Διαμοιρασμός τού Κειμένου
88Shares
Οχυρά κεντρική φωτο αρθρου

Έχω γράψει αρκετές φορές ότι, σε σχέση με την μικρή νεοελληνική μας ιστορία, διαθέτουμε ένα ογκώδες ποιητικό σώμα και, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, μία πλούσια ποιητική γραμματεία – πλούσια σε όγκο, ποιότητα, βάθος και τεχνική πρωτοπορία. Οι λόγοι είναι πολλοί και ποικίλοι, μα ο βασικότερος είναι ένας, η πυρετική εργασία μίας μεγάλης στρατιάς (ας μού συγχωρεθεί ο στρατιωτικός όρος) ποιητών και στοχαστών. Πρόκειται για εραστές τού κειμένου, (σε οποιαδήποτε μορφή), που εργάζονται αθόρυβα και συνεχώς επί χρόνια, που γράφουν ασταμάτητα, ακουμπούν με επιδόσεις αξιοπρεπείς όλα τα είδη τής λογοτεχνίας, διαθέτουν ένα επαρκέστατο πνευματικό υπόβαθρο και εν τέλει τροφοδοτούν το σύνολο τής λογοτεχνίας με κείμενα απαραίτητα σε αναγνώστες, ακαδημαϊκούς, κριτικούς, ιστορικούς και στοχαστές κάθε λογής. Συνήθως βρίσκονται στην αφάνεια, όχι μόνο γιατί η ελληνική κοινωνία τής φλούδας και τής επιφάνειας το μόνο που αναγνωρίζει είναι Νόμπελ και βραβεία κάθε είδους, αλλά κυρίως γιατί ο χαρακτήρας τους διαθέτει μία σεμνότητα αλλεργική στο φως των προβολέων και τούς επαίνους τής σατραπείας. Σε αντίθεση μάλιστα με πολλούς «διάσημους» τού ποιητικού λόγου που νοιάζονται για την αποδοχή τής μάζας, εκείνους τούς ενδιαφέρει το δύσκολο και ανεκτίμητο εύγε των σοφιστών, η σοβαρή κρίση, η ανάδειξη τού κειμένου και όχι τού προσώπου τους.

Παραδείγματα πολλά και ηχηρά. Τον Τέλλο Άγρα τον αναφέρουν όλες οι ανθολογίες ως ελάσσονα ποιητή, αλλά ξεχνούν ότι το κριτικό του έργο παραμένει αξεπέραστο ως τα σήμερα, αφήστε που ο χαρακτηρισμός για την ποιητική του τον αδικεί κατάφωρα. Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Λεοντάρης και πολλοί ακόμη, κατατάσσονται επίσης με ευκολία στους «δεύτερους», τους ελάσσονες, αλλά, μά την πίστη μου, υπάρχουν κάποια ποιήματά τους που ξεπερνούν σε αξία πολλά από εκείνα που θεωρούνται πρώτα και αναγνωρισμένα. Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, ξεχασμένος σήμερα, αλλά εάν διαβάσετε έστω κάποια από τα ταξιδιωτικά του κείμενα θα νιώσετε παρών σε ξένο τόπο, τόσο θερμή και πλαστική είναι η γλώσσα του. Φαίδρος Μπαρλάς, τον εξαφάνισε η πολιτική ορθότητα, μα διαβάστε το ολιγόστιχο «Και πάλι», ένα μικρό αριστούργημα. Θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες για όλους αυτούς τους δήθεν δεύτερους, αλλά η ουσία είναι μία – ο μεγάλος μόχθος όλων αυτών των εργατών τής τέχνης είναι που διαμόρφωσε σε ελάχιστο χρόνο ένα λογοτεχνικό σώμα πλούσιο, εντελώς έντεχνο και πολλές φορές πρωτοποριακό σε θεματική.

Τι αναδεικνύουν όλα τούτα; Πρωτίστως ένα συλλογικό έλλειμμα κρίσης, μία κριτική αναπηρία, την απουσία μίας κριτικής που θα έκρινε ένα έργο αντικειμενικά και ανεξάρτητα από συγκρίσεις με τα μεγάλα ποιητικά ονόματα. Πραγματική κριτική δεν έχουμε από την μεταπολίτευση και δώθε, έχουμε αναμασήματα, κείμενα γεμάτα με ασυναρτησίες και φιλολογικούς όρους, βαρετές ακαδημαϊκές διατριβές, αλλά πραγματική κριτική όχι. Στο όνομα ενός άκρατου υποκειμενισμού και μιάς δήθεν συγγραφικής ελευθερίας, είμαστε χορτάτοι από στίχους μίας χρήσης, από λόγο στερεότυπο, ξύλινο, άγευστο και άνοστο. Μέσα σε τούτο τον πολτό, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιότητες, να αναδείξεις αξίες, να διαχωρίσεις το ευτελές από το γνήσιο. Και κάπως έτσι, ετούτη η στρατιά που αναφέρω παραπάνω, όλο και μικραίνει, όλο και χάνεται, όλο και αποσύρεται στα βάθη μιάς ιδιότυπης μελαγχολίας.

Τον Γιώργο Δουατζή τον θυμάμαι αμυδρά από τις ειδήσεις τής τηλεόρασης. Στα δικά μου μάτια, (τα πολύ νεανικά και ίσως τα ιδιαίτερα αθώα εκείνη την εποχή), ξεχώριζε, όχι μόνο για την σοβαρότητά του και τους χαμηλούς τόνους, (άλλωστε τότε δεν είχαν ακόμη επικρατήσει οι κραυγές και οι κακόηχοι λαρυγγισμοί), όσο γιατί χωρίς λόγο και αιτία έβλεπα στο πρόσωπό του αποτυπωμένη μία ελαφρά θλίψη, μία εσωτερικότητα, μία εν τέλει μελαγχολία. Έμεινε ανεξίτηλη αυτή η εικόνα, παρά το ότι περάσαν πολλά χρόνια (φευ!) και πολύ νερό κύλισε από τότε στο αυλάκι τής τηλεόρασης και τής ελληνικής κοινωνίας.

Τον θυμήθηκα ξανά, ενήλικος πια, σε κάποια επίσκεψή μου σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο τής Αθήνας. Από ανάγκη για τα γραπτά μου, τα πρώτα ράφια που κοίταζα ήσαν πάντοτε εκείνα που φιλοξενούσαν ποίηση, μίζερα βέβαια τα περισσότερα, σκονισμένα, παρατημένα από τα χρόνια και από αναγνώστες. Κάπου εκεί ξεφύλλισα κάποια συλλογή του, δεν θυμάμαι πλέον τον τίτλο της. Όταν ασχολείσαι για χρόνια με την ποίηση, δεν είναι και τόσο δύσκολο να ξεχωρίσεις μία σπίθα, μία ποιότητα, ένα ενδιαφέρον κείμενο. Κάπου σημείωσα το όνομα, κάπου έβαλα μία υπενθύμιση για μελλοντική ασχολία με τον ποιητή, μα δυστυχώς για διάφορους λόγους πέρασαν χρόνια δίχως να πραγματοποιηθεί ετούτη η εσωτερική υπόσχεση.

Σήμερα νιώθω ότι εξοφλώ ένα μέρος τού χρέους.

Ο Δουατζής είναι πολυγράφος, άρα και το έργο του μεγάλο σε όγκο, δύσκολο να χωρέσει σε ένα μικρό αφιέρωμα. Σκέφτηκα λοιπόν να ξεκινήσω ανάποδα, από την τελευταία του συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε. Άλλωστε αγαπώ ιδιαίτερα τις συλλογές των ηλικιακών άκρων, εκείνη την πρωτόλεια την γεμάτη δύναμη, φιλοδοξία, φωτιά και επανάσταση και την άλλη τής ωριμότητας, τού αποστάγματος και του προσωπικού απολογισμού.

«Οχυρά» λοιπόν ο τίτλος τής συλλογής, εβδομήντα περίπου σελίδες κειμένου που δένουν σε μία καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις «στίξις».

Τυπικά πρόκειται για μία ποιητική συλλογή, αλλά προσωπικά μού δίνει περισσότερο την εντύπωση μιάς παρακαταθήκης, τής ανακεφαλαίωσης μιάς πορείας. Το δικαιούται αυτό ο Δουατζής; Ναι, μετά από πενήντα χρόνια γραφής το δικαιούται απολύτως απομένει να δούμε εάν ετούτη η παρακαταθήκη διαθέτει νόημα, προσανατολισμό και λογοτεχνική αξία.

Ας ξεκινήσω από τον τίτλο, άλλωστε σε μία ποιητική συλλογή και οι τίτλοι είναι στίχοι με την δική τους νοηματική. Εδώ έχω την αίσθηση ότι ο τίτλος δηλώνει με ακρίβεια το κεντρικό νήμα που διαπερνά το σύνολο των ποιημάτων. Ας ξεχάσουμε την αρχική σημασία τής λέξης «οχυρό», στην σημερινή γλώσσα ποια είναι τα σημαινόμενά της; Άμυνα, περίκλειστος χώρος και τόπος, σύνορο, τείχη, φράκτης, ανάχωμα, εμπόδιο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι σχεδόν σε όλα τα ποιήματα (περίπου πενήντα στο σύνολο) το θέμα είναι αυτό ακριβώς – όχι το Καβαφικό τείχος που εν αγνοία του(; ) σχεδόν ενταφιάζει τον Αλεξανδρινό, αλλά το άλλο, το επιλεγμένο, εκείνο που όλοι υψώνουμε κάποια στιγμή για να αποκλείσουμε τον Άλλον, τον ξένο, για να κρατήσουμε έξω εικόνες θλιβερές, να διώξουμε την λύπη, την στενοχώρια, την εισβολή τού διαφορετικού. Αυτή η θεματική τού Δουατζή δεν περιορίζεται βεβαίως στην σφαίρα τού ατομικού βίου, διογκούται και αγκαλιάζει κάθε είδους τείχος, σύνορο και αποκλεισμό.

Προσέξτε όμως εδώ κάτι σημαντικό – η χαμηλότονη κραυγή τού Δουατζή, (επιτρέψτε μου το οξύμωρο), δεν αναλίσκεται στα τετριμμένα, δεν είναι ένα σύνθημα πολιτικό ή γεωγραφικό, δεν περιορίζεται σε εκείνο το γλυκανάλατο “Να καταργηθούν όλα τα σύνορα και όλοι οι άνθρωποι να γίνουν ένα», όχι δα, ο Δουατζής μιλά πρωτίστως για σύνορα και τείχη νοητικά. Μιλά για το βλέμμα που αποστρέφουμε μπροστά στον ζητιάνο γιατί μάς ενοχλεί η δυστυχία του, μιλά για την αδιαφορία μπροστά στον θάνατο χιλιάδων γιατί «είναι μακριά από το σπίτι μας και δεν μάς αφορά», μιλά για το ότι το οχυρό που κτίζουμε γύρω  μας είναι θεμελιωμένο επάνω στην συνήθεια, την αποδοχή μιάς δήθεν κανονικότητας, την πίστη ότι έτσι είναι τα πράγματα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό.

Ποιο είναι το επαναστατικό σ’ αυτήν την άποψη; Και το ειρωνικό ταυτόχρονα; Το γεγονός ότι ο Δουατζής, δημοσιογράφος και ο ίδιος, αποδομεί και ακυρώνει πλήρως την παλιά και κυνική δημοσιογραφική αρχή – «όσο εγγύτερο στο σπίτι μας το γεγονός, τόσο πιο ενδιαφέρουσα η είδηση» και το αντίστροφο. Για τον ποιητή το παιδί είναι παιδί σε οποιοδήποτε μέρος τού κόσμου, σε οποιαδήποτε κοινωνία, σε οποιαδήποτε ήπειρο. Η απάθεια απέναντι στην ξένη δυστυχία δεν είναι εξέλιξη, αλλά από-ανθρωπισμός, στην ουσία σκοταδισμός.

Σας ακούγεται απλό; Ίσως αυτονόητο; Κι όμως, εάν το σκεφθείτε σε βάθος, αυτή η αποδοχή τής φρίκης, (αρκεί η φρίκη να είναι ξένη, απόμακρη, απλή τηλεοπτική εικόνα), φέρνει την ανθρωπότητα σε εποχές πρότερες ακόμη και τής Αναγέννησης. Ο πραγματικός μεσαίωνας, ο πραγματικός ζόφος δεν βρίσκεται στην εποχή εκείνη που ζει δίχως ηλεκτρικό ή κινητά τηλέφωνα, αλλά στην περίοδο που έχει εντελώς απολησμονήσει το χρέος της απέναντι στον συνάνθρωπο οποιουδήποτε χρώματος, φυλής, θρησκείας  και ιθαγένειας.

Αυτό λοιπόν δηλώνει ο τίτλος «οχυρά».  Ότι παρά την παγκοσμιοποίηση, παρά την φοβερή δυνατότητα επικοινωνίας με όλο τον πλανήτη, ή ίσως, και εξαιτίας αυτών, η φρίκη έγινε θέαμα τηλεοπτικό, αφορμή για σχολιασμό καφενείου, κάποτε ίσως και διασκέδαση, αφού για τον μικροαστό η δυστυχία τού Άλλου είναι ευπρόσδεκτη, καθώς τού υπενθυμίζει την δική του ασφάλεια και ευημερία.

Φυσικά η συλλογή δεν περιορίζεται μοναχά σε τούτη την αφύπνιση, θα ήταν αδύνατον μετά από τόσα χρόνια δημιουργίας, να μην υπάρχουν και ποιήματα υπαρξιακά, εσώτερα, ακόμη και ποιήματα που διαθέτουν αυτό που ο Ρένος Αποστολίδης ονόμαζε υπερρεαλισμό τού συναισθήματος. Θα δούμε παρακάτω κάποια δείγματα.

dou atzis

Ας δούμε ένα δεύτερο χαρακτηριστικό, επίσης κοινό για όλα τα κείμενα τής συλλογής. Γράφω την λέξη «κείμενα», καθώς τα περισσότερα είναι πεζόμορφα ποιήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν διαθέτουν ρυθμό, πλαστικότητα ή πρωτοτυπία. Κυρίως όμως έχουν εκείνο που ονομάζω «δημοσιογραφικό μέτρο», ας πω αμέσως τι εννοώ.

Είναι γνωστό ότι στην έντυπη δημοσιογραφία ο μεγάλος εχθρός είναι το περιττό, εκείνο που δεν έχει λόγο να υπάρχει σε μία είδηση, ο πλεονασμός. Υπάρχουν πολλά γνωστά ανέκδοτα με νέους δημοσιογράφους που έδωσαν στον αρχισυντάκτη τους ένα κείμενο-σεντόνι, για να τους επιστραφεί ένα μονόστηλο λίγων δεκάδων λέξεων. Ακριβώς αυτό το μέτρο, (στην ποίηση υπάρχουν πολλών ειδών «μέτρα»), υπάρχει και στα ποιήματα τής συλλογής. Τίποτε δεν περισσεύει, τίποτα δεν φλυαρεί. Θαρρείς και κάθε λέξη έχει περάσει από μία ιδιότυπη λεκτική ζυγοστάθμιση, έτσι που να αποκτά βάρος και νόημα μοναδικό. Από την εμπειρία μου μπορώ να πω ότι η λιτότητα τής γραφής σπανίζει στους ποιητές και για να υπάρξει απαιτεί πολλές ώρες κοπτορραπτικής και διαγραφής.

Προσοχή μοναχά, μην ταυτίσετε την λιτότητα με την λεξιπενία ή την γλωσσική ανεπάρκεια, όποιος κατέχει αισθητήριο κειμένου, αντιλαμβάνεται ότι ο Δουατζής διαθέτει και πνευματικό απόθεμα και παιδεία γλωσσική. Άλλωστε ηλικιακά η νιότη του βρίσκεται εγγύτερα σε ποιητές και πεζογράφους τής μεταπολεμικής γενεάς, εκείνη την εποχή το πλούσιο πνευματικό υπόβαθρο το καταλάβαινες ακόμη και στον έσχατο ποιητή, ήταν αδιανόητο τότε να γράφεις ποίηση δίχως να κατέχεις καλά γλώσσα, ιστορία και γραμματεία στο σύνολό της.

Διαφήμιση

Αρκετά όμως με την  θεωρία, ας δούμε από πιο κοντά κάποια δείγματα τής συλλογής (τυχαία η σειρά), κάποια που θεωρώ ότι διαθέτουν ισχυρό νοηματικό αποτύπωμα. θα προσπαθήσω να περιορίσω τα σχόλια στο ελάχιστο και να αποφύγω εντελώς τις φιλολογικές παρατηρήσεις. Σκοπός μας εδώ η πρώτη γνωριμία με τον ποιητή, τουλάχιστον για εκείνους που ακόμη δεν τον γνωρίζουν.

Η προμετωπίδα τής συλλογής είναι χαρακτηριστική, είναι αυτό κόκκινο νήμα που ολόκληρη την διαπερνά.

«Τού φόβου έρμαιο, καμαρώνεις για τα τείχη πού όρθωσες και τον απόρθητο εαυτό, αλλά ξεχνάς πως οι μεγάλες συναντήσεις δεν θέλουν οχυρά».

Δεν χρειάζεται σχολιασμό, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν διαπιστωτικό στίχο που λειτουργεί σαν αφετηρία για ολάκερη την συλλογή.

Γλύπτης

Πρέπει να σημειώσω ότι ο Γιώργος Δουατζής ασχολείται εντατικά και με την ζωγραφική. Αυτή η μικρή ωδή στην γλυπτική, κατ’ εμέ δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο πράγματι δημιουργός στην προσπάθειά του να εκφράσει το ανείπωτο, “ζηλεύει” κάθε μορφή τέχνης, κάθε εργαλείο διάφορο από το δικό του τής γλώσσας, θα ήθελε να έχει στην διάθεσή του το οπλοστάσιο όλων των τεχνών, μπάς και μπορέσει επιτέλους να πετύχει την ακρίβεια στην έκφραση, μήπως μπορέσει να μηδενίσει την απόσταση ανάμεσα σε κείνο που νιώθει και σκέφτεται και στην τελική έκφρασή του.

Αθανασία

Προσέξτε εδώ, ένα ποίημα κατ’ εξοχήν σαρκαστικό, προσέξτε και την γλώσσα που φλερτάρει με την καθαρεύουσα, καθώς αυτή είναι ιδανική να εκφράσει με ευγένεια νότες ειρωνικές. Σκληρή κριτική σε όσους δανείζονται μπόι, σε όσους αρέσκονται σε ευφημισμούς, σε όσους εκχωρούν την δική τους ζωή σε αλλότρια, στο όνομα μιας ιδέας και πίστης ματαιόδοξης. Θα μπορούσε να είναι και μία σάτιρα για τα προγονικά μεγαλεία που επικαλούμαστε συνεχώς, στην αρχαιότητα που νομίζουμε ότι μάς ψηλώνει, την ίδια ώρα που η αναγνωρίσιμη δική μας δημιουργία είναι ανύπαρκτη.

Ανασύσταση

Προσέξτε τώρα εδώ, το ποίημα δεν είναι χαρακτηριστικό τής υπόλοιπης γραφής, αλλά το επιλέγω για την πρωτοτυπία του και τα σπέρματα υπερρεαλισμού που εμπεριέχει. Η απουσία οποιασδήποτε στίξης προσδίδει στο ποίημα το “λαχάνιασμα” μιάς παρορμητικής γραφής, αυτόματη γραφή θα αναφωνούσαν οι εναπομείναντες υπερρεαλιστές, αλλά κάθε άλλο, το ποίημα δίνει αυτήν την εντύπωση, αλλά είναι επεξεργασμένο μεθοδικά. Στην ουσία του και παρά την ομοιογενή γραφή του, χωρίζεται σε δύο μέρη, το εντός τού ποιητικού υποκειμένου και την εκτός πραγματικότητα. Δείτε όμως το εξής παράδοξο – τόσο το εντός όσο και το εκτός κυριαρχούνται από την ποιητική ματιά, έναν ιδιότυπο ιμπρεσιονισμό, η επαναληπτικότητα για παράδειγμα, τόσο αποκρουστική ως ρουτίνα για τους περισσότερους, μετατρέπεται εδώ σε αισθητικό εργαλείο, το ηχόχρωμα επικυριαρχεί τού νοήματος, η εντύπωση απομένει στην μνήμη, ενώ το νόημα περνά απαρατήρητο και χάνεται. Ένα ιδιαίτερο ποίημα.

Μυρίζει ο θάνατος

Εδώ έχουμε στίχο έντονο και εντελώς αντιπροσωπευτικό τής συλλογής. Ένα σημείο είναι αξιοπρόσεκτο εδώ, εκείνο που δηλώνει την ακύρωση τής εμπειρίας και την επαναληπτικότητα τής φρίκης. Η γενιά των γονιών και τών παππούδων μας βίωσε την φρίκη τού πολέμου και τού θανάτου, αλλά αυτό ως αίσθηση δεν μεταδόθηκε και δεν εμπόδισε την επανάληψη. Μήπως μοναχά το βίωμα αποτρέπει; Έχει η ιστορική μνήμη την δύναμη να διορθώνει επικείμενα λάθη; Ιδού λοιπόν πώς αυτό το ποίημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην εκπαίδευση, ιδού οι πελώριες συζητήσεις που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μέσα στην σχολική αίθουσα με αφορμή έναν και μόνο στίχο.

Σιωπή

Η σιωπή είναι λέξη αγαπημένη τού Δουατζή, εμφανίζεται πολύ συχνά στα κείμενά του. Στο συγκεκριμένο ποίημα εμφανίζεται περισσότερο ως αντίδραση στο αντίθετό της, ως εκκωφαντική δήλωση απέναντι στην φλυαρία, την κενότητα, την φαυλότητα και την κενότητα. Όσο το κεραμεούν, το εύπεπτο και το ασήμαντο κυριαρχούν, όσο κερδίζουν έδαφος, τόσο η πνευματικότητα σιωπά, τόσο χάνει ακροατήριο, τόσο ακυρώνεται η χρήση της, η αξία της, η παρέμβασή της. Κατηγορούν πολλές φορές τους ελάχιστους άξιους πνευματικούς ανθρώπους που έχουν απομείνει πως φοβούνται να μιλήσουν. Μα δεν είναι φόβος. Είναι αγωνία μπάς και συναθροιστούν με το ευτελές, μήπως και η φωνή τους δεν μπορέσει να ξεχωρίσει και γίνει τελικά μία από τις πολλές. “Δεν αθροίστηκα...” περηφανεύεται ο Καβάφης και έχει δίκαιο. Για την δύναμη τής σιωπής θυμάμαι τώρα το γνωστό ποίημα τού Ρίτσου…

Στη δίκη τον ρώτησαν, τον ξαναρώτησαν...
Εκείνος ούτε λέξη. Τότε ο πρόεδρος
χτύπησε το κουδούνι δυνατά, φώναξε, οργίστηκε:
να γίνει ησυχία να μην ακούγεται η σιωπή του κατηγορούμενου!

Ναι, πολλές φορές και η σιωπή είναι ένα όπλο. Το μόνο που έχει απομείνει για να σώσει κάποιος την αξιοπρέπειά του.

Συνέχεια

Ένα πολύ όμορφο, μα και ιδιαίτερο ποίημα, κατ’ εμέ εξόχως μελαγχολικό. Ένα ποίημα για την ίδια την ζωή και το μοιραίο τέλος της. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε πινελιές ενός φιλοσοφικού στοχασμού, μια αναζήτηση για εκείνο που απομένει και το κυριότερο, ένα ερώτημα για το εάν τελικά απομένει κάτι πίσω. Ταυτόχρονα και μία ακύρωση τής ψευδαίσθησης ότι είμαστε μοναδικοί, ξεχωριστοί, ανυπέρβλητοι. Πολλά τα ερωτήματα μέσα σε ένα σχετικά μικρό ποίημα.

Δεν θα παραθέσω άλλα ποιήματα, λίγα μόνο επιλογικά.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Η συλλογή “Οχυρά” δεν το πιστεύω πως κλείνει την ποιητική διαδρομή τού Δουατζή, οι προσμονές για ένα νέο έργο ενός δημιουργού χάνονται μοναχά με την αποδημία του. Νομίζω όμως ότι στην συλλογή αυτή υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία από την βιοθεωρία του, την άποψή του για τον κόσμο και την στάση που πρέπει να κρατήσει η συνείδηση απέναντί του. Εδώ η λογοτεχνικότητα, η καλολογία, ή τεχνική και όλα τα υπόλοιπα ποιητικά συμπαρομαρτούντα έρχονται δεύτερα, το πρωτεύον είναι η ποιητική κραυγή που προσπαθεί να επαναφέρει την συνείδηση στους δρόμους τής αλληλεγγύης, τού ουμανισμού και εν τέλει τού εξανθρωπισμού. Επίτηδες δεν αναδημοσίευσα κάποια ποιήματα που αφορούν την συνείδηση τού ίδιου τού ποιητή, θα ήθελα ο αναγνώστης να τα ανακαλύψει μοναχός.

Βεβαίως η αναφορά σε μία και μόνο συλλογή ενός πολυγράφου ποιητή, τον αδικεί, αφαιρεί από την αξία του εκείνα που μπορεί να δώσει η γνώση τού συνόλου μιάς ποιητικής πορείας. Για όποιον ενδιαφέρεται, από τις εκδόσεις στίξις κυκλοφορεί το σύνολο των ποιημάτων του μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, από το 1971 έως και το 2021.

Ο Δουατζής ο ποιητής, ο Δουατζής ο ζωγράφος, ο Δουατζής ο δημοσιογράφος, αυτός ο στενός φίλος τού Τάσου Λειβαδίτη και σε πολλά αυθεντικός ερμηνευτής του, τυπικά ανήκει στην γενεά τού 70, αλλά αυτά όπως έχω κατ’ επανάληψη γράψει, δεν είναι παρά ακαδημαϊκές κατατμήσεις τού χρόνου δίχως παραπάνω αξία. Στην πραγματικότητα ο Δουατζής έρχεται από εκείνους τους παλαιούς ποιητικούς δρόμους, οπού η λογοτεχνικότητα, το βάθος τού στοχασμού και η γλώσσα είχαν ακόμη βάρος, δύναμη, αποτέλεσμα επί τής συνειδήσεως. Είναι σύγχρονος, αλλά τα όπλα του είναι παλαιά και διαχρονικά. Πιστεύει φανατικά την ποίηση, αλλά πιστεύει περισσότερο, (όπως και ο Λειβαδίτης και άλλοι τής μεταπολεμικής γενεάς) στον Άνθρωπο, στον καλό του εαυτό. Παρά ταύτα δεν τρέφει αυταπάτες, ξεύρει ότι η κοινωνία που ονειρευόμαστε όλοι εμείς οι ελάχιστοι εναπομείναντες, δεν θα έρθει σύντομα, σίγουρα δεν θα μάς εύρει ζωντανούς. Όμως όπως κάθε πνευματικός άνθρωπος, άλλη επιλογή δεν έχει από το να επιμένει, να παρεμβαίνει, να δείχνει τον δρόμο. Πνευματικός οδοδείκτης, μέρος και αυτός τής στρατιάς των στοχαστών που πλουτίζουν την γραμματεία μας και προσπαθούν να καλύψουν το πνευματικό κενό σε μία εποχή εξόχως αντιπνευματική.

Τώρα που το σκέφτομαι, το μελαγχολικό βλέμμα που διέκρινα τότε στον δημοσιογράφο, παραμένει το ίδιο και στον σημερινό ποιητή. Μα πώς αλλιώς; Και τότε και τώρα η πραγματικότητα παραμένει λίγο ή πολύ ίδια. Και ο καλός ποιητής είναι ο μόνος που δεν δικαιούται να έχει οχυρά στην επαφή του μαζί της. Ανοχύρωτος και μοναχός παλεύει να την ξορκίσει και να την αλλάξει. Στις περισσότερες των περιπτώσεων ματαιοπονεί. Και το ξέρει.

Μα θέλω να πιστεύω ότι κοιμάται ήσυχος, καθώς καλά γνωρίζει επίσης, ότι ακολούθησε πιστά τον αναρχικό εαυτό του, εκείνον δηλαδή που δεν αναγνωρίζει καμία άλλη αρχή πέρα από την συνείδησή του.

Και ετούτη η απλή αρχή θα έπρεπε να είναι προαπαιτούμενο για κάθε νέο άνθρωπο που ονειρεύεται να γενεί δημιουργός και ποιητής. Με λόγια απλά, αυτή είναι και η παρακαταθήκη που αφήνει με την ποίησή του ο Γιώργος Δουατζής και ιδιαίτερα με τούτη την συλλογή.

Και όπως συνηθίζω να γράφω σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι λίγο, είναι πολύ.

υπογραφη η
5 2 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
88Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments