Non Omnis Moriar, μιά αλληγορία τού Μάνου Τασάκου

Διαμοιρασμός τού Κειμένου
49Shares

(Το μικρό διήγημα “Non Omnis Moriar” τού Μάνου Τασάκου, δημοσιεύθηκε το 2020 στον συλλογικό τόμο διηγημάτων με τίτλο “Η Πανδημία” από τις εκδόσεις 24 γράμματα. Βασικό θέμα των διηγημάτων η απομόνωση που επέβαλλε η πανδημία και οι συνέπειες στον ευρύτερο πληθυσμό. Η φράση “Non Omnis Moriar” προέρχεται από τις “Ωδές” τού Οράτιου και στην κυριολεξία της σημαίνει “Δεν θα πεθάνω ολόκληρος”. Σε ελεύθερη μετάφραση “Πεθαίνοντας θα αφήσω κάτι πίσω μου” ή αλλιώς “Κάτι από μένα θα μείνει μετά θάνατον και θα εγγραφεί στην παγκόσμια ιστορία”)

Non Omnis Moriar

Νά ἔχεις τό φαγί λιγοστό/τά ροῦχα μπαλωμένα/ νά κρύβεσαι γιατί χρωστᾶς τό νοῖκι σου/ γυναῖκα νά μή σέ κοιτᾶ/ οἱ φίλοι νά βαριοῦνται τήν παρέα σου/οἱ γείτονες νά σέ κοιτοῦν μέ μάτι κακό/ οἱ συγγενεῖς νά σ’ ἔχουνε ξεχάσει/ ἀπ’ ὅλες τίς ἡδονές τοῦ κόσμου παραιτημένος/ καί νά γράφεις σέ χαρτιά, πακέτα, αὐτοκόλλητα/νά γράφεις ὅπου βρεῖς κι ὅπου σταθεῖς/ νά σβένεις, νά πετᾶς καί νά ξεσκίζεις/ ἀμέτρητες φορές ἀπ’ τήν ἀρχή νά ξεκινᾶς, / χαρτί νά τό μαζεύεις ἀπ’ τούς κάδους/ φαγί νά περιμένεις στό συσσίτιο, ροῦχα νά φορεῖς τῆς ἐκκλησιᾶς,/ /μά ὅταν κάποτε τό ἔργο σου τελειώσει, ὅταν κάποια φορά γράψεις ἐκείνη τήν τελεία,/ βγαίνεις λαμπερός σέ πάρκα καί πλατεῖες,/ξεχνᾶς καί τό φαγί, καί τίς γυναῖκες καί τήν φτώχεια,/ βγαίνεις λαμπερός στό μέσο τοῦ κόσμου κι ἀπαγγέλεις/καί εἶναι αὐτό γιά σένα ἡ μεγάλη, ἡ ἀνεπανάληπτη, /ἡ ἀπαστράπτουσα καί λαμπυρίζουσα,/ ἡ ἐσχάτη καί ὑπερτάτη,/ἡ μεγίστη ἡδονή. Ὁ ἕνας καί μοναδικός αὐτούσιος ὀργασμός σου.

(Στράτος Κοντόπουλος, «Τα νεανικά», Β΄, 1963, 1η δημοσίευση www.tasakos.gr, 2019)

Σηκώθηκε από το κρεββάτι την ώρα που χάραζε. Με μάτια μισόκλειστα έφτιασε ένα καφέ, άναψε ένα τσιγάρο κι έκατσε στην βεράντα, δίπλα στο γυάλινο τραπεζάκι. Δυο γατιά σερνόντουσαν στα πλατύφυλλα τού διπλανού κήπου. Ένας ελεγκτής αστυνομικός φταρνίστηκε δυνατά στο φυλάκιο τού δρόμου. Κατά τα λοιπά ησυχία. Απόλυτη. Κανείς δεν είχε δουλειά για να ξυπνήσει νωρίς, κανείς δεν είχε λόγο να περπατήσει στον φυλαγμένο δρόμο μέσα στο άγριο ξημέρωμα. Ένα φως που άναψε σε ένα σπίτι απέναντι έσβησε γρήγορα.

Σκόρπιες σκέψεις ήταν αυτές που τον κράτησαν άυπνο εχθές το βράδυ. Το είχε το χούι από μικρό παιδί. Δεν κοιμόταν χωρίς διάβασμα, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος χωρίς στοχασμούς, άλλοτε αμπελοφιλοσοφίες, άλλοτε μαύρες σκέψεις για θάνατο, αρρώστια και πόνο. Μα χθές, (θές γιατί βαρέθηκε πια, θές γιατί ωρίμασαν τα πράγματα…), οι σκέψεις του ήσαν συγκροτημένες, είχαν αρχή, μέση και τέλος, έβγαινε τέλος πάντων κάποιο νόημα, ένα καταστάλαγμα. Και τα μάτια του άνοιξαν μετά από δυό ώρες ύπνο, ο οργανισμός του χτύπησε ξυπνητήρι να τον σηκώσει νωρίς, μπας και ξεχάσει τον συλλογισμό του και χάσει η ανθρωπότητα τούς στοχασμούς του.

Μπήκε μέσα στο σπίτι, έφτιασε δεύτερο χορταστικό καφέ κι έκατσε στο μικρό γραφειάκι που είχε στριμώξει σε μια γωνιά τού μικρού σαλονιού. Έβαλε μπροστά του ένα μάτσο χαρτιά, έξυσε αφηρημένος τα μολύβια του και άναψε τσιγάρο δεύτερο κοιτώντας το κενό απέναντί του. Έπρεπε ν’ αποφύγει οπωσδήποτε τις φλυαρίες, ήθελε κείμενο δυνατό, μόνο ουσία, σκέτο κόκκαλο… Έπιασε ένα μολύβι κι έτσι όπως το συνηθίζουν οι μύωπες έσκυψε σχεδόν κολλώντας την μύτη του στην λευκή κόλλα…

«Τ’ όνομά μου στα Ελληνικά είναι Ίωνας. Είμαι 68 χρονών. Έχω ζήσει τον απόηχο ενός πολέμου, το μίσος ενός εμφυλίου, την καταπίεση μιας δικτατορίας, την γελοιότητα τού νεοπλουτισμού. Εργάστηκα τριάντα ολάκερα χρόνια σαν κλητήρας σε παλιό και μεγάλο εργοστάσιο. Δουλειά που πήρα με μέσον, προσωρινά. Τριάντα χρόνια, όλη μου τη ζωή. Είμαι φτωχός, στην τράπεζα έχω ακριβώς εκατόν δέκα ευρώ. Το μηχανάκι μου το πούλησα προχθές. Το σπιτάκι είναι πατρική κληρονομιά. Δεν ψήφισα ποτέ μου, ακόμη και τις εποχές που αυτό ήταν επικίνδυνο. Δεν παντρεύτηκα, δεν έκαμα παιδιά. Μόνη μου συντροφιά μια γάτα που περνάει πότε-πότε και μοιράζεται το φαγί μου. Η σύνταξή μου είναι 572 ευρώ.

Τριάντα χρόνια ζω με τις ίδιες συνήθειες. Κοινωνική ζωή δεν είχα ποτέ μου, οι φιλίες και οι κουμπαριές ζητούν χρήματα κι εγώ δεν απόκτησα τίποτα από δαύτα. Όσοι προσπάθησαν να με τραβήξουν σε διασκεδάσεις και συναναστροφές, παραιτήθηκαν γρήγορα. Ερωτικές σχέσεις ελάχιστες, ποια γυναίκα θέλει να ζει μέσα στην μιζέρια και την στέρηση;.. Απομονώθηκα γρήγορα, σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Και πέρασαν τα χρόνια.

Δεν παραπονιέμαι, άλλωστε ποιο το νόημα; Αργά-αργά η απομόνωση έγινε ρουτίνα, η ρουτίνα μοναξιά και η μοναξιά ερωμένη, φίλη, σύντροφος. Μα τώρα που θυμάμαι, (σαν ταινία η ζωή… έτσι δεν λένε;..), απομονωμένος ήμουν και στο σχολειό. Η δασκάλα μ’ αντιπαθούσε γιατί δυσκολευόμουν στα μαθήματα, (μα πώς αλλιώς;.. τότε μάθαινα την γλώσσα…), το ίδιο όμως μ’ αντιπαθούσαν και τα υπόλοιπα παιδιά, ως και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο. Το διάλλειμα ήταν ανυπόφορο, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω μέσα, στους τέσσερις τοίχους, μόνος στο θρανίο και στην απομόνωσή μου.

Αν πεις και για την δουλειά; Αόρατος, ανύπαρκτος. Τώρα βέβαια, για να λέμε και τού στραβού το δίκιο, ποιος να μιλήσει μαζί μου; Οι υπάλληλοι έτρεχαν όλη τη μέρα τούς ορόφους, (έγκλειστοι κι αυτοί, κάποιοι ήσαν για λύπηση με το άγχος που τους έδερνε…), οι ιδιοκτήτες δεν έρχονταν σχεδόν ποτέ και τα μεγάλα κεφάλια στον τελευταίο όροφο είχαν τις δικές τους σκοτούρες, πολύ μακρινές από τα δικά μου προβλήματα.

Όλα στον έξω κόσμο ήταν μια ταλαιπωρία, ένας αφόρητος πόνος. Οι συναλλαγές στις τράπεζες, στο Ταμείο μου, στην εφορία, στην ουρά τού λεωφορείου, (το καταραμένο μηχανάκι μία μέρα πήγαινε και μία μέρα χαλασμένο…), στα νοσοκομεία, (εκεί κι αν πεις!..), ακόμη και στα μαγαζιά. Δεν ξέρω γιατί, (κάτι στο σουλούπι μου;.. στα ρούχα μου;..), πάντως κάτι έδινε σε όλους να καταλάβουν με την πρώτη ματιά ότι τα λεφτά ήσαν λιγοστά και τίποτε δεν είχαν να περιμένουν από μένα…

Ονειροπολούσα, σχεδόν όλη την μέρα ονειροπολούσα. Εδώ που τα λέμε η δουλειά τού κλητήρα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, αλληλογραφία το πρωί, μοίρασμα υλικού στα γραφεία, κάτι ψιλοαγορές στα διπλανά καταστήματα, θελήματα για τους υπαλλήλους, χρόνος έμενε αρκετός. Καθόμουν στο μικρό κουβούκλιο τής εισόδου μοναχός, λαγοκοιμόμουν τις ώρες κυρίως του μεσημεριού και στοχαζόμουν. Τότε είναι που άρχισα να γράφω. Και από την μέρα που έγραψα την πρώτη γραμμή δεν σταμάτησα ποτέ.

Εδώ και τρία χρόνια το πολίτευμα άλλαξε σε μοναρχία, στην πραγματικότητα δικτατορία μετά από πραξικόπημα τού Μεγάλου Ιού. Συναθροίσεις απαγορεύτηκαν, οι μετακινήσεις περιορίστηκαν στο ελάχιστο, φτωχοί και άστεγοι πολλαπλασιάστηκαν, οι διαφωνίες καταπνίγονται πριν καλά-καλά εκδηλωθούν. Οι περισσότεροι είναι αγανακτισμένοι, κινήματα οργανώνονται στα μυστικά και κάπου-κάπου παράνομες ομάδες προκαλούν δολιοφθορές σε κρατικά κτίρια. Λείπει από τον κόσμο η κατανάλωση, (τι να ψωνίσει άλλωστε;.. και για ποιο λόγο;..), οι ταβέρνες, οι χοροί, τα πανηγύρια, οι εκδηλώσεις. Η ζωή για τους πιο πολλούς έγινε άνοστη, ανάλατη, έτσι καθώς ήταν κτισμένη πάνω σε οικόπεδα και περιουσίες.

Μα εγώ θα την πω την αμαρτία μου, η ζωή για μένα έγινε ευκολότερη, περισσότερο πονετική. Δικτατορία βέβαια, δεν λέω, περιορισμοί και βία ενός καθεστώτος που θανατώνει αδιάκριτα και δίχως λόγο. Οι αντιστασιακοί κυρίως που κυκλοφορούν παράνομα, μολύνονται από την Ίωση, αυτήν την φοβερή υπουργό ασφάλειας που τους κυνηγά ανελέητα, οι περισσότεροι καταλήγουν στα νοσοκομεία για μέρες, κάποιοι αφήνουν εκεί την τελευταία τους πνοή, οι υπόλοιποι θα είναι σε παρακολούθηση για την υπόλοιπη ζωή τους…

Τους λυπάμαι πραγματικά, αλλά θα το ξαναπώ – για μένα τίποτα δεν άλλαξε, ίσα-ίσα που τώρα πια δεν είμαι υποχρεωμένος να τρέχω έξω για συναλλαγές και υποχρεωτικές εργασίες. Τα πάντα έρχονται στην πόρτα μου, (ο Μεγάλος Ιός έχει δημιουργήσει ένα τερατώδες σύστημα ατομικών προμηθειών και εξυπηρετήσεων), τώρα πια είμαι ένας από τους πολλούς, η απομόνωσή μου δεν ενοχλεί κανέναν, τα πολλά λεφτά είναι σχεδόν άχρηστα, το ίδιο και τα περισσότερα αγαθά. Τώρα δεν κάμει σε κανέναν εντύπωση το ότι διαβάζω συνεχώς, γράφω, ακούω την μουσική που μού αρέσει, μαθαίνω να σκιτσάρω, κάνω όλα εκείνα που πάντα επιθυμούσα, αλλά τώρα δεν είμαι ο εκκεντρικός, ο απομονωμένος, μα ένας μέσα στον σωρό, κλεισμένος πίσω από μία πόρτα. Τώρα το πνεύμα έγινε τής μόδας, (έστω και από ανάγκη), από τα βλέμματα που συναντώ, (όποτε σπάνια τα συναντώ…), λείπει ο οίκτος, η περιφρόνηση, η αδιαφορία.

Όσο για τον θάνατο… βέβαια τον φοβάμαι, ακόμα περισσότερο που ποτέ δεν πίστεψα σε παραδείσους, μεταθανάτια ζωή κι ανταμοιβές σε κάποια άλλη διάσταση. Ξέρω άλλωστε ότι τα πράγματα μπορεί ν’ αλλάξουν μέσα σ’ ένα λεπτό, η Ίωση στέλνει τους αστυνομικούς της αδιάκριτα σε σπίτια, ο θάνατος είναι μία πιθανότητα ισχυρή. Μα η μοναξιά είναι πράγμα σκληρό και ταυτόχρονα ανυπότακτο. Και όταν σ’ έχει κυριεύσει σε τούτο τον κόσμο τον γήινο, τον ορατό, γιατί να την φοβάσαι την ώρα πια που μήτε να σε πονέσει μπορεί, μήτε να σε πληγώσει;..

Το όνομά μου στα Ελληνικά είναι Ίωνας και τώρα που διαβάζω τι έγραψα, βλέπω ότι ως εντελώς ανόητος, δεν ανέφερα τον πιο σημαντικό λόγο τής απομόνωσής μου…».

Διαφήμιση

Η ώρα είχε προχωρήσει, η μέρα είχε ξεκινήσει για τα καλά. Έκατσε να σκεφτεί για το πώς να συνεχίσει το γραφτό του. Πάνω που έπιασε ξανά το μολύβι, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από μία εταιρία δημοσκοπήσεων, δεν πρόλαβε ν’ αρνηθεί, η κοπέλα ήταν εκπαιδευμένη να μιλά με ταχύτητα πολυβόλου.

Απάντησε άνοστα σε τυπικές ερωτήσεις, η φωνή από την άλλη μεριά συνέχισε να ρωτά.

«Πόσο σάς έχουν επηρεάσει τα περιοριστικά μέτρα; Λίγο, Πολύ ή εξαιρετικά πολύ;»

«Καθόλου…»

«Μού είπατε καθόλου;..» Απορία. Έκπληξη.

«Μάλιστα, καθόλου. Μαθημένος είμαι στην απομόνωση, από την δουλειά μου…»

Εκείνη θέλησε να αστειευτεί…

«Μα τι δουλειά κάνετε;.. Καλόγερος είσαστε;..». Γελάκια.

«Όχι…»

«Αστειεύομαι… Ποια είναι λοιπόν η εργασία σας;..»

Κόμπιασε πριν απαντήσει.

«Ποιητής…».

Η κοπέλα γέλασε πνιχτά κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Γι’ ακόμη μία φορά δεν συναθροίστηκε.

Δεν καταγράφτηκε στις στατιστικές.

Ανύπαρκτος και πάλι, έσκυψε στο γραπτό του και συνέχισε να γράφει…

Μάρτης 2020

5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
49Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments