Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares

Τώρα σὲ θέλω!..

«Τώρα σὲ θέλω μπάρμπα Κώστα,

ποὺ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου στὴν ἀφάνεια,

καὶ τὸ Γιαννάκη (τὸ Γιαννάκη μας, καλέ!)

στὴν ἐπιφάνεια!..»

(Κώστας Μόντης)

 

THE PROGRESS OF ROUGE LITERATURE EVA STAMOS BOOK

Τὸ βιβλίο τῆς Εὕας Στάμου «Ἡ ἐπέλαση τῆς ρὸζ λογοτεχνίας», (ἐκδόσεις Gutenberg, 2014) ἔφερε ἕνα ξάφνιασμα, μιὰ ἀναγνωστικὴ ἔκπληξη, ὄχι μόνο στοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς λεγόμενης ρὸζ λογοτεχνίας, ἀλλὰ καὶ σὲ κριτικοὺς ποὺ δηλώνουν ἀδιάφοροι γιὰ τὸ καθεστὼς τῶν «εὐπωλήτων» καὶ τῆς ἐμπορικῆς κυριαρχίας τῶν ἀφηγήσεων ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν. Νομίζω πὼς εἶναι ἀπόλυτα φυσικό, καθὼς μέχρι σήμερα ἡ ἀντιπαράθεση εἶχε πολωτικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ συμβολικὲς ἀναφορές. Οἱ ἐπικριτὲς ὑπερασπίζονταν τὴν «ποιότητα» χωρὶς νὰ μποῦν ποτὲ στὸν κόπο νὰ τὴν ὁρίσουν ἢ ἔστω νὰ τὴν περιγράψουν, οἱ ὑπερασπιστὲς τοῦ εἴδους ἀνέμιζαν τὰ τιρὰζ καὶ τὶς πωλήσεις, θεωρώντας κάθε ἀρνητικὴ κριτικὴ σὰν ἔνδειξη σνομπισμοῦ καὶ ἐλιτισμοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, πεδίο μάχης δὲν ὑπῆρξε πραγματικὰ ποτέ, οἱ δύο πλευρὲς ἔνοιωθαν ἀσφαλεῖς στὴν περιχαράκωσή τους, στὸ δικό τους σύμπαν – κάτι σὰν παρτίδα σκάκι σὲ ἀκινησία. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀκήρυκτο ἐμφύλιο. Ποῦ καὶ ποῦ ἀνοίγει ἕνα παραθύρι, ἀκούγονται φωνές, ἐνίοτε ὕβρεις καὶ (ἐξωλογοτεχνικοὶ) χαρακτηρισμοὶ κι ἔπειτα ὁ καθεὶς ἐπιστρέφει στὴν θαλπωρὴ τοῦ σπιτιοῦ του μὲ χέρια καθαρά, δόξα τῷ θεῷ, δὲν χρειάστηκε νὰ παραβιάσει τὸ ἀπέναντι σπίτι, δόξα τῷ θεῷ, ὁ πόλεμος παραμένει ἀναίμακτος, μιὰ λεκτικὴ ἐκτόνωση γιὰ τὴν ἁπλωμένη μπουγάδα τῆς γειτόνισσας.

Ἂν ἀξίζει ἕνας ἔπαινος γιὰ τὸ βιβλίο τῆς κ.Στάμου, εἶναι γιὰ τὸ ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς λίγες προσπάθειες ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ δώσουν τέλος σ αὐτὸν τὸν κλεφτοπόλεμο, νὰ ἑρμηνεύσει τὴν μὴ λογοτεχνία, νὰ τὴν συνδέσει μὲ εὐρύτερες κοινωνικὲς ἀντιλήψεις, νὰ φέρει τὸν διάλογο πάνω στὸ τραπέζι καὶ ἔτσι νὰ ἀναδείξει ἕναν κίνδυνο πραγματικό. Λυπᾶμαι νὰ πῶ, (καὶ δὲν εἶναι βέβαια παρὰ μόνο μιὰ ἄποψη), ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτὴ διαθέτει μιὰ σημαντικὴ ἀξία καὶ ποιότητα στὸ περιεχόμενό της, μὰ δυστυχῶς στὸ τέλος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ μιὰ ἀτολμία  καὶ ἀδικεῖται ἀπὸ καταφυγὴ σὲ ἀπόψεις ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὸν πυρὴνα τοῦ προβλήματος. Σκοπὸς βέβαια αὐτοῦ του κειμένου δὲν εἶναι μία κριτικὴ στὸ ἐγχείρημα τῆς κ.Στάμου, ἀλλὰ ἡ πρόσφατη κυκλοφορία τοῦ βιβλίου της προσφέρει καλὲς ἀφορμὲς γιὰ νὰ ξεδιπλώσουμε ἐδῶ κάποιες διαπιστώσεις, ἴσως καὶ ἑρμηνεῖες.

Στὶς ἀλήστου μνήμης μεταπολιτευτικὲς φοιτητικὲς συνελεύσεις τὰ διαδικαστικὰ στὰ φοιτητικὰ ἀμφιθέατρα ὑπερέβαιναν πολλάκις τὴν συζήτηση ἐπὶ τῆς οὐσίας. Ὑπερβολικὴ βεβαίως πρακτική, ἀλλὰ καὶ ἔμμεση ἀναγνώριση τῆς σημασίας ποὺ ἔχουν οἱ γλωσσικὲς ἀποχρώσεις, ἡ συνεννόηση γιὰ τὶς βασικὲς ἔννοιες, ἡ κατανόηση τοῦ νοήματος τῶν λέξεων. Σκέφτομαι λοιπὸν νὰ ξεθολώσω λίγο τὸν διάλογο καὶ νὰ γίνω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὠμός: Ὑπάρχει πράγματι «ρὸζ λογοτεχνία»; Ώ, ναί, φυσικὰ ὑπάρχει, μόνο ποὺ δὲν εἶναι (πάντα) ρὸζ καί, τὸ κυριότερο, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν εἶναι λογοτεχνία.

Ἐὰν δὲν συνεννοηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὸ νόημα τῶν λέξεων, ἐὰν καταργήσουμε κριτήρια καὶ διαχωρισμούς, ἡ σύγχυση στὸν ὁποιονδήποτε διάλογο εἶναι ἀναπόφευκτη. Θὰ παραφράσω τὸν Ἐλύτη. Ἄλλο λογοτεχνία, ἄλλο συγγραφή, ἄλλο ἀφήγηση, ἄλλο ἱστόρηση. Ἄλλο ποίηση, ἄλλο στιχουργική. Ἄλλο τὸ δοκίμιο, ἄλλο ἡ διατριβή, ἄλλο ἡ πραγματεία. Σχολαστικισμός; Μακρὰν ὄχι. Δοκιμάστε νὰ σκεφθεῖτε τὶς παραπάνω λέξεις καὶ τὴν ἔννοιά τους, ἐὰν δύσκολα διακρίνετε διαχωρισμούς, τότε οἱ προσπάθειες τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ἔχουν πετύχει τὸν σκοπό τους. Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ διακρίνετε ἀποχρώσεις καὶ διαφορές, τότε ἔχετε ἄκριτα ἀποδεχθεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιχειρεῖται χρόνια – ὅτι ἡ λογοτεχνία δηλαδὴ εἶναι γοῦστο, διασκέδαση, κάποιες ὧρες εὐχάριστης ἀνάγνωσης. Λογοτεχνία τὸ χαζὸ δίστιχο ποὺ σκαρώνει ἕνα τρίχρονο, λογοτεχνία οἱ κοινοτοπίες τῶν ἀτάλαντων ποὺ δὲν λένε τίποτε, λογοτεχνία ὁ Ντοστογιέφσκι, λογοτεχνία καὶ οἱ δὲν ξέρω πόσες ἀποχρώσεις τοῦ γκρὶ. Ὅλα λογοτεχνία, ἁπλὰ κάποια εἶναι καλύτερα, κάποια χειρότερα, κατὰ τὸ γοῦστο μας, τὴν διάθεσή μας, τὴν ὥρα, τὸ κέφι μας. Ἡ λογοτεχνία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν συγγραφή, ἡ μυθιστορία μὲ τὴν ἀφήγηση. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις ἡ κριτικὴ καταργεῖται – ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ κρίνει τὶς ἐνστικτώδεις ἀναγνωστικὲς προτιμήσεις; Ὅποιο βιβλίο καὶ ἂν βγαίνει εἶναι ἄξιο, ἡ κριτικὴ ἔχει ἐκπέσει σὲ παρουσίαση τῆς ἀφήγησης, τοῦ σεναρίου. Οἱ λέξεις «τέλειο», «ἀριστούργημα», «ἐξαιρετικὸ» καὶ ἄλλες παρόμοιες μοιράζονται ἀφειδῶς, τὸ νόημά τους ἔχει χαθεῖ, ἔχουν ἐκφυλιστεῖ σὲ ἀστεράκια βαθμολόγησης, παρόμοια μὲ κεῖνα ποὺ καθιέρωσαν οἱ κριτικοὶ κινηματογράφου καὶ οἱ διαδικτυακὲς ἀξιολογήσεις.

Νὰ τὸ δοῦμε καὶ κάπως ἁπλοϊκά. Λέει κάποιος: «Ὁ τάδε εἶναι κακὸς γιατρός, ὁ δεῖνα εἶναι κακὸς πολιτικὸς μηχανικός». Τὸ ἐπίθετο ἐδῶ λειτουργεῖ ἀναιρετικὰ γιὰ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου: Ἂν ὁ τάδε εἶναι κακὸς γιατρός, δὲν ἔχει στὴν οὐσία τὰ προσόντα ἑνὸς γιατροῦ, ἄρα δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς γιατρός, λειτουργεῖ σὰν γιατρός, στὴν οὐσία εἶναι μὴ γιατρός. Ἃς κάνω τὸ ἅλμα. Ἡ κακὴ λογοτεχνία ποὺ δὲν διαθέτει λογοτεχνικὲς ἰδιότητες, ποὺ δὲν  ἀκουμπᾷ καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετές της, εἶναι στὴν οὐσία μὴ λογοτεχνία. Ἡ ἐπιμονὴ στὴν ὁρολογία δὲν εἶναι προϊὸν μικροψυχίας ἢ προσβλητικῆς διάθεσης ὅπως ἴσως ἰσχυριστοῦν κάποιοι, εἶναι ἐπιμονὴ στὴν ἀκριβολογία καὶ ἡ υἱοθέτησή της μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ πολὺ διαφορετικὰ συμπεράσματα γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου.

Ἃς δοῦμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς κ.Στάμου.

« Ἡ ἐπικράτηση τῶν ρὸζ βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐθνικὰ καὶ πολιτισμικὰ σύνορα ὑποδεικνύει ὅτι πρόκειται γιὰ φαινόμενο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ πλήρως μὲ ἀμιγῶς γραμματολογικοὺς ὅρους. Τὸ ζήτημα θὰ πρέπει νὰ προσεγγιστεῖ ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ σκοπιά…» Καὶ παρακάτω: «…τὰ ρὸζ βιβλία ἀποτελοῦν τμῆμα μιᾶς εὐρύτερης κουλτούρας ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἡ χρήση τέτοιου εἴδους πολιτισμικῶν προϊόντων ἀποτελεῖ στοιχεῖο θηλυκότητας…».

Πρόκειται κατὰ τὴν γνώμη μου γιὰ τὴν πιὸ εὔστοχη, πιὸ καίρια, (ἀφετηριακὴ θὰ τὴν χαρακτήριζα), διαπίστωση ποὺ μπορεῖ νὰ κάμει κανεὶς (καὶ ἔχει δίκαιο ἡ κ.Στάμου ποὺ τὴν προτάσσει στὴν ἀρχὴ σχεδὸν τοῦ βιβλίου της), ὅταν θελήσει νὰ ἑρμηνεύσει τὸ φαινόμενο. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἀμιγῶς φιλολογικό, δὲν εἶναι μιὰ διαμάχη περίκλειστη στὴν λογοτεχνικὴ καὶ ἀναγνωστικὴ κοινότητα. Εἶναι πρωτίστως ἀπόρροια μιᾶς συγκεκριμένης ἀντίληψης γιὰ τὸν πολιτισμό, τὴν γλῶσσα, τὴν λογοτεχνία, τὴν ψυχαγωγία, τὴν ποιότητα, τὴν ἀξιολόγηση – καὶ εἶναι μιὰ ἀντίληψη ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει πολὺ καιρὸ πρὶν στὴν κοινωνία, τὰ ρὸζ βιβλία ἦταν ἁπλά το χρειαζούμενο «λογοτεχνικὸ» παραπλήρωμα. Παραπλήρωμα ποὺ ᾖρθε σχετικὰ πρόσφατα, ἀλλὰ ποὺ ἡ ἐπιρροή του καὶ ἡ ἐνσωμάτωσή του, ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ἐπικράτηση στὴν πολιτικὴ ἢ στὴν οἰκονομία.

Πρὶν δοῦμε κάποιες ἀκόμη οὐσιώδεις διαπιστώσεις, ἃς διατυπώσω δύο παρατηρήσεις ποὺ τὶς πιστεύω ἀπαραίτητες γιὰ τὴν συνέχεια.

Ἡ πρώτη. Ἕνα λάθος ποὺ γίνεται πλέον ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ εἶναι καὶ ἐκεῖνο ποὺ θέλει τὴν μὴ λογοτεχνία «προνόμιο» τοῦ γυναικείου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Αὐτὸ ὑπονοεῖ πὼς ὑπάρχει ἕνα ἄλλο, ἀνδρικὸ κατὰ βάση κοινό, ποὺ κινεῖται ἐπικριτικὰ πρὸς αὐτήν, ποὺ διαχωρίζει τὴν θέση του μὲ θετικὸ τρόπο,  μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση μιᾶς γνήσιας λογοτεχνίας. Ἐὰν ὅμως συμφωνήσουμε πιὰ πὼς τὸ «ρὸζ βιβλίο» ἀντιστοιχεῖται μὲ ὑπαρκτὲς καὶ σαφεῖς ἀντιλήψεις γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ ἔχουν ἐπικρατήσει, τότε εὔκολα μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε πὼς ἡ πραγματικότητα εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ διαφορετική. Ὅποιος ἔχει τὴν ὑπομονὴ νὰ «ξεφυλλίζει» καθημερινὰ τὶς σελίδες ποὺ μιλοῦν γιὰ λογοτεχνία σὲ διαδίκτυο καὶ ἐφημερίδες, θὰ διαπιστώσει πὼς τὸ ἀνδρικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, πλησιάζει ὅλο καὶ περισσότερό τα βιβλία αὐτά, τὰ ὅρια ἀποδοχῆς μὲ βάση τὸ φῦλο γίνονται ὅλο καὶ πιὸ δυσδιάκριτα. Οἱ ἐκδότες τὸ ἔχουν καταλάβει ἔγκαιρα αὐτό, πολλὰ «ρὸζ βιβλία» πλέον τὸ θεωροῦν ὑποχρεωτικὸ νὰ ἐνσωματώσουν μία κάποια ἀστυνομικὴ πλοκή, λίγο ποδόσφαιρο, λίγο χρηματιστήριο, λίγο παραπάνω «ἀντρικὲς» δραστηριότητες.

δεύτερη εἰσαγωγικὴ παρατήρηση ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω, ἀφορᾷ τὴν ἀντίδραση μιᾶς πλειονότητας ὅταν κάποιος προσπαθήσει νὰ κρίνει, νὰ ἐπικρίνει ἢ καὶ νὰ κατακρίνει τὴν ρὸζ λογοτεχνία. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐκνευρίζονται περισσότερο ἀπαντοῦν: «Εἶναι προσβλητικὴ ἡ κριτική σας, προσβάλλει χιλιάδες ἀναγνῶστες ποὺ προτιμοῦν τὰ βιβλία αὐτά, εἶστε ἐλιτιστὲς καὶ ἡ κριτικὴ σας τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕνα σύμπλεγμα ἀνωτερότητας, μιὰ προσπάθεια νὰ ἀναδειχθεῖτε περιφρονώντας τὶς προτιμήσεις τῶν πολλῶν…» Οἱ πιὸ ἤπιοι, οἱ «κεντρῶοι» σὲ ἄποψη παρατηροῦν: «Ἡ ρὸζ λογοτεχνία δὲν εἶναι ἀπειλὴ καὶ εἶστε ὑπερβολικοὶ ἐὰν τὴν βλέπετε μὲ τόσο ἔντονο τρόπο. Πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἕναν ἀνώδυνο τρόπο νὰ περνᾷ κανεὶς τὴν ὥρα του, ἕνα εὐχάριστο διάλλειμα στὴν καθημερινότητά του, ἕνα ἐλαφρὺ τραγουδάκι ποὺ διασκεδάζει μιὰ δύσκολη πραγματικότητα, τίποτε λιγότερο, τίποτε παραπάνω…». Στοὺς πρώτους ἀπαντῶ καλοπροαίρετα πὼς ὅταν μιλοῦμε γιὰ λογοτεχνία δὲν τὴν ὁρίζουμε ποτὲ μὲ βάση τὸ ἀναγνωστικό της κοινό, τὰ κείμενα δὲν ἔχουν ὀπαδούς, ἡ μόνη συζήτηση ποὺ μπορεῖ (καὶ ἔχει νόημα…) νὰ γίνει, εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναφέρεται στὴν ποιότητά τους καὶ στὴν ἱκανότητά τους νὰ ἐπηρεάσουν συνειδήσεις μὲ θετικὸ ἢ ἀκόμη καὶ μὲ ἀρνητικὸ τρόπο. Ὅσο καὶ ἂν γιὰ τὶς ἀνάγκες ἄρθρων καὶ ὁμιλιῶν χαράζουμε σύνορα, τὸ κάθε κείμενο πρέπει νὰ κρίνεται αὐτόνομα, χωρὶς νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μᾶς τὴν φιλολογικὴ κατάταξή του, οὔτε καν τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο ποὺ τὸ ἔχει ἀναλάβει. Ἔχω πολλὰ πρόχειρα παραδείγματα βιβλίων ἀπὸ «ρὸζ» ἐκδότες ποὺ ὅμως διέθεταν στέρεη λογοτεχνικὴ γραφὴ καὶ ἀντίθετα πολλὰ βιβλία «ποιότητας» ποὺ δὲν εἶχαν τὸ παραμικρὸ νὰ προσφέρουν. Τί μᾶς λέει αὐτὸ στὴν οὐσία; Πολὺ ἁπλὰ ὅτι ἀπὸ τὴν κρίση ἑνὸς κειμένου θὰ πρέπει νὰ ἀφαιρεθοῦν ὅλοι οἱ ἐξωκειμενικοὶ παράγοντες καὶ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὰ κριτήρια – ἄρα ἡ μόνη χρήσιμη συζήτηση ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι ἐκείνη γιὰ τὸν, ὅσο γίνεται, ἀντικειμενικὸ ὁρισμό τους. Ἄλλωστε, ἀκόμη καὶ ἐὰν πεῖς γιὰ κάποιον ἀναγνώστη πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὶς ποιότητες τοῦ καλοῦ κειμένου, ἀκόμη καὶ τότε, δὲν προσβάλλεις τὸν ἴδιο , ἀλλὰ ἕνα σύστημα στὸ ὅλον του, ποὺ φρόντισε ἐπιμελῶς καὶ γιὰ δεκαετίες νὰ ἀπαξιώσει τὴν καλὴ λογοτεχνία καὶ νὰ τὴν ἐξορίσει ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὸν καθημερινὸ δημόσιο λόγο. Τώρα, ὅσο γιὰ τὴν ἀπάντηση στὴν δεύτερη ἄποψη, ἐκείνη τῶν «κεντρώων», νομίζω θὰ δοθεῖ αὐτόματα ἀπὸ τὶς παρακάτω γραμμές.

Διαφήμιση

Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις, θὰ τολμήσω νὰ διευρύνω ἀρκετὰ τὴν διαπίστωση τῆς κ.Στάμου ὅτι «…οἱ ρίζες τοῦ προβλήματος θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁρίζουμε στὶς δυτικὲς κοινωνίες τὴ θηλυκότητα καὶ στὶς ποιότητες ποὺ ἔχουμε ἀποδεχθεῖ πὼς συνδέονται μὲ αὐτήν…». Εἶναι βεβαίως κι αὐτό, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς τὸ θέμα εἶναι κατὰ πολὺ εὐρύτερο καὶ σχετίζεται γενικὰ μὲ τὸν ὁρισμὸ τῆς ποιότητας, τὸν ὁρισμὸ τῆς λογοτεχνίας, τὴν διάκριση τῶν πολιτιστικῶν ἀξιῶν, τὴν ποιότητα στὴν ἐκπαίδευση. Μπορεῖ ὅλα νὰ μοιάζουν τυχαῖα καὶ αὐτόματα κινούμενα, μὰ κάθε ἄλλο παρὰ ἔτσι εἶναι. Ἄλλωστε, ἃς μὴν τὸ ξεχνᾶμε, ὅταν ὁρίζουμε τὴν θηλυκότητα, αὐτομάτως ὁρίζουμε καὶ τὸ ἀντίθετό της, αὐτομάτως μοιράζουμε ρόλους σὲ ὅ,τι κινεῖται στὸ χῶρο ἐπιρροῆς της.

Τὸ γεγονὸς  πὼς ἡ ρηχὴ καὶ μὲ ξύλινο λόγο ἀφήγηση ἔχει κατορθώσει νὰ μεταμφιεστεῖ τόσο ἐπιτυχημένα καὶ νὰ πείσει πὼς εἶναι λογοτεχνία, ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνο του ἕνα ζοφερὸ φαινόμενο, μὰ δυστυχῶς οἱ τρεῖς περίπου δεκαετίας προοδευτικῆς ἐπικράτησής της, ἔφεραν καὶ παράπλευρες απώλειες. Ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι μὲ κάποια ἀξία, μὲ κριτήρια, μὲ ποιότητες, ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἀποδέχονται τὴν «χρησιμότητά» της, τὴν κυριαρχία της, καὶ πολλὲς φορὲς τὴν ἀναγκαιότητά της. Χαμογελοῦν μὲ συγκατάβαση στὴν παρέα ὅταν ἐκθειάζεται ὡς ἀριστούργημα τὸ νέο πόνημα τῆς κυρίας ἢ τοῦ κυρίου τάδε. Σιωποῦν ὅταν βαριοῦνται ἀφόρητα ἀπὸ κοινότοπες προτάσεις, ὅπου το μόνο ποὺ ἀλλάζει εἶναι ἡ σειρὰ τῶν λέξεων. Ἀγκυλώνουν τὸ δάκτυλό τους σὲ ἀλλεπάλληλα likes σὲ ἰστοσελίδες μὲ παρουσιάσεις βιβλίων. Αὐτὴ ἡ ἀνοχή, αὐτὸς ὁ δισταγμός, αὐτὴ ἡ παραίτηση στὴν οὐσία καταδεικνύει κὰτ ἐμὲ κάτι ἀπείρως τραγικότερο ἀπὸ τὴν ἐπικράτησή τῆς μὴ λογοτεχνίας: Ἀρχίζουμε καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ φαινόμενοι, γινόμαστε συγκαταβατικοὶ στὴν ἐξάπλωσή του, κυρίως γιατί ἀπουσιάζει τὸ «ἀντίπαλον δέος», κυρίως γιατί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ὁρίσουμε θετικὰ τὴν γνήσια λογοτεχνία, διαπιστώνουμε πὼς ἡ μνήμη μας, ἡ γνώση μας, εἶναι δωμάτια ποὺ ἔχουν ἀδειάσει πρὸ πολλοῦ. Νοιώθουμε ἀμήχανοι ἀπέναντι στὰ «εὐπώλητα» ὄχι γιατί ἔχουμε πειστεῖ γιὰ τὴν δύναμη τῆς ἀναγνωστικῆς πλειονότητας, μὰ γιατί τὰ τυπογραφεῖα τῆς ἄξιας λογοτεχνίας ἔχουν σταματήσει νὰ λειτουργοῦν καὶ ἂν ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸ παρελθὸν κινδυνεύουμε νὰ χαρακτηριστοῦμε δεινόσαυροι. Ἡ μὴ λογοτεχνία κυριαρχεῖ, μὰ ἡ κυριαρχία της προέρχεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ποιότητας νὰ δώσει δείγματα γραφῆς καὶ νὰ ἀναδείξει τὶς διαφοροποιήσεις της. Ὅταν πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ κάποιος σὲ ἕνα forum λογοτεχνίας στὸ διαδίκτυο ἔγραφε «… δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί πιστεύουν τὸν Θεοτόκη καλύτερο ἀπὸ τὴν (σύγχρονη συγγραφέας ρὸζ κειμένων)…», δὲν ἔλεγε ψέματα, δὲν ὑποκρινόταν, εἶναι πράγματι ἀκατανόητη ἡ διαφορὰ στὰ μάτια του, καθὼς τὸ ἀναγνωστικὸ πρότυπο στὸ ὁποῖο ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ μικρὸς ἦταν ἀνίκανο νὰ ἀναδείξει ποιότητες, διαφορὲς καὶ βαθύτερες ἀναγνώσεις. Ὅταν σὲ ἄλλη ἰστοσελίδα κάποιος ἀπορρίπτει  τὸν Καβάφη σὲ σχέση μὲ ἕναν πομπώδη καὶ φλύαρο σύγχρονο ποιητή, ἐπίσης δὲν λέει ψέματα, καθὼς δὲν διδάχθηκε ποτὲ Καβάφη, ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ τρόπο ποὺ θὰ τοῦ προσέφερε αἰσθητικὲς καὶ συνειδησιακὲς συγκινήσεις, εἶναι ἀνίκανος νὰ διακρίνει διαφορές, ἡ ποίηση στὰ μάτια τοῦ εἶναι μόνο ὁμοιοκαταληξία, ἐπικὸς στίχος, κοινοτοπίες γιὰ ἀγάπες καὶ λουλούδια. Ὅταν λοιπὸν ἡ Εὕα Στάμου διαπιστώνει πὼς «… ὅσο αὐξάνεται τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ποὺ ἱκανοποιεῖται μὲ κείμενα χαμηλῆς ποιότητας, τόσο μειώνεται σὲ βάθος χρόνου τὸ λογοτεχνικὸ δυναμικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ προκύψουν νέοι πεζογράφοι, ποιητές, μεταφραστές, κριτικοί, ἐκδότες κι ἐπιμελητὲς προσανατολισμένοι ἀσφαλῶς σὲ κείμενα ἀξιώσεων…», ὑπαινίσσεται πὼς αὐτὸς εἶναι ἕνας κίνδυνος γιὰ τὸ μέλλον, ἀλλὰ πολὺ φοβᾶμαι πὼς δὲν περιγράφει πλέον μία ἀπειλή, ἀλλὰ μία ἑδραιωμένη κατάσταση, ἕνα σύστημα πού λειτουργεῖ ἤδη μὲ τὴν πλήρη ἀποδοχή τῆς πλειονότητας.

Σὲ ἄλλες σελίδες παρουσιάζονται οἱ εὐθύνες ἑνὸς ὁλόκληρου συστήματος, (παιδείας, πολιτικῆς, ἐκδοτῶν κλπ) ποὺ βοήθησαν νὰ φθάσουμε ἐδῶ, ἐντάξει, ἀλλὰ δίκαια θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος: «Μὰ δὲν ἐκδίδονται πιὰ καλὰ βιβλία, δὲν ὑπάρχουν ἄξιοι κριτικοί, ἄνθρωποι τῆς ποιότητας, συγγραφεῖς μὲ ἀξίες καὶ δυνατὰ κείμενα, ἐκδότες ποὺ διαφημίζουν καθημερινὰ τὶς ποιοτικές τους ἐπιλογές, λογοτεχνικὰ περιοδικὰ μὲ ἀναλύσεις ἐπὶ ἀναλύσεων; Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του εἶναι ἕνα ἀντίβαρο…».

Φοβᾶμαι πὼς ἡ τελευταία σκέψη ποὺ θέλω νὰ καταγράψω σὲ τοῦτο τὸ κείμενο θὰ εἶναι τὸ ἴδιο πικρὴ μὲ τὶς προηγούμενες – κυρίως γιατί ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι δίκαιος καὶ ἐπιπλέον θέλω νὰ γίνει ἀκόμη πιὸ κατανοητὴ ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία κυριάρχησε τὸ εὐτελὲς καὶ τὸ ξύλινο στὴν ἑλληνικὴ (καὶ ὄχι μόνο) λογοτεχνία.

Κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη τὸ ρὸζ βιβλίο, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμμάχους ποὺ ἤδη ἀναφέρθηκαν, βρῆκε καὶ μιὰ ἀπρόσμενη βοήθεια ἀπὸ συμπεριφορὲς καὶ δράσεις τοῦ λεγόμενου «ποιοτικοῦ» χώρου. Θὰ τολμήσω μάλιστα νὰ πῶ ὅτι ἡ εὐθύνη τῶν τάχα μικρῶν ἀλλὰ ποιοτικῶν ἐκδοτικῶν οἴκων, τῶν περισπούδαστων κριτικῶν, τῶν δυσνόητων δῆθεν συγγραφέων, εἶναι πολλαπλάσια ἐκείνων ποὺ ὑπηρετοῦν τὰ ἀνάξια κείμενα. Τὸ ἐξηγῶ ὅσο γίνεται πιὸ σύντομα.

Ἡ λεγόμενη «ποιοτικὴ» λογοτεχνία στὴν Ἑλλάδα, σπάνια μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἔπαρση, τὸν ἐλιτισμό, τὴν περιχαράκωση τῶν ἐλὶτ καὶ μιὰ ἰδιότυπη συστημικὴ συμπεριφορὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ πολιτικὲς καὶ διαπλεκόμενες δραστηριότητες. Τὴν ἴδια ὥρα ποὺ δυὸ τρεῖς μεγάλοι ἐκδοτικοὶ οἶκοι μεταμφίεζαν τὰ ἄρλεκιν σὲ ὑψηλὴ λογοτεχνία, οἱ ἐκδότες τῆς «ποιότητας» προσέφεραν στὸ κοινό τους ἔργα ἀτάλαντων συγγραφέων, χωρὶς καμία λογοτεχνικὴ ἀξία, μὲ μόνο κριτήριο τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς κομματικῆς παρέας, τῶν διαδρόμων τῶν ὑπουργείων, τὴν δημοφιλία στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης. Χρηματικὰ ποσὰ καὶ ἐπιδοτήσεις μοιράστηκαν ἀφειδῶς σὲ πρόσωπα καὶ συλλόγους γιὰ νὰ προβληθοῦν πένες ποὺ δὲν εἶχαν νὰ ποῦν τίποτε καὶ δικαίως σήμερα ἔχουν ἀπολύτως ξεχαστεῖ. Λογοτεχνικὰ περιοδικὰ ξεφύτρωναν μέσα σὲ μιὰ νύχτα μὲ κείμενα ἀκατανόητα καὶ γραφὴ ἀπωθητική, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ διέθεταν γνώση καὶ ἄξια κριτήρια. Νέοι συγγραφεῖς μὲ σημαντικὲς ποιότητες ἔπρεπε νὰ καταβάλλουν ἰλιγγιώδη ποσὰ (κάποτε ἄγγιζαν τὰ ἑκατομμύρια σὲ δραχμὲς) γιὰ νὰ δοῦν μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ ἢ ἕνα πεζὸ νὰ κυκλοφορεῖ μὲ τὴν σφραγῖδα «ἱστορικῶν» ἐκδοτικῶν οἴκων – μιὰ πρακτικὴ ποὺ σὲ ἐξευτελιστικὸ βαθμὸ συνεχίζεται ἕως καὶ σήμερα. «Δημοσιογράφοι» καὶ «κριτικοὶ» (εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ τὰ εἰσαγωγικά…), ἔναντι παχυλῶν ἀμοιβῶν ἀποφάσιζαν ποιὸν θὰ προωθήσουν, ποιὸν θὰ ἐπιβάλλουν, ποιοὺς θὰ χρίσουν σὰν διαδόχους του Ἐλύτη, τοῦ Καρυωτάκη, τοῦ Καβάφη. Ὁ πολιτισμὸς γενικότερα ἔγινε ἀντικείμενο συναλλαγῆς, τὸ κείμενο ὡς κείμενο εἶχε ἐλάχιστη ἀξία μπροστὰ στὸ καθημερινὸ χρηματιστήριο ποὺ εἶχε στηθεῖ στὰ ὑπουργεῖα νέας γενιᾶς καὶ πολιτισμοῦ. Οἱ ἀναγνῶστες παρακολουθοῦσαν ζαλισμένοι ὀνόματα συγγραφέων νὰ καθιερώνονται μέσα σὲ μιὰ νύχτα, παρουσιάσεις βιβλίων ὅπου το τελευταῖο ποὺ προσέφεραν ἦταν προβληματισμὸς καὶ λογοτεχνικὴ συζήτηση, ἐπιχορηγούμενους ἐκδότες νὰ μιλοῦν γιὰ ποιότητα καὶ ὑψηλὴ τέχνη τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἐξέδιδαν ἡμετέρους. Ἡ ἑλληνικὴ λογοτεχνία ἀνέμιζε περήφανη δυὸ ἀδειανὰ πουκάμισα: τὸ ἕνα της μὴ λογοτεχνίας, τοῦ τίποτα, τοῦ γαργαλιστικοῦ καὶ τὸ ἄλλο τῆς δῆθεν ποιότητας, τῆς τάχα ὑψηλῆς τέχνης γιὰ λίγους καὶ ἐκλεκτούς. Οἱ λίγες διαφορετικὲς φωνές, τὰ λίγα ἄξια ποὺ προσπαθοῦσαν κατὰ μόνας, παραιτήθηκαν καὶ ἔσβησαν μέσα στὶς φωνὲς ἑνὸς πλήθους ποὺ εἶχε βρεῖ ἐπιτέλους τὸ νέο του παιχνίδι, τὸν νέο του ἐμφύλιο. Τὰ βιβλία ἀπὸ τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη πλευρὰ πολλαπλασιάστηκαν, θηριώδεις «ἁλυσίδες πολιτισμοῦ» κτίστηκαν πάνω σε γυάλινα πόδια. Ἡ λογοτεχνία ἔπαψε νὰ εἶναι αὐτόνομη, πρωτογενής, ἔγινε παραπλήρωμα ἑνὸς life style, παραπλήρωμα ἑνὸς γρήγορου καταναλωτισμοῦ καὶ ἀναλώσιμη μὲ ρυθμοὺς τηλεοπτικοῦ χρόνου. Τὸ βιβλίο μπῆκε σὲ θῆκες καὶ κατηγορίες, ἔγινε εἶδος ἐποχιακό, ἕνα ἀξεσουὰρ ποὺ παρακολουθεῖ τὴν μόδα, τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου, τὴν ἡλικία, ἀκόμη καὶ τὴν προσωπικὴ διάθεση. Οἱ νέοι συγγραφεῖς δὲν γράφουν πιὰ «ἀφ ἐαυτοῦ», δὲν χρειάζεται νὰ μελετήσουν, νὰ ἐρευνήσουν, νὰ βυθιστοῦν σὲ ἕνα κόσμο γνήσιων συναισθημάτων – ἡ πένα τοὺς ὑπακούει στοὺς νόμους τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν ἐκδοτῶν, τὰ χειρόγραφά τους πρέπει νὰ προσαρμοστοῦν στὶς ἀπαιτήσεις, ἀπὸ τὴν γραμματοσειρὰ ἕως τὴν οὐσία τοῦ περιεχομένου, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ σελίδων ἕως τὴν πλοκή. Ὁτιδήποτε ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς κανόνες, τοὺς τύπους, τὴν ἐπανάληψη κοινοτοπιῶν, ἀπορρίπτεται ὡς μὴ ἐμπορικό, ὡς ἀποτυχία, ὡς ἀνύπαρκτο. Οἱ νέοι συγγραφεῖς ξεκινοῦν νὰ γράφουν σὰν αὐτόματα ἐκπαιδευμένοι ἤδη σὲ ἕνα σύστημα, ἡ σκέψη τοὺς εἶναι προσανατολισμένη στὰ ἐκδοτικὰ κριτήρια καὶ πολλάκις αὐτολογοκρίνονται, περικόπτουν κάθε φράση ποὺ μπορεῖ νὰ κριθεῖ δυσνόητη γιὰ τὴν γλωσσικὴ καὶ νοηματικὴ ἐπάρκεια τοῦ πλήθους, ἀποφεύγουν θέματα δυσάρεστα, ἁπλοποιοῦν ὅσο γίνεται τὴν γλῶσσα γιὰ νὰ χωρέσει στὸ κοστοῦμι τῆς ἀγορᾶς.

Τὸ πρόβλημα τῆς δῆθεν λογοτεχνίας καὶ τῆς ὑπερτίμησης τῶν κειμένων δὲν εἶναι νέο, ἑκατοντάδες διανοητὲς ἀποπειράθηκαν νὰ τὸ ὁρίσουν καὶ νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν. Ἐξαιρετικὸς σὲ ἁπλότητα, χωρὶς κραυγὲς καὶ φανατισμό, ὁ Arthur Schopenhauer γράφει γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ (Περὶ ἀνάγνωσης καὶ βιβλίων, ἐκδόσεις ΑΓΡΑ, 2013): « Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν δύο εἰδῶν λογοτεχνίες πού, ἂν καὶ δὲν γνωρίζονται παρὰ ἐλάχιστα μεταξύ τους, βαδίζουν ἡ μία πλάι στὴν ἄλλη: μία πραγματικὴ καὶ μία ἁπλῶς φαινομενική. Ἡ πρώτη ἐξελίσσεται σὲ μόνιμη λογοτεχνία. Καλλιεργούμενη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν γιὰ τὴν γνώση ἢ τὴν ποίηση, βαδίζει τὸν δρόμο της σοβαρὰ καὶ ἀθόρυβα μὰ ἐξαιρετικὰ ἀργά, χωρὶς νὰ παράγει στὴν Εὐρώπη πάνω ἀπὸ δώδεκα ἔργα ἀνὰ αἰῶνα, ἀλλὰ μὲ μόνιμη ἀξία. Ἡ ἄλλη καλλιεργεῖται ἀπὸ ἄτομα ποὺ ζοῦν ἀπὸ τὴν γνώση ἢ τὴν ποίηση, καὶ προχωρᾷ καλπάζοντας, συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν θόρυβο καὶ τὶς βροντερὲς φωνὲς ἐκείνων ποὺ ἐπιδίδονται σὲ αὐτές, καὶ κατακλύζοντας ἐτησίως τὴν ἀγορὰ μὲ πολλὲς χιλιάδες ἔργα. Δὲν περνοῦν ὅμως λίγα χρόνια καὶ ἤδη ἀναρωτιέται κανείς: Τί νὰ ἀπέγιναν ἄραγε; Τί ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν ἄλλοτε τόσο ἠχηρὴ φήμη τους; Ὑπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, ἡ τελευταία κατηγορία μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἐφήμερη ἐνῷ ἡ πρώτη ὡς μόνιμη λογοτεχνία» (οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μου).

Κάθε ὁρισμὸς ἔχει τὶς ἀδυναμίες του, τὸ ἴδιο καὶ ὁ διαχωρισμὸς τοῦ Σοπενχάουερ (σὲ παραπλήσιο διαχωρισμὸ καταφεύγει καὶ ἡ Εὕα Στάμου μιλώντας γιὰ διαχρονικὴ λογοτεχνία), κάποιος γιὰ παράδειγμα θὰ μποροῦσε νὰ σημειώσει πὼς ὁ καθορισμὸς τῆς ποιότητας μέσα ἀπὸ τὴν πατίνα τοῦ χρόνου δημιουργεῖ ἕνα πρόβλημα στὸ τώρα, στὴν ἄμεση πρόσληψη τῆς ἀξίας τοῦ κειμένου καὶ ταυτόχρονα μπορεῖ νὰ ὑπόκειται σὲ πολλὲς παραμορφώσεις ἢ παραποιήσεις τῆς λογοτεχνικῆς καταγραφῆς καὶ ἱστορίας. Πόσο βέβαιοι εἴμαστε γιὰ παράδειγμα πὼς στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων δὲν ἔχουν παραμεριστεῖ (ἢ ἀκόμη καὶ ποτὲ ἐκδοθεῖ) ἔργα μὲ σημαντικὴ ἀξία καὶ σκέψη; Πόσο σίγουροι εἴμαστε πὼς ἔχουν διασωθεῖ καὶ ἔχουν ἐπιβιώσει τὰ ἄριστά των ἀρίστων, τὰ περισσότερο ποιοτικά; Τίποτε δὲν εἶναι βέβαιο, οὔτε καν ἡ κρίση τοῦ χρόνου.

Γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, δὲν πιστεύω οὔτε λεπτὸ πὼς ὅλα τοῦτα εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα, ἀκόμη καὶ στοὺς πιὸ φανατικοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς «ρὸζ λογοτεχνίας» – εἶναι ἀξιοσημείωτο πὼς ἀκόμη καὶ ὅταν μιλῶ μὲ συγγραφεῖς αὐτῶν τῶν βιβλίων, διαβλέπω σὲ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς μία αὐτογνωσία, μιὰ παραδοχὴ πὼς ἁπλὰ ἐξυπηρετοῦν μὲ ταλέντο ἐκεῖνο ποὺ ζητᾷ ἡ ἐποχή, ἡ συγκυρία, τὸ δαιμόνιο τῆς ἀγορᾶς. Αὐτομάτως αὐτὴ ἡ εἰκόνα πετᾶ  τὴν πρόκληση ἀπέναντι, στοὺς «ποιοτικούς», σὲ κείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸ ἐφήμερο καὶ ἰσχυρίζονται πὼς μποροῦν νὰ ἀπαντήσουν πειστικὰ στὸ αἴτημα γιὰ μιὰ λογοτεχνικὴ ἀναγέννηση. Δὲν ἐπέλεξα τυχαία το ποίημα τοῦ Μόντη κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ σημερινοῦ ἄρθρου. Ὅταν ὁ Μόντης γράφει «Τώρα σὲ θέλω μπάρμπα Κώστα…», (μπάρμπας: δηλαδὴ ἔμπειρος, ἄξιος, σοφός, ποιοτικός), στὴν οὐσία γίνεται καυστικὸς πρὸς ἐκείνους ποὺ κάθονται καὶ γκρινιάζουν γιὰ τὴν κατάντια τῆς λογοτεχνίας καὶ νοσταλγοῦν ἀδρανεῖς τὶς παλιές, καλές(;) ἐποχές. Ὄχι, γράφει ὁ Μόντης, τὰ πράγματα εἶναι εὔκολα ὅταν εἶσαι στὴν ἐπιφάνεια, ὅταν κυριαρχεῖς στὶς συνειδήσεις, ὅταν ἔχεις ἀκροατήριο. Τὸ δύσκολο εἶναι ὅταν βρεθεῖς στὴν ἀφάνεια, ὅταν κυριαρχήσει τὸ ἐφήμερο, τὸ ἀσήμαντο, (τὸ Γιαννάκη μας, προσέξτε τὸ οὐδέτερο ἄρθρο, πῶς δίδει τὴν ἀσημαντότητα ὁ Μόντης μέσα ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ἄρθρου, τὴν ἀπόλυτη ἀντίστιξη…), τώρα σὲ θέλω, τώρα περιμένω νὰ δῶ πῶς θὰ ἀπαντήσεις ἔμπρακτα, πῶς μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο σου θὰ μπορέσεις νὰ φέρεις καὶ πάλι γερό, στέρεο ἀποτύπωμα στὶς συνειδήσεις ποὺ ἔχουν ἀποκοιμηθεῖ.

Εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ περιμένει πολλὰ χρόνια ἀπάντηση καὶ φυσικὰ δὲν λύνεται μὲ ἡμίμετρα, μὲ θεωρητικολογίες, μὲ μεγαλύτερη ἀπομόνωση καὶ ἐλιτίστικες συμπεριφορές. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρόβλημα τῆς λογοτεχνίας καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο, ἀπὸ τὴν δύναμη τῶν λέξεων, τὴν ποιότητα τῆς σκέψης. Στὸ βιβλίο της «Ἡ ἐπέλαση τῆς ρὸζ λογοτεχνίας» ἡ Εὕα Στάμου ἀναμφίβολα κάνει πολλὲς σωστές, καίριες θὰ ἔλεγα διαπιστώσεις, κάποιες ἀπὸ αὐτὲς ἀναφέρθηκαν παραπάνω, μὰ ὅταν ἔρχεται στὸ διὰ ταῦτα, ἐπιδεικνύει μιὰ ἀτολμία καὶ μιὰ βιασύνη ποὺ νομίζω τὴν ἀδικεῖ, ἀδικεῖ θαρρῶ καὶ ὅλη τὴν προηγούμενη συλλογιστική της. Γράφει στὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ προηγουμένως ἀποδέχεται πὼς ἡ ρὸζ λογοτεχνία βλάπτει σοβαρὰ τὴν καλὴ λογοτεχνία: « Ἡ συναφὴς ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη ἀγορὰ βιβλίου (κυρίως τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Αὐστραλίας) δείχνει ὅτι ἡ σύσταση διαφορετικῶν βραβείων, ποὺ νὰ ἀφοροῦν ἀποκλειστικὰ στὸ χῶρο τῆς ρὸζ λογοτεχνίας, εἶναι ἕνας εὔλογος τρόπος διάκρισης, ἀποτίμησης καὶ εὐρείας προβολῆς αὐτῶν τῶν τίτλων. Πιστεύω ὅτι ἡ διάκριση τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν «κατηγοριῶν» ἀπὸ τοὺς κριτικούς, ὅπως γίνεται στὴ δυτικοευρωπαϊκὴ ἀγορά, εἶναι πλέον ἀπαραίτητη καὶ στὴ χώρα μας, ἔτσι ὥστε στὴ συνείδηση τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ ἡ ρὸζ λογοτεχνία νὰ μὴ συγχέεται μὲ τὴ λογοτεχνία…». Εἶναι μιὰ πρόταση, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι σὰν νὰ ἀντιμετωπίζεις τὸν κίνδυνο ἀπὸ ἕνα παγόβουνο, μαζεύοντας μὲ τὸ κουταλάκι τὸν πάγο ἀπὸ τὴν κορυφή του. Ἐπιπλέον ἡ χρήση τοῦ ὄρου «λογοτεχνία» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, καταδεικνύει μιὰ σύγχυση εὐρέως ὁρατὴ στὴν ἐποχή μας, εἶναι περίεργο ποὺ ἀναζητοῦμε τρόπους διαχωρισμοῦ σὲ ἀλλότρια, ὅταν ἡ γλῶσσα προσφέρει τόσες ἀποχρώσεις, τόσες δυνατότητες γιὰ διαβαθμίσεις καὶ νοηματοδότηση διαφορετικῶν ποιοτήτων.

Εὔλογο τὸ ἐρώτημα: Καλὰ εἶναι ὅλα αὐτά, ἔχουν ἴσως ἕνα νόημα, μιὰ οὐσία, ἕναν συμβολισμό. Πῶς ἀπαντᾷ ὅμως ἡ λογοτεχνία στοὺς μιμητές της, πῶς ἀναδεικνύει μὲ καταφατικὸ τρόπο ποιότητες, ἀξίες, οὐτοπίες, ἕναν διαφορετικὸ τρόπο σκέψης καὶ ὕπαρξης μέσα στὸν κόσμο; πῶς μπορεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀναγνῶστες ὅτι ἀπόλαυση μποροῦν νὰ προσφέρουν τὰ καλὰ κείμενα, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἀπαιτοῦν συμμετοχή, κόπο, ἀναγνωστικὴ ἐκπαίδευση, ἔρευνα, προβληματισμὸ γιὰ μικρὰ καὶ μεγάλα;

Ἃς διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό. Ἡ λογοτεχνία δὲν πορεύεται μὲ ἐμφύλιους καὶ στεῖρες ἀντιπαραθέσεις, δὲν μπορεῖ νὰ συνδιαλέγεται μὲ κείνους ποὺ τὴν βάζουν στὸ ζύγι, ποὺ χρησιμοποιοῦν ξένα πρὸς τὸ κείμενο κριτήρια γιὰ νὰ μετρήσουν τὴν ἀπόδοση καὶ τὴν ἐπιρροή της. Τὰ ἄξια κείμενα δὲν συγκρίνονται, δὲν ἐτεροκαθορίζονται, ἡ ἐμβέλειά τους ὑπερβαίνει ἐποχές, συγκυρίες καὶ σκοπιμότητες. Ταυτόχρονα ὅμως, εὐτυχῶς ἢ δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει αὐτοματισμὸς τῆς ποιότητας, ἀκόμη καὶ τὸ καλύτερο κείμενο θὰ πρέπει νὰ πείσει γιὰ τὴν ἀξία του. Σὲ μία ἰδανικὴ κοινωνία οἱ μεσολαβητὲς ἀνάμεσα στὸ βιβλίο καὶ στὸν ἀναγνώστη θὰ ἤσαν βεβαίως περιττοί, ἀλλὰ σήμερα εἶναι ἀπαραίτητοι ὅσο ποτὲ – ἐκεῖνοι ποὺ βαθιὰ πιστεύουν (καὶ ἀντιλαμβάνονται) τὴν γνήσια λογοτεχνία, πρέπει νὰ ἀναζητήσουν τρόπους γιὰ τὴν μετάδοση καὶ τὴν κατανόησή της. Ἐὰν ἡ ἐκπαίδευση λειτουργοῦσε αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ ἦταν σχετικὰ εὔκολο, ὅμως τώρα προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια, συγκρούσεις μὲ παγιωμένα ἐκδοτικὰ καὶ δημοσιογραφικὰ συστήματα, ἀνατροπὴ παγιωμένων ἀντιλήψεων. Εἶναι μία μάχη ἀρκετὰ ἄνιση, τρὶς περισσότερες φορὲς μοναχική, σπάνια ἔχει μετρήσιμα ἀποτελέσματα. Μὰ ἐὰν οἱ συνειδήσεις ἐλαστικοποιήσουν τὰ κριτήρια, ἐὰν συμβιβαστοῦν μὲ τὸ μέτριο χάριν τῆς δημοφιλίας του, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ἐὰν περιοριστοῦν στὰ ὅρια μιᾶς κλειστῆς λέσχης ἐπαϊόντων, τότε καὶ τὰ τελευταῖα σημεῖα ἀντίστασης στὸ εὐτελές, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν.

Ὅσο ἀπαραίτητο εἶναι νὰ σκύψουμε καὶ πάλι ἐπάνω στὰ κείμενα τῆς λογοτεχνίας καὶ νὰ ἀποκαλύψουμε ἐκ νέου τὴν ποιότητά τους, ἄλλο τόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ σύγκρουση μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς θεσμοὺς ποὺ ἀπαξιώνουν ποίηση καὶ πεζογραφία καὶ ὑποβιβάζουν τὴν συγγραφὴ σὲ ἕνα στημένο παιχνίδι δημόσιων σχέσεων, ἐπετείων, διαφήμισης καὶ ἐμπορικῆς προώθησης. Ἀπὸ τὶς παρουσιάσεις βιβλίων ἀπουσιάζει κάθε βάθος καὶ οὐσιαστικὴ συζήτηση, ἡ κριτικὴ ἐμφανίζεται ἀραιὰ καὶ ποὺ σὲ περιοδικὰ τῶν δέκα ἀναγνωστῶν, τὸ ἔτος Καβάφη κατέδειξε πόσο μπορεῖ νὰ γελοιοποιηθεῖ ἕνα θηριῶδες ἔργο ὅταν κάποιοι τὸ σέρνουν σὲ λεωφορεῖα καὶ ἐπετείους μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀτάκας, τῆς πατριδολαγνείας ἢ καὶ τῆς κλειδαρότρυπας.

Ὅταν ζήτησα τὸ βιβλίο τῆς Εὕας Στάμου στὸ βιβλιοπωλεῖο, ὁ ὑπάλληλος τὸ ἀνέσυρε μὲ δυσκολία ἀπὸ ἕνα ράφι ξεχασμένο, γεμάτο ἀπὸ βιβλία ποὺ περίμεναν τὴν ἐπιστροφὴ στὸν ἐκδότη. Ἔκανε καὶ αὐτὸ τὸν ταχύτατο κύκλο του, προκάλεσε πέντε δέκα ἀναφορὲς καὶ σχόλια καὶ ἐξαφανίστηκε μέσα σὲ ἕναν πολτὸ ἀπὸ καραμέλες μιᾶς χρήσης μὲ λαμπερὸ ἐξώφυλλο. Κρῖμα, γιατί περιλαμβάνει διαπιστώσεις ἐξαιρετικὲς καὶ μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες του, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀνοίξει ἕνα θέμα σημαντικὸ μὲ σκληρὸ τρόπο, νὰ εἰπωθοῦν τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους, νὰ ξεκινήσει κατάθεση ἀπόψεων ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ διαθέτουν μία διαφορετικὴ ματιά.

Μέχρι νὰ γίνει αὐτό, ἡ πρόκληση τοῦ Μόντη καὶ πολλῶν ἀκόμη, θὰ αἰωρεῖται σὲ ἕνα κενὸ καὶ τὸ ἐρώτημά του θὰ περνᾷ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, ἄλλοτε σὰν ψίθυρος, ἄλλοτε σὰν κραυγή, ἀνάλογα μὲ τὰ αὐτιὰ ποὺ εἶναι διαθέσιμα…

«Ἀκόμη στὰ ψηλά το Γιαννάκη μας, μπάρμπα Κώστα;..»

Κράτα το

0 0 votes
Article Rating
Διαμοιρασμός τού Κειμένου
0Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments