Διαμοιρασμός τού Κειμένου
47Shares
ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΣΥΓΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

[  ]

Κι αφού πια τότε θα ’ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις

ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,

θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,

κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.

(Κώστας Καρυωτάκης, «Ένα ξερό δαφνόφυλλο», απόσπασμα)

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ

(Μάνος Χατζιδάκις και Νίκος Γκάτσος, «Κεμάλ»)

«Eνώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες… Ή η ζωή.»

(Δημήτρης Χορν, πηγή https://www.andro.gr/)

Αυτή η κεφαλή γιατί εξέχει;

Αυτή η συνείδηση γιατί παραφωνεί;

Επανακτήσατε την συμμετρία,

επαναφέρατε την τάξη,

την αρμονία και χάριν τής ομοιομορφίας!

(Στράτος Κοντόπουλος, Ανέκδοτα Β’)1

Περίεργη σύζευξη. Ευλόγως μπορεί ν’ αναρωτηθεί κανείς – το σχέση μπορεί να έχει ένας εμβληματικός ποιητής τού μεσοπολέμου με μία μουσική ιδιοφυία, και αυτοί με την σειρά τους, ποια περίεργη σύγκραση μπορούν να διεκδικήσουν με την χαρισματική, αλέγρα και φαινομενικά εξωστρεφή προσωπικότητα ενός θεατρανθρώπου τόσο σημαντικού μεγέθους;

Για την ελληνική πολιτεία και, τολμώ να πώ, για την ελληνική κοινωνία και οι τρεις τους αποτελούν εξέχουσες κεφαλές, με πρόσημο όμως μάλλον αρνητικό. Οι αρνητές τού Καρυωτάκη, (δεν είναι τώρα η ώρα να μιλήσουμε για την σχέση του με την γενεά τού 30)2, κατάφεραν και εδραίωσαν το μύθευμα ενός ανθρώπου σχεδόν ψυχασθενούς, αρρωστημένα ευαίσθητου, τοξικομανούς και συφιλιδικού που τελικά δεν άντεξε τις επερχόμενες συνέπειες των καταχρήσεών του και αυτοκτόνησε. Οι απαιτήσεις τού Χατζιδάκι για ένα ακροατήριο εκπαιδευμένο στην μουσική ακρόαση, μεταφράστηκαν σε ελιτισμό και υπερφίαλη ματαιοδοξία. Όσο για τον Χορν – πριν από λίγες ημέρες άκουσα τυχαία την Άννα Φόνσου σε μία παλαιότερη εκπομπή, (νομίζω «Καλλιτεχνικό καφενείο η ονομασία της), όπου μίλησε για τον σημαντικό ηθοποιό με εντελώς απαξιωτικό τρόπο, κατηγορώντας τον για αριστοκρατική αντίληψη τής τέχνης και για ευκαιριακές και σπάνιες εμφανίσεις στο θέατρο, (τα λέει αυτά η Άννα Φόνσου που εκ τής θέσεώς της θα έπρεπε να γνωρίζει  ότι ο Χορν πρωταγωνίστησε σε πάνω από εκατό θεατρικά έργα από πολύ μικρή ηλικία. Και όταν λέμε έργα εννοούμε έργα κυρίως τού κλασικού ρεπερτορίου και όχι κωμωδίες τής σειράς).

Είναι στ’ αλήθεια η μελαγχολία, το spleen, ακόμη και η κατάθλιψη μία γονιδιακή ανωμαλία, που συναντάται συχνότερα στους ανθρώπους τής Τέχνης; Είναι η Ελληνική πραγματικότητα από ιδρύσεως κράτους, (για να περιοριστούμε στα δικά μας διαμερίσματα), τόσο λαμπρή, τόσο ιδανική ώστε οι αρνητές της να κατατάσσονται αυτομάτως ως όντα περίεργα που δεν μπορούν να αντιληφθούν ετούτη την τρελή χαρά που στριφογυρίζει γύρω τους;

Στην ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, (ιστορία γραμμένη κυρίως από «συστημικούς» διανοούμενους), έχουν εδραιωθεί εδώ και δεκαετίες μύθοι και κρίσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και η παραδοξότητα τού Καρυωτάκη είναι ένας από αυτούς.

Ας ξεκινήσωμε από εκείνα που αντικειμενικώς δεν αμφισβητούνται, δηλαδή τα στοιχεία τής ελληνικής πραγματικότητας την εποχή τού Καρυωτάκη, τού Χατζιδάκι, αλλά και τού Χορν. Ο χρόνος δεν τεμαχίζεται και δεν αυτονομείται κατά περιόδους και έτσι πολλά χαρακτηριστικά από το 1830 έως και σήμερα, δεν είναι απλώς παρόμοια, είναι ίδια, απαράλλαχτα και κρατούντα. Έχωμε λοιπόν ένα κράτος συγκεντρωτικό, ανελέητο στους πολιτικούς αντιπάλους και κατά διαστήματα στηριγμένο σε παρακρατικούς μηχανισμούς. Ένα κράτος που ενδιαφέρεται μοναχά για χρήμα, δημόσια έργα και προμήθειες και αδιαφορεί παντελώς, (η προσαρμόζει κατά το συμφέρον του), για την παιδεία, τον πολιτισμό, την βελτίωση τής κοινωνικής συμπεριφοράς. Ένα κράτος που δείχνει να δικαιολογεί την ύπαρξή του μόνο και μόνο για την αποκατάσταση των κομματικών οπαδών, των στελεχών του και των πλέον προνομιούχων. Ένα κράτος με άλλα λόγια που βαδίζει με μοναδικό σκοπό το νιτερέσο και το χρήμα.

Κι όμως το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το εντελώς απογοητευτικό είναι πως τούτο το κράτος δεν είναι παρά η αντανάκλαση ενός κοινωνικού συνόλου, (ή έστω τής συντριπτικής πλειονότητάς του), που είναι εκπαιδευμένο και εθισμένο στα ίδια προτάγματα, στις ίδιες προτεραιότητες. Για πολιτεία και κοινωνία οι ποιητές, οι θεατρίνοι, οι καλλιτέχνες γενικότερα, δεν είναι παρά ένα αναγκαίο κακό που οριακά δίδει άλλοθι σε κρατικές και κοινωνικές πρακτικές διαφθοράς και αυταρχισμού. ΟΙ άνθρωποι τής τέχνης είναι κατά περιόδους περίεργοι, αλλοπαρμένοι, αιθεροβάμονες, σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν σχιζοφρενικοί. Αυτή η άποψη διαχέεται και εκφράζεται παντού – αρκεί να δει κανείς, για παράδειγμα, το πως αντιμετωπίζει η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου τους ποιητές, πρόκειται για καρικατούρες, χαρακτήρες στα όρια τού γελοίου, άνθρωποι εκτός τόπου και χρόνου.

Το περίεργο (;) είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις ετούτη η σκληρότητα και περιφρόνηση, χαρακτηρίζει ή έστω αχνοφέγγει, ακόμη και σε ανθρώπους που ανήκουν στον χώρο τού πολιτισμού. Ο Καρυωτάκης απομένει εντελώς ανάδελφος, όταν δέχεται σκληρότατη κριτική ακόμη και από ομοτέχνους του που ανήκουν στην Αριστερά. Ο Βάρναλης μιλά με ιδιαίτερη ειρωνεία και σκληρότητα  για τον Ρώμο Φιλύρα όταν τον επισκέπτεται στο φρενοκομείο. Στον Καρυωτάκη θα αμφισβητήσουν ακόμη και την ποιητική του ύπαρξη και δεν είναι μοναχά ο Δημαράς και ο Θεοτοκάς που στέκονται επικεφαλής σ’ αυτήν την προσπάθεια εξαφάνισής του. Ο Χορν θα απομείνει για πάντα με την ρετσινιά τού ελιτισμού και τής στενής φιλίας του με τον Καραμανλή, παρά το ότι ο ίδιος έχει δηλώσει την συμπάθειά του για πρόσωπα τής άλλης όχθης όπως η Μερκούρη, η Δαμανάκη και η Παπαρήγα. Όσο για τον Χατζιδάκι, (αφού δύσκολα μπορούν να αμφισβητήσουν το ταλέντο και την ευφυία του), μετά και από την τελευταία του συνέντευξη θα τον κατατάξουν στους περίεργους και εκκεντρικούς καλλιτέχνες, οπού οι απόψεις τους αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση και αναγκαστική ανοχή.

Με δύο λόγια – όλοι οι παραπάνω, αλλά και ολίγοι ακόμη με παρόμοια χαρακτηριστικά, αντιμετωπίζονται ως δημιουργήματα ενός ελαττωματικού γονιδιώματος, ως ξένα σώματα μέσα σε μία κοινωνία που αντιδρά πολλές φορές και βίαια όταν αντιλαμβάνεται πως απειλείται το συμπαγές και αδιαίρετο των συμπεριφορών της. Η αντίδραση αυτή δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς ο μικροαστικός συντηρητισμός διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η προσωπική συμπεριφορά είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς ξένη και εναντία τής κομματικής γραμμής που ακολουθεί κάποιος. Εχθρός οποιασδήποτε αλλαγής με λυσσαλέα αντίδραση σε κάθε απόπειρα ανατροπής, αυτός ο μικροαστισμός υπήρξε και παραμένει η μεγάλη κατάρα τής ελληνικής κοινωνίας από την απελευθέρωση και μετά.

Κάπου εκεί στην δεκαετία τού 1920,  ξεκίνησε παρόλα αυτά να αχνοφέγγει μία αμφισβήτηση που το πιο ελπιδοφόρο χαρακτηριστικό της ήταν πως αντιδρούσε όχι προς κάποιο συγκεκριμένο κομματικό σχηματισμό ή πολιτική οργάνωση, αλλά σε συμπεριφορές τής κοινωνίας που στήριζαν παθογένειες ετών. Αιχμή αυτής τής αδικοχαμένης γενεάς ο Καρυωτάκης, που σπάνια καταφέρεται κατά τής πολιτείας, (αν και θύμα της και διωκόμενός της), αλλά στρέφεται κυρίως εχθρικός προς μία κοινωνία που λειτουργεί ολωσδιόλου υποκριτικά και αποστρέφεται κάθε τι το πνευματικό. Δίπλα στον Καρυωτάκη δημιουργεί μία ολάκερη γενεά ποιητών χαμηλότερης μεν λογοτεχνικής ποιότητας, αλλά πάντως μία γενεά που προσπαθεί μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας να ζήσει έντονα «δοκιμάζοντας» ιδέες αναρχικές, ναρκωτικά, ομοφυλοφιλία και ό,τι άλλο η εποχή εκείνη θεωρούσε ακραίο και συνεπώς απαγορευμένο και καταδικαστέο. Στις κοινωνικές επιστήμες ο Κώστας Καραβίδας γράφει ένα βιβλίο για τον κοινοτισμό3 και για πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης, που επαινέθηκαν ακόμη και από τους Αμερικανούς που πρωτοπορούν στον χώρο αυτό. Νέες ιδέες κατακλύζουν την ελληνική διανόηση, ενώ ο απόηχος των τεράστιων αλλαγών σε Ρωσία και Ευρώπη, ισχυρό αφήνει το αποτύπωμα σε λογοτεχνία και στο σύνολο τής Τέχνης.

Πρόκειται για ένα σταυροδρόμι κρίσιμο. Για πρώτη φορά από την επανάσταση και μετά η ελληνική κοινωνία, έστω δια των πρωτοπόρων της, αναρωτιέται για τον δρόμο που πρέπει να τραβήξει, για το μέλλον τής ύπαρξής της. Όμως η ορμή αυτής τής γενεάς, όπως και οι ακραίες πολλές φορές επιλογές της, δεν είναι έτοιμες να συναντήσουν την κοινωνία, να την εκπαιδεύσουν ή έστω να την κάμουν να προβληματιστεί. Σταδιακά, (και με την βοήθεια πολλών ακόμη απρόβλεπτων παραγόντων που δεν έχουμε εδώ τον χώρο να εξετάσουμε), η γενεά αυτή δοκιμάζεται σκληρά από διώξεις, κακουχίες, αρρώστιες και ακραία φτώχεια. Οι περισσότερες προσπάθειες στον χώρο τής λογοτεχνίας απομένουν ημιτελείς ή και εντελώς ατελείς – προλαβαίνει η φυματίωση, η φυλάκιση, αργότερα στον πόλεμο ο ίδιος ο θάνατος. Οτιδήποτε αναρχικό, οτιδήποτε αμφισβητούσε το κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο, πεθαίνει στην ουσία μαζί με τον Καρυωτάκη το 1928. Την ταφόπλακα θα την βάλει η ορμητικώς επερχόμενη γενεά τού 30, που στους κόλπους της βεβαίως και υπήρξαν στίχοι αμφισβήτησης και εχθρότητας προς το κατεστημένο, αλλά προσέξτε – προς το συγκεκριμένο κατεστημένο, όχι προς οποιοδήποτε κατεστημένο. Λίγοι ποιητές ακόμη θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν την κριτική Καρυωτάκη προς την μικροαστική ηθική, αλλά η φωνή τους είναι αδύναμη, περιθωριοποιημένη και στο τέλος θα καλυφθεί από τους παιάνες των Νόμπελ και των κάθε λογής βραβείων. Η ελπίδα μιάς άλλης κοινωνίας, ελεύθερης και αυτοδιοικούμενης, τρεμόπαιξε για ελάχιστα χρόνια και έσβησε πρόωρα.

Η άποψη ότι στους ανθρώπους τής Τέχνης υπάρχει μία εκ γενετής μελαγχολία, το λεγόμενο «γονίδιο τού απροσάρμοστου», είναι μία εύκολη, (μα και τόσο ανόητη) ερμηνεία τού μικροαστισμού και τής πολιτείας, που χρησιμοποιείται κατά κόρον σε όλες τις περιπτώσεις προσώπων που δυσκολεύονται να υποταχθούν στους κανόνες και την λογική ενός καθεστώτος ή, ακόμη χειρότερα, αντιστέκονται έμπρακτα στις επιταγές του. Ο Καρυωτάκης, (όπως μάς παραδίδεται η εικόνα του από τον συμμαθητή του Αλέξη Μινωτή στα Χανιά), ήταν ένα εξαιρετικά χαρούμενο παιδί, ένας φαρσέρ, ένα παιδί αεικίνητο, χαρούμενο και γελαστό. Αυτή η εικόνα αλλάζει τρομακτικά όταν ο νεαρός Καρυωτάκης προσβληθεί από τύφο και επιστρέψει στο σχολείο μετά από απουσία πολλών ημερών. «Ο Καρυωτάκης που επέστρεψε δεν είχε καμία σχέση με τον Καρυωτάκη που ξέραμε…», λέει ο Μινωτής. Προφανέστατα η απειλή τού θανάτου, η ματαιότητα, το εφήμερο, ο πόνος μιάς ασθένειας πυροδότησαν στον Καρυωτάκη βαθύτερες αναζητήσεις και στοχασμούς για την ύπαρξη, την ζωή και τον θάνατο. Κάθε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα μετά από αυτό θα ενισχύει το σκοτάδι, την απογοήτευση, την αίσθηση τής ματαιότητας, την αποστροφή προς μία παρακμιακή καθημερινότητα. Για τον Χορν ισχύουν περίπου τα ίδια. Φαινομενικά εξωστρεφής, η χαρά τής παρέας και των κοινωνικών συγκεντρώσεων, όμως, (όπως περιγράφει στενότατος φίλος του ηθοποιός), υπήρχαν πάντα στιγμές όπου όλο αυτό το πανηγύρι σταματούσε και ο Χορν επιζητούσε την απομόνωση, την περισυλλογή και στο πρόσωπό του φαινόταν ολοκάθαρα αποτυπωμένη η σκιά μιάς μελαγχολίας, ένα καταθλιπτικό ερωτηματικό. Όσο για τον Χατζιδάκι οι απόψεις του είναι γνωστές μέσα από τις λιγοστές συνεντεύξεις του, ενώ χρόνο με τον χρόνο η αποστροφή του προς την τυπολατρία, την υποκρισία και τα κίβδηλα τής ελληνικής κοινωνίας εγένετο όλο και πιο εμφανής και κατηγορηματική.

Όλοι ετούτοι δεν γεννήθηκαν έτσι, δεν έπεσαν σε λάθος εποχή, δεν ήσαν δυστυχείς στρεβλώσεις μιάς ιδανικής πραγματικότητας. Ο πραγματικός ασθενής ήταν η ίδια η πραγματικότητα, το περιβάλλον, η κοινωνική συμπεριφορά. Μάθαμε από το σχολειό ακόμη ότι η στάση τους ήταν παράδοξη και εκκεντρική, ενώ αντίθετα παράδοξη και εντελώς αποκρουστική ήταν η ελληνική κοινωνία και τα πρότυπά της. Η δική τους στάση ήταν δείγμα υγείας μιάς συνείδησης που δεν έχει προλάβει και δεν θέλει να διαβρωθεί από κοινωνικές συμβάσεις και προσωπικές υποχωρήσεις.

Υπάρχει μία λεπτότατη διαφορά, (και σε πολλούς αόρατη), ανάμεσα στο καταθλιπτικό χρώμα ενός διανοήματος και στον σωματικό πόνο που προκαλεί μία κτηνώδης πραγματικότητα, ένα κούφο πνευματικά περιβάλλον. Όταν ο Ουράνης γράφει «Θα πεθάνω ένα πένθιμο τού φθινοπώρου δείλι…»4 φτιάχνει ένα διανόημα, έναν στίχο που πάσχει  από το  χειρότερο ελάττωμα τής ποίησης που είναι η απουσία γνησιότητας και ενσυναίσθησης προς το σημαινόμενο. Αντιλαμβάνεται λογικά τον θάνατο, λυπάται για την φθορά, απορεί για το αναπόφευκτο, μα δεν πάσχει από αυτό, δεν χτυπιέται μαζί του, ο στοχασμός του δεν τολμά να εμβαθύνει στο άπειρο που γεννά η οριστική απουσία. Η βουτιά τού καβαλάρη Περικλή Γιαννόπουλου στην θάλασσα είναι απότοκο μιάς εμμονής, μιας φαντασίωσης και όχι μίας γνήσιας απελπισίας, μιας μάχης με τον θάνατο που χάθηκε, μία παράδοση στο ακατανόητο τής ανθρώπινης φθοράς.

Σε αντίθεση με τους αυτόχειρες καλλιτέχνες, (και είναι πολλοί δυστυχώς) ή και τους ιδανικούς αυτόχειρες, ο Καρυωτάκης στέκει μοναχός, εμβληματικός και διαχρονικός, κυρίως για την απόλυτη ταύτιση τής ζωής του με τούς στίχους του, φυσικά λόγω και τού ποιητικού του τάλαντου, αλλά κυρίως λόγω τής γνησιότητάς του. Κανένας στίχος του δεν συγκροτεί υπόκριση απελπισίας, εμπεριέχει απελπισία καθαυτός. Φιλολογικοί κανόνες και στιχουργικά στολίδια δεν υπάρχουν στον Καρυωτάκη γιατί αδιαφορεί γι’ αυτά, δεν περισσεύει χώρος, δεν επιστρέφει στον καλλωπισμό τού στίχου, αδιαφορεί για την λάμψη, αδημονεί να εξερευνήσει το σκότος. Ο Χορν ηττήθηκε στην αναμέτρησή του με τους σπουδαίους ρόλους ρεπερτορίου, γιατί από πολύ νωρίς κατάλαβε το απειράριθμο των αποχρώσεων, την ματαιότητα στην άγρα τής τελειότητας, έναν ολάκερο κόσμο στην άλλη πλευρά που είναι αδύνατον κανείς να προσεγγίσει λογικά, να ερμηνεύσει και ακόμη περισσότερο να μεταδώσει μέσα από ευκολίες και μανιέρες. Και όσο για τον Χατζιδάκι, όταν σε συνεντεύξεις του σχεδόν αρνείται τα «εύκολα» και δημοφιλή τραγούδια του, δεν το κάμει από ψεύτικη μετριοφροσύνη, ταπεινότητα ή ανασφάλεια. Απλώς και αυτός, από άλλο δρόμο ερχόμενος, έφτασε στο ίδιο συμπέρασμα με τους προηγούμενους, ότι όσο δηλαδή πλησιάζεις την τελειότητα στην Τέχνη, τόσο αυτή απομακρύνεται, τόσο γίνεται πιο απαιτητική, τόσο αποκαλύπτεται μπροστά σου θηριώδης, αχανής, σε απόσταση χιλιομέτρων από το πρώτο Καβαφικό σκαλί τής ποίησης – μα μήπως και οι συμβατικές παραινέσεις τού Θεόκριτου προς τον Ευμένη στο ποίημα τού Καβάφη5 την ίδια απόσταση δεν σηματοδοτούν, τον ίδιο τρόμο δεν εκφράζουν μπροστά στο ύψος τής σκάλας; (και ας φαίνεται διαφορετική η ερμηνεία σε πρώτη ανάγνωση, είναι τρία με τέσσερα Καβαφικά ποιήματα που δείχνουν διδακτικά, μα από κάτω γελά μια ειρωνεία εντελώς ανατρεπτική, οι Θερμοπύλες ή και η Ιθάκη έχουν παρόμοια στοιχεία).

Θα πει κανείς – σιγά την φοβερή διαπίστωση, σιγά την πρωτοτυπία. Είναι αρκετή η συνειδητοποίηση μιάς ασημαντότητας για να οδηγήσει ταλαντούχους και ιδιοφυείς ανθρώπους στο βαθύτερο σκότος, σε θανατερή απελπισία;

Θα πρέπει να κατανοήσωμε κάτι σημαντικό για τους ανθρώπους τής Τέχνης, ιδιαιτέρως τής λογοτεχνίας και ακόμη περισσότερο τής ποίησης. Οι άνθρωποι αυτοί ζουν δια τής τέχνης και όχι για την τέχνη. Ένα ποίημα, ένας απαιτητικός ρόλος, μια μελωδία, είναι γι’ αυτούς η ίδια η ζωή, η ανώτερη έκφραση μιάς ύπαρξης, η πιο ολοκληρωμένη απάντηση, (μα και την ίδια ώρα αναπάντητη ερώτηση) στο ανεξήγητο τού όντος και τού θανάτου, τού υπάρχω και ύστερα δεν υπάρχεις τού Καρυωτάκη6. Δεν ονειρεύονται μια τελειότερη οντότητα, γνωρίζουν την οντότητα αυτή καθώς μπορούν και την προσεγγίζουν μέσα από τα εκφραστικά τους εργαλεία, την εργασία ετών, την πολύχρονο βάσανο πάνω από ένα χαρτί, μία παρτιτούρα, έναν ρόλο. Γνωρίζουν με άλλα λόγια ότι μπορεί να υπάρξει απάντηση στο υπαρξιακό πρόβλημα (ή έστω λυτρωτική προσέγγιση), μα το γνωρίζουν μόνο αυτοί, μοναχοί και αποδιωγμένοι – και εδώ έρχεται το δεύτερο πρόβλημα να συναντήσει το πρώτο και η σύγκραση αυτή να δημιουργήσει μία έκρηξη, τα σκάγια της τραυματίζουν διαφορετικά τον καθένα. Τον Καρυωτάκη θανάσιμα, (καθώς ο πλέον άκαμπτος και ευάλωτος όλων), σε Χορν και Χατζιδάκι επιτείνουν την καταθλιπτική προδιάθεση, άλλους τους στέλνουν σε ιδρύματα και φρενοκομεία και άλλους τους οδηγούν σε ιδιότυπη απομόνωση. Αυτό το πρόβλημα έχει ταυτότητα και οδηγεί σε μία φρικώδη πραγματικότητα, εκείνη τής αποξένωσης.

Φαντασθείτε για λίγα λεπτά πως είστε κάτοχος τέχνης μοναδικής, πως γνωρίζετε τον χειρισμό κάτι μεγαλειώδους, εξαιρετικού, πρωτεικού. Και προσπαθείτε με όση σωματική και πνευματική δύναμη έχετε στην διάθεσή σας, να μεταδώσετε ετούτη την γνώση, (μα και την θεραπευτική της διάσταση) στο πλήθος. Και αντιμετωπίζετε στην προσπάθεια αυτή συμπεριφορά όχλου. Χλεύη. Ή και το χειρότερο αδιαφορία και καγχασμό. Στην αρχή θα πλησιάσετε πολύ την μισανθρωπία. Σύντομα την κατάθλιψη, την μόνιμη και σταθερή απογοήτευση. Η αποξένωση και η αντικοινωνική συμπεριφορά είναι μονόδρομος. Και σύντομα θα στραφείτε κατά τού εαυτού σας, μια ιδιότυπη εκδίκηση προς την μάζα, μία ύστατη αναρχική πράξη προς τους ολίγιστους, τους αμαθείς, τους πνευματικά ανύπαρκτους. Η δύναμη τής εκδίκησης μπορεί να διαφέρει, μα τα αίτια είναι πάντοτε τα ίδια. Στον Καρυωτάκη η εκδίκηση πήρε διάσταση απόλυτη, πέταξε το σώμα του, (μα και δυστυχώς και το πνεύμα του) σε διώκτες, υποκριτές και μικροαστούς. Στον Χατζιδάκι αποτυπώθηκε ως απαγόρευση εισόδου σε κείνους που αδυνατούν να κατανοήσουν το βάθος και το μεγαλείο μιάς μουσικής σύνθεσης. Και στον Χορν μεταφράστηκε σε έναν ελιτισμό απολύτως ξεχωριστό, σε μια ειρωνεία δια τής οποίας υποχρέωσε την μάζα να υποκλιθεί στο ανάστημά του. Ο καθείς και τα όπλα του, ο καθείς σύμφωνα με τον χαρακτήρα του και τα εφόδιά του.

Διαφήμιση

Η «επίσημη» και ορθόδοξη ιστορία τής νεοελληνικής γραμματείας κατόρθωσε να πείσει την πλειονότητα ότι Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Γιαννόπουλος, Φιλύρας, Βιζυηνός, Ανδρειάδη, Γώγου, Αττίκ, Πολυδούρη, Συκουτρής και τόσοι άλλοι, δεν ήσαν παρά λοξοδρομήσεις μιάς ανώμαλης διανόησης, μιάς ανικανότητας προσαρμογής, δείγματα ψυχολογικής και σωματικής ασθένειας, πνευματικής αναπηρίας. Συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Ασθενείς είναι όσοι, συμβιβασμένοι με την πραγματικότητα, επιδεικτικά αγνοούν την αποφορά μιάς κοινωνικής δυσωδίας. Όσοι μικροαστοί ονειρεύονται μία μεγαλοαστική θέση, ηλιθίως πιστεύοντες ότι μεγαλοαστός δεν είναι παρά ένας μικροαστός με περισσότερα χρήματα. Όσοι λυγίζουν την μέση για το κέρδος, (χρηματικό ή άλλου είδους, αδιάφορο), όσοι κάμουν ότι δεν βλέπουν την φτώχεια, την πείνα, την ισόβια αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, την υποκρισία, το από ιδρύσεως τού ελληνικού κράτους μοναδικό ενδιαφέρον για λίρες και νιτερέσο. Την άρρωστη πολιτική ζωή με ολίγιστους άρχοντες και αχόρταγους ταμειοφύλακες. Την προπολεμική εκπαίδευση που αντέχει ακόμη χάρη σε μια χούφτα εκπαιδευτικών, μονίμως κακοπληρωμένων και μονίμως συκοφαντημένων προς εξυπηρέτηση ενός απεχθούς κοινωνικού αυτοματισμού. Τον πολιτισμό νοούμενο πάντοτε επιδοτούμενο, την λογοτεχνία δούλη των ευπωλήτων και τής αγοράς, τους «κριτικούς» κατά παραγγελία γράφοντες υπέρ των εργοδοτών τους. Τους ανυπόφορους μικροαστούς που κατάφεραν να αναβιώσουν τον φασιστικό εσμό, προκειμένου να μην χαθεί το θρήσκευμα από τις ταυτότητες, τα λάβαρα από τις εκκλησίες και τις παρελάσεις και η αγνότητα τής ελληνικής οικογένειας. Τους ανίκανους πολιτικούς που προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα ακολουθούν τις κραυγές τού πλήθους και την υποκρισία των νοικοκυραίων.

Ασυναίσθητος και ασθενής είναι εκείνος που βιώνει όλα τα παραπάνω και δεν πίπτει σε κατάθλιψη βαθιά και ανεπίστρεπτη. Μικρός σε μέγεθος λογοτέχνης, θεατρίνος και γενικά άνθρωπος τής τέχνης είναι εκείνος που μπροστά σε τέτοιο έρεβος συνεχίζει να κυνηγά βραβεία, δόξα και χρήμα και δεν πονά με πόνο σωματικό για τα συμβαίνοντα. Α-γενής και υπάνθρωπος είναι εκείνος που δεν ωχριά μπροστά στην θνητότητα, δεν αποκτά ταπεινότητα, δεν αναζητά απαντήσεις, μα στρατεύεται στον φανατισμό, την μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό και την αλαζονεία.

Το έχω γράψει πολλές φορές ότι η νεοελληνική ιστορία είναι ολιγόχρονη και οι επικές στιγμές της  ελάχιστες. Επιβιώνουμε ακόμη χάρη σε ένα ένδοξο μακρινό παρελθόν, (που γίνεται όλο και πιο απόμακρο, όλο και πιο θαμπό), χάρη σε έναν φωτεινό ήλιο και μια απέραντη θάλασσα με τουριστικούς σταθμούς για τους επισκέπτες. Μία μικρή αναλαμπή την δεκαετία τού 1920, ένα γερό μέταλλο στα αλβανικά βουνά και ένας ιδιότυπος, (και εν πολλοίς δάνειος) ελληνικός διαφωτισμός την δεκαετία τού 60. Ετούτα όλα κι όλα, τίποτε νέο, τίποτε δραστήριο, τίποτε αγωνιώδες και προκλητικό, επιβίωση δια τής αδρανείας. Δια τούτο και στην σημερινή εποχή δεν χωρά, (αντιθέτως περισσεύει), ένας Χορν, ένας Καρυωτάκης, ένας Χατζιδάκις, ένας Καβάφης. Δεν υπάρχει χώρος να αναπνεύσουν, να διαλογιστούν, να δημιουργήσουν. Ακόμη και οι εξαιρετικά ολίγοι δημιουργοί που απομένουν σοβαροί και απαιτητικοί με την τέχνη τους, γένονται μέρος ενός πολτού όπου όλα χωνεύονται, όλα θεωρούνται υπέροχα, όπου ένας πόλεμος συμψηφίζεται με το νέο μοντέλο κινητού τηλεφώνου και οι θάνατοι των προσφύγων στα αμόλυντα παράλιά μας ισορροπούν ακριβοδικαίως με τις λαμπρές δεξιώσεις των ανύπαρκτων και λάθρα διαβιούντων. Ένας πολτός που δεν διαχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο, το δίκαιο από το άδικο, το καλό και το κακό, το ηθικό από το ανήθικο – και φυσικά δεν αναφέρω ετούτες τις έννοιες με την θρησκευτική και πουριτανική τους σημασία.

Στα διακόσια περίπου χρόνια ιστορίας τής νεοελληνικής κοινωνίας, δοκιμάστηκαν σχεδόν τα πάντα για την ικανοποίηση των ιθαγενών. Ρουσφέτια, παχυλοί μισθοί στις εποχές τής ευημερίας, καταναλωτισμός, απλήρωτα δάνεια και θαλασσοδάνεια, κοσμικότητα, διορισμοί αναξίων, με άλλα λόγια καθρεφτάκια κάθε είδους για να ξορκίσουν την ποιότητα, τον πνευματικό μόχθο και την δημιουργία. Σε έναν τυπολάτρη και υποκριτή λαό όπως ο ελληνικός, χρησιμοποιήθηκαν άπειρες φορές και σε υψηλές δόσεις τα κίβδηλα τού πατριωτισμού, των ενδόξων προγόνων που κανείς πλέον δεν θυμάται μήτε το όνομά τους, τής θρησκείας που χάνεται, τού αμόλυντου αίματος που κινδυνεύει από τους χαροκαμένους εισβολείς τής Ανατολής. Όλα χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, μα τίποτε δεν άλλαξε, κανείς δεν έγινε ευτυχέστερος, πνευματικότερος, περισσότερο δημιουργικός. Όλα τούτα τα δήθεν νηπενθή γιγάντωσαν την ασημαντότητα, την απάθεια, το μίσος για το διάφορο, τον ατομισμό, την εγωπάθεια, την διανοητική και κριτική αναπηρία.

Όλα χρησιμοποιήθηκαν, εκτός από εκείνα τα μοναδικά που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια νέα δημιουργική και πνευματική μεταλλαγή, δηλαδή την Παιδεία και την Τέχνη. Η παιδεία; Ένας αχταρμάς, μήτε ανθρωπιστική, μήτε τεχνοκρατική, ένα πασάλειμμα, μια προχειρότητα, μία αντιγραφή ξένων εγχειριδίων και μάλιστα από κακό μεταφραστή. Παιδεία που, κατά την ρήση και του πρεσβύτερου Καραμανλή, οφείλει (και μήτε αυτό δεν κάμει καλά…), να εξυπηρετεί τις ανάγκες τής οικονομίας και τής αγοράς. Ας το χωνέψωμε κάποτε, δίχως θηριώδες σε περιεχόμενο εκπαιδευτικό σύστημα, δίχως θηριώδεις σε μόρφωση και καλοπληρωμένους δασκάλους, παιδεία δεν νοείται. Και κοινωνία που δεν έχει στις προτεραιότητές της την παιδεία και την εκπαίδευση, είναι καταδικασμένη να αναπαράγει διαρκώς το ασήμαντο, το άκυρο, το κεραμεούν και το φαύλο.

Όσο για την τέχνη – παρά το ολιγόχρονο τής ιστορίας της στην νεοελληνική πραγματικότητα, το αποτύπωμά της κάθε άλλο παρά ισχνό είναι. Δεν έχωμε ευτυχήσει για έναν Σαίξπηρ ή για έναν Ντοστογιέφσκι, μα έχωμε ποίηση γερή, (για να περιοριστώ σε όσα κατέχω), ποίηση που έχει απαντήσεις και ερωτήσεις για όλα και μπορεί, (όσο και αυτό δείχνει αντιφατικό) να αποτελέσει το καλύτερο νηπενθές, το καλύτερο φάρμακο απέναντι στην κενότητα, την απεχθή ρουτίνα και ταλαιπωρία τής καθημερινότητας, απέναντι στο κακόγουστο και το ευτελές. Μα για να γενεί αυτό, για να μπορέσει η ποίηση, η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες να μπολιάσουν το σκότος και να παράγουν φως, μία ολάκερη κοινωνία θα πρέπει να αντιστρέψει τις προτεραιότητές της, να αναγνωρίσει τις παθογένειές της, να στρέψει σε άλλη ρότα τα μονοπάτια της και να θελήσει σύσσωμη, (πάει να πει ομόφωνα ή έστω δια των πνευματικών της) να μεταλλαχθεί μέσα από ανατροπές, θυσίες και κόπο. Να δημιουργηθούν πνευματικές και εκπαιδευτικές πρωτοπορίες. Να αναταχθούν ιεραρχήσεις, πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, ασήμαντα και σημαντικά. Και το κυριότερο, να αποφασίσωμε τι κοινωνία θέλουμε σε δέκα, είκοσι και τριάντα χρόνια, εκτός και εάν προτιμούμε την ευκολία τού αυτόματου πιλότου με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

Μέσα σε τούτη την αδιάφορη και σκοτεινή πραγματικότητα, δεν είναι τυχαίο ότι όσοι από τον χώρο τής τέχνης ακόμη επιβιώνουν, είναι οι πρωτοπόροι τής μελαγχολίας και τής κατάθλιψης. Ο Καρυωτάκης συνεγείρει ακόμη νεανικές κυρίως συνειδήσεις, όλο και λιγότερες δυστυχώς. Και όταν θελήσουμε να λυτρωθούμε από τα ψεύτικα αυτού τού κόσμου, πάλι σε έναν Καρυωτάκη, σε έναν Καβάφη θα καταφύγουμε, ποιητές που δημιούργησαν σχεδόν έναν αιώνα πριν. Και όταν θελήσουμε να βγάλουμε από μέσα μας ξεχασμένα συναισθήματα ή να αναπολήσουμε τις πρώτες παρθενικές επαφές μας με τον κόσμο, Χατζιδάκι θα ακούσουμε, με την μουσική του θα επανακτήσουμε ανεπαίσθητες αποχρώσεις που είναι πια ξεχασμένες ή θαμμένες βαθιά στο υποσυνείδητο. Και όταν σιχαθούμε την ευτέλεια κάποιων θεατρίνων και την ευκολία τής τέχνης τους, έναν Χορν ή μία Κυβέλη θα τρέξουμε να δούμε, (στο διαδίκτυο πια και μόνο, δυστυχώς), απλώς και μόνο για να θυμηθούμε το μέτρο, τον πήχη που πρέπει να στέκει ψηλά, την τέχνη που πρέπει να εξευγενίζει και όχι να κολακεύει την κακογουστιά τού όχλου.

Μην γελιέστε από την θεαματική,(και φυσικά καλοδεχούμενη) τεχνολογική εξέλιξη τής τελευταίας δεκαετίας, αυτή η παγκόσμια ψηφιακή επανάσταση δεν βελτίωσε την πνευματική εξέλιξη. Παρά τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών, παρά την αδιανόητη ευκολία επικοινωνίας και παρά τις εκπαιδευτικές δυνατότητες που προσφέρει πλέον ένας υπολογιστής, η σχεδόν ανύπαρκτη πνευματικότητα τής ελληνικής κοινωνίας παραμένει στα ίδια οικτρά και θλιβερά επίπεδα. Το αντίθετο. Η ασημαντότητα και η ευτέλεια βρήκαν έδαφος πρόσφορο και εάν στο χτες η ανοησία και η ηλιθιότητα είχαν ευτυχώς ακροατήριο περιορισμένο, σήμερα με τρόπο δικτατορικό έχουν κατακλύσει όλα τα πεδία μόρφωσης και επικοινωνίας που προσφέρει η νέα ψηφιακή εποχή. Αυτό, σε συνδυασμό με μία στρεβλή αντίληψη τής πολιτικής ορθότητας που σχεδόν απαγορεύει την κριτική και κυρίως την επίκριση, έχουν επιτρέψει σε οντότητες ασήμαντες να ηγεμονεύουν σε κάθε τομέα κοινωνικής ζωής. Θεσμοί, (όπως η δικαιοσύνη και η δημοσιογραφία), που παραδοσιακά αποτελούσαν εστίες άμυνας απέναντι στην φτήνια, την ρηχότητα και την ιδιοτέλεια, είτε έχουν συμβιβαστεί είτε βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία παχυλά αμειβόμενοι από αμφιλεγόμενα αφεντικά.

Επειδή κοντεύει αιώνας από την αυτοκτονία Καρυωτάκη, έχετε την εντύπωση ότι έχουν αλλάξει πολλά; Πλανάσθε πλάνην οικτρά. Πρακτικά και τεχνολογικά ναι, ζούμε σε πολύ καλύτερες συνθήκες, απολαμβάνουμε πολύ περισσότερα αγαθά, βγάζουμε περισσότερα χρήματα, όμως διανοητικά το επίπεδο οπισθοχωρεί και επικίνδυνα πλησιάζει την νηπιακή ηλικία. Συζητήσεις αδιάφορες και βαρετές, βιβλία με το κιλό που παρά το πολυσέλιδό τους δεν λένε απολύτως τίποτα, ζωγραφική ανύπαρκτη και υποταγμένη στις διαθέσεις των εμπόρων τέχνης, ποίηση από την οποία δύσκολα μπορείς να εύρεις έναν στίχο τής προκοπής, μία φωνή γνήσια που προσπαθεί να συγχρονιστεί με την εποχή της. Εάν θέλουμε να είμεθα ειλικρινείς, ό,τι πυροδότησε την αυτοκτονία Καρυωτάκη και τον ιδιότυπο καταθλιπτικό ελιτισμό των Χατζιδάκι και Χορν επιβιώνει ως τα σήμερα πιο δυνατό, περισσότερο αποδεκτό, καλύτερα οργανωμένο. Μπορεί η Πρέβεζα στα 1920 να ήταν μια λασπωμένη πολιτεία και σήμερα οι οπτικές ίνες να περνούν κάτω από την άσφαλτό της, αλλά οι χιλιάδες παθογένειες είναι ακόμη εκεί (μα και σε ολάκερη την χώρα βεβαίως!), καλά κρυμμένες κάτω από μία επιφάνεια ευδαιμονισμού, κατανάλωσης και υποκρισίας.

Οι άνθρωποι τής Τέχνης βρίσκουν έναν περίεργο τρόπο να συναντώνται πνευματικά, να καταλήγουν από διαφορετικούς δρόμους στα ίδια συμπεράσματα.

Antoine Watteau kythira scaled 1
Ο περιβόητος πίνακας τού Watteau

Σε μία παλιά ελληνική ταινία, (θαρρώ στο «Μια ζωή την έχουμε»), ο Χορν σε όλη την διάρκεια τού έργου ονειρεύεται ένα ταξίδι στα Κύθηρα, κάθε φορά που αντικρύζει απέναντί του τον γνωστό πίνακα τού Watteau. Γι’ αυτόν τα Κύθηρα είναι το ανεκπλήρωτο όνειρο, ο προσωπικός Παράδεισος, το ένα, μοναδικό και υπέρτατο ταξίδι που τού χρωστά η ζωή. Μα «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι και ο τίτλος ποιήματος τού Ουράνη… ένα γενικά όμορφο σονέτο.

Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,

γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,

μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα

καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,

μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα

σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ

ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία

τῆς Ἀφροδίτης – τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.

Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!…

Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,

τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν

καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο

ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο

μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

Δεν υπάρχει καλός ποιητής που να μην έχει ονειρευθεί αυτό το μεγάλο ταξίδι τής φυγής, την πορεία στο άγνωστο, τον μύθο ενός επίγειου παραδείσου. Και ταυτόχρονα δεν υπάρχει ποιητής που κάπου εκεί προς το τέλος τής νιότης του να μην έχει γονατίσει κάτω από την διάψευση αυτού τού παραδείσου, από το ανεκπλήρωτο που όσο περνούν τα χρόνια βαραίνει αφόρητα με την υποτιθέμενη λάμψη του, με την δύναμη ενός Ονείρου.

Έτσι και ο Χορν, μετά από την μεγάλη διάψευση τού Ονείρου του, κάπου εκεί προς το τέλος τού έργου και μιλώντας με τον φίλο του, θ’ αποδεχθεί την μοίρα του και θα ψιθυρίσει την φράση «Δεν υπάρχουν τα Κύθηρα Μανώλη».

Όσο εκκωφαντική είναι η αυτοκτονία Καρυωτάκη, όσο δραματικό είναι το σονέτο τού Ουράνη, άλλο τόσο σπαρακτική είναι η φράση αυτή που βγαίνει από τα χείλη τού Χορν μετά την κατάρρευση τού Ονείρου. Υπαρκτό είναι μόνο ό,τι εμπερικλείει ελπίδα, αλλαγή, προορισμό, ταξίδι. Τα Κύθηρα τίποτε άλλο από πέτρα και νερό, μα είναι ο πίνακας τού Watteau που τους δίνει υπόσταση μέσα στην συνείδηση, είναι η λαχτάρα τού Ουράνη για την εκπλήρωση ενός έρωτα, είναι η διαφυγή τού Καρυωτάκη προς έναν κόσμο λιγότερο αποκρουστικό, λιγότερο αφόρητο. Η φράση «Δεν υπάρχουν τα Κύθηρα Μανώλη» συμπίπτει με την Χατζιδάκειο διαπίστωση «Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ» και αυτά με την σειρά τους με το μοιρολατρικό, (μα και τόσο έξοχο Σεφερικό), «Θεατρίνοι Μ.Α». Μα και πόσα ακόμη έργα ποιητών, ζωγράφων, μουσικών και ηθοποιών που μέσα από χιλιάδες δρόμους με την ίδια μελαγχολία συναντώνται, με την ίδια κατάθλιψη και πολλές φορές με την ίδια παραίτηση.

Στην αρθρογραφία είθισται μία συμπερασματική παράγραφος, μα σε τούτο το κείμενο το νομίζω περιττό. Μην επαναπαύεστε σε όσα μάθατε στα σχολειά και σε άνευρες και άκριτες ανθολογίες και ιστορίες τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, η Τέχνη στην πλειονότητά της είναι μελαγχολική γιατί η ίδια η πραγματικότητα πυροδοτεί μια σκοτεινή ματιά. Και εάν θα πρέπει σώνει και καλά να αναζητήσουμε ένα γονίδιο διάφορο σε ποιητές, χρωστήρες και μπαγκέτες, ετούτο δεν είναι άλλο από εκείνο τής αυξημένης ευαισθησίας απέναντι στο άδικο, εκείνο που δεν ανέχεται συμβιβασμό με το μέτριο, το ασήμαντο και την οσφυοκαμπτική συμπεριφορά. Ή, για να το εκφράσουμε αντίστροφα – εμείς είμεθα οι υποκριτές που συνειδητά αποδεχόμαστε την θλιβερή και αποκρουστική πραγματικότητα, εμείς κάνουμε τα στραβά μάτια σε αδικίες κάθε λογής, εμείς αναπαράγουμε τις ρατσιστικές συμπεριφορές, εμείς είμαστε ο θίασος, (μα και τι θίασος!.. μπουλούκι ποιότητας αισχρής!..), ενώ οι τεχνίτες τής δημιουργίας κάθε είδους είναι οι γνήσιοι, είναι εκείνοι που δεν βαπτίζουν το κρέας ψάρι, που δεν υποκρίνονται τους χαρούμενους και αισιόδοξους, τις ώρες που τίποτα δεν δικαιολογεί χαρά και αισιοδοξία. Και δια τούτο η μοίρα τους είναι πάντοτε μακριά από την μάζα, πάντοτε στο απέναντι μονοπάτι, πάντοτε αποξενωμένοι, μοναχοί, απόκληροι.

Η αίσθηση τής απομόνωσης έχει συνέπειες φρικτές, δεν είναι τυχαίο ότι στις φυλακές θεωρείται το υπέρτατο όπλο «σωφρονισμού». Μα όταν μπαίνει το δίλημμα: με τον όχλο, την βία, το ασήμαντο, την αμάθεια από την μια μεριά ή με το πνεύμα, την ομορφιά, την αισθητική από την άλλη, οι πράγματι ποιητές κάθε λογής δεν έχουν δισταγμό κανέναν – ακόμη και εάν προς απόδειξη και υπέρτατη θυσία χρειαστεί να ρίξουν μια πιστολιά στην καρδιά κάτω από έναν ευκάλυπτο στην μακρινή Πρέβεζα.

Μάνος Τασάκος, 07/03/2022

Παραπομπές κειμένου

  1. Ο Στράτος Κοντόπουλος υπήρξε, (κατά πώς έλεγε ο ίδιος), «ποιητής μερικής απασχόλησης», που ποτέ δεν επιδίωξε την έκδοση των σκόρπιων ποιημάτων του. Μετά τον θάνατό του, ξεκίνησε μία προσπάθεια κατάταξής τους. Το πρώτο μέρος αυτής τής προσπάθειας θα το εύρετε δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα μας.
  2. Ακόμη και σήμερα, οι αυτόκλητοι υποστηρικτές τής γενεάς τού 30, (έναντι ποίου άραγε; Ποιος αμφισβήτησε ποτέ την ποιότητά της; Κάτι που βεβαίως δεν μπορεί να μεταφράζεται σε αλαλία απέναντι στα κακώς κείμενα), προσπαθούν να μάς πείσουν για την ευμενή στάση Σεφέρη, Ελύτη, Θεοτοκά και λοιπών προς τον Καρυωτάκη. Το θέμα είναι τεράστιο, (και γι’ αυτό το ζήτημα μπορείτε να διαβάσετε ένα μικρό δοκίμιο στην ιστοσελίδα μας) και τροφοδοτεί ακόμη έναν μύθο για την «αγιότητα» τής γενιάς τού 30. Αρκεί να μελετήσει κανείς την αλληλογραφία Κατσίμπαλη και Σεφέρη, να ιδεί το περιβόητο και εξαιρετικά υπερτιμημένο «ελεύθερο πνεύμα» τού Θεοτοκά και πολλά ακόμη κείμενα, για να αντιληφθεί εκείνο που ακόμη και δια του ενστίκτου αντιλαμβάνεται ο καθείς – η γενεά τού 30 συνειδητά λειτούργησε, (ο καθείς τους για διάφορους λόγους), ως ανάχωμα απέναντι στον Καρυωτάκη και την γενεά του και κυρίως απέναντι στην αντισυστημική κριτική του.
  3. Το βιβλίο τού Κώστα Καραβίδα, (1890 – 1973) «Το πρόβλημα τής αυτονομίας», κυκλοφόρησε σε φωτοτυπημένη έκδοση το 1981 και έχει δυστυχώς εξαντληθεί. Παρά την καθαρεύουσα τής εποχής, παρά την κακή ποιότητα εκτύπωσης, εάν το εύρετε σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο μην το αποδιώξετε. Είναι στο είδος του μοναδικό και, παρά τις πολλές λεπτομέρειες τής τότε συγκυρίας, καταδεικνύει ένα δρόμο διαφορετικό που θα μπορούσε να είχε πάρει η χώρα.
  4. Το ποίημα τού Ουράνη «Ταξίδι στα Κύθηρα»,  δεν συγκαταλέγεται στα καλύτερά του (ίσως όχι και εντελώς δίκαια), αλλά είναι ενδεικτικό ενός εξεζητημένου ρομαντισμού για το ανεκπλήρωτο και το όνειρο.
  5. Το ποίημα «Το πρώτο σκαλί» τού Καβάφη, (όπως και «Οι νέοι τής Σιδώνος», καθώς και άλλα αρκετά), συγκαταλέγεται σε εκείνα όπου προσπαθεί ο ποιητής να ισορροπήσει δύο απόψεις αντίθετες. Όμως, εάν στους νέους τής Σιδώνος υφίσταται όντως μία ισορροπία και ο αναγνώστης θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά τα επιχειρήματα τής κάθε πλευράς, στο πρώτο σκαλί η ταύτιση τού Καβάφη με τον Θεόκριτο είναι εμφανής και κατά την γνώμη μου αδυνατίζει το ποίημα. Παρά ταύτα, ακόμη και που ο Ευμένης λίγα προλαβαίνει να πει στον συνομιλητή του, κατά ειρωνικό τρόπο η άποψή του και μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά και έρχεται να δικαιώσει εν μέρει το σημερινό μας κείμενο. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και με την εμφανή «υποστήριξη» τού Καβάφη στον Θεόκριτο, το ποίημα διατηρεί το μοναδικό Καβαφικό χάρισμα, το να κατορθώνει δηλαδή να προβληματίζει τον αναγνώστη ακόμη και για την ορθότητα εκείνου που αρχικώς δείχνει αυτονόητο και δίκαιο.
  6. Πρόκειται βεβαίως για το πασίγνωστο ποίημα τού Καρυωτάκη «Πρέβεζα».
  7. Το ποίημα «Θεατρίνοι, Μ.’Α», (όπου Μ.Α βεβαίως η Μέση Ανατολή την εποχή του μεγάλου πολέμου), είναι ένα από τα αρτιότερα τού Σεφέρη και οπωσδήποτε ένα από τα καλύτερα τής νεοελληνικής γραμματείας. Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό, είναι πως είναι ένα από τα ελάχιστα, (εάν όχι το μοναδικό), όπου ο Σεφέρης πετάει πέρα στολίδια, υπονοούμενα και αλληγορίες και εκφράζεται σχεδόν «Καρυωτακικά», πιο γνήσιος στον στίχο από ποτέ. Ανεξαρτήτως ερμηνειών, γεγονός παραμένει ότι οι Θεατρίνοι ΜΑ είναι ένα ποιητικό διαμάντι, τόσο σε τεχνικό επίπεδο όσο και σε περιεχόμενο.
5 1 vote
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
47Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments