Διαμοιρασμός τού Κειμένου
410Shares
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχη,

ας ορίζη το αέρι τιμόνι, πανί,

τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,

είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί˙

η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα˙ ας το φέρη

όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

[  ]

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζη,

ασ’ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά˙

κι αν τριγύρω βογκά κι αν ψηλά συννεφιάζη,

κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά,

κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνη,

πάντα κάπου κρυφτή μια χαρά την προσμένει.

(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, 1920, «Τα Ποιήματα», Ίδρυμα Ουράνη)

Ο αποξεχασμένος πια Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, (μα και πόσοι ακόμη οι αποξεχασμένοι, αδίκως εκτός μόδας και εποχής!..), αποτελεί μοναχά την αφορμή για το σημερινό κείμενο. Βεβαίως θα δούμε κάποιους στίχους του, βεβαίως και θα μιλήσωμε για την ρομαντική και την σχολή τού συμβολισμού στην ποίηση, όμως με βάση ετούτα τα παλαιότερα ποιήματα, είναι σημαντική η ευκαιρία να ζυγιάσουμε κι κείνο που πλέον έχει σχεδόν χαθεί από την σημερινή ποίηση. Την ομοιοκαταληξία, το ομοιοτέλευτο ή αλλιώς (ιταλιστί) την περιβόητη ρίμα.

Λοιπόν, ας ξεκινήσωμε από την άποψη που στέκει εναντία στον ομοιοκατάληκτο στίχο. Περιληπτικά αναφέρω εδώ τα κύρια σημεία της, δεν είναι δα και πάμπολλα. Λένε λοιπόν όσοι θεωρούν την ρίμα πεθαμένο καλολογικό απομεινάρι…

«Η ομοιοκαταληξία είναι εφεύρημα των Αλεξανδρινών χρόνων, έως και ο Κοραής στάθηκε εχθρικός απέναντί της. Δεν είναι τίποτε άλλο από μία μέθοδος εύκολης απομνημόνευσης και ένα στολίδι τού στίχου, το αποτέλεσμα όμως είναι πως επιβάλλεται τού στίχου, αναγάγει την φόρμα σε πρωτεύον στοιχείο έναντι τού περιεχομένου και αδυνατίζει το συνολικό αποτέλεσμα. Πρόκειται στην ουσία για ένα ασφυκτικό κολάρο στην γραφίδα τού ποιητή που τον περιορίζει, τον καταδυναστεύει και τού αφαιρεί εκφραστικά μέσα. Ίσως είχε κάποιο νόημα στην ρομαντική ή Αθηναϊκή σχολή, όπου το καλολογικό ζήτημα ήταν σημαντικό και πρωτεύον, σήμερα όμως και ιδιαίτερα στην υπαρξιακή ποίηση συνιστά φόρμα εντελώς περιττή και ασύμβατη εν γένει με την σύγχρονη ποίηση…».

Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι εντελώς αβάσιμη αυτή η κριτική. Είναι γεγονός ότι ιδιαίτερα στην διάρκεια τού 19ου αιώνα η ομοιοκαταληξία έγινε συστατικό στοιχείο τού στίχου, σχεδόν καταναγκασμός. Και έτσι καθώς η ελληνική γλώσσα έχει κάμποσες ομόηχες λέξεις, το ομοιοκατάληκτο έγινε πολλές φορές και η αφορμή για την γελοιοποίηση τής ποίησης και των ποιητών. Όμως, πόσο δίκαιο είναι εκ τής υπερβολής να απορρίπτουμε ένα εκφραστικό μέσο;

Κατ΄ αρχάς, ας διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό. Για να είναι η ρίμα επιτυχημένη, (με άλλα λόγια: αισθητικά επιτυχημένη, για το νοηματικό μέρος θα μιλήσουμε πιο κάτω…), θα πρέπει να υπακούει σε ορισμένους κανόνες. Και οι κανόνες αυτοί ένα και μόνο σκοπό έχουν, να αποφύγουν την ευκολία, το άσκοπο συνταίριασμα, την βεβιασμένη ομοιοκαταληξία. Εάν ταιριάξεις δύο ομόηχες λέξεις δεν φτιάχνεις ποίημα, ή, για να το πω καλύτερα, δεν φτιάχνεις ποίημα, σκαρώνεις στιχάκια ημερολογίου. Η ρίμα θα πρέπει να είναι και πρωτότυπη, και αβίαστη και νοηματικά «γεμάτη». 

Δείτε για λίγο το ποίημα τής εισαγωγής. Τον ρυθμό του, τις εικόνες του, την μουσική του, την ελευθερία του. Μήτε μία στιγμή δεν μένεις στην ρίμα, ούτε ένα λεπτό δεν σ’ απασχολεί το εύστοχο τής ομοιοκαταληξίας. Όλα εδώ, (σε ένα από τα ευτυχέστερα ποιήματα τού Χατζόπουλου), συνταιριάζουν με τον λεύτερο αγέρα, την πορεία προς το άγνωστο, (και γι’ αυτό γοητευτικό…), προορισμό, την αισιοδοξία, την απαντοχή. Να το πετάξουμε το ποίημα στον κάλαθο γιατί είναι παλαιικό, γιατί μυρίζει συμβολισμό και 20ο αιώνα;

Φοβάμαι το εξής – στην πορεία προς μία ποίηση ουσιαστικότερη, βαθύτερη και τεχνικά αρτιότερη, μάλλον λησμονήσαμε ένα πολύ σημαντικό πεδίο τού ποιητικού λόγου, εκείνο τής αισθητικής απόλαυσης. Δεν θα ισχυριστώ πως είναι φυσικά το σημαντικότερο ή το πρωτεύον στον στίχο. Αλλά μήπως μέσα στην ολοκληρωτική επικράτηση τού ελεύθερου στίχου, ξεχάσαμε την μουσικότητα τού λόγου, το ελεγείο, τον ύμνο, την πλαστικότητα τής γλώσσας, τούς γλωσσοπλάστες ποιητές, την δημοτική ποίηση, τον ρυθμό εκείνο που συμβαδίζει με τα ανθρώπινα μέτρα, την ανθρώπινη ανάσα; Μήπως, εμποτίζοντας τον στίχο με φιλοσοφία και υπαρξιακή αγωνία, παραμελήσαμε την αισθητική του διάσταση;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Βεβαίως την ομοιοκαταληξία την ακολουθεί ακόμη ένας μύθος, ακόμη μία πλάνη, δήθεν πως είναι εναντία στις βαθύτερες έννοιες, δήθεν πως εχθρεύεται την υπαρξιακή ποίηση. Και όσοι τα υποστηρίζουν αυτά ελαφρά τη καρδία, λησμονούν το ομοιοκατάληκτο τού Καρυωτάκη, τού Βάρναλη, τού Σεφέρη και πολλών ακόμη. Θα έλεγα μάλιστα ότι στα ονόματα αυτά, η ισορροπία ανάμεσα σε φόρμα και περιεχόμενο είναι τόσο θαυμαστή, που μήτε για ένα λεπτό δεν αντιλαμβάνεσαι αντιπαλότητα, επισκιασμούς ή επικαλύψεις. Σε ορισμένα μάλιστα ποιήματα, όπως το πασίγνωστο πια «Θεατρίνοι Μ.Α» τού Σεφέρη, η ομοιοκαταληξία στον ενδεκασύλλαβο στίχο έρχεται επιβοηθητική τού ρυθμού και ολοκληρώνει τον αρχικό σκοπό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Θεατρίνοι, Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε

όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε

στήνουμε θέατρα και σκηνικά,

όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει

και τους θεατρίνους και το θεατρώνη

υποβολέα και μουσικούς

στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς!

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,

ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,

μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές

κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς

(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)

πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα

σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα

(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν; )

και τεντωμένα σαν τις χορδές

μιας λύρας που ολοένα βουίζει – δες

και την καρδιά μας: ένα σφουγγάρι,

στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι

πίνοντας το αίμα και τη χολή

και του τετράρχη και του ληστή.

(Το συγκεκριμένο ποίημα υπήρχε, τουλάχιστον έως το 2016 εάν δεν κάμω λάθος, στην τράπεζα θεμάτων τού υπουργείου παιδείας. Εάν δείτε τα ερωτήματα που απευθύνονται στους μαθητές μετά την ανάγνωσή του, θα κλάψετε κλάμα πικρό. Με τέτοια διδασκαλία τής ποίησης, είναι ν’ απορεί κανείς που υπάρχουν ακόμη λάτρεις της, έστω κι αυτοί οι ολίγοι που έχουν απομείνει.)

Ο Σεφέρης μάλιστα στο συγκεκριμένο δεν αρκείται στην απλή ομοιοκαταληξία, (από στίχο σε στίχο), μα πλέκει και την λεγόμενη ομοιοκαταληξία  με συνηχήσεις μέσα στον ίδιο στίχο, κάτι που κάμει το ποίημα ακόμη πιο ασθματικό, πιο έντονο, πιο γρήγορο, πιο αγωνιώδες. Πρόκειται πράγματι για ένα από τα καλύτερα ποιήματα στην νεοελληνική ποίηση που δεν χορταίνει κανείς να το διαβάζει ξανά και ξανά.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Τι σημαίνουν όλα τούτα πρακτικά για εκείνον που γράφει ποίηση, για εκείνον που σκέφτεται ν’ ασχοληθεί στα σοβαρά με τον ποιητικό λόγο; Κατά βάση δύο πράγματα.

Το πρώτο είναι πως καμία φόρμα στην ποίηση δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά προς κάποια άλλη, δεν υπάρχει εμφύλιος ανάμεσα στον ελεύθερο και στον ομοιοκατάληκτο στίχο. Μπορούν και οι δύο μορφές να υπηρετήσουν το ίδιο άξια τον στίχο, ο καλός ποιητής μπορεί με οποιονδήποτε από τους δύο τρόπους να αποδώσει το ζητούμενο και να πετύχει γνήσια εκφραστικά αποτελέσματα. Κάθε τεχνική έχει τις παγίδες της, τα αδιέξοδά της και τις δυσκολίες της. Παράλληλα, ας μην νομίσει κανείς ότι η ρίμα είναι εύκολη. Το αντίθετο, πολύ φοβάμαι μάλιστα ότι πολλοί υπηρέτες τού ελεύθερου στίχου στράφηκαν εκεί όχι από επιλογή, αλλά από αντιπάθεια προς τον κόπο που απαιτούσε η μελέτη τού μέτρου και της ομοιοκαταληξίας. Απαιτούνται ατελεύτητοι πειραματισμοί στην ρίμα – ιαμβικός ή ανάπαιστος; Ενδεκασύλλαβος ή ο δημώδης δεκαπεντασύλλαβος; Σονέτο ή παντούμ; Ή μήπως τίποτε από όλα αυτά και πειραματισμός με μικτές μορφές; Σημεία στίξης και διασκελισμοί χωρούν στον έμμετρο λόγο; Πότε, πώς και πού; Είναι το σονέτο κατάλληλο για την μη περιγραφική ποίηση; Μπορεί η αυστηρή φόρμα του να υπηρετήσει υπαρξιακές αναζητήσεις και σε ποιες στροφές από τις τέσσερις μπορούν να επέλθουν επιταχύνσεις και αποκορυφώσεις; Ομοιοκαταληξία σταυρωτή ή ζευγαρωτή;

Τα γράφω όλα αυτά για να γενεί κατανοητό πως η ποίηση και ιδιαίτερα η έμμετρη απαιτεί θηριώδη στοχασμό, (καλύτερα: προβληματισμό…), μελέτη, κατανόηση τής προσωδίας, τού μέτρου, τού ρυθμού, των συντακτικών προβλημάτων. Για να κατανοήσωμε πως η ευκολία με την οποία σήμερα γίνονται όλοι ποιητές, σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την άξια ποίηση.

Και το δεύτερο στοιχείο και εξίσου σημαντικό, είναι πως η ομοιοκαταληξία μπορεί να συγκροτήσει αυτοδύναμα νόημα βαθύ και απαιτητικό. Αυτό για να γενεί κατανοητό, θα το δούμε στην πράξη μέσα από στίχους σε επόμενη ενότητα.

Τέλος, ας σκεφτούμε και κάτι ακόμη που το θεωρώ σημαντικό. Η άποψη ότι η εποχή τού σονέτου ή της ρίμας γενικότερα πέρασε ανεπιστρεπτί, είναι εντελώς επιφανειακή και ρηχή, την ώρα μάλιστα που ισχύει ακριβώς το αντίθετο – ένα σονέτο την εποχή τού Μαβίλη ή ακόμη και τού Παλαμά, δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να μπολιαστεί με όλη την γνώση και την υπαρξιακή αγωνία τού σήμερα. Σήμερα όμως, το «πάντρεμα» παλαιότερων ποιητικών μορφών με τον γνωστικό και φιλοσοφικό πλούτο που έχουμε κατακτήσει στα χρόνια που πέρασαν, θα μπορούσε να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα και – γιατί όχι; – ν’ ανανεώσει εκφραστικά μέσα και ποιητικές τεχνικές. Για να μην υπολογίσουμε και την γλώσσα, (τόσο εμπλουτισμένη με έννοιες νέες, ανεξερεύνητες!..), την σύνταξη, την ανασύσταση τού μέτρου και τού ρυθμού.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Είναι γεγονός ότι η επικράτηση τού ελεύθερου στίχου τις τελευταίες δεκαετίες, δημιούργησε και ένα κενό στην μελέτη τής ρίμας και τής μετρικής. Εάν θελήσει κάποιος να περπατήσει στο ιδιαίτερα απαιτητικό πεδίο των μέτρων τού στίχου αναγκαστικά θα καταφύγει σε δοκίμια τού περασμένου αιώνα, τα οποία μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ κουραστικά, ακαδημαϊκά και ακατανόητα για τον νέο αναγνώστη. Σταύρου, Βουτιερίδης, Σαραλής και άλλοι, έκαμαν ό,τι καλύτερο, αλλά τα συγγράμματά τους έμειναν δίχως συνέχεια και δίχως αντίλογο. Πρόκειται για κενό στην ελληνική φιλολογία που κάποια στιγμή εκ των πραγμάτων θα πρέπει να πληρωθή. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς, που ακόμη και σήμερα πολλοί φιλόλογοι αντιπαθούν την ποίηση, (όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο…), καθώς την έχουν ταυτίσει με τροχαίους, ίαμβους, παρατονισμούς και παρηχήσεις. Η μελέτη και διδασκαλία, (ιδιαίτερα τής παλαιότερης έμμετρης ποίησης), χρειάζεται ανανέωση εκ βάθρων και έναν πολύ πιο σύγχρονο τρόπο προσέγγισης, μελέτης και μετάδοσης.

Πριν περάσουμε να δούμε κάποιους στίχους, ας προλάβω μία παρεξήγηση. Η αναφορά στην ομοιοκαταληξία, σε τίποτε δεν σημαίνει ότι ο ελεύθερος στίχος δεν μπορεί να διαθέτει και αρμονία, και ρυθμό και τα δικά του καλολογικά στοιχεία. Το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχουν ελευθερόστιχα ποιήματα τόσο αρμονικά δεμένα, τόσο ρυθμικά, που στο τέλος τής ανάγνωσής τους θα παίρναμε όρκο ότι είναι γραμμένα με ρίμα. Και το αντίστροφο. Υπάρχουν ομοιοκατάληκτα με τόσο αποτυχημένη ή εύκολη ρίμα που εξευτελίζουν πραγματικά κάθε έννοια ποιητική.

Τελικά η ρίμα έχει να κάμει μοναχά με την ευκολία απομνημόνευσης; Με την αρμονία των λέξεων; Θαρρώ πως είναι κάτι παραπάνω από αυτά. Νομίζω πως σχετίζεται με την προσωδία, (μελωδία), με την ανάγκη τής ακοής και τής ανάγνωσης να διαχωρίσει όσο γίνεται περισσότερο τον ποιητικό λόγο από τον άλλον, εκείνον τον κοινό που μιλούμε καθημερινά και που από την φύση του είναι περιοριστικός και λιτός.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Δείτε για παράδειγμα ένα απόσπασμα από ποίημα τού Χατζόπουλου…

[  ]

Μα τώρα πιο απ’ τον άνεμο

γοργός και πιο βογκώντας

απ’ τ’ αστραπόβροντα, βουνά

και βράχους ροβολώντας,

βραχνή φοβέρα στα στοιχειά

κι άγριος πολέμου κράχτης,

αφρόκοπος κι ασπέδιστος*

πηδάει ο καταρράχτης.

(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, «Ο Καταρράχτης», Πρώτα λυρικά, β’ έκδοση)

*  Ασπέδιστος είναι ο ασυγκράτητος, ο αχαλίνωτος.

Το ποίημα είναι ένα καθαρό δείγμα τής σχολής τού συμβολισμού, έχει διασκελισμούς, (το νόημα δηλαδή δεν ολοκληρώνεται στον στίχο, μα μεταφέρεται και στον επόμενο…), έχει χασμωδίες – μα για δείτε!… Πόσο καταφέρνει να δώσει την δύναμη, την ορμή, την ισοπεδωτική ορμή τού καταρράχτη, τής φύσης τής ίδιας. Και όλο αυτό το καταφέρνει μέσα από τον στακάτο οκτασύλλαβο στίχο και κυρίως μέσα από την χρήση λέξεων καίριων, ακριβών στην σημασία τους, κατάλληλων στην τοποθέτησή τους. Δείτε την λέξη ασπέδιστος πόσο πετυχημένα αποδίδει την εικόνα τής ορμής και τής αχαλίνωτης δύναμης. Και να σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν ποιητές (;) που απαρνούνται παρόμοιες λέξεις μόνο και μόνο γιατί δεν είναι τής δημοτικής. Ένας από τους δεκάδες λόγους για το επίπεδο τής ποίησης που βιώνουμε σήμερα, (σπεδίζω πάει να πει ότι βάζω λουριά  στα πόδια τού αλόγου, για να αποτρέψω ενδεχόμενο ποδοβολητό. Ασπέδιστος λοιπόν ο εντελώς ελεύθερος να περπατήσει, να τρέξει, να παρασύρει στο πέρασμά του, μεταφορικά να ισοπεδώσει κάθε τι στον δρόμο του. Πείτε μου εσείς, ποια λέξη θα απέδιδε επιτυχέστερα την δύναμη ενός καταρράχτη;).

Μήτε και μπορείτε να φαντασθείτε πόσες και πόσες παρόμοιες λέξεις θυσιάστηκαν στον ανόητο εμφύλιο δημοτικής και καθαρεύουσας. Και ταυτόχρονα πόσα εκφραστικά εργαλεία χάθηκαν από τον φανατισμό των δήθεν δημοτικιστών.

Και για να συγκρίνουμε «ομοειδή» θεματικά ποιήματα, (η σχεδόν…), ας δούμε ένα ανάλογο τού Ιάσονα Ιωαννίδη. Ανάλογο ως προς την ορμή, την φυσική ορμή, την ζωογόνο δύναμη τού νερού… σε ελεύθερο στίχο. Με τον δικό του ρυθμό…

Ήρθε το νερό…

Ήρθε το νερό μουγκρίζοντας,σ

σαν το ταύρο τού χωριού μας,

τον Καρά·

Ήρθε το νερό αφρίζοντας

σαν το άτι τού χωριού μας,

το Σαρή·

Ήρθε το νερό κι απλώθηκε

σαν τις δίπλες τού χορού μας

στην πλατέα!

Παίρνει το δρόμο τής ματιάς μας,

παίρνει το δρόμο τής καρδιάς μας,

παίρνει το δρόμο τού χωριού!

Στις μουριές μας έπλεξε

το θολό του δίχτυ…

Ήρθε το νερό,

με καλάμια και με χώμα.

Σήκωσε κρυφά τις θημωνιές,

τα γεφύρια φόρτωσε

στην πλατειά του ράχη –

και ξεκίνησε!..

(«Φλέβες τού ποταμού», 1958)

Για να δούμε. Το ένα ποίημα ομοιοκατάληκτο, το άλλο σε ελεύθερο στίχο. Μα υπηρετούν την καλή ποίηση και τα δύο το ίδιο. Το πρώτο με τον κλασικό 15σύλλαβο ίαμβο σπασμένο στην τομή τού στίχου, το δεύτερο με έναν ιδιαίτερο ρυθμό που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα την ρίμα και το μέτρο τού παρελθόντος. Και τα δύο διαθέτουν έξοχες εικόνες και κατορθώνουν όσο ελάχιστοι μεταγενέστεροι να αποδώσουν  την δύναμη και την λύτρωση που φέρνει το νερό.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Εάν σε κάτι υπερτερεί η ομοιοκατάληκτη ποίηση, είναι η στενή της συγγένεια με την μελωδία, το τραγούδι, τον μουσικό ρυθμό που δίδει στον στίχο και τον αντίστοιχο ρυθμό που δημιουργεί. Είτε μιλάμε για τον ενδεκασύλλαβο τού Σεφέρη, είτε για τον δημοφιλή και προεξάρχοντα στην δημοτική ποίηση δεκαπεντασύλλαβο, το αποτέλεσμα στα χέρια ενός καλού τεχνίτη είναι παρόμοιο – ρυθμός, μελωδία, μουσικότητα που μάς ωθεί να «τραγουδήσουμε» το ποίημα, να το απαγγείλουμε ερμηνευτικά, να το αφομοιώσουμε ταχύτερα, καθώς η ρίμα εντυπώνεται και απομνημονεύεται εύκολα, ακόμη ευκολότερα όταν είναι επιτυχημένη.

Συνηθίζουν οι κριτικοί και μελετητές τής φιλολογίας να κατατάσσουν τα περισσότερα ποιήματα τού Χατζόπουλου στην σχολή τού συμβολισμού και αυτό τυπικά είναι σωστό, καθώς άφθονες είναι οι μεταφορές και οι αναφορές σε σύμβολα κυρίως από το φυσικό περιβάλλον. Ας μην λησμονούμε και την εποχή που έζησε ο ποιητής, όπως και τις επιρροές του από το ευρωπαϊκό, (κυρίως Βόρειο) περιβάλλον, όπου πέρασε αρκετό διάστημα τής ζωής του.

Εάν όμως διαβάσετε προσεκτικά κάποια τουλάχιστον από τα ποιήματά του, θα αντιληφθείτε πως πίσω από τα πουλάκια που κελαηδούν και τις βαρκούλες που αρμενίζουν, υπάρχει ένα υπόστρωμα μελαγχολίας, ένα πρόδρομο έδαφος για την επόμενη ποιητική γενεά. Ο Χατζόπουλος πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση το 1920, η γενεά τού Καρυωτάκη έχει μόλις αρχίσει να ανατέλλει, (δυστυχώς για πολύ σύντομο διάστημα), όμως δανείζεται από τον Χατζόπουλου τον ήπιο πεσιμισμό, το παράδοξο πολλών ποιητικών του εικόνων, ακόμη και την τεχνική του. Βεβαίως πρόκειται για μία λογική εξέλιξη. Ο Χατζόπουλος, ιδιαίτερα εύπορος από οικογενειακή κληρονομιά, (παρά ταύτα ο πρώτος μεταφραστής τού Κομμουνιστικού μανιφέστου τού Μάρξ στην Ελλάδα το 1908), δεν βιώνει δυστυχία προσωπική, έχει την άνεση ταξιδιών στην Ευρώπη, λειτουργεί περισσότερο σαν παρατηρητής. Η μελαγχολία στους στίχους του είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι βιωματική, μήτε σκοτεινή, περισσότερο επέρχεται ως αποτέλεσμα συνείδησης ματαιότητας και θανάτου. Η επόμενη γενεά όμως, βιωματικά βυθισμένη μέσα σε τούτη την ματαιότητα και χτυπημένη από χίλιες μεριές, θα μετατρέψει τον ήπιο πεσιμισμό τού Χατζόπουλου σε φωτιά εσώτερη που κατακαίει, σε διαμαρτυρία, ακόμη και σε βλασφημία. Με αυτόν τον τρόπο και παρά το ότι τυπικά πολλά ποιήματά της, (της γενεάς του 20) δανείζονται υλικά τού συμβολισμού, ανεπίγνωστα ίσως πολλές φορές, ανοίγουν τον δρόμο στην απαιτητικότερη υπαρξιακή ποίηση και μάλιστα με τέτοια ένταση που ακόμη και σήμερα αυτή η ποίησή τους παραμένει επίκαιρη, άρα και διαχρονική.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Με άλλα λόγια, ο Χατζόπουλος ανήκει σ’ εκείνους τους πνευματικούς εργάτες, που, δίχως να έχουν κατακτήσει υψηλότατες κορυφές, έχουν παρόλα αυτά προχωρήσει σημαντικά την ποίηση σε τεχνικό και νοηματικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έχουν αποπειραθεί, (ο Χατζόπουλος τουλάχιστον με επιτυχία), να φέρουν σε ελληνικό έδαφος σημαντικές φωνές τής λογοτεχνίας και τού θεάτρου, (εκτός από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Χατζόπουλος μετέφρασε πολλά γνωστά θεατρικά έργα, ενώ έχει αφήσει πίσω του και σημαντική πρόζα).

Ας επαναφέρουμε λοιπόν το ερώτημα – έχει κάποιο νόημα σήμερα η ανάγνωση ποιητών όπως ο Χατζόπουλος, έχει κάποια σημασία η μελέτη έργων που πυροδοτούνται από αξίες και νάματα τού προηγούμενου αιώνα; Μήπως πράγματι πρόκειται για στίχο ξεπερασμένο, τόσο μορφικά, όσο και θεματικά;

Στην αναζήτηση σύγχρονων αξιών η επιστροφή σε ό,τι θετικό γέννησε το παρελθόν, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα. Εάν κάτι έχωμε απωλέσει, εάν κάτι έχουμε αφήσει πίσω μας με τρόπο τεχνητό, είναι η αισθαντικότητα, το όνειρο, την παρθενική ματιά στα πράγματα, η αθωότητα και η αγαθή προαίρεση. Ο κυνισμός, ο ρεαλισμός, η καχυποψία, είναι υλικά που έχουν γιγαντωθεί σήμερα στον στίχο και δικαίως – ο κόσμος εν πολλοίς και στα πιο αθώα μάτια έχει αποδειχθεί ιδιοτελής, υστερόβουλος και μισαλλόδοξος. Στον δρόμο αναζήτησης νέων οραμάτων, ποιος μπορεί ελαφρά τη καρδία, ν’ απορρίψει τις ασπίδες που χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι για να επιβιώσουν μέσα σε μία σκληρή πραγματικότητα; Ποιος μπορεί να απομείνει ασυγκίνητος απέναντι σε αξίες όπως η αλληλεγγύη, ο ουμανισμός, ο έρωτας, ο ρομαντισμός, η ευγενική συμπεριφορά; Και ποιος δεν θυμάται με νοσταλγία τα εφηβικά και νεανικά πάθη για ιδεολογίες και μανιφέστα, προτού ακόμη αυτά καταρρεύσουν από διαστρεβλώσεις και λάθη κάθε λογής;

Νομίζω ότι η σχετικά παλαιότερη λογοτεχνία μπορεί ακόμη να επωμιστεί αυτόν τον σκληρό ρόλο, με τον ίδιο τρόπο που το κάμουν, για παράδειγμα, οι παλιές ελληνικές ταινίες τού ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Τις βλέπωμε και τις ξαναβλέπωμε – δεν είναι μόνο οι διάλογοι που είναι εξαιρετικοί, είναι κυρίως το ότι ανακαλούν αταβιστικά μέσα μας μια αθωότητα και μία ευγένεια που έχουν πλέον χαθεί.

Είναι όμως άραγε μόνο αυτό;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, (1868-1920), βάδισε στα χνάρια πολλών γνωστών ποιητών, προγενέστερων και μεταγενέστερων. Έχοντας λύσει από νωρίς το βιοποριστικό του πρόβλημα, (μεγάλη η κληρονομιά γής που παρέλαβε), εγκαταλείπει την δικηγορία και αφοσιώνεται στην λογοτεχνία. Η πορεία του θα συγχρονιστεί με τις αλλαγές στην Ευρώπη, μεταλλαγές κυρίως κοινωνικές και πολιτικές. Ασπάζεται τον σοσιαλισμό, τον δημοτικισμό. Μα κυρίως γράφει και πεθαίνοντας, (άδοξα από τροφική δηλητηρίαση επάνω στο καράβι για Ιταλία), αφήνει πίσω του έργο πλούσιο σε ποίηση, πρόζα, κριτική και οπωσδήποτε μεταφράσεις – αυτές οι τελευταίες μάλιστα συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στην ανανέωση τού θεατρικού ρεπερτορίου στην Ελλάδα, που μέχρι τότε αντλούσε την θεματική του από το ελαφρύ γαλλικό θέατρο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αξιόλογο είναι και το πεζογραφικό έργο τού Χατζόπουλου, είναι πολλοί μάλιστα εκείνοι που πιστεύουν ότι το “Φθινόπωρο” υπερτερεί ακόμη και τής ποίησής του. Γνώμη μου είναι πως κινείται στο ίδιο περίπου επίπεδο, αλλά έτσι κι αλλιώς σήμερα θα σταθούμε μοναχά στα ποιητικά του κείμενα.

Η κρίση μας για το έργο του θα πρέπει να υπολογίσει και το περιβάλλον τής εποχής του. Όταν ο Χατζόπουλος ξεκινά την ενασχόλησή του με την λογοτεχνία, ο Παλαμάς είναι ήδη γνωστός και η κυριαρχία του στα ελληνικά γράμματα είναι εμφανής. Πριν από αυτόν δεν υπάρχουν αξιόλογα ονόματα στην ποίηση, (Σολωμός, Κάλβος, Κρυστάλλης, Βαλαωρίτης και λιγοστοί ακόμη είναι οι εξαιρέσεις), στην ουσία το ποιητικό σώμα τής νεότερης Ελλάδας έχει μόλις ξεκινήσει να διαμορφώνεται. Στα χρόνια μετά τον θάνατο τού Χατζόπουλου θα απογειωθεί, η πυκνότητα και το βάθος του θα πολλαπλασιαστούν, οι δεκαετίες από το 1920 έως και το 1970 θα αποδειχθούν οι πλέον γόνιμες ποιητικά. Όμως όλα τούτα είναι ακόμη πολύ μακρινά για τον νεαρό Χατζόπουλο, που όπως είναι φυσικό ξεκινά με τις παρακαταθήκες που βρίσκει εμπρός του – ρομαντισμός, ομοιοκαταληξία, υπερβολική καλολογία, ηθογραφία. Τα πρώτα του ποιήματα έχουν έντονα αυτά τα χαρακτηριστικά.

Δείτε για παράδειγμα το πρώτο του ποίημα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1884, ο Χατζόπουλος δηλαδή τόγραψε σε ηλικία 16 ετών…

Ἔλα Ξανθή

Ἔλα ξανθὴ ἀγάπη μου, ἡ αρνάδα σου σὲ κράζει

πέρα στὴν ἀκροποταμιά, στὰ πράσινα λειβάδια,

τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, ποὺ πιάνει νὰ βραδιάζει

τώρα π᾿ ἀρχίσαν στὶς βοσκὲς νὰ βγαίνουν τὰ κοπάδια.

Νὰ δεῖς τ᾿ ἀρνάκι ποὺ πηδᾷ τριγύρω στὴ βρυσούλα,

καὶ πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.

Διαφήμιση

Θυμήσου μία φορὰ κι ἐμεῖς σὰν εἴμαστε παιδάκια

πῶς παίζαμε τρελὰ-τρελὰ μὲς στ᾿ ἄγρια λουλούδια,

θυμήσου πῶς σοῦ στόλιζα τ᾿ ὁλόχρυσα μαλλάκια.

Θυμήσου πόσα σοῦ ῾λεγα καὶ μοῦ ῾λεγες τραγούδια.

Τὰ χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σὰν μ᾿ ἀντικρύζεις

τὰ γαλανὰ τὰ μάτια σου ἀλλοῦθε τὰ γυρίζεις.

(1884)

Εφηβικό, πρωτόλειο, ακόμη στην ποίηση κυριαρχούν τα πουλάκια και τα λουλούδια. Φυσικά γραμμένο στην ασφάλεια τού ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Παρά το αδιάφορο θέμα όμως, το ποίημα διαθέτει ρυθμό σωστό και μέτρο ισορροπημένο.

Κάποια χαρακτηριστικά δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ τον Χατζόπουλο, όμως σταδιακά θα στραφεί σε οκτασύλλαβο και ενδεκασύλλαβο, ενώ ακόμη και όταν, (στο πλαίσιο ενός συμβολισμού), περιγράφει φυσικά αντικείμενα και τοπία, ο στίχος γίνεται πιο μελαγχολικός, χαμηλότονος. Η θνητότητα και η σκιά τού θανάτου έχουν αρχίσει να παίρνουν θέση μόνιμη στην ποίησή του.

Χιονισμένη νύχτα

Πλατιά το χιόνι στρώθηκε

Σε κάμπους και σε δάση,

Γυάλινα κάστρα τα βουνά,

Λευκό όνειρο η πλάση.

Κι απάνου τους βαθειά, βουβή

Νύχτα, παταγωμένη·

Δεν αναδύεται κλαδί,

Πνοή δεν ανασαίνει.

Ούτε προβάτου βέλασμα,

Ούτε ένα κλάμα γκιώνη,

Γύρω παντού ένα σάβανον

Απλώνεται το χιόνι.

Κι από ψηλά στην άπειρη

Κι άλαλη αυτή κρυάδα

Ταχνό φεγγάρι ολότρεμο

Σα νεκρική λαμπάδα.

Και αλλού…

[  ]

Ω τα γλυκά μουχρώματα,

Τα θαμπά τα χαραμέρια,*

Με τα τρεμοφεγγίσματα,

Με τα θολά ταστέρια.

Ω ρόδων ξεψυχίσματα

Τα κρύα, ταχνά βράδια,

Ωιμέ, χαμένα απόφεγγα

Μές στα βαθιά σκοτάδια.

Ω των ονείρων πλάνεμα

Μες στις θαμπές τις πάχνες,

Ω φτερουγιάσματα πιασμένα

Στις αθώρητες αράχνες!

(Χαραμέρι, το λυκαυγές, η χαραυγή. Ανύπαρκτη η βιβλιογραφία λεξικών νεοελληνικής ποίησης. Και πόσο θα βοηθούσε για να διαβάσει ένας νεότερος Παπαδιαμάντη, Κάλβο, Βιζυηνό, ακόμη και Σικελιανό. Μα ποιος να ενδιαφερθεί και ποιος να το εκδώσει…).

Βεβαίως στα παραπάνω και σε άλλα πολλά παρόμοια, δεν υπάρχει το βιωματικό στοιχείο τού Καρυωτάκη, ο τόνος είναι ακόμη λίγο πομπώδης και ο στίχος κάπως διανοητικός. Με προσεκτική ανάγνωση πάντως, κάποιος μπορεί να δει τα πρόδρομα στοιχεία τής ερχόμενης γενιάς τού μεσοπολέμου. Μπορεί η οικονομική άνεση και η διαβίωση στο εξωτερικό να προστάτευαν τον Χατζόπουλο από τις καθημερινές βιοτικές αγωνίες, όμως η στάση του δεν ήταν εκείνη τής απομόνωσης και τής απόσυρσης από τα δρώμενα. Πήρε μέρος ακόμη και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο τού 1897, κάτι που αποτέλεσε πηγή μεγάλης απογοήτευσης και αιτία ιδεολογικής στροφής προς τον μαρξισμό.

Είναι ακριβώς το ίδιο που έχω γράψει κατά καιρούς για τον Καρυωτάκη. Οι ποιητές δεν σηκώνονται ένα πρωί θλιμμένοι και μελαγχολικοί, όπως και ο Χατζόπουλος δεν πέρασε από τα πρώτα ρομαντικά ποιήματα στα πεισιθάνατα από ιδιοτροπία και μόδα· είναι το περιβάλλον, η πραγματικότητα η ίδια που μεταλλάσσουν συνειδήσεις, που διαμορφώνουν συμπεριφορές, που καταβάλλουν τούς ανήσυχους ανθρώπους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Στο σημείο αυτό ας πούμε δυο λόγια και για το ρεύμα τού συμβολισμού που διαπέρασε όλες τις τέχνες, αλλά ιδιαίτερα την ποίηση. Πολλά από τα ποιήματα τού Χατζόπουλου γράφτηκαν κάτω από την επιρροή αυτού τού κινήματος.

Κατ’ αρχάς. Ας διευκρινίσουμε κάτι. Όλα αυτά τα ρεύματα που ονοματίζονται με την κατάληξη -ισμός, δεν είναι τίποτε άλλο από τα αποτυπώματα στην εξελικτική ιστορία τής ποίησης και τής τέχνης, συνήθως μάλιστα το επόμενο αποτελεί αντίδραση και απάντηση στο προηγούμενο ρεύμα που κυριαρχεί. Κατά τον ίδιο τρόπο ο συμβολισμός θεωρήθηκε μία ηχηρή απάντηση στον ρομαντισμό και στον ρεαλισμό που προηγήθηκαν, ακριβώς γιατί κάποια στιγμή προέκυψε η ανάγκη η ποίηση να μιλήσει για τα μεγάλα και ζέοντα και να ξεφύγει από την ηθογραφία και το ανάλατο τού ρομαντισμού. Με τον συμβολισμό, η ποίηση παύει να είναι ένα καταπραϋντικό και μία φυγή από τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο και ξεκινά να μιλά για όλα εκείνα που τον κατατρύχουν και κυρίως  για τον θάνατο. Βεβαίως δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στις μεταβάσεις και πολλά ποιήματα συμβολιστών ακόμη «πάσχουν» από παιδικές ασθένειες τής ποίησης, αλλά πάντως η γαλλική κυρίως ποίηση των Μπωντλέρ, Μαλαρμέ, Βερλαίν, Ρεμπώ, όπως και τού Πόε από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο ότι ταράζουν τα νερά και υπεισέρχονται πλέον με ένταση σε ζητήματα διαχρονικά και σημαντικά για την ύπαρξη.

Είναι δύσκολο να μεταπηδήσει η ποίηση, (ιδιαίτερα στην Ελλάδα), από τον Κρυστάλλη στον Καρυωτάκη, η εξέλιξη απαιτεί ενδιάμεσους μετεωρισμούς.  Με την έννοια αυτή η ποίηση τού Χατζόπουλου αποτέλεσε την γέφυρα, την μετάβαση προς την αναρχική ποίηση τής γενεάς τού 20. Στοιχεία τού συμβολισμού παραμένουν και εδώ, αλλά πλέον τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους, ο καταγγελτικός λόγος περισσεύει, οι ιδέες ξεδιπλώνονται ανεμπόδιστα και δίχως μετωνυμίες, η απόσταση από την κοινωνία που κτίζεται τότε είναι σαφής και έντονη. Βεβαίως, όπως έχουμε γράψει και αλλού, ο αποδεκατισμός τής γενεάς τού 20 μαζί με άλλα εξωποιητικά στοιχεία, επανάφεραν τα πράγματα σε τάξη, η γενεά τού 20 αποξεχάστηκε και πολιτιστικό σύμβολο τής νεοελληνικής κοινωνίας έγινε η γενεά τού 30, με όλα τα θετικά και αρνητικά της.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Αλλά έχωμε ξεφύγει πολύ μπροστά. Οι απαρχές τού 20ου αιώνα απέχουν ποιητικά πολύ από τον μεσοπόλεμο και την μεταπολεμική γενεά.

Σταδιακά ο στίχος τού Χατζόπουλου βαθαίνει. Εάν εξαιρέσουμε κάποια ποιήματα που γράφτηκαν «στρατευμένα» στα ιδεώδη τού σοσιαλισμού, (άξια αρκετά από αυτά, όπως το «Ένα Παραμύθι», παρά το ότι φλυαρεί αρκετά σε κάποια σημεία), τα ποιήματά του γίνονται όλο και πιο πικρά, κάποτε μυστηριώδη και μεταφυσικά, πάντοτε όμως μελαγχολικά και σκιασμένα από την θνητότητα και την ματαιοπονία τής ανθρώπινης προσπάθειας για έναν καλύτερο κόσμο.

Ένα από τα ωραιότερα, αλλά κατά την γνώμη μου και πιο απόκοσμα ποιήματα τού Χατζόπουλου, είναι το ποίημα «Οι τρεις» από την συλλογή «Στο γύρισμα τού δρόμου». Ο ίδιος ο τίτλος είναι περίεργος και μπορεί να παραπέμψει σε πολλαπλούς συμβολισμούς. Ακόμη όμως και εάν κανείς θελήσει να δει το ποίημα με ματιά ρεαλιστική, αυτό παραμένει ένα από τα πλέον περίεργα και θα έλεγα «διαφορετικά» ποιήματα τού Χατζόπουλου. Είναι μεγάλο σε έκταση και γι’ αυτό θα παραθέσω εδώ μόνο τους πρώτους και τελευταίους στίχους…

Περάσανε κι οι τρεις και ήταν φτωχοί,

περάσαν οι τρεις τους μοναχοί

και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.

Τους είδανε που ερχόνταν τα παιδιά

και στάθηκαν και κοίταξαν: και οι τρεις

κουρέλια φορούσανε, και οι τρεις

σκονισμένα είχαν τα πόδια και γυμνά,

κι ήταν ως να ερχόνταν από αλαργινά.

Και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου

και δε ρώτησαν· μα ήταν, ως στεκόνταν,

σα να πρόσμεναν, σα να ονειρευόνταν,

σα να βλέπαν ψηλά τον ουρανό,

σα να κοίταζαν πέρα το βουνό.

Και δε ρώτησαν, μόνο σκύψαν πάλι

το κεφάλι κι έφυγαν ξανά

και χάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.

[  ]

Καθώς σίμωναν κάτω στο γιαλό —

Και πηγαίναν με βήμα σιγαλό

και πηγαίναν αργά και πάντα αργά.

Μια στιγμή κάποιος είπε: πιο γοργά!

Μα το βήμα να τρέξει δεν γοργά,

λες κανείς τους δε βιάζεται να φτάση

στο γιαλό που τον φώτισε η αυγή.

Ο ήλιος απ’ τα βύθη που θα βγη

ρόδα πυρά έχει στα νερά κρεμάσει,

μα αυτοί σκυφτοί πηγαίνουνε και αργοί,

σα να ‘χει η μέρα μέσα τους πνιγεί

κι έχει η βραδιά στα μάτια τους φωλιάσει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Χατζόπουλος πιστεύει βαθιά στον σοσιαλισμό, εκείνον όμως τον πρώιμο, τον σχεδόν αθώο και ουτοπικό, εκείνον που δεν πρόλαβε να μολυνθεί από μεταγενέστερες διαστρεβλώσεις και μεταλλαγές. Με τα μάτια μικρού παιδιού και με την βαθιά μόρφωση ενός μεγαλοαστού, προσπαθεί να υπηρετήσει όσο καλύτερα μπορεί το ιδανικό του, να τού δώσει ποιητική υπόσταση, να αφυπνίσει συνειδήσεις. Να σημειώσουμε εδώ ότι, όταν ο Χατζόπουλος μετά από πιέσεις φεύγει από την Γερμανία και έρχεται στην Ελλάδα για να ηγηθή του σοσιαλιστικού κινήματος, παθαίνει βαρύ ψυχολογικό τραυματισμό. Μαθημένος από το εργατικό κίνημα στην Γερμανία, στην Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπος με δολοπλοκίες, βρισιές, συντροφικά μαχαιρώματα και πλήρη αμορφωσιά από τα μέλη των οργανώσεων. Όταν μάλιστα σε κάποια συνεδρίαση ένας μεθυσμένος (!) από τους συγκεντρωμένους άρχισε να τον βρίζει σκαιότατα, εγκατέλειψε την προσπάθεια και μήτε που επέστρεψε ποτέ.

Η πένα του μπορεί να μην φτάνει τόσο βαθιά όσο εκείνη τής επόμενης γενεάς, αλλά οπωσδήποτε τα ποιήματά του, (τραγούδια τα ονοματίζει κάποιες φορές), ταράζουν το άνυδρο λογοτεχνικό τοπίο.

Σε κάποια από τα τελευταία ποιήματά του γίνεται σχεδόν μοιρολάτρης, ο θάνατος τον εμποδίζει να αφεθή ακόμη και στις πιο προσωπικές στιγμές, καθώς το θεωρεί, (όπως και είναι), την αναπόφευκτη κατάληξη όλων των φυσικών πραγμάτων.

Έλα, με ρόδα τού φθινόπωρου

να στεφανώσω τα μαλλιά σου,

αυτά ταιριάζουν ομορφότερα

στη χλομιασμένη ομορφιά σου.

Να τα κοιτάζω που τριγύρω σου

θα πέφτουνε ξεφυλλισμένα,

όπως ολόγυρα στη νιότη σου

τόσα όνειρά μου είδα σβησμένα.

Έλα, με ρόδα τού φθινόπωρου

να στεφανώσω τα μαλλιά σου,

αυτά ταιριάζουν ομορφότερα

στη μαραμένη ομορφιά σου.

[  ]

Και ναύρω στα χλωμά τα χείλη σου

και ναύρης στο πικρό μου στόμα

όση ευωδιά κρυφή σού απόμεινε,

όσον καημό φυλάω ακόμα.

Ενώ ο βοριάς φυσώντας γύρω μας

με την πνοή του παγωμένη

θα τραγουδάη στην αγάπη μας

το θάνατο που την προσμένη.

Ας προσπαθήσωμε μία ανακεφαλαίωση.

Η ποίηση τού Χατζόπουλου, (τουλάχιστον αρκετοί από τους στίχους του), διαθέτει την ατμόσφαιρα ενός ονείρου. Και όπως συμβαίνει και στα όνειρα, πολλά από τα γραφόμενα είναι θολά, ακαθόριστα, σκιές – περισσότερο ατμόσφαιρα παρά κίνηση ή στοχασμός. Τα χαρακτηριστικά πολλών ποιητών τής εποχής, (μα και μεταγενέστερων) είναι εξακολουθητικά παρόντα – οι τάσεις φυγής, οι μικροί φυσικοί παράδεισοι, ο πλατωνικός έρωτας, η μόνιμη θλίψη από το επερχόμενο τού θανάτου ή τής απώλειας.

Και ας είμεθα ειλικρινείς. Μέσα στην σημερινή πραγματικότητα όπου τίποτε δεν εκτιμάται εάν δεν διαθέτει ύλη και αμεσότητα αποτελέσματος, παρόμοια ποιήματα ομοιάζουν άκαιρα, ανώφελα, εντελώς εκτός εποχής. Φυσικά δεν φταίει μοναχά το ομοιοκατάληκτο τού στίχου. Είναι κυρίως το γεγονός ότι έχουμε διαγράψει από την καθημερινότητα το περιττό, την αισθητική τού πνεύματος, την απόλαυση μιάς εικόνας ή ενός συναισθήματος. Τα ενδιάμεσα στάδια έχουν καταργηθεί, οτιδήποτε δεν οδηγεί με ταχύτητα στον προορισμό, θεωρείται απώλεια χρόνου. Εάν πάτε σε ένα μουσείο, σπάνια θα δείτε ανθρώπους να σπαταλούν χρόνο συζητώντας για τα εκθέματα, η περιδιάβασή τους είναι παρόμοια με μια επίσκεψη στο ΙΚΕΑ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΠΟΥΛΟΣ
Ο ανδριάντας του σε πλατεία τού Αγρινίου, την γενέτειρά του (agrinioreport.com)

Κι όμως. Η ποίηση πολλών αλλοτινών ποιητών αποτελεί ένα μοναδικό εργαλείο αισθητικής προσέγγισης τού κόσμου γύρω μας, ένα μοναδικό μονοπάτι γιομάτο από όμορφες εικόνες και προσμονές. Για να την διαβάσει όμως κανείς και να την απολαύσει, θα πρέπει να επαναφέρει στον καθημερινό του βίο απαιτήσεις αισθητικής που έχουν χαθεί. Δεν ισχυρίζομαι ότι η ποίηση τού Χατζόπουλου είναι κορυφαία ή ότι ανταποκρίνεται σε όλες τις πνευματικές ανάγκες τού σημερινού αναγνώστη. Καλύπτει όμως ένα σημαντικό μέρος τους και διαθέτει μία ευγένεια που πλέον έχει οριστικά απέλθει από τον σημερινό στίχο.

Δεν έχωμε πολλούς σημαντικούς ποιητές στην σύντομη νεοελληνική ιστορία. Εκείνος που θα ήθελε στα ράφια τής βιβλιοθήκης του να αθροίζονται οι καλύτερες στιγμές στον ελληνικό στίχο, είναι καλό να συμπεριλάβει στις προμήθειές του και την επίτομη έκδοση από το Ίδρυμα Ουράνη. Η εισαγωγή δεν αποτελεί το ευτυχέστερο προοίμιο στην ποιητική τού Χατζόπουλου, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Στην ανάγνωση των ποιημάτων δεν θα προβληματιστείτε ιδιαίτερα, δεν θα ταυτιστείτε με καταστάσεις δράματος, δεν θα εύρετε απαντήσεις σε υπαρξιακά προβλήματα. Είναι όμως βέβαιο ότι θα αναπολήσετε μία εποχή, οπού η αισθητική είχε πρωτεύοντα ρόλο στην καθημερινότητα, ακόμη και όταν η ασχήμια περίσσευε στην κακοποιημένη αυτή χώρα.

Όσο για το ομοιοκατάληκτο; Προσωπικά δεν τεμαχίζω την ποίηση, δεν το πιστεύω ότι κάποια από τα εργαλεία της θα πρέπει οριστικά να εξοβελιστούν από την εργαλειοθήκη των νέων ποιητών. Οι καρικατούρες ποιητών τού παλαιού ελληνικού κινηματογράφου μάς έχουν πείσει ότι η ρίμα είναι κάτι το ευτελές, κάτι που μπορεί να σχηματίσει ο καθείς, ένα ανέκδοτο παρέας για να περνά η ώρα. Συμβαίνει το εντελώς αντίθετο, ο έμμετρος στίχος είναι από τους δυσκολότερους και πιο απαιτητικούς. Και δυστυχώς έχω την βεβαιότητα πως εάν υποχρεώσετε την πλειονότητα των σημερινών ποιητών να γράψει ένα αξιοπρεπές σονέτο ή απλώς ένα ομοιοκατάληκτο ποίημα, θα αποτύχει εντελώς. Βλέπετε, στον ελεύθερο στίχο χωρούν όλοι, έχουν τόσο ξεχειλώσει τα κριτήρια ποιότητάς του που δεν μπορεί πλέον να υπάρξει καμία διάκριση αξιοσύνης.

Είναι ισχυρή η άποψη στην λογοτεχνική και ακαδημαϊκή κοινότητα, ότι η πύκνωση τού άξιου ποιητικού λόγου στον μεσοπόλεμο και στον μεταπόλεμο, οφείλεται στις πολύ δυνατές πυροδοτήσεις εκείνων των εποχών και ότι σήμερα, (εποχή γενικά μιάς κάποιας ευημερίας), η ποίηση δεν διαθέτει πηγές που θα πυροδοτήσουν έναν καλό στίχο.

Επιφανειακά η άποψη αυτή έχει μία δόση αλήθειας, οι έντονες ιστορικές στιγμές πάντοτε προκαλούν έναν οργασμό στις τέχνες. Αυτά όμως μοναχά στην επιφάνεια. Στην πραγματικότητα η ευημερία στηρίζεται σε ξύλινα πόδια, τα υπαρξιακά προβλήματα είναι πολλαπλασιασμένα, οι ανισότητες σε όλο τον πλανήτη έχουν αυξηθεί, τα προσωπικά αδιέξοδα, παρά την κατανάλωση και τις υλικές απολαβές, είναι σε παροξυσμό. Για να μην αναφερθούμε στα προβλήματα δημοκρατίας που είναι πλέον εμφανέστατα σε ολόκληρο τον κόσμο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Εκείνο που απουσιάζει είναι η διεισδυτική ματιά τού ποιητή, τού καλλιεργημένου ανθρώπου που θα τα προσεγγίσει όλα αυτά βιωματικά, (δηλαδή με πόνο ψυχής) και θα τα μετουσιώσει σε τέχνη. Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Εκείνο που ατόνησε δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η άγρυπνη συνείδηση, η καλλιέργεια, η αισθητική, ο σεβασμός στην πνευματική δημιουργία. Κατορθώσαμε, (και πείσαμε), τις νέες γενιές πως τα μόνα που αξίζουν είναι η κατοχή ιδιοκτησίας, η δόξα, τα γρόσια, τα αυτοκίνητα και τα κινητά τηλέφωνα. Μέσα από τις δικές μας συμπεριφορές, βίωσαν και ενστερνίστηκαν την περιφρόνηση προς κάθε τι το πνευματικό που δεν αποδίδει μισθούς, μίζες, παροχές, επιδόματα. Το σχολειό έγινε αγγαρεία, (μα και πάντοτε ήταν) και προθάλαμος για την εύρεση εργασίας. Δεν έχω ακούσει έναν, (αριθμητικά 1!..) από τους λεγόμενους πνευματικούς μας που ακκίζονται ολημερίς στα μεγάλα βιβλιοπωλεία και στις εκδηλώσεις να προφέρει την πιο απλή, την πλέον αυτονόητη φράση για μία μία πολιτισμένη χώρα – «Το παν είναι η ορθή συνείδηση και η ανυποχώρητη στάση προς οτιδήποτε την προσβάλλει, την μειώνει, την ελαχιστοποιεί».

Μήτε ένας. Και προ πάντων μήτε ένας που, και χωρίς να το προφέρει, δίδει το ανάλογο παράδειγμα με την στάση ζωής του.

Και μετά αναρωτιέται ο κύριος Βαγενάς για το παράδοξο τού Καρυωτάκη και γιατί μετά από έναν περίπου αιώνα εξακολουθεί να μένει επίκαιρος, διαχρονικός, ζωντανός…

TASAKOS SIGNATURE HURRY

5 4 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
410Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments