιστα μεγαλοαστικῆς καταγωγῆς. Στήν πραγματικότητα βεβαίως τό ἄρθρο δέν ἐπιχειρεῖ τήν ποινικοποίηση τῆς καταγωγῆς στήν ποίηση, ἐπισημαίνει ὅμως ἐλαττώματα ὀπτικῆς ἀπέναντι στήν πραγματικότητα πού ἐπιφέρουν ἀνάλογα ποιητικά ἀποτελέσματα. Προσέξτε τήν φράση «αἰσιοδοξία διατεταγμένη», ἀντίληψη πού σήμερα εἶναι κυρίαρχη. Ἐκτός ἀπό τά δεκάδες σημαντικά πού ἐννοεῖ καί ὑπονοεῖ τό κείμενο, (κάποια στιγμή ἀξίζει μιά χωριστή ἀναφορά), ἐκεῖνο πού ἀβίαστα φέρνει μπροστά εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη πρωτίστως βέβαια στήν γενιά του, ἀλλά φυσικά καί σέ ὅσους ἀκολούθησαν. Ἀπό τήν ἐπιρροή αὐτή ἐλάχιστοι ἑξαιροῦνται καί πάντως ὄχι οἱ περισσότεροι ἀπό τήν γενεά τοῦ 30.

Στό σημεῖο αὐτό καί γιά νά γενοῦν κατανοητά καί τά ἑπόμενα, ἅς ἐπαναλάβω τήν ἄποψη πού ἔχω γιά τούτους τούς διαχωρισμούς στήν ποιητική ἱστορία καί κυρίως γιά ἐκεῖνο πού θέλουν πολλοί νά μᾶς πείσουν – ὅτι δηλαδή στήν Ἑλλάδα κατά βάση ὑπάρχει κυριαρχικά ἡ γενεά τοῦ 30 καί μόνο, ὅλοι οἱ προηγούμενοι εἶναι ὡσάν νά προετοιμάζουν τό ἔδαφος γιά τήν ἐπέλασή της καί ὅλοι οἱ ἑπόμενοι ἔχουν καθορισθεῖ ἀπό τήν ποίησή της.

Τό γεγονός ὅτι ἡ γενεά τοῦ 30 ὡς ἔννοια καταντᾶ πολλές φορές ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, μία ἀκαδημαϊκή (καί κάποτε ἐπικίνδυνη) μεθοδολογία, φαίνεται καί ὅταν ἀναζητήσουμε συνδέσεις ἀνάμεσα στούς ἐκπροσώπους της. Οἱ ὑποστηρικτές τῆς γενεᾶς μέ τήν στενή ἔννοια, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ συγκολλητική οὐσία, τό κοινό γνώρισμα, δέν εἶναι τόσο τό βιολογικό στοιχεῖο, (δηλαδή τό πότε γεννήθηκαν ἤ τό πότε πύκνωσαν τήν γραφή τους ποιητές καί πεζογράφοι), ἀλλά κυρίως αἰσθητικό. Ἐάν ὅμως ἀφαιρέσουμε τό στοιχεῖο τοῦ χρόνου (ἤ ἔστω ἐάν τό μειώσουμε στήν σημασία του), τότε τί ἀπομένει; Ἁπλῶς ἡ ἐκφραστική ἀνανέωση, οἱ νέες τεχνοτροπίες, ἡ ἀνανέωση τοῦ στίχου, σύμφωνοι ὁπωσδήποτε σ’ αὐτά. Ὅμως πέρα ἀπό αὐτά; Τί σχέση ἔχουν οἱ στίχοι τοῦ Ρίτσου μέ ἐκείνους τοῦ Σεφέρη; Τοῦ Βρεττάκου μέ τοῦ Ἐμπειρίκου; Τοῦ Ἐλύτη ἀκόμη μέ τοῦ Σεφέρη; Σέ μία προσεκτική ἀνάγνωση θά ἐντοπίσουμε τήν διακειμενικότητα πολύ ἐντονότερη ἀνάμεσά σε ποιητές διαφορετικῶν γενεῶν, παρά στούς θεωρητικά ὁμογάλακτους. Κι ἀκόμη – πῶς μποροῦμε ἀκόμη καί σήμερα νά μιλᾶμε καί νά κρίνουμε μέ ὅρους γενεῶν, (δηλαδή μέ ὅρους ἱστορικούς), τήν στιγμή πού θάπρεπε νά σκύβουμε μέ ἀποκλειστική σχεδόν προσοχή ἐπάνω ἀπό ζητήματα αἰσθητικά ἤ νοηματικά;

Στήν Ἑλλάδα τίς περισσότερες φορές ἐπιλέγουμε ἡ συζήτηση νά γίνεται ἐπί συμβόλων καί ὄχι ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ κειμένου. Κοντεύει νά περάσει ἕνας αἰῶνας καί ὅμως ἀκόμη ζεῖ καί ἀναπαράγεται ὁ μῦθος τοῦ μανιφέστου πού ἔγραψε ὁ Θεοτοκᾶς (Ἐλεύθερο πνεῦμα) τό 1929 – ἕνα κάκιστο κείμενο αἰσθητικά καί νοηματικά, μέ κρίσεις χονδροειδεῖς πού κατέρριψε πανηγυρικά ὁ χρόνος (ὅπως γιά παράδειγμα ἐκεῖνες γιά τόν Καβάφη). Κι ὅμως, τόσα χρόνια μετά δέν βρέθηκε ἕνας κριτικός, (μέ ἐξαίρεση ἴσως τόν Ρένο Ἀποστολίδη), νά πεῖ τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους. Ὅλη ἡ μυθολογία τῆς γενεᾶς τοῦ 30 ἔχει σημεῖο ἀφετηριακό αὐτήν τήν ἔκθεση ἰδεῶν τοῦ 1929 – πραγματικά ἐάν ἡ ἀξιολόγηση τῆς ποίησής μας βασίζεται σέ τέτοια πρόχειρα κείμενα, τότε ἔχουμε στό μέλλον πολλά ν’ ἀναθεωρήσωμε ἤ ἔστω νά τά ἐρευνήσωμε σέ βάθος πολύ μεγαλύτερο τοῦ σημερινοῦ.

Ὅσοι ἀπαντοῦν στούς ἐπικριτές τῆς γενεᾶς τοῦ 30, στήν οὐσία ἀπαντοῦν σέ φαντάσματα καί σέ μεμονωμένες ἀπόψεις, καθώς κανείς σοβαρός κριτικός ἤ ἀκόμη καί ἐπαρκής ἀναγνώστης, δέν ἀμφισβητεῖ τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Σεφέρη, τήν ποιητική γλῶσσα τοῦ Ἐλύτη, τόν οὐμανιστικό χείμαρρο τοῦ Ρίτσου καί τόσων ἄλλων πού ξεκίνησαν μία σημαντικότατη πορεία μέσα στόν μεσοπόλεμο – πορεία πού κράτησε χρόνια, καί πού ἐπηρέασε, καί πού διαμόρφωσε, καί πού ὁπωσδήποτε πλούτισε μέ πλοῦτο περίσσιο τήν ποίησή μας. Ὅλοι τοῦτοι ὅμως δέν ὁρίζονται ἀντιθετικά πρός τόν Καρυωτάκη ἤ τόν Καβάφη, δέν χρειάζεται σώνει καί καλά νά στήσουμε ἕναν ἀκόμη ἐμφύλιο, τακτική τόσο προσφιλής στήν Ἑλλάδα. Ἀντιθέτως. Ὅλος αὐτός ὁ πλοῦτος πού ξεκίνησε στόν μεσοπόλεμο καί ἔφτασε ἕως καί ἀρκετά ἀργότερα, δέν εἶναι ἀποκομμένος στοχασμός, δέν εἶναι στίχος πού βγῆκε μέσα ἀπό μία παρθενογέννεση, εἶναι ποίηση πού ἀνέβασε ψηλά τά ποιητικά μας πράγματα, ἀλλά ἡ πορεία της ξεκινᾶ στίς περισσότερες περιπτώσεις ἀπό τήν σφαῖρα τῆς Πρέβεζας. Καί ἀκριβῶς τοῦτο σημαίνει ἡ φράση «τομή στήν ποίηση» ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Καρυωτάκη (καί ἀπό ἄλλους δρόμους γιά τόν Καβάφη) – μέ τήν ἐξαίρεση τοῦ Ἐλύτη, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὑπολοίπων τοῦ 30 τήν πρώτη τους ἐκφραστική ρίζα τήν ἐβρήκαν στόν Καρυωτάκη, μά καί πέρα ἀπό αὐτό (καί ἐδῶ εἶναι τό σημαντικό), ὁρισμένα ἀπό τά καλύτερά τους, τά πιό ἄρτια ποιήματά τους, κουβαλοῦν τήν δική του «ἀπαισιοδοξία», τήν δική του θεώρηση, κάποτε τόν δικό του μηδενισμό.

Ὅσοι διαρρηγνύουν τά ἱμάτιά τους γιά τίς ἐπικρίσεις πρός τήν γενεά τοῦ 30, ξεκινοῦν συνήθως ἕνα κυνῆγι μαγισσῶν καί προθέσεων, θεωροῦν δηλαδή ὅτι οἱ ὅποιες ἐνστάσεις ἐκκινοῦν ἀπό ἐχθρικότητα πρός τόν Σεφέρη, ἀπό μία ἀντιπάθεια, ὄχι τόσο πρός τήν ποίησή του, ὅσο πρός τόν κοινωνικό καί πολιτικό συντηρητισμό του. Αὐτή ἡ γενίκευση εἶναι ἐπικίνδυνη καί θολώνει τό τοπίο στήν ἑλληνική κριτική. Ποτέ δέν συμμερίστηκα τήν ὑπερθετική ὑμνολογία, σχεδόν τήν θεοποίηση τοῦ Σεφέρη στά ποιητικά μας πράγματα, ἀλλά καί ποτέ δέν ἐπιχείρησα κριτικές προσεγγίσεις τῶν Σεφέρη ἤ Καρυωτάκη μέ ὅρους πολιτικῆς γεωγραφίας ἤ συντηρητικῆς συμπεριφορᾶς. Εἶναι γνωστό, γιά παράδειγμα, ὅτι στόν βίο τοῦ Σεφέρη ἡ διπλή ταυτότητα εἶναι ἐμφανής, μία πνευματική (ποιητική) πού ἀντιφάσκει ἐξακολουθητικά μέ τήν ἐπαγγελματική του ἰδιότητα, ὅταν ὅμως μιλήσουμε γιά ποίηση θά μείνουμε στήν ποίηση, χωρίς νοθεύσεις καί ἐτεροκαθορισμούς. Αὐτή εἶναι μία κατάρα πού ταλαιπώρησε ἐπί χρόνια τήν κριτική μας, (καί μάλιστα ταλαιπώρησε καί τόν ἴδιο τόν Σεφέρη), ἅς προσπαθήσωμε νά μήν τήν συνεχίσουμε στό διηνεκές.

Οἱ ἐπιρροές καί οἱ ἀντιθέσεις

Περιοδικό “Νέα Ἑστία”

Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη σέ ὅλη τήν μεταγενέστερή του ποίηση καί γιά νά μπορέσουμε ν’ ἀπαντήσουμε στό “παράδοξο” τοῦ Νάσου Βαγενά, θά πρέπει πρῶτα νά κατανοήσουμε ὁρισμένα βασικά στοιχεῖα τῆς ποίησής του, ἀλλά ὁπωσδήποτε νά προσπαθήσωμε καί μία ταύτιση μέ τόν στοχασμό του, μία προσέγγιση (ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν) στόν τρόπο πού βίωνε τήν πραγματικότητα, τό κοινωνικό του περιβάλλον. Σέ τούτη τήν ἰστοσελίδα ἔχουμε πολλές φορές ἀναφερθεῖ στά ζητήματα αὐτά, ὁπότε καί θά προσπαθήσω μία πυκνότερη καί συντομότερη γραφή.

Τό πρόβλημα μέ τόν Καρυωτάκη εἶναι σχεδόν ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού συναντοῦμε στούς περισσότερους ἐσωστρεφεῖς καί στοχαστικούς ἀνθρώπους, δέν μποροῦμε δηλαδή νά ἔχουμε μία αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς ματιᾶς τους στόν κόσμο, μία κατάδυση στά μύχια τῆς σκέψης τους καί τῶν συναισθημάτων πού τούς κατακλύζουν. Ἀκόμη καί σήμερα, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντλήσει εἰκόνα συνόλου γιά τόν Καρυωτάκη, μόνο θραύσματα ὑποθέσεων, ἀποσπασματικές σκηνές ἀπό τήν ζωή του, γνῶμες πού ἐλέγχονται γιά τήν αὐθεντικότητά τους, ἀκόμη καί στενῶν του φίλων, (ὅπως τοῦ ἀμφιλεγόμενου σέ ὅσα καταθέτει Χαρίλαου Σακελλαριάδη). Εἶναι σάν νά ἀναβοσβήνουν κάποια φωτάκια μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί ἀπό ἐκεῖνα πού ἀσθενικά καί στιγμιαία φωτίζονται νά πρέπει νά σχηματίσωμε γνώμη συνολική γιά τόν χῶρο πού πατοῦμε καί ἐρευνοῦμε. Μέ ἄλλα λόγια μία πορεία στό ἡμίφως, οὔτε καν σ’ αὐτό. Οἱ μόνοι μας ὁδηγοί εἶναι τοῦτες οἱ μισοσκότεινες σκηνές τοῦ βίου του, τά στοιχεῖα πού παίρνωμε ἀπό βιογράφους καί κριτικούς του καί βεβαίως ἡ ἴδια ἡ ποίησή του. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ ἀναφορές εἶναι πολλές καί ἀντιφατικές, ἅς παραμερίσουμε ἐκεῖνα τά ἀσήμαντα καί ἅς σκεφθοῦμε ἐπάνω στά βαθύτερα, τά πιό ἀπαιτητικά καί δύσκολα.

Ἐπιχείρησαν πολλοί, εἴτε νά φέρουν τόν Καρυωτάκη στά μέτρα τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἰδεολογίας, εἴτε νά μεταφράσουν τό ἔργο του μέσα ἀπό τό μάτι μιᾶς κλειδαρότρυπας. Ὅμως ὁ Καρυωτάκης καί οἱ στίχοι του δέν ἑρμηνεύονται μέ τήν ἐρωτική του συμπεριφορά, τίς περιπέτειες τῆς ὑγείας του ἤ τίς διώξεις καί τίς δυσμενεῖς μεταθέσεις. Ὅλα τοῦτα τά βιωματικά, (ἀληθινά ἤ ψευδῆ), δέν φωτίζουν, δέν πείθουν ὡς πυροδοτήσεις ἤ αἰτίες συμπεριφορᾶς καί γραφῆς. Ἐκεῖνο πού κατακυριεύει τόν Καρυωτάκη, (ἀπό τά παιδικά του χρόνια σχεδόν ἕως καί τό τέλος), εἶναι ἡ ἀδιαμεσολάβητη θέαση (καί συναίσθηση) τῆς πραγματικότητας καί τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνο πού τόν κατακλύζει σταδιακά, ἐκεῖνο πού τόν στοιχειώνει καί δέν τοῦ ἀφήνει δρόμο ἐπιστροφῆς σέ μία κανονικότητα, εἶναι πώς ἀκριβῶς ἀρνεῖται νά συμβιβαστεῖ ἤ νά ὡραιοποιήσει συμπεριφορές πού σχηματίστηκαν ὡς ρηχά ἀντίδοτα στήν θνητότητα. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Καρυωτάκη, ὅλη του ἡ σκέψη μά καί ἡ ποίησή του, εἶναι μία διαρκής (καί a priori καταδικασμένη) προσπάθεια νά εὕρει τό γνήσιο ἀντίδοτο στό μοιραῖο τέλος, ἕναν τρόπο ζωῆς καί στοχασμοῦ, ὄχι γιά νά ξεγελάσει τόν θάνατο καί τήν ματαιότητα, ἀλλά γιά νά γαληνέψει μαζί του, νά συμβιβαστεῖ μέ τήν ἀπολυτότητά του.

Τήν ὥρα πού οἱ τρίτοι βλέπουν στόν Καρυωτάκη ἕνα παιδάκι πρόωρα γερασμένο, ἀγνοοῦν ὅτι οἱ ρυτίδες καί τό μισό χαμόγελο στό πρόσωπό του, πού τόσο εὔστοχα διακρίνει ὁ Ἄγρας σέ κάποια συνάντηση μαζί του, εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀδιάκοπης μάχης, εἶναι ὁ προάγγελος μιᾶς ἥττας, μιᾶς καταστροφῆς. Ἡ κατάθλιψη τοῦ Καρυωτάκη εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς σύγκρισης τοῦ σημαντικοῦ μέ τό ἀσήμαντο, τοῦ γνήσιου μέ τό κίβδηλο, τοῦ συμβιβασμοῦ μέ τό ἀπόλυτο τοῦ ὀνείρου. Κάθε τί πού περιβάλλει τόν Καρυωτάκη εἶναι καί μιά διαρκής ὑπενθύμιση τῆς γελοιότητας τῶν ἀνθρώπων ὅταν προσπαθοῦν νά ὑπερνικήσουν τόν φόβο τοῦ θανάτου μέ ἀσημαντότητες, κάθε κίνηση πού προσπαθεῖ νά κάμει γιά νά φανεῖ κι αὐτός κανονικός ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, προσκρούει σέ μιά καρικατούρα ὕπαρξης ἤ μία πραγματικότητα πού δείχνει ἀνίκητη – ἀπό τόν κύριο Νομάρχη ἕως τήν κρατική γραφειοκρατία, τίς πληκτικές κυρίες τῶν ἐπαρχιῶν καί τῶν Ἀθηναϊκῶν σαλονιῶν, τήν φτώχεια καί τήν μιζέρια τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τήν προσφυγιά, τήν ἀντιπνευματικότητα μιᾶς κοινωνίας, τήν ἀνοησία τῶν ὁμοτέχνων, τόν πληρωμένο (μέ κάθε τρόπο) ἔρωτα, τήν ἀναλγησία τῆς πολιτικῆς, τίς γλοιώδεις συμπεριφορές ἀπέναντι στήν ἐξουσία. Γιά ὅλους τους ὑπόλοιπους, (ἐμᾶς ὅλους), ἀπέναντι σ’ αὐτές τίς ἀνυπόφορες πραγματικότητες λειτουργεῖ τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης – συμβιβασμοί, ὑπακοή, σιωπή, ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικα λόγια, μεταμφιέσεις προσώπου καί χαρακτῆρα, ἐν τέλει προσαρμογή. Ὄχι γιά τόν Καρυωτάκη, ὄχι γιά ἐκεῖνον πού δέν ἠμπορεῖ ν’ ἀνθέξει μία τόσο ἀφύσικη καί ἐπώδυνη μεταλλαγή τῆς συνείδησής του. Ἐκεῖνος πονᾶ μέ κάθε ἀνάγκη συμβιβασμοῦ καί πονᾶ μέ πόνο σωματικό. Ὅλη του ἡ ὕπαρξη ἐπιζητᾶ γνησιότητα ἀπόλυτη, θά κάμει ἀρκετές προσπάθειες νά τήν εὕρει σέ ἐρωτικές συνευρέσεις, συναναστροφές μέ ποιητές καί εὔθραυστες ποιητικές ὑπάρξεις, συζητήσεις λιγοστές μέ ἀξιόλογους ὁμοτέχνους. Θά προσφύγει στό ὕστατο καταφύγιο, τήν ποίηση, τελευταία προσπάθεια νά ἐντοπίσει ἐκεῖ το γνήσιο, τό ἀπόλυτο, τό μαγευτικό, τήν ἀπόδραση ἀπό τό κοστοῦμι πού τόν πονᾶ καί τόν ἐξοντώνει. Ἡ μόνη τρυφεράδα πού συναντᾶ κανείς στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη (καί πάλι εὔστοχα το ἐντοπίζει ὁ Ἄγρας) εἶναι ἐκείνη πού ἀφορᾶ παιδιά, τρυφερές ἡλικίες πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἀπωλέσει τήν παρθενική ματιά. Δέν εἶναι ἀρκετό, δέν ἐπαρκεῖ, ὁ Καρυωτάκης ἔχει περάσει τά ὅρια ἀντοχῆς, τό μόνο ἀπόλυτο πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀναζητήσει εἶναι τό μηδέν καί τό ἄπειρο, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος. Ἡ σφαῖρα τῆς Πρέβεζας εἶναι ἡ παραδοχή μιᾶς ἥττας, ἀλλά καί ἡ ἀπόδραση ἑνός πνεύματος ἀναρχικοῦ, ἀνίκανου νά προσαρμοστεῖ σέ μία μεταμφίεση. Γιά τόν Καρυωτάκη ἡ σφαῖρα αὐτή ἔγραψε ἕναν ἐπίλογο σ’ ἕνα βασανιστήριο. Γιά τήν νεότερη ποίησή μας ἔγραψε ἕναν πρόλογο πού ἀκόμη καί σήμερα ἀρνούμεθα νά μελετήσουμε ἐπαρκῶς γιατί φοβόμαστε τήν ἄβυσσο πού καραδοκεῖ καί ἀποζητᾶ τήν πιό δημιουργική, τήν πιό θυσιαστική πλευρά τῆς συνείδησής μας. Ξορκίζουμε τόν Καρυωτάκη, γιατί ἡ ἀποδοχή του θά μᾶς ὑποχρεώσει ν’ ἀντικρύσουμε τό πρόσωπο καί νά πετάξουμε τό προσωπεῖο. Καί γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς αὐτή ἡ ἐπιλογή ἔχει ἕνα τίμημα τεράστιο, ἐπιφέρει μιά ἀγωνία δημιουργίας πού δέν μποροῦμε καί δέν ξέρουμε νά διαχειριστοῦμε.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀλέξη Μινωτῆ γιά τόν συμμαθητή του Κώστα Καρυωτάκη. Ὅταν τυχαῖα γεγονότα ἀνακατευθύνουν μία συνείδηση καί καθορίζουν τήν στάση της στό μέλλον… (περιοδικό “Λέξη”)

Τό μέγα λάθος πού ἐπανειλημμένα συμβαίνει στούς μελετητές τοῦ Καρυωτάκη, εἶναι πώς τόν ἀντιμετωπίζουν ὡς μία περίπτωση ποιητή ἐξαιρετική, πού διακατέχεται ἀπό εὐαισθησία προσωπική καί κάποτε ἀσθενική, (τόσο πού χρήζει θεραπείας), ἀρνοῦνται νά κατανοήσουν πώς ἡ ἀσθένεια βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν Καρυωτάκη, εἶναι ἡ πραγματικότητα πού νοσεῖ ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν ἀνήσυχη συνείδηση, εἶναι τό περιβάλλον πού δίνει τόν τόνο στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη καί ὄχι τό ἀντίθετο. Τό νά εἶσαι αἰσιόδοξος ὅταν βιώνεις αὐτήν τήν πραγματικότητα, τό νά γράφεις ὡσάν νά μήν ἔχουν διαψευστεῖ ὅλες οἱ προσδοκίες γιά ἕναν κόσμο διαφορετικό, τό νά ἀγνοεῖς τήν φθορά καί νά παρασταίνεις ὅτι μέ κοινοτοπίες ἠμπορεῖς νά νικήσεις τόν θάνατο – αὐτά εἶναι τά ἀφύσικα πού χαρακτηρίζουν πολλούς συγχρόνους τοῦ Καρυωτάκη, ἀλλά ὁπωσδήποτε καί μεταγενέστερους, ποιητές καί πεζογράφους.

Ἡ πολεμική κατά τοῦ Καρυωτάκη εἶχε τήν “εὐφυΐα” νά στηρίξει τά ἐπιχειρήματά της περισσότερο στήν ψυχοσύνθεση καί στήν μοναδική αἰσθαντικότητα τοῦ ποιητῆ, παρά στό ἔργο του τό ἴδιο. Ἡ ἀντιμετώπιση τόσο τῶν ἀστῶν ὅσο καί τῆς ἀριστερᾶς, δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἐν πολλοῖς συμπίπτει στά ἐπίθετα παρακμιακός, ἄρρωστος, ὑποχόνδριος, πεσιμιστής, πεισιθάνατος καί συμπίπτουν γιατί ὁ κίνδυνος πού τούς ἀπειλεῖ εἶναι κοινός καί σχετίζεται μέ τήν ἀποδόμηση μιᾶς γενικευμένης συμπεριφορᾶς στήν νεότερη Ἑλλάδα. Ὁ Ἐλύτης ἤ ὁ Σεφέρης δέν ἐνδιαφέρονται ν’ ἀλλάξουν τό σύστημα, βλέπουν τήν ποίηση παράλληλα μέ τίς ἀδυναμίες του, πολλές φορές συμμετέχουν σ’ αὐτό. Ἀπό τήν ἄλλη ὄχθη ποιητές ὅπως ὁ Ρίτσος, τήν ἀλλαγή τοῦ συστήματος τήν ὁραματίζονται μοναχά πολιτική, τό κράτος ἁπλῶς θ’ ἀλλάξει χρῶμα καί προτεραιότητες. Ἔχω ὀνομάσει τήν γενεά τοῦ 30 συστημική, ὄχι γιατί πάντοτε συνειδητά ὑπηρέτησε τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς, ἀλλά γιατί οὐδέποτε διανοήθηκε τήν ριζική του ὑπέρβαση, τήν κατάργηση τῶν ὁρίων. Ὀνειρεύονται οἱ Ρίτσος, Βρεττάκος καί ἀρκετοί ἀκόμη τήν ἀλλαγή τοῦ κράτους, τόν διαφορετικό χρωματισμό του, τόν «ἐξανθρωπισμό» του; Ὁπωσδήποτε ναί, καί τό ὑποδηλώνουν ποικιλοτρόπως στήν ποίησή τους, σύμφωνοι, ἀλλά πάντως ὁραματίζονται ἕνα κράτος μέ ἄλλο κέντρο βάρους καί ὁπωσδήποτε ὄχι τήν κατάργηση τῶν συνιστωσῶν πού τό συγκροτοῦν καί τό ὁρίζουν.

Σέ ἀντίθεση μέ αὐτές τίς «ἐντός του συστήματος» ποιητικές καταθέσεις, ἡ ποίηση τοῦ Καρυωτάκη διαβρώνει τήν βασική καί θηριώδη στήν δύναμή της, συγκολλητική οὐσία τοῦ συστήματος πού εἶναι ὁ μικροαστισμός, μέ ὅσα τόν συνοδεύουν καί τόν ἀναπαράγουν, ἕνας μικροαστισμός πού διαπερνᾶ ὀριζόντια τό σύνολο τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ζωῆς. Ὁ Καρυωτάκης δέν πολεμᾶ ἀπό τά μέσα το σύστημα, στέκει ἀπέναντί του καί στήν ποίησή του χρησιμοποιεῖ τό ἰσχυρότερο ὅπλο πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἴδια τήν πραγματικότητα, τήν ἴδια τήν ὑποκρισία καί τήν ἀφόρητη ἀπάνθρωπη ρουτίνα τοῦ μικροαστισμοῦ. Στά «Ἐλεγεία καί Σάτιρες» δέν πραγματεύεται πια ἁπλῶς τόν θάνατο ὡς ὀντολογικό πρόβλημα, δέν ἀναβλύζει ἁπλῶς θυμό καί λύπη γιά τήν φθορά καί τήν θνητότητα ὅπως στίς προηγούμενες συλλογές του, ἐδῶ τόν ἀπασχολεῖ περισσότερο ὁ καθημερινός θάνατος ἐπί τῆς γῆς, ἡ ἐπίγεια ἀκινησία πνεύματος, ἡ ἐπίφαση ζωῆς. Κατά ἕναν περίεργο τρόπο ὁ Καρυωτάκης ἔχει πειστεῖ ἀπό καιρό γιά τό ὅτι ὅλα τα ἐπίγεια νηπενθῆ, (πολιτική καί ἀνεχόμενος μικροαστισμός) δέν ἔχουν κανένα ἀποτέλεσμα, ἔχει διαβλέψει τό ἀδιέξοδο δεκαετίες πρίν νά τό ἀντιμετωπίσουμε ἐμεῖς σήμερα, ἀντιλαμβάνεται ὅτι τό ὕστατο καταφύγιο καί μόνο, (ἡ ποίηση, τό πνεῦμα) ἐμπεριέχει μία ἀμυδρή ἐλπίδα γιά νά ἀντιμετωπίσουμε ἤ ἔστω νά λειάνουμε τό πρόβλημα τῆς ὕπαρξης. Ὅλα τα ὑπόλοιπά τα ἀρνεῖται, σέ ὅλα τα ὑπόλοιπα στέκει κριτικός, καυστικός ἕως καί ἀδιάφορος.

Ἡ γενεά τοῦ 30 διά τῶν κριτικῶν καί τῶν λογοτεχνῶν της, (συντηρητικῶν ἤ προοδευτικῶν), ὀσμίζεται τήν ἀπειλή ἀπό μία μηδενιστική τῶν πραγμάτων ἀντίληψη καί ἀντιδρᾶ σχεδόν ἀπό ἔνστικτο. Ἀπέναντι στήν ἀποδόμηση τοῦ Καρυωτάκη, (πού ἀπό πολύ νωρίς βαπτίζεται παρακμή καί μελαγχολία), προτάσσεται (ἰδίως ἀπό Θεοτοκά καί Ἐλύτη) ἡ αἰσιοδοξία, ἡ φυσική ρώμη, τό φῶς καί ἡ ἐλπίδα, δέν εἶναι τυχαῖο πώς τό «Ἐλεύθερο πνεῦμα» δημοσιεύεται ἕνα μόλις χρόνο μετά ἀπό τήν αὐτοκτονία στήν Πρέβεζα. Στό κείμενο γίνεται μία χονδροειδής προσπάθεια ἀπό τόν Θεοτοκά νά ξεμπερδέψει μία καί καλή μέ Καβάφη καί Καρυωτάκη, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ὀπτική τους, νά ἐμποδίσει τήν «μόλυνση» τῆς νεολαίας ἀπό τούς στίχους τους. Οἱ ἀρνητές τοῦ Καρυωτάκη ἐπιστρατεύουν ἀκόμη καί τούς στίχους τοῦ Σεφέρη γιά νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ ποιητική ματιά στήν πραγματικότητα μπορεῖ νά ἰσορροπεῖ ἀνάμεσα στήν διαπίστωση καί στήν αἰσιοδοξία – μά εἶναι πράγματι ἔτσι; Ἤ μήπως ζοῦμε τόσα χρόνια κάτω ἀπό τό βάρος μιᾶς κριτικῆς προκατάληψης, μιᾶς ἐντελῶς σχηματικῆς ἀντιπαράθεσης δίχως οὐσία καί πραγματικό ἀντικείμενο; Ο Mario Vitti στό πασίγνωστο πιά βιβλίο του «Ἡ γενιά τοῦ τριάντα», σχεδόν εἰρωνεύεται τόν Θεοτοκά καί τίς ἀντιφάσεις του ἀπό κείμενο σέ κείμενο, ἐνῷ στόν Ἐλύτη ἐντοπίζει μιά ἄρνηση τῆς θλιβερῆς πραγματικότητας (ἀκόμη καί τοῦ πολέμου καί τῆς κατοχῆς) μέσα ἀπό τήν ποίηση καί ἕναν ὑπερρεαλισμό τοῦ συναισθήματος – ὅλα τοῦτα ὡς διαφυγή, ἔστω καί ὡς ὑπέρβαση, ὡς μεταστροφή τοῦ ἀρνητικοῦ καί σκότεινου πρός τό φῶς, τήν σωματική καί πνευματική ρώμη, τήν ὑγεία καί τήν διάθεση γιά ζωή μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια. Καί σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Ἐλύτη ἔχει βεβαίως ἕνα δίκαιο, ἀλλά ὁ Ἐλύτης, ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω εἶναι μία ἐξαίρεση στήν σφαῖρα ἐπιρροῆς τοῦ Καρυωτάκη.

Ἅς δοῦμε λοιπόν ἐνδεικτικά τόν Σεφέρη καί τό «Μυθιστόρημα» πού δημοσιεύεται νομίζω στά 1935, ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Πρέβεζα εἶναι πολύ μικρή, εἶναι ἀκόμη μεσοπόλεμος. Ἐδῶ δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ τεχνοτροπία, (ὁπωσδήποτε νεωτερική καί ἀνανεωτική τοῦ στίχου), ἀλλά τό περιεχόμενο, ἡ ποιητική θέση μέσα στήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς.

Λοιπόν, θά κοπιάσει πολύ ὅποιος ἀναζητήσει στό «Μυθιστόρημα» μία ἔστω καί ἀμυδρή ριπή αἰσιοδοξίας, ἕνα φῶς, μία ἔστω καί ἐν δυνάμει ἐλπίδα. Ἅς δοῦμε προσεκτικά ὁρισμένες στροφές… (ἀπό τήν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989, ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τήν ἰστοσελίδα http://users.uoa.gr χωρίς ἔλεγχο αὐθεντικότητας, δεν εἶναι αὐτο τό ζητούμενο στο σημεῖο αὐτό, τυχαία λοιπόν ἡ ἐπιλογή καί δίχως φιλολογική ἐπιμέλεια)

…………………………

Τόν ἄγγελο

τόν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια

κοιτάζοντας πολύ κοντά

τά πεῦκα τό γιαλό καί τ’ ἄστρα.

Σμίγοντας τήν κόψη τ΄ἀλετριοῦ

ἤ τοῦ καραβιοῦ τήν καρένα

ψάχναμε νά βροῦμε πάλι τό πρῶτο σπέρμα

γιά νά ξαναρχίσει τό πανάρχαιο δρᾶμα.

Γυρίσαμε στά σπίτια μας τσακισμένοι

μ΄ἀνήμπορα μέλη, μέ τό στόμα ρημαγμένο

ἀπό τή γέψη τῆς σκουριᾶς καί τῆς ἁρμύρας.

Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά τό βοριά, ξένοι

βυθισμένοι μέσα σέ καταχνιές ἀπό τ΄ἄσπιλα φτερά τῶν κύκνων πού μᾶς πληγῶναν.

Τίς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατός ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς

τά καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στήν ἀγωνία τῆς μέρας πού δέν μποροῦσε νά ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω

αὐτά τ΄ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.

……………………………………………

Ποιός θά σηκώσει τή θλίψη τούτη ἀπ΄τήν καρδιά μας;

Χτές βράδυ μία νεροποντή καί σήμερα

βαραίνει πάλι ὁ σκεπασμένος οὐρανός. Οἱ στοχασμοί μας

σάν τίς πευκοβελόνες τῆς χτεσινῆς νεροποντῆς

στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μαζεμένοι κι ἄχρηστοι

Διαφήμιση

θέλουν νά χτίσουν ἕναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σέ τοῦτα τά χωριά τ΄ἀποδεκατισμένα

πάνω σ’ αὐτό τόν κάβο, ξέσκεπο στό νοτιά

μέ τή βουνοσειρά μπροστά μας πού σέ κρύβει,

ποιός θά μᾶς λογαριάσει τήν ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς;

Ποιός θά δεχτεῖ τήν προσφορά μας, στό τέλος αὐτό τοῦ φθινοπώρου.

………………………………………………

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνά

πού ἔχουν σκεπή τό χαμηλό οὐρανό μέρα καί νύχτα.

Δέν ἔχουμε ποτάμια δέν ἔχουμε πηγάδια δέν ἔχουμε πηγές,

μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, πού ἠχοῦν καί πού τίς προσκυνοῦμε.

Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος μέ τή μοναξιά μας

ἴδιος μέ τήν ἀγάπη μας, ἴδιος μέ τά σώματά μας.

Μᾶς φαίνεται παράξενο πού κάποτε μπορέσαμε νά χτίσουμε

τά σπίτια τά καλύβια καί τίς στάνες μας.

Κι οἱ γάμοι μας, τά δροσερά στεφάνια καί τά δάχτυλα

γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιά τήν ψυχή μας.

Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τά παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τόν κλείνουν

οἱ δυό μαῦρες Συμπληγάδες. Στά λιμάνια

τήν Κυριακή σάν κατεβοῦμε ν΄ἀνασάνουμε

βλέπουμε νά φωτίζουνται στό ἡλιόγερμα

σπασμένα ξύλα ἀπό ταξίδια πού δέν τέλειωσαν

σώματα πού δέν ξέρουν πιά πῶς ν΄ἀγαπήσουν.

Νά μέ συγχωρεῖτε, ἀλλά δέν παραπέμπουν αὐτοί οἱ στίχοι σέ ἀπαισιοδοξία, μηδενισμό, ἀπογοήτευση καί παρακμή; Μήπως κάτω ἀπό τόν νεωτερικό στίχο, (ὁπωσδήποτε λειαντικό καί «διπλωματικό» ἐκφραστικά), μπορεῖ νά κρυφτεῖ ἡ πραγματικότητα; Δηλαδή ὁ Καρυωτάκης νοηματικά τί λιγότερο εἶπε, τί λιγότερο προσπάθησε νά ἐκφράσει; Παρόμοιες σκοτεινές σκέψεις ἤ περιγραφές θά ἐντοπίσετε εὔκολα σέ Ρίτσο, Βρεττάκο καί ἄλλους – ἰδιαίτερα στά πρῶτα τους ἔργα. Ἀντιλαμβάνεστε λοιπόν πώς τό ζήτημα ἐδῶ δέν εἶναι ὁ διαχωρισμός τῶν γενεῶν, τά ὅρια καί τά σύνορα σέ τεχνική καί περιεχόμενο, ἀλλά πρωτίστως τό πῶς ἀποφασίζει ἡ ποίηση (ὁ ποιητής) νά σταθεῖ ἀπέναντι στήν πραγματικότητα καί σ’ αὐτό τό ἐπίπεδο φυσικά οἱ διαφορές εἶναι ἐμφανεῖς. Δέν χρειάζεται νά τίς κρίνουμε οὔτε νά ἐπιλέξουμε. Ἡ ποίηση τοῦ Σεφέρη ἤ τοῦ Ἐλύτη εἶναι τό ἴδιο ἀπαραίτητη μέ τοῦ Καρυωτάκη γιά λόγους διαφορετικούς.

Παραβιάζουμε ἀνοικτές θύρες ὅταν προσπαθοῦμε νά ἐπισημάνουμε τίς ἐπιρροές τοῦ Καρυωτάκη στήν μεσοπολεμική καί μεταγενέστερη ποίηση, αὐτό εἶναι κάτι πού ἐλάχιστοι ἀρνοῦνται σήμερα. Ὅμως ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἁπλή μίμηση ὕφους, μίμηση μελαγχολίας, μίμηση μιᾶς αὐξημένης εὐαισθησίας. Ἐδῶ ἔχουμε σχεδόν τήν ἴδια ὀπτική ἀπέναντι στό ὑπαρξιακό πρόβλημα, τήν ἴδια ἀπογοήτευση καί πολλές φορές τήν ἴδια ἀπόσταση ἀπό πολιτικές λύσεις (βλ. ποίημα τοῦ Σεφέρη «Θεατρίνοι Μ.Ά»), ἔχουμε τήν ἴδια θλίψη μπροστά στήν πραγματική εἰκόνα.

Ἅς προσέξουμε τώρα λίγο, γιατί στό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ ἡ ἑρμηνεία τῆς διαχρονίας τοῦ Καρυωτάκη, ἡ ἐπιμονή του νά παρεμβαίνει ἐξακολουθητικά στήν Ἑλληνική (καί ὄχι μόνο) ποίηση. Καρυωτάκης, Σολωμός, Καβάφης,  Παλαμᾶς, γενεά τοῦ 30, μεταπολεμικές γενεές – μέσα στήν λογοτεχνική ἱστορία τῆς χώρας πολλές οἱ ἄξιες φωνές καί ἰδιαίτερα οἱ ποιητικές. Ἐκεῖ πού διαφοροποιεῖται ὁ Καρυωτάκης καί φτάνει νά ἀποτελεῖ τομή στήν Ἑλληνική ποίηση (ὅπως καί ὁ Καβάφης γιά ἄλλους λόγους) εἶναι ἡ γνησιότητα τῆς φωνῆς του καί ἡ ἐξαιρετικά ἐπιτυχημένη ἀποτύπωση τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπό τόν Καρυωτάκη ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ διανοητικός στίχος, ἐκεῖνος πού κατασκευάζεται ἀπό τόν ἐπιμελῆ στοχασμό, ἐκεῖνος πού, παρά τήν ἀμείλικτη εἰκόνα, προσπαθεῖ καί καταφεύγει σέ ὡραιοποιήσεις καί λειαντικές μετωνυμίες. Στόν Καρυωτάκη ἡ σάρκα εἶναι σάρκα, ἡ θλίψη εἶναι θλίψη, ὁ θάνατος εἶναι ἡ βεβαιότητα πού ὑποχρεώνει σέ ζωή διαφορετική καί ἀπό οὐσία προσανατολισμένη. Ὁ ἀναγνώστης θά εὕρει στόν Ἐλύτη ἐξαιρετικούς στίχους, καλολογικά στοιχεῖα, (ὤ! τί καταναγκασμούς σχολικούς θυμίζουν αὐτά τά καλολογικά στοιχεῖα…), θά εὕρει τήν ὀμορφιά σημείων, θά ἐντοπίσει κάποτε μέσα στόν στίχο μικρά ἀριστουργηματικά δοκίμια γιά τό φῶς, τήν φύση, τόν ἔρωτα, ἀλλά στόν Καρυωτάκη θ’ ἀναγνωρίσει γυμνή τήν ποίηση τῆς ὕπαρξης, γυμνό στίχο πού στροβιλίζεται ἐπαναληπτικά καί ἐπίμονα γύρω ἀπό τήν οὐτοπία μιᾶς ζωῆς ἀπαλλαγμένης ἀπό συμβάσεις. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια στόν Ἐλύτη θά εὕρει μιά διαφυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, ἴσως καί ἕνα ἐξαιρετικό ἔνδυμα γιά νά τήν καλλωπίσει. Στόν Καρυωτάκη ὅμως θά εὕρει ἕνα ἄρωμα ἐλευθερίας, τό πέταγμα τῆς πεταλούδας ἀπό τό παραθύρι, τήν ἀποτίναξη τῆς σκόνης. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ γενεά τοῦ 30 καί πολλοί ἀκόμη ποιητές μνημονεύονται κατά κόρον σέ ἐποχές εὐδαιμονίας, εὐφορίας καί εὐδαιμονίας (πραγματικῆς ἤ ἐπίπλαστης). Ὅταν ὅμως ὁ καιρός χαλάει, ὅταν ἡ σύμβαση γίνεται ἀφόρητη καί τό περιβάλλον ἀσφυκτικό, ὁ Καρυωτάκης ἐπανέρχεται, ὄχι γιά νά βυθιστοῦμε στήν μελαγχολία καί στήν παρακμή, μά γιά νά θυμηθοῦμε πώς τίποτε δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει πραγματικά ἐάν δέν ἀντικρύσωμε  κατάματα τό πρόβλημα, τήν συνείδηση, τό ἐσώτερο τοῦ προσώπου.

Τήν ἀλήθεια αὐτῶν τῶν διαπιστώσεων θά τήν ἀντιληφθεῖτε καί ἀπό τά ἀσήμαντα ἤ ἐλάσσονα – ἔχουμε βαρεθεῖ νά ἀκοῦμε ἐπωνύμους νά ἐκφέρουν στίχους γνωστῶν ποιητῶν, τά κοινωνικά δίκτυα εἶναι γεμάτα ἀπό δίστιχα τοῦ Σεφέρη, τοῦ Λειβαδίτη, τοῦ Ἐλύτη, ἀκόμη καί τοῦ Καβάφη. Πουθενά δέν θά εὕρετε (ἔστω πετσοκομμένο) δίστιχο τοῦ Καρυωτάκη. Δέν εἶναι μόνο ὅτι ἡ ποίησή του δέν τεμαχίζεται εὔκολα, δέν κωδικοποιεῖται. Εἶναι κυρίως πού φέρνει σέ ἀμηχανία, πού δέν προσφέρεται γιά τά εὔκολα καί τά στερεότυπα, πού ὑποχρεώνει σέ ἕναν διαφορετικό (καί ἐπώδυνο) στοχασμό.

Μία ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Σεφέρη στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία του (στο Λονδίνο) με τόν Γιῶργο Κατσίμπαλη (στήν Ἑλλάδα…).

Ὅταν λοιπόν ὁ Νάσος Βαγενάς ἀπορεῖ γιά τήν ἀντοχή τοῦ Καρυωτάκη στό χρόνο, παρά τό ὅτι ἡ τεχνική του πόρρω ἀπέχει ἀπό ἐκείνη τῶν νεωτεριστῶν, στήν οὐσία εἶναι σάν νά παραβλέπει τό αὐτονόητο – ὅτι δηλαδή στήν ποίηση τό περιεχόμενο ὑπερβαίνει κάποτε τήν φόρμα, σέ δύναμη, ἀπήχηση καί γνησιότητα.  Καί μάλιστα μέ τόν Καρυωτάκη συμβαίνει καί τό ἑξῆς ἐπιπρόσθετο παράδοξο – εἶναι ἡ γνησιότητα τοῦ ποιητικοῦ στοχασμοῦ πού σπάει τήν καθιερωμένη φόρμα καί τῆς προσδίδει μία αἴσθηση ἀναρχίας, εἶναι ἡ φόρμα πού τείνει νά σπάσει τά δεσμά της καί νά συνταυτιστεῖ μέ τά σημαινόμενα, ἔχουμε δηλαδή μία ἀντιστροφή τῆς συνήθους ροῆς στόν ποιητικό λόγο. Καί αὐτό εἶναι ἕνα παράδοξο πού ἀπό ὅσο μπορῶ νά γνωρίζω δέν ἔχει προηγούμενο ἤ ἑπόμενο στήν νεοελληνική ποίηση.

Ὅλα αὐτά δέν τά γράφουμε σήμερα γιατί ὑπάρχει μία ἀνάγκη σύγκρισης ποιητῶν καί ποιημάτων. Ἅς ἀποφύγουμε τούς ἐπιθετικούς προσδιορισμούς, πολλά ἀπό τά ὀνόματα τῆς γενεᾶς τοῦ 30 ὅπως φυσικά καί ὁ Καρυωτάκης, ἔχουν ἀφήσει σημαντικότατο ἔργο καί ἔχουν, ὁ καθείς μέ τόν τρόπο του, ἐμπλουτίσει τήν λογοτεχνία μέ ἀναθεωρήσεις καί ἀνατροπές. Ἐκεῖνο ὅμως πού κάποτε θά πρέπει νά ἀναδειχθεῖ καί νά καταδειχθεῖ, εἶναι πώς ὁ Καρυωτάκης δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας πρόδρομος τῆς γενεᾶς τοῦ 30, μία ἁμαρτωλή νεανική τους ἐπιρροή. Στήν οὐσία ἡ ποίησή του χάραξε μία τομή. Μετά ἀπό αὐτόν τίποτε δέν ἦταν τό ἴδιο στήν ἑλληνική ποίηση, ἐνῷ σχεδόν τό σύνολο τοῦ μεταγενέστερου ποιητικοῦ σώματος φέρει ἀνεξίτηλη τήν σφραγῖδα τοῦ ποιητικοῦ του στοχασμοῦ. Θά τολμήσω μάλιστα νά ὑποθέσω καί κάτι ἀκόμη – στήν δική μου κρίση ὁ Καρυωτάκης θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ ἑπόμενος καί ὄχι ὁ προηγούμενος, ἡ ποίησή του θά μποροῦσε νά ἔχει ὡς χρόνο τό σήμερα, ἐπίκαιρη, πρωτότυπη, ἀνατρεπτική.

Τό φαινόμενο Ἐλύτη

Ὁ Ὀδυσσέας Ἑλύτης εἶναι μία ξεχωριστή περίπτωση μέσα στήν λεγόμενη γενιά τοῦ 30, αύτός ἔρχεται ἀπό ἕναν δρόμο ἐντελῶς δικό του, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Καρυωτάκης…

Ὁ Καρυωτάκης δέν διαθέτει ἁπλῶς τήν δύναμη μιᾶς φλόγας, ἔχει καί τήν ταχύτητά της ὅταν κατακαίει τά πάντα γύρω της. Γι’ αὐτό καί στήν ποίησή του ἀποτυπώνεται μιά βιασύνη, μία ἀδιαφορία γιά τήν φόρμα, μιά ἀγωνία νά προλάβει πρίν ἔλθει τό τέλος. Γιά τόν Καρυωτάκη ὁ ἐπίμονος στοχασμός, ἡ ἐξαντλητική ἐπεξεργασία τοῦ στίχου, ἡ θεατρικότητά του, ὅλα τοῦτα εἶναι ἄγνωστα καί σχεδόν πολυτέλειες ἀχρείαστες. Ἡ γραφή του εἶναι πυρετική, δέν ἐπιστρέφει σ’ αὐτήν γιά πολύχρονες διορθώσεις, δέν ἀναιρεῖ καί δέν ἀποκηρύσσει, δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ παρακαταθῆκες καί οἱ δημόσιες σχέσεις. Ἡ ποίησή του ἔχει τήν καθαρότητα καί τήν μοναξιά μιᾶς φλόγας, σχεδόν τήν μοναξιά ἑνός παραληρήματος.

Κατά κάποιον τρόπο, ἡ ποίηση τοῦ Ἐλύτη συγκροτεῖ τό ἀντιθετικό σημεῖο στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη καί στόν κυνικό ρεαλισμό της. Δέν ὑπονοῶ φυσικά ὅτι ὁ Ἐλύτης συνειδητά ἀφιέρωσε τόν χρόνο του στήν διαμόρφωση μιᾶς ἀπάντησης, πάντως ἀναγνῶστες καί κριτικοί εἶναι πολλές οἱ φορές πού βλέπουν τούς στίχους του καί ἀπό αὐτήν τήν σκοπιά. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη κάμει λάθος ὁ Νάσος Βαγενάς πού σχεδόν θεωρεῖ ὅτι ἡ γενεά τοῦ 30 καί οἱ μεταγενέστεροι σχεδόν ἀγκάλιασαν τόν Καρυωτάκη μέ κρίση θετική. Λάθος ἐπίσης νομίζω καί τήν ἄποψη πώς τά πυρά στρέφονταν κατά τοῦ καρυωτακισμοῦ καί ὄχι κατά τοῦ Καρυωτάκη. Προσεκτική ἀνάγνωση ἑκατοντάδων κειμένων δείχνει πώς ἀκόμη καί ὅταν κάποιοι χρησιμοποιοῦσαν τόν ὄρο καρυωτακισμός, στήν πραγματικότητα ἐννοοῦσαν τόν γεννήτορα, ἁπλῶς για λόγους διάφορους ἀπέφευγαν τήν κατάδειξή του. Μάλιστα αὐτή εἶναι μία ἄποψη πού μᾶλλον υἱοθετεῖ καί ὁ Mario Vitti στό βιβλίο του Ἡ γενιά τοῦ 30 (Ἑρμῆς, ἔκδοση 2012). Γράφει λοιπόν ὁ Vitti καί παραθέτει καί ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό σημείωμα τοῦ Καραντώνη…

«Ἔχουμε λοιπόν, μιά αἰσιόδοξη ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς (ἀπό τόν Ἐλύτη), πού λειτουργεῖ σάν ἐξουδετέρωση τῆς ἀκινησίας καί τοῦ ὑποκειμενισμοῦ. Μετά τόν πόλεμο ὁ Καραντώνης θά ἐπανέλθει ἀναδρομικά στό θέμα καί θά μιλήσει ἀπροκάλυπτα γιά τή νίκη τῆς νιότης, τῆς χαρᾶς τοῦ φωτός, χάρη στόν Ἐλύτη καί ἐνάντια στόν Καρυωτάκη: Ὅλοι οἱ “Προσανατολισμοί” μέ κατακλεῖδα τόν παιᾶνα τῆς «Τρελῆς ροδιᾶς», εἶναι μία θριαμβευτική ἐξόρμηση γιά τήν κατάκτηση, γιά τήν προβολή μιᾶς ὀργανικῆς ὑγείας, γιά τόν ἐξοβελισμό τῶν φαντασμάτων τοῦ καρυωτακισμοῦ πού κρατοῦσαν δέσμιους τούς νέους. (1958, σ.202-3)”

Ἡ ἄποψη τοῦ ἴδιου τοῦ Vitti, φαίνεται λίγο παρακάτω…

«Ἐκεῖνο πού διαπιστώνουμε εἶναι ὅτι ὁ Ἐλύτης, μέσα ἀπό μίαν διαδικασία ἀποκλίσεων καί ἐπιλογῶν, μέ τήν συμπαράσταση τῆς γόνιμης φύσης του, σχημάτισε μιά εἰκονοποιία ἑλληνική, πού ἀναιροῦσε τήν φθαρμένη ἀπό τόν καρυωτακισμό ὀδύνη..»

Παρόμοιες ἀναφορές ὑπάρχουν ἄφθονες μέσα στό βιβλίο, ἐνῶ οἱ ἀναφορές στόν Καρυωτάκη εἶναι ἀναρίθμητες, σέ τέτοιο μάλιστα βαθμό πού τελικά σέ πολλές περιπτώσεις ὁ Ἐλύτης καθορίζεται σέ σχέση μέ τόν Καρυωτάκη, κάτι βεβαίως ἰδιαίτερα ἄδικο, καθώς ἡ ἀξία τῆς ποίησής του εἶναι ἐξαιρετικά σημαντική γιά νά ἀναλώνεται ἐπί μακρόν σέ ἐτεροκαθορισμούς (βεβαίως ὁ Vitti ἐπανέρχεται στόν Ἐλύτη μέ ξεχωριστή μελέτη, ἐξαντλητική μέν, ἀλλά στενά φιλολογική). Γιά ἀντίδραση τοῦ Ἐλύτη στόν Καρυωτάκη ὁμιλοῦν καί πολλοί ἀκόμη ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Σαββίδης. Ἐάν ψάξετε σέ παλαιότερα περιοδικά καί ἐφημερίδες, θά εὕρετε πολλά κείμενα πού ἀπέναντι στήν ἠττοπάθεια τοῦ Καρυωτάκη, ἀντιπαραθέτουν τό φῶς τοῦ Ἐλύτη.

Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά ἕναν μικρό ἐμφύλιο πού κατάφωρα ἀδικεῖ καί τούς δύο σημαντικούς ποιητές μας καί τούς ἀδικεῖ γιατί μεταφέρει τήν συζήτηση σέ ἐντελῶς ἄγονα πεδία. Ἐπιπλέον ἀνατροφοδοτεῖ μία συζήτηση πού ξεκίνησε πρίν ἀπό τό 1928 καί ἔφτασε ὡς τίς μέρες μας ἐξαντλημένη στά ἐπιχειρήματά της. Τό μόνο πού προσφέρει πιά εἶναι ἡ ἐνίσχυση ἑνός μύθου λογοτεχνικά στείρου.

Μέ διευθύνοντα τόν Κατσίμπαλη, συγκεντρώνει τό σύνολο σχεδόν τῆς γενιᾶς τοῦ 30. Ἡ διαχείριση τοῦ περιοδικοῦ καί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Κοσμᾶ Πολίτη ἀπό αυτό, ἀποτέλεσαν ἐπίσης πεδία ἔντονης κριτικῆς…

Ποιά εἶναι ἡ οὐσία, ἐκεῖνο πρός τό ὁποῖο θά πρέπει, ἔστω καί μέ ἀργούς ρυθμούς, νά στραφεῖ ἡ ἐν ὑπνώσει κριτική μας;

Οὔτε ὁ Καρυωτάκης εἶναι ὁ ποιητής τῆς ἠττοπάθειας, τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου, οὔτε ὁ Ἐλύτης εἶναι μοναχά ὁ ποιητής τοῦ Αἰγαίου, τοῦ φωτός καί τῆς ἐλαίας. Καί οἱ δύο εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνα πού βιαστικά ἐντοπίζει κανείς σέ πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι περίεργο, ἀλλά θά μποροῦσε νά τούς διαπιστώσει κανείς ὡς τίς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Ἡ ἐντελῶς διαφορετική αἰσθητική, τεχνική καί εἰκονοποιία τους, δέν ἀκυρώνει κανέναν ἀπό τούς δύο, δέν μειώνει στό ἐλάχιστο μήτε ἕναν τους στίχο. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά δύο ποιητικές δυνάμεις πού ἰσορροποῦν στό κεντρικό σημεῖο τῆς ὕπαρξης – ὅσο παλεύει ἀπό τήν μιά ὁ Καρυωτάκης τά στοιχειά τῆς θνητότητας καί τοῦ μικροαστισμοῦ, τόσο ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ἐλύτης σκάβει διαφυγές, διεξόδους καί ἀποδράσεις. Ὅσο περισσότερα τά μικρόβια πού ἀνακαλύπτει ὁ Καρυωτάκης σέ ἕνα ὑπερεθνικό τοπίο, τόσο περισσότερα καί τά ἀντισώματα πού βρίσκει ὁ Ἐλύτης στήν ταυτότητα τοῦ τοπίου καί τῆς ἐντόπιας κοινότητας. Ὅσο καί ἄν φαίνεται περίεργο, ἡ ποίηση τοῦ ἑνός φωτίζει καί ἀναδεικνύει τήν ποίηση τοῦ ἄλλου σέ τέτοιο βαθμό, πού κάθε σύγκριση εἶναι ἄσκοπη. Δέν ἔχουμε διάζευξη, ἔχουμε συμπλήρωση, ἔχουμε μία ἀντιθετική ἰσορροπία.

Αὐτό βεβαίως καθόλου δέν σημαίνει πώς τά ποιητικά μεγέθη εἶναι ἰσοβαρῆ, (ἐάν θά πρέπει σῴνει καί καλά νά κάμωμε κάποιες ἀποτιμήσεις). Γεγονός εἶναι πώς φόρμα, τεχνική καί περιεχόμενο στόν Ἐλύτη εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἐξαιρετικά, ὁ πήχης ἔχει ἀνέβει πολύ ψηλά. Καμία ἀμφιβολία πώς ἡ ποιητική του προχώρησε σέ θηριῶδες βάθος τήν γραμματεία μας καί κάρφωσε ἕναν ἀπαιτητικό ὁδοδείκτη στά λογοτεχνικά μας μονοπάτια (ξεύρω πώς αὐτά ἀκούγονται αὐθαίρετα χωρίς τεκμηρίωση, ἀλλά ἡ προσέγγιση τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη ἀπαιτεῖ ξέχωρο ἄρθρο). Ἡ γνώμη μου εἶναι πώς δίχως τήν κατάδυση στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἐλύτη κινδυνεύει νά ξεπέσει σέ ἄτονη φιλολογία, ὅπως καί τό ἀντίστροφο, ἡ κατάδυση στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη δίχως τό Καρυωτάκειο ἀντίβαρο, εὔκολα μπορεῖ νά δημιουργήσει ψευδαισθήσεις μιᾶς γλυκερῆς καί ἄτρωτης εὐτυχίας (ἀναφέρομαι πάντα στον ἀναγνώστη πού ἐπιθυμεῖ νά ἀντιληφθεῖ το σύνολο ἑνός ὑπαρξιακοῦ ποιητικοῦ προβληματισμοῦ).

Αὐτά συμβαίνουν ὅταν ἡ συγκυρία παρεισφρέει στήν ποίηση καί τήν ἀναγκάζει νά ὑπηρετήσει ἰδεοληψίες καί προκαταλήψεις. Ὅταν ἡ μικροαστική τάξη ξεκινᾶ ν’ ἀνεβαίνει στήν Ἑλλάδα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕναν Ἐλύτη, ἕναν Ἐγγονόπουλο καί ἕναν Ρίτσο, δέν θέλει νά θυμᾶται Μικρασιατική καταστροφή, φτώχεια, μιζέρια, προσφυγιά καί κρατική βία. Αὐτή ἡ τάση γιά ἄνοδο καί αἰσιοδοξία, γιγαντώθηκε μεταπολεμικά, καί μάλιστα μετά ἀπό ἕναν αἱματηρό ἐμφύλιο μέ ἀνεπούλωτες πληγές γιά πολλά χρόνια. Τόν Καρυωτάκη τόν ἀπώθησε ἡ ἴδια ἡ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ποίησή του ἦταν ἀνασταλτική αὐτῆς τῆς πορείας. Κανείς δέν θέλει ν’ ἀποδεχθεῖ πώς ὅσα ὁ ποιητής καταγγέλλει ἰσχύουν ἀναλλοίωτα καί σήμερα καί γι’ αὐτό θά δεῖτε ὅτι καί στήν ἐκπαίδευση, ποιήματα ὅπως ἡ «Πρέβεζα» ἑρμηνεύονται μέ ὅρους συγκυρίας – φταίει ἡ πόλη πού τότε ἦταν μέσα στήν μιζέρια, φταίει ἡ δυσμενής μετάθεση, φταίει ἡ Μικρασιατική καταστροφή. Περιορίζουν τίς πυροδοτήσεις τοῦ Καρυωτάκη μοναχά στήν ἐποχή του, ξορκίζουν τήν ποίησή του ἀπό τό Τώρα. Ἐάν ὁ Καρυωτάκης στάθηκε θῦμα τοῦ μικροαστισμοῦ, ἄλλο τόσο “θῦμα” ἔπεσε ὁ Ἐλύτης, ὁ Σεφέρης καί ἀρκετοί ἀκόμη ἀπό τήν λεγόμενη γενεά τοῦ 30. Τόν Καρυωτάκη μπορεῖ νά τόν ἀφόπλισαν καί νά τόν ἀπωθοῦν ὅλο καί περισσότερο στήν λήθη ὡς μία ἀσθενική φιγούρα μέ ἄρρωστη ἰδιοσυγκρασία, ἀλλά ἡ μεταχείριση καί στούς ὑπόλοιπους δέν ἦταν καλύτερη. Ἀπό τόν Ἐλύτη κράτησαν τούς πιό ἄνοστους, τούς πιό κοινότοπους στίχους του, ἀπό τόν Σεφέρη ξέχασαν τά καλύτερα, τόν Παπατζώνη τόν ἔθαψαν ὅσο βαθύτερα μποροῦσαν καί τόν Καβάφη τόν ἀφυδάτωσαν σέ σχολικές ἐπετείους.

Στήν πραγματικότητα λοιπόν οἱ ἀντιπαραθέσεις τοῦ τύπου «Καρυωτάκης ἐναντίον γενεᾶς τοῦ 30» ἤ ἐρωτήματα τοῦ τύπου «Παλαμᾶς ἤ Καβάφης», δέν εἶναι πραγματικά, δέν ἀπηχοῦν κανένα πραγματικό πρόβλημα στό ποιητικό μας σῶμα, πρόκειται γιά συμπτώματα μιᾶς πνευματικῆς παθογένειας, ἕνα δεῖγμα γιά τό πῶς ἔχουμε μάθει νά ἀντιμετωπίζουμε τήν ποίηση καί εὐρύτερα τήν λογοτεχνία στήν Ἑλλάδα. Σέ τελική ἀνάλυση, τόσο ἡ ποίηση τοῦ Καρυωτάκη ὅσο καί ἐκείνη τῆς γενεᾶς τοῦ 30, ὑπηρετοῦν δύο ἀναγκαιότητες τοῦ πνεύματος, τό ἴδιο σημαντικές, σχεδόν τό ἴδιο ἀπαραίτητες. Ὅσο μεγαλεῖο κρύβει ἡ συνάντηση τῆς συνείδησης μέ τά βαθύτερα σκοτάδια της, ἄλλο τόσο μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει ἡ ἀντίσταση σ’ αὐτά, ἡ μετάπλαση ἑνός ἐρέβους σέ ἕνα μονοπάτι διαφυγῆς καί ἀνάτασης.

Ὁ ἄσκοπος ἐμφύλιος των γενεῶν

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, πρωταγωνιστής στήν περιβόητη διαμάχη τοῦ 1947, τήν ὁποία ἄλλωστε αύτός πυροδότησε. Ἐν μέρει δικαιολογημένα…

Ἅς ξεκινήσουμε ἀπό ἕνα ἀξίωμα, ἀπό ἕνα αὐτονόητο – κάθε δημιουργία θά πρέπει νά κρίνεται ἀπό τήν αὐτοδύναμη ποιότητά της. Κάθε ἄλλο κριτήριο πού ἐμφιλοχωρεῖ στήν κριτική της μεταθέτει τό κέντρο βάρους σέ ἐξωλογοτεχνικά πεδία καί διά τοῦτο καί ἐν τέλει εἶναι ἀδιάφορο καί παρελκυστικό. Δυστυχῶς, ὁ ἄνευ οὐσίας ἐμφύλιος γιά τήν γενεά τοῦ 30 καλά κρατεῖ ἀκόμη καί βεβαίως κατά κανόνα καλύπτει κάθε ἀξιόλογη ἀπόπειρα νηφάλιων προσεγγίσεων στό ἴδιο το ποιητικό περιεχόμενο. Ὅμως πρόκειται γιά ἐμφύλιο πού ἔχει βαθιές τίς ρίζες καί δέν γεννιέται τά τελευταῖα χρόνια. Ἡ ἀνάγνωση κειμένων σέ περιοδικά καί ἐφημερίδες τοῦ μεσοπολέμου, ἀλλά καί τῶν πρώτων ἐτῶν τοῦ μεταπολέμου, ἀποδεικνύουν δυστυχῶς ἐκεῖνο πού κατ’ ἐπανάληψη ἔχω ὑπερασπιστεῖ – ὅτι δηλαδή ἡ ποιητική δημιουργία τῶν πιό γόνιμων πνευματικά χρόνων στήν Ἑλλάδα, παρασύρθηκε σέ πεδία ἀλλότρια καί ἐξυπηρέτησε ἰδεολογικές καί κάποτε πολιτικές σκοπιμότητες καί φανατισμούς. Ας δοῦμε ἕνα γνωστό παράδειγμα…

Λίγο πρίν ἀπό τήν ἐκπνοή τοῦ 2001 διοργανώνεται στήν Ἀθῆνα διημερίδα γιά τόν Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο ἀπό τόν Δῆμο Ἀθηναίων. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ ἡ ποιότητά της, ἀλλά ἀπό ἐκείνη τήν ἐκδήλωση «κλέβω» ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν παρέμβαση τοῦ Νίκου Δαββέτα…

«Ἀσφαλῶς σημαντικό ρόλο στήν καθιέρωση τῆς γενιᾶς τοῦ 30 καί στόν παραμερισμό τῆς γενιᾶς τοῦ 20, ἔπαιξε ὁ Ἀνδρέας Καραντώνης μέ τίς ὀξύτατες κριτικές του ἀπό τόν περιοδικό τύπο τῆς ἐποχῆς. Δέν θά διστάσει μάλιστα νά γράψει ἕναν λίβελο γιά ὅσους πλαισίωσαν ποιητικά τόν Καρυωτάκη: «Παρασυρθήκανε ὅλοι τους ἄβολα καί ὑστερικά σέ μιά πλαστή κι ἀξιοθρήνητη ἐσωτερική ζωή, σέ μιά μελοδραματική καί κακόφωνη αὐτοδιαπόμπευση, σέ μιά ἠθική μαλάκυνση, συνέχισαν τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορομαντικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη…». Ὅπως βλέπετε, ἡ κριτική δέν σταματᾶ στό παρωχημένο της φόρμας, δέν μπαίνει στήν οὐσία τῶν στίχων, δέν ψάχνει νά βρεῖ πῶς καί γιατί δημιουργήθηκε αὐτή ἡ, ἔστω, μελοδραματική – ὅπως καταγγέλλει – ἔκφραση τῆς γενιᾶς τοῦ 20, οὐσιαστικά ἡ κριτική τοῦ Καραντώνη εἶναι ἰδεολογική. Τελείως σχηματικά θά λέγαμε πώς γιά τόν Καραντώνη ἡ ἀντιπαράθεση τῆς γενιᾶς τοῦ 20 μέ αὐτῆς τοῦ 30, εἶναι μιά ἀντιπαράθεση τῆς παλιᾶς Ἑλλάδας, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὁμοιοκαταληξία, πού μοιρολογεῖ ψευτορομαντικά πάνω στά ἐρείπια τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς καί τῆς νέας Ἑλλάδας τοῦ ἐλεύθερου στίχου, πού ὑμνεῖ τίς ἀρετές τῆς φυλῆς καί τήν μεταφυσική τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, ἀτενίζοντας μέ αἰσιοδοξία τό μέλλον…».

Ἐν ἐπιγνώσει ἤ ὄχι ὁ Δαββέτας ὑπογραμμίζει τό καίριο, τό κεντρικό σημεῖο στήν περιβόητη αὐτή ἀντιπαράθεση. Ἡ διαμάχη σέ πρώτη ἀνάγνωση μπορεῖ νά δείχνει αὐστηρά λογοτεχνική καί φυσική προσπάθεια ἑνός νεωτερικοῦ ρεύματος νά εὕρει τόν δρόμο του κυρίως στήν ποίηση, ἀλλά στό βάθος πρόκειται γιά διαμάχη δύο ἀντιλήψεων, δύο στάσεων ζωῆς. Ἡ γενεά τοῦ 20 καί ἡ ποιητική της δέν ταίριαζε στό νέο ὅραμα, δέν μποροῦσε εὔκολα νά καταταχθεῖ καί νά ὑπηρετήσει τά νέα ρεύματα πού ξεκινοῦσαν τήν ἀνάπτυξη καί ἑδραίωσή τους μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ἴδια ἡ γενεά τοῦ 30 χρησιμοποιήθηκε, (τίς περισσότερες φορές ἐν ἀγνοία της), γιά νά ἐξυπηρετήσει μία ποίηση ἐνταγμένη στήν νέα τάξη πραγμάτων, ἄλλοτε μία ποίηση στενά κομματική καί βεβαίως μία ποίηση πού θά ἀνέκοπτε τούς ἀναρχικούς πειραματισμούς προηγουμένων ἐτῶν. Εἶναι ἀξιοσημείωτο πώς τήν πιό θηριώδη μάχη γιά τήν καθιέρωση τῆς γενεᾶς τοῦ 30 ὡς τῆς μόνης πού διαθέτει κορυφαῖες ποιότητες καί ἀξίες, δέν τήν ἐπιχειροῦν οἱ ἴδιοι οἱ ποιητές καί πεζογράφοι πού τήν συγκροτοῦν, ἀλλά παράγοντες βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως. Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι τό «παράπονο» τῶν τελευταίων ἀπό τήν γενεά τοῦ 20 δέν ἀφορᾶ τήν ποιητική ἀξία τῶν Σεφέρη, Ἐλύτη κ.α, ἀλλά τήν περισσή ἀλαζονεία μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζεται ὁ Καρυωτάκης, (φυσικά καί ὁ Καβάφης), καί ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς του. Λίγο μετά τόν πόλεμο ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, καί μέ ἀφορμή τό ἔπαθλο Παλαμά, θά ξεσπάσει μέ ἕνα ἐντελῶς ἀσυνήθιστο γιά τόν ἴδιο ὕφος στό περιοδικό «Νέα Ἑστία», ὅπου θά μιλήσει ἀνοικτά γιά κλίκες, (ἀναφερόμενος σέ Καραντώνη καί Κατσίμπαλη) καί θά φτάσει καί σέ βαρεῖς χαρακτηρισμούς γιά τόν ἴδιο τόν Σεφέρη. Ἡ ἀντίδραση θά εἶναι φυσικά σφοδρή. Πρόκειται γιά τήν περίφημη διαμάχη τοῦ 1947.

Τὀ ἐξαιρετικά σφοδρό κείμενο τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου πού πυροδότησε τήν ἀντιπαράθεση τοῦ 1947. Ὁ χαρακτηρισμός “Βούδας” ἀποδίδεται στόν Γιῶργο Σεφέρη, ἐνῶ πρωτεργάτες τῆς “κλίκας” ὑπονοοῦνται οἱ Κατσίμπαλης καί Καραντώνης…

Ἀφοῦ ἐπαναλάβουμε γιά πολλοστή φορά το ὅτι οὐδείς σοβαρός ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τίς ἀρετές στήν ποίηση τῆς γενεᾶς τοῦ 30, θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου εἶναι ἐν πολλοῖς δικαιολογημένη, (ὁ Παναγιωτόπουλος ἑξαιρεῖ ἀπό τήν κλίκα τόν Ἐλύτη, θεωρώντας τόν προφανῶς ὡς τόν μόνο πού ἀξίζει καί δέν ἔχει ἀνάγκη ὑποστηρικτικῶν μεθόδων γιά τήν καθιέρωσή του). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ πολεμική τοῦ Καραντώνη καί ἰδιαίτερα τοῦ Θεοτοκά πρός τούς προγενέστερους, δέν εἶναι μόνο ἄκομψη καί σφοδρή, εἶναι καί ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἀπό τήν πλευρά τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς. Ἡ πολεμική δέν στέκεται μοναχά στόν Καρυωτάκη, οἱ ἐπιθέσεις εἶναι ἔντονες καί πρός Καβάφη καί Βάρναλη. Ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν ἄρθρων διαφαίνεται ἐπίσης ὅτι ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος δέν ἔχει καί τήν καλύτερη γνώμη γιά τόν Σεφέρη, παρά τό ὅτι τοῦ ἀναγνωρίζει φυσικά ποιητική ἀξία. Μέ ἄλλα λόγια, μπορεῖ ἡ προηγούμενη τοῦ 30 γενεά νά στάθηκε μέ ἐμφανῆ ἀμηχανία ἀπέναντι στόν μοντερνισμό, ἀλλά ποτέ δέν ἔφτασε στόν μηδενισμό της, σέ ἀντίθεση μέ Δημαρά, Θεοτοκά, Καραντώνη καί ἄλλους πού σχεδόν ἀφανίζουν κάθε ποιητικό βάρος προγενέστερων τοῦ 30 ποιητῶν (με εξαίρεση τόν Παλαμᾶ καί βεβαίως τόν Σολωμό).

Ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος ἐπανῆλθε μέ δεύτερο ἄρθρο στήν “Νέα Ἑστία” γιά να ἀνταπαντήσει στόν Καραντώνη. Ἡ κατακλεῖδα τοῦ κειμένου εἶναι χαρακτηριστική καί κατά ἕναν τρόπο διαχρονική…

Θάλεγε κανείς πώς ὅλα αὐτά εἶναι σχετικῶς ἀσήμαντα καί ἴσως μικρότητες μπροστά στήν ἴδια τήν ἀξία τῆς ποίησης καί πώς ὁ χρόνος κατέταξε, ἀνέδειξε καί ἐν τέλει ἀξιολόγησε. Τό ἐρώτημα ὅμως πού ἀνακύπτει μέσα ἀπό παρόμοια γεγονότα καί ἀντιπαραθέσεις εἶναι ἐκεῖνο πού καί ἄλλοτε ἔχω ρωτήσει – εἶναι πράγματι ὁ χρόνος τόσο οὐδέτερος στήν κρίση του ὅσο θέλουμε νά νομίζουμε; Ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε «χρόνος» καί τόν ἀποδεχόμαστε ὡς κριτή πάντων, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα τό τελικό ἀποτύπωμα τῶν νικητῶν, τῆς ἀντίληψης πού κυριάρχησε μέ τόν ἕναν ἤ ἄλλο τρόπο, μιᾶς νίκης πού ἐξαφάνισε τήν ἀξία τοῦ νικημένου;

Καί βέβαια στό σημεῖο αὐτό θά ἦταν χρήσιμο νά ἐπανέλθουμε στήν εἰσαγωγή τοῦ σημερινοῦ κειμένου καί νά ξαναποῦμε ὅτι ὁ χρόνος ὄχι μόνο δέν εἶναι οὐδέτερος, ἀλλά τίς περισσότερες φορές καί ἐντελῶς ἑτεροβαρής. Κάποιες φορές δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ «ἐχθρικότητα» πρός ἕναν ποιητή καί τήν γενιά του, δέν ὑπῆρχε καμμιά πραγματική ἀνάγκη νά βγοῦν στά μπαλκόνια οἱ Σεφέρης, Καραντώνης, Θεοτοκᾶς καί λοιποί καί ν’ ἀρχίσουν νά ξιφασκοῦν ἐναντίον τοῦ Καρυωτάκη. Κάποτε ἡ ἐχθρικότητα χρησιμοποιεῖ ὅπλα πολύ πιό ἔξυπνα, πολύ πιό ἀποτελεσματικά. Καί ἡ γενεά τοῦ 30 εἶχε τόν δικό της ὁπλαρχηγό καί τό ὄνομα αὐτοῦ Γιῶργος Κατσίμπαλης.

Ἡ ἀλληλογραφία Σεφέρη-Κατσίμπαλη πού περιλαμβάνεται στό αφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ εἶναι ἐνδεικτική γιά τον καθοριστικό ρόλο πού ἔπαιξαν Κατσίμπαλης, Θεοτοκᾶς καί Καραντώνης στήν δημιουργία τοῦ μύθου τῆς γενιᾶς τοῦ 30…

Τό ὅτι ὁ μῦθος τῆς γενιᾶς τοῦ 30 ὀφείλει πολλά στόν Κατσίμπαλη δέν ἀναιρεῖ βεβαίως τήν ποιότητά τῶν ἐκπροσώπων της, ὁπωσδήποτε ὅμως ὑποψιάζει γιά ὑπερβάλλουσα κρίση, γιά μεγεθύνσεις ἀξιῶν, γιά ἐπιβολή μιᾶς συγκεκριμένης ποιητικῆς καί ἀπόρριψης μιᾶς ἄλλης. Δέν ἔχωμε τόν χῶρο καί τόν χρόνο, ἀλλά ὅποιος διαβάσει προσεκτικά τήν ἀλληλογραφία Σεφέρη-Κατσίμπαλη καί ὅλο το ἀφιέρωμα τῆς Νέας Ἑστίας τό 1980, (τ.1278), μπορεῖ εὔκολα νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος εἶχε καί κάποια δίκαια ὅταν ξεσπάθωνε στό ἴδιο περιοδικό τό 1947. Καί ὅσο διαβάζουμε γιά τό κλίμα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅσο βαθύτερα περπατοῦμε στά ἐκδοτικά παρασκήνια τῆς «Στροφῆς» τοῦ Σεφέρη ἤ στό πῶς ξεκίνησε ἡ πορεία τοῦ Καραντώνη στά ἑλληνικά γράμματα, τόσο περισσότερο συλλογιζόμαστε τήν πιθανότητα μιᾶς μονομέρειας. Μένουμε ἔκπληκτοι ἀπό τίς ἀντιθέσεις, τά πάθη καί τίς ἀντιπάθειες ἀνάμεσά σε συγγραφεῖς, ἀλλά καί ἀνθρώπους πού κινοῦνται στίς λογοτεχνικές παρυφές, ὅπως ὁ Κατσίμπαλης. Καί ἔτσι ὅπως στήν Ἑλλάδα, ἐκτός ἀπό τήν ἀπουσία σοβαρῆς λογοτεχνικῆς ἱστορίας, δέν διαθέτουμε καί μία ἱστορία τῶν παραλογοτεχνικῶν συμβάντων, στέκει πολύ δύσκολη μιά ἐργασία πού θά ξεχωρίσει τ’ ἀσήμαντα ἀπό τά σημαντικά καί θά ἐντοπίσει ἐκεῖνα πού πράγματι καθόρισαν τήν ἐξέλιξη καί ἐπέβαλλαν ἤ ἐξαφάνισαν ἀξίες ἀπό τήν νεότερη γραμματεία μας.

Ἔχω ξαναπεῖ πώς ἔχωμε ἀνάγκη ἀπό μία ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς μας γραμματείας πού θά εἶναι ὅσο τό δυνατόν ἀπαλλαγμένη ἀπό μύθους καί παραμυθίες. Πού θά κρίνει τήν γενεά τοῦ 30 ὄχι κάτω ἀπό τό βάρος τῶν Νόμπελ καί τῶν βραβείων, ἀλλά μέ βάση τό ποιητικό κείμενο. Πού θά κρίνει τόν Καρυωτάκη ὄχι μέ βάση τήν αὐτοκτονία του ἤ τόν ἄγονο καρυωτακισμό πού ἀκολούθησε, ἀλλά τήν ἀξία τῆς ποιητικῆς του. Ἔχωμε ἀνάγκη ἀπό μία νηφάλια νέα ἱεράρχηση τῶν κριτηρίων, καθώς κατά πῶς φαίνεται τήν σημερινή εἰκόνα νοθεύουν πολλά ἐξωλογοτεχνικά καί ποικίλες προκαταλήψεις, γιά νά μήν πῶ αἰσθητικά κριτήρια ἐντελῶς προσωπικά καί αὐθαίρετα. Ἡ νεοελληνική μας κριτική οὐδέποτε ἀπαλλάχθηκε ἀπό αὐτόν τόν πολλές φορές ἀνεπίγνωστο ὑποκειμενισμό. Ἀπό τόν Ἀποστολάκη καί τήν ἐμμονή του μέ τόν Σολωμό, ἕως καί κάποιους σημερινούς κριτικούς πού ἄλλη ἀξία ἀπό τήν γενεά τοῦ 30 δέν καταδέχονται νά ἀναγνωρίσουν, διαθέτουμε μία κριτική πού ὑπολείπεται ἀρκετά σέ ἀξία ἀπό τό ποιητικό ἔργο ἐν τῷ συνόλῳ. Καί ἐάν θά θέλαμε νά καταδείξουμε ἔστω καί μία περίπτωση, ὅπου αὐτή ἡ ὑστέρηση εἶναι ἐμφανέστατη, ὁπωσδήποτε θά ὀνοματίζαμε τό φαινόμενο τοῦ Τάκη Παπατζώνη.

Ὁ ἀκατάτακτος καί ἀποσυνάγωγος Τάκης Παπατζώνης

Τάκης Παπατζώνης, ίσως ο πνευματικώτερος από τους πνευματικούς μας…

Ἀλήθεια, σέ ποιά γενεά ἀνήκει ὁ Παπατζώνης; Τό ρωτῶ γιά τούς ἐμμονικούς μέ τούτους τούς διαχωρισμούς. Πέντε μόλις χρόνια νεότερος τοῦ Σεφέρη, ἐνῷ τά πρῶτα γερά του ποιήματα σχεδόν συγχρονίζονται μαζί του. Καί ἀς μήν ξεχνοῦμε, πρωτεργάτης τοῦ ἐλεύθερου στίχου εἶναι αὐτός καί ὄχι ὁ Σεφέρης. Κι ὅμως τό ὄνομά του, εἴτε ἀπουσιάζει ἀπό ὅλες τίς ποιητικές συναντήσεις, εἴτε ἀναφέρεται ἁπλῶς δίχως καμμία προσπάθεια προσέγγισης τῶν στίχων του. Ὑπάρχει μία μοναδική ἄποψη στήν ἑλληνική κριτική, (ἐκείνη τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη), πού τόν θεωρεῖ ἄν ὄχι τόν κορυφαῖο, τουλάχιστον ἰσάξιο σέ ποιότητες μέ τούς ὑπόλοιπους τῆς γενεᾶς τοῦ 30. Παρά ταῦτα, ὁ παραμερισμός του εἶναι δεδομένος καί προέρχεται ἀπό δύο παράγοντες ἑτερόκλητους. Τόν πρῶτο τόν ἀναφέραμε παραπάνω – ἡ ποίηση τοῦ Παπατζώνη μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις δέν χωρᾶ στά νέα πρότυπα, δέν μπορεῖ νά ἐξυπηρετήσει τήν νεωτερική εὐρωπαϊκή διάσταση πού ἐπιζητοῦσε (καί ἐπιζητᾶ) ἡ ἐποχή. Ὁ δεύτερος λόγος ἔχει νά κάμει μέ τήν ποίησή του – εἶναι ποίηση ἐξαιρετικά δύσκολη, εἶναι ποίηση πού οὔτε διδάσκεται, οὔτε μεταδίδεται εὔκολα, καί τό κυριότερο, εἶναι ποίηση πού ἀπαιτεῖ βαθύτατη κριτική καί ἀναγνωστική ἱκανότητα.

Ἐπαναλαμβάνω πώς δέν μοῦ ἀρέσουν οἱ συγκρίσεις ποιότητας καί ἡ ἀπονομή θαυμαστικῶν ἐπιθέτων σέ ποιητές, ἀλλά ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει πώς ἡ ποίηση τοῦ Παπατζώνη, ἄν μή τί ἄλλο, στέκεται ἐπάξια δίπλα σ’ ἐκείνη τοῦ Καρυωτάκη, τοῦ Σεφέρη καί τοῦ Ρίτσου; Καί ποιά ἡ καλύτερη ἀπόδειξη γιά τίς στρεβλώσεις στήν λογοτεχνική μας κριτική ἀπό τό γεγονός ὅτι παραμένει παντελῶς ἄγνωστη – τόσο ἀνάμεσα στούς «εἰδικούς», ὅσο καί ἀνάμεσα στό ἀναγνωστικό κοινό; Ὁ Παπατζώνης οὐδέποτε ἔλαβε τό χρῖσμα καί οὐδέποτε μπῆκε στό κάδρο τῆς γνωστῆς πιά φωτογραφίας τῆς γενεᾶς τοῦ 30 κι ἔτσι ἀπόμεινε ξέχωρος ὅπως ὁ Καβάφης, παρεξηγημένος ὅπως ὁ Καρυωτάκης. Τό ὅτι σήμερα στήν Ἑλλάδα ὑπάρχουν ἐλάχιστοι πού τόν διαβάζουν καί ἀκόμη λιγότεροι ἐκεῖνοι πού μποροῦν μέ εὐχέρεια νά τόν προσεγγίσουν εἶναι ἐνδεικτικό τῆς ποιητικῆς μας ζωῆς. Καί καθόλου ἐνθαρρυντικό γιά τά μέλλοντα.

Ἀντί οἱ ἐλάχιστοι ἐναπομείναντες κριτικοί μας νά ξοδεύονται στήν ὑπεράσπιση κάποιας γενεᾶς ἀπό τίς πολλές πού τεχνητά δημιουργήσαμε στήν λογοτεχνική μας ἱστορία, εἶναι καλύτερο νά σκύψουν ἐπάνω στήν δημιουργία μονογραφιῶν, δοκιμίων, μελετῶν καί ἀναλύσεων τοῦ περιεχομένου. Ἀντί νά προσπαθοῦν, (μέ τήν γνωστή διάθεση κολακείας πρός τήν νέα γενιά), νά μᾶς πείσουν πώς καί σήμερα γράφεται ἀριστουργηματική ποίηση, καλό εἶναι νά ξεσκαρτάρουν τήν βιβλιοπαραγωγή ἀπό ὅλα τα ἀνούσια καί νά σταθοῦν στά ἐλάχιστα πού διαθέτουν ἀξία καί βάθος. Ἔχω γράψει σέ προηγούμενο κείμενο γιά τήν ἑλληνική κριτική, ἐδῶ ἅς ἐπαναλάβω μόνο τοῦτο – ἐάν ὑπάρχει μία ἐλπίδα νά δημιουργηθεῖ ἕνα κίνητρο καί νά ἐπανέλθει ὁ ἄξιος στίχος στό προσκήνιο, αὐτή μπορεῖ νά ἐκπορευθεῖ μοναχά ἀπό τήν κρίση, τήν ἐπίκριση, τή σύγκριση, τήν διάκριση, τήν ἀναθεώρηση τῶν κριτηρίων.

Ἀντί ἐπιλόγου

Τό κείμενο τοῦ Γιάννη Χατζίνη στήν “Νέα Ἑστία” για τά εἰκοσάχρονα ἀπό τήν αύτοκτονία τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἀρκετά πρόχειρο κι ἐπιφανειακό, ἔχει ὅμως μία ἀξία στόν βαθμό πού ἐπιβεβαιώνει ὅτι στήν οὐσία δέν ἔχωμε χάσμα δύο γενεῶν, ἀλλά δύο διαφορετικῶν ποιητικῶν ἀντιλήψεων…

Στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη συναντῶνται ἡ ἀγωνία στό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου ἀπό τήν μιά καί ἡ ὑποκρισία τοῦ μικροαστισμοῦ ἀπό τήν ἄλλη. Πρόκειται γιά ἕναν διμέτωπο ἀγῶνα, μία ἄμυνα ἀπέναντι σέ δύο διαφορετικά προβλήματα, πού ὅμως ἀθροιζόμενα πολλαπλασιάζουν τό ἀδιέξοδο ἤ, γιά νά τό ποῦμε πιό εὔστοχα, δημιουργοῦν τό ἀδιέξοδο. Ὁ Καρυωτάκης ἐπιλέγει τήν ἀναμέτρηση μαζί τους γυμνός ἀπό ὅπλα καί διαφυγές καί γι’ αὐτό γυμνή εἶναι καί ἡ ποίησή του. Ἡ διαφυγή τοῦ Ἐλύτη δέν τοῦ ταιριάζει, ἡ διπλωματία τοῦ Σεφέρη εἶναι ξένη στόν χαρακτῆρα του, ἡ ἐπαναστατικότητα τοῦ Ρίτσου μᾶλλον θά τόν ἄφηνε ψυχρό καί ἐλάχιστα αἰσιόδοξο (βεβαίως ὅλα τοῦτα εἶναι ὑποθέσεις ἐργασίας). Τί ἀπομένει; Τό μόνο ὅπλο τῶν ἀπελπισμένων, ἡ σάτιρα, ἡ εἰρωνεία, ἡ καυστικότητα, ὁ αὐτοσαρκασμός. Ὅσο προχωρᾶ πρός τόν θάνατο, τόσο τοῦτα τά χαρακτηριστικά διογκώνονται, πολλαπλασιάζονται, γίνονται σχεδόν τά μοναδικά γνωρίσματα τῆς ποίησής του. Δέν χρειάζεται νά διαβάσει κανείς πολλά ἀπό τά ποιήματά του, καί μόνον ἡ «Πρέβεζα» εἶναι ἀρκετή γιά νά διαγνώσει τόν μονόδρομο μιᾶς πορείας.

Μέ τόν Καρυωτάκη συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τίς παλιές καλές ἀσπρόμαυρες κωμῳδίες τοῦ 50 καί τοῦ 60. Τίς βλέπουμε ξανά καί ξανά, ὄχι γιατί πιά δέν τίς γνωρίζουμε, ὄχι μοναχά γιά νά διασκεδάσουμε, ἀλλά σέ μεγάλο βαθμό γιά νά ἔρθουμε σέ ἐπαφή μέ τό κάδρο ἐποχῆς, μέ ἤθη πού ἔχουν ἀνεπίστρεπτα περάσει καί χαθεῖ στήν σύγχρονη ζωή. Ξέρουμε βεβαίως ὅτι αὐτά τά ἤθη συμβάδιζαν μέ εἰκόνα σκληρή, τήν φτώχεια, τήν ἀρρώστεια, τήν μιζέρια τῆς μεταπολεμικῆς Ἑλλάδας, ἀλλά ἐμεῖς ἔχωμε ἀνάγκη τήν ὑπενθύμιση, τήν ἐπαφή μέ τήν καλύτερη πλευρά τῆς συνείδησής μας. Τό ἴδιο περίπου καί μέ τόν Καρυωτάκη. Ἡ συνεχής συμβίωση μέ τήν ποίησή του μέσα σ’ ἕνα μικροαστικό περιβάλλον θά καταντοῦσε ἀνυπόφορη, θά ἦταν μιά διαρκής ὑπενθύμιση τῶν συμβιβασμῶν μας, τῶν ὑποχωρήσεων, κάποτε καί τῆς ὑποκρισίας μας. Ὅμως, κάποιες φορές τό νοιώθουμε ἀπαραίτητο νά καταφύγουμε στούς στίχους του γιά νά θυμηθοῦμε πῶς θάπρεπε νά εἴμασταν, πώς θά θέλαμε νά εἴμασταν, πώς θά ἐπιθυμούσαμε νά ἀντισταθοῦμε. Καί τότε ἡ ποίησή του γίνεται ἐκτονωτική, σχεδόν διασκεδαστική στόν ἀπόλυτο μηδενισμό της. Πολύ θά τό θέλαμε ἐκείνη τήν στιγμή νά στρέψουμε τό περίστροφο τῆς Πρέβεζας ἐπάνω μας ἤ ἐπάνω σε κείνους πού συμβολίζουν τήν μικροαστική ὑποκρισία. Ὅμως τό ξερωμε ὅτι δέν ἔχουμε τό θάρρος οὔτε γιά τό ἕνα οὔτε γιά τό ἄλλο. Καί ξαναβάζωμε τόν Καρυωτάκη στό συρτάρι μέχρι ἡ συνείδηση νά ἐπανέλθει καί νά ἀπαιτήσει τά νηπενθῆ της. Θά διαβάσουμε καί θ’ ἀπολαύσουμε Σεφέρη, Ἐλύτη, Ἀναγνωστάκη καί τόσους ἄλλους ἐξαιρετικούς ποιητές, ὅταν ὅμως θελήσουμε νά ἀντικρύσουμε τά πράγματα γυμνά καί χωρίς τίς διαμεσολαβήσεις τοῦ ἐπιμελημένου στίχου, ὁ Καρυωτάκης θά συνεχίσει ν’ ἀποτελεῖ τό ὕστατο ποιητικό μας καταφύγιο.

Ἔχει δίκαιο ὁ Νάσος Βαγενάς πού ἀπορεῖ – τίποτε στόν στίχο τοῦ Καρυωτάκη δέν προϊδεάζει γιά τήν ἀντοχή του στόν χρόνο. Μία ἀπάντηση πιστεύω πώς ἔδωσα παραπάνω, ἀλλά νά προσθέσω καί τοῦτο. Αὐτός ὁ ἐπιμελῶς ἀτημέλητος καί ἀναρχικός στήν μετρική του στίχος, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νεωτερικότητα (ἤ ὁ μοντερνισμός, ἐπιλέξτε ὅ,τι σᾶς βολεύει…), δέν εἶναι ζήτημα γενεῶν, φόρμας, στολισμοῦ, καλολογίας, δέν ἀρκεῖ ἡ φιλολογική ἀρτιότητα γιά νά δώσει διαχρονικότητα σέ ἕναν ποιητή. Θά πρέπει ταυτόχρονα μέσα στόν στίχο ν’ ἀνασαίνει τό στοιχεῖο τῆς καθολικότητας, τοῦ ἰσοβίως ἐπίκαιρου, τῆς γνησιότητας, τοῦ ὑπαρξιακοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας καίριος λόγος πού ἡ λεγόμενη γενεά τοῦ 30 ἀπολαμβάνει τήν διαχρονία της, ἀλλά αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ Καρυωτάκης θά συνεχίσει νά μᾶς στοιχειώνει ἀνεξάρτητα ἀπό ἐποχές καί κοινωνικές ἤ τεχνολογικές μεταβολές. Ἡ ποίησή του κοιτάζει κατάματα τήν συνείδησή μας σάν καθρέπτης χωρίς παραμορφώσεις καί μᾶς ὑποχρεώνει σέ μία κάποια ἀντίδραση. Ἐλάχιστοι ποιητές μποροῦν νά ὑπερηφανεύονται γιά παρόμοια ἀποτελέσματα καί ἐπιρροές.

Τό σημερινό πρόβλημα στήν ποιότητα τῆς λογοτεχνίας βρίσκεται πολύ μακριά ἀπό ἀντιμαχίες γενεῶν καί ἀπό ἐκείνους πού μέ τήν «βία» θέλουν νά βάλουν ἐτικέτες καί βαθμούς στούς λιγοστούς σημαντικούς ποιητές πού διαθέτουμε στήν νεοελληνική γραμματεία. Τό πρόβλημα βρίσκεται στό ὅτι ἀκριβῶς ἀπουσιάζει ὁποιαδήποτε πραγματική ἐπιρροή τῆς καλῆς ποίησης (κατά μόνας καί εὐρύτερα), ἐνῷ ἔχει ριζικά μεταβληθεῖ ἡ κοινή περί ποιότητας ἀντίληψη στίς ἀναγνωστικές κοινότητες. Λυπᾶμαι νά τό πῶ, ἀλλά ποίηση δέν ἐντοπίζουμε σήμερα, ἔχουμε σκέψεις (καί μάλιστα κοινότοπες καί ἀνιαρές), ἔχουμε στιχάκια, ἔχουμε πεζά μεταμφιεσμένα σέ ποίηση, ἀλλά ἡ ποίηση ἀπουσιάζει. Καί τό ἀκόμη χειρότερο εἶναι πώς ἀπουσιάζει καί ἡ αἴσθηση τῆς ἔλλειψής της. Καί αὐτό δέν εἶναι ζήτημα γενεῶν, μήτε ἡ γνωστή γκρίνια ἑνός προηγούμενου πρός τούς τωρινούς ἤ τούς ἑπόμενους. Ἡ εἰρωνεία εἶναι πώς αὐτή ἡ ἐπιμονή σέ Καρυωτάκη καί γενεά τοῦ 30, ἄλλο δέν κάμει (ἀνάμεσα στά ἄλλα) ἀπό τό νά ὑπογραμμίζει τήν ἔλλειψη σημερινοῦ κριτικοῦ ἀντικειμένου, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό μία παραδοχή – ὄχι μόνο της ποιότητας ἐκείνων καί κάποιων μεταπολεμικῶν, ἀλλά καί τῆς ὕφεσης τῶν τελευταίων τριάντα περίπου χρόνων.

Αὐτό δέν θά ἦταν ἀπαραίτητα κακό, τό εἴπαμε καί παραπάνω, ὁ χρόνος τοῦ πνεύματος δέν εἶναι γραμμικός οὔτε ἰσομερισμένος, ὑπάρχουν ἐποχές μέ πυκνώσεις καί ἐποχές ἀπουσίας. Τό ἀνησυχητικό βρίσκεται στήν πεποίθηση μιᾶς προόδου δίχως τήν ἀνάγκη τῆς ποίησης καί τῆς λογοτεχνίας εὐρύτερα. Η, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα – στήν πεποίθηση μιᾶς προόδου μέ μιά ποίηση ἄνευρη καί ἄνοστη, ὑποταγμένης στήν συγκυρία, μιᾶς ποίησης ἐν τέλει ἀνύπαρκτης στό πεδίο τῆς συνείδησης, ἐκείνης πού ἔχω ὀνοματίσει ὡς «ποίηση κόσμημα», συμπληρωματικό στολίδι μιᾶς βιβλιοθήκης.

Εἶναι γιά λύπηση οἱ κριτικοί πού σερνάμενοι πίσω ἀπό τίς ἀνάγκες τῶν ἐκδοτῶν καί τῆς ἐποχῆς, ἀνακηρύσσουν κάθε στό τόσο συλλογές (πού ἐκδίδονται μέ τό τσουβάλι) ὡς τά νέα ἀριστουργήματα, εἶναι γιά λύπηση οἱ κριτικοί πού καταπίνουν κάθε ἀνοησία κειμένου καί τήν προωθοῦν στό κοινό τους ὡς πολλά ὑποσχόμενη, ὡς ἔργο βαθυστόχαστο καί ἐξαιρετικό. Δυστυχῶς βεβαίως εἶναι σήμερα ὁ κανόνας, σέ ποίηση καί πεζογραφία. Οἱ λιγοστοί ἄξιοι νέοι συγγραφεῖς εἶναι καταδικασμένοι νά συναθροιστοῦν μέ τούς πολλούς ἀνάξιους, δέν θά ξεχωρίσουν, δέν θ’ ἀποκτήσουν ποτέ κίνητρο γιά νά ἐπανέλθουν. Καί σήμερα πιά, αὐτό δέν γίνεται γιατί κάποια κλίκα τούς ἀπέκλεισε ἀπό τήν ἔκδοση ἤ γιατί συγκεντρώνουν τά πυρά ὁμοτέχνων τους ὅπως ἄλλοτε, γίνεται γιατί τό κοινό, (τό ἐλάχιστο πού διαβάζει) ἀδυνατεῖ νά ξεχωρίσει ποιότητες ἀνάμεσα στό πλῆθος.

Καί αὐτό ἀπό μόνο του εἶναι μία θλιβερή καταδίκη στό στάσιμο μιᾶς μετριότητας…

Διαβάστε επίσης το κείμενο “Η σφαίρα τής Πρέβεζας ακόμη ταξιδεύει”.

5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
946Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments