Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares
Κοινωνία και Βία

«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού»

Δεν έχει καμία σημασία και καμία πρακτική αξία να διαπιστώνουμε το φαινόμενο ξανά και ξανά με κροκοδείλια δάκρυα, συνεχίζοντας κατά βάθος να πιστεύουμε ότι πρόκειται για μεμονωμένα φαινόμενα και ότι κάποιος αόρατος θεσμικός θεός θα εξαλείψει το φαινόμενο όταν αυτό υπερβεί τα όρια. Εκείνο που θα μετρήσει για το μέλλον είναι η ταχύτατη εξέταση των παραγόντων που γεννούν την βία, την αυξάνουν και την μετατρέπουν σε αυτόματη αντανακλαστική συμπεριφορά.

Η βία είναι φαινόμενο πολυπαραγοντικό, ενώ κάθε παράγοντας που την γεννά και την τρέφει έχει διαφορετικό ειδικό βάρος και διάφορη συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα.

Μία πρώτη παράμετρος, (πιθανώς και η πλέον σημαντική), είναι η καταρράκωση τού κοινωνικού ιστού, η απουσία κοινού σκοπού και η καταφυγή σε έναν ιδιότυπο εγωπαθές και εγωκεντρικό σύμπαν. Ακόμη όμως και αυτή η διαπίστωση δεν είναι αρκετή, είναι απλώς μία διαπίστωση, η αναζήτηση πρέπει να φτάσει βαθύτερα, στο γιατί και στο πώς φτάσαμε εδώ, πώς έγινε και κατασκευάσαμε πολίτες νευροπαθείς με μοναδικό ιδανικό τους την καλοπέραση, το προσωπικό συμφέρον, την κατανάλωση και αντιπάθεια προς κάθε τι που παραπέμπει σε ανθρωπισμό, αλληλεγγύη, συλλογικότητα και κοινωνία με την ευρύτατη έννοια τού όρου.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα από την αρχή. Κάθε βία, (ακόμη και η ατομική, προ πάντων αυτή), συνιστά φασιστική συμπεριφορά, χωρίς υποσημειώσεις και χωρίς αστερίσκους. Ας εξαιρέσουμε την βία που προκύπτει από τις ανάγκες τής ατομικής ή συλλογικής άμυνας. Κάθε βία, (απέναντι στον έγχρωμο, τον γκέι, την γυναίκα, το παιδί, τον άντρα, τα ζώα, προς όλους), έχει το ίδιο ακριβώς βάρος, προσβάλλει το ίδιο απόλυτο αγαθό και πρέπει να έχει ακριβώς την ίδια ποινική αντιμετώπιση. Κάθε βία ακυρώνει την ίδια την ζωή και γι’ αυτό ο κολασμός της δεν επιτρέπει δικαιολογίες, ελαφρυντικά και διαχωρισμούς.

Ο φασισμός στην Ελλάδα, (ατομικός ή οργανωμένος), δεν έχει ακόμη αποκτήσει κυρίαρχη θέση, όχι γιατί ο μικροαστός τον αποκηρύσσει για λόγους αρχής, αλλά γιατί ως γνήσιος μικροαστός θέλει την ησυχία του και την ασφάλειά του προκειμένου να εκπληρώσει το μεγάλο του όνειρο, να γίνει ο αυριανός κεφαλαιοκράτης, ο αυριανός μεγαλοαστός, να μπει στα μεγάλα σαλόνια τού χρήματος. Εάν κάποια στιγμή νιώσει ότι η ακροδεξιά μπορεί να τού διασφαλίσει αυτήν την πορεία δεν θα διστάσει καθόλου να την αποδεχθεί, να την ψηφίσει, να την κάμει πρωτεύουσα δύναμη. Το είδαμε στην Γερμανία τού μεσοπολέμου, στην Ελλάδα τής επταετίας, στην Ελλάδα τής χρυσής αυγής και σε πλείστες ακόμη χώρες και εποχές. Άλλωστε οργανωμένος φασισμός δεν μπορεί να επιβιώσει, εάν προηγουμένως κάθε ατομική συνείδηση δεν έχει αρνηθεί τον ίδιο της τον εαυτό, δεν έχει αποδεχθεί την βία ως κάτι το φυσιολογικό και δεν έχει εμποτιστεί με μισαλλοδοξία, ρατσισμό, φανατισμό και απαιδεία. Προ πάντων απαιδεία.

Όπως συμβαίνει πάντα σε τούτη την χώρα, μετά την μεταπολίτευση, περάσαμε στο άλλο άκρο. Από το σχολειό στρατιωτικού τύπου και τον άκρατο συντηρητισμό σχολείου, οικογένειας και εκκλησίας, οδηγηθήκαμε στο μη σχολείο, στην μη παιδεία, στην μη διαπαιδαγώγηση. Από το σχολειό τής βίας με ξυλοδαρμούς, αποβολές και βίαιη άρνηση κάθε παιδικού δικαιώματος, περάσαμε στην ακύρωση τής παιδικότητας, στην απόλυτη παιδική δικτατορία, στην λογική τού «τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα». Αντιμετωπίσαμε τα παιδιά ως ώριμους ενήλικες, καταστρέψαμε την παιδικότητά τους και διαβρώσαμε από νωρίς την παιδική αθωότητα, προβάλλοντας ως πρότυπα το εύκολο χρήμα, την προβολή, την επιθετική συμπεριφορά προς ό,τι ακύρωνε την γρήγορη κοινωνική άνοδο με κάθε μέσον, με κάθε τρόπο.

Το δυστύχημα είναι πως ετούτη η νεοελληνική συμπεριφορά λειτούργησε διαβρωτικά όχι μόνο για συγκεκριμένες ομάδες, αλλά διάβρωσε κατακόρυφα όλον τον κοινωνικό ιστό και εξευτέλισε και απαξίωσε κάθε θεσμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην υποχώρηση της πνευματικότητας και τού ανθρωπισμού. Η αξιοπιστία τής δημοσιογραφίας ξηλώθηκε από νωρίς. Η φράση “αδέκαστη δικαιοσύνη” έγινε ανέκδοτο μέσα από μία σειρά σκανδάλων, χρηματισμού, κυκλωμάτων κάθε λογής και μεροληπτικών δικαστικών αποφάσεων. Η πολιτική μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έγινε καθρέπτης τής κοινωνίας, άνθρωποι καρικατούρες ανέλαβαν τα κοινά και τα εξευτέλισαν, τα γελοιοποίησαν, δυσφήμησαν κάθε έννοια συμμετοχής, αυτοδιοίκησης, ιδεολογίας. Η παιδεία κάθε βαθμίδας έγινε μπαίγνιο στα χέρια κάθε άσχετου υπουργού, με ηλίθιες μεταρρυθμίσεις που σχεδόν πάντα άλλαζαν τα διαδικαστικά και ποτέ την ουσία. Ο πολιτισμός έγινε συνώνυμο τής τηλεοπτικής προβολής, των επιδοτήσεων και τού μαύρου χρήματος. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, καμία από τις παλιές παθογένειες κράτους και κοινωνίας δεν αντιμετωπίστηκε με τρόπο θετικό, δηλαδή με την δημιουργία πνευματικού αντίβαρου, κοινών επιδιώξεων και μιάς νέας ηθικής που σχετίζεται με την συνείδηση, την δημιουργία, τον αλτρουϊσμό, την αξιοκρατία και την δικαιοσύνη.

Διαφήμιση

Στην πραγματικότητα, εκείνο που επικράτησε μετά την μεταπολίτευση, είναι η παντελώς ηλίθια (και γι’ αυτό εκ τού πονηρού) αντίληψη, ότι η τεχνολογική εξέλιξη και η οικονομική ευημερία, συμβαδίζουν πάντοτε με την πνευματική εξέλιξη, με την πνευματική άνοδο και την αξιοσύνη. Η προγονοπληξία και η υποκρισία των χρόνων πριν από την μεταπολίτευση, αντικαταστάθηκαν από την λατρεία τού χρήματος και τού προσωπικού συμφέροντος. Και αυτά είναι πρότυπα που παρέχονται αφειδώς από την νηπιακή ακόμη ηλικία. Το φαινόμενο νηπίων που μελανιάζουν από θυμό σε καταστήματα παιχνιδιών ή βιβλιοπωλεία είναι συχνότατο – προσέξτε την διαφορά, μελανιάζουν, δεν γκρινιάζουν, δεν κλαίνε, δεν παραπονούνται, μελανιάζουν από θυμό γιατί ο γονιός αρνείται να τους αγοράσει το επιθυμητό, έχουν μάθει από μικρά ότι δικαιούνται τα πάντα, ότι η ζωή ξεκινά και τελειώνει στον εαυτό τους. Είναι ακόμη μικρά, δεν μπορούν να χτυπήσουν, να μαχαιρώσουν, να σκοτώσουν, ο κίνδυνος θ’ αρχίσει όταν αποκτήσουν την ικανότητα βίας και επιβολής στον πιο αδύναμο, όταν μάθουν την δύναμη τού όχλου. Τα φαινόμενα τής νεανικής παραβατικότητας που αυξάνονται με θηριώδεις ρυθμούς χρόνο με τον χρόνο, δεν είναι φυσικά ασύνδετα από την εγωπάθεια που καλλιεργούμε στο παιδικό μυαλό από πολύ νωρίς.

Εκτός από την οικονομολατρεία και την παντελή αδιαφορία για την δημιουργία μίας νέας ηθικής, (αναφέρομαι βεβαίως σε ήθος και όχι στην εκκλησιαστική ή παρόμοιου τύπου ηθική), υπάρχουν αρκετοί ακόμη παράγοντες που παρουσιάζουν την βία ελκυστική.

Ο πρώτος παράγοντας είναι αναμενόμενος, παρά το ό,τι ακριβώς γι’ αυτό θα μπορούσε να είχε μετριαστεί η επιρροή του και αναφέρομαι στην εξασθένηση τής ιστορικής μνήμης. ΟΙ γενεές που έζησαν τον μεγάλο πόλεμο τείνουν να χαθούν, ενώ οι απόγονοι πιστεύουν ως πόλεμο ό,τι εκπέμπεται από τις τηλεοράσεις και ό,τι αναπαράγεται στα παιχνίδια τού υπολογιστή. Ο πιτσιρικάς που έπαιζε στις αλάνες πόλεμο μετά την κατοχή, είχε δει τον πόλεμο, τον είχε βιώσει, ήξερε τις συνέπειές του, μπορούσε να διαχωρίσει την εικονική βία από την πραγματική, από εκείνη που μπορεί να τού είχε στερήσει τον γονιό, τον αδερφό, τον φίλο. Για τον σημερινό πιτσιρικά η βία είναι δικαιωμένη όταν θίγεται το προσωπικό του συμφέρον, είναι δικαιωμένη στα μάτια του γιατί την βλέπει να κυριαρχεί στο οικογενειακό περιβάλλον, στην πολιτική, στα γήπεδα, στο σχολειό, σε ολόκληρες χώρες, σε ταινίες, σε παιχνίδια. Βλέπει καθημερινά αλητήριους ενδεδυμένους το κοστούμι τού δικηγόρου, τού βουλευτή, τού δικαστή, τού ποδοσφαιρικού παράγοντα, βλέπει όλους αυτούς να ασκούν λεκτική ή σωματική βία και να μένουν όχι απλώς ατιμώρητοι, αλλά και να πλουτίζουν και να θεωρούνται κοινωνικά πρότυπα. Το σχολειό στα μάτια του είναι άχρηστο, περιττό, δεν τού προσφέρει τον τρόπο να βγάλει χρήματα, να γίνει κάποιος. Μαθητές δημοτικού λένε με θράσος στην δασκάλα τους ότι δεν τους νοιάζει το σχολειό γιατί θα παραλάβουν κάποια στιγμή το μαγαζί του πατέρα τους και τα κοινωνικά δίκτυα ενθουσιάζονται, παραληρούν, χτυπούν παλαμάκια, η είδηση αναπαράγεται και στα πιο σοβαρά μέσα, ακόμη και οι πιο επιφυλακτικοί χαμογελούν συγκαταβατικά, μπράβο, αυτή είναι η σημερινή εξυπνάδα, το σημερινό θάρρος, η σημερινή αξία. Το γεγονός ότι κατά βάση το σχολειό θα έπρεπε να προσφέρει τα υλικά για την διαμόρφωση αλύγιστης συνείδησης, κρίσης, ευθύνης και ουμανισμού, μήτε που τούς περνά από το μυαλό, μήτε και τους ενδιαφέρει. Αρκεί που έχουμε παιδί μάγκα που κληρονόμησε από τους γονείς του όχι μόνο το οικογενειακό μαγαζί, αλλά και το θράσος, την μαγκιά, την αντιπάθεια προς κάθε τι το πνευματικό, το δημιουργικό, το κοπιώδες.

Είναι τέλος και η υποχώρηση σε παγκόσμιο επίπεδο τής ανθρωπιστικής εκπαίδευσης, των λεγόμενων ανθρωπιστικών σπουδών, προς όφελος των σχολών εκείνων που σχετίζονται με την οικονομία και την τεχνολογία. Ολόκληρες πανεπιστημιακές έδρες καταργούνται μέσα σε μία νύχτα, γιατί κρίνονται επιζήμιες για τα κέρδη των πανεπιστημίων ή γιατί είναι τελευταίες στις προτιμήσεις των φοιτητών. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, κάθε κύτταρο κοινωνικής ζωής που προωθούσε την πνευματικότητα, έσβησε ή απαξιώθηκε. Τα μικρά βιβλιοπωλεία έκλεισαν και όσα απέμειναν μιμούνται τις μεγάλες αλυσίδες και προωθούν την πιο εύπεπτη, την πιο ανώδυνη «λογοτεχνία». Μία πληθώρα μη κερδοσκοπικών ή εθελοντικών οργανώσεων δυσφημίστηκε ανελέητα κάτω από το βάρος σκανδάλων, υπεξαιρέσεων, προσωπικού πλουτισμού. ΟΙ εκδοτικοί οίκοι έχουν αφηνιάσει και κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος επίδοξων συγγραφέων, το έκαναν πάντα, αλλά τώρα δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Το υπουργείο πολιτισμού έχει καταντήσει μαγαζάκι που εξυπηρετεί τους ημετέρους, δίχως όραμα, δίχως ουσιαστικές πρωτοβουλίες, δίχως προοπτική. Μεγάλες πνευματικές οντότητες πολύτιμες για την χώρα, όπως η Εθνική βιβλιοθήκη, το αρχείο Καβάφη και άλλα πολλά, εκχωρούνται στον ιδιωτικό τομέα, κάτι απόλυτα φυσικό βεβαίως, από την στιγμή που ο πολιτισμός στον κρατικό προϋπολογισμό συμμετέχει μόνο διακοσμητικά. Στην χώρα που γέννησε το θέατρο, παραμένει κλειστό επί χρόνια το μοναδικό θεατρικό μουσείο, την ίδια ώρα που σπαταλώνται δισεκατομμύρια σε έργα ανώφελα ή αμφιλεγόμενα. Η Αριστερά, κάθε χρώματος και αποχρώσεως, από εκεί που ήταν πάντα πρωτοπορία στα πνευματικά ζητήματα, κατάντησε να μιλά μόνο για ζητήματα οικονομικά και διαδικαστικά. Κανένας πνευματικός φάρος δεν έχει απομείνει αλώβητος και ανυποχώρητος, κανένα πνευματικό ανάστημα δεν έχει αναδειχθεί σε πρότυπο τις τελευταίες δεκαετίες. Είμαστε όλοι επαναπαυμένοι και ευτυχείς γιατί πια δεν πεινάμε, μπορούμε και αγοράζουμε τα τελευταία κινητά που κυκλοφορούν, έχουμε οικονομική ευμάρεια, (βεβαίως όχι όλοι) και όλα τα υπόλοιπα τα θεωρούμε ενοχλητικά γιατί διαταράσσουν τον αφρό στον φραπέ που πίνουμε με την ώρες στα καφέ «σκοτώνοντας την ώρα μας», έκφραση μοναδική και ανεπανάληπτη.

Όταν όλοι οι οδοδείκτες συνείδησης έχουν φθαρεί, όταν κάθε τι το πνευματικό έχει απαξιωθεί ή έχει αλαφρύνει θεαματικά, γιατί πράγματι θεωρούμε περίεργο που η κάθε λογής βία αυξάνεται, δικαιώνεται και νομιμοποιείται; Δεν ισχυρίζομαι πως πρόκειται για αμιγώς ελληνικό φαινόμενο, όλος ο κόσμος έχει αρχίσει να ξεχνά τις συνέπειες τού φασισμού και τού πολέμου, η διαφορά είναι ότι εδώ η αμεριμνησία, ο μιθριδατισμός και  η πλήρης αδιαφορία για την κοινωνία που θα κληρονομήσουμε στα παιδιά μας, είναι πράγματι φαινόμενα μοναδικά.

Όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η βία αντιμετωπίζεται μόνο με αστυνομικά και κατασταλτικά μέτρα, τόσο αυτή θα γιγαντώνεται, θα πολλαπλασιάζεται και θα κυριαρχεί σε κάθε ατομικό και κοινωνικό πεδίο. Όσο διπλοκλειδώνουμε την εξώπορτα και αρνούμεθα ακόμη και να συζητήσουμε το πρόβλημα ως πρωτεύον και καθοριστικό, τόσο η βία κάθε μορφής θα κατακτά έδαφος και θα διεκδικεί κοινωνική και θεσμική αναγνώριση.

Αλήθεια, δεν σάς κάνει καμία εντύπωση το γεγονός, ότι μετά από τόσες συζητήσεις και αποκαλύψεις για την βία κατά των γυναικών,  η κακοποίηση και οι δολοφονίες συνεχίζονται με αμείωτο, αν όχι αυξανόμενο, ρυθμό; Δεν σάς εντυπωσιάζει ότι, παρά τα τόσα δήθεν μέτρα κατά τής οπαδικής βίας, τα φαινόμενα αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν αγριέψει τόσο που πενθούμε νεκρούς και βαρύτατα τραυματίες; Δεν ιδρώνει το αυτί σας όταν μικρά παιδιά, που έχουν τα πάντα στα πόδια τους και έναν  ολάκερο κόσμο στον υπολογιστή τους, κουβαλούν πάνω τους μαχαίρια και ρόπαλα και με την πρώτη ευκαιρία ξυλοκοπούν, μαχαιρώνουν και δολοφονούν; Σας ακούγεται φυσιολογικό να συνεχίζεται το μίσος, η λεκτική βία και ο εξευτελισμός των ομοφυλοφίλων, όταν ακόμη και στην βαθιά συντηρητική Αμερική κάποια πράγματα έχουν γίνει αποδεκτά και νόμιμα; Δεν σάς ενοχλεί καθόλου στο τέλος – τέλος το ότι, παρά την τόσο θεαματική τεχνολογική και οικονομική άνοδο, οι πράγματι πνευματικοί άνθρωποι αυτού τού τόπου μετρώνται στα δάκτυλα ενός χεριού; Το γεγονός ότι ζούμε ακόμη με τα πνευματικά καύσιμα περασμένων δεκαετιών, δεν χτυπά στα αυτιά σας σαν καμπάνα για ένα δύσκολο και ζοφερό Αύριο;

Εάν τίποτε από αυτά δεν σας αγγίζει, τότε είναι πράγματι κρίμα που χάσατε τον χρόνο σας διαβάζοντας αυτό το κείμενο, μπορείτε να συνεχίσετε ευτυχείς τον μακάριο βίο σας. Όμως δυστυχώς για όλους μας, (και η Ιστορία θα μπορούσε να είναι πολύ διδακτική επάνω σ’ αυτό), η βία δεν έχει αφέντες, δεν έχει όρια, δεν έχει φραγμούς και αναστολές, κάποια στιγμή θα κτυπήσει και την δική μας πόρτα.

Λυπάμαι να πω ότι ο αγαπητός Κάρολος έκανε λάθος, κάθε κυριαρχία τής βίας μέσα στην Ιστορία ξανά και ξανά, δεν αποτελεί μία φάρσα, οδηγεί πάντοτε σε μία τραγωδία. Και η βία, αυτή η πρωτόγονη και ζωώδης βία, σε όποια εποχή και αν εκδηλώνεται επιφέρει πάντοτε το ίδιο τραγικό και ανεπίστρεπτο αποτέλεσμα, την ακύρωση τής ίδιας τής ζωής.

Τόσο απλά και τόσο κοινότοπα.

Μάνος Τασάκος υπογραφή
5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments