Διαμοιρασμός τού Κειμένου
10Shares
Κάτω από τις στάχτες

Και καθώς η ζωή δεν είναι μόνο ποίηση και λογοτεχνία, (ευτυχώς ή δυστυχώς), ένα μικρό διάλειμμα σήμερα για να ρίξουμε μια ματιά στο τελευταίο πόνημα τού Μίμη Ανδρουλάκη, ένα  (αυτοβιογραφικό) βιβλίο με τίτλο «Κάτω από τις στάχτες».

Πριν πούμε δυο λόγια για το βιβλίο αυτό και το γιατί το θεώρησα τόσο σημαντικό ώστε να τού αφιερώσω αυτήν την μικρή αναφορά, ας μού επιτραπεί μία αυτοαναφορική σημείωση.

Σε ηλικία 14 ετών «γράφτηκα» στην ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, την οργάνωση νεολαίας τού τότε ΚΚΕ Εσωτερικού. Πρώτη χρονιά τής μεταπολίτευσης και ένα γύρω το περιβάλλον ήταν εκρηκτικό, δεν υπήρχε νέος τής εποχής που με τον έναν ή άλλο τρόπο να έμεινε ανεπηρέαστος από εκείνον τον οργασμό πολιτικής δράσης, οράματος και επαναστατικού οίστρου. Δεν ήταν μοναχά οι ενήλικες που ξέσπασαν τότε για την πτώση τής χούντας (βεβαίως όχι όλοι…), πολύ περισσότερο ήσαν οι μικρότερες ηλικίες που ασφυκτιούσαν ανάμεσα σε ένα στρατιωτικού τύπου σχολειό, (ιδιαίτερα στην περιφέρεια), οικογένειες ακραία συντηρητικές και την εκκλησία πανταχού παρούσα για την παρακολούθηση και την κατήχησή τους. Η συμμετοχή λοιπόν μικρών ηλικιών σε οργανώσεις νεολαίας δεν ήταν τότε κάτι το περίεργο ή το εξαιρετικό.

Δεν ήταν όμως μοναχά αυτό, στην άχαρη εκείνη εποχή, (το τέλος τού ψυχρού πολέμου απέχει ακόμη), είμασταν ακόμη πεισμένοι ότι οι μεγάλες αλλαγές μπορούν να επέλθουν μόνο μέσα από την συμμετοχή σε μαζικές και (κατά πλειονότητα) σε αριστερές οργανώσεις. Ακολούθησα λοιπόν κι εγώ εκείνο το ρεύμα για μεγάλο σχετικά διάστημα, (περίπου μια δεκαετία) και μπορώ σήμερα με σιγουριά να πω ότι η «θητεία» μου εκεί στάθηκε ένα μεγάλο σχολειό, απομυθοποίησε πρότυπα και άλλαξε εντελώς τον τρόπο που έβλεπα τον κόσμο και την πραγματικότητα. Το πώς και το γιατί είναι μάλλον θέμα κάποιου άλλου σημειώματος για τα τεκταινόμενα εκείνης τής εποχής.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Πρώτ’ απ’ όλα για να γενεί κατανοητό ότι το βιβλίο τού Μίμη Ανδρουλάκη, (ένα μεγάλο βιβλίο 624 σελίδων), απευθύνεται κυρίως στην δική μου γενεά, (τής μεταπολίτευσης) και την αμέσως προηγούμενη, εκείνη τού Πολυτεχνείου, ίσως και στην επόμενη τής δικής μου. Κανείς που δεν έχει ζήσει τις μέρες εκείνες, (και πολύ περισσότερο η σημερινή νεολαία), δεν θα μπορέσει να καταλάβει τα γραφόμενα από τον Ανδρουλάκη. Στο σημείο αυτό όμως είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση.

14565

Το «Κάτω από τις στάχτες» δεν είναι ένα βιβλίο για την ιστορία τής μεταπολίτευσης, θα έλεγα το εντελώς αντίθετο, είναι ένα βιβλίο με αποσπάσματα προσωπικής μνήμης, σκόρπια επεισόδια από την πολιτική δράση τού συγγραφέα, χαριτωμένα στιγμιότυπα τής παραπολιτικής – με άλλα λόγια το βιβλίο διαπερνά μεγάλη δόση υποκειμενισμού, μια ματιά από τα «μέσα» τής Αριστεράς, στην ουσία ένα προσωπικό ημερολόγιο με καταγραφές προσωπικών εντυπώσεων για πρόσωπα και πράγματα. Θα έλεγα ένα βιβλίο για την διαχείριση τής πολιτικής και όχι για την ίδια την πολιτική. Και κυρίως ένα βιβλίο για την Αριστερά τής μεταπολίτευσης.

Όσα λοιπόν περιγράφει ο Ανδρουλάκης τα θυμάμαι και τα θυμάμαι σχετικά καλά. Κι όμως, παρά τον ανάλαφρο χαρακτήρα τού βιβλίου, παρά τα ανέκδοτα στιγμιότυπα και τις χαριτωμένες συνομιλίες, η τελική γεύση είναι πικρή, πολύ πικρή. Κατά έναν επίσης περίεργο τρόπο τα όσα περιγράφονται και αναφέρονται ως παραπολιτικά στιγμιότυπα, είναι ακριβώς εκείνα που την δική μου γενεά την πλήγωσαν τότε, την αποθάρρυναν και τελικά την έστειλαν στην κατάθλιψη και στην ιδιώτευση.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Εάν οι δεκαετίες τού 50 και τού 60 στην Ελλάδα, (και όχι μόνο), ήσαν οι δεκαετίες μιάς έκρηξης στις τέχνες, (κυρίως λογοτεχνία και μουσική), οι δεκαετίες τού 70 και τού 80 ήσαν εκείνες μιάς εκρηκτικής πολιτικής δραστηριότητας. Εκείνο όμως που μάλλον είναι ακόμη πιο σημαντικό είναι πως η μεταπολίτευση σηματοδότησε και μία διχοτόμηση τής δικής μου γενεάς. Έως και το 1970 και 74 ζούσαμε μια άλλη πραγματικότητα – το σχολειό που πηγαίναμε ήταν σχεδόν φασιστικό με λαμπερές εξαιρέσεις, υπήρχαν ακόμη τα αρρένων και θηλέων, υπήρχε η καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα και φυσικά η ιστορική ορθογραφία, οι περιορισμοί στην οικογένεια ήσαν αποπνικτικοί, το βιβλίο ήταν το βασικό μέσο για να ξεφύγουμε από την ανοησία τής εκπαιδευτικής ύλης, η τεχνολογία στην Ελλάδα σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ η πολιτική (και οι πολιτικοί), περιβαλλόταν από έναν μύθο, απέναντί τους πολίτες και δημοσιογράφοι στέκονταν γεμάτοι δέος, σεβασμό και πολλές φορές υποτέλεια και δουλοπρέπεια.

Κληθήκαμε απότομα να περάσουμε σε μία εποχή με εντελώς διάφορα χαρακτηριστικά – τα σχολειά έγιναν μικτά, επιβλήθηκε η δημοτική και αργότερα το μονοτονικό, η τηλεόραση άρχισε να εκτοπίζει το βιβλίο, ο τρόπος εισαγωγής στα πανεπιστήμια μετά από δεκαετίες άλλαξε εντελώς, η τεχνολογία αναπτύχθηκε με ρυθμό ιλιγγιώδη, ενώ η πολιτική κατέβηκε από τον απόμακρο θρόνο της και ξεχύθηκε σε πεζοδρόμια και πλατείες. Όλα ετούτα (και πολλά ακόμη) ήταν ένα πολιτισμικό σοκ, μία μεταλλαγή που καθόρισε πολλούς από εμάς.

Παρά ταύτα, υπήρχε ακόμη μία αθωότητα, θα έλεγε κανείς μία αφέλεια. Οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν τότε στην πολιτική, (με οποιονδήποτε τρόπο), συμμετείχαν με μία ανιδιοτέλεια, με βαθιά την πίστη ότι προσφέρουν στην αλλαγή τής κοινωνίας και τού κόσμου ολόκληρου. Δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις, ιδιαίτερα στον χώρο τής Αριστεράς. Μαζί με εμένα, ήσαν χιλιάδες οι νέοι τής εποχής που θυσίασαν τότε πτυχία, σπουδές και καριέρες, προκειμένου να υπηρετήσουν έναν σκοπό, μια Ιδέα και ίσως μια ουτοπία.

Η πρώτη ρωγμή σε τούτη την αθωότητα έγινε με την σαρωτική επέλαση τού ΠΑΣΟΚ. Είμασταν ακόμη παιδιά τότε στην χούντα, αλλά λίγο ή πολύ, εμείς και οι οικογένειές μας ξέραμε ποιοι την υπηρέτησαν, ποιοι έπιναν νερό στο όνομά της και ποιοι πάτησαν επί πτωμάτων για να πετύχουν χρήμα και κοινωνική άνοδο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, (ήταν λίγο πριν από το 81 και την διαφαινόμενη σαρωτική νίκη τού ΠΑΣΟΚ), την μέρα που πέρασα έξω από τα γραφεία τού ΠΑΣΟΚ και την ουρά που περίμενε για να «γραφτεί» στις λίστες τού κόμματος, πρώτοι και καλύτεροι περίμεναν όλοι εκείνοι οι χαρακτηρισμένοι ως ακροδεξιοί μέσα στην επταετία. Ήταν η αρχή τού τέλους.

Με αυτά ως δεδομένα, ας έρθω τώρα στο βιβλίο τού Μίμη Ανδρουλάκη.

Ιδού ένα πρώτο ερώτημα λοιπόν. Σε ποιους απευθύνεται αυτό το βιβλίο; Στις πρώτες γενεές τής μεταπολίτευσης που με περισσή αφέλεια υπηρέτησαν τα κάθε λογής σχήματα τής Αριστεράς, ή εν γένει στον «δημοκρατικό» κόσμο, στο λεγόμενο δημοκρατικό τόξο; Θα έλεγε κανείς και στους δύο. Μόνο που οι πρώτοι απλώς θα επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους για την πολιτική εκείνης τής εποχής, ενώ οι δεύτεροι ελαφρά τη καρδία θα χαμογελάσουν και θα διασκεδάσουν με τα ευτράπελα που αναφέρει ο συγγραφέας τού βιβλίου.

Η γραφή είναι γρήγορη, τηλεοπτική θα έλεγε κανείς, το ένα επεισόδιο διαδέχεται ταχύτατα το επόμενο, ενώ πολλά από τα γραφόμενα είναι γαργαλιστικά, μια ματιά στην κλειδαρότρυπα τής πολιτικής, ένα χαριτωμένο κουτσομπολιό. Από τις σελίδες παρελαύνουν όλα τα γνωστά πρόσωπα τής Αριστεράς, ο Φλωράκης, (πρωτίστως), ο Κύρκος, ο Ηλιού, ο Κουναλάκης, ο Μπανιάς, ο Δρακόπουλος, πολλοί από το ΠΑΣΟΚ και δεκάδες ακόμη πρωταγωνιστές τής εποχής εκείνης. Δεν λείπουν και πρόσωπα από την Δεξιά, δεν λείπει ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, όπως και πολλά στελέχη τού τότε ΚΚΣΕ, (το κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης) με τα οποία φυσικά το ορθόδοξο ΚΚΕ είχε προνομιακή σχέση.

Γιατί λοιπόν πικρή η γεύση από όλα αυτά;

Δεν ξέρω τι ήθελε να πετύχει ο Ανδρουλάκης με το βιβλίο αυτό, ίσως ήθελε απλώς να διασώσει πιπεράτες λεπτομέρειες από την πολιτική του διαδρομή ή και να «εξανθρωπίσει» τα τότε ηγετικά στελέχη τής Αριστεράς, Δυστυχώς εκείνο που καταφέρνει είναι το εντελώς αντίθετο.

Από το βιβλίο απουσιάζει εντελώς η ίδια η πολιτική. Φυσικά ο συγγραφέας σωστά ισχυρίζεται ότι δεν γράφει ιστορικό δοκίμιο, αλλά όπως και να το κάνουμε, όταν ασχολείσαι με τα πιο κρίσιμα τριάντα χρόνια στην ιστορία τής χώρας, η πολιτική είναι παρούσα με τον έναν ή άλλο τρόπο, είναι αδύνατον να ξεφύγεις από αυτήν. Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια έγιναν τεράστιες αλλαγές, άνθρωποι μάτωσαν σε πεζοδρόμια, οι θεσμοί γύρισαν ανάποδα, με άλλα λόγια υπήρξε μία μεταμόρφωση, (καλή ή κακή θα το κρίνουν άλλοι), για τα ελληνικά μέτρα υπήρξε μία κοσμογονία. Κι όμως διαβάζοντας το βιβλίο, αποκτά κανείς την εντύπωση ότι η τότε Αριστερά ζει σε έναν μικρόκοσμο και ότι διαχειρίζεται τα τού οίκου της με μία εντελώς μηχανιστική και κοντόφθαλμη ματιά. Τίποτα το μεγαλειώδες ή το σοφό δεν προκύπτει για τον Χαρίλαο Φλωράκη, τίποτα το ιδιαίτερο για τον Λεωνίδα Κύρκο. Έχεις την εντύπωση στην διάρκεια τής ανάγνωσης ότι από το ένα πεζοδρόμιο περνά η Ιστορία και στο απέναντι πεζοδρόμιο η Αριστερά είναι χαμένη σε εμφύλιες διαμάχες και σε μία παντελή ανικανότητα να διαγνώσει τής ανάγκες τής κοινωνίας και τού απλού κόσμου. Ακόμη και στα «σοβαρά» τμήματα τού βιβλίου, όπως για παράδειγμα εκείνα που συνομιλούν οι αντιπροσωπείες τού ΚΚΕ και τού ΚΚΣΕ, νομίζεις ότι παρακολουθείς ένα άνευρο, βαρετό και εντελώς απολιτίκ θέατρο σκιών. Αριστερός λόγος δεν υπάρχει, μήτε πάθος, στελέχη τής Αριστεράς και τής Δεξιάς έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές.

Η ματιά τού ίδιου τού συγγραφέα είναι ψυχρή, αποστασιοποιημένη, απόμακρη, μοιάζει με την ματιά ενός στελέχους επιχείρησης που κάνει μία αποτίμηση τής θητείας του και θυμάται χαριτωμένα στιγμιότυπα από συνεδριάσεις και συναντήσεις. Και το κυριότερο, δεν υπάρχει ούτε μία αράδα στο βιβλίο, οπού ο συγγραφέας παίρνει θέση – ακόμη και στις γραμμές που εκδηλώνει κάποια πολιτική διαφωνία ή έναν ιδεολογικό προβληματισμό, αυτό γίνεται παρενθετικά, παράλληλα με την κομματική πορεία. Με άλλα λόγια – εάν κάτι επικυρώνεται περίτρανα από το βιβλίο αυτό, είναι εκείνο που πολλοί από εμάς υποψιαζόμασταν χρόνια τώρα, ότι δηλαδή η Αριστερά στην Ελλάδα έκανε τραγικά λάθη που τελικά την εξαφάνισαν και ότι οι περισσότεροι ηγέτες της ήσαν κατά πολύ κατώτεροι των περιστάσεων. Δυστυχώς.

Διαφήμιση

Από την άλλη, το καλό με το βιβλίο τού Μίμη Ανδρουλάκη, είναι ότι, αν και δεν ασχολείται με την πολιτική ιστορία, κατορθώνει και μάς δίνει πολλές απαντήσεις ακριβώς στο επίπεδο τής πολιτικής. Κατανοούμε ακόμη καλύτερα το πόσο καταστροφική υπήρξε η διάσπαση τού ΚΚΕ, καταλαβαίνουμε γιατί ήταν αδύνατη η δημιουργία μιας νέας μαζικής ΕΔΑ στην μεταπολίτευση, αντιλαμβανόμαστε την τραγικότητα τής Αριστεράς μέσα από την κραυγαλέα ανικανότητα και πολλές φορές τυφλότητα των ηγετών της. Για ακόμη μία φορά επιβεβαιώνεται το δίπολο τής αριστερής ιδεολογίας – από την μία μεριά ένας κομματικός μηχανισμός, μία νομενκλατούρα  που απλώς διαχειρίζεται τα γεγονότα και από την άλλη χιλιάδες ανιδιοτελείς αγωνιστές που είναι καταδικασμένοι κάποια στιγμή να μπουν στο περιθώριο τής ιστορίας και να αντιμετωπίσουν την διάψευση των οραμάτων τους. Όποια περίοδο τής νεοελληνικής ιστορίας και εάν πάρετε, αυτός ο διαχωρισμός είναι εξαντλητικά παρών και εξαιρετικά απογοητευτικός.

Για να είμαι όσο γίνεται πιο αντικειμενικός, παρακολούθησα και μία συνέντευξη τού Ανδρουλάκη, στο πλαίσιο προώθησης τού βιβλίου του στην τηλεόραση. Προσπάθησα να καταλάβω, εάν κάτω από τις χαριτωμένες αναφορές για πρόσωπα και πράγματα, υπάρχει κάτι πικρό που ενοχλεί και τον ίδιο, εάν και εκείνος πιστεύει ότι το ανιδιοτελές και η αθωότητα των γενεών τής μεταπολίτευσης χάθηκαν κάπου μέσα στην γραφειοκρατία τής Κουμουνδούρου και τού Περισσού. Ειλικρινά δεν διέκρινα κάτι τέτοιο, είναι αυτό που γράφω παραπάνω – ένα στέλεχος δημόσιου οργανισμού που τερμάτισε ευδοκίμως τής θητεία του και τώρα διασκεδάζει με τις αναμνήσεις του.

Πρέπει να το πω ακόμη πιο απλά για να γενεί κατανοητό και από εκείνους που δεν είχαν ποτέ κάποια εμπειρία από τις εσωκομματικές λειτουργίες τής Αριστεράς.

Προχωρώντας σε έναν κατά πολύ χονδροειδή διαχωρισμό, θα έλεγα ότι όσοι «στρατεύθηκαν» μετά την μεταπολίτευση στην Αριστερά, υπηρετούσαν δύο ποιότητες, δύο αξιακές περιοχές.

Οι πρώτοι ήσαν οι ιδεολόγοι, οι εντελώς ανιδιοτελείς, οι ονειροπόλοι. Αυτοί που ποτέ δεν είδαν την πολιτική ως επάγγελμα, δεν σκέφθηκαν ποτέ την εξαργύρωση τής προσφοράς τους και δεν διανοήθηκαν ποτέ τον οποιοδήποτε συμβιβασμό. Η πλειονότητά τους διαγράφτηκε νωρίς από τα κόμματα που συμμετείχαν, κατηγορήθηκε για δογματισμό, οπορτουνισμό και ό,τι άλλο μπορείτε να σκεφθείτε και στο τέλος η απογοήτευση ήταν τόση που οδήγησε σε παραίτηση η ιδιώτευση. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν κανείς από αυτούς δεν είναι γνωστός σήμερα, οι περισσότεροι παρέμειναν άγνωστοι και ανώνυμοι, είτε από υπερβολική σεμνότητα, είτε γιατί κανείς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την προσφορά και την εμπειρία τους.

Κι έπειτα ήσαν όλοι οι υπόλοιποι. Εκείνοι που παρασύρθηκαν από την μόδα τής εποχής και αξιακά δεν είχαν καμία σχέση με την Αριστερά, εκείνοι που είδαν από νωρίς την μοναδική ευκαιρία για εξαργύρωση και επαγγελματική αποκατάσταση, εκείνοι που αντιλαμβάνονταν την πολιτική ως απλή διαχείριση και τέλος εκείνοι που περιπαικτικά τούς φωνάζαμε πάντοτε ΟΦΑ, όπου φυσάει ο άνεμος δηλαδή, έρμαια και κόλακες τής εκάστοτε πλειοψηφίας.

Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Από τον πρώην γραμματέα κομμουνιστικής νεολαίας που κατέληξε σύμβουλος τής Δεξιάς, από γνωστό δημοσιογράφο, φανατικό πολέμιο τής Αριστεράς σήμερα, (ο οποίος μάλιστα μάς κουνούσε και το δάκτυλο στο Πανεπιστήμιο γιατί δεν είμασταν αρκετά επαναστάτες, τρομάρα του…), από γνωστό επίσης διασπαστή τής οργάνωσης τού Ρήγα Φεραίου το 77 που σήμερα υπηρετεί φανατικά την Νέα Δημοκρατία και χιλιάδες ακόμη. Και όταν γράφω για χιλιάδες το εννοώ. Θα μπορούσα να απαριθμώ ονόματα ολάκερη την μέρα από «επαναστάτες» που ξημεροβραδιάζονταν στους διαδρόμους υπουργών τού πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ και ανταμείφθηκαν με μία θέση στην δημόσια τηλεόραση, στα υπουργεία, στην Βουλή, ακόμη και σε έδρες εδώ και στην Ευρωβουλή. Σχεδόν πάντοτε με τα κόμματα τής Δεξιάς και τού ΠΑΣΟΚ, ποτέ με την Αριστερά.

Θα αναρωτηθεί κανείς – μα καλά δεν δικαιούται κάποιος ν’ αλλάξει άποψη, τοποθέτηση, ακόμη και ιδεολογία;

Απαντώ και αυτήν την φορά ας μού επιτραπεί να απαντήσω κατηγορηματικά και απόλυτα. Όχι. Όποιος βρέθηκε στην Αριστερά με επίγνωση, όποιος βρέθηκε εκεί μέσα από μόρφωση, παιδεία και χαρακτήρα, είναι αδύνατον να μετακινηθεί στην εντελώς αντίπερα όχθη. Μπορεί κάποια στιγμή να διαφωνήσει, μπορεί να απογοητευθεί, μπορεί να αποσυρθεί, μπορεί να ιδιωτεύσει. Δεν είναι δυνατόν όμως ποτέ να υπηρετήσει όλα εκείνα που εν επιγνώσει κατηγορούσε, δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί ολοκληρωτικά το όραμα που είχε για την κοινωνία και τον κόσμο. Εάν αυτό συμβεί σημαίνει ότι η ισότητα, ο ουμανισμός, η αλληλεγγύη και όλα εκείνα που συγκροτούν το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου πέρασαν από πάνω του επιδερμικά, δεν τον άγγιξαν πραγματικά, δεν ενσωματώθηκαν στην κουλτούρα του, στο προσωπικό σύστημα αξιών του, στην όλη του συμπεριφορά.

Τι πραγματικά συνέβη λοιπόν στην μεταπολίτευση; Μα τίποτε διαφορετικό από εκείνο που συμβαίνει πάντοτε στην Ελλάδα. Μία ακόμη χαμένη ευκαιρία, μία ακόμη επικράτηση του ασήμαντου επί τού σημαντικού και εν τέλει μία ακόμη νίκη τού παραπολιτικού έναντι τής πολιτικής. Ο Μίμης Ανδρουλάκης περιγράφει παραπολιτικά στιγμιότυπα ως διαλείμματα τής πολιτικής, αλλά πολύ φοβάμαι ότι στην ουσία αυτά ήσαν η κυρίαρχη πολιτική. Τα ζεϊμπέκικα τού Ανδρέα, το νεύμα και ο γάμος του με την Λιάνη, η προφορά τού Φλωράκη, ο αυταρχισμός τού Καραμανλή, τα ονειροπολήματα τού Κύρκου και άλλα παρόμοια. Και εάν εξαιρέσω κάποιες σημαντικές αλλαγές στα πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τού 80, τίποτε άλλο δεν έμεινε, τίποτε νέο δεν γεννήθηκε, καμία ριζική αλλαγή δεν έγινε σε θεσμούς, κράτος και κοινωνία.

Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σού μοιάζω, λέει η ποιήτρια και πολύ φοβούμαι ότι τούτος ο στίχος ταιριάζει απόλυτα και στην μεταπολίτευση. Οι (λιγοστοί) που ξεκίνησαν με ελπίδες, όνειρα και άποψη για να αλλάξουν τα κακώς κείμενα παραμερίστηκαν νωρίς και χάθηκαν από την πολιτική, την ίδια ώρα που η πλειονότητα των μικροαστών και τού προσωπικού συμφέροντος κατακτούσε τα κάστρα τόσο τής δεξιάς όσο και τής αριστεράς.

Το βιβλίο τού Ανδρουλάκη είναι χρήσιμο για όποιον θέλει να περάσει λίγες ώρες ευχάριστα, για εκείνον που έζησε τα χρόνια εκείνα και θέλει να θυμηθεί τα νιάτα του και για εκείνον που θα ήθελε να συμπληρώσει τις ψηφίδες τής μεταπολιτευτικής περιόδου. Μα για κάποιους από εμάς είναι απλώς μία υπενθύμιση και μία επιβεβαίωση για το πόσο εύκολα η ίδια η κοινωνία αλλάζει την κοίτη τού ποταμού και για το πόσο κατώτερη των περιστάσεων στάθηκε πάντα στην Ελλάδα η ηγεσία τής Αριστεράς, ανεξαρτήτως διαφορών και αποχρώσεων.

Screenshot 1 1
Θαυμάστε συντροφικότητα και ευγένεια…
Screenshot 2
Και ιδού η απάντηση, βεβαίως με την ίδια ευγένεια, την ίδια συντροφικότητα και προ πάντων με την ίδια παιδεία…

Είμαστε από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που δεν μπόρεσε ποτέ να συζητήσει νηφάλια και αντικειμενικά για την ιστορία της, τα καλά και τα κακά, τα λάθη και τις παραλείψεις. Η συζήτηση για την Ελληνική επανάσταση προκαλεί διχασμό, ο εμφύλιος το ίδιο, τα ίδια με την μεταπολίτευση, τα ίδια και με την ιστορία τής Αριστεράς. Δεν υπάρχει ιστορική αφήγηση αποδεκτή από όλους, δεν υπάρχει αυτοκριτική, μα δεν υπάρχουν πια και πνευματικά μεγέθη σε όλους τους πολιτικούς χώρους για να προκαλέσουν αναθεωρήσεις, αλλαγές και πολιτική σκέψη. Οι κρινόμενοι είναι πάντοτε και οι κρίνοντες. Κάθε διαφορετική φωνή πνίγεται εν τη γενέσει της, κάθε αίρεση καίγεται στην κομματική πυρά και πειθαρχία.

Για να καταλήγουμε. Αριστερά σημαίνει πάνω απ’ όλα και πρώτα  απ’ όλα Παιδεία, ασυμβίβαστη συνείδηση και ευγένεια προς το Άλλο, το διαφορετικό. Και οπωσδήποτε πολιτική και ιδεολογία, όραμα και αλλαγή.

Το «Κάτω από τις στάχτες» απλώς επιβεβαιώνει πως όλα τούτα ήσαν τελικά υπόθεση των λίγων, των ανιδιοτελών, των ονειροπόλων. Για τους πολλούς Αριστερά φαίνεται πως (ακόμη και σήμερα) συνεχίζει να σημαίνει κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων, παρασκήνιο, ίντριγκα, κομματική γραφειοκρατία και πειθαρχία.

Εξοργίζομαι ακόμη και σήμερα όταν βλέπω να κυριαρχούν στην δημόσια σφαίρα οι οσφυοκάμπτες και πάλαι ποτέ επαναστάτες, οι άδειοι από κάθε παιδεία και ικανότητα, οι καιροσκόποι τής μεταπολίτευσης, οι εξαργυρώσαντες το Πολυτεχνείο τού 73 και όλοι εκείνοι που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως πεδίο εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και επιδιώξεων. Μα πάνω απ’ όλα με εξοργίζει, (κι ας έχω απομακρυνθεί εδώ και χρόνια από τις αυταπάτες τής αλλαγής δια τής μάζας), όταν η Αριστερά γίνεται σημαία ευκαιρίας από αναστήματα μικρά, ασήμαντα και αμέτοχα παιδείας κάθε λογής.

Γιατί όσοι κάποτε πίστεψαν και ονειρεύτηκαν, ακόμη και μέσα στην παραίτηση και ιδιώτευσή τους, πάντα ελπίζουν στο άναμμα μιάς πυρκαγιάς.

In girum imus nocte et consumimur igni.

Μάνος Τασάκος υπογραφή
5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
10Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments