Δὲν ἔχει τέλος αὐτὴ ἡ ὁμίχλη, δὲν ἔχει λευκὴ σημαία αὐτὴ ἡ ἧττα..
Τίποτε…Δὲν ἀντέχω νὰ κοιτῶ τὸ βάθος παντοῦ κλωθογυρίζει ἡ σαῦρα, τὸ σφαλάγγι* κι ἐμεῖς ἀπὸ να νέο οἶκτο ἔχουμε ἀνάγκη κι ἀπὸ να δυνατὸ καινούριο πάθος. (* δηλητηριώδης ἀράχνη) (Βύρων Λεοντάρης, «νεκροταφεῖο Μ…», Ὕψιλον, ἡ πρώτη ἔκδοση τὸ 1983) Ἔσπασα πιὰ τὶς σάλπιγγες ἔκαψα τὶς σημαῖες. Τώρα μιλῶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φωνή μου, ἄχ, τώρα…