Διαμοιρασμός τού Κειμένου
196Shares

Σημειώσεις γιά τό κείμενο

(Ἡ εἰσαγωγή τοῦ πρώτου μέρους εἶναι ἀρκετά ἐκτενής, ὅποιος θέλει νά μεταβῆ στήν παρουσίαση ποιημάτων στό δεύτερο μέρος, μπορεί νά το κάμη πατῶντας τόν ἀντίστοιχο σύνδεσμο στό τέλος τοῦ κειμένου)

  • Ἡ ἀνθολόγηση καί ὁ σχολιασμός ἀφοροῦν τήν Ἑλληνική ποίηση (ἀπό τήν νεοελληνική ποίηση, κατ’εξαίρεση καί παραδειγματικῶς  ὑπάρχει ἀναφορά σέ ἔργο τοῦ Αἰσχύλου)
  • Ἀπό τό κείμενο ἔχει ἀφαιρεθεῖ ὁ τονισμός τῆς βαρείας, γιά λόγους πού σχετίζονται μέ τίς δυνατότητες τοῦ ψηφιακοῦ κειμενογράφου. Γιά τούς ἴδιους λόγους ἀπουσιάζει ἡ ὑπογεγραμμένη ἐκεῖ ὅπου ὥφειλε παρουσία, μέ βάση τά ποιητικά χειρόγραφα
  • Πλάγια γραφή μέσα σέ ποίημα δηλώνει εἴτε καταγραφή διαλόγου εἴτε στερεότυπη φράση συνήθως προερχόμενη ἀπό τήν καθαρεύουσα γλῶσσα, εἴτε ἀκόμη καί λέξη πού σηματοδοτεῖ καθολική συμπεριφορά
  • Τό κείμενο δημοσιεύεται ταυτόχρονα σέ δύο μέρη. Στό πρῶτο μέρος περιλαμβάνεται ἡ εἰσαγωγή καί ἀμέσως μετά ἀνθολογοῦνται μέ σειρά ἐμφάνισης στό κείμενο – Κατερίνα Γώγου, Αισχύλος, Κώστας Καρυωτάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Κλεῖτος Κύρου, Μιχάλης Μεϊμάρης, Μελισσάνθη, Κώστας Μόντης
  • Στο δεύτερο μέρος κυριαρχεῖ ἡ ἀνθολόγηση ποιημάτων και στίχων καί ἀνθολογοῦνται μέ σειρά ἐμφάνισης στό κείμενο – Ντέμης Κωνσταντινίδης, Αλέξανδρος Μπάρας, Φαῖδρος Μπαρλᾶς, Κωστῆς Παλαμᾶς, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Ἀσημάκης Πανσέληνος, Γιάννης Πατίλης, Ἄρης Ἀλεξάνδρου, Λευτέρης Ἀλεξίου, Μανόλης Ἀναγνωστάκης, Ρένος Ἀποστολίδης, Μάριος Ἀφεντόπουλος, Ὄλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Στέλιος Γεράνης, Ε.Μύρων, Φῶτος Γιοφύλλης, Τῖτος Πατρίκιος, Γιάννης Ρίτσος, Γιῶργος Σεφέρης, Νίκος Σπάνιας, Στράτος Κοντόπουλος
  • Ὡς συνήθως, στήν πλειονότητα τῶν ἀνθολογημένων γίνεται χρήση τῆς τρίτομης Ποιητικῆς Ἀνθολογίας Ἀποστολίδη (σέ στίξη, μορφή καί περιεχόμενο), ἐνῶ, ὅπου αὐτό δέν εἶναι δυνατόν χρησιμοποιεῖται τό προσωπικό ἀρχεῖο Μάνου Τασάκου καί πηγές τοῦ διαδικτύου.

Ὁ θρίαμβος τοῦ ἀσήμαντου καί ἡ ποίηση τοῦ σημαντικοῦ

Ἀπό τό ἑτυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς τό στερητικό α- ἔχει πετύχει νίκη περιφανῆ, μεταμφιεσμένο κατά τίς περιστάσεις. Ἅς μήν ἀναζητήσωμε τίς μεταμορφώσεις του καί ας τό ὀνοματίσουμε μέ τό πιό γνωστό ὄνομά του –ἀσήμαντο, (γλωσσολογικά εἶναι ἐξαιρετικά γοητευτικό, εἰρωνικό καί εὐφυές, ὅτι ἐκεῖνο πού ἀρχικῶς δήλωνε τό ἀσημάδευτο, τό μή σημαινόμενο, ἔφτασε στήν νεοελληνική ὡς τό κενό νοήματος, ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο δέν ἀξίζει νά ἀσχοληθεῖ κανείς, τήν ἀπουσία περιεχομένου).

Κάποτε ἐκεῖνοι πού ἀνησυχοῦν, (ἤ καί ἁπλῶς δυσφοροῦν), θά πρέπει νά ξεκινήσουν μέ τήν ἀπογύμνωση τῶν πραγμάτων, τόν ἐξοβελισμό τους, τήν ἐμπράγματη κριτική. Δέν ἀναφέρομαι μήτε στά ἀνόητα realities, μήτε στά φευγαλέα τοῦ διαδικτύου, αὐτά εἶναι συμπτώματα, παρεπόμενα, τ’ ἀπόνερα ἑνός χειμάρρου, ἑνός κατακλυσμοῦ. Ζοῦμε στά χρόνια μιᾶς μεγάλης ἀκύρωσης καί μιᾶς σημαντικῆς καί διαρκοῦς ἥττας. Ἐκεῖνο πού ἀκυρώθηκε εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ προσδοκία, ἡ ἀναμονή γιά ἕνα διαφορετικό κοινωνικό θεσμικό, μά καί ὑπαρξιακό πρότυπο. Καί ἐκεῖνο πού ἡττήθηκε εἶναι ἡ ἐργαλειοθήκη γιά τήν ἐπίτευξή του, δηλαδή τό πνευματικό ἀντίβαρο, ἡ δημιουργία ὡς συνεχής τάση, ὁ πολιτισμός ὡς ἀνυποχώρητη στάση ἀπέναντι στήν βαρβαρότητα.

Γιά πρώτη φορά μετά τόν μεγάλο πόλεμο, ἀπουσιάζει ἐξακολουθητικά ἀπό τήν κοινωνία ἡ σαφής κατεύθυνση, τό ὁποιοδήποτε ὅραμα, ἕνας ποιοτικός ὁδοδείκτης. Ἐκεῖνο πού παράγεται ὡς συμπεριφορά καί ὡς δημιουργία μέσα στό κοινωνικό σῶμα ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς τυχαιότητας. Τίποτε δέν στέκεται ἱκανό νά προκαλέσει ἀντιδράσεις ἤ ἔστω αἰτήματα ἀλλαγῆς καί τίποτε δέν φαίνεται ἀρκετό νά διασπάσει τόν ἀπόλυτο ἰδιωτισμό, τήν οἰκονομολαγνεία καί τήν ρηχότητα τοῦ στοχασμοῦ. Ἡ μεγάλη εἰρωνεία εἶναι πώς τήν ἴδια στιγμή πού ὅλοι κόπτονται γιά τήν διατήρηση ἑνός κοινωνικοῦ ἱστοῦ στά τυπικά του γνωρίσματα (πού ἔρχονται ἀπό παλιά), τήν ἴδια αὐτή στιγμή, ἡ στάση ὅλων εἶναι φανερά ἐχθρική καί ἀποστασιοποιημένη ἀπό ὁποιαδήποτε συμμετοχή καί δοτικότητα στήν κοινή προσπάθεια.

Τό ἀσήμαντο σήμερα δέν εἶναι τό διάλειμμα σέ μία κοπιώδη ἡμέρα, στέκει διαρκές καί κυριαρχεῖ ὡς ἰδεολογία, δηλαδή στάση ζωῆς πού πείθει καί ἑλκύει διά τοῦ παραδείγματος, ἡ δύναμή του εἶναι τόσο τρομακτική πού κατόρθωσε οὐσιαστικά νά ἐξαφανίσει ἀπό τό εὐρύτερο ὀπτικό του πεδίο ἀκόμη καί τήν ὑποψία μιᾶς ἀντίρρησης, μιᾶς ἐλάχιστης διαφωνίας.  Ἡ ἐπιβολή του εἶναι τόσο θηριώδης γιατί ἀκριβῶς βασίζεται στόν πρωτογονισμό καί στήν ἁπλούστευση –φαγητό, ἐπιβίωση καί ἀπραξία, ἐλάχιστη προσπάθεια, ἀσφάλεια στήν δική μας προσωπική σπηλιά, τεκνοποιία. Ἡ πολυχρωμία εἶναι μιά φενάκη, μιά ἀντανάκλαση, ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ εἶναι ἕνας ἀπέραντος εὐφημισμός καί μία ἀπίστευτη ὁμοιομορφία σέ λεκτικό, κινήσεις, συμπεριφορές. Οἱ ὄροι (οἱοδήποτε ὄροι) ὕπαρξης τῆς κοινωνίας ἔχουν στήν οὐσία ἀκυρωθεῖ, εἶναι ἕνας γίγαντας μέ πήλινα πόδια πού ὅλοι τόν μισοῦν καί στήν πραγματικότητα μέ τήν καθημερινή τους πρακτική κάμουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά τόν διαβρώσουν, νά τόν φέρουν στά μέτρα τῆς δικῆς τους σπηλιᾶς.

Ἱωάννης Συκουτρῆς, αὐτοκτόνησε το 1937, τούς λόγους θά τούς εὕρετε εὔκολα στό διαδίκτυο. Ὁ μικροαστισμός, ἡ μικροψυχία καί οἱ προκαταλήψεις πάντοτε περίσσευαν στήν Ἑλλάδα. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν φέρει τό ὄνομά του, μά τί νά τό κάμεις πιά… Οἱ γενεές ἐκεῖ γύρω στον μεσοπόλεμο δέν γέννησαν ἐλπίδες μόνο στόν χῶρο τῆς λογοτεχνίας, μά ὁπωσδήποτε καί τῆς ἐπιστήμης. Ἔπειτα ἦρθε ὁ πόλεμος, ὁ ἀποδεκατισμός, οἱ διώξεις, κι ἡ Ἄνοιξη μαράθηκε προτοῦ καλά-καλά ἀνθίσει…

Ἐάν στήν Εὐρώπη καί στόν ὑπόλοιπο κόσμο, ὅλο ἐτοῦτο τό σκηνικό ἔχει προκαλέσει ἕναν προβληματισμό καί μιά ἀνησυχία, στήν Ἑλλάδα ἔχει δημιουργήσει γιά πρώτη φορά ἑκατομμύρια εὐτυχισμένους ἀνθρώπους. Κάποτε τό νά κάθεσαι πάνω ἀπό μισή ὥρα γιά νά πιείς ἕνα καφέ ἦταν σημάδι ἀεργίας, σήμερα εἶναι ἀπόδειξη κοινωνικῆς δραστηριότητας καί ἀποδοχῆς. Κάποτε ἡ ἡμιμάθεια καί οἱ ἀμπελοφιλοσοφίες τοῦ καφενείου δειγμάτιζαν τσαπατσουλιά καί προχειρότητα, σήμερα εἶναι δείγματα σοφίας καί πνευματικοῦ βάθους, καί ὄχι μόνο στά κοινωνικά δίκτυα. Ἡ οἰκονομολαγνεία πάντοτε ἦταν εὐκρινής στήν χώρα, ἀλλά τηροῦνταν κάποια προσχήματα, σήμερα ὅποιος ἀφαιρέσει τό οἰκονομικό κριτήριο ἀπό τήν ἐπιλογή ἐπαγγέλματος ἀντιμετωπίζει καχυποψία, εἰρωνεία, ἀπομόνωση. Ὁ παθητικός θεατής, ὁ ἀνόητος, ὁ ἀσύντακτος, ὁ ἀμαθής, ὁ ἀνορθόγραφος, ἐκεῖνος πού δέν ἠμπορεῖ νά συντάξη δυό προτάσεις σωστά γιά νά βγάλης ἕνα κάποιο νόημα, στό ὄνομα μιᾶς ἠλίθιας πολιτικῆς ὀρθότητας εἶναι ἀπολύτως ἀποδεκτός καί μάλιστα εἰσπράττει καί τήν συμπάθεια, γιατί ἡ σχεδόν πνευματική του ἀναπηρία μεταφράζεται ὡς ἀδυναμία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος καί τῶν δασκάλων του. Ὅ,τι μπορεῖ νά διαμορφώσει συνείδηση, νά ἀντισταθεῖ στό κίβδηλο ἤ νά προκαλέσει ἕναν καυγᾶ, ἀποφεύγεται καί ἐξοβελίζεται γιατί  χαλᾶ τήν ἠρεμία καί τήν γαλήνη τοῦ τίποτα. Γιά πρώτη φορά τόσο ἔντονα καί τόσο ἐπιθετικά οἱ κοινωνίες σέ ὅλο τόν κόσμο βιώνουν τήν σαρωτική ἐπέλαση ἑνός ἀπολύτως ὑποκριτικοῦ μικροαστισμοῦ. Τά σεμεδάκια ἐπάνω στήν τηλεόραση, τά πληκτικά ἀπογεύματα καί ἡ ποιότητα τῶν γηπέδων, ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἀτέρμονη φλυαρία στό διαδίκτυο, τόν ναρκισσισμό τῆς διαδικτυακῆς κάμερας καί τό ὑβρεολόγιο τῶν τρόλς. Γιά πρώτη φορά τό πεδίο εἶναι τόσο ἀσφυκτικό, τόσο ὁμοιόχρωμο, τόσο συσπειρωμένο γύρω ἀπό τό ἀσήμαντο καί τό εὐκαιριακό. Οἱ ἀσήμαντοι ὅλου του κόσμου ζοῦν τήν ἀπόλυτη εὐτυχία, βιώνουν ἕνα ὄνειρο καί ἀλίμονο σέ ὅποιον θελήσει νά τούς ξυπνήσει ἤ ἔστω νά περιγελάσει τόν μακάριο ὕπνο τους.

Ἀπό το μεγάλο λεξικό Μπαμπινιώτη. Ὑπάρχουν ἀρκετές διαφωνίες μέ τούς ὀρισμούς, ἀλλά σέ γενικές γραμμές ἡ καταγραφή δηλώνει κάποια χαρακτηριστικά, κατ’ἀναλογία μποροῦν νά προστεθοῦν ἄλλα τόσα…

Ξεχάστε τήν πολιτική γεωγραφία, ὁ μικροαστισμός δέν λυπᾶται κανέναν καί ὅλοι ἑλκύονται ἀπό αὐτόν. Παρατηρῆστε στό διαδίκτυο τίς δῆθεν προοδευτικές ἰστοσελίδες –οἱ μισές  τους εἰδήσεις εἶναι ἀφιερωμένες στό ἀσήμαντο καί μάλιστα μέ τρόπο φανατικότερο τῶν περιοδικῶν πού εἰδικεύονται σ΄αὐτό. Θέατρα πού ἄλλοτε γνώρισαν δόξες ρεπερτορίου καί ἐκδηλώσεις δῆθεν πνευματικές στόν χῶρο τοῦ βιβλίου, ἀναβάλλονται γιατί «σήμερα εἶναι ὁ τελικός του survivor» ἤ ὁ «τελικός του Μουντό-κάτι», δέν τά ξεύρω καί καλά, νά μέ συγχωρήσετε.

Μποροῦμε νά ἀναγνωρίσουμε στόν καπιταλισμό καί στίς θεσμικές του στηρίξεις, μία μοναδική πράγματι “εὐφυία” καί μία ἀξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Ἀπό πολύ νωρίς «κατανόησε» πώς ἡ ἐπιβίωσή του δέν διασφαλίζεται μοναχά μέ τό ὄνειρο τοῦ πλουτισμοῦ – οἱ παραμορφώσεις τοῦ συστήματος εἶναι τόσο πολλές πού γρήγορα ἡ λαχτάρα αὐτή θά ξέφτιζε, θά ἐκφυλιζόταν. Ἔπρεπε νά βρεθοῦν ἀντίβαρα εἰκονικοῦ νοήματος, ψευδαισθήσεις εὐτυχίας, ἀνώδυνα παραπληρώματα τοῦ ἐργασιακοῦ χρόνου. Ἴσως νά ὑπῆρξε μιά ἀνησυχία μετά τίς ἰδεολογικές καί πολιτικές καταρρεύσεις τοῦ 1989, ποτέ δέν ξεύρει κανείς τί θά μορφώσει τό χάος, ποιές τυχαιότητες ἠμποροῦν νά λειτουργήσουν ἀνατρεπτικά. Εὐτυχῶς ἐπικράτησε ἡ σπηλιά, ὁ φόβος καί ἡ ἔμφυτη τάση γιά ἀσφάλεια. Καί ὅλο ἐκεῖνο, πού πρός στιγμή φάνηκε νά λειτουργεῖ ἀποσταθεροποιητικά, ἔγινε ἡ συγκολλητική οὐσία τῆς ἀσημαντότητας. Τά τελευταῖα ὁράματα εἶχαν ξεφτίσει. Καί οἱ ἀναρχικοί τῆς ἱστορίας ἔμειναν πιό γυμνοί ἀπό ποτέ καί ἔκθετοι –δόν Κιχῶτες πού τούς ἐγκατέλειψε ἀκόμη καί ὁ πιό πιστός ἀκόλουθος.

Βιώνουμε μία ἀπό τίς πιό σκοτεινές περιόδους τῆς ἱστορίας, ὄχι πλέον μέ τήν μορφή ὠμῆς βίας, (ἄν καί καθόλου δέν λείπουν τέτοιες συμπεριφορές..), ἀλλά μέ τήν ἀκύρωση καί τήν ἧττα κάθε ἀναφορᾶς πού παλαιότερα λειτούργησε ὡς ἀξία, ὡς σῆμα, ὡς φάρος. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά ἕναν φαῦλο κύκλο πού δέν πρόκειται νά σπάσει, παρά μόνο μέ σημαντικές καί ριζικές ἀνατροπές, ἐπιθετικές ἀμφισβητήσεις καί ἀλλαγές προσανατολισμοῦ στά μεγάλα καί σημαντικά προτάγματα.

Τί σημαίνει στήν πραγματικότητα κυριαρχία τοῦ ἀσήμαντου καί ὁλική ἧττα τοῦ οὐσιώδους; Πάντοτε τό ρηχό, ὁ μικροαστισμός καί ἡ ὑποκρισία στήν Ἑλλάδα περίσσευαν, ὁπότε γιατί σήμερα τόσο ἔρεβος καί τόση ἀπελπισία;

Ἡ (τεράστια) ποιοτική διαφορά βρίσκεται στήν ἱκανότητα διάκρισης καί στήν ἐπίγνωση. Ὁ μικροαστός τοῦ παρελθόντος ἤξερε, (ἔστω καί ἀπό ἔνστικτο..) νά διακρίνη τό κίβδηλο ἀπό τό γνήσιο, ἀκόμη ξεχώριζε, (καί συνήθως σεβόταν…) τήν πνευματική δημιουργία, ἡ οἰκονομολαγνεία καί ἡ ὀκνηρία δέν τόν ἄφηναν νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ ὅλα αὐτά, ἀλλά τά ἤθελε γιά τό παιδί του, τό σχολειό του, τήν χώρα του. Ἀκόμη καί ἐάν ἡ τεράστια πλειονότητα ζοῦσε χιλιόμετρα μακριά ἀπό τούς ποιητές καί τούς στίχους τους, ἡ ὕπαρξή τους καί μόνο παρεῖχε μιά ἀσφάλεια πνευματικῆς παρακαταθήκης, ἕνα ἀποθετήριο ἰδεῶν, στοχασμοῦ καί δημιουργίας. Καί ὁ τελευταῖος μαθητής πού ἔβγαζε τό (ἀπαράδεκτα συντηρητικό καί καταπιεστικό..) σχολειό, ἤξερε σέ ποιά κλίμακα νά τοποθετήσει τόν «Μικρό Ἥρωα», τόν Σεφέρη, τό «Ρομάντζο», τά στιχάκια ἡμερολογίου, τό «Ἄρλεκιν», τά νεανικά ποιήματα πού κρύβονταν στό συρτάρι. Μπορεῖ νά σιχαινόταν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, τούς τόνους καί τά πνεύματα, (καί εἶχε κάθε δίκαιο ἔτσι πού τοῦ παραδίδονταν..), ἀλλά μαζί τους εἶχε ἕναν ὁδοδείκτη, ἕναν δρόμο πού ἀρχικά περπατοῦσε ἔστω καί μέ βογγητά, ἕναν δρόμο πού κατανοοῦσε, ὥστε ἀργότερα νά μπορῆ νά τόν ἀπορρίψη ἤ νά τόν ἀμφισβητήση.

Μέ ἄλλα λόγια ἡ κοινωνία στεκόταν ἐπάνω στά ἀποτελέσματα μιᾶς διάκρισης, μιᾶς κρίσης, μιᾶς ἀξιολόγησης – κουτσῆς ἴσως, στραβῆς ἔστω, ἀνάποδης καί ἀνάπηρης πιθανόν, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἦταν μία ἀξιολόγηση, μία κρίση. Αὐτό ἀπό τήν ἀρχή ἔδιδε μία αἴσθηση προσανατολισμοῦ – ἤξερες πού ἤθελαν νά σέ πᾶνε καί ἐάν εἶχες συνείδηση καλλιεργημένη καί πνεῦμα ἀνεξάρτητο, διάλεγες ἄλλο μονοπάτι, χάραζες τόν δικό σου δρόμο. Ὅμως αὐτή ἡ εἰκόνα εἶχε καί ἕνα ἀκόμη, πολύ σημαντικό ἀποτέλεσμα – τήν ἱκανότητα ἐπικοινωνίας ἀκόμη καί μέ ἐκεῖνον πού διαφωνοῦσες ἀκόμη καί σέ ἀπόλυτο βαθμό. Ὑπῆρχε μία κοινή γλῶσσα, ἕνας κώδικας μέσα στήν κοινότητα, μία συναντίληψη γιά τά στοιχειώδη, οἱ μετωνυμίες καί οἱ εὐφημισμοί ἤσαν ἡ ἐξαίρεση.

Ἕνα ἀπό τά τρομακτικά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς πορείας, (θά λέγαμε καλύτερά της μή πορείας, τῆς πνευματικῆς ἀπορίας γιά νά κάμωμε καί ἕνα λογοπαίγνιο..), εἶναι ὅτι πλέον τήν συνείδηση δέν τήν ἐπηρεάζει τό κείμενο, ἀλλά ἡ εἰκόνα σχεδόν κατ’ ἀποκλειστικότητα. Καί ὅταν μιλῶ γιά εἰκόνα, ἀναφέρομαι ἀκόμη καί στίς ὀλιγόλεκτες ἀναρτήσεις στά κοινωνικά δίκτυα, πού μπορεῖ νά περιλαμβάνουν καί τρεῖς φράσεις, ἀλλά στήν οὐσία λειτουργοῦν ὅπως τό φλάς τοῦ αὐτοκινήτου, σάν σφραγῖδα, σάν γνώριμη εἰκόνα στήν ὁποία ἀντιδροῦμε σχεδόν μηχανικά καί ἀπό συνήθεια. Ἡ γνώση λειτουργεῖ μέσα ἀπό ἕνα σφαγιαστικό μοντάζ τῆς εἴδησης καί τοῦ κειμένου, τά πιό ἐπιτυχημένα videos εἶναι ἐκεῖνα τοῦ ἑνός λεπτοῦ, οἱ πιό ἐπιτυχημένες εἰδήσεις ἐκεῖνες πού βασίζονται τήν παραδοξότητα τῆς εἰκόνας, οἱ πιό ἐπιτυχημένες ἰστοσελίδες ἐκεῖνες πού σχεδόν δέν ἔχουν λέξεις. Ἡ γνώση πλέον γίνεται ἀποσπασματική, ρηχή καί ἐπικίνδυνη – ὁ καθείς μπορεῖ νά ἀφήσει μία ἰσχυρή ἐντύπωση μέσα ἀπό ἕνα μονόλεπτο video, τήν ἴδια ὥρα πού ὁλόκληρη ἡ προβολή του θά εἶχε τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Γιά νά συνεννοηθεῖς, ἀρκεῖ νά ἀπομονώσεις μιά φράση, μιά ἀτάκα, ἕνα στραβοπάτημα, μία γελοία στιγμή τοῦ καθημερινοῦ βίου.

Στόν ἠλεκτρονικό καί εἰκονικό κόσμο ὑπάρχουν ὅλες οἱ δυνατότητες καί πιθανότητες, ὑπάρχει σέ ποσότητα τόσο τό σημαντικό ὅσο καί τό ἀσήμαντο, ὅμως, (ὅπως εἶναι φυσικό..) ἡ πλάστιγγα ἔχει γείρει συντριπτικά πρός τήν πλευρά τοῦ δεύτερου. Ἡ μεγάλη εἰρωνεία εἶναι πώς ἐάν τό θέλετε, σήμερα δέν χρειάζεται κἄν νά πᾶτε πανεπιστήμιο, ὅλες οἱ πληροφορίες, ὅλα τα μαθήματα, ὅλη ἡ γνώση χιλιάδων ἐτῶν εἶναι μπροστά σας ἁπλωμένη καί συνήθως δωρεάν, δέκα ζωές δέν σᾶς φτάνουν πλέον γιά νά τήν προσεγγίσετε, νά τήν ἀναλύσετε καί νά τήν ἀφομοιώσετε. Θεωρητικά γιά τόν διανοούμενο, τόν στοχαστή, τόν πνευματικό ἄνθρωπο, ἐτοῦτος ὁ σημερινός κόσμος θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ παράδεισός του, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Κι ὅμως γιά τήν ἀνήσυχη συνείδηση, οἱ καιροί συγκροτοῦν μιά δυστοπία, ἕνα τοπίο μοναξιᾶς καί τό κυριότερο ἕναν χῶρο ὅπου δέν ὑπάρχει πλέον κοινή γλῶσσα καί ἐπικοινωνία στά ἁπλούστερα νοήματα.

Τό ἀσήμαντο εἶναι πιά ἕνα πολυεργαλεῖο. Μετατρέπει τόν ἀμόρφωτο καί τόν ἡμιμαθῆ σέ σοφό σχολιαστή καί παντογνώστη, ἐπιβραβεύει τά πιό ἠλίθια, ἀνούσια καί ἀδιάφορα κείμενα, ἀποθεώνει τό αὐτονόητο καί ταυτόχρονα καθησυχάζει καί βγάζει ἀπό τίς ἐνοχές τοῦ τόν μικροαστό πού νομίζει πώς μέ μία ἀνάρτηση ὑπέρ τῶν προσφύγων καί ἕνα δακρύβρεχτο βιντεάκι, ἔκαμε τό ἀνθρωπιστικό του καθῆκον. Οὐδείς γνωρίζει πιά νά ξεχωρίσει τό ἀληθινό ἀπό τό ψεύτικο, τό βαθύ ἀπό τό ρηχό, τό ἄξιο ἀπό τό κίβδηλο – δέν ξεύρει καί δέν τόν ἐνδιαφέρει. Αὐτό τό θολό τοπίο βολεύει τούς περισσότερους – ἔτσι μπορεῖ νά περάσει ὁ ἀστοιχείωτος γιά σημαντικός, ὁ ρᾴθυμος γιά ἐργατικός, ὁ ἀντιγραφέας γιά δημιουργός.

Ὅταν ἐντελῶς ὑποκριτικά σέ ρωτᾶ ὁ μικροαστός (καί δέν τό ἐννοῶ ταξικά βεβαίως..) γιά τό πῶς θά ἀλλάξουν ὅλα τοῦτα καί τοῦ δώσεις μιά πρακτική ἀπάντηση πού προϋποθέτει ἐνέργεια καί κόπο ἀπό τήν πλευρά του, ἀρχίζουν τά κλάμματα καί τά ἄλλοθι – δέν ἠμπορῶ νά κάμω αὐτό γιατί ἔχω παιδάκια νά θρέψω, δέν ἠμπορῶ νά κάμω τό ἄλλο γιατί φροντίζω τήν πεθερά μου, δέν ἀντέχω νά ἀλλάξω πορεία γιατί μεγάλωσα πιά καί δέν ἔχω τό κουράγιο. Εἶναι οἱ ἀπαντήσεις καί οἱ δικαιολογίες τοῦ δειλοῦ καί ὑποκριτικοῦ μικροαστισμοῦ, πού θέλει πάντα νά ὠφελεῖται χωρίς νά καταβάλλει τό ἐλάχιστο (προσωπικό) κόστος, χωρίς νά προσφέρει οὔτε μία πνευματική θερμίδα στήν προσπάθεια μιᾶς διαφορετικῆς συνείδησης. Στό ὑποσυνείδητο ὅμως ὑπάρχει καί ἡ ἄποψη πού ἀπό δειλία δέν θά τήν ἐκφωνήσει ποτέ – κατά βάθος θεωρεῖ τό πνεῦμα περιττή πολυτέλεια, ἀναγκαῖο κακό γιά νά γεμίζουμε τόν ἐλεύθερο χρόνο, ἐχθρό της προσπάθειάς του γιά οἰκονομική ἀνέλιξη καί πλουτισμό, χαμένη ἐνέργεια.

Καί μήν κοροϊδεύεστε, ἀλλαγή σέ τοῦτο τό τοπίο δέν πρόκειται νά δεῖτε στόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, καθώς ἡ κοινωνική ἐξέλιξη ἔχει ὁδηγήσει σέ κεῖνο πού ὀνειρεύεται τό κάθε σύστημα ἐξουσίας –μικροαστοί πλέον ἔχουν γενεῖ ὅλοι, δέν ἔχει σημασία ἐάν ἀνήκουν σέ διαφορετικά κόμματα καί ὀργανώσεις, ἐάν θεωρητικά ἀσπάζονται καί ὑποκλίνονται στόν Χριστό ἤ στόν Μάρξ, ἐάν εἶναι εὔποροι ἤ φτωχοί. Ἡ ἀντίληψη εἶναι κοινή, οἱ διαφορές ἐντοπίζονται μοναχά στόν τρόπο ἀναδιανομῆς τοῦ πλούτου, στόν διαμοιρασμό θέσεων στά παιδιά τῆς δικῆς μας ὁμάδας, τῆς δικῆς μας οἰκογένειας. Ἐδῶ βρίσκεται καί τό βασικό αἴτιο τῆς ἀποτυχίας ὅλων των ἀριστερῶν διακυβερνήσεων μέχρι σήμερα, ἀλλά καί στό μέλλον –καμία ἀριστερά δέν κατάλαβε καί δέν φρόντισε νά ἐκπαιδεύση τούς ὀπαδούς τῆς σ’ αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ μέγας ἀντίπαλος δέν εἶναι τό κεφάλαιο ἤ κάποια σκοτεινά κέντρα συνωμοσίας, ἀλλά ἡ καθημερινή μικροαστική συμπεριφορά (ἴδια γιά ὅλους), ἡ ἐνσωμάτωση στά προτάγματα τῶν σημερινῶν κοινωνιῶν, ἡ ἀποδοχή ἐν τοῖς πράγμασι ἀπό τούς δῆθεν ἐπαναστάτες ὅλων ἐκείνων πού διαβρώνουν καθημερινά τήν συνείδηση καί ἔχουν διαπεράσει ὁριζόντια ὅλους τους πολιτικούς χώρους. Ἡ ζωή τοῦ κάθε ἀριστεροῦ, (δέν θά κάμω τώρα διαχωρισμούς στίς ἐκδοχές τῆς ἀριστερᾶς, δέν ἔχει κανένα νόημα..), ἡ ζωή λοιπόν τοῦ κάθε ἀριστεροῦ δέν ξεχωρίζει μέσα στήν κοινωνία ὡς παράδειγμα διαφορετικοῦ ἤθους, γνώσης καί παιδείας, ὡς στάση ζωῆς ἄλλης ποιότητας καί σήμανσης, οἱ ἀναφορές εἶναι κοινές –τότε πῶς στό διάβολο περιμένετε νά δῆτε ἀλλαγή ὅταν τό ἄλφα ἤ τό βῆτα ἀριστερό κόμμα ἔλθει στά πράγματα; Ἴδια ἡ αἰσθητική (survivor), ἴδιο τό κυνῆγι τοῦ χρήματος, ἴδιος ὁ ὑπέρ πάντων ἀγών γιά νά βολέψουμε τά παιδιά μας, ἴδια ἡ ἀδιαφορία γιά τήν οὐσία τῆς πνευματικῆς δημιουργίας, ἴδια ἡ στάση στόν καθημερινό ἐξευτελισμό τῆς ζωῆς καί τοῦ ὀνείρου. Ἀπό ποῦ θέλετε τότε νά προέλθουν τά ἐντελῶς διαφορετικά χρώματα στόν κοινωνικό πίνακα; Ἤ πιστεύετε πώς τό ὅλο πρόβλημά σας εἶναι ἐάν θά παίρνετε διακόσια καί τριακόσια εὐρώ παραπάνω σύνταξη;..

Ἵσως ὁ ὑπουργός τῆς Παιδείας νά ἦταν στά ἕδρανα ἐκείνη τήν ὥρα, ἴσως καί νά γέλασε μέ τό εὐφυολόγημα. Ἕνας φλογισμένος ὅμως ὑπουργός τῆς Παιδείας θά ἔνιωθε μόνο ντροπή καί θλίψη γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐκπαιδευτικῆς του πολιτικῆς -τοῦ ἴδιου καί ὅλων τῶν προκατόχων του…

Κι ὅμως μέσα σέ τούτη τήν εἰκόνα μέ τήν ὁποία ὅλοι συμφωνεῖτε πρακτικά καί ὅλοι τήν ὑπηρετεῖτε καθημερινά, εἰλικρινά δέν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ γιατί κάποιοι ἀποροῦν μέ τήν τρομακτική τηλεθέαση τοῦ κάθε λογῆς Survivor, γιατί κάποιοι καμώνονται ὅτι αὐτό τό συγκεκριμένο ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί ὄχι τό σύμπτωμα, γιατί ἔφτασε μιά ὁλόκληρη Βουλή νά τερματίσει νωρίτερα ἐργασίες γιά νά προλάβει τήν ἔναρξη τοῦ reality. Ἐκπλήσσομαι πού κάθε φορά ὑποκρίνεσθε ὅτι ἐκπλήσσεσθε, γελῶ μέ τήν κάθε φορά πού κάποιοι δῆθεν σοβαροφανεῖς διανοούμενοι σηκώνουν τήν διαδικτυακή παντιέρα ἀπέναντι στά τηλεοπτικά σκουπίδια, δῆθεν αὐτοί οἱ ἀμόλυντοι, δῆθεν αὐτοί οἱ ἀθῷοι του αἵματος. Αὐτή εἶναι ἡ κοινωνία πού φτιάξατε, εἰκόνα σας εἶναι καί ψυχή τῆς ψυχῆς σας, ὁ ἐκμεταλλευτής (καί καλά σας κάμει..) τῆς παθητικότητας, τῆς ἀζωίας, τῆς πνευματικῆς σας ρᾳθυμίας καί τῆς συναισθηματικῆς σας κενότητας. Αὐτή εἶναι ἡ μοῖρα σας ὅσα καλούδια κι ἄν χώσετε στά σπίτια σας, στίς ντουλάπες σας, στά γκαράζ σας – θά ζεῖτε πάντοτε τήν ζωή σας μέσα ἀπό τήν ζωή τῶν ἄλλων, θά ὀνειρεύεστε τήν δόξα καί τά χρήματα τῶν ἄλλων, θά ξεχνᾶτε τήν μιζέρια σας μέσα ἀπό τήν δυστυχία τῶν ἄλλων. Ἡ μόνη σας ἔγνοια εἶναι τά βλαστάρια σας, ὄχι ὅμως γιά νά γενοῦν συνειδήσεις αὐτόνομες, δυναμικές κι ἐπαναστατημένες, μά γιά νά βολευτοῦν μέ ὅποιο τρόπο σάν ἔρθει ἡ ὥρα (ἄξιο ἤ ἀνάξιο, ποσῶς σᾶς ἐνδιαφέρει..) καί νά βγάλουν περισσότερα χρήματα ἀπό ἐσάς καί τά παιδιά τούς ἀκόμη περισσότερα, ὅπως καί τά παιδιά τῶν παιδιῶν τους. Ἀλλά δέν σταθήκατε ποτέ μπροστά στόν καθρέπτη γιά νά ἰδῆτε τό τέρας πού ἔχετε φτιάξει. Κι ἄν τύχει καί διαβάσετε κάποια στιγμή καί ἀπό λάθος κάτι κείμενα σάν τό σημερινό, γελᾶτε καλόκαρδα – ἐ!, μά διάολε, δέν γράφει γιά μένα, μά γιά τόν ἄλλον, τόν γείτονα, τόν ἀντιπαθητικό συγγενῆ μου. Καί συνεχίζετε τόν δῆθεν εὐτυχισμένο σας βίο στό διαδίκτυο μέσα ἀπό τήν φλυαρία τοῦ τίποτα, γιατί φοβᾶστε νά μείνετε μοναχοί, φοβᾶστε νά σηκώσετε ἀνάστημα σέ κείνους πού σᾶς κατακλύζουν μέ ἠλιθιότητες, φοβᾶσθε νά γενῆτε διαφορετικοί, τρέμετε τό κόστος, παρά τό ὅτι ἀπαιτεῖτε νά τό πληρώσουν οἱ ἄλλοι, πάντα οἱ ἄλλοι…

Ἀναρχία καί ποίηση, μικρή εἰσαγωγή

Ἅς ἔρθωμε τώρα καί στήν ποίηση καί κυρίως στό σημερινό θέμα – ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς ποίησης μέ τήν ἀναρχία; Ὑπάρχει πράγματι ἀναρχική ποίηση; Αὐτό τό «ἀναρχική» εἶναι πράγματι ἐπιθετικός προσδιορισμός πού διαχωρίζει καί διακρίνει, ἤ στοιχεῖο δομικό, συστατικό τῆς καλῆς ποίησης; Καί ἄν ἡ ἀπάντηση στό τελευταῖο ἐρώτημα εἶναι θετική, μήπως μέ τήν ἀποδοχή τῆς ὁδηγούμεθα σέ μονοσήμαντες ἀναγνώσεις, μήπως ἐάν ἀρχίσουμε νά φυτεύουμε κριτήρια μόνιμα στήν ποιητική δημιουργία, ἀφαιροῦμε κάθε ποικιλομορφία, κάθε αἵρεση, κάθε διαφορετική φωνή; Γιά νά δοῦμε…

Στά μισά περίπου τοῦ 20ου αἰῶνα, ὁ ἀσπρόμαυρος κόσμος τῆς βίας καί τῆς θηριωδίας πυροδότησε (ἔστω καί ἀπό ἁπλή ἀντίδραση ἤ ἐπιβίωση) ἐξαιρετικούς μηχανισμούς δημιουργίας στόν χῶρο τῆς τέχνης καί εἰδικότερα τῆς λογοτεχνίας. Ὁ πνευματικό κόσμος εἶχε καί τότε τίς μικροπρέπειές του, τίς διαιρέσεις του, τίς συντεχνιακές του περιχαρακώσεις, ὅμως ἡ καθαρότητα τοῦ ἀπέναντι κινδύνου λειτουργοῦσε ἑνοποιητικά, ἐνῷ ἡ δυστοπία μίας δικτατορικῆς ἀντίληψης στά μικρά καί στά μεγάλα, ἐνεργοποίησε ἀντανακλαστικά. Ὁ κίνδυνος ἦταν ἐμφανής καί ἄμεσος, ante portas, ὁ ποιητής ἔνιωθε πώς ὑπηρετεῖ ἕνα ὅραμα, ἕναν ἀγῶνα πρός ἕναν διαφορετικό κόσμο, ὅπου το πνεῦμα θά ἦταν κυρίαρχο καί μέ ἀποτύπωμα ἰσχυρό ἀκόμη καί πάνω στό ἀσήμαντο τῆς καθημερινῆς ζωῆς.

Ἡ διάψευση ᾖλθε γρήγορα, πρίν ἀπό τόν Βύρωνα Λεοντάρη πού πρωτομίλησε γιά τήν γενιά τῆς ἥττας, ἀλλά καί ἐξακολουθητικά μετά ἀπό αὐτόν. Διαισθάνομαι πώς δέν ἦταν οὔτε τό ἀποτέλεσμα τοῦ Ἐμφυλίου πού γέννησε αὐτήν τήν ἀπογοήτευση, οὔτε ὁ ὑπαρκτός σοσιαλισμός, μήτε ἀκόμη – ἀκόμη οἱ στρεβλώσεις στήν ἑλληνική μεταπολεμική κοινωνία. Ἦταν κάτι βαθύτερο πού πλησίαζε σέ ψυχανέμισμα, σέ ἔνστικτο, στό συμπέρασμα μίας πικρῆς πείρας. Οἱ ποιητές (καί ὁπωσδήποτε οἱ καλύτεροι ἀπό δαύτους), κατάλαβαν γρήγορα πώς ἡ συσπείρωση γύρω ἀπό ἕναν γιγαντιαῖο καί κοινό κίνδυνο εἶχε μέν ἀποτέλεσμα, ἀλλά στήν σκόνη πού σήκωσε κατόρθωσε νά κρύψει ἕνα ἄλλο ἐχθρό, ἀπείρως πιό ὕπουλο, πιό διαρκῆ, πιό ἐπικίνδυνο. Ὁ φασισμός διαθέτει τό «πλεονέκτημα» τῆς ὠμῆς παρουσίας του, ὅμως ὁ μικροαστισμός, ὡς ἰδεολογία πλέον, κρύβει τίς ἀπάνθρωπες πλευρές του πίσω ἀπό ἕνα πλέγμα πού ἀρχικά δείχνει ἐντελῶς ἀκίνδυνο – ἐκεῖνο τῆς δῆθεν κοινῆς λογικῆς καί μιᾶς ὁμοιομορφίας πού ξεύρει καλά νά ὁλοκληρώνει συγκρίσεις πρός τήν ἄχρωμη καί ἰσοπεδωτική μετριότητα καί μαζοποίηση τῶν κοινωνιῶν.

Δέν εἶναι μόνο ἡ λάθος λέξη πού βγάζει μάτι… ἡ ἀπουσία κάθε στίξης καί ἡ ἀδιαφορία γιά τό χειρόγραφο τοῦ ποιητῆ μεταμορφώνουν κυριολεκτικά τό ποίημα. Συγκρίνετε μέ τήν αύθεντική καταγραφή παρακάτω στό κείμενο καί θά ἀντιληφθῆτε εὔκολα πώς ἡ ἐπιμονή στίς λεπτομέρειες δέν εἶναι σχολαστικισμός, ἀλλά καθοριστική ἐμμονή γιά τήν ποιότητα τοῦ στίχου…

Τόν κίνδυνο τόν κατάλαβαν ἐλάχιστοι διανοούμενοι καί ἤσαν ἐκεῖνοι πού πρόλαβαν νά πάρουν ἀποστάσεις ἀπό κομματικές ὀμπρέλες, τήν θεωρία τοῦ γενικότερου καλοῦ (κυρίαρχη σήμερα στίς Ἡνωμένες πολιτεῖες, μά καί ἀλλοῦ..), τήν οἰκονομολατρεία καί ἀποθέωση τῆς ἰδιοκτησίας, τήν κατάργηση τῶν κριτηρίων, τόν ὑποκειμενισμό στήν λογοτεχνία καί στήν κριτική, τόν ἰδιότυπο ἐθνικισμό στόν ὁποῖο συγκλίνουν ἀκόμη καί φαινομενικά ἀντίθετες ἀπόψεις καί πολιτικές, τήν παγίδα τῆς ἀνατροπῆς μιᾶς θεσμικῆς δικτατορίας τῶν ἰδεῶν μέσα ἀπό τό ἴδιο, τό ὑπάρχον σύστημα. Οἱ περισσότεροι ὅμως συγγραφεῖς ἔπαιξαν τό παιχνίδι πού τούς χαρίστηκε ἁπλόχερα, θαμπώθηκαν ἀπό τήν ἀναγνώριση καί τά φῶτα, τά Νόμπελ, τίς συνεντεύξεις, τίς πωλήσεις. Ὅταν οἱ παρουσιάσεις βιβλίων καί ἄλλες προωθητικές ἐνέργειες ἀτόνησαν καί μαράζωσαν, ᾖρθε ἡ τεχνολογία καί ἀναζωπύρωσε τά πέντε λεπτά δημοσιότητας, τήν λαχτάρα γιά προβολή, τήν λατρεία μιᾶς δόξας ἐφήμερης. Ἔπαιξαν τό παιχνίδι καλά καί ἐπί μακρόν, μά στό τέλος κατάλαβαν καί μελαγχόλησαν, τό ἀντίτιμο ἦταν βαρύ καί εἶχε ἕνα ὄνομα ὕπουλο – ἐνσωμάτωση καί ἀφομοίωση. Ὁ ἔπαινος πιά δέν ἐρχόταν ἀπό τούς σοφιστές καί τόν Δῆμο, ἀλλά ἀπό τό ἴδιο το σύστημα πού ὑποτίθεται πώς οἱ στίχοι τους κατακεραύνωναν, ἐνῷ τήν ἴδια στιγμή ἀποδέχονταν τίς χορηγίες του, τά μουσεῖα του, τά σχολικά ἀναγνωστικά του, τίς γραβάτες του, τήν στερεότυπη γλῶσσα του. Ξάφνου, ὁ Ρίτσος, ὁ Βρεττάκος, ὁ Σεφέρης, ὁ Ἐλευθερίου, ἡ Δημουλά καί δεκάδες ἄλλοι, ἔγιναν τά σύμβολα τοῦ καθεστῶτος, ἔγιναν μπλουζάκια, παραποιημένοι στίχοι στά κοινωνικά δίκτυα, γαϊτανάκι στά χέρια ἐκδοτῶν κάθε ποιότητας καί προσανατολισμοῦ. Σταδιακά οἱ στίχοι τους, (ἀκόμη καί οἱ ἀξιώτεροι ἀπό αὐτούς..) ἔχαναν τήν δύναμή τους, τόν μῦθο τους, τήν ἐπιρροή στίς συνειδήσεις, συναθροίζονταν μαζί μέ τά ἀνάξια, τά πρόχειρα, τά ἐπιφανειακά. Οἱ πωλήσεις μπορεῖ νά αὐξήθηκαν, μά ἡ ποιότητα χάθηκε. Ἡ εἰκόνα , πάντα πιό δυνατή ἀπό τό κείμενο, ἀπομυθοποίησε, ἔδειξε τόν βασιλιά γυμνό, ἀποχύμωσε τόν στίχο, ἔβγαλε μπροστά τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἔκρυψε τό μεγαλεῖο ἑνός στοχασμοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ποίηση «ἔπαθε» τό χειρότερο πάθημα γιά τήν ἴδια τῆς τήν φύση – ἔγινε ἀκίνδυνη, ἄνοστη, διακοσμητικό δίπλα στόν καθημερινό καφέ, ἕνα ἀξεσουάρ πού χρωματίζει τήν καθημερινή ρουτίνα.

Ἀπό αὐτήν τήν ἧττα, φάνηκε πρός στιγμή νά γλυτώνει ὁ Καβάφης, ὥσπου ἱδρύματα πολιτισμοῦ καί τεχνῶν τόν πῆραν στά χέρια τους καί ἀφαίρεσαν ἀπό τήν ποίησή του, (μέ ἠλίθιες ἐπιγραφές στά λεωφορεῖα καί χαζοχαρούμενες σχολικές ἐκδηλώσεις, μά καί πολλά ἄλλα..), ὅλη τήν δύναμη, ὅλο το ὑποδόριο νόημα, ὅλη τήν ἐπίκριση τοῦ μικροαστισμοῦ, τῶν θρησκειῶν καί τῶν κοινωνικῶν συμπλεγμάτων. Ἄν κάποιος γλύτωσε ἀπό τούτη τήν λαίλαπα ἦταν καί πάλι ὁ Καρυωτάκης, μά ἐτοῦτος ἔχει γλυτώσει πρό πολλοῦ γιά δύο κυρίως λόγους – κατά πρώτον γιατί ἡ ποίησή του δέν ἠμπορεῖ νά μεταποιηθεῖ, νά χωρέσει σέ στερεότυπα καί ἄλλες προσαρμογές καί κατά δεύτερον, γιατί τό αἷμα δέν ἠμπορεῖ νά γενεῖ «αἱματάκι», ὁ θάνατος δέν ἀνέχεται εὐφημισμούς, εἶναι πάντοτε στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἀποσυνάγωγος καί ξορκισμένος.

Ἀναρχία, παρανοήσεις καί μῦθοι

Ἅς ἐπανέλθωμε στό ἀρχικό ἐρώτημα. Ἔχει κάποιο νόημα νά ἀναζητᾶμε τήν ἀναρχία στήν ποίηση; Σάμπως ἡ καλή, ἡ ἄξια ποίηση δέν εἶναι πάντοτε ἀναρχική, πάντοτε ἐξωσυστημική, ἀντίθετη, μοναχική καί ἐκ προοιμίου ἀντίθετη; Ἅς ξεκινήσουμε ἀπό αὐτό τό σημεῖο.

Κατ’ ἀρχάς, ἅς ἀποφύγουμε δύο σκοπέλους, δύο στερεότυπες πιά παρανοήσεις γιά τήν ἀναρχία καί ἅς τό ξεκαθαρίσωμε ἀπό τήν ἀρχή. Ἡ ἀναρχία εἶναι πολλά πράγματα, ἔχει πολλές ἐκφράσεις καί ἀποτυπώσεις, (ἴσως τόσες ὅσες καί οἱ συνειδήσεις…), ὅμως ὁπωσδήποτε δέν ἐφάπτεται κἄν μέ τήν λογική της κουκούλας καί τῆς τυφλῆς βίας, ἡ ἀναρχία εἶναι πρωτίστως ὑπόθεση ἐσωτερικῆς ἐξέγερσης, ἀμφισβήτησης, ἀνατροπῆς καί δημιουργίας. Δέν θά μείνω περισσότερο σ’ αὐτά, ἔχουν ἐξακολουθητικά ἀναλυθεῖ σέ ἄλλα κείμενα. Τό δεύτερο στερεότυπο σχετίζεται περισσότερο μέ τήν ρητορική, τήν λογοτεχνική γλῶσσα, εἶναι ἡ λεγόμενη «ἀναρχία τῆς σάλας».

Στόν ἀντίποδα τῶν «συστημικῶν» ποιητῶν (μά καί πεζογράφων..), δημιουργήθηκε ἕνα ἄλλο στερεότυπο, ἐκεῖνο τοῦ «βρώμικου» στίχου, τοῦ σοκαριστικοῦ κειμένου. Ἄν δεχθοῦμε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ἄρθρου πώς ἡ Κατερίνα Γώγου εἶχε μία αὐθεντικότητα, πίσω της ἀκολούθησαν ἑκατοντάδες πού θεώρησαν πώς βρίζοντας τό σύστημα μέ τόν πιό πεζοδρομιακό τρόπο, αὐτομάτως καί τό ἀμφισβητοῦν, τοποθετοῦνται στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τίς μεθόδους καί τήν ὑποκρισία του, γίνονται ἀναρχικοί καί ἐπαναστάτες. Ὁ τύπος ἔφτασε νά καθορίζει τήν οὐσία καί ὄχι τό ἀντίθετο – ὁ γυμνός, βωμολόχος στίχος ἔγινε προϋπόθεση ἀμφισβήτησης, ἡ διαμονή καί βόλτα στά Ἑξάρχεια προϋπόθεση ἀναρχικῆς σκέψης, ἡ δῆθεν ἀφαιρετική καί ὑπερρεαλιστική ποίηση δεῖγμα ἐξαιρετικοῦ ταλέντου. Ἡ φόρμα κάλυψε τό περιεχόμενο καί δημιουργήθηκε μιά underground κουλτούρα μέ βάση αὐτά τά χαρακτηριστικά, (underground γιατί; Καί ἀπό ποιόν ὁ χαρακτηρισμός στήν κατάχρησή του;..). Καί ἡ μεγάλη εἰρωνεία – οἱ ἐκπρόσωποι αὐτῆς τῆς «ἀναρχικῆς» ποίησης γεμίζουν σήμερα μέ συνεντεύξεις καί φωτογραφίσεις περιοδικά καί κοινωνικά δίκτυα, ἐνῷ οἱ πιό διάσημοι ἐκπρόσωποί της δίνουν καθημερινές παραστάσεις στά “underground” καφωδεῖα καί ὑπόγεια, ἔναντι τσουχτεροῦ εἰσιτηρίου καί «τιμῆς φιάλης» πού συναγωνίζεται τά κέντρα τῆς παραλιακῆς. Ὄχι, ἡ λεγόμενη βλάσφημη ποίηση δέν ἐκπορεύεται πάντοτε ἀπό μία ἀναρχική συνείδηση, τίς περισσότερες φορές πρόκειται ἁπλῶς γιά μία παρατιθελεκτική τῶν λέξεων ποίηση, μέ μοναδικό σκοπό τόν ἐντυπωσιασμό, τίποτε παραπάνω, τίποτε βαθύτερο.

Λοιπόν, ποῦ καταλήγουν ὅλα καί ὅλοι; Ποῦ συγκλίνουν καθεστωτικοί, διαφωνοῦντες, συμπολιτευόμενοι καί ἀντιπολιτευόμενοι, μικροαστοί καί «ἀναρχικοί» τοῦ συστήματος; Μά σέ ἕναν κοινό τόπο, σέ ἕνα τεμνόμενο – στήν πρόταξη τοῦ ἀτομικοῦ ὑλικοῦ συμφέροντος ἔναντί τοῦ (ἑκάστοτε) δικαίου καί τῆς (ἑκάστοτε) ἀξίας, στήν πρόταξη τελικά τῆς ὕλης ἔναντί τοῦ πνεύματος, στήν δημιουργία ἑνός κώδικα κοινωνικῆς συμβίωσης, ὅπου ὅλοι μποροῦν νά διαφωνοῦν καί νά ἀντιμάχονται, μά στό τέλος τῆς ἡμέρας λειτουργοῦν κάτω ἀπό τήν ἴδια συγκολλητική οὐσία, ἐκείνη τοῦ συμφέροντος, τοῦ ἐλαχίστου κόπου, τῆς καλοζωίας (ὄχι τῆς εὐζωίας…) μέ κάθε θυσία.

Μέ βάση αὐτήν τήν διαπίστωση, τί θά ὁρίσουμε λοιπόν ὡς ἀναρχία στόν στίχο; Ποιά εἶναι τά κριτήρια, ἡ διάκριση, ἡ ἀξιολόγηση;

Μά εἶναι λίγο ἤ πολύ αὐτονόητο. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά ἐκεῖνον τόν στίχο πού μπορεῖ καί ἀμφισβητεῖ τά πάντα καί ξεκινᾶ πάντα ἀπό τό κενό μιᾶς συνολικῆς ἀναθεώρησης, ἀπευθύνεται στίς πιό βαθιές περιοχές τῆς συνείδησης, ὑποφέρει ἀπό τά αἰώνια ἐρωτήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου καί στέκεται μέ τόν πιό κριτικό τρόπο ἀπέναντι καί στήν ἐλάχιστη παραμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης, προσωπικότητας καί ἀξιοπρέπειας. Μά, καί ὅλα αὐτά μαζί ἄν τά συγκεντρώνει ἕνας στίχος, δέν εἶναι ἀρκετό γιά νά ποῦμε πώς ἀναρχεῖται, πώς μορφώνει μιά διαφορετική ποιητική·  θά πρέπει ταυτόχρονα νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε προκαθορισμένη παραμόρφωση, κάθε πίεση συστημικής καί μικροαστικῆς συμπεριφορᾶς, κάθε ὑστερόβουλη σκέψη τήν ὥρα τῆς γραφῆς. Καί πρός τοῦτο ἕνας ἀναρχικός στίχος διαφέρει ριζικά ἀπό ἕναν «στρατευμένο» – ὁ δεύτερος a priori προσαρμόζεται, (δηλαδή διατάσσεται), ἐνῷ ὁ πρῶτος ὡς μόνο ὁδηγό ἔχει τήν ποιητική συνείδηση, τόν προσωπικό καί βασανιστικό στοχασμό – στήν πραγματικότητα τήν οὐτοπία μιᾶς συνείδησης πού ἐπιζητεῖ μιά ἐλευθερία ἀπολύτως πνευματική καί ἀνθρωποκεντρική, δίχως νά δέχεται καμμία ἐξωτερική ἀρχή ὡς κυρίαρχη, πρωτεύουσα ἤ καθοριστική.

Ἡ ποίηση ἠμπορεῖ νά εἶναι σημαντική καί ἄξια, χωρίς βεβαίως νά εἶναι καί ἀναρχική στήν οὐσία της, ἐνῷ ὁπωσδήποτε ὅλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά δέν ὁδηγοῦν αὐτόματα καί συναθροιζόμενα στήν καλή ποίηση, καθώς ἐδῶ ὑπεισέρχονται δεκάδες ἄλλα κριτήρια γιά τήν ὁλοκλήρωση ἑνός ποιήματος. (Θά πρέπει νά γενεῖ κατανοητό, πώς ὅταν μιλᾶμε γιά ἀναρχία, ἀπέχουμε κατά πολύ ἀπό τόν ὁρισμό Μπαμπινιώτη στό λεξικό τοῦ [ὅπου ὁρίζει τόν ἀναρχισμό καί ὄχι τήν ἀναρχία], ἐνῷ βρισκόμαστε ἐγγύτερα στή οὐσία τοῦ ὁρισμοῦ στό Λεξικό τῆς Ἀρχαίας του Σταματάκου, ὅπου ἡ ἀναρχία ὁρίζεται ἀπό τήν ἴδια τῆς τήν ἁπλούστατη ἐτυμολογία – ἡ ἔλλειψη ἄρχοντος, ἡ ἔλλειψη ἀρχῆς).

Φρειδερῖκος Νίτσε

Ἡ ἔλλειψη κάθε ἀρχῆς στήν σκέψη καί στήν δημιουργία (καί ἰδιαίτερα στήν λογοτεχνία, στό θέατρο, στήν ποίηση, στίς τέχνες…), ξεκινᾶ αἰῶνες πρίν καί δίδει ἐξαιρετικά δείγματα στοχασμοῦ στόν 17ο καί στόν 18ο αἰῶνα. Ὅμως καθώς σήμερα θέμα μας δέν εἶναι μιά πραγματεία γιά τήν ἀναρχία, ἅς ποῦμε μοναχά τοῦτο – εἶναι ἀρκετή ἡ ἀνάγνωση ἀρχαίων τραγικῶν, ποιητῶν καί φιλοσόφων γιά νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι δημιουργική σκέψη δίχως ριζική ἄρνηση τῆς (πολλές φορές ἐπιβαλλομένης διά τῆς βίας…) πραγματικότητας δέν ὑφίσταται, ἤ τουλάχιστον, ἡ δημιουργική της δύναμη μειοῦται ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπό τήν συνειδησιακή της ἐξέγερση. Μά βεβαίως εἶναι ὁ Νίτσε, ὁ Προυντόν, ὁ Μπακούνιν, ὁ Στίρνερ καί δεκάδες ἄλλοι διανοητές πού ἀνακατεύθυναν τήν σκέψη καί τήν στάση ἑκατομμυρίων, μά γιατί δέν διαβάζετε ἁπλῶς τόν Προμηθέα Δεσμώτη; Ἡ πιό ἀπόλυτη ἀντίθεση προσώπου καί κράτους βρίσκεται ἐκεῖ μέσα, ἡ ἀπόλυτη ἐπιβολή, ἡ διά τοῦ ἰσοβίου βασανιστηρίου πειθαρχία στήν ὅποια ἐξουσία. Κάποτε οἱ σημαντικότερες διαπιστώσεις μποροῦν νά προέλθουν καί ἀπό ἕνα κείμενο ἁπλό (ὅπως φαινομενικά εἶναι τό κείμενο τοῦ Αἰσχύλου), πού διηγεῖται μιά ἱστορία, ἕναν μῦθο, μιά παραβολή. Ξαναγυρίστε γιά λίγο στίς πηγές, θυμηθεῖτε τά παλαιά κείμενα καί θά ἀντιληφθεῖτε πώς τίποτα δέν εἶναι δεδομένο, τίποτα δέν εἶναι γραμμένο σέ πέτρα, ὅλα ὅσα σήμερα θεωρεῖτε ἀμετακίνητα μποροῦν νά καταπέσουν, νά διαλυθοῦν δίχως ἐνοχές, νά ἀπαλλαχθῆτε ἀπό αὐτά μέ μία ἁπλή ἀπόφαση καί τήν θέληση βεβαίως νά ὑποστηρίξετε , ἔστω καί μέ κόστος, τήν ἐπιλογή σας.

Ὁμολογῶ πώς ὅποιος ἀποφασίσει νά σκύψει ἐπάνω στήν Ἑλληνική ποίηση καί νά εὕρη ἔστω καί ψήγματα μιᾶς ἀναρχικῆς ἀντίληψης, μετά βίας θά ἐντοπίσει περίπου ἑκατό ἀπό αὐτά. Εἶναι κάτι πού συμβαίνει, ὄχι γιατί οἱ καλοί ποιητές εἶναι χλιαροί, συστημικοί ἤ συμβιβασμένοι, ἀλλά γιατί εἶναι πολύ δύσκολο (καί ἐπώδυνο κοινωνικά…) νά ἀποδώσεις μέ καλό στίχο μία συνολική ἄρνηση καί ταυτόχρονα νά μήν πέσεις στήν παγίδα τοῦ πολιτικοῦ χρωματισμοῦ, τῆς παρωπιδικῆς στράτευσης σέ ἕναν σκοπό.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια μήν γελιέστε καί μήν ἀκοῦτε σωρεία δῆθεν κριτικῶν καί εἰδικῶν περί τῆς λογοτεχνίας, πού παίρνουν ἀμπάριζα καί χαρακτηρίζουν ἀναρχική τήν ποίηση τῶν Ρίτσου, Βάρναλη, Βρεττάκου, Λεοντάρη, Ἀναγνωστάκη, Λειβαδίτη καί τόσων ἄλλων. Συγχέουν τήν ἀναρχική στάση καί στοχασμό μέ τήν καταγγελία καί τό αἴτημα ἀλλαγῆς, μπερδεύουν τήν ἀριστερά (τήν ὅποια συστημική καί κυβερνητική ἀριστερά..), μέ τήν ἐλεύθερη στάση τῆς συνείδησης, ὀνοματίζουν ἀναρχικό τόν ὅποιο στίχο μιλᾶ γιά προσφυγιά, φτώχεια, ἐλευθερία ἤ ἰσότητα.  Μά ὅπως θά δοῦμε καί στά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν ἡ ἀναρχία δέν εἶναι σύστημα, δέν εἶναι δόγμα στριμωγμένο σέ περιθώρια, δέν προκαθορίζεται καί δέν περιορίζεται, δέν ἐφάπτεται μέ τήν πολιτική, παρά τό ὅτι κατά καιρούς ἠμπορεῖ νά συγγενεύει σέ λεκτικό, σέ φρασεολογία, ἀκόμη καί σέ βασικές διαπιστώσεις.

Καί κάτι τελευταῖο πρίν ξεκινήσουμε νά βλέπωμε κάποια ποιήματα – μή συγχέετε ποτέ τόν στίχο μέ τόν δημιουργό του, μήν χρησιμοποιεῖτε ποτέ τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ἑνός ποιητή γιά νά ἀξιολογήσετε τήν δύναμη τοῦ στίχου του. Ὁ Καρυωτάκης εἶχε ὑποκύψει σέ ἀρκετές μικροαστικές συμβάσεις στήν ἐποχή του, μά δυνατώτερο ἀναρχικό στίχο (καί θά δοῦμε παρακάτω το γιατί…) δύσκολα θά εὕρετε στήν ἑλληνική ποίηση. Ὁ Σεφέρης στάθηκε ἀπό τούς πιστότερους ὑπηρέτες τοῦ κράτους καί τῆς ἐξουσίας, μά κάποια ἀπό τά ποιήματά του ἀποδομοῦν τόν κοινωνικό ἱστό, τόν περίφημο λαό καί τούς θεσμούς, μέ τόση δύναμη, ὅση δέν ἔχουν ἑκατό ποιήματα μαζί ἀπό τήν πολιτική καί κομματική ποίηση. Μά γιά δεῖτε, τό ἀντίθετο θά ἦταν εὐλογία, ποιητής δηλαδή πού θά ταυτιζόταν μέ τά προτάγματα τῆς ποίησής του, πού θά προσέφερε ἁπλόχερα ζωντανή τήν ἀπόδειξη πώς ὁ στίχος μπορεῖ νά ὁδηγήσει συνειδήσεις, ἀποφάσεις καί συμπεριφορές. Ἀναζητώντας παρόμοια ποιητικά καί ἀνθρώπινα φαινόμενα, μοιραῖα ἐπιστρέφουμε ξανά στόν Καρυωτάκη, ἅς ξεκινήσωμε λοιπόν τό ποιητικό μας ταξίδι μέ τούς δικούς του στίχους.

Μόνο τό ἀναρχικό μέτρο τοῦ Καρυωτάκη θά μποροῦσε νά μετατρέψει τόν διασκελισμό στόν στῖχο σέ πλεονέκτημα…

Ἅς προτάξωμε τό πασίγνωστο πιά ποίημα «Πρέβεζα» καί ἅς προσπαθήσωμε νά δοῦμε πίσω ἀπό τίς ἀράδες – ἡ ὑπερβολική του προβολή καί χρήση ἔχει ἐξαφανίσει τήν δύναμη πού κρύβουν οἱ στίχοι, ἡ μετρική ἀναρχία στόν Καρυωτάκη βοηθᾶ σ’ αὐτό καί ἐνίοτε ἀποπροσανατολίζει..

Πρέβεζα

Θάνατος εἶναι οἱ κάργες πού χτυπιοῦνται

στούς μαύρους τοίχους καί στά κεραμίδια·

θάνατος οἱ γυναῖκες πού ἀγαπιοῦνται

καθώς νά καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οἱ λεροί, ἀσήμαντοι δρόμοι,

μέ τά λαμπρά, μεγάλα ὀνόματά τους·

ὁ ἐλαιῶνας, γύρω ἡ θάλασσα, κι ἀκόμη

ὁ ἥλιος – θάνατος μέσα στούς θανάτους.

Θάνατος ὁ ἀστυνόμος πού διπλώνει,

γιά νά ζυγίσει μιά «ἐλλιπῆ» μερίδα·

θάνατος τά ζουμπούλια στό μπαλκόνι

κι ὁ δάσκαλος μέ τήν ἐφημερίδα.

(Βάσις, Φρουρά, Ἐξηκονταρχία Πρεβέζης

τήν Κυριακή θ’ ἀκούσουμε τή μπάντα.

Ἐπῆρα ἕνα βιβλιάριο Τραπέζης-

πρώτη κατάθεσις:  δραχμαί τριάντα.)

Περπατώντας ἀργά στήν προκυμαία,

«Ὑπάρχω;» λές, κ’ ὕστερα: «δέν ὑπάρχεις!..»

Φτάνει τό πλοῖο – ὑψωμένη σημαία,

ἴσως ἔρχεται ὁ κύριος Νομάρχης!..

(Ἄν τουλάχιστον, μέσα στούς ἀνθρώπους

αὐτούς ἕνας ἐπέθαινε ἀπό ἀηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, μέ σεμνούς τρόπους,

θά διασκεδάζαμε ὅλοι στήν κηδεία.)

(Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ἀνθολογία Ἀποστολίδη, Νέα ἑστία)

Ἅς ξεπεράσουμε τό γεγονός ὅτι τό ποίημα μονοτονισμένο καί μέ ἀλλοίωση τῆς στίξης κυκλοφορεῖ πλέον παραποιημένο στό διαδίκτυο καί ἀλλοῦ, ἅς δοῦμε τήν οὐσία τοῦ στίχου καί τό γιατί κατά τήν γνώμη μου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἐλάχιστα (ἄν ὄχι τό πρῶτο καί κύριο στήν ἑλληνική ποίηση) πού μπορεῖ ἐπάξια νά λογιστεῖ ὡς γνήσιο γέννημα μιᾶς ἀναρχικῆς συνείδησης.

Ἄν διαβάσετε στῖχο τόν στῖχο προσεκτικά, ἄν σκύψετε ἐπάνω στήν νοηματική αὐτονομία τῆς κάθε στροφῆς, ἐάν τέλος ξεχάσετε τήν Πρέβεζα ὡς ἀφορμή καί γενικεύσετε τίς ἀναφορές, εὔκολα θά διαπιστώσετε ὅτι ὁ Καρυωτάκης μέ τήν «Πρέβεζα» ἀποδομεῖ σχεδόν τό σύνολο τοῦ μικροαστισμοῦ μέσα ἀπό τήν καυστικόττατη εἰρωνεία (καταγγελία) τῶν συμβολισμῶν του. Θέλετε τήν ὑποκρισία τοῦ γάμου καί τοῦ καθ’ ἐπιταγήν ἔρωτα; Δεῖτε τόν παραλληλισμό μιᾶς ἐπώδυνης ἀγγαρείας (καθάρισμα κρεμμυδιῶν) μέ τήν ἐρωτική πράξη, μόνο ὁ Καρυωτάκης θά μποροῦσε νά μετατρέψει τήν σύζευξη τῶν ἀνόμοιων  ἄκρων σέ ποίηση (τό ἔκαμε ἀργότερα καί ὁ Ρίτσος, ἀλλά σέ ἐντελῶς διαφορετική βάση). Θέλετε τήν μεγαλομανία, τόν εὐφημισμό, τό προσωπεῖο τῶν μικροαστῶν; Δεῖτε τότε τούς λερούς δρόμους μέ τά λαμπρά ὀνόματα, τόκαμε χρόνια ἀργότερα καί ὁ Σακελλάριος ὅταν εἰρωνεύεται τήν ὀνοματοδοσία τῶν ξενοδοχείων στήν Ὁμόνοια – «Λευκός Οἶκος» γιά ἕνα πανδοχεῖο τῆς κακιᾶς ὥρας. Θέλετε κράτος καί ἐξουσία; Δεῖτε τόν ἀστυνόμο πού ἀσχολεῖται μέ τά καθήκοντα ἀγορανομίας. Ὁ δάσκαλος πού πρέπει νά διαφημίζη τήν μόρφωσή του καί τήν θέση του μέ τόν ἐναγκαλισμό καί τήν περιφορά τῆς ἐφημερίδας. Ἡ θλιβερή Κυριακή, ἀπόσταμα τῆς ἑβδομαδιαίας ρουτίνας, μέ τήν μπάντα στήν πλατεῖα, θά μποροῦσε νά εἶναι ποδόσφαιρο στό γήπεδο, βόλτα τῶν ἐφήβων στό κεντρικό «νυφοπάζαρο» τῆς πόλης, τέϊο κυριῶν στό ζαχαροπλαστεῖο τοῦ πάρκου. Ὁ στρατός εἶναι ἐδῶ καί γεμίζει τήν πόλη μέ τήν μπάντα μιᾶς ἐπιλεγμένης καί λογοκριμένης μουσικῆς καί βεβαίως τό ὄνειρο τοῦ μικροαστοῦ γιά κοινωνική ἄνοδο καί πλουτισμό μέσα ἀπό τήν ἀποταμίευση, ὅπως καί ἡ ἀνασφάλεια γιά τό μέλλον, ἕνα μέλλον πού δέν ἔρχεται ποτέ καί χτίζεται ἐπάνω σε διαψεύσεις ὀνείρων, ἀκυρώσεις, ἀτυχίες καί ἀναποδιές – ἀπότοκα μιᾶς σκληρῆς γιά τόν φτωχό κοινωνίας, τόν φτωχό μέ νοοτροπία μικροαστοῦ πού νομίζει ὅτι τά πενιχρά ποσά σέ ἕνα βιβλιάριο ἠμποροῦν νά τοῦ δώσουν θέση στό ὄνειρο καί ἀσφάλεια στήν δύσκολη στιγμή. Ὅλο αὐτό τό σκηνικό εἶναι τόσο μηχανικά ἐπαναλαμβανόμενο, τόσο ἐπιφανειακό καί ρηχό στήν κατάληξή του, πού οὐσιαστικά ἀκινητεῖ τόν χρόνο, προσφέρει ἀζωία καί ὑπνωτισμό, πρόκειται γιά τήν ζωή ἑνός ὑπνοβάτη, γιά τήν ἐν τέλει μή ὕπαρξη (βγαίνουν οἱ φιλόλογοι καί σχεδόν κρυφογελοῦν γιατί ὁ Καρυωτάκης, λένε, ἔκλεψε τόν στίχο τοῦ Βαλερύ Douceur d’etre et de n’etre pas… φοβερή ἀνακάλυψη στ΄ἀλήθεια, διαβάστε τό “Les pas” τοῦ Βαλερύ, διαβάστε καί τήν Πρέβεζα καί μετρῆστε τήν ἀπόσταση…). Ἀφήνω ἀσχολίαστο τόν εἰσαγωγικό στίχο μέ τήν ἔξοχη συνάθροιση τῶν «μαύρων χρωμάτων» τοῦ θανάτου, ὅπως καί τόν θάνατο πού κλείνει τό ποίημα. Τί ἔχουμε λοιπόν ἐδῶ σε τοῦτο τόν κύκλο τῶν πέντε στροφῶν;

Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ἡ γενεά τοῦ μεσοπολέμου, περίπου ἡ γενεά τοῦ Καρυωτάκη, ἀποδεκατίστηκε νωρίς ἀπό αὐτοκτονίες, ἀσθένειες, κακουχίες καί διώξεις. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς φερέλπιδες ποιητές της πέθαναν νέοι, πριν κἄν μεστώσει ἡ ποίησή τους. Κάποτε ἡ συγκυρία, οἱ βιολογικοί παράγοντες, ἀλλά καί ἡ μικροψυχία τῆς ἐποχῆς, παίζουν καθοριστικό ρόλο στήν ἐξέλιξη τῆς λογοτεχνίας. Οἱ περισσότεροι ἦσαν πνεύματα ἀναρχικά, ἐκτός ὀρίων καί προσαρμογῶν…

Εἶναι ἕνας κύκλος πού ἀρχίζει μέ θάνατο καί καταλήγει σ΄ αὐτόν καί στό ἐνδιάμεσο μιά μικρή ζωή, ἡ μή ζωή, ἡ πειθαρχία στήν κοινωνική σύμβαση καί τήν ὁμοιομορφία. Μήν κοροιδευθεῖτε στιγμή καί σκεφθεῖτε πώς ὅλα τοῦτα ἀφοροῦν μιά Πρέβεζα περασμένου αἰῶνα, μήν ἐπιτρέψετε στόν ἑαυτό σας ἄλλοθι ἀπαλλακτικά μιᾶς πρωτοβουλίας. Κάτω ἀπό τήν σημερινή καί ἐπιφανειακή ποικιλία ἐπιλογῶν καί δράσεων, ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀφόρητη πλήξη, τά ἴδια ἀφόρητα ὑποκοριστικά (καφεδάκι, δουλίτσα, σπιτάκι, ταξιδάκι..), ἡ ἴδια σύγκρουση ἀνεπιθύμητης ἐργασίας μέ τήν δημιουργία, ἡ ἴδια ἀνυπαρξία σέ συναίσθημα βαθύτερο καί σκέψη ἀνήσυχη καί πρωτοπόρο. Μέ ἄλλα λόγια – κατά βάση ζοῦμε τόν ἴδιο συμβιβασμό μέ τήν  μετριότητα, ἀσχέτως τό πῶς τόν βαφτίζουμε, τόν πώς τόν ξορκίζουμε καί τό πῶς τόν ὡραιοποιοῦμε. Κι ἄν σήμερα ἕνα σημαντικό μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἔχει τήν δυνατότητα ἑνός ἀξιοπρεποῦς βιοτικοῦ ἐπιπέδου, διόλου δέν βοήθησε αὐτό στήν  παράλληλη ἐξέλιξη τοῦ πνεύματος καί τοῦ πολιτισμοῦ, ἀντιθέτως μᾶλλον ἐπέτεινε τόν ἐφησυχασμό, τήν ἀπάθεια καί ἰδίως τήν ἀπέχθεια πρός ὁτιδήποτε ἀπαιτεῖ ἐπιπρόσθετο μόχθο καί γνώση.

Ἡ «Πρέβεζα» θά μποροῦσε νά εἶναι τό μανιφέστο (ἄν ψάχναμε γιά μανιφέστα καί ἄλλα μεγαλόπνοα..) μιᾶς ἐλεύθερης συνείδησης πού κεῖται μοναχή στήν ἀπέναντι ὄχθη καί πετροβολᾶ τήν ὑποκρισία  δίχως ἔλεος καί μέ ἕναν στίχο ἀπό τόν ὁποῖο δέν ἠμπορεῖς μήτε νά προσθέσεις, μά καί μήτε νά ἀφαιρέσεις τό παραμικρό, οὔτε ἕνα σημεῖο στίξης. Ὅσο ἡ κοινωνία βαδίζει στήν ἴδια ρότα καί στό ἴδιο χιλιοπατημένο μονοπάτι, τό ποίημα θά παραμένει μοναδικό στήν χλεύη του, ὁδηγός γιά τήν ὀρθή συνείδηση καί κόλαφος γιά τήν δειλία τοῦ μικροαστισμοῦ πού σήμερα πιά διδάσκει ἀνοικτά καί ἀπροκάλυπτα (ἐξέλιπε ἄλλωστε κάθε ἀντίσταση καί διαφορετική φωνή..) τήν ὑποταγή καί τήν μοιρολατρία.

Ὑπάρχει μία ἄτυπη «τετραλογία τοῦ μικροαστοῦ» στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη, (τουλάχιστον ἔτσι τήν ἔχω ἀποδελτιώσει μέ τήν δική μου κρίση..), ὅπου ἐκτός ἀπό τήν «Πρέβεζα» περιλαμβάνει τά ποιήματα «Δημόσιοι ὑπάλληλοι», «Ἰδανικοί αὐτόχειρες» καί «Ἀποστροφή». Ὅλα εἶναι γνωστά, (τουλάχιστον ὡς ἀκούσματα), γι’ αὐτό ἅς παραθέσωμε μοναχά τήν «Ἀποστροφή»..

Φθονῶ τήν τύχη σας, προνομιοῦχα

πλάσματα, κοῦκλες ἰαπωνικές!

Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές

γραμμές, μεταξωτά διαφανῆ ροῦχα!

Ζωή σᾶς ὅλη: τά ὡραῖα σας μάτια.

Στά χείλη: μόνο οἱ λέξεις τῶν παθῶν.

Ἕνα ἔχετε ὄνειρο: τόν ἀγαθόν

ἄντρα σας καί τά νόμιμα κρεββάτια!

Χορός ἡμιπαρθένων, δύο-δύο,

μ΄  ἀλύγιστο τό σῶμα, θριαμβικά,

ἐπίσημα καί τελετουργικά,

πηγαίνετε στό ντάνσιγκ ἤ στό ᾠδεῖο.

Ἐκεῖ ἀπειράριθμες παίρνετε πόζες:

σάν τή σελήνη πρίν ρομαντικές,

αὔριο Παναγίες – ὅσο προχτές,

ἀκούοντας τή Valenzia, σκαμπρόζες…

Ἕνα διάστημα παίζετε τό τέρας

μέ τά τέσσερα πόδια κολλητά.

Τρέχετε καί διαβάζετε μετά

τόν ὁδηγό σᾶς Διά τάς μητέρας.

Ώ, νά μποροῦσε ἔτσι κανείς νά θάλλη,

μέγα ρόδο κάποιας ὥρας χρυσῆς..-

ἤ νά βυθομετρούσατε καί σεῖς

μέ μιά φουρκέττα τ’  ἄδειο σας κεφάλι!

Ἀτίθασα μέλη, διαφανῆ ροῦχα,

Διαφήμιση

γλοιώδη στόματα ὑποκριτικά,

ἀνυποψίαστα μηδενικά

πλάσματα καί γι’  αὐτό προνομιοῦχα!

(Κώστας Καρυωτάκης, “Ἐλεγεῖα καί σάτιρες”, 1927)

Τό ποίημα προφανῶς δέν ἀπαιτεῖ σχολιασμό, ὅμως σκεφθεῖτε μοναχά τοῦτο – τήν ἀντίδραση πού θά προκαλοῦσαν σήμερα αὐτοί οἱ στίχοι, ἐάν δημοσιεύονταν στά κοινωνικά δίκτυα καί δέν εἶχαν ἀπό κάτω τήν ὑπογραφή τοῦ Καρυωτάκη (ἡ ὑπογραφή καί τό φαίνεσθαι γιά τόν μικροαστό ἔχουν βαρύνουσα σημασία καί καθορίζουν τήν ἀντίδρασή του..). Ὑπῆρξαν πολλοί ἀνόητοι (καί ἀνάμεσά τους φιλόλογοι!..) πού βρέθηκαν νά κρίνουν τό ποίημα γιά μισογυνισμό καί μισαλλοδοξία, θά τό ἀφήσω ἀσχολίαστο, ὅσοι θέλουν πραγματικά νά καταλάβουν καί νά ἔρθουν ἀντιμέτωποι μέ τίς ἀλήθειες τῶν στίχων του, ξεύρουν πολύ καλά πῶς νά τό κάμουν, οἱ ὑπόλοιποι δέν ἔχει νόημα νά ἀσχοληθοῦν καί νά κοπιάσουν.

Ποιήματα τοῦ Μιχάλη Κατσαροῦ θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν «τῆς ἀπέναντι ὄχθης» καί τῆς ἀντισύμβασης, ἐάν διαβαστοῦν προσεκτικά καί ὄχι κάτω ἀπό τό βάρος καί τό ἐφήμερο μιᾶς πολιτικῆς συγκυρίας.

Τό ποίημα «Ἀντισταθῆτε» εἶναι μεγάλο, ἅς παραθέσωμε λοιπόν ἕνα ἀπόσπασμα..

[  ]

Ἀντισταθῆτε

Σ’ αὐτόν πού χαιρετάει ἀπ’ τήν ἐξέδρα, ὧρες ἀτελείωτες, τίς παρελάσεις,

στόν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθῆτε,

στίς μουσικές, τά τούμπανα καί τίς παράτες,

σ’ ὅλα τα ἀνώτερα συνέδρια πού φλυαροῦνε,

πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,

σ’ αὐτήν τήν ἄγονη κυρία πού μοιράζει

ἔντυπα ἁγίων, λίβανον καί σμύρναν-

σέ μένα ἀκόμα πού σᾶς ἱστορῶ!…

…………………………

Ὡς καί σέ μένα, σέ μένα ἀκόμα πού σᾶς ἱστορῶ, ἀντισταθῆτε!..

(Μιχάλης Κατσαρός, “Κατά Σαδδουκαίων”, 1953)

Παρόμοια ποιήματα ἔχουν γραφεῖ πολλά, ἡ ὅλη διαφορά βρίσκεται στήν παραίνεση πού ἐπαναλαμβάνεται σχεδόν στό τέλος κάθε στροφῆς τοῦ ποιήματος, μία παραίνεση πρός τήν ἀναρχική σκέψη – ἀμφισβητῆστε καί κρίνετε ἀκόμη καί ἐκεῖνα πού σέ μία πρώτη ἀνάγνωση σᾶς φαίνονται σωστά καί ἀπόλυτα, ἀποδομῆστε ἀκόμη καί τά ἀξιώματα, νά εἶσθε πάντοτε ὑποψιασμένοι ἀκόμη καί γιά τά πιό αὐτονόητα, τά πιό εὐγενῆ, τά πιό ὑψηλά ἰδανικά.

Η a priori ἄρνηση εἶναι βασικό στοιχεῖο στήν ἀναρχική σκέψη, ὄχι ὡς προφυλακτική του λάθους ἤ ὡς συστατικό ἐπιτηδευμένης ἀγνωσίας, ἀλλά ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἐπαναδημιουργία, τήν ἐπανεξέταση καί ἐν τέλει τήν ἐξέλιξη στό σύνολό της. Κάθε στοχασμός εἶναι γέννημα περιορισμένης ἐμπειρίας καί συγκυρίας, ἄρα ἀτελής, ἄρα ἐπανεξετάσιμος καί κρινόμενος. Καί ἄλλο τίποτα δέν κάμει μία ἀναρχική συνείδηση, παρά τό νά πλησιάζει τό ἤδη πλασμένο καί νά ἐξετάζει ἀπό τήν ἀρχή τήν συνταγή τῆς πλάσης του, τό σχῆμα του, τά συστατικά του. Κάποτε μπορεῖ ἁπλῶς νά ἀνασυνθέτει, κάποτε νά διαλύει, στήν καλύτερή τῶν περιπτώσεων νά ἐπαναδημιουργεῖ. Καί τότε τό βῆμα τό ἑπόμενο ἔχει συντελεσθεῖ, ἕως τήν ἑπόμενη ἐξέταση, τήν ἑπόμενη ἀνήσυχη προσέγγιση.

Τό δεύτερο ποίημα τοῦ Κατσαροῦ το ἔχουμε δημοσιεύσει καί ἄλλοτε, μά εἶναι ἐξαιρετικό με μία Καβαφική χροιά, (σέ περιεχόμενο περισσότερο, παρά σέ φόρμα..), πρόκειται γιά τό «Ξανθός, ὄμορφος ὁ ἐχθρός…». Ἀξίζει ἡ δημοσίευσή του καί πάλι, ἡ καλή ποίηση δέν ἔχει ὅριο ἐπαναλήψεων.. προσωπικά το πιστεύω ως ένα από τα καλύτερα στην Ἑλληνική ποίηση, παρά τό ὅτι ἀπομένει σχετικά ἄγνωστο καί ὑποτιμημένο…

Ξανθός, ὄμορφος ὁ ἐχθρός…

Στίς ἕξη καί τριάντα στή Ρώμη

νά μπαίνης σάν ἔμπορας ἤ καμηλιέρης,

μεταμορφωμένος σέ συνοδό χρυσοῦ καί ἄσημο ἐπισκέπτη,

κι ὅμως στόν κόρφο σου νά φέρνης μυστικά γράμματα

τοῦ Δεκριανοῦ,

κι ἀμέσως νά διαδίδεται στίς ἀγορές,

μέσα στά ἀνάκτορα,

ὅτι κατέφθασε ἕνα πρόσωπο

ν’ ἀνατινάξη τήν πόλη!..

Ὕστερα ν’ ἀνεβαίνης τά ἀξιώματα,

στούς διαδρόμους νά σέ σταματοῦν ἔντρομα πρόσωπα,

ὁ γραμματέας τοῦ αὐτοκράτορος ἔμπιστα νά ρωτᾶ,

νά τερματίζεται ἡ δεξίωσις,

ἡ φήμη νά μεταφέρη τό μπόι σου

νά μεταφέρη τ’ ἄλογό σου:

…Ξανθός ὄμορφος ὁ ἐχθρός του βασιλείου!

Ἔχει χιτῶνα πράσινο – καί κάτω: τό ξίφος!

τά μάτια του ἀστραπές..-  συνωμοσία

περιπλανᾶται σέ ὑγρές αὐλές καί μυστικά ὁπλοστάσια!..

Συγκάλεσε ἐκτάκτως τή Σύνοδο!

Κλεῖστε καλά τίς ἐξώπορτες – ν’ ἀσφαλιστῆτε!

Κι ἐσύ, ἥσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια καί καπηλειά,

νά προετοιμάζης τήν ἔνδοξη παρουσία…

Ὅμως, νά ἐκφυλίζεσαι μετά σέ ἀγοραῖο ρήτορα·

νά κεραυνώνης τά πλήθη μέ λόγους·

νά ξεχνᾶς τόν προορισμό σου·

νά ξεχνᾶς τ’ ἄλογό σου·

νά προσπαθῆς νά φτάσεις μέ ὑπομνήματα τόν αὐτοκράτορα·

νά ζητᾶς πίστωση χρόνου,

οἱ γραμματεῖς νά σοῦ ἀπορρίπτουν τήν αἴτηση –

πῶς γίνεται τόσο ἐσύ νά ξεπέσης;

Ἡ ἔνδοξη Ρώμη σέ περίμενε τόσους αἰῶνες,

σέ προφητεῖες ἔλεγε τόν ἐρχομό σου

καί σύ ἀφωμοιώθηκες;..

(Μιχάλης Κατσαρός, “Κατά Σαδδουκαίων”, 1953)

Ἡ μεταλλαγή τοῦ προσώπου σέ προσωπεῖο, ἡ ἀπώλεια δηλαδή τῆς γνησιότητας καί τῆς ἀδιαμεσολάβητης ἐπαφῆς μέ ἀνθρώπους καί πράγματα, εἶναι συστατικό στοιχεῖο στήν ἰδεολογία τοῦ μικροαστισμοῦ, καθώς ἀποτελεῖ τό μέσον γιά τήν ἀνέλιξη, τήν μέθοδο λείανσης αἰχμηρῶν γωνιῶν, τό θέατρο μιᾶς συμπεριφορᾶς ἐν δήμῳ – μοναχά ἀφομοιωμένος ἔχεις ἐλπίδα νά ἁλώσεις τούς ὑψηλότερους ὀρόφους τοῦ συστήματος.

Παρόμοια νοήματα μέ τόν Κατσαρό ἐπιχειρεῖ νά ἀποδώσει ὁ Κλεῖτος Κύρου σέ ἕνα ποίημα πού πεζολογεῖ καί εἰρωνικά κεραυνώνει τήν διάψευση καί τήν παράδοση τῆς συνείδησης – μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀπολογία».. (δέν εἶναι θεμιτό νά περικόπτεις ἕνα καλό ποίημα, μά ὑπάρχουν πάντοτε τά προβλήματα ἔκτασης ἑνός κειμένου καί ἰσορροπίας στήν παράθεση τῶν ποιημάτων..)..

[  ]

Σᾶς προσφωνῶ καί πάλι μέ τά ἴδια ὅπως τότε ψευδώνυμα…/ Τάχετε ὡς κι αὐτά λησμονήσει – πᾶνε τόσα χρόνια./ Ποῦ νά θυμᾶστε τώρα τίς βραδινές συγκεντρώσεις,/ τίς ἀσκητικές σας μορφές κάτω ἀπό τό σπασμένο φῶς!../ Πιστεύατε μέ φανατισμό θέσει καί πράξει ἐπιδοκιμάζατε/ ὑστερικά τόν κάθε ὁμιλητή, διεκδικούσατε τήν ἀποκατάσταση/ τῆς φωτιᾶς, τῆς δικῆς σας φωτιᾶς πού ζητοῦσε μιά διέξοδο,/ ἀναποδογυρίζοντας οὐρανούς, καταβροχθίζοντας κόκκαλα!..

………………

Τώρα ἔχετε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό πεδίο βολῆς/ ἐπαναπαύεστε μακάρια πάνω στά τρόπαια τῶν ἀστικῶν μαχῶν,/ γυμνάζοντας ἀρνητικά τίς αἰσθήσεις σας, ἀποταμιεύοντας ὄνειρα…/ Κάθε μέρα γίνεσθε καί πιό ἐκλεκτικοί – ἀλλάζετε/ τίς μάρκες τῶν τσιγάρων ἀλλάζετε τά ροῦχα σας ἀλλάζετε/ συνήθειες, διασκεδάσεις, κλίμα, σπίτια καί γυναῖκες ἀλλάζετε/ τά δόντια σας καί τήν καρδιά σας καί τούς λυγμούς/ ἀκόμη τῆς καρδιᾶς σας τούς ἀλλάζετε, πού δέν μπορῶ/ νά τούς ξεχάσω, γιατί μέ κυνηγοῦν, κυκλοφοροῦν στό αἷμα μου/ σάν ψάρια σκοτεινά πού χάσαν τά νερά τους…

(Κλεῖτος Κύρου, “Ἀπολογία”, Θεσσαλονίκη, 1966)

Προσέξτε τήν σταδιακή κλιμάκωση – ἀπό τήν ἀποκλειστική προσήλωση στό πνεῦμα καί στόν σκοπό, στήν μετακύλιση σέ ἀσήμαντα τῆς ὕλης. Τό τραγικό ἐδῶ εἶναι ἡ ἀναλογίες, τά ποσοστά – ἕνας ἀπομένει νά θυμᾶται καί νά ἀναπολεῖ (συνήθως ὁ ποιητής, ὁ ἐμμονικός τῆς συντροφιᾶς..) καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἔχουν περάσει (κάπως ὕπουλα, κάπως ἀνεπαισθήτως..) στήν ἀντίπερα ὄχθη.

Μεϊμάρης Μιχάλης καί τό ποίημα «Κάπου στό βάθος». Σέ πρώτη ἀνάγνωση ἴσως σᾶς φανεῖ κάπως κοινότοπο. Τό καινοφανές ὅμως ἐδῶ εἶναι ἡ εὔστοχη χρήση συγκεκριμένων λέξεων καί ὁ ἐντοπισμός ἑνός χρόνου ἀέναου, δίχως ἀρχή, σταθμούς, ἐπετείους καί τέλος…

Κάπου στό βάθος

Κάπου στό βάθος τοῦ ὁρίζοντα/ ὑπάρχει μία πελώρια χρυσή βίδα./ Γυρνάει, ξεστρίβει, χωρίς νά σταματᾶ./ Πάνω της ᾖρθαν στούς παλιούς καιρούς/ οἱ πρόγονοί μας κ’ ἔχτισαν τούς ἀπογόνους./ Κι αὐτοί τούς ἀπογόνους./ Κι αὐτοί – κι αὐτοί… ἐμᾶς…/ Συνεχίζουμε νά γυρνᾶμε πάνω της,/ μέχρι πού τό κεφάλι της νά φτάση./ Τότε θά γίνουμε λυώμα./ (Κ’ οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς:/ Βρέθηκε τό πιό ἀποτελεσματικό λιπαντικό μή-/χανῶν. Οἱ τριβές πιά μέ κανέναν τρόπο δέν θά ἔμ-/ ποδίζουν τήν ἐξέλιξη τῆς τεχνολογίας…)

(Μιχάλης Μεϊμάρης, “Οἱ τίτλοι”, 1967)

Παρατηρῆστε ὅτι στήν εἰκόνα δέν ὑπάρχουν διαχωρισμοί, καταλογισμός εὐθυνῶν σέ συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, νικητές καί ἡττημένοι, χαμένοι ἤ κερδισμένοι. Ἡ βίδα (ἑλκυστική, καθώς τό τέρμα της χρυσίζει…), συνθλίβει δικαίους καί ἀδίκους, γίνεται ἀποδεκτή ἀδιαμαρτύρητα ἀπό προγόνους, ἀπογόνους καί διαβόλους, μιά εὐθύγραμμη καί μονότονη πορεία δίχως καμμία ὑποψία ἀλλαγῆς ἤ ἀντίστασης. Στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Παρά τό κάπως ἀνάλαφρο καί σατιρικό της γραφῆς, τό ποίημα εἶναι βαθιά ἀνέλπιδο, καθώς μήτε ἕνα ἴχνος ἐλπίδας ἀλλαγῆς δέν ὑποκρύπτεται στό λεκτικό του…

Μελισσάνθη

Σατιρικό δείχνει νά εἶναι καί τό ποίημα τῆς Μελισσάνθης «Ἐκεῖνο πού πρωτεύει…», ἀλλά ὅπως καί στόν Μεϊμάρη οἱ στίχοι καλύπτουν μιά ἀπελπισία, ἤ ἅς τό πῶ διαφορετικά γιά νά εἴμαστε κοντά στό σημερινό θέμα τοῦ κειμένου – ὁ ποιητικός νοῦς μοιάζει νά ἔχει ὑπερβεῖ τήν ἀπελπισία καί νά βλέπει πιά τόν κόσμο (ὡς μᾶζα, ὡς σύνολο..) ἀπό μακριά, ν’ ἀντικρύζει τήν πραγματικότητα μέ μάτια ξένα, τόσο ξένα πού μπορεῖ καί ἀστειεύεται μέ τά ζητήματα ζωῆς καί θανάτου…

Ἐκεῖνο πού πρωτεύει τούτη τή στιγμή/ εἶναι ἕνα ἑρμάρι μέ πολλά χωρίσματα,/ νά γίνη μιά κατάταξη μεθοδική,/ νά εἶναι ὅλα νοικοκυρεμένα/ καί εἰς πρώτην ζήτησιν.

Θά συμβουλεύεσαι τό εὑρετήριο/ καί θά ὑπάρχουν τά σοφά ἐγχειρίδια γιά τό κάθε τί./ Ἕνα ἐγχειρίδιο, λόγου χάρη, θά μποροῦσε,/ κάποια στιγμή, διπλά νά χρησιμέψη:/ νά κόψης, ἄς ποῦμε, τό ψωμί/ ἤ τίς φλέβες σου!

(Μελισσάνθη, “Τό φράγμα τῆς σιωπῆς”, 1965)

GREEK POET MONTIS

Τό ποίημα «Εἶν’ λίγο νά προσμένης τούς βαρβάρους…», τοῦ σημαντικότατου Κώστα Μόντη, εἶναι ἀλήθεια πώς τόχουμε ἰδεῖ ἀρκετές φορές, μά ἄς τό ἐξετάσουμε καί πάλι – σήμερα κάτω ἀπό μία ἄλλη διάσταση, βαθύτερη καί περισσότερο καθολική… τό παρακάτω εἶναι ἀπόσπασμα…

[  ]

Δραματικό εἶναι τίποτα νά μήν περιμένης,

μέ ἄδεια τά χέρια, τήν καρδιά, νά μένης,

Ξένος, σ’ ἐρημικό δρομάκι ξένο,

σά φύλλο τοῦ φθινόπωρου ἀπ’ τόν ἄνεμο ριγμένο,

καί νά κοιτᾶς τριγύρω ἀφαιρεμένα

αὐτά τά τόσα πράγματα τά ξένα,

νά μήν ἀναγνωρίζης τή φωνή σου,

νάχη κοπῆ τοῦ κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου –

καί τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἀκόμα:

νά μή βλέπης τή λύση σου στό χῶμα,

τή λύση πού ἐμπιστεύονται κι ἀρποῦν οἱ ἀπελπισμένοι,

νά μήν ξέρης ἄν δέ σου εἶναι τό ἴδιο κι’ οἱ τάφοι ξένοι.

(Κώστας Μόντης, “Τά τραγούδια τῆς ταπεινῆς ζωῆς”, Λευκωσία 1954)

Μπορεῖτε εὔκολα νά διαπιστώσετε ὅτι στά περισσότερα ποιήματα πού θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε «ἀναρχικά», ἡ παρήχηση τοῦ ξ εἶναι ἐξακολουθητικά παροῦσα μέσα ἀπό τήν χρήση τῆς λέξης ξένος, εἶναι ἡ ἀποξένωση δηλαδή, (καί ὡς φυσική συνέπεια ἡ ἀπομόνωση…) πού ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς ἀλύγιστης συμπεριφορᾶς καί μιᾶς ἀσυμβίβαστης στάσης. Ἔχω γράψει καί ἀλλοῦ, ὅτι πέρα ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, τῆς φτώχειας ἤ ἀκόμη καί τῆς διάψευσης ὀνείρων καί ἐπιδιώξεων, μεγαλύτερος ἐνίοτε ἐνεδρεύει ὁ φόβος τῆς κοινωνικῆς κατακραυγῆς καί ἐκδίωξης, ὁ φόβος τῆς δακτυλοδεικτούμενης διαφορετικῆς συνείδησης. Γι’ αὐτό καί θά δεῖτε στά περισσότερα ποιήματα τῆς ὑπαρξιακῆς ποίησης ὅτι ὁ ἐξόριστος ἔχει πάντοτε τραγικό τέλος καί στό ποίημα τοῦ Μόντη ἀκόμη τραγικώτερο – μήτε ὁ θάνατος δέν προβάλλει πλέον ὡς λύτρωση, (ἤ ὡς διαμαρτυρία ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Καρυωτάκη), ἡ ἀποξένωση εἶναι ἀπόλυτη καί καταργεῖ ἀκόμη καί τά σύνορα τῆς ζωῆς, τά ὅρια τῆς ὕπαρξης. Τό ἐφεύρημα τοῦ Μόντη εἶναι ἐδῶ ίδιοφυές, ἡ κατάδειξη δηλαδή τοῦ ἀπολύτου τῆς ἀποξένωσης μέ ποιητικό ὄχημα τό πλέον ἀπόλυτο τῶν φαινομένων πού εἶναι ὁ θάνατος. Ἀκόμη καί στήν παγκόσμια ποίηση, προσωπικά δεν γνωρίζω ἄλλο ποίημα πού νά ἀποτυπώνει τόσο εὔστοχα τήν ἀπομόνωση τοῦ διαφωνοῦντος προσώπου ἀπό τό κοινωνικό (ὑπαρξιακό του) περιβάλλον.

5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
196Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments