Δὲν ἔχει τέλος αὐτὴ ἡ ὁμίχλη, δὲν ἔχει λευκὴ σημαία αὐτὴ ἡ ἧττα..

Δὲν ἔχει τέλος αὐτὴ ἡ ὁμίχλη, δὲν ἔχει λευκὴ σημαία αὐτὴ ἡ ἧττα..

Τίποτε…Δὲν ἀντέχω νὰ κοιτῶ τὸ βάθος παντοῦ κλωθογυρίζει ἡ σαῦρα, τὸ σφαλάγγι* κι ἐμεῖς ἀπὸ να νέο οἶκτο ἔχουμε ἀνάγκη κι ἀπὸ να δυνατὸ καινούριο πάθος. (* δηλητηριώδης ἀράχνη) (Βύρων Λεοντάρης, «νεκροταφεῖο Μ…», Ὕψιλον, ἡ πρώτη ἔκδοση τὸ 1983) Ἔσπασα πιὰ τὶς σάλπιγγες ἔκαψα τὶς σημαῖες. Τώρα μιλῶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φωνή μου, ἄχ, τώρα…

Σταύρωση, θάνατος κι ἀνάσταση στὴν ἑλληνική ποίηση

Σταύρωση, θάνατος κι ἀνάσταση στὴν ἑλληνική ποίηση

  Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδοῦλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς πού κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γροικᾶς τά πού πικρά σοὺ λέω; Γιόκα μου, ἐσὺ πού γιάτρευες κάθε παράπονό μου, πού μάντευες τί πέρναγα κάτου απ’  τὸ τσίνορό…